2018-09-10 23:51:20
Φωτογραφία για Η πολεμική οργάνωση της αρχαίας πόλεως
Η εξέλιξη της σχέσης πόλεως και στρατηγών ως προς τη διοίκηση των επιχειρήσεων ταυτίζεται με την ανεξαρτοποίηση της πολεμικής ως επαγγελματικής λειτουργίας και σημαίνει το τέλος της κλασσικής πόλης. Οι μακρινές αρχές και η επικράτηση του στρατιωτικού επαγγελματισμού με τη μορφή της μισθοφορίας, όπως και η επιβίωση της αρχαιότατης μορφής του πολέμου, του ιδιωτικού πολέμου, εξετάζονται στο τέλος του κεφαλαίου.

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Η στρατιωτική οργάνωση

Στρατιωτική και δικαστική λειτουργία, η προστασία από τον εξωτερικό κίνδυνο, όπως και η εξασφάλιση της εσωτερικής ειρήνης, αποτελούν τις δύο κύριες λειτουργίες της αρχαίας πόλεως. Στην ομηρική εποχή ήταν και οι δύο ιδιωτική υπόθεση των γενών. Στην κλασσική πόλη, η οποία ταυτίζεται με το σύνολο των πολιτών, πολιτικά δικαιώματα (συνεπώς και την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος) έχουν όλοι όσοι μπορούν να ασκήσουν τη στρατιωτική λειτουργία, δηλαδή να εξοπλισθούν με δαπάνη τους. Οπλίτης και πολίτης ταυτίζονται και η στρατιωτική οργάνωση ακο­λουθεί εκείνη του πολιτεύματος. Οι φυλές, βάση της οργάνωσης του δήμου στις ελληνικές πόλεις, αποτελούν συνεπώς συγχρόνως τη βάση της στρατιωτικής οργάνωσής του.171


α. Η φυλετική βάση της στρατιωτικής οργάνωσης στην Αθήνα

Το στρατιωτικό ρόλο των φυλών στην Αθήνα αποδεικνύει η ύπαρξη 10 τάξεων κάτω από 10 στρατηγούς, οι οποίοι αρχικά προέρχονταν ένας από κάθε φυλή. Μετά το 501 π.Χ. όταν πλέον οι στρατηγοί εκλέγονται από όλο το δήμο, επικεφαλής των φυλετικών τάξεων βρίσκονται οι 10 ταξίαρχοι. Αλλά και οι κατάλογοι των οπλιτών τηρούνται κατά φυλήν από τον ταξίαρχο, ο οποίος κατά τον 5ο αι. επιλέγει τους πολίτες που χρειάζεται για την επιστράτευση, φροντίζοντας θεωρητικά για την ανακύκλωση των επιστρατευομένων, στην πράξη όμως διαλέγοντας τους πιο έμπειρους. Ο πίνακας με τα ονόματά τους τοιχοκολλείται κάτω από άγαλμα του επωνύμου ήρωος της φυλής, αντίστοιχα και οι πεσόντες στον πόλεμο καταγράφονται κατά φυλές, ενώ και ο επιτάφιος απαγγέλλεται μπροστά σε 10 κενά φέρετρα. Ως μονάδα επιστράτευσης χρησιμεύουν οι υποδιαιρέσεις της φυλής, οι τριττύες. Τούτο αποδεικνύεται από τη διάταξη των τριττύων κάθε φυλής κατά μήκος των δρόμων που οδηγούν στην Αθήνα, έτσι ώστε οι οπλίται λ.χ. της παραλίου τριττύος της Αιγηίδος (που συγκεντρώνει τους παραλιακούς δήμους γύρω από τη Ραφήνα) να μπορούν να ενωθούν στην πορεία τους προς το κέντρο με εκείνους της μεσογαίας τριτττύος της ιδίας φυλής (που περιλαμβάνει τους δήμους από τα Σπάτα, την αρχαία Ερχιά έως την Πεντέλη) και να πάνε πλέον συντεταγμένοι στην Αθήνα, όπου η τάξη της φυλής θα συμπληρωθεί με την αστική τριττύν. Κατά τριττύες —όπως αποδεικνύεται από σειρά οροσήμων των τριτ- τύων που βρέθηκαν γύρω από το ναύσταθμο της Ζέας- πραγματοποιείται και η συγκέντρωση των επιβατών και των πληρωμάτων του στόλου στον Πειραιά172.

β. Η ταξική βάση της στρατιωτικής οργάνωσης

Η γενικευμένη υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία εισάγεται μόλις στα μέσα του 4ου αι. Έως τότε υποχρέωση οπλιτικής υπηρεσίας είχαν μόνο οι τρεις ανώτερες τάξεις με πλειοψηφία βεβαίως των ζευγιτών ή (σύμφωνα με τη διατύπωση που ισχύει μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο) οἱ τά ὅπλα παρεχόμενοι, δηλαδή αυτοί που μπορούν να εξοπλισθούν με δική τους δαπάνη. Αυτοί μόνο ήσαν καταγεγραμμένοι στο ληξιαρχικόν γραμματεῖον, τον κατάλογο δηλαδή αυτών που κληρώνονται ή «ἄρχονται λήξεως»), βάσει του οποίου γίνεται η επιστράτευση. Υπάρχουν χωριστοί, κατά τάξεις, κατάλογοι των πολιτών, οι οποίοι, ανάλογα με το τίμημά τους, κατατάσσονται στους ιππείς ή τους οπλίτες. Οι κατάλογοι (ιππέων και οπλιτών) τηρούνται κατά φυλήν, οι δε πολίτες καταγράφονται σ’ αυτούς κατά ηλικίες. Κατά την εγγραφή τους στον κατάλογο της τάξης τους, οι ιππείς λαμβάνουν ένα ποσό για τον εξοπλισμό, την ονομαζόμενη κατάστασιν, και σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους (ακόμα και στις ειρηνικές περιόδους) πληρώνονται τον σίτον, την τροφή για το άλογο που είναι υποχρεωμένοι να συντηρούν, που είναι μία δραχμή για κάθε μέρα. Η δαπάνη για το ιππικό (οι πληρωμές καταγράφονται στις επιγραφές με τον τύπο ἵπποις σῖτος ἐδόθη) ανέρχεται κατά τον Ξενοφώντα σε 40 τάλαντα ετησίως. Ο ιππεύς πρέπει να διατηρεί εκτός από τον υπηρέτη (όπως οι οπλίτες) και ιπποκόμο με ένα δεύτερο άλογο. Οι ιππείς προέρχονται από τους πλουσιότερους πολίτες και διέπονται ακόμα τον 5 ο αι. από το αριστοκρατικό πνεύμα στη συμπεριφορά και την αμφίεση. Η παρουσία τους δίνει ιδιαίτερη λαμπρότητα στις αθηναϊκές πομπές. Η ζωφόρος των Παναθηναίων μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα ποίημα για το αθηναϊκό ιππικό. Ως σώμα αποτελούν κοινόν που βγάζει ψηφίσματα, κάνει αφιερώματα ή χορηγεί τιμές (στεφάνους). Στους όρκους αναφέρονται χωριστά, καμιά φορά αναφέρεται ότι ορκίζονται όλοι οι ιππείς, όχι μόνο ο αρχηγός για λογαριασμό του σώματος. Τέλος για τους πεσόντες ιππείς προβλέπεται χωριστή στήλη. Το πνεύμα αυτό της διαφοροποίησης από τον υπόλοιπο δήμο, ο οποίος σημειωτέον ότι δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτούς, αλλά και την αναγέννηση της αριστοκρατικής ιδεολογίας του σώματος των ιππέων, που είναι περήφανοι για την προσφορά τους στην άμυνα της Αττικής κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο, μαρτυρεί η ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη: κ’ εμείς πάντα υπερασπιζόμαστε γενναία/την πολιτεία χάρισμα και τους θεούς του τόπου./Και δεν ζητούμε τίποτε γι αυτό παρά μονάχα,/ αν γίνει ειρήνη κάποτε κ’ οι κόποι πάρουν τέλος,/ν’ αφήστε να κρατούμε τα μακριά μαλλιά μας/ και το κορμί να καθαρίζουμε με τη στλεγγίδα.173

Στην άλλη άκρη της κοινωνικής κλίμακας, οι θῆται δεν υποχρεώνονταν τον 5ο αι. σε στράτευση. Επιστρατεύονταν μαζικά ως ψιλοί, αλλά τούτο μόνο στην περίπτωση εισβολής σε γειτονικές πόλεις (Μέγαρα 431, Βοιωτία 424). Το μοναδικό αναφερόμενο τακτικό σώμα θητών είναι αυτό των τοξοτών στο πεζικό και στο στόλο (πάνω από 700 στα Μηδικά, 1300 αργότερα). Οι τοξότες είναι και αυτοί οργανωμένοι σε 10 φυλές υπό τους τοξάρχους. Στους καταλόγους των πεσόντων οι τοξότες αναφέρονται μετά τους οπλίτες και πριν από τους ξένους (μισθοφόρους) που ακολουθούν ως σύμμαχοι. Οι υπόλοιποι από τους θήτες υπηρετούσαν με μισθό ως κωπηλάτες ή ναύτες στο στόλο. Οι μέτοικοί επιστρατεύονταν ως οπλίτες για τη φρουρά της πόλεως και στις πανστρατειές (εκστρατείες «πανδημεί»). Εκτός από μερικούς που απολάμβαναν το προνόμιο της στρατείας, οι υπόλοιποι κατατάσσονταν σε χωριστές μονάδες. Στις αρχές του πελοποννησιακού πολέμου σε συνολικό αριθμό 10-15.000 μετοίκων υπηρετούν 3.000 ως οπλίτες. Από αυτούς που δεν υπηρετούν ως οπλίτες στρατολογούνται οι κωπηλάτες. Οι δούλοι κατά κανόνα αποκλείονται της στρατεύσεως και ακολουθούν ως υπηρέτες (σκευοφόροι) ή υπασπιστές.

Η στρατιωτική αγωγή

Στρατιωτική υπήρξε η πρώτη μορφή της ελληνικής αγωγής. Η παράδοση επιζεί με τη μορφή της αριστοκρατικής αγωγής και του ηρωικού ηθικού ιδανικού, που ο Όμηρος μεταβιβάζει στις ύστερες γενεές.

α. Η σπαρτιατική αγωγή

Το ιδανικό της αρετής, η μίμηση του Ήρωος, αποτελούν ακόμα στην κλασσική εποχή το ηθικό υπόβαθρο της συντηρητικής σπαρτιατικής αγωγής, παίρνουν όμως τώρα νέο περιεχόμενο, σύμφωνο με το πνεύμα της ελληνικής πόλης. Εκείνο που πλέον προέχει δεν είναι απλώς και μόνο η αγωνιστική αρετή του Ομήρου, αλλά η θυσία για την πόλη (Τυρταίος fr. 12 1-10). Η αγωγή είναι κρατική και αποτελεί την προϋπόθεση της πολιτείας. Ο σκοπός της είναι διπλός. Αφενός αυτή παρέχει έναν ηθικό κώδικα, χάρη στην καλλιέργεια της ιδέας της αφιέρωσης στην πατρίδα και της υπακοής στους νόμους, αφετέρου αποτελεί μια τεχνική προετοιμασίας σε έναν τρόπο ζωής, μια αγωγή στην πειθαρχία της ομαδικής στρατιωτικής ζωής και άσκηση στην πολεμική τέχνη. Ο σκοπός επιτυγχάνεται με ένα μακρόχρονο (διαρκεί από το 7ο έως το 20ό έτος της ηλικίας) και ομαδικό «ντρεσσάρισμα» των νεαρών Σπαρτιατών μέσα από διαδοχικά στάδια, στις αγέλες και στη συνέχεια στις βουές, που αντιστοιχούν στις τάξεις ηλικίας του νέου και σηματοδοτούν τις φάσεις μύησής του στην ανδρική ηλικία. Βασικό στοιχείο της αγωγής σε όλα τα στάδια είναι η μουσική, με τη μορφή ασμάτων ή θούριων και χορών, που αποτελούν κεντρικό τμήμα των εορτών της μύησης στα ιερά του Απόλλωνος (Υακύνθια, Γυμνοπαιδίες και Κάρνεια) και στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Με το άσμα (μῷα, κελοία, καθθηρατόριον, εὐάλκης)προωθείται η αγωγή των παίδων στην πειθαρχία της φάλαγγος και στις παραδόσεις της πόλης, ενώ ο πολεμικός χορός (πυρρίχη), αποτελεί τη ρυθμική άσκη­ση κινήσεων στο χειρισμό των όπλων.

Η μύηση των εφήβων συνεπάγεται, αντιθέτως, σκληρές δοκιμασίες, όπως ο αγών καρτερίας, που πιθανότατα ταυτίζεται με τη διαμαστίγωσιν των εφήβων στο ιερό της Ορθίας, και η κρυπτεία, που συνίσταται στη φυγή και απομόνωση του εφήβου στην ύπαιθρο χώρα και συγχρόνως την άσκησή του στον κλεφτοπόλεμο. Στο τελευταίο αυτό στάδιο της εφηβείας η αγωγή περιλαμβάνει εξάλλου σκληρούς αγώνες μεταξύ ομάδων νέων, όπως η ανελέητη σύγκρουσή των στη νησίδα του Πλατανιστά και ο πιθανόν ταυτιζόμενος με αυτή αγώνας μεταξύ των ομάδων των σφαιρέων, που πρέπει να ήταν ένα είδος σφαιροβολίας συγγενικό ως προς τη σκληρότητα με το αμερικανικό ποδόσφαιρο174.

Η αθηναϊκή εφηβεία

Σε αντίθεση προς τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι, όπως παινεύεται στον Επιτάφιο ο Περικλής, δεν είχαν ανάγκη να ασκούνται μια ολόκληρη ζωή προκειμένου να διαπρέψουν στον πόλεμο. Ο θεσμός της στρατιωτικής θητείας (στρατιωτικής αγωγής και υποχρεωτικής υπηρεσίας) των νέων εισάγεται εκεί μόλις λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αι. Την περιγραφή του έχουμε από τον Αριστοτέλη (Άθ. Πολ. XLII): Όλοι οι νέοι 18 και 19 ετών (περί τους 450-500) βάσει της έγγραφης στο κοινό γραμματείο και ανεξάρτητα από τίμημα εγγράφονται μετά από δοκιμασία της βουλής στον κατάλογο των εφήβων. Ακολουθεί η εκλογή των 10 σωφρονιστών από τις 10 φυλές και του κοσμητού από όλους τους Αθηναίους. Οι σωφρονιστές εποπτεύουν την πολιτική αγωγή των νέων φυλετών τους ως προς την υπακοή στους νόμους και τους άρχοντες, την πειθαρχία και την τάξη, και την εκπαίδευσή τους στα όπλα, και φροντίζουν για τη διατροφή τους. Κάθε έφηβος παίρνει 4 οβολούς, ο σωφρονιστής 1 δρχ. Οι σωφρονιστές συγκεντρώνουν όλα τα χρήματα και οργανώνουν τα κοινά γεύματα. Ο δήμος εκλέγει επίσης τους ειδικούς δασκάλους, όπως είναι οι παιδοτρίβαι, οι ὁπλομάχοι, ο ἀκοντιοτής, ο τοξότης και ο καταπαλταφέτας (που διδάσκει το χειρισμό του καταπέλτη). Τον πρώτο χρόνο της θητείας τους οι έφηβοι αναλαμβάνουν τη φρούρηση των οχυρών του Πειραιώς. Στη συνέχεια, αφού περάσουν από την εξέταση της εκκλησίας του δήμου, λαμβάνουν από την πόλη τον οπλισμό (δόρυ και ασπίδα) και περιπολούν για ένα έτος στα φρούρια («φυλακτήρια») της Αττικής.

Η θητεία των αθηναίων εφήβων στα φρούρια των συνόρων, όπως και η σπαρτιατική κρυπτεία, έχουν την προέλευση και τα εθνολογικά τους παράλληλα στις τελετές μυήσεως που συνοδεύουν το πέρασμα (rites de passage) από την παιδική ηλικία στην ηλικία της σεξουαλικής και πολιτικής ωριμότητας. Κοινό χαρακτηριστικό των τελετών αυτού του τύπου είναι η άρνηση της καταστάσεως στην οποία ο μυούμενος ετοιμάζεται να μπει, δηλ. εν προκειμένω των οπλιτικών αρετών. Πραγματικά η διετής εφηβεία συμπίπτει με την περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα στην είσοδο στην ανδρική ηλικία και την αναγνώριση της πολιτικής ωριμότητος και έχει ως βασικό στοιχείο ακριβώς την αναχώρηση και τον κλεφτοπόλεμο, ένα είδος πολέμου που διεξάγεται στα βουνά και βασίζεται στην παραπλάνηση (την απάτη), αποτελεί δηλαδή την απόλυτη άρνηση των αγωνιστικών κανόνων της κανονικής παρατάξεως της φάλαγγος. Είναι εν προκειμένω ενδεικτικό ότι η εγγραφή στις φρατρίες γίνεται στα Άπατούρια, με τα οποία συνδέεται ο αιτιολογικός μύθος του Μελάνθου, του «μαύρου κυνηγού».175

Οι περίπολοι των εφήβων στα σύνορα της Αττικής διαπιστώνονται ήδη από την αρχή του 4ου αιώνα. Η θεσμοθέτηση της «εφηβείας» συγχρόνως με την επέκταση της στράτευσης στους θήτες επιβάλλεται από την ανάγκη της μύησής των στην παράδοση του αθηναίου οπλίτη. Εξυπηρετεί όμως αυτή συγχρόνως και πρακτικές ανάγκες της νέας στρατηγικής, τη δημιουργία μιας εκπαιδευμένης δύναμης για τη φύλαξη των συνόρων. Την απόδειξη για το σκοπό του θεσμού της εφηβείας δίνει ο ταχύς εκφυλισμός της σε ένα είδος αθλητικής εκπαίδευσης των νέων αριστοκρατών ευθύς μετά την κατάργηση της γενικής στράτευσης και της δημοκρατίας, μετά δηλαδή το Λαμιακό Πόλεμο.

γ. Ασκήσεις, γυμνάσια και επιθεωρήσεις

            Με εξαίρεση το θεσμό της εφηβείας, η εκπαίδευση των οπλιτών περιοριζόταν – όπως ήδη στο σχετικό κεφάλαιο εκθέσαμε εκτενέστερα- σε ασκήσεις πάνω στις βασικές κινήσεις με οπλισμό, το χειρισμό του δόρατος, τη στοίχιση και την πορεία, ενώ αντίθετα, με εξαίρεση τα ιδιαίτερα μαθήματα οπλομαχίας και τακτικής των πλουσίων νεαρών, έλλειπε η συστηματική άσκηση των πολιτών στις τακτικές κινήσεις και τους ελιγμούς. Γυμνάσια πραγματοποιούνταν μόνο κατά την περίοδο του πολέμου, στο Λύκειο και αντιμετωπίζονταν, όπως και η επιθεώρηση (ἐξέτασις ὅπλων) με δυσθυμία (Αριστ. Ειρήνη 353). Εξέτασις αναφέρεται μόνο στην περίοδο της ολιγαρχίας (411). Διαφορετική είναι – σύμφωνα με τον φιλολάκωνα Ξενοφώντα – η τακτική του Αγησιλάου, ο οποίος προετοιμάζει τις εκστρατείες του με διαγωνισμούς και βραβεία για τους πιο εξασκημένους οπλίτες και τον καλύτερο οπλισμό, όπως στην έναρξη της ασιατικής εκστρατείας (Ξεν. Έλλην. 3.4.15): «Έπειτ’ απ’ αυτά, μόλις άρχισε να μπαίνει η άνοιξη, συγκέντρωσε όλο το στρατό στην Έφεσο, και θέλοντας να τον εξασκήσει αθλοθέτησε βραβεία για όποια μονάδα οπλιτών θα ’χε πιο καλογυμνασμένα κορμιά και για όποια μονάδα ιππικού θα ξεχώριζε στην ιππευτική τέχνη- αθλοθέτησε βραβεία και για τους πελταστές και τους τοξότες που θα ’δειχναν ξεχωριστήν επίδοση στις ειδικότητές τους. Ύστερα απ’ αυτό μπορούσε κανένας να δει όλα τα γυμναστήρια γεμάτα άντρες που γυμνάζονταν, τον ιππόδρομο γεμάτο καβαλλάρηδες, τους ακοντιστές και τους τοξότες να εξασκούνται. Έκανε όμως κι ολόκληρη την πόλη άξια να βλέπεις: η αγορά ήταν γεμάτη από κάθε λογής άλογα και όπλα για πούλημα· σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι – όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου». Το ίδιο επαναλαμβάνεται κατά την αναχώρηση για την Ελλάδα (Ξεν. Έλλην. 4.2. 3): «τότε ο Αγησίλαος που ήθελε να πάρει μαζί του όσο γινόταν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για την πόλη που θα έστελνε το αρτιότερο εκστρατευτικό σώμα, καθώς και για το λοχαγό των μισθοφόρων που θα ’παίρνε μέρος στην εκστρατεία με το καλύτερα εξοπλισμένο» (μτφ. Ρ.Ρούφου).

Συστηματικότερη – καθότι αναγκαιότερη, όπως στα οικεία κεφάλαια αναφέρθηκε – είναι η άσκηση του ιππικού και βεβαίως του ναυτικού. Την επιμέλεια της εκπαιδεύσεως του ιππικού στην Αθήνα έχουν – τον 4ο όπως και τον 5ο αι – οι 2 ίππαρχοί και οι 10 φύλαρχοί. Τον ανώτατο έλεγχο ασκεί η βουλή που κάνει επιθεώρηση των ίππων, των όπλων και των ικανοτήτων των ιππέων στην εκτέλεση των ελιγμών (δοκιμασία) και μπορεί να αφαιρέσει την επιχορήγηση (σίτον) ή να εξαιρέσει ένα άλογο. Από τα μέσα του 4ου αι. διοργανώνονται ιππικοί αγώνες, και στις αρχές του 3ου αι. κανονικά γυμνάσια ιππικού.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Η επιστράτευση

α. Τάξεις ηλικίας

Τη βάση για την επιστράτευση παρέχουν όπως και σήμερα οι τάξεις ηλικίας. Η στρατεύσιμη ηλικία αρχίζει στην Αθήνα με τη συμπλήρωση του 18ου και διαρκεί έως το 60ό έτος. Ο κατάλογος των οπλιτών αποτελείται συνεπώς από 42 τάξεις ή ηλικίες. Οι ταξίαρχοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν ενημερωμένο τον κατάλογο της φυλής τους. Κάθε ηλικία χαρακτηριζόταν με το όνομα του άρχοντος επί του οποίου είχε γίνει η καταγραφή, και του επωνύμου ήρωος της ηλικίας. Οι νεότατοι και οι πρεσβύτατοι δεν περιλαμβάνονταν στις τάξεις (= συντάγματα) των οπλιτών. Από τους άνω των 60 ετών, τους λεγόμενους υπέρ τον κατάλογον, εκλέγονταν οι διαιτηταί.

β. Η προκήρυξη της επιστράτευσης

            Η προκήρυξη της επιστράτευσης με τον τύπο «αὔριον δ’ ἔσθ’ ἔξοδος» και oι ονομαστικοί – κατά φυλές – κατάλογοι των επιστρατευομένων τοιχοκολλούνται στο μνημείο των επωνύμων στην αγορά, συγχρόνως δε καθορίζεται και ο χρόνος της εκστρατείας. Δεν ήταν εντούτοις σπάνιο, όπως διαπιστώνει αγανακτισμένος ο χωρικός του Αριστοφάνη (Ειρήνη 1179-1190), τα ονόματα να αλλάζουν την τελευταία στιγμή. Τον 4ο αι. η πρόσκληση βάσει των ονομαστικών καταλόγων έχει αντικατασταθεί από την κλήση ολοκλήρων τάξεων ηλικιών. Διακρίνονται τρία στάδια επιστράτευσης.

Το πρώτο είναι αυτό που θα λέγαμε γενική επιστράτευση, στρατεία πανδημεί ή πανστρατιά, και λαμβάνει χώρα μόνο στις περιπτώσεις ανάγκης άμυνας της ίδιας της χώρας ή εκστρατειών σε πλησίον περιοχές.

Το δεύτερο, η στρατεία ἐν τοῖς ἐπωνύμοις, αφορά την κλήση, όπως θα λέγαμε σήμερα, σειρών εφέδρων. Σ’ αυτήν την περίπτωση καλούνται μόνο ορισμένες τάξεις ή ηλικίες, για παράδειγμα από το 30ό ως το 40ό έτος (στην πρόσκληση αναφέρονται τα ονόματα των επωνύμων ηρώων των αντιστοίχων ηλικιών).

Το τρίτο είναι η στρατεία ἐν τοῖς μέρεσι, μερική δηλαδή επιστράτευση, κατά την οποία καθορίζεται ο απαιτούμενος συνολικός αριθμός και εν συνεχεία κατανέμεται ισομερώς στις ηλικίες. Μεταξύ των συνομηλίκων στρατεύονται πρώτα όσοι δεν έχουν υπηρετήσει.

Απαλλαγή από τη στράτευση ισχύει μόνο για τους βουλευτές και τους άρχοντες, τους τελώνες (μισθωτές τελωνείων) και τους χορευτές (τα μέλη των τραγικών και κωμικών χορών).

Ενστάσεις είναι συχνές στην περίπτωση στρατείας ἐν τοῖς μέρεσι. Η ένσταση κατατίθεται προφορικά στους στρατηγούς (βλ. Λυσ. 16.14: «προσελθών ἔφην τῷ Ὀρθοβονλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου»). Για τους ανυπότακτους προβλέπεται η δίωξη βάσει της γραφής ἀστρατείας.

γ. Η επιστράτευση τον στόλου

            Με την απόφαση επιστράτευσης του στόλου διατάσσεται η παράδοση των πλοίων και των σκευών τους από τους επιμελητάς των νεωρίων στους τριηράρχους, οι οποίοι υποχρεώνονται να τα παρουσιάσουν έτοιμα για τον απόπλου σε καθοριζόμενη με την απόφαση ημερομηνία, σε συγκεκριμένο σημείο του κεντρικού λιμένος.176 Παράλληλα τα πληρώματα συγκεντρώνονται συντεταγμένα κατά τριττύες στους προκαθορισμένους χώρους της τριττύος των δίπλα στους νεώσοικους της Ζέας (σε κάθε τριττύ αντιστοιχούν 10 νεώσοικοι) προκειμένου να κατανεμηθούν στα πλοία (Δημοσθ. 14.22). Μια ιδιαίτερα ζωντανή περιγραφή της ατμόσφαιρας της επιστράτευσης στο λιμάνι δίνει ο Αριστοφάνης στους Άχαρνής: αλλ’ ευθύς τα τριακόσια/καράβια σας στη θάλασσα θέλατε ρίξει/ και θάταν θόρυβον η πολιτεία γεμάτη/ απ’ τους στρατιώτες, καθώς θα γινόταν/ του τριηράρχου η εκλογή και μισθό θα μοιράζαν/ και τ’ αγάλματα θα χρύσωναν της Παλλάδος,/ θα βούιζε η στοά απ’ το συναγμένο πλήθος,/ θα μοίραζαν σιτάρι εκεί, ασκιά θάταν, τρουπωτήρες,/ καδιά θ’ αγόραζαν, εληές, σκόρδα, κρομμύδια/ θάχαν σε δίχτυα, θάβλεπες εκεί στεφάνια, σαρδέλλες, αυλητρίδες, χέρια με φουσκάλες· απ’ τάλλο μέρος θάβλεπες στο ναυπηγείο κουπιά να ξύνουν, να χτυπούν καρ­φιά, να δένουν/τις τρουπωτήρες στους σκαρμούς, σουραύλια να λαλούνε, παρα- κινιστικά και πίφερα σφυρίγματα ν’ αχούνε177 (μτφ. Γ. Σουρή).

Η επιμελητεία

Η οργάνωση του ανεφοδιασμού είναι ένα από τα σπουδαιότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει κάθε στρατός σε εκστρατεία. Από αυτήν εξαρτάται η πειθαρχία και το ηθικό του και τελικά η επιτυχία της εκστρατείας. Έτσι, για το Θουκυδίδη (Α 11) η μακρά διάρκεια του Τρωικού πολέμου οφειλόταν ακριβώς στη διάσπαση του ελληνικού στρατού, τα δύο τρίτα της δύναμης του οποίου ήταν μονίμως απασχολημένα με την τροφοδοσία, την καλλιέργεια της γης στη Χερσόνησο και τη λεηλασία.

      Για τον κλασσικό πόλεμο, που ήταν περιορισμένος, τόσο ως προς το χώρο, όσο και ως προς τη διάρκεια, το σιτηρέσιο μιας συνηθισμένης εκστρατείας κάλυπτε συνήθως μία έως το πολύ επτά μέρες, ενώ σε μια καλά προετοιμασμένη εκστρατεία μπορούσε να υπάρξει πρόβλεψη για τροφή τριάντα ημερών. Τούτο αποτελεί π.χ. όρο της συνθήκης του 420 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων, Αργείων, Ηλείων και Μαντινέων.178 Στην Αθήνα ο εφοδιασμός για την κανονική διάρκεια μιας εκστρατείας (που συνήθως ήταν τρεις ημέρες) αποτελούσε υποχρέωση του ιδίου του οπλίτη. Η σχετική ανακοίνωση αποτελούσε μέρος της προκήρυξης της επιστράτευσης (βλ. Αριστοφ. Ειρήνη 1181-83, Άχαρνής 197, Σφήκες 243): ἔχοντας ἥκειν σιτί’ ἡμερῶν τριῶν. Το βασικό είδος διατροφής ήταν το χοντροκομμένο κριθάρι, που συμπληρωνόταν με τυρί και κρεμμύδια, έτσι ώστε όλος ο γυλιός να μυρίζει κρεμμυδίλα. (Ειρήνη 1129). Ακόμα και ο ταξίαρχος Λάμαχος στους Άχαρνής φέρει στον ώμο του το σακκίδιο με θυμάρι, αλάτι, ξερό μπακαλιάρο και τα απαραίτητα κρεμμύδια.179 Δεν υπάρχει συσσίτιο. Το μαγείρεμα ήταν υπόθεση του κάθε στρατιώτη. Έτσι, ο Αθηναίος Χάρης με τους Φλειασίους αιφνιδιάζει τους Σικυωνίους λίγο πριν από το ηλιοβα­σίλεμα, την ώρα που στο οχυρό, άλλοι από αυτούς λούζονταν, άλλοι μαγείρευαν, άλλοι ζύμωναν και άλλοι ετοίμαζαν τα οτρώματά τους (Ξε- νοφ. Έλλην. 7.2.22). Το μαγείρεμα είναι κανονικά δουλειά του άκολον- θον, που μπορεί να είναι ένας δούλος (παϊς βλ. Δημοσθ. 54,4 κ.α.) ή ακόμα κάποιος φτωχός συγγενής (Ιααίος 5.4). Ο ακόλουθος συνόδευε τον οπλίτη, κουβαλώντας κατά την πορεία την ασπίδα, όπου συνήθως ήταν δεμένα τα στρωσίδια και ο χειρόμυλος για το άλεσμα του κριθαριού ή του σταριού. Πιο αυταρχικά καθεστώτα, όπως του Διονυσίου Α΄ (Διόδω­ρος 13.95.3) ή του Φιλίππου Β’ απαιτούσαν από το στρατιώτη να μεταφέρει καμιά φορά τροφές ακόμα και για 30 μέρες, τούτο μάλιστα αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης του μακεδόνα χωρικού, ο οποίος σε αντίθεση προς τον αθηναίο ή τον σπαρτιάτη οπλίτη δεν είχε (ούτε του επιτρεπόταν να έχει) ακόλουθο (Πολύαινος Στρατ. 4.2.10). Στη Σπάρτη, όπου ο στρατός είχε κατά κάποιο τρόπο επαγγελματικό χαρακτήρα, η οργάνωση της εκστρατείας διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες (Ξεν. Λακ. Πολ. 11.2). Μετά την πρόσκληση από τους εφόρους των στρατευσίμων κλά- σεων πεζικού, του ιππικού και του τεχνικού σώματος, οι Σπαρτιάτες εφοδιάζονται πλήρως, έτσι ώστε να μην τους λείπει στο στρατόπεδο ό, τι είχαν και στην πόλη, ενώ ειδικοί κανονισμοί καθορίζουν τα σχετικά με τη μεταφορά με άμαξες ή με υποζύγια, όλων των αναγκαίων για το στράτευμα. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η υψηλή θέση που είχαν οι στρατοῦ σκευοφορικοῦ ἄρχοντες στον κύκλο των αξιωματούχων που συνόδευε το βασιλιά των Λακεδαιμονίων. Με την οργάνωση των μετακινήσεων και του εφοδιασμού του σπαρτιατικού στρατού συνδέεται πιθανώς και το εκτεταμένο οδικό δίκτυο της Λακωνίας και της Αρκαδίας, για το οποίο ήδη έγινε λόγος.

      Για τον πέρα από το συνηθισμένο στις εκστρατείες χρόνο, τη φροντίδα του επισιτισμού ανελάμβανε είτε η ίδια η πόλις με την αποστολή της παρασκευής από την πατρίδα, όπως έκαναν οι Αθηναίοι επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της σικελικής εκστρατείας (Θουκ. Ζ 93.4, Η 42.1) είτε οι σύμμαχοί της, στο χώρο των οποίων διεξαγόταν η εκστρατεία, εφόσον βεβαίως τούτο περιλαμβανόταν στους όρους της συμμαχίας, όπως στην περίπτωση της συνθήκης του 420 π.Χ. και όπως συχνά συνέβαινε στην ελληνιστική εποχή. Το εκστρατευτικό σώμα συνοδευόταν έτσι είτε από σκευοφόρους με τα απαραίτητα τρόφιμα, είτε από –ενδεχομένως χρηματοδοτούμενους από την πόλη- εμπόρους, η ασφάλεια των οποίων αποτελούσε κύρια μέριμνα του στρατηγού, όπως φαίνεται από την το­ποθέτησή τους στο μέσον της παράταξης π.χ. κατά την προετοιμασία της πρώτης σύγκρουσης των Αθηναίων με τους Συρακοσίους (Θουκ. Ζ 67.1), ή από τη διάταξη της πορείας κατά την υποχώρησή τους (Θουκ. Η 78.2).

Δύο ενδιαφέροντα παραδείγματα οργάνωσης του ανεφοδιασμού ενός μεγάλου εκστρατευτικού σώματος έχουμε οτην φανταστική, εμπνευσμένη από την οργάνωση του σπαρτιατικού στρατού, αφήγηση της εκστρατείας του Κύρου (Ξενοφ. Κύρου Παιδεία 6.2.25-41) και στην περιγραφή των προετοιμασιών της τραγικά πραγματικής σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων (Θουκ. Ζ 22). Οι δυσκολίες του εγχειρήματος της τροφοδοσίας της μεγάλης και μακρινής αυτής εκστρατείας διακρίνονται στο λόγο του Νικία.

Έχουμε απόλυτη υπεροχή στο στόλο για να μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη μεταφορά του εφοδιασμού. Θα πρέπει να μεταφέρουμε μαζί μας με εμπορικά πλοία δημητριακά -σιτάρι και καβουρντισμένο κριθάρι – και μυλωνάδες που θα επιστρατεύσουμε κατ’ αναλογία από τους μύλους μας με μισθό, ώστε αν μας πιάσει κακοκαιρία να έχει ό, τι χρειάζεται ο στρατός, ο οποίος θα είναι πολυάριθμος και η κάθε πολιτεία δεν θα μπορεί να τον δέχεται.

Στον ιδανικό χώρο του μυθιστορήματος του Ξενοφώντος, ο Κύρος, για μια πορεία που προβλέπεται να κρατήσει 15 μέρες μέσα από έρημη περιοχή, διατάσσει τη συγκέντρωση τροφίμων (στάρι, κριθάρι, νερό, κρασί) για 20 μέρες, τα οποία πρέπει να κουβαλούν στην πλάτη τους οι ίδιοι οι στρατιώτες, ενώ συγχρόνως φροντίζει για την προσαρμογή του διαιτολογίου στις ανάγκες των στρατιωτών και στις συνθήκες της εκστρατείας. Για παράδειγμα προβλέπονται οι αναγκαίες ποσότητες πόσιμου νερού και αυτού που χρειάζεται για την παρασκευή του χυλού, όπως και η βαθμιαία αντικατάσταση του κρασιού από νερό. Ειδική μέριμνα λαμβάνεται για τον παράλληλο εφοδιασμό σε υγειονομικό υλικό, σε ξυλεία και σε εργαλεία. Για τη συντήρηση των όπλων και γενικά της εξάρτυσης των οπλιτών επιστρατεύονται τεχνίτες σιδηρουργοί, ξυλουργοί και υποδηματοποιοί, ενώ χρέη σκαπανέων για τη διάνοιξη των δρόμων αναλαμβάνουν ειδικά εξοπλισμένοι με φτυάρια και κασμάδες ψιλοί, που πάνε μπροστά από το κύριο σώμα του στρατού. Όσον αφορά τις σκευοφόρες άμαξες λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για την προετοιμασία του δρόμου και την ασφάλεια της πορείας των αμαξών με τη στρατιωτική πλαισίωσή τους, ειδικά στα επικίνδυνα περάσματα. Σημειωτέον τέλος ότι στους εμπόρους που συνοδεύουν το στράτευμα – οι οποίοι όχι μόνο επιδοτούνται από το βασιλιά με προκαταβολή της δαπάνης, αλλά και αμείβονται με ειδικές τιμές – απαγορεύεται, με απειλή τη δήμευση του εμπορεύματος, η πώληση τροφίμων πριν από την πάροδο των 20 ημερών, που προβλέπονται από τη διαταγή επιστράτευσης.

Η τροφή μοιραζόταν, όπως είπαμε, αρχικά σε είδος, δηλαδή σε μερίδες σίτου ή κριθαριού. Στη συνέχεια, όταν η τροφοδοσία πήρε τη μορφή ημερήσιας αποζημίωσης σε χρήμα, την υποχρέωση της οργάνωσης της προμήθειας και του ελέγχου της δαπάνης, μέσω ενός ταμία, την ανέλαβε ο στρατηγός. Η προμήθεια των τροφίμων πραγματοποιόταν στις αγορές που διοργάνωναν είτε οι έμποροι που συνόδευαν το στράτευμα, είτε οι φιλικές ή ουδέτερες πόλεις, μέσα από την περιοχή των οποίων περνούσε ο στόλος ή ο στρατός. Στην πρώτη περίπτωση ειδική μέριμνα έπρεπε να ληφθεί από τον στρατηγό για τον έλεγχο της αισχροκέρδειας, ακόμα και με την αγορά -εφόσον κρινόταν απαραίτητο- των τροφίμων χονδρικώς από τους διοικητές των συνταγμάτων, οι οποίοι ανελάμβαναν στη συνέχεια τη διανομή στους στρατιώτες. Στη δεύτερη, μάλλον σπάνια περίπτωση, η αγορά, λόγω δυσπιστίας προς το συμμαχικό στρατό, οργανωνόταν συνήθως έξω από τα τείχη της πόλης, οι άρχοντες της οποίας διατηρούσαν την διαχείριση αλλά και την οικονομική εκμετάλλευση της.180

Η ανάγκη αγοράς των τροφίμων από τους στρατιώτες οδηγεί ωστόσο στη χαλάρωση της συνοχής του στρατεύματος. Τούτο υπήρξε μία από τις κύριες αιτίες της καταστροφής στους Αιγός Ποταμούς. Ακόμα πιο διαλυτικές ήταν ωστόσο οι συνέπειες της καθυστέρησης της μισθοδοσίας, που ανάγκαζαν τους στρατιώτες να αναζητήσουν μόνοι τους τα αναγκαία για τη διατροφή τους χρήματα. Έτσι, επανειλημμένα πληροφορούμεθα τώρα για τη μίσθωση των στρατιωτών ως ημερομίσθιων αγροτικών εργατών στους ντόπιους γαιοκτήμονες181, ή για πράξεις λεηλασίας σε βάρος ουδετέρων.

Η οργάνωση της τροφοδοσίας του κλασσικού στρατού δεν σημαίνει βέβαια την παραίτηση από την επίσημη προσφυγή σε πανάρχαιες μεθόδους, όπως ήταν η ληστεία ή η επίταξη των αγροτικών προϊόντων (προ- νομή), πράγμα που όμως εξέθετε το στράτευμα σε σημαντικό κίνδυνο (βλ.Διόδ. 13.88.1: τούς τ’ ἐν ταῖς προνομαῖς αὐτῶν κατελάμβανον). Η διατροφή του στρατού οε βάρος του εχθρικού πληθυσμού (ἡ τροφή τοῦ στρατοῦ ἐκ ταῶν πολεμίων, βλ. Ισόκρ. Παναθ. 82) αποτέλεσε βασικό στοιχείο της σπαρτιατικής στρατηγικής των ετήσιων εκστρατειών στην Αττική στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου. Οι εκστρατείες διαρκούσαν όσο και τα διαθέσιμα τρόφιμα, έτσι ώστε π.χ. αυτή του 425 να κρατήσει μόνο 15 μέρες, γιατί ακόμα δεν είχε ωριμάσει το στάρι (Θουκ. Δ 6. 1-2: εκτός από αυτό (την πληροφορία για την κατάληψη της Πύλου) είχαν κάνει την εισβολή πολύ νωρίς την άνοιξη και το σιτάρι ήταν ακόμη χλωρό. Σπάνιζαν τα τρόφιμα για το στρατό). Η συστηματική διατροφή του στρατού εις βάρος της χώρας συνδέεται τώρα, όπως και στον Τρωικό Πόλεμο, με μακροχρόνιες εκστρατείες, όπως για παράδειγμα, εκείνες του Δερκυλίδα το 399-398 ή του Αγησιλάου το 395 (Ξενοφ. Έλλην. 4.1.16), όπου οι πολεμική δράση εναλλάσσεται με την οργάνωση της εκμετάλλευσης των περιοχών, την οχύρωσή τους όπως και τη δημιουργία μόνιμης βάσης τροφοδοσίας για το στρατό σ’ αυτές.

Με την εξασφάλιση της τροφοδοσίας του στρατού του συνδέεται πιθανώς και η δραστηριότητα του Δερκυλίδα στη Μ. Ασία και στη Χερσόνησο, όπου αυτός αναλαμβάνει την αποκατάσταση του παλαιού (για πρώτη φορά αναφέρεται στον Ηρόδοτο) αγροτικού τείχους των Χερσονησιωτών (Ξενοφ. Έλλην. 3.2.10-11): Την ώρα που οι απεσταλμένοι της Σπάρτης βρίσκονταν στην ίδια σκηνή με το Δερκυλίδα, κάποιος από την ακολουθία του Αράκου θύμισε ότι είχαν αφήσει στη Λακεδαίμονα πρέσβεις των Χερσονησιωτών, που δήλωναν ότι δεν μπορούσαν πια να καλλιεργήσουν τη Χερσόνησο επειδή την καταλήστευαν οι Θράκες -ενώ αν χτιζόταν ένα προστατευτικό τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη, θα υπήρχε άφθονη κι εύφορη γη να καλλιεργήσουν κι αυτοί και όσοι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν… (Ο Δερκυλίδας πέρασε με το στρατό του από τον Ελλήσποντο στην ευρωπαϊκή όχθη). Εκεί διαπίστωσε πως υπήρχαν έντεκα-δώδεκα πόλεις και πρώτης τάξεως γη, που τη ρήμαζαν όμως – όπως ακριβώς τούχαν πει – οι Θράκες. Μετρώντας τον ισθμό τού βρήκε πλάτος τριάντα επτά στάδια· τότε, χωρίς να χάσει καιρό, έκανε θυσία κι άρχισε να κατασκευάζει τείχος, μοιράζοντας τη δουλειά στις μονάδες με την υπόσχεση ότι θάδινε βραβεία σ’ εκείνους που πρώτοι θα τελείωναν το κομμάτι τους, και στους άλλους ανάλογα με την επί­δοσή τους. Με αυτό τον τρόπο αποτελείωσε το τείχος – πούχε αρχίσει μόλις την άνοιξη – πριν τελειώσει το καλοκαίρι· τόχτισε έτσι που να κλείνει μέσα του έντεκα πόλεις, πολλά λιμάνια, πολλή και καλή γη για σπορά και πολλές φυτείες, καθώς και πάμπολλους θαυμάσιους βοσκοτόπους για κάθε λογής ζώα, Αφού τάκανε όλ’ αυτά, ξαναπέρασε αντίκρυ στην Ασία.

Οι μακρόχρονες εκστρατείες και η ανάγκη οργάνωσης μονίμων φρουρών σε ξένες πόλεις από τους μισθοφορικούς στρατούς των ελληνιστικών βασιλείων έκαναν ωστόσο απαραίτητη τη συστηματική οργάνωση της επιμελητείας. Τούτο μαρτυρείται από το Στράβωνα (XVI 2,10) για το στρατό των Σελευκιδών, και από μία επιγραφή με λεπτομερείς οδηγίες (και τιμωρίες για τη μη τήρησή τους) που αφορούν στην αποθήκευση (σφράγιση, φύλαξη κλειδιών, τακτικό ποσοτικό και ποιοτικό έλεγχο, αντικατάσταση αλλοιωθέντων υλικών) και τη λήψη μέτρων προστασίας (τον τρόπο αποθήκευσής τους, την τακτική παρακολούθηση της κατάστασης και ανανέωσή τους, επισκευή ζημιών κλπ) τριών ει­δών πρώτης ανάγκης -του σταριού, του κρασιού και της ξυλείας- που προορίζονταν για τη μακεδονική φρουρά του Φιλίππου Ε’ στη Χαλκίδα (A JA42, 1938, στ. 51-54). Ακόμα και σ’ αυτά τα χρόνια όμως τον κύριο ρόλο εξακολουθούν να έχουν οι ιδιώτες έμποροι, που οργανώνουν τις τοπικές αγορές ή ακολουθούν από πίσω το στρατό, σχηματίζοντας μαζί με τα κοπάδια των ζώων και τις οικογένειες των μισθοφόρων ένα ατέλειωτο μπουλούκι, που δυσχεραίνει μεν την πορεία, από την άλλη πλευρά όμως εξασφαλίζει την υλική και ηθική στήριξη των απάτριδων στρατιωτών.

Ανάλογος είναι και ο τρόπος αντιμετώπισης της προμήθειας των όπλων για το στράτευμα, η οποία κανονικά γίνεται κατευθείαν από τους ενδιαφερόμενους. Μια ζωντανή εικόνα της δραστηριότητας της αγοράς, την παραμονή μιας εκστρατείας, μας δίνει ο Ξενοφών (Έλλην. 3. 4.17): Η αγορά (της Εφέσου) ήταν γεμάτη από λογής άλογα κι όπλα για πούλημα· σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι, όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου. Πρωτοπόρος στο θέμα της κρατικής οργάνωσης της παραγωγής όπλων, πρόδρομος και σ’ αυτό των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων, είναι ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο οποίος στην τεράστια προσπάθεια προετοιμασίας για τον πόλεμο κατά των Καρχηδονίων (μέσα στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η δημιουργία του καταπέλτη και των πολιορκητικών μηχανών στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε) μετατρέπει ολόκληρη την πόλη σε ένα γιγαντιαίο πολεμικό εργαστήριο.

Την περιγραφή οφείλουμε αυτή τη φορά στο Διόδωρο (14. 41. 3-4): Συγκέντρωσε (ο Διόνυσος) χωρίς καθυστέρηση ειδικευμένους τεχνίτες, άλλους επιστρατεύοντας από τις υπηκόους πόλεις, άλλους δελεάζοντας με υψηλές αμοιβές από παντού, την Ιταλία, την Ελλάδα, ακόμα και την επικράτεια των Καρχηδονίων. Είχε την πρόθεση να κατασκευάσει ένα μεγάλο αριθμό από πανοπλίες, όλων των ειδών τα βαλλιστικά όπλα, και πολεμικά πλοία, τετρήρεις αλλά και πεντήρεις, ένα τύπο που για πρώτη φορά έμπαινε στα σκαριά. Μόλις συγκεντρώθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ειδικευμένων εργατών, τους κατένειμε σε ειδικά εργαστήρια, επικεφαλής των οποίων τοποθέτησε τους πιο γνωστούς (επίσημους) από τους πολίτες, και υποσχέθηκε ειδικές αμοιβές για τους κατασκευαστές των όπλων. Τους μοίρασε στη συνέχεια δείγματα κάθε είδους πανοπλιών,καθώς είχε συγκεντρώσει μισθοφόρους από πολλά έθνη, και σκόπευε να προμηθεύσει κάθε στρατιώτη με την εθνική του πανοπλία, έτσι ώστε και εντύπωση μεγάλη να κάνει ο στρατός του, αλλά και στη μάχη να αποδώσουν καλύτερα οι πολεμιστές, καθώς θα πολεμούσαν ο καθένας με τα όπλα που γνώριζε καλύτερα. Καθώς όλοι οι Συρακόσιοι έσπευσαν να υποστηρίξουν την προσπάθεια του Διονυσίου, η κατασκευή των όπλων αποτέλεσε γρήγορα το αντικείμενο μεγάλου ανταγωνισμού. Πρόναοι και οπισθόδομοι των ναών, γυμνάσια και στοές, όχι μόνο δεν έμεινε δημόσιος χώρος που να μη γεμίσει από εργάτες, αλλά ακόμα και τα καλύτερα σπίτια μετατράπηκαν σε εργαστήρια για τη μαζική κατασκευή όπλων. Έτσι, χάρη στη συγκέντρωση από παντού σε ένα συγκεκριμένο χώρο τόσων εξαίρετων ειδικευμένων τεχνιτών, ο ζήλος των οποίων καλλιεργήθηκε από τις σημαντικές αμοιβές και τα βραβεία που προτάθηκαν για τους καλύτερους, ανακαλύφθηκε τότε στις Συρακούσες ο καταπέλτης. Όμως και ο Διονύσιος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτά, αλλά επισκεπτόμενος καθημερινά τους εργάτες, τους απηύθυνε φιλικά το λόγο, έδινε δώρα στους πιο εργατικούς και τους καλούσε σε τραπέζι. Ο αξεπέραστος αυτός ανταγωνισμός εξηγεί πώς οι τεχνίτες κατάφεραν τότε να εφεύρουν τόσα νέα βαλλιστικά όπλα και νέες και χρήσιμες μηχανές.

Υγειονομική υπηρεσία

Πολύ λιγότερο οργανωμένη, ή ορθότερα ανύπαρκτη, είναι στην κλασσική περίοδο η υγειονομική υπηρεσία του στρατού. Τη φροντίδα για τους τραυματίες έχουν συνήθως οι φίλοι και συγγενείς μεταξύ των στρατευμένων ή οι σύμμαχες πόλεις, σπανιότερα επαγγελματίες γιατροί που προσλαμβάνονται από την πόλη (δημόσιοι γιατροί)182 ή από το στρατηγό για προσωπική του χρήση.

Η οργάνωση του στρατοπέδου

Η ασφάλεια της παραμονής του στρατού στο εχθρικό έδαφος αποτελεί, μαζί με την τροφοδοσία του, ένα από τα βασικότερα στοιχεία της στρατη­γικής.183 Τα ελληνικά στρατόπεδα ήταν ουσιαστικώς ανοχύρωτοι, συνεπώς χωρίς τυπική μορφή, χώροι, που επελέγοντο για τα πλεονεκτήματα της φυσικής οχυρής μορφής του εδάφους.184 Το πιο συνηθισμένο οχυρωματικό έργο ήταν μια τάφρος ή ένα ανάχωμα καί μια πρόχειρη περίφραξη από κομμένα δένδρα, κλαδιά και θάμνους, η κοπή των οποίων συνέβαλλε συγχρόνως και στην ερήμωση της εχθρικής χώρας. Για τον καταυλισμό του στρατού χρησίμευαν καλύβες φτιαγμένες επίσης από θάμνους και ξύλα. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα επιχειρήματα κατά της συστηματικής οχύρωσης του στρατοπέδου είναι ότι αυτό θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε παγίδα για τον περιχαρακωμένο στρατό, ή ότι ο αριθμός και η διάταξη των σκηνών θα ήταν δυνατόν να δώσει πληροφορίες για την αριθμητική του δύναμη στον εχθρό.185Εξαίρεση αποτελούν και εδώ οι Σπαρτιά­τες.186 Τα προσωρινά στρατόπεδά τους -που φρόντιζαν να μετακινούν συνεχώς – ήταν ανοιχτά, με σκοπιές για τη φύλαξη των όπλων από τον εσωτερικό εχθρό και προφυλακές ιππικού ή – κατά τη νύκτα – Σκιριτών προσκόπων, για τον έλεγχο των πέριξ.

Οι μονιμότερες όμως εγκαταστάσεις π.χ. για τον έλεγχο ενός στρατηγικού σημείου, είχαν χοντρικά κυκλική, προσαρμοσμένη στο έδαφος, μορφή. Η εγκατάσταση των στρατιωτών επραγματοποιείτο κατά τάξεις, σε χωριστά παραπήγματα. Συστηματικά αντιμετωπίζεται το θέμα της οργάνωσης και προστασίας του στρατοπ Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ