2017-04-23 11:28:57
ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΖΩΡΤΖΗ kathimerini.gr
Την περίοδο 2010-2015 η δημόσια δαπάνη για την Υγεία μειώθηκε κατά 13%, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία υποχρεώθηκε η χώρα.
Αύξηση κατά 30% παρουσίασαν την περίοδο 2010-2015 οι ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία, καθώς τα νοικοκυριά υποχρεώθηκαν να καλύψουν από την τσέπη τους το κενό που άφησε πίσω της η μείωση της δημόσιας δαπάνης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μελέτη του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με την οποία η δημόσια δαπάνη για την Υγεία μειώθηκε το ίδιο διάστημα κατά 13%, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία υποχρεώθηκε η χώρα.
Η ανάλυση του ΙΟΒΕ επιβεβαιώνει τη διαπίστωση που προκύπτει από παρόμοιες μελέτες (Health Care του ΟΑΣΑ) ότι οι πολίτες καλύπτουν το κενό που άφησε η δημόσια Υγεία με άμεσες καταβολές από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, καθώς πολύ μικρό είναι το ποσοστό που καταφεύγει στην ιδιωτική ασφάλιση, προκειμένου να εξασφαλίσει πρόσβαση σε νοσοκομειακή περίθαλψη και ιατρική φροντίδα
. Η συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε στο σύνολο της ιδιωτικής δαπάνης, συνεχίζει εντούτοις να καλύπτει ένα μικρό μέρος της, που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, περιορίζεται στο 3,6% της συνολικής χρηματοδότησης των δαπανών Υγείας από 1,9% το 2009.
Η αιτία σύμφωνα με εκπροσώπους της ασφαλιστικής αγοράς θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στη χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση και λιγότερο στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό γιατί τα ελληνικά νοικοκυριά εμφανίζονται πιο πρόθυμα να δαπανούν ένα σημαντικό μέρος από τον οικογενειακό προϋπολογισμό για την κάλυψη των αναγκών Υγείας, παρά το γεγονός ότι το κόστος ενός ασφαλιστικού προγράμματος είναι πολύ χαμηλότερο και εξασφαλίζει υψηλές παροχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη Healthcare at a glance του ΟΑΣΑ, η χώρα μας είναι στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες «out of pocket» δαπάνες Υγείας, αυτές δηλαδή που οι πολίτες υποχρεώνονται να πληρώσουν από την τσέπη τους, εκτός του οργανωμένου, δημόσιου ή ιδιωτικού συστήματος Υγείας. Το ποσοστό αυτό φθάνει το 35% και είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά την Κύπρο και τη Βουλγαρία, ενώ στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 7%. Οι λεγόμενες «out of pocket» δαπάνες που πληρώνουν οι Ελληνες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια –συγκεκριμένα από το 31% που ήταν το 2013 – ενώ μεταξύ αυτών το υψηλότερο ποσοστό, που ανέρχεται στο 48%, κατευθύνεται για την κάλυψη νοσοκομειακών δαπανών, δηλαδή αυτές που πληρώνει κάποιος όταν χρειαστεί να νοσηλευθεί και οι οποίες είναι εξ ορισμού οι πιο ακριβές. Πρόκειται επίσης για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση αμέσως μετά την Κύπρο και το Βέλγιο, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60% και 52%.
Η μείωση άλλωστε του διαθέσιμου εισοδήματος έχει οδηγήσει στην άνοδο του ποσοστού της μηνιαίας δαπάνης για την Υγεία. Σύμφωνα με τις τις Ερευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της ΕΛΣΤΑΤ, το 2008 οι δαπάνες Υγείας αποτελούσαν το 6,7% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 7,5% των συνολικών τους δαπανών. Οπως εξηγεί το ΙΟΒΕ, αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την Υγεία το 2015 παρουσίασε μείωση κατά 26,1% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2008 (107 ευρώ έναντι 142,1 ευρώ το 2008), το ποσοστό τους στο σύνολο των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών είναι υψηλότερο σε σχέση με το 2008. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών, την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη του φαρμάκου αλλά και την ανελαστικότητα της δαπάνης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες υπηρεσιών Υγείας.
Από την ποσοστιαία σύνθεση της συνολικής δαπάνης, προκύπτει ότι τα 2/3 της κατευθύνονται για την κάλυψη νοσοκομειακών αναγκών, ενώ το υπόλοιπο προορίζεται για τη φαρμακευτική περίθαλψη. Οπως διαπιστώνει το ΙΟΒΕ, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το βάρος των δαπανών των νοικοκυριών μετατοπίστηκε κυρίως προς την κάλυψη της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ενώ μικρή μείωση σημειώθηκε στις δαπάνες για τις οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το διάστημα 2009-2015 οι δαπάνες τόσο για φάρμακα όσο και για νοσοκομειακή περίθαλψη ενισχύθηκαν κατά 14,5 ποσοστιαίες μονάδες λόγω της αυξημένης συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη, στην πρώτη περίπτωση.
Ο περιορισμός της δημόσιας χρηματοδότησης, σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη μείωση των δαπανών από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), ενώ οριακή είναι και η μείωση των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης. Αξίζει να σημειωθεί πως η χρηματοδότηση από τους ΟΚΑ το 2014 αποτελούσε το 31,3% της συνολικής χρηματοδότησης, όταν το 2009 ξεπερνούσε το 43,1%. Το έλλειμμα αυτό καλύφθηκε από τη συμμετοχή των νοικοκυριών, είτε με τη μορφή των ιδιωτικών πληρωμών είτε έμμεσα με την ιδιωτική ασφάλιση. Οι ιδιωτικές πληρωμές κατέγραψαν αύξηση από 28,4% το 2009, σε 35,4% το 2014 και η χρηματοδότηση από την ιδιωτική ασφάλιση από 1,9% το 2009 σε 3,6% το 2014.
Ασφαλιστικές εταιρείες
Η μικρή συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στην κάλυψη των δαπανών για την Υγεία μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, για την ανάπτυξη του κλάδου. Βασική παράμετρος για την ανάπτυξη της αγοράς και την τιμολόγηση των προγραμμάτων Υγείας, χωρίς στρεβλώσεις, είναι να υπάρξει παράλληλα και μια σωστή αποτύπωση του κόστους της ιδιωτικής ασφάλισης. Το ΙΟΒΕ διαπιστώνει ότι το υπάρχον σύστημα μέτρησης του Δείκτη Τιμών Υγείας (ΔΤΥ) που ακολουθεί η ΕΛΣΤΑΤ, παρά το γεγονός ότι βασίζεται σε ευρωπαϊκά πρότυπα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό της εξέλιξης των δαπανών της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας. Ο σημαντικότερος λόγος είναι ότι ο Δείκτης αντανακλά μόνο την εξέλιξη των τιμών και όχι τη δαπάνη, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη του τον όγκο των υπηρεσιών Υγείας, που «καταναλώνονται» σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η ίδια η σύνθεση άλλωστε του Δείκτη δεν είναι, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αντιπροσωπευτική για την αποτύπωση του κόστους της ιδιωτικής Υγείας, καθώς από τη μία περιλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση Υγείας, ενώ την ίδια στιγμή δεν διαχωρίζει τη δαπάνη στα δημόσια και τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Να σημειωθεί ότι το θέμα της κατάρτισης ενός αξιόπιστου δείκτη με βάση τον οποίο θα αποφασίζονται οι αυξήσεις στα προγράμματα Υγείας των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών αποτελεί τα τελευταία χρόνια σημείο αντιπαράθεσης με την πολιτεία, που έχει θεσμοθετήσει την υποχρεωτική ανατιμολόγηση των ασφαλίστρων με βάση τον Δείκτη Τιμών Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, τη βασιμότητα του οποίου αμφισβητεί η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος.
medispin
Την περίοδο 2010-2015 η δημόσια δαπάνη για την Υγεία μειώθηκε κατά 13%, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία υποχρεώθηκε η χώρα.
Αύξηση κατά 30% παρουσίασαν την περίοδο 2010-2015 οι ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία, καθώς τα νοικοκυριά υποχρεώθηκαν να καλύψουν από την τσέπη τους το κενό που άφησε πίσω της η μείωση της δημόσιας δαπάνης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μελέτη του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με την οποία η δημόσια δαπάνη για την Υγεία μειώθηκε το ίδιο διάστημα κατά 13%, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία υποχρεώθηκε η χώρα.
Η ανάλυση του ΙΟΒΕ επιβεβαιώνει τη διαπίστωση που προκύπτει από παρόμοιες μελέτες (Health Care του ΟΑΣΑ) ότι οι πολίτες καλύπτουν το κενό που άφησε η δημόσια Υγεία με άμεσες καταβολές από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, καθώς πολύ μικρό είναι το ποσοστό που καταφεύγει στην ιδιωτική ασφάλιση, προκειμένου να εξασφαλίσει πρόσβαση σε νοσοκομειακή περίθαλψη και ιατρική φροντίδα
Η αιτία σύμφωνα με εκπροσώπους της ασφαλιστικής αγοράς θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στη χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση και λιγότερο στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό γιατί τα ελληνικά νοικοκυριά εμφανίζονται πιο πρόθυμα να δαπανούν ένα σημαντικό μέρος από τον οικογενειακό προϋπολογισμό για την κάλυψη των αναγκών Υγείας, παρά το γεγονός ότι το κόστος ενός ασφαλιστικού προγράμματος είναι πολύ χαμηλότερο και εξασφαλίζει υψηλές παροχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη Healthcare at a glance του ΟΑΣΑ, η χώρα μας είναι στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες «out of pocket» δαπάνες Υγείας, αυτές δηλαδή που οι πολίτες υποχρεώνονται να πληρώσουν από την τσέπη τους, εκτός του οργανωμένου, δημόσιου ή ιδιωτικού συστήματος Υγείας. Το ποσοστό αυτό φθάνει το 35% και είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά την Κύπρο και τη Βουλγαρία, ενώ στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 7%. Οι λεγόμενες «out of pocket» δαπάνες που πληρώνουν οι Ελληνες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια –συγκεκριμένα από το 31% που ήταν το 2013 – ενώ μεταξύ αυτών το υψηλότερο ποσοστό, που ανέρχεται στο 48%, κατευθύνεται για την κάλυψη νοσοκομειακών δαπανών, δηλαδή αυτές που πληρώνει κάποιος όταν χρειαστεί να νοσηλευθεί και οι οποίες είναι εξ ορισμού οι πιο ακριβές. Πρόκειται επίσης για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση αμέσως μετά την Κύπρο και το Βέλγιο, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60% και 52%.
Η μείωση άλλωστε του διαθέσιμου εισοδήματος έχει οδηγήσει στην άνοδο του ποσοστού της μηνιαίας δαπάνης για την Υγεία. Σύμφωνα με τις τις Ερευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της ΕΛΣΤΑΤ, το 2008 οι δαπάνες Υγείας αποτελούσαν το 6,7% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 7,5% των συνολικών τους δαπανών. Οπως εξηγεί το ΙΟΒΕ, αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την Υγεία το 2015 παρουσίασε μείωση κατά 26,1% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2008 (107 ευρώ έναντι 142,1 ευρώ το 2008), το ποσοστό τους στο σύνολο των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών είναι υψηλότερο σε σχέση με το 2008. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών, την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη του φαρμάκου αλλά και την ανελαστικότητα της δαπάνης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες υπηρεσιών Υγείας.
Από την ποσοστιαία σύνθεση της συνολικής δαπάνης, προκύπτει ότι τα 2/3 της κατευθύνονται για την κάλυψη νοσοκομειακών αναγκών, ενώ το υπόλοιπο προορίζεται για τη φαρμακευτική περίθαλψη. Οπως διαπιστώνει το ΙΟΒΕ, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το βάρος των δαπανών των νοικοκυριών μετατοπίστηκε κυρίως προς την κάλυψη της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ενώ μικρή μείωση σημειώθηκε στις δαπάνες για τις οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το διάστημα 2009-2015 οι δαπάνες τόσο για φάρμακα όσο και για νοσοκομειακή περίθαλψη ενισχύθηκαν κατά 14,5 ποσοστιαίες μονάδες λόγω της αυξημένης συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη, στην πρώτη περίπτωση.
Ο περιορισμός της δημόσιας χρηματοδότησης, σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη μείωση των δαπανών από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), ενώ οριακή είναι και η μείωση των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης. Αξίζει να σημειωθεί πως η χρηματοδότηση από τους ΟΚΑ το 2014 αποτελούσε το 31,3% της συνολικής χρηματοδότησης, όταν το 2009 ξεπερνούσε το 43,1%. Το έλλειμμα αυτό καλύφθηκε από τη συμμετοχή των νοικοκυριών, είτε με τη μορφή των ιδιωτικών πληρωμών είτε έμμεσα με την ιδιωτική ασφάλιση. Οι ιδιωτικές πληρωμές κατέγραψαν αύξηση από 28,4% το 2009, σε 35,4% το 2014 και η χρηματοδότηση από την ιδιωτική ασφάλιση από 1,9% το 2009 σε 3,6% το 2014.
Ασφαλιστικές εταιρείες
Η μικρή συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στην κάλυψη των δαπανών για την Υγεία μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, για την ανάπτυξη του κλάδου. Βασική παράμετρος για την ανάπτυξη της αγοράς και την τιμολόγηση των προγραμμάτων Υγείας, χωρίς στρεβλώσεις, είναι να υπάρξει παράλληλα και μια σωστή αποτύπωση του κόστους της ιδιωτικής ασφάλισης. Το ΙΟΒΕ διαπιστώνει ότι το υπάρχον σύστημα μέτρησης του Δείκτη Τιμών Υγείας (ΔΤΥ) που ακολουθεί η ΕΛΣΤΑΤ, παρά το γεγονός ότι βασίζεται σε ευρωπαϊκά πρότυπα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό της εξέλιξης των δαπανών της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας. Ο σημαντικότερος λόγος είναι ότι ο Δείκτης αντανακλά μόνο την εξέλιξη των τιμών και όχι τη δαπάνη, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη του τον όγκο των υπηρεσιών Υγείας, που «καταναλώνονται» σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η ίδια η σύνθεση άλλωστε του Δείκτη δεν είναι, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αντιπροσωπευτική για την αποτύπωση του κόστους της ιδιωτικής Υγείας, καθώς από τη μία περιλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση Υγείας, ενώ την ίδια στιγμή δεν διαχωρίζει τη δαπάνη στα δημόσια και τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Να σημειωθεί ότι το θέμα της κατάρτισης ενός αξιόπιστου δείκτη με βάση τον οποίο θα αποφασίζονται οι αυξήσεις στα προγράμματα Υγείας των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών αποτελεί τα τελευταία χρόνια σημείο αντιπαράθεσης με την πολιτεία, που έχει θεσμοθετήσει την υποχρεωτική ανατιμολόγηση των ασφαλίστρων με βάση τον Δείκτη Τιμών Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, τη βασιμότητα του οποίου αμφισβητεί η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος.
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ