2022-11-10 08:25:04
Ο Πατήρ Αρσένιος κάποτε πήγε μαζί με άλλους συγχωριανούς του για να λειτουργήσει στον «Άγιο» (στον Ταξιάρχη Μιχαήλ). Το Εξωκκλήσι αυτό ήταν μακρυά από το χωρίο περίπου μιάμιση ώρα. Εκεί δε κοντά είχαν κτήματα πολλοί Φαρασιώτες και παρέμεναν μάλιστα και όλη την θερινή περίοδο, μέχρι την συγκομιδή των προϊόντων. Αφού λοιπόν τελείωσε την Θεία Λειτουργία ο Πατήρ, πήρε μετά Αγιασμό και ράντιζε στους αγρούς. Άλλοι προσκυνηταί τον ακολουθούσαν και άλλοι κάθονταν έξω από το Εκκλησάκι κάτω από την σκιά ενός δένδρου.
Ο Πατήρ Αρσένιος κάποτε πήγε μαζί με άλλους συγχωριανούς του για να λειτουργήσει στον «Άγιο» (στον Ταξιάρχη Μιχαήλ). Το Εξωκκλήσι αυτό ήταν μακρυά από το χωρίο περίπου μιάμιση ώρα. Εκεί δε κοντά είχαν κτήματα πολλοί Φαρασιώτες και παρέμεναν μάλιστα και όλη την θερινή περίοδο, μέχρι την συγκομιδή των προϊόντων. Αφού λοιπόν τελείωσε την Θεία Λειτουργία ο Πατήρ, πήρε μετά Αγιασμό και ράντιζε στους αγρούς. Άλλοι προσκυνηταί τον ακολουθούσαν και άλλοι κάθονταν έξω από το Εκκλησάκι κάτω από την σκιά ενός δένδρου.
Το δένδρο αυτό, περισσότερο από φύλλα, είχε κλωστές και κουρελάκια δεμένα στα κλωνάρια του από τους πονεμένους ανθρώπους. Όταν δηλαδή αρρώσταιναν οι άνθρωποι που έμεναν εκεί στα κτήματα, επειδή δεν ήταν εύκολο να πάνε στον Χατζεφεντή, στα Φάρασα, γιατί ήταν μακρυά, και επειδή το Εκκλησάκι δεν ήταν πάντα ανοιχτό, γιατί ήταν ιδιόκτητο και το κλείδωναν για να μη το βεβηλώσουν οι Τούρκοι, πήγαιναν και προσεύχονταν έξω από το Εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ· έκοβαν μια κλωστή από το ρούχο που ακουμπούσε στο πονεμένο μέρος του σώματος ή ένα κουρελάκι, και το έδεναν στο δένδρο και έλεγαν «Άγιε, πάρε μου τον πόνο· εσύ είσαι Άγιος και μπορείς». Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ αμέσως θεράπευε τους πονεμένους πιστούς.
Μεταξύ λοιπόν των προσκυνητών που κάθονταν, όπως ανέφερα, κάτω από την σκιά αυτού του δένδρου, ήταν και ένας πλούσιος Φαρασιώτης, ο οποίος έμενε στο Βατούμ και είχε επισκεφθεί την πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια. Η μακροχρόνια απομάκρυνσή του από την πατρίδα του τον είχε απομακρύνει δυστυχώς και από τον Θεό και εκφραζόταν με αναίδεια κατά του Χριστού και της Εκκλησίας μας. Εκτός από τις ανόητες θεωρίες του, με τις οποίες έβλαπτε τους απλούς συμπατριώτες του, είπε και σ’ έναν νεαρό να κόψει και το δένδρο που ανέφερα, και τους έλεγε καθυστερημένους κ. α. Ο νέος δεν έχασε καιρό, άρχισε να το κόβει, αλλά τον εμπόδισαν οι άλλοι.
Εν τω μεταξύ, επέστρεψε και ο Πατήρ Αρσένιος από τον Αγιασμό και πολύ λυπήθηκε για το κακό που έκανε στις ψυχές των πιστών αυτός ο άθεος άνθρωπος, και του λέει αυστηρά.
– Θα σε στείλω από εκεί που ήρθες, Αναστάση. Και απομακρύνθηκε ο Χατζεφεντής και έκανε προσευχή.
Ξαφνικά σηκώνεται ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος, που τύλιξε τον Αναστάση και εξαφανίστηκε. Οι συγγενείς του ανησυχούσαν και στενοχωριόνταν, αλλ’ ο Πατήρ Αρσένιος τους καθησύχαζε.
– Μη στενοχωρείσθε, ο Ανάστασης είναι καλά στο εμπορικό του κατάστημα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, χωρίς να έχουν καμμιά είδηση, γιατί και ο ίδιος ντρεπόταν να έρθει σε επαφή με τους συγχωριανούς του. Κάποτε, όλως τυχαίως, περνώντας από την Τοκάτη (κοντά στην Σεβάστεια) δυο Φαρασιώτες, είδαν στην πινακίδα ενός καταστήματος το όνομά του «Αναστάσιος Βαρτόπουλος». Έμειναν έκπληκτοι, γιατί θυμήθηκαν τα λόγια του Χατζεφεντή. Μετά από την συνάντηση αυτή ο ανεψιός του Ανάσταση Βαρτοπούλου, ο Παναγιώτης, επεθύμησε τα Φάρασα και ακολούθησε τους συμπατριώτες του. Δυστυχώς όμως και αυτός ήταν επηρεασμένος από τον θείο του και δεν πίστευε. Άρχισε και αυτός να κάνει κακό με τις αθεϊστικές του θεωρίες.
Κάποτε μάλιστα, ενώ περνούσε ο Πατήρ Αρσένιος από το μεσοχώρι και όλοι είχαν σηκωθεί με ευλάβεια να πάρουν την ευχή του, εκείνος όχι μόνον δεν σηκώθηκε, αλλά ειρωνευόταν τους άλλους και έλεγε ότι κάνουν σαν τις γριούλες που τρέχουν πίσω από τους παπάδες κ. α. Ο Πατήρ του έριξε μια ματιά με πόνο και πήγε να κάνει προσευχή, για να ενεργήσει ο Θεός για το συμφέρον της ψυχής του.
Μετά από λίγο ο Παναγιώτης άρχισε να κυλιέται στο χώμα. Οι συγχωριανοί του στην αρχή δεν κατάλαβαν νόμιζαν ότι κοροϊδεύει αυτούς που κάνουν μετάνοιες, και του λένε· «σήκω επάνω, Παναγιώτη, τί είναι αυτές οι αταξίες που κάνεις σαν μικρό παιδί και λερώνεις τα ρούχα σου;» Ύστερα όμως κατάλαβαν ότι τον είχε εγκαταλείψει η θεία Χάρις για την αναιδή συμπεριφορά του και δαιμονίστηκε. Πήγαν αμέσως στον Χατζεφεντή και το ανέφεραν, ο οποίος τους είπε.
– Να μου φέρετε τα ρούχα του να τα διαβάσω, για να μη σας ξεσκίσει. Στο εξής, να ξέρετε, θα είναι μισότρελος, χωρίς όμως να κάνει κακό και αταξίες. Αργότερα θα πάει στο χωράφι του να οργώσει, και θα κοιμηθεί εκεί με σκοπό να οργώσει περισσότερο. Την νύχτα εκείνη θα περάσουν Τσέτες και θα τον σφάξουν και μ’ αυτόν τον τρόπο θα σωθεί η ψυχή του.
Πράγματι, μετά από λίγα χρόνια έγινε όπως ακριβώς το είπε ο Χατζεφεντής.
(Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου, «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης», εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσ/νίκης 1991, σ.114-121).
Πηγή: iconandlight
paraklisi
Ο Πατήρ Αρσένιος κάποτε πήγε μαζί με άλλους συγχωριανούς του για να λειτουργήσει στον «Άγιο» (στον Ταξιάρχη Μιχαήλ). Το Εξωκκλήσι αυτό ήταν μακρυά από το χωρίο περίπου μιάμιση ώρα. Εκεί δε κοντά είχαν κτήματα πολλοί Φαρασιώτες και παρέμεναν μάλιστα και όλη την θερινή περίοδο, μέχρι την συγκομιδή των προϊόντων. Αφού λοιπόν τελείωσε την Θεία Λειτουργία ο Πατήρ, πήρε μετά Αγιασμό και ράντιζε στους αγρούς. Άλλοι προσκυνηταί τον ακολουθούσαν και άλλοι κάθονταν έξω από το Εκκλησάκι κάτω από την σκιά ενός δένδρου.
Το δένδρο αυτό, περισσότερο από φύλλα, είχε κλωστές και κουρελάκια δεμένα στα κλωνάρια του από τους πονεμένους ανθρώπους. Όταν δηλαδή αρρώσταιναν οι άνθρωποι που έμεναν εκεί στα κτήματα, επειδή δεν ήταν εύκολο να πάνε στον Χατζεφεντή, στα Φάρασα, γιατί ήταν μακρυά, και επειδή το Εκκλησάκι δεν ήταν πάντα ανοιχτό, γιατί ήταν ιδιόκτητο και το κλείδωναν για να μη το βεβηλώσουν οι Τούρκοι, πήγαιναν και προσεύχονταν έξω από το Εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ· έκοβαν μια κλωστή από το ρούχο που ακουμπούσε στο πονεμένο μέρος του σώματος ή ένα κουρελάκι, και το έδεναν στο δένδρο και έλεγαν «Άγιε, πάρε μου τον πόνο· εσύ είσαι Άγιος και μπορείς». Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ αμέσως θεράπευε τους πονεμένους πιστούς.
Μεταξύ λοιπόν των προσκυνητών που κάθονταν, όπως ανέφερα, κάτω από την σκιά αυτού του δένδρου, ήταν και ένας πλούσιος Φαρασιώτης, ο οποίος έμενε στο Βατούμ και είχε επισκεφθεί την πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια. Η μακροχρόνια απομάκρυνσή του από την πατρίδα του τον είχε απομακρύνει δυστυχώς και από τον Θεό και εκφραζόταν με αναίδεια κατά του Χριστού και της Εκκλησίας μας. Εκτός από τις ανόητες θεωρίες του, με τις οποίες έβλαπτε τους απλούς συμπατριώτες του, είπε και σ’ έναν νεαρό να κόψει και το δένδρο που ανέφερα, και τους έλεγε καθυστερημένους κ. α. Ο νέος δεν έχασε καιρό, άρχισε να το κόβει, αλλά τον εμπόδισαν οι άλλοι.
Εν τω μεταξύ, επέστρεψε και ο Πατήρ Αρσένιος από τον Αγιασμό και πολύ λυπήθηκε για το κακό που έκανε στις ψυχές των πιστών αυτός ο άθεος άνθρωπος, και του λέει αυστηρά.
– Θα σε στείλω από εκεί που ήρθες, Αναστάση. Και απομακρύνθηκε ο Χατζεφεντής και έκανε προσευχή.
Ξαφνικά σηκώνεται ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος, που τύλιξε τον Αναστάση και εξαφανίστηκε. Οι συγγενείς του ανησυχούσαν και στενοχωριόνταν, αλλ’ ο Πατήρ Αρσένιος τους καθησύχαζε.
– Μη στενοχωρείσθε, ο Ανάστασης είναι καλά στο εμπορικό του κατάστημα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, χωρίς να έχουν καμμιά είδηση, γιατί και ο ίδιος ντρεπόταν να έρθει σε επαφή με τους συγχωριανούς του. Κάποτε, όλως τυχαίως, περνώντας από την Τοκάτη (κοντά στην Σεβάστεια) δυο Φαρασιώτες, είδαν στην πινακίδα ενός καταστήματος το όνομά του «Αναστάσιος Βαρτόπουλος». Έμειναν έκπληκτοι, γιατί θυμήθηκαν τα λόγια του Χατζεφεντή. Μετά από την συνάντηση αυτή ο ανεψιός του Ανάσταση Βαρτοπούλου, ο Παναγιώτης, επεθύμησε τα Φάρασα και ακολούθησε τους συμπατριώτες του. Δυστυχώς όμως και αυτός ήταν επηρεασμένος από τον θείο του και δεν πίστευε. Άρχισε και αυτός να κάνει κακό με τις αθεϊστικές του θεωρίες.
Κάποτε μάλιστα, ενώ περνούσε ο Πατήρ Αρσένιος από το μεσοχώρι και όλοι είχαν σηκωθεί με ευλάβεια να πάρουν την ευχή του, εκείνος όχι μόνον δεν σηκώθηκε, αλλά ειρωνευόταν τους άλλους και έλεγε ότι κάνουν σαν τις γριούλες που τρέχουν πίσω από τους παπάδες κ. α. Ο Πατήρ του έριξε μια ματιά με πόνο και πήγε να κάνει προσευχή, για να ενεργήσει ο Θεός για το συμφέρον της ψυχής του.
Μετά από λίγο ο Παναγιώτης άρχισε να κυλιέται στο χώμα. Οι συγχωριανοί του στην αρχή δεν κατάλαβαν νόμιζαν ότι κοροϊδεύει αυτούς που κάνουν μετάνοιες, και του λένε· «σήκω επάνω, Παναγιώτη, τί είναι αυτές οι αταξίες που κάνεις σαν μικρό παιδί και λερώνεις τα ρούχα σου;» Ύστερα όμως κατάλαβαν ότι τον είχε εγκαταλείψει η θεία Χάρις για την αναιδή συμπεριφορά του και δαιμονίστηκε. Πήγαν αμέσως στον Χατζεφεντή και το ανέφεραν, ο οποίος τους είπε.
– Να μου φέρετε τα ρούχα του να τα διαβάσω, για να μη σας ξεσκίσει. Στο εξής, να ξέρετε, θα είναι μισότρελος, χωρίς όμως να κάνει κακό και αταξίες. Αργότερα θα πάει στο χωράφι του να οργώσει, και θα κοιμηθεί εκεί με σκοπό να οργώσει περισσότερο. Την νύχτα εκείνη θα περάσουν Τσέτες και θα τον σφάξουν και μ’ αυτόν τον τρόπο θα σωθεί η ψυχή του.
Πράγματι, μετά από λίγα χρόνια έγινε όπως ακριβώς το είπε ο Χατζεφεντής.
(Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου, «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης», εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσ/νίκης 1991, σ.114-121).
Πηγή: iconandlight
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι 4 προκλήσεις της ψηφιακής χρηματοδότησης - Οι κίνδυνοι από τα crypto
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ