2012-05-21 12:48:42
ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ: Η Τουρκία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κεμαλικό αυταρχισμό Αγαπητοί φίλοι
αναρτώ παρακάτω μελέτη-ανάλυση που συντάχτηκε τον Απρίλιο του 2008 για τη μυστική παρακρατική-παραστρατιωτική οργάνωση ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ, γύρω από την οποία εξελίσσεται ποινική διαδικασία που θέτει σε κίνδυνο το βαθύ κράτος στην Τουρκία, ο οποίος κίνδυνος μετακυλήθηκε πρόσφατα στον ίδιο τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του.
Το ως άνω ζήτημα, μαζί με μια άλλη σειρά ζητημάτων (όρα στον ιστοχώρο http://anixneuseis.blogspot.com) θα γίνει προσπάθεια να αναλυθούν απόψε στις 22:00, στην τηλεόραση της ΕΤ-3, στην εκπομπή του έγκριτου δημοσιογράφου Παντελή Σαββίδη.
φιλικά
Σάββας Καλεντερίδης
Μελέτη-Ανάλυση
Αθήνα, 11 Απριλίου 2008
Η Τουρκία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κεμαλικό αυταρχισμό
Του Σάββα Καλεντερίδη (www.infognomon.gr, [email protected])
Εισαγωγή
Το λεγόμενο «βαθύ κράτος» αποτελεί ίσως το πιο πολυσυζητημένο ζήτημα στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Έχουν ειπωθεί πολλά και έχουν γραφτεί αρκετές αναλύσεις και μελέτες για το θέμα, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε συμπεράσματα που μπορούν να χαρακτηριστούν και αυθαίρετα, αφού στηρίζονται σε εκτιμήσεις γύρω από κάποια γεγονότα. Δηλαδή, δεν είχαν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα απτές αποδείξεις για ύπαρξη «θεσμοθετημένων» παρακρατικών και παραστρατιωτικών μηχανισμών, με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή η οποία διασυνδέεται οργανικά με το στρατό και άλλους φορείς διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, οι οποίοι αυτοί μηχανισμοί είναι σε θέση να ελέγχουν τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και να παρεμβαίνουν καθοριστικά, ακόμη και με χρήση ένοπλης βίας, όταν οι κυβερνήσεις δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις του βαθέως κράτους. Δηλαδή, μέχρι σήμερα, βλέπαμε το αποτέλεσμα, υποπτευόμασταν ότι πίσω από αυτό είναι το βαθύ κράτος και οι μηχανισμοί του, πλην όμως δεν υπήρχαν οι απτές αποδείξεις, ούτε άλλες πληροφορίες και στοιχεία που θα καθιστούσαν έστω και κάπως ορατό το περιβόητο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας. Αυτά μέχρι πέρυσι, που άρχισε να αναπτύσσεται η φιλολογία περί της κεμαλικής-φασιστικής οργάνωσης«ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», φιλολογία που σταδιακά εξελίχθηκε σε χειροπιαστή πραγματικότητα, μετά την επιχείρηση σύλληψης δεκάδων μελών της, τον Ιανουάριο του 2008. Ας δούμε παρακάτω το ιστορικό της υπόθεσης, η εξέλιξη της οποίας αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία και μαζί με αυτό μια σειρά από άλλα κρίσιμα ζητήματα, με κυρίαρχο -για μας τους Έλληνες- την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Οι πρώτες αποδείξεις για την κεμαλική-φασιστική οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Στις 2 Μαρτίου του έτους 2001, μια ομάδα του Τμήματος Λαθρεμπορίου και Οργανωμένου Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Αντίλ Σερντάρ Σατσάν (Adil Serdar SaçanΤσατσάν), μετά από καταγγελία για εκβίαση, εισέβαλε στο διαμέρισμα που στεγαζόταν το γραφείο του δημοσιογράφου Τουντζάι Γκιουνέι (Tuncay Güney). Κατά τη διάρκεια του τυπικού ελέγχου στο γραφείο, οι άνδρες της ασφάλειας έπιασαν «λαβράκι». Ανακάλυψαν και κατάσχεσαν φακέλους με ντοκουμέντα από μια μυστική φασιστική-παρακρατική-παραστρατιωτική οργάνωση, την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», για την οποία, μέχρι τότε, όλοι μιλούσαν, αλλά κανείς δεν είχε στοιχεία, για τους σκοπούς, τη δομή, την επάνδρωση και τη σχέση της με το τουρκικό κράτος και τις δομές εξουσίας γενικότερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, η οργάνωση είχε σχέσεις με το στρατό και συγκεκριμένα με την στρατοχωροφυλακή, που -εκ του νόμου- έχει εκτεταμένο δίκτυο μονάδων, σταθμών και φυλακίων σε όλη την τουρκική επικράτεια. Η πάλη ανάμεσα στο στρατό, τη ΜΙΤ και την αστυνομία για τον έλεγχο τέτοιων μηχανισμών που, σημειωτέον, ελέγχουν-διαχειρίζονται και τεράστια κεφάλαια προερχόμενα από την ελεγχόμενη και προστατευόμενη από τις αρχές παράνομη δράση ομάδων και συμμοριών, είναι διαχρονική και γνωστή σε όσους παρατηρούν εκ του σύνεγγυς την ιστορική εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας. Ο αστυνομικός διευθυντής Σατσάν, εκπροσωπώντας τα συντεχνιακά συμφέροντα της αστυνομίας, άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά, για να στριμώξει και να ξεσκεπάσει τους μηχανισμούς της στρατοχωροφυλακής. Έβαλε τον συλληφθέντα Γκιουνέι να καταθέσει επί τρίωρο ό,τι γνώριζε για την ιστορία της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Ο Γκιουνέι, για να εξασφαλίσει τα ευεργετήματα του μάρτυρα που παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τέτοιου είδους υποθέσεις, …τα είπε όλα. Σε εκείνη την τρίωρη κατάθεση ο συλληφθείς δημοσιογράφος έδωσε διευθύνσεις και ονόματα για άτομα που επάνδρωναν τα διάφορα τμήματα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και για τους προστάτες τους στις τάξεις των ανωτάτων αξιωματικών, εν ενεργεία ή αποστράτων. Ο αστυνομικός διευθυντής Τσατσάν, κράτησε μια κόπια από τα ντοκουμέντα και από την βιντεοκασέτα της κατάθεσης του Γκιουνέι και παρέπεμψε την υπόθεση αρμοδίως. Φυσικά, η τότε κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ (Bülent Ecevit), «προϊόν και αποτέλεσμα» η ίδια της δράσης της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», αφού βρισκόταν στην εξουσία μετά από το μεταμοντέρνο πραξικόπημα που έκαναν οι Τούρκοι στρατηγοί, στις 28 Φεβρουαρίου 1997, που οδήγησε στην ανατροπή του Νετζμετίν Ερμπακάν (Necmetin Erbakan), κουκούλωσε το θέμα, όπως κουκούλωσε το περίφημο «Σκάνδαλο ΣΟΥΣΟΥΡΛΟΥΚ» η κυβέρνηση Ερμπακάν-Τσιλέρ, το 1996, κάτω από την αφόρητη πίεση της Τσιλέρ, το κόμμα της οποίας (Κόμμα του Ορθού Δρόμου), ήταν βαθειά χωμένο στο βαθύ κράτος και την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Πάντως από τα ντοκουμέντα που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, προέκυπτε ότι το βαθύ κράτος προχωρούσε στην αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό των δομών και των μηχανισμών ελέγχου και χειραγώγησης του συστήματος εξουσίας στην Τουρκία, κάτω από το βάρος των αλλαγών που είχαν προκύψει στη διεθνή πολιτική σκηνή, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όπου το πολιτικό ισλάμ και το Κουρδικό Ζήτημα απειλούσαν τις δομές του κεμαλικού και του βαθέως κράτους και την ενότητα του τουρκικού έθνους και κράτους. Ένας άλλος παράγοντας που επέβαλε τον «εκσυγχρονισμό» του βαθέως κράτους ήταν και οι εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας, που άνοιγαν νέους και επικίνδυνους -κατά την άποψη των ηγετικών στελεχών του βαθέως κράτους- δρόμους στην ενημέρωση της τουρκικής κοινής γνώμης.
Το πρώτο πραξικόπημα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Ενώ η κυβέρνηση και το κράτος δεν προχώρησαν σε βαθύτερες έρευνες, που θα οδηγούσαν ίσως στην αποκάλυψη της μυστικής οργάνωσης και στην άσκηση διώξεων, η οργάνωση προβαίνει στην πρώτη απόπειρα κεκαλυμμένου πραξικοπήματος, όταν, το Φθινόπωρο του 2001, μεθόδευσε την αντικατάσταση του ασθενούντος τότε πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Χουσαμετίν Οζκάν (Hüsamettin Özkan). Με βάση το σκεπτικό της οργάνωσης, ο Ετζεβίτ ήταν ασθενής και αδυνατούσε να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας, εν όψει μάλιστα κρίσιμων εξελίξεων που κυοφορούνταν στο Βόρειο Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν), όπου οι ΗΠΑ προετοίμαζαν ένα κουρδικό κράτος, που θεωρούνταν νάρκη στην ενότητα όχι μόνον του Ιράκ, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας. Η άρνηση του Ετζεβίτ να παραδώσει την πρωθυπουργική καρέκλα, οδήγησε σε μια μίνι πολιτική αποσταθεροποίηση με την αποχώρηση του Οζκάν από την κυβέρνηση και το κόμμα. Σημειώνεται ότι ο Οζκάν φεύγοντας «πήρε» μαζί του και 90 βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (DSP) του Ετζεβίτ, πιθανότατα άτομα που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με το βαθύ κράτος.
Στη συνέχεια η οργάνωση προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να αποτρέψει την τοποθέτηση του μετριοπαθούς στρατηγού Οζκιόκ στη θέση του σκληρού κεμαλιστή και φερόμενου ως ηγετικού στελέχους της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» αρχηγού ΓΕΕΘΑ Χουσεΐν Κιβρίκογλου (Kıvrıkoğlu), ο οποίος αποχωρούσε λόγω ορίου ηλικίας. Ο Κιβρίκογλου, πριν αποχωρήσει από τη θέση του, ανέτρεψε τον προγραμματισμό, που τηρείται με ευλάβεια στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και για να εξασφαλίσει την άμεση πρόσβαση της οργάνωσης στη διαχείριση της εξουσίας, τοποθέτησε σε κρίσιμες και ανώτατες θέσεις δυο σκληροπυρηνικά μέλη της οργάνωσης: τον στρατηγό Αϊτάτς Γιαλμάν (Aytaç Yalman) στη θέση του αρχηγού του στρατού ξηράς και το στρατηγό Σενέρ Έρουιγκουρ (Şener Eruygur) στη θέση του αρχηγού της στρατοχωροφυλακής, η οποία σημειωτέον διαθέτει μια πολυμελή και αρκετά αποτελεσματική υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικού. Ο πρωθυπουργός Ετζεβίτ και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Σεζέρ αρνούνται μέχρι τελευταίας στιγμής, αλλά τελικά, κάτω από πιέσεις, υποχρεούνται να υπογράψουν το διάταγμα της τοποθέτησης των στελεχών της οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στις κρίσιμες αυτές θέσεις. Τα δυο αυτά άτομα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο τα επόμενα χρόνια.
Το δεύτερο πραξικόπημα και το βαθύ ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2002 έχουμε την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία, με το Κόμμα Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης (ΑΚΡ) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan) να παίρνει το 34% των ψήφων και να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση πρώτα υπό τον Αμπντουλλάχ Γκιούλ (Abdullah Gül) και στη συνέχεια υπό τον ίδιο τον Ερντογάν. Η νεοφώτιστη κυβέρνηση του Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, το Χειμώνα του 2003 καλείται να διαχειριστεί τον επερχόμενο πόλεμο στο Ιράκ, για τη διεξαγωγή του οποίου οι ΗΠΑ ζητούν πολύ συγκεκριμένες διευκολύνσεις από την Τουρκία: μια σειρά από αεροπορικές βάσεις και λιμάνια και έναν διάδρομο ξηράς, για τη διακίνηση μονάδων, οπλικών συστημάτων και εφοδίων από τα λιμάνια της Μερσίνας και της Αλεξανδρέττας στο Βόρειο Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν), όπου ήταν σχεδιασμένο να ανοίξει το λεγόμενο «Βόρειο Μέτωπο» για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι ΗΠΑ, που θεωρούσαν δεδομένη την αποδοχή των αιτημάτων τους από την Τουρκία, είχαν μεταφέρει ήδη τα στρατεύματα του «Βορείου Μετώπου» με πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει από τον Ιανουάριο στα ανοικτά της Κύπρου και της Μερσίνας. Η τουρκική κυβέρνηση, που φέρεται να είχε δώσει πολιτικές διαβεβαιώσεις για την αποδοχή των αμερικανικών αιτημάτων, αντιμετώπισε την ψυχρότητα και την αντίθεση των εθνικιστών-κεμαλιστών και των στρατηγών, του βαθέως κράτους δηλαδή, στην ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών. Μετά από διεργασίες που κράτησαν 60 ολόκληρες ημέρες και με τα αμερικανικά στρατεύματα να βρίσκονται ήδη μέσα στα αγκυροβολημένα μεταξύ Μερσίνας και Κύπρου πλοία, η τουρκική κυβέρνηση ετοίμασε ένα νομοσχέδιο με το οποίο ικανοποιούνταν τα αιτήματα των ΗΠΑ, και το οποίο έφερε προς ψήφιση στην τουρκική εθνοσυνέλευση, στις 3 Μαρτίου 2003. Για την περίπτωση που η κυβέρνηση και ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του δεν είχαν λάβει το μήνυμα του βαθέως κράτους, ο αρχηγός του στρατού ξηράς Αϊτάτς Γιαλμάν (Aytaç Yalman) -τοποτηρητής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στις ένοπλες δυνάμεις- την προηγούμενη ημέρα έκανε δηλώσεις στον κεντρικό δημοσιογράφο-σχολιαστή της Μιλλιέτ Φικρέτ Μπιλά (Fikret Bila), λέγοντας ότι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θεωρούν ότι το νομοσχέδιο δεν έπρεπε να εγκριθεί από την τουρκική εθνοσυνέλευση. Ο δημοσιογράφος δημοσίευσε τη «γραμμή» του βαθέως κράτους στην εφημερίδα, φωτογραφίζοντας τον Γιαλμάν, χωρίς όμως να γράψει ανοικτά το όνομά του. Και φυσικά την επομένη ημέρα το νομοσχέδιο απορρίφθηκε, προκαλώντας σοκ και ένα βαθύ ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Η ανάμειξη της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στο Κυπριακό και στο Σχέδιο Αννάν
Η άμεση εμπλοκή και ανάμειξη της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και του κυβερνητικού έργου δεν σταματάει εδώ. Το ίδιο διάστημα (Άνοιξη 2003) ήταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες για τη σύνταξη και την αποδοχή του Σχεδίου Αννάν ως βάσης διαπραγμάτευσης για την «επίλυση» του Κυπριακού. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αμπντουλλάχ Γκιούλ έδωσε εντολή στον τότε πρόεδρο του ψευδοκράτους, Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş), να αποδεχτεί το ως άνω σχέδιο ως βάση διαπραγμάτευσης. Παρά την εντολή του Τούρκου πρωθυπουργού, ο Ντενκτάς, κατερχόμενος από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Χάγης, όπου είχε μεταβεί για συνομιλίες, δήλωνε: «Ήλθα για να πω όχι στο σχέδιο Αννάν». Ήταν φανερό ότι είχε λάβει εντολή από το βαθύ κράτος για την στάση του αυτή, όπως επίσης ήταν φανερό το ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν μπορούσε να υλοποιήσει την πολιτική της και τελικά «περνούσε» η πολιτική του βαθέως κράτους.
Τις αρχές του 2004 ο Ερντογάν, πιεζόμενος από τα πράγματα, προσπάθησε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού. Τον Ιανουάριο του 2004 συναντήθηκε στο Νταβός με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Αννάν και του ανακοίνωσε ότι η Τουρκία δέχεται την επιδιαιτησία του για την εξεύρεση λύσης, φέρνοντας έτσι το Σχέδιο Αννάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Κόφι Αννάν κάλεσε τα δυο μέρη στη Νέα Υόρκη για διαπραγματεύσεις. Ο Ντενκτάς δέχτηκε πιέσεις από την κυβέρνηση και υποχρεώθηκε να συμπεριλάβει στην αποστολή τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (Mehmet Ali Talat), που είχε κερδίσει τις εκλογές. Ο Ραούφ Ντενκτάς, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει από την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», περίμενε τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης του τουρκικού ΓΕΕΘΑ για το Κυπριακό, με βάση την οποία θα καθόριζε τη στάση του στις διαπραγματεύσεις. Η ανακοίνωση δεν έβγαινε και -κυριολεκτικά στο παρά πέντε- ο Ντενκτάς αναγκάστηκε να επικοινωνήσει με τον μετριοπαθή αρχηγό ΓΕΕΘΑ Χιλμί Όζκιόκ. Ο Οζκιόκ δεν δέχτηκε να βγάλει την ανακοίνωση και είπε στον Ντενκτάς: «Εγώ κινούμαι στα όρια που ορίζει το Σύνταγμα».
Την ίδια στιγμή που ο Οζκιόκ έλεγε «όχι», ο αρχηγός του στρατού ξηράς Γιαλμάν και ο αρχηγός της στρατοχωροφυλάκης Ερουιγκούρ έκαναν μυστικές επαφές στην Άγκυρα με επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν στήριξη για την διενέργεια πραξικοπήματος τύπου 28ης Φεβρουαρίου. Το βαθύ κράτος θεωρούσε καταστροφικό για τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα της Άγκυρας και του τουρκισμού το Σχέδιο Αννάν, αφού θα έχανε η Τουρκία το στρατηγικό έλεγχο πάνω στο νησί, έλεγχος που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη των δυνάμεων κατοχής. Για να αποτραπεί δε τέτοια εξέλιξη, υπήρχε έτοιμο ένα σχέδιο: το «Σχέδιο Σαρίκουζ», το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από την σχεδιαζόμενη ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν, σε περίπτωση που ψηφίζονταν από τα δυο μέρη στην Κύπρο το Σχέδιο Αννάν. Τελικά το Σχέδιο Αννάν δεν πέρασε και το «Σχέδιο Σαρίκουζ» έμεινε στα συρτάρια ή μάλλον στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στων εμπνευστών του. Από έναν τέτοιον, από τον υπολογιστή του τότε αρχηγού του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, Οζντέν Ορνέκ (Özden Örnek), κάποιος υπέκλεψε και διέρρευσε το σχέδιο του πραξικοπήματος, το οποίο δημοσίευσε το περιοδικό ΝΟΚΤΑ, στο τεύχος της 29ης Μαρτίου του 2007. Φυσικά, το συγκεκριμένο φύλλο του περιοδικού ήταν και το τελευταίο.
Η «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» αντιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Προοπτική της Τουρκίας
Ο Ερντογάν, εκτός από την επίλυση του Κυπριακού, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει και το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βαθύ κράτος θεωρούσε από την πλευρά του ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι ασύμβατη με την κεμαλική Τουρκία, ενώ ήταν προφανές ότι σε μια ευρωπαϊκή Τουρκία δεν είχαν θέση μηχανισμοί ούτε φασιστικές οργανώσεις τύπου «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Έτσι το βαθύ κράτος οργάνωσε την άμυνά του μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο. Παρά τις αντιδράσεις του βαθέως κράτους, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης προσπαθούσε να χαράξει το δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό της χώρας του, όπως άλλωστε επιβάλλεται από τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης και από τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Εν τω μεταξύ, το κόμμα και ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυξάνουν την επιρροή τους στη λαϊκή βάση της Τουρκίας και μέσα από τη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας ενισχύουν τη θέση τους στη διαπάλη τους με το βαθύ κράτος. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις το βαθύ κράτος δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ανώτατοι αξιωματικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, διάφορες ομάδες και συμμορίες προσπαθούν να αντιπαρατεθούν ο καθένας στον τομέα του τη νόμιμη κυβέρνηση και να ακυρώσουν στην πράξη τις όποιες μεταρρυθμίσεις.
Η εγκληματική δράση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Ως αποτέλεσμα της δράσης των μηχανισμών, το διάστημα αυτό, εξαπλώνεται στην Τουρκία ένα κύμα εθνικιστικής υστερίας, που υποστηρίζεται από ένα δίκτυο εθνικιστικών-πατριωτικών οργανώσεων και προπαγανδίζεται από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικά κανάλια, ιστοσελίδες κλπ. Εκδίδονται βιβλία τα οποία στηρίζονται σε πληροφορίες και σενάρια που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες του κράτους, τα οποία, εκτός των άλλων, καταγγέλλουν των πρωθυπουργό Ερντογάν και το κόμμα του ως όργανο της Νέας Τάξης Πραγμάτων και του διεθνούς σιωνισμού. Ομάδες νομικών και δικηγόρων που είναι διασυνδεδεμένοι με αυτό το εκτεταμένο δίκτυο πολυποίκιλης δράσης στην τουρκική κοινωνία, με βάση το περίφημο άρθρο 301, καταγγέλλουν και μηνύουν όποιον ενοχλεί το βαθύ κράτος και τον τουρκισμό. Στις προανακριτικές διαδικασίες και στις δίκες που γίνονται, ομάδες εθνικιστών τρομοκρατούν και διαπομπεύουν τους κατηγορουμένους, τους συγγενείς και τους δικηγόρους που τολμούν να τους υπερασπίζονται. Ανάμεσα σε εκείνους που στοχοποιούνται είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Ορχάν Παμούκ και ο Αρμένιος δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, λαμβάνουν χώρα μια σειρά από βίαιες και εγκληματικές ενέργειες, μερικές από τις οποίες είναι οι εξής: Στις 5 Φεβρουαρίου 2006, νεαρός εθνικιστής σκότωσε τον καθολικό ιερέα της Τραπεζούντας, πατέρα Σαντόρο, ο οποίος, σύμφωνα με το έγγραφο που έστειλε η αστυνομική διεύθυνση Τραπεζούντας στον εισαγγελέα του Ερζουρούμ, ζητώντας την παρακολούθηση των τηλεφώνων του, «ανέπτυσσε δράση υπέρ των σχεδίων της Ελλάδας για την αναβίωση της ποντιακής ιδέας στην περιοχή». Ένα χρόνο μετά, στις 19 Ιανουαρίου 2007, νεαρός εθνικιστής από την Τραπεζούντα δολοφονούσε στην Κωνσταντινούπολη τον στοχοποιηθέντα από τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους Αρμένιο δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ, εκδότη της εφημερίδας Άγκος. Τρεις μήνες μετά, στις 18 Απριλίου 2007, πέντε ισλαμιστές-εθνικιστές κατακρεούργησαν τρεις χριστιανούς στην πόλη Μαλάτεια της Τουρκίας, ενώ τους προηγούμενους μήνες είδαν το φως της δημοσιότητας εκατοντάδες άρθρα για την «επικίνδυνη δράση των ιεραποστολών στην Τουρκία, οι οποίες με τη δράση τους απεργάζονται την ενότητα του έθνους και κράτους». Σημειώνεται ότι πάνω στους δράστες βρέθηκαν περίπου εκατό (100) κάρτες sim, από την εξέταση των οποίων διαπιστώθηκε ότι οι δράστες είχαν εκατοντάδες τηλεφωνικές επαφές με στελέχη της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων που υπηρετούσαν στην 2η και την 1η Στρατιά, στη Μαλάτεια και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Εν τω μεταξύ, το διάστημα που γίνονται τα παραπάνω, εκατοντάδες βόμβες εκρήγνυνται σε διάφορες πόλεις του τουρκικού Κουρδιστάν, για να δικαιολογούν κάθε φορά την επέμβαση και τη δράση του τουρκικού στρατού και της στρατοχωροφυλακής στο κουρδικό κίνημα.
Η επέμβαση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στην εκλογή προέδρου της δημοκρατίας
Ενώ το βαθύ κράτος, δια της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», σπέρνει το θάνατο και κατατρομοκρατεί τους εχθρούς του τουρκισμού, συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα στις κεμαλικές-φασιστικές δυνάμεις και την κυβέρνηση. Η πάλη εντείνεται με τη λήξη της θητείας του προέδρου Σεζέρ (Μάιος 2007), ενώ προβάλλει το ενδεχόμενο να καθίσει στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας ο ίδιος ο Ερντογάν. Δεκάδες μαζικές οργανώσεις, οι οποίες εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είτε είχαν οργανική σχέση είτε υποκινούνταν από το βαθύ κράτος και την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», διοργάνωσαν συλλαλητήρια, διαδηλώνοντας την αντίθεσή τους στην εκλογή ισλαμιστή προέδρου της δημοκρατίας. Συντονιστής στις συγκεντρώσεις αυτές ήταν ο απόστρατος στρατηγός Σενέρ Ερουιγκούρ, πρόεδρος των Συλλόγων Κεμαλιστικής Σκέψης σε παντουρκικό επίπεδο. Ποτέ δεν έγινε γνωστό πού βρέθηκαν τα κεφάλαια για τις τεράστιες εκείνες συγκεντρώσεις. Στις 14 Απριλίου 2007, νέος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ο σκληροπυρηνικός κεμαλιστής και μέλος της οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (Yaşar Büyükanıt), έκανε ανοικτή παρέμβαση, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους ότι: «ο νέος πρόεδρος δεν θα πρέπει να είναι μόνο λόγοις, αλλά έργοις πιστός στο κοσμικό καθεστώς».
Ο Ερντογάν, δεχόμενος εισηγήσεις συνεργατών του, τελικά δεν θέτει ο ίδιος υποψηφιότητα και στις 24 Απριλίου 2007 ανακοινώνει την υποψηφιότητα του μέχρι τότε υπουργού εξωτερικών Αμπντουλλάχ Γκιούλ. Ήδη φαίνεται ότι η Τουρκία θα αποκτήσει τον πρώτο ισλαμιστή πρόεδρο. Μπροστά σε αυτή την προοπτική το βαθύ κράτος ανασυντάσσεται και θέτει στην πρώτη γραμμή του «αγώνα» το ΓΕΕΘΑ. Το βράδυ της 27ης Απριλίου 2007, και ενώ όλα δείχνουν ότι ο Ερντογάν θα ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, στην επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΓΕΕΘΑ αναρτάται μια ανακοίνωση που ανατρέπει τα δεδομένα. Στην ουσία ο στρατός και το ΓΕΕΘΑ, ως θεσμός, προειδοποιούν ανοιχτά ότι: «….ο νέος πρόεδρος δεν θα πρέπει να είναι μόνο λόγοις, αλλά έργοις πιστός στο κοσμικό καθεστώς….. οι συζητήσεις που γίνονται τις τελευταίες για το θέμα της εκλογής του προέδρου της δημοκρατίας έχουν θέσει υπό διαπραγμάτευση τον ίδιο τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Η κατάσταση αυτή παρακολουθείται με ανησυχία από τις Τ.Ε.Δ. Δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι σε αυτές τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις οι Τ.Ε.Δ. δηλώνουν ενεργό παρόν, ξεκαθαρίζοντας ότι θα υπεραμυνθούν του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Επί πλέον οι Τ.Ε.Δ. δηλώνουν ότι είναι κατηγορηματικά αντίθετες με αρνητικές κρίσεις και σχόλια που γίνονται με αφορμή αυτές τις συζητήσεις και ότι αν χρειαστεί θα δέιξουν την αντίδρασή τους ενεργά και με ξεκάθαρο τρόπο. Κανείς να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό…..»
Τελικά, ο Αμπντουλλάχ Γκιούλ εκλέχτηκε πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, αφού υποχρεώθηκε να ξεπεράσει ο ίδιος και το κόμμα του που τον στήριξε αλλεπάλληλα δικαστικά πραξικοπήματα που έγιναν στη διάρκεια των ψηφοφοριών στην τουρκική εθνοσυνέλευση. Πάντως στις 11 Απριλίου 2008 ο αντιπρόεδρος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Μεχμέτ Φιράτ (Dengir Mir Mehmet Fırat) δήλωνε δημόσια ότι κατά τη διάρκεια του πολιτικού διαλόγου που αφορούσε το δημοψήφισμα για τις αλλαγές στο σύνταγμα, το κόμμα του δέχτηκε απειλές. Συγκεκριμένα ο Φιράτ δήλωσε: «Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για την αλλαγή του συντάγματος μας απείλησαν με πραξικόπημα. Τις απειλές εκτόξευσε το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), το οποίο ήταν σαν να καλούσε κάποιους να επέμβουν. Θα πρέπει να καθίσουμε στο τραπέζι να συζητήσουμε για ένα φιλελεύθερο σύγχρονο σύνταγμα, χωρίς να δεχόμαστε απειλές.» Οι αναφορές του Φιράτ έγιναν τη στιγμή που απειλείται με κλείσιμο το κόμμα ΑΚΡ. Να σημειωθεί ότι αποτελεί κοινό μυστικό στην Τουρκία το ότι το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) αποτελούν κομματικούς μηχανισμούς που ελέγχονται απόλυτα από το βαθύ κράτος. Τα άλλα δύο κόμματα που εκπροσωπούνται στη βουλή, δηλαδή το ΑΚΡ και το κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP), απειλούνται με κλείσιμο.
Η Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων και η σχεδιαζόμενη απόπειρα δολοφονίας του Ερντογάν
Στις 18 Μαΐου 2007 ένα πρωτοφανές γεγονός έρχεται να συνταράξει την κοινή γνώμη στην Τουρκία. Μετά από τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη μιας ομάδας που σχεδιάζει τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ερντογάν και του συμβούλου του Τζουνεΐτ Ζάπσου (Cüneyd Zapsu), η αστυνομία εισβάλλει σε ένα διαμέρισμα στη συνοικία Έργιαμαν (Eryaman) της Άγκυρας και συλλαμβάνει το λοχαγό Μουράτ Ερέν (Murat Eren), της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων (Özel Kuvvetler Komutanlığı), τον υπολοχαγό Γιακούπ Γιαϊλά (Yakup Yayla) και τους μονίμους υπαξιωματικούς Ερκούτ Τάς (Erkut Taş) και Γιασίν Γιαμάν (Yasin Yaman), εξειδικευμένοι στην κατασκευή βομβών. Μαζί με τους στρατιωτικούς συνελήφθησαν και επτά πολίτες, ενώ στο διαμέρισμα βρέθηκε μεγάλος αριθμός πυρομαχικών του στρατού, ΤΝΤ, ρολόγια που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή βομβών, στρατιωτικά έγγραφα με σχέδια για τον έλεγχο όλων των συνοικιών της πόλης σε περίπτωση πραξικοπήματος, καθώς και ανάλογα έγγραφα που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, το 2001. Το τουρκικό γενικό επιτελείο απαγόρευσε την έρευνα της υπόθεσης από τακτικό ανακριτή και την υπόθεση ανέλαβε η στρατιωτική δικαιοσύνη, η οποία φυσικά υποβάθμισε την υπόθεση σε ένα θέμα παράβασης καθήκοντος σε σχέση με τα πυρομαχικά που βρέθηκαν στο διαμέρισμα και μόνον.
Σε ένα ταβάνι κρίνεται η πολιτική πορεία της Τουρκίας
Εν τω μεταξύ, και ενώ η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης Ερντογάν και του βαθέως κράτους συνεχίζεται κυρίως στο παρασκήνιο, στις 12 Ιουνίου 2007 συμβαίνει ένα γεγονός, που έμελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας. Οι ενοικιαστές ενός αυθαιρέτου σπιτιού, στη συνοικία Ουμράνιγιε 12 (Ümraniye) της Κωνσταντινούπολης, βρήκαν τυχαία στο ταβάνι του σπιτιού που διέμεναν ένα κιβώτιο στο οποίο υπήρχαν 27 χειροβομβίδες και φάκελοι με διάφορα έγγραφα. Ανέφεραν το γεγονός στην αστυνομία, η οποία με έκπληξη διαπίστωσε ότι οι χειροβομβίδες ήταν ίδιες με αυτές που χρησιμοποιεί ο τουρκικός στρατός, ενώ τα έγγραφα που υπήρχαν στους φακέλους παρέπεμπαν στην μυστική-φασιστική οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Προχωρώντας ακόμη περισσότερο τις έρευνες η αστυνομία βρέθηκε μπροστά σε μια ένοπλη επιχειρησιακή ομάδα της μυστικής οργάνωσης, η οποία ήταν υπεύθυνη για την ένοπλη επίθεση εναντίον των μελών του Αρείου Πάγου στην Άγκυρα (17 Μαΐου 2006), στην οποία ο δικηγόρος Αρπασλάν Ασλάν (Alparslan Arslan), υποκινούμενος από την οργάνωση, σκότωσε έναν και τραυμάτισε τέσσερις αρεοπαγίτες. Ο Ασλάν δήλωσε δημόσια ότι προέβη στη συγκεκριμένη πράξη ωθούμενος από τα ισλαμικά του αισθήματα, θεωρώντας ότι ο Άρειος Πάγος είναι ένα από τα κέντρα του κεμαλισμού, που απαγορεύουν τη χρήση της μαντίλας στα πανεπιστήμια και με τις αποφάσεις τους καταπιέζουν τους ισλαμιστές στην Τουρκία. Στην κηδεία του αρεοπαγίτη συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και η τελετή μετατράπηκε σε αντικυβερνητική διαδήλωση. Ο Ερντογάν γιουχαΐστηκε, ο υπουργός δικαιοσύνης προπηλακίστηκε, ενώ ο Μπουγιουκανίτ και οι άλλοι στρατηγοί καταχειροκροτήθηκαν. Μια προβοκάτσια που πρέπει να διδάσκεται στις σχολές διπλωματίας και πολιτικών επιστημών.
Η πράξη αυτή, μαζί με άλλες που θα ακολουθούσαν, προετοίμαζε το σκηνικό για τη δυναμική επέμβαση των δυνάμεων του βαθέως κράτους και του ίδιου του στρατού εναντίον του «ισλαμικού κινδύνου», που εκφραζόταν από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και από την κυβέρνηση Ερντογάν. Από την έρευνα της αστυνομίας προέκυψε επίσης ότι οι δυο βομβιστικές επιθέσεις που έγιναν εναντίον των γραφείων της εφημερίδας Τζουμχουριέτ (Cumhuriyet, προπύργιο του κεμαλισμού), στην Κωνσταντινούπολη, επιθέσεις που αποδόθηκαν σε ισλαμιστές, έγιναν με χειροβομβίδες που είχαν τον ίδιο αριθμό μερίδας με τις χειροβομβίδες που βρέθηκαν στο κιβώτιο, στο ταβάνι του αυθαίρετου σπιτιού στο Ουμράνιγιε. Οι βομβιστικές επιθέσεις εναντίον της Τζουμχουριέτ έγιναν για να συμπληρωθεί το σκηνικό του «ισλαμικού κινδύνου». Μετά από την εξέταση των στοιχείων, η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις 14 ατόμων, στην πλειοψηφία τους απόστρατοι αξιωματικοί, οι οποίοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου 2007
Ενώ η έρευνα για την υπόθεση αυτή προχωρούσε με βραδείς ρυθμούς, αφού οι διωκτικές και δικαστικές αρχές βρήκαν μπροστά τους τις υπηρεσίες του κράτους, δηλαδή τον ίδιο το στρατό και την περιβόητη Διεύθυνση Ανορθοδόξου Πολέμου (Özel Harp Dairesi), τη μετονομασθείσα σε Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων (Özel Kuvvetler Komutanlığı), στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2007 το κόμμα του Ερντογάν κατήγαγε λαμπρή νίκη, λαμβάνοντας το 47% των ψήφων, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό για τα δεδομένα της Τουρκίας. Με τη συγκεκριμένη νίκη η κυβέρνηση Ερντογάν ένοιωσε ότι ισχυροποιεί τη θέση της απέναντι στο βαθύ κράτος και προχώρησε σε αθόρυβη -αλλά στενή- παρακολούθηση των ηγετικών στελεχών της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και των επικεφαλής των διαφόρων ομάδων παράνομης, αλλά και νόμιμης δράσης. Τα στοιχεία που συλλέγονται, κυρίως από τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και από παρακολουθήσεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και από παγιδεύσεις χώρων όπου συσκέπτονταν τα ανώτερα στελέχη ενός επιχειρησιακού σκέλους της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», οδηγούν στην επιχείρηση μαζικής σύλληψης 33 μελών της οργάνωσης. Στη συνέχεια ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης, με βάση τα στοιχεία που βρέθηκαν στα σπίτια των συλληφθέντων και τα στοιχεία που προκύπτουν από την εξέτασή τους, διατάσσει τη σύλληψη δεκάδων άλλων ατόμων και αποφασίζει τελικά την προφυλάκιση 44 εξ αυτών.
Να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι ο υποστράτηγος ε.α. Βελί Κιουτσούκ (Veli Küçük), με πολυσχιδή δράση σε διάφορους τομείς και σοβαρό ρόλο στην «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Όταν στις 4:00 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 2008 η αστυνομία, συνοδεία εισαγγελέα, κτύπησε την πόρτα και τού ανακοίνωσε το ένταλμα σύλληψής του, ο Κιουτσούκ ζήτησε την άδεια να βγάλει τις πυτζάμες του και να ντυθεί. Ο εισαγγελέας του έδωσε την άδεια. Ο Κιουτσούκ πήγε στο δωμάτιό του και έκανε από το κινητό του -που υποκλέπτονταν από την αστυνομία- οκτώ τηλέφωνα. Ανάμεσα σε αυτούς που κάλεσε ήταν εν ενεργεία ανώτατοι αξιωματικοί, ένας-δύο ανώτατοι απόστρατοι και ένας εν ενεργεία ανώτατος δικαστικός. Από όλους ζήτησε βοήθεια, προσπαθώντας να αποτρέψει τη σύλληψή του, χωρίς να το καταφέρει. Οδηγήθηκε στο τμήμα και αργότερα στις φυλακές, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Στο γραφείο του και τον υπολογιστή του η αστυνομία βρήκε ένα ολόκληρο επιτελείο. Αρχειοθετημένα άκρως απόρρητα έγραφα των αρχών ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών, φακέλους με πληροφορίες για διάφορα άτομα, ανάμεσα στα οποία και Οικουμενικός Πατριάρχης, στοιχεία για διάφορες ένοπλες επιχειρήσεις της οργάνωσης και, φυσικά, τα ίδια έγγραφα που βρέθηκαν το 2001 στο γραφείο του δημοσιογράφου Γκιουνέι, για την αναδιάρθρωση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και των άλλων μηχανισμών του βαθέως κράτους. Η εντύπωση που δόθηκε στις διωκτικές αρχές είναι ότι ο Κιουτσούκ ήταν άτυπος αποδέκτης επίσημων έγγραφων του στρατού και διαφόρων άλλων υπηρεσιών του τουρκικού κράτους. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι επίσης η Σεβγκί Ερενερόλ (Sevgi Erenerol), εκπρόσωπος τύπου του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου. Να σημειωθεί ότι η Ερενερόλ και η οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη στοχοποίηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθώς και του ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τα γραφεία του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου χρησιμοποιούνταν ως επιτελείο της επιχειρησιακής ομάδας της οργάνωσης, η οποία συσκέπτονταν εδώ μια φορά την εβδομάδα. Μερικές συνεδριάσεις έχει καταγράψει σε βίντεο η αστυνομία, που είχε παγιδέψει το χώρο. Ένας άλλος προφυλακισθείς είναι ο Μουαμέρ Καράμπουλουτ (Muammer Karabulut), πρόεδρος του Ιδρύματος Αγίου Νικολάου (Noel Baba Vakfı) και του Συμβουλίου Ειρήνης Άγιος Νικόλαος (Noel Baba Barış Konseyi), οργανώσεις που ίδρυσε το βαθύ κράτος για να ακυρώσει τις προσπάθειες που κάνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να αναδείξει το έργο, την προσωπικότητα του Αγίου Νικολάου, προσπάθειες που κορυφώνονται κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου, στα πλαίσια εορταστικών δραστηριοτήτων που γίνονται στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα Μύρα της Λυκίας. Υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες ανάμεσα στους συλληφθέντες, αυτό όμως είναι αντικείμενο συγγραφής ξεχωριστής μελέτης.
Το δικαστικό πραξικόπημα κατά του ΑΚΡ και του Ερντογάν
Ενώ λοιπόν ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης Ζεκερία Όζ (Zekeriya Öz) συνέχιζε την ανακριτική διαδικασία, ορισμένοι από τους συλληφθέντες, θεωρώντας ότι η πανίσχυρη οργάνωση δεν είναι σε θέση πλέον να τους υποστηρίξει, άρχισαν να ομολογούν, γεγονός που έθεσε σε κίνδυνο και σημαντικά πρόσωπα του στρατού, της δικαιοσύνης, του ακαδημαϊκού κόσμου, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, του επιχειρηματικού κόσμου, των υπηρεσιών του κράτους κλπ. Δηλαδή, με άλλα λόγια, άρχισε να κινδυνεύει με αποκάλυψη και ξήλωμα ο κεντρικός κορμός και οι κεντρικοί μηχανισμοί του τουρκικού βαθέως κράτους. Το διάστημα αυτό, που οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους ένοιωσαν να στενεύουν τα περιθώρια δράσης τους, και ενώ η ανακριτική διαδικασία για την υπόθεση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σημείο, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η είδηση της άσκηση δίωξης εναντίον του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, εναντίον του ιδίου του πρωθυπουργού Ερντογάν και 70 άλλων στελεχών του κόμματός του, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο πρόεδρος της δημοκρατίας Γκιούλ από τον αρχιεισαγγελέα του Συμβουλίου Επικρατείας, Γιαλτσίνκαγια (Yalçınkaya). Την ώρα δε που οι δυο διαδικασίες -η μια της εξουδετέρωσης του βαθέως κράτους από τη δικαιοσύνη, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και η άλλη της εξουδετέρωσης της κυβέρνησης και του κόμματος ΑΚΡ από το βαθύ κράτος- κινούνται εν παραλλήλω, αναθάρρησαν οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους και ...ξαναβρήκε τη μιλιά του ο αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (Yaşar Büyükanıt), φερόμενος ως ένας από τους επικεφαλής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Ήδη έδωσε συνέντευξη στην τελευταία έκδοση του περιοδικού «Άμυνα και Αεροναυπηγική» (SAVUNMA VE HAVACILIK), επαναφέροντας μετά από αρκετό καιρό ζητήματα ισλαμικού και κουρδικού κίνδυνου και μια σειρά από άλλες αιτιάσεις που απηχούν τις απόψεις της φασιστικής οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Να σημειωθεί ότι ο στρατηγός Μπουγιούκανιτ, από τις κεφαλές του βαθέως κράτους, όσο διαρκούσε ο υπόγειος πόλεμος μεταξύ του βαθέως κράτους και της κυβέρνησης Ερντογάν, βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο, την Ελλάδα, η οποία, εξ αντικειμένου, του πρόσφερε νομιμοποίηση, καλώντας τον μάλιστα να επισκεφθεί επίσημα την Ελλάδα δυο φορές, τη μια ως αρχηγός του στρατού ξηράς και την άλλη ως αρχηγός του γενικού επιτελείου. Φυσικά, το θέμα ότι ελληνικό στρατιωτικό άγημα απέδωσε τιμές στον φυσικό ηγέτη των δυνάμεων κατοχής στην Κύπρο και των Τούρκων αεροπόρων που παραβιάζουν καθημερινά τον εθνικό εναέριο χώρο της Ελλάδος στο Αιγαίο, είναι μιας άλλης μορφής ζήτημα.
Επιμύθιον
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας και, τέλος πάντων, αποτελούν εσωτερικά θέματα της Τουρκίας, αν δεν υπήρχε η πολιτική «επένδυση» που έκαναν οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η Ελλάδα στην υπόθεση ότι ο Ερντογάν θα επικρατήσει σε αυτή την ιδιότυπη μάχη εξουσίας και τελικά η Τουρκία θα εκδημοκρατιστεί και θα υποχρεωθεί να συμπεριφερθεί ως μία χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο και θα προσαρμοστεί σε αυτά που επιβάλλουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και η ευρωπαϊκή της προοπτική εν γένει. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος του «αγώνα» δημοκρατικών-φασιστικών δυνάμεων -γιατί περί αυτού πρόκειται- στην Τουρκία. Πάντως, για την Ελλάδα το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους, σε αγαστή συνεργασία με τους «δικούς τους» ανθρώπους που υπηρετούν στο διπλωματικό σώμα, είναι αυτοί που κινούν τα νήματα στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τον Ελληνισμό στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη και το Πατριαρχείο και τελικά επιβάλουν τη δική τους άποψη, ανεξάρτητα με τις υποσχέσεις ή και συμφωνίες που υπογράφει κατά καιρούς η νόμιμη τουρκική κυβέρνηση. Χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι η ενδεχόμενη επικράτηση του Ερντογάν θα σημαίνει αυτόματα και εξάλειψη των κινδύνων και των απειλών στα εθνικά μας συμφέροντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το πεδίο του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής είναι προτιμότερο από το πεδίο των παράλογων διεκδικήσεων και απειλών που εκπορεύονται από τη δράση των μηχανισμών του βαθέως κράτους και του κεμαλισμού . Ούτως ή άλλως, πάντως, το θέμα αξίζει προσοχής.
Μερικοί από τους συλληφθέντες:
Βελί Κιουτσούκ (Veli Küçük):
Υποστράτηγος ε.α., από τους ιδρυτές της περίφημης Υπηρεσίας Πληροφοριών της Στρατοχωροφυλακής (Jitem). Την περίοδο 1994-1996, που ήταν διοικητής του συντάγματος στρατοχωροφυλακής στο νομό Κοτζάελι (Νικομήδεια), στην περιοχή ευθύνης του έλαβαν χώρα εκατοντάδες εκτελέσεις Κούρδων επιχειρηματιών και διανοουμένων. Αργότερα, με το βαθμό του ταξιάρχου, τοποθετήθηκε διοικητής της Περιφερειακής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής Περιοχής Πόντου, με έδρα την Κερασούντα. Εκεί, από το 1996 μέχρι το 1998, χειρίστηκε προσωπικά το θέμα της τρομοκράτησης των ελληνόφωνων κατοίκων της περιοχής Τραπεζούντας, προσπαθώντας να ποινικοποιήσε InfoGnomon
αναρτώ παρακάτω μελέτη-ανάλυση που συντάχτηκε τον Απρίλιο του 2008 για τη μυστική παρακρατική-παραστρατιωτική οργάνωση ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ, γύρω από την οποία εξελίσσεται ποινική διαδικασία που θέτει σε κίνδυνο το βαθύ κράτος στην Τουρκία, ο οποίος κίνδυνος μετακυλήθηκε πρόσφατα στον ίδιο τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του.
Το ως άνω ζήτημα, μαζί με μια άλλη σειρά ζητημάτων (όρα στον ιστοχώρο http://anixneuseis.blogspot.com) θα γίνει προσπάθεια να αναλυθούν απόψε στις 22:00, στην τηλεόραση της ΕΤ-3, στην εκπομπή του έγκριτου δημοσιογράφου Παντελή Σαββίδη.
φιλικά
Σάββας Καλεντερίδης
Μελέτη-Ανάλυση
Αθήνα, 11 Απριλίου 2008
Η Τουρκία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κεμαλικό αυταρχισμό
Του Σάββα Καλεντερίδη (www.infognomon.gr, [email protected])
Εισαγωγή
Το λεγόμενο «βαθύ κράτος» αποτελεί ίσως το πιο πολυσυζητημένο ζήτημα στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Έχουν ειπωθεί πολλά και έχουν γραφτεί αρκετές αναλύσεις και μελέτες για το θέμα, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε συμπεράσματα που μπορούν να χαρακτηριστούν και αυθαίρετα, αφού στηρίζονται σε εκτιμήσεις γύρω από κάποια γεγονότα. Δηλαδή, δεν είχαν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα απτές αποδείξεις για ύπαρξη «θεσμοθετημένων» παρακρατικών και παραστρατιωτικών μηχανισμών, με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή η οποία διασυνδέεται οργανικά με το στρατό και άλλους φορείς διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, οι οποίοι αυτοί μηχανισμοί είναι σε θέση να ελέγχουν τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και να παρεμβαίνουν καθοριστικά, ακόμη και με χρήση ένοπλης βίας, όταν οι κυβερνήσεις δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις του βαθέως κράτους. Δηλαδή, μέχρι σήμερα, βλέπαμε το αποτέλεσμα, υποπτευόμασταν ότι πίσω από αυτό είναι το βαθύ κράτος και οι μηχανισμοί του, πλην όμως δεν υπήρχαν οι απτές αποδείξεις, ούτε άλλες πληροφορίες και στοιχεία που θα καθιστούσαν έστω και κάπως ορατό το περιβόητο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας. Αυτά μέχρι πέρυσι, που άρχισε να αναπτύσσεται η φιλολογία περί της κεμαλικής-φασιστικής οργάνωσης«ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», φιλολογία που σταδιακά εξελίχθηκε σε χειροπιαστή πραγματικότητα, μετά την επιχείρηση σύλληψης δεκάδων μελών της, τον Ιανουάριο του 2008. Ας δούμε παρακάτω το ιστορικό της υπόθεσης, η εξέλιξη της οποίας αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία και μαζί με αυτό μια σειρά από άλλα κρίσιμα ζητήματα, με κυρίαρχο -για μας τους Έλληνες- την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Οι πρώτες αποδείξεις για την κεμαλική-φασιστική οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Στις 2 Μαρτίου του έτους 2001, μια ομάδα του Τμήματος Λαθρεμπορίου και Οργανωμένου Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Αντίλ Σερντάρ Σατσάν (Adil Serdar SaçanΤσατσάν), μετά από καταγγελία για εκβίαση, εισέβαλε στο διαμέρισμα που στεγαζόταν το γραφείο του δημοσιογράφου Τουντζάι Γκιουνέι (Tuncay Güney). Κατά τη διάρκεια του τυπικού ελέγχου στο γραφείο, οι άνδρες της ασφάλειας έπιασαν «λαβράκι». Ανακάλυψαν και κατάσχεσαν φακέλους με ντοκουμέντα από μια μυστική φασιστική-παρακρατική-παραστρατιωτική οργάνωση, την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», για την οποία, μέχρι τότε, όλοι μιλούσαν, αλλά κανείς δεν είχε στοιχεία, για τους σκοπούς, τη δομή, την επάνδρωση και τη σχέση της με το τουρκικό κράτος και τις δομές εξουσίας γενικότερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, η οργάνωση είχε σχέσεις με το στρατό και συγκεκριμένα με την στρατοχωροφυλακή, που -εκ του νόμου- έχει εκτεταμένο δίκτυο μονάδων, σταθμών και φυλακίων σε όλη την τουρκική επικράτεια. Η πάλη ανάμεσα στο στρατό, τη ΜΙΤ και την αστυνομία για τον έλεγχο τέτοιων μηχανισμών που, σημειωτέον, ελέγχουν-διαχειρίζονται και τεράστια κεφάλαια προερχόμενα από την ελεγχόμενη και προστατευόμενη από τις αρχές παράνομη δράση ομάδων και συμμοριών, είναι διαχρονική και γνωστή σε όσους παρατηρούν εκ του σύνεγγυς την ιστορική εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας. Ο αστυνομικός διευθυντής Σατσάν, εκπροσωπώντας τα συντεχνιακά συμφέροντα της αστυνομίας, άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά, για να στριμώξει και να ξεσκεπάσει τους μηχανισμούς της στρατοχωροφυλακής. Έβαλε τον συλληφθέντα Γκιουνέι να καταθέσει επί τρίωρο ό,τι γνώριζε για την ιστορία της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Ο Γκιουνέι, για να εξασφαλίσει τα ευεργετήματα του μάρτυρα που παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τέτοιου είδους υποθέσεις, …τα είπε όλα. Σε εκείνη την τρίωρη κατάθεση ο συλληφθείς δημοσιογράφος έδωσε διευθύνσεις και ονόματα για άτομα που επάνδρωναν τα διάφορα τμήματα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και για τους προστάτες τους στις τάξεις των ανωτάτων αξιωματικών, εν ενεργεία ή αποστράτων. Ο αστυνομικός διευθυντής Τσατσάν, κράτησε μια κόπια από τα ντοκουμέντα και από την βιντεοκασέτα της κατάθεσης του Γκιουνέι και παρέπεμψε την υπόθεση αρμοδίως. Φυσικά, η τότε κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ (Bülent Ecevit), «προϊόν και αποτέλεσμα» η ίδια της δράσης της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», αφού βρισκόταν στην εξουσία μετά από το μεταμοντέρνο πραξικόπημα που έκαναν οι Τούρκοι στρατηγοί, στις 28 Φεβρουαρίου 1997, που οδήγησε στην ανατροπή του Νετζμετίν Ερμπακάν (Necmetin Erbakan), κουκούλωσε το θέμα, όπως κουκούλωσε το περίφημο «Σκάνδαλο ΣΟΥΣΟΥΡΛΟΥΚ» η κυβέρνηση Ερμπακάν-Τσιλέρ, το 1996, κάτω από την αφόρητη πίεση της Τσιλέρ, το κόμμα της οποίας (Κόμμα του Ορθού Δρόμου), ήταν βαθειά χωμένο στο βαθύ κράτος και την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Πάντως από τα ντοκουμέντα που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, προέκυπτε ότι το βαθύ κράτος προχωρούσε στην αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό των δομών και των μηχανισμών ελέγχου και χειραγώγησης του συστήματος εξουσίας στην Τουρκία, κάτω από το βάρος των αλλαγών που είχαν προκύψει στη διεθνή πολιτική σκηνή, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όπου το πολιτικό ισλάμ και το Κουρδικό Ζήτημα απειλούσαν τις δομές του κεμαλικού και του βαθέως κράτους και την ενότητα του τουρκικού έθνους και κράτους. Ένας άλλος παράγοντας που επέβαλε τον «εκσυγχρονισμό» του βαθέως κράτους ήταν και οι εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας, που άνοιγαν νέους και επικίνδυνους -κατά την άποψη των ηγετικών στελεχών του βαθέως κράτους- δρόμους στην ενημέρωση της τουρκικής κοινής γνώμης.
Το πρώτο πραξικόπημα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Ενώ η κυβέρνηση και το κράτος δεν προχώρησαν σε βαθύτερες έρευνες, που θα οδηγούσαν ίσως στην αποκάλυψη της μυστικής οργάνωσης και στην άσκηση διώξεων, η οργάνωση προβαίνει στην πρώτη απόπειρα κεκαλυμμένου πραξικοπήματος, όταν, το Φθινόπωρο του 2001, μεθόδευσε την αντικατάσταση του ασθενούντος τότε πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Χουσαμετίν Οζκάν (Hüsamettin Özkan). Με βάση το σκεπτικό της οργάνωσης, ο Ετζεβίτ ήταν ασθενής και αδυνατούσε να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας, εν όψει μάλιστα κρίσιμων εξελίξεων που κυοφορούνταν στο Βόρειο Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν), όπου οι ΗΠΑ προετοίμαζαν ένα κουρδικό κράτος, που θεωρούνταν νάρκη στην ενότητα όχι μόνον του Ιράκ, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας. Η άρνηση του Ετζεβίτ να παραδώσει την πρωθυπουργική καρέκλα, οδήγησε σε μια μίνι πολιτική αποσταθεροποίηση με την αποχώρηση του Οζκάν από την κυβέρνηση και το κόμμα. Σημειώνεται ότι ο Οζκάν φεύγοντας «πήρε» μαζί του και 90 βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (DSP) του Ετζεβίτ, πιθανότατα άτομα που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με το βαθύ κράτος.
Στη συνέχεια η οργάνωση προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να αποτρέψει την τοποθέτηση του μετριοπαθούς στρατηγού Οζκιόκ στη θέση του σκληρού κεμαλιστή και φερόμενου ως ηγετικού στελέχους της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» αρχηγού ΓΕΕΘΑ Χουσεΐν Κιβρίκογλου (Kıvrıkoğlu), ο οποίος αποχωρούσε λόγω ορίου ηλικίας. Ο Κιβρίκογλου, πριν αποχωρήσει από τη θέση του, ανέτρεψε τον προγραμματισμό, που τηρείται με ευλάβεια στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και για να εξασφαλίσει την άμεση πρόσβαση της οργάνωσης στη διαχείριση της εξουσίας, τοποθέτησε σε κρίσιμες και ανώτατες θέσεις δυο σκληροπυρηνικά μέλη της οργάνωσης: τον στρατηγό Αϊτάτς Γιαλμάν (Aytaç Yalman) στη θέση του αρχηγού του στρατού ξηράς και το στρατηγό Σενέρ Έρουιγκουρ (Şener Eruygur) στη θέση του αρχηγού της στρατοχωροφυλακής, η οποία σημειωτέον διαθέτει μια πολυμελή και αρκετά αποτελεσματική υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικού. Ο πρωθυπουργός Ετζεβίτ και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Σεζέρ αρνούνται μέχρι τελευταίας στιγμής, αλλά τελικά, κάτω από πιέσεις, υποχρεούνται να υπογράψουν το διάταγμα της τοποθέτησης των στελεχών της οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στις κρίσιμες αυτές θέσεις. Τα δυο αυτά άτομα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο τα επόμενα χρόνια.
Το δεύτερο πραξικόπημα και το βαθύ ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2002 έχουμε την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία, με το Κόμμα Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης (ΑΚΡ) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan) να παίρνει το 34% των ψήφων και να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση πρώτα υπό τον Αμπντουλλάχ Γκιούλ (Abdullah Gül) και στη συνέχεια υπό τον ίδιο τον Ερντογάν. Η νεοφώτιστη κυβέρνηση του Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, το Χειμώνα του 2003 καλείται να διαχειριστεί τον επερχόμενο πόλεμο στο Ιράκ, για τη διεξαγωγή του οποίου οι ΗΠΑ ζητούν πολύ συγκεκριμένες διευκολύνσεις από την Τουρκία: μια σειρά από αεροπορικές βάσεις και λιμάνια και έναν διάδρομο ξηράς, για τη διακίνηση μονάδων, οπλικών συστημάτων και εφοδίων από τα λιμάνια της Μερσίνας και της Αλεξανδρέττας στο Βόρειο Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν), όπου ήταν σχεδιασμένο να ανοίξει το λεγόμενο «Βόρειο Μέτωπο» για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι ΗΠΑ, που θεωρούσαν δεδομένη την αποδοχή των αιτημάτων τους από την Τουρκία, είχαν μεταφέρει ήδη τα στρατεύματα του «Βορείου Μετώπου» με πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει από τον Ιανουάριο στα ανοικτά της Κύπρου και της Μερσίνας. Η τουρκική κυβέρνηση, που φέρεται να είχε δώσει πολιτικές διαβεβαιώσεις για την αποδοχή των αμερικανικών αιτημάτων, αντιμετώπισε την ψυχρότητα και την αντίθεση των εθνικιστών-κεμαλιστών και των στρατηγών, του βαθέως κράτους δηλαδή, στην ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών. Μετά από διεργασίες που κράτησαν 60 ολόκληρες ημέρες και με τα αμερικανικά στρατεύματα να βρίσκονται ήδη μέσα στα αγκυροβολημένα μεταξύ Μερσίνας και Κύπρου πλοία, η τουρκική κυβέρνηση ετοίμασε ένα νομοσχέδιο με το οποίο ικανοποιούνταν τα αιτήματα των ΗΠΑ, και το οποίο έφερε προς ψήφιση στην τουρκική εθνοσυνέλευση, στις 3 Μαρτίου 2003. Για την περίπτωση που η κυβέρνηση και ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του δεν είχαν λάβει το μήνυμα του βαθέως κράτους, ο αρχηγός του στρατού ξηράς Αϊτάτς Γιαλμάν (Aytaç Yalman) -τοποτηρητής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στις ένοπλες δυνάμεις- την προηγούμενη ημέρα έκανε δηλώσεις στον κεντρικό δημοσιογράφο-σχολιαστή της Μιλλιέτ Φικρέτ Μπιλά (Fikret Bila), λέγοντας ότι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θεωρούν ότι το νομοσχέδιο δεν έπρεπε να εγκριθεί από την τουρκική εθνοσυνέλευση. Ο δημοσιογράφος δημοσίευσε τη «γραμμή» του βαθέως κράτους στην εφημερίδα, φωτογραφίζοντας τον Γιαλμάν, χωρίς όμως να γράψει ανοικτά το όνομά του. Και φυσικά την επομένη ημέρα το νομοσχέδιο απορρίφθηκε, προκαλώντας σοκ και ένα βαθύ ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Η ανάμειξη της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στο Κυπριακό και στο Σχέδιο Αννάν
Η άμεση εμπλοκή και ανάμειξη της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και του κυβερνητικού έργου δεν σταματάει εδώ. Το ίδιο διάστημα (Άνοιξη 2003) ήταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες για τη σύνταξη και την αποδοχή του Σχεδίου Αννάν ως βάσης διαπραγμάτευσης για την «επίλυση» του Κυπριακού. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αμπντουλλάχ Γκιούλ έδωσε εντολή στον τότε πρόεδρο του ψευδοκράτους, Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş), να αποδεχτεί το ως άνω σχέδιο ως βάση διαπραγμάτευσης. Παρά την εντολή του Τούρκου πρωθυπουργού, ο Ντενκτάς, κατερχόμενος από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Χάγης, όπου είχε μεταβεί για συνομιλίες, δήλωνε: «Ήλθα για να πω όχι στο σχέδιο Αννάν». Ήταν φανερό ότι είχε λάβει εντολή από το βαθύ κράτος για την στάση του αυτή, όπως επίσης ήταν φανερό το ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν μπορούσε να υλοποιήσει την πολιτική της και τελικά «περνούσε» η πολιτική του βαθέως κράτους.
Τις αρχές του 2004 ο Ερντογάν, πιεζόμενος από τα πράγματα, προσπάθησε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού. Τον Ιανουάριο του 2004 συναντήθηκε στο Νταβός με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Αννάν και του ανακοίνωσε ότι η Τουρκία δέχεται την επιδιαιτησία του για την εξεύρεση λύσης, φέρνοντας έτσι το Σχέδιο Αννάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Κόφι Αννάν κάλεσε τα δυο μέρη στη Νέα Υόρκη για διαπραγματεύσεις. Ο Ντενκτάς δέχτηκε πιέσεις από την κυβέρνηση και υποχρεώθηκε να συμπεριλάβει στην αποστολή τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (Mehmet Ali Talat), που είχε κερδίσει τις εκλογές. Ο Ραούφ Ντενκτάς, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει από την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», περίμενε τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης του τουρκικού ΓΕΕΘΑ για το Κυπριακό, με βάση την οποία θα καθόριζε τη στάση του στις διαπραγματεύσεις. Η ανακοίνωση δεν έβγαινε και -κυριολεκτικά στο παρά πέντε- ο Ντενκτάς αναγκάστηκε να επικοινωνήσει με τον μετριοπαθή αρχηγό ΓΕΕΘΑ Χιλμί Όζκιόκ. Ο Οζκιόκ δεν δέχτηκε να βγάλει την ανακοίνωση και είπε στον Ντενκτάς: «Εγώ κινούμαι στα όρια που ορίζει το Σύνταγμα».
Την ίδια στιγμή που ο Οζκιόκ έλεγε «όχι», ο αρχηγός του στρατού ξηράς Γιαλμάν και ο αρχηγός της στρατοχωροφυλάκης Ερουιγκούρ έκαναν μυστικές επαφές στην Άγκυρα με επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν στήριξη για την διενέργεια πραξικοπήματος τύπου 28ης Φεβρουαρίου. Το βαθύ κράτος θεωρούσε καταστροφικό για τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα της Άγκυρας και του τουρκισμού το Σχέδιο Αννάν, αφού θα έχανε η Τουρκία το στρατηγικό έλεγχο πάνω στο νησί, έλεγχος που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη των δυνάμεων κατοχής. Για να αποτραπεί δε τέτοια εξέλιξη, υπήρχε έτοιμο ένα σχέδιο: το «Σχέδιο Σαρίκουζ», το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από την σχεδιαζόμενη ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν, σε περίπτωση που ψηφίζονταν από τα δυο μέρη στην Κύπρο το Σχέδιο Αννάν. Τελικά το Σχέδιο Αννάν δεν πέρασε και το «Σχέδιο Σαρίκουζ» έμεινε στα συρτάρια ή μάλλον στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στων εμπνευστών του. Από έναν τέτοιον, από τον υπολογιστή του τότε αρχηγού του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, Οζντέν Ορνέκ (Özden Örnek), κάποιος υπέκλεψε και διέρρευσε το σχέδιο του πραξικοπήματος, το οποίο δημοσίευσε το περιοδικό ΝΟΚΤΑ, στο τεύχος της 29ης Μαρτίου του 2007. Φυσικά, το συγκεκριμένο φύλλο του περιοδικού ήταν και το τελευταίο.
Η «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» αντιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Προοπτική της Τουρκίας
Ο Ερντογάν, εκτός από την επίλυση του Κυπριακού, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει και το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βαθύ κράτος θεωρούσε από την πλευρά του ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι ασύμβατη με την κεμαλική Τουρκία, ενώ ήταν προφανές ότι σε μια ευρωπαϊκή Τουρκία δεν είχαν θέση μηχανισμοί ούτε φασιστικές οργανώσεις τύπου «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Έτσι το βαθύ κράτος οργάνωσε την άμυνά του μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο. Παρά τις αντιδράσεις του βαθέως κράτους, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης προσπαθούσε να χαράξει το δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό της χώρας του, όπως άλλωστε επιβάλλεται από τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης και από τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Εν τω μεταξύ, το κόμμα και ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυξάνουν την επιρροή τους στη λαϊκή βάση της Τουρκίας και μέσα από τη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας ενισχύουν τη θέση τους στη διαπάλη τους με το βαθύ κράτος. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις το βαθύ κράτος δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ανώτατοι αξιωματικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, διάφορες ομάδες και συμμορίες προσπαθούν να αντιπαρατεθούν ο καθένας στον τομέα του τη νόμιμη κυβέρνηση και να ακυρώσουν στην πράξη τις όποιες μεταρρυθμίσεις.
Η εγκληματική δράση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Ως αποτέλεσμα της δράσης των μηχανισμών, το διάστημα αυτό, εξαπλώνεται στην Τουρκία ένα κύμα εθνικιστικής υστερίας, που υποστηρίζεται από ένα δίκτυο εθνικιστικών-πατριωτικών οργανώσεων και προπαγανδίζεται από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικά κανάλια, ιστοσελίδες κλπ. Εκδίδονται βιβλία τα οποία στηρίζονται σε πληροφορίες και σενάρια που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες του κράτους, τα οποία, εκτός των άλλων, καταγγέλλουν των πρωθυπουργό Ερντογάν και το κόμμα του ως όργανο της Νέας Τάξης Πραγμάτων και του διεθνούς σιωνισμού. Ομάδες νομικών και δικηγόρων που είναι διασυνδεδεμένοι με αυτό το εκτεταμένο δίκτυο πολυποίκιλης δράσης στην τουρκική κοινωνία, με βάση το περίφημο άρθρο 301, καταγγέλλουν και μηνύουν όποιον ενοχλεί το βαθύ κράτος και τον τουρκισμό. Στις προανακριτικές διαδικασίες και στις δίκες που γίνονται, ομάδες εθνικιστών τρομοκρατούν και διαπομπεύουν τους κατηγορουμένους, τους συγγενείς και τους δικηγόρους που τολμούν να τους υπερασπίζονται. Ανάμεσα σε εκείνους που στοχοποιούνται είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Ορχάν Παμούκ και ο Αρμένιος δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, λαμβάνουν χώρα μια σειρά από βίαιες και εγκληματικές ενέργειες, μερικές από τις οποίες είναι οι εξής: Στις 5 Φεβρουαρίου 2006, νεαρός εθνικιστής σκότωσε τον καθολικό ιερέα της Τραπεζούντας, πατέρα Σαντόρο, ο οποίος, σύμφωνα με το έγγραφο που έστειλε η αστυνομική διεύθυνση Τραπεζούντας στον εισαγγελέα του Ερζουρούμ, ζητώντας την παρακολούθηση των τηλεφώνων του, «ανέπτυσσε δράση υπέρ των σχεδίων της Ελλάδας για την αναβίωση της ποντιακής ιδέας στην περιοχή». Ένα χρόνο μετά, στις 19 Ιανουαρίου 2007, νεαρός εθνικιστής από την Τραπεζούντα δολοφονούσε στην Κωνσταντινούπολη τον στοχοποιηθέντα από τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους Αρμένιο δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ, εκδότη της εφημερίδας Άγκος. Τρεις μήνες μετά, στις 18 Απριλίου 2007, πέντε ισλαμιστές-εθνικιστές κατακρεούργησαν τρεις χριστιανούς στην πόλη Μαλάτεια της Τουρκίας, ενώ τους προηγούμενους μήνες είδαν το φως της δημοσιότητας εκατοντάδες άρθρα για την «επικίνδυνη δράση των ιεραποστολών στην Τουρκία, οι οποίες με τη δράση τους απεργάζονται την ενότητα του έθνους και κράτους». Σημειώνεται ότι πάνω στους δράστες βρέθηκαν περίπου εκατό (100) κάρτες sim, από την εξέταση των οποίων διαπιστώθηκε ότι οι δράστες είχαν εκατοντάδες τηλεφωνικές επαφές με στελέχη της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων που υπηρετούσαν στην 2η και την 1η Στρατιά, στη Μαλάτεια και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Εν τω μεταξύ, το διάστημα που γίνονται τα παραπάνω, εκατοντάδες βόμβες εκρήγνυνται σε διάφορες πόλεις του τουρκικού Κουρδιστάν, για να δικαιολογούν κάθε φορά την επέμβαση και τη δράση του τουρκικού στρατού και της στρατοχωροφυλακής στο κουρδικό κίνημα.
Η επέμβαση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στην εκλογή προέδρου της δημοκρατίας
Ενώ το βαθύ κράτος, δια της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», σπέρνει το θάνατο και κατατρομοκρατεί τους εχθρούς του τουρκισμού, συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα στις κεμαλικές-φασιστικές δυνάμεις και την κυβέρνηση. Η πάλη εντείνεται με τη λήξη της θητείας του προέδρου Σεζέρ (Μάιος 2007), ενώ προβάλλει το ενδεχόμενο να καθίσει στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας ο ίδιος ο Ερντογάν. Δεκάδες μαζικές οργανώσεις, οι οποίες εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είτε είχαν οργανική σχέση είτε υποκινούνταν από το βαθύ κράτος και την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», διοργάνωσαν συλλαλητήρια, διαδηλώνοντας την αντίθεσή τους στην εκλογή ισλαμιστή προέδρου της δημοκρατίας. Συντονιστής στις συγκεντρώσεις αυτές ήταν ο απόστρατος στρατηγός Σενέρ Ερουιγκούρ, πρόεδρος των Συλλόγων Κεμαλιστικής Σκέψης σε παντουρκικό επίπεδο. Ποτέ δεν έγινε γνωστό πού βρέθηκαν τα κεφάλαια για τις τεράστιες εκείνες συγκεντρώσεις. Στις 14 Απριλίου 2007, νέος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ο σκληροπυρηνικός κεμαλιστής και μέλος της οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (Yaşar Büyükanıt), έκανε ανοικτή παρέμβαση, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους ότι: «ο νέος πρόεδρος δεν θα πρέπει να είναι μόνο λόγοις, αλλά έργοις πιστός στο κοσμικό καθεστώς».
Ο Ερντογάν, δεχόμενος εισηγήσεις συνεργατών του, τελικά δεν θέτει ο ίδιος υποψηφιότητα και στις 24 Απριλίου 2007 ανακοινώνει την υποψηφιότητα του μέχρι τότε υπουργού εξωτερικών Αμπντουλλάχ Γκιούλ. Ήδη φαίνεται ότι η Τουρκία θα αποκτήσει τον πρώτο ισλαμιστή πρόεδρο. Μπροστά σε αυτή την προοπτική το βαθύ κράτος ανασυντάσσεται και θέτει στην πρώτη γραμμή του «αγώνα» το ΓΕΕΘΑ. Το βράδυ της 27ης Απριλίου 2007, και ενώ όλα δείχνουν ότι ο Ερντογάν θα ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, στην επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΓΕΕΘΑ αναρτάται μια ανακοίνωση που ανατρέπει τα δεδομένα. Στην ουσία ο στρατός και το ΓΕΕΘΑ, ως θεσμός, προειδοποιούν ανοιχτά ότι: «….ο νέος πρόεδρος δεν θα πρέπει να είναι μόνο λόγοις, αλλά έργοις πιστός στο κοσμικό καθεστώς….. οι συζητήσεις που γίνονται τις τελευταίες για το θέμα της εκλογής του προέδρου της δημοκρατίας έχουν θέσει υπό διαπραγμάτευση τον ίδιο τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Η κατάσταση αυτή παρακολουθείται με ανησυχία από τις Τ.Ε.Δ. Δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι σε αυτές τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις οι Τ.Ε.Δ. δηλώνουν ενεργό παρόν, ξεκαθαρίζοντας ότι θα υπεραμυνθούν του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Επί πλέον οι Τ.Ε.Δ. δηλώνουν ότι είναι κατηγορηματικά αντίθετες με αρνητικές κρίσεις και σχόλια που γίνονται με αφορμή αυτές τις συζητήσεις και ότι αν χρειαστεί θα δέιξουν την αντίδρασή τους ενεργά και με ξεκάθαρο τρόπο. Κανείς να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό…..»
Τελικά, ο Αμπντουλλάχ Γκιούλ εκλέχτηκε πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, αφού υποχρεώθηκε να ξεπεράσει ο ίδιος και το κόμμα του που τον στήριξε αλλεπάλληλα δικαστικά πραξικοπήματα που έγιναν στη διάρκεια των ψηφοφοριών στην τουρκική εθνοσυνέλευση. Πάντως στις 11 Απριλίου 2008 ο αντιπρόεδρος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Μεχμέτ Φιράτ (Dengir Mir Mehmet Fırat) δήλωνε δημόσια ότι κατά τη διάρκεια του πολιτικού διαλόγου που αφορούσε το δημοψήφισμα για τις αλλαγές στο σύνταγμα, το κόμμα του δέχτηκε απειλές. Συγκεκριμένα ο Φιράτ δήλωσε: «Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για την αλλαγή του συντάγματος μας απείλησαν με πραξικόπημα. Τις απειλές εκτόξευσε το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), το οποίο ήταν σαν να καλούσε κάποιους να επέμβουν. Θα πρέπει να καθίσουμε στο τραπέζι να συζητήσουμε για ένα φιλελεύθερο σύγχρονο σύνταγμα, χωρίς να δεχόμαστε απειλές.» Οι αναφορές του Φιράτ έγιναν τη στιγμή που απειλείται με κλείσιμο το κόμμα ΑΚΡ. Να σημειωθεί ότι αποτελεί κοινό μυστικό στην Τουρκία το ότι το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) αποτελούν κομματικούς μηχανισμούς που ελέγχονται απόλυτα από το βαθύ κράτος. Τα άλλα δύο κόμματα που εκπροσωπούνται στη βουλή, δηλαδή το ΑΚΡ και το κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP), απειλούνται με κλείσιμο.
Η Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων και η σχεδιαζόμενη απόπειρα δολοφονίας του Ερντογάν
Στις 18 Μαΐου 2007 ένα πρωτοφανές γεγονός έρχεται να συνταράξει την κοινή γνώμη στην Τουρκία. Μετά από τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη μιας ομάδας που σχεδιάζει τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ερντογάν και του συμβούλου του Τζουνεΐτ Ζάπσου (Cüneyd Zapsu), η αστυνομία εισβάλλει σε ένα διαμέρισμα στη συνοικία Έργιαμαν (Eryaman) της Άγκυρας και συλλαμβάνει το λοχαγό Μουράτ Ερέν (Murat Eren), της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων (Özel Kuvvetler Komutanlığı), τον υπολοχαγό Γιακούπ Γιαϊλά (Yakup Yayla) και τους μονίμους υπαξιωματικούς Ερκούτ Τάς (Erkut Taş) και Γιασίν Γιαμάν (Yasin Yaman), εξειδικευμένοι στην κατασκευή βομβών. Μαζί με τους στρατιωτικούς συνελήφθησαν και επτά πολίτες, ενώ στο διαμέρισμα βρέθηκε μεγάλος αριθμός πυρομαχικών του στρατού, ΤΝΤ, ρολόγια που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή βομβών, στρατιωτικά έγγραφα με σχέδια για τον έλεγχο όλων των συνοικιών της πόλης σε περίπτωση πραξικοπήματος, καθώς και ανάλογα έγγραφα που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, το 2001. Το τουρκικό γενικό επιτελείο απαγόρευσε την έρευνα της υπόθεσης από τακτικό ανακριτή και την υπόθεση ανέλαβε η στρατιωτική δικαιοσύνη, η οποία φυσικά υποβάθμισε την υπόθεση σε ένα θέμα παράβασης καθήκοντος σε σχέση με τα πυρομαχικά που βρέθηκαν στο διαμέρισμα και μόνον.
Σε ένα ταβάνι κρίνεται η πολιτική πορεία της Τουρκίας
Εν τω μεταξύ, και ενώ η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης Ερντογάν και του βαθέως κράτους συνεχίζεται κυρίως στο παρασκήνιο, στις 12 Ιουνίου 2007 συμβαίνει ένα γεγονός, που έμελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας. Οι ενοικιαστές ενός αυθαιρέτου σπιτιού, στη συνοικία Ουμράνιγιε 12 (Ümraniye) της Κωνσταντινούπολης, βρήκαν τυχαία στο ταβάνι του σπιτιού που διέμεναν ένα κιβώτιο στο οποίο υπήρχαν 27 χειροβομβίδες και φάκελοι με διάφορα έγγραφα. Ανέφεραν το γεγονός στην αστυνομία, η οποία με έκπληξη διαπίστωσε ότι οι χειροβομβίδες ήταν ίδιες με αυτές που χρησιμοποιεί ο τουρκικός στρατός, ενώ τα έγγραφα που υπήρχαν στους φακέλους παρέπεμπαν στην μυστική-φασιστική οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Προχωρώντας ακόμη περισσότερο τις έρευνες η αστυνομία βρέθηκε μπροστά σε μια ένοπλη επιχειρησιακή ομάδα της μυστικής οργάνωσης, η οποία ήταν υπεύθυνη για την ένοπλη επίθεση εναντίον των μελών του Αρείου Πάγου στην Άγκυρα (17 Μαΐου 2006), στην οποία ο δικηγόρος Αρπασλάν Ασλάν (Alparslan Arslan), υποκινούμενος από την οργάνωση, σκότωσε έναν και τραυμάτισε τέσσερις αρεοπαγίτες. Ο Ασλάν δήλωσε δημόσια ότι προέβη στη συγκεκριμένη πράξη ωθούμενος από τα ισλαμικά του αισθήματα, θεωρώντας ότι ο Άρειος Πάγος είναι ένα από τα κέντρα του κεμαλισμού, που απαγορεύουν τη χρήση της μαντίλας στα πανεπιστήμια και με τις αποφάσεις τους καταπιέζουν τους ισλαμιστές στην Τουρκία. Στην κηδεία του αρεοπαγίτη συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και η τελετή μετατράπηκε σε αντικυβερνητική διαδήλωση. Ο Ερντογάν γιουχαΐστηκε, ο υπουργός δικαιοσύνης προπηλακίστηκε, ενώ ο Μπουγιουκανίτ και οι άλλοι στρατηγοί καταχειροκροτήθηκαν. Μια προβοκάτσια που πρέπει να διδάσκεται στις σχολές διπλωματίας και πολιτικών επιστημών.
Η πράξη αυτή, μαζί με άλλες που θα ακολουθούσαν, προετοίμαζε το σκηνικό για τη δυναμική επέμβαση των δυνάμεων του βαθέως κράτους και του ίδιου του στρατού εναντίον του «ισλαμικού κινδύνου», που εκφραζόταν από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και από την κυβέρνηση Ερντογάν. Από την έρευνα της αστυνομίας προέκυψε επίσης ότι οι δυο βομβιστικές επιθέσεις που έγιναν εναντίον των γραφείων της εφημερίδας Τζουμχουριέτ (Cumhuriyet, προπύργιο του κεμαλισμού), στην Κωνσταντινούπολη, επιθέσεις που αποδόθηκαν σε ισλαμιστές, έγιναν με χειροβομβίδες που είχαν τον ίδιο αριθμό μερίδας με τις χειροβομβίδες που βρέθηκαν στο κιβώτιο, στο ταβάνι του αυθαίρετου σπιτιού στο Ουμράνιγιε. Οι βομβιστικές επιθέσεις εναντίον της Τζουμχουριέτ έγιναν για να συμπληρωθεί το σκηνικό του «ισλαμικού κινδύνου». Μετά από την εξέταση των στοιχείων, η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις 14 ατόμων, στην πλειοψηφία τους απόστρατοι αξιωματικοί, οι οποίοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου 2007
Ενώ η έρευνα για την υπόθεση αυτή προχωρούσε με βραδείς ρυθμούς, αφού οι διωκτικές και δικαστικές αρχές βρήκαν μπροστά τους τις υπηρεσίες του κράτους, δηλαδή τον ίδιο το στρατό και την περιβόητη Διεύθυνση Ανορθοδόξου Πολέμου (Özel Harp Dairesi), τη μετονομασθείσα σε Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων (Özel Kuvvetler Komutanlığı), στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2007 το κόμμα του Ερντογάν κατήγαγε λαμπρή νίκη, λαμβάνοντας το 47% των ψήφων, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό για τα δεδομένα της Τουρκίας. Με τη συγκεκριμένη νίκη η κυβέρνηση Ερντογάν ένοιωσε ότι ισχυροποιεί τη θέση της απέναντι στο βαθύ κράτος και προχώρησε σε αθόρυβη -αλλά στενή- παρακολούθηση των ηγετικών στελεχών της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και των επικεφαλής των διαφόρων ομάδων παράνομης, αλλά και νόμιμης δράσης. Τα στοιχεία που συλλέγονται, κυρίως από τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και από παρακολουθήσεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και από παγιδεύσεις χώρων όπου συσκέπτονταν τα ανώτερα στελέχη ενός επιχειρησιακού σκέλους της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», οδηγούν στην επιχείρηση μαζικής σύλληψης 33 μελών της οργάνωσης. Στη συνέχεια ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης, με βάση τα στοιχεία που βρέθηκαν στα σπίτια των συλληφθέντων και τα στοιχεία που προκύπτουν από την εξέτασή τους, διατάσσει τη σύλληψη δεκάδων άλλων ατόμων και αποφασίζει τελικά την προφυλάκιση 44 εξ αυτών.
Να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι ο υποστράτηγος ε.α. Βελί Κιουτσούκ (Veli Küçük), με πολυσχιδή δράση σε διάφορους τομείς και σοβαρό ρόλο στην «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Όταν στις 4:00 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 2008 η αστυνομία, συνοδεία εισαγγελέα, κτύπησε την πόρτα και τού ανακοίνωσε το ένταλμα σύλληψής του, ο Κιουτσούκ ζήτησε την άδεια να βγάλει τις πυτζάμες του και να ντυθεί. Ο εισαγγελέας του έδωσε την άδεια. Ο Κιουτσούκ πήγε στο δωμάτιό του και έκανε από το κινητό του -που υποκλέπτονταν από την αστυνομία- οκτώ τηλέφωνα. Ανάμεσα σε αυτούς που κάλεσε ήταν εν ενεργεία ανώτατοι αξιωματικοί, ένας-δύο ανώτατοι απόστρατοι και ένας εν ενεργεία ανώτατος δικαστικός. Από όλους ζήτησε βοήθεια, προσπαθώντας να αποτρέψει τη σύλληψή του, χωρίς να το καταφέρει. Οδηγήθηκε στο τμήμα και αργότερα στις φυλακές, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Στο γραφείο του και τον υπολογιστή του η αστυνομία βρήκε ένα ολόκληρο επιτελείο. Αρχειοθετημένα άκρως απόρρητα έγραφα των αρχών ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών, φακέλους με πληροφορίες για διάφορα άτομα, ανάμεσα στα οποία και Οικουμενικός Πατριάρχης, στοιχεία για διάφορες ένοπλες επιχειρήσεις της οργάνωσης και, φυσικά, τα ίδια έγγραφα που βρέθηκαν το 2001 στο γραφείο του δημοσιογράφου Γκιουνέι, για την αναδιάρθρωση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και των άλλων μηχανισμών του βαθέως κράτους. Η εντύπωση που δόθηκε στις διωκτικές αρχές είναι ότι ο Κιουτσούκ ήταν άτυπος αποδέκτης επίσημων έγγραφων του στρατού και διαφόρων άλλων υπηρεσιών του τουρκικού κράτους. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι επίσης η Σεβγκί Ερενερόλ (Sevgi Erenerol), εκπρόσωπος τύπου του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου. Να σημειωθεί ότι η Ερενερόλ και η οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη στοχοποίηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθώς και του ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τα γραφεία του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου χρησιμοποιούνταν ως επιτελείο της επιχειρησιακής ομάδας της οργάνωσης, η οποία συσκέπτονταν εδώ μια φορά την εβδομάδα. Μερικές συνεδριάσεις έχει καταγράψει σε βίντεο η αστυνομία, που είχε παγιδέψει το χώρο. Ένας άλλος προφυλακισθείς είναι ο Μουαμέρ Καράμπουλουτ (Muammer Karabulut), πρόεδρος του Ιδρύματος Αγίου Νικολάου (Noel Baba Vakfı) και του Συμβουλίου Ειρήνης Άγιος Νικόλαος (Noel Baba Barış Konseyi), οργανώσεις που ίδρυσε το βαθύ κράτος για να ακυρώσει τις προσπάθειες που κάνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να αναδείξει το έργο, την προσωπικότητα του Αγίου Νικολάου, προσπάθειες που κορυφώνονται κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου, στα πλαίσια εορταστικών δραστηριοτήτων που γίνονται στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα Μύρα της Λυκίας. Υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες ανάμεσα στους συλληφθέντες, αυτό όμως είναι αντικείμενο συγγραφής ξεχωριστής μελέτης.
Το δικαστικό πραξικόπημα κατά του ΑΚΡ και του Ερντογάν
Ενώ λοιπόν ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης Ζεκερία Όζ (Zekeriya Öz) συνέχιζε την ανακριτική διαδικασία, ορισμένοι από τους συλληφθέντες, θεωρώντας ότι η πανίσχυρη οργάνωση δεν είναι σε θέση πλέον να τους υποστηρίξει, άρχισαν να ομολογούν, γεγονός που έθεσε σε κίνδυνο και σημαντικά πρόσωπα του στρατού, της δικαιοσύνης, του ακαδημαϊκού κόσμου, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, του επιχειρηματικού κόσμου, των υπηρεσιών του κράτους κλπ. Δηλαδή, με άλλα λόγια, άρχισε να κινδυνεύει με αποκάλυψη και ξήλωμα ο κεντρικός κορμός και οι κεντρικοί μηχανισμοί του τουρκικού βαθέως κράτους. Το διάστημα αυτό, που οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους ένοιωσαν να στενεύουν τα περιθώρια δράσης τους, και ενώ η ανακριτική διαδικασία για την υπόθεση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σημείο, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η είδηση της άσκηση δίωξης εναντίον του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, εναντίον του ιδίου του πρωθυπουργού Ερντογάν και 70 άλλων στελεχών του κόμματός του, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο πρόεδρος της δημοκρατίας Γκιούλ από τον αρχιεισαγγελέα του Συμβουλίου Επικρατείας, Γιαλτσίνκαγια (Yalçınkaya). Την ώρα δε που οι δυο διαδικασίες -η μια της εξουδετέρωσης του βαθέως κράτους από τη δικαιοσύνη, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και η άλλη της εξουδετέρωσης της κυβέρνησης και του κόμματος ΑΚΡ από το βαθύ κράτος- κινούνται εν παραλλήλω, αναθάρρησαν οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους και ...ξαναβρήκε τη μιλιά του ο αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (Yaşar Büyükanıt), φερόμενος ως ένας από τους επικεφαλής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Ήδη έδωσε συνέντευξη στην τελευταία έκδοση του περιοδικού «Άμυνα και Αεροναυπηγική» (SAVUNMA VE HAVACILIK), επαναφέροντας μετά από αρκετό καιρό ζητήματα ισλαμικού και κουρδικού κίνδυνου και μια σειρά από άλλες αιτιάσεις που απηχούν τις απόψεις της φασιστικής οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Να σημειωθεί ότι ο στρατηγός Μπουγιούκανιτ, από τις κεφαλές του βαθέως κράτους, όσο διαρκούσε ο υπόγειος πόλεμος μεταξύ του βαθέως κράτους και της κυβέρνησης Ερντογάν, βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο, την Ελλάδα, η οποία, εξ αντικειμένου, του πρόσφερε νομιμοποίηση, καλώντας τον μάλιστα να επισκεφθεί επίσημα την Ελλάδα δυο φορές, τη μια ως αρχηγός του στρατού ξηράς και την άλλη ως αρχηγός του γενικού επιτελείου. Φυσικά, το θέμα ότι ελληνικό στρατιωτικό άγημα απέδωσε τιμές στον φυσικό ηγέτη των δυνάμεων κατοχής στην Κύπρο και των Τούρκων αεροπόρων που παραβιάζουν καθημερινά τον εθνικό εναέριο χώρο της Ελλάδος στο Αιγαίο, είναι μιας άλλης μορφής ζήτημα.
Επιμύθιον
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας και, τέλος πάντων, αποτελούν εσωτερικά θέματα της Τουρκίας, αν δεν υπήρχε η πολιτική «επένδυση» που έκαναν οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η Ελλάδα στην υπόθεση ότι ο Ερντογάν θα επικρατήσει σε αυτή την ιδιότυπη μάχη εξουσίας και τελικά η Τουρκία θα εκδημοκρατιστεί και θα υποχρεωθεί να συμπεριφερθεί ως μία χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο και θα προσαρμοστεί σε αυτά που επιβάλλουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και η ευρωπαϊκή της προοπτική εν γένει. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος του «αγώνα» δημοκρατικών-φασιστικών δυνάμεων -γιατί περί αυτού πρόκειται- στην Τουρκία. Πάντως, για την Ελλάδα το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους, σε αγαστή συνεργασία με τους «δικούς τους» ανθρώπους που υπηρετούν στο διπλωματικό σώμα, είναι αυτοί που κινούν τα νήματα στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τον Ελληνισμό στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη και το Πατριαρχείο και τελικά επιβάλουν τη δική τους άποψη, ανεξάρτητα με τις υποσχέσεις ή και συμφωνίες που υπογράφει κατά καιρούς η νόμιμη τουρκική κυβέρνηση. Χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι η ενδεχόμενη επικράτηση του Ερντογάν θα σημαίνει αυτόματα και εξάλειψη των κινδύνων και των απειλών στα εθνικά μας συμφέροντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το πεδίο του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής είναι προτιμότερο από το πεδίο των παράλογων διεκδικήσεων και απειλών που εκπορεύονται από τη δράση των μηχανισμών του βαθέως κράτους και του κεμαλισμού . Ούτως ή άλλως, πάντως, το θέμα αξίζει προσοχής.
Μερικοί από τους συλληφθέντες:
Βελί Κιουτσούκ (Veli Küçük):
Υποστράτηγος ε.α., από τους ιδρυτές της περίφημης Υπηρεσίας Πληροφοριών της Στρατοχωροφυλακής (Jitem). Την περίοδο 1994-1996, που ήταν διοικητής του συντάγματος στρατοχωροφυλακής στο νομό Κοτζάελι (Νικομήδεια), στην περιοχή ευθύνης του έλαβαν χώρα εκατοντάδες εκτελέσεις Κούρδων επιχειρηματιών και διανοουμένων. Αργότερα, με το βαθμό του ταξιάρχου, τοποθετήθηκε διοικητής της Περιφερειακής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής Περιοχής Πόντου, με έδρα την Κερασούντα. Εκεί, από το 1996 μέχρι το 1998, χειρίστηκε προσωπικά το θέμα της τρομοκράτησης των ελληνόφωνων κατοίκων της περιοχής Τραπεζούντας, προσπαθώντας να ποινικοποιήσε InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Φιλανθρωπικό παζάρι αλληλεγγύης στο δήμο Νεάπολης-Συκεών:
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Μόσχα τράβηξε το αυτί της Άγκυρας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ