2017-04-26 19:00:48
Ο Παύλος Βαρδινογιάννης διαβαίνει μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με το δεύτερο διαζύγιό του απέναντι στην άλλοτε τοπ μόντελ Τζίνα Αλιμόνου.
Η αλήθεια είναι ότι οι φήμες για τη ρήξη στον γάμο του με την Τζίνα Αλιμόνου, την πάλαι ποτέ καλλονή των εξωφύλλων στα τέλη των 90ς, έχουν ήδη εξαπλωθεί στα κοσμικά σαλόνια και αλώνια, οπότε όλοι ψάχνουν έστω και επιφανειακά σημάδια για να τις επιβεβαιώσουν. Η εκδίκαση πριν από λίγες μέρες των ασφαλιστικών μέτρων του επιχειρηματία εναντίον της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό σημάδι.
Για την ακρίβεια, ήταν η αρχή μιας από κάθε άποψη επώδυνης όσο και περίπλοκης διαδικασίας λύσης του γάμου ενός ζευγαριού αφενός με τέσσερα παιδιά και αφετέρου με δεκάδες άλλες παραμέτρους οικονομικής και κοινωνικής φύσης – δεδομένης της βαρύτητας ενός ονόματος όπως το Βαρδινογιάννης. Στους κόλπους δηλαδή μιας πανίσχυρης οικογένειας-δυναστείας όπου η λέξη «διαζύγιο» δεν είναι καθόλου εύηχη.
Η μετακόμιση και η αντιδικία
Μόνο που κάποιες φορές ξεστομίζονται αν όχι αυθόρμητα, τουλάχιστον αναγκαστικά και αυτό φαίνεται ότι συνέβη στην περίπτωση του Παύλου και της Τζίνας, ενός κατά τα άλλα αγαπητού στους επιχειρηματικούς και κοσμικούς κύκλους ζευγαριού – ή έστω όλα έτσι έδειχναν την εποχή που τα μέλια κυλούσαν ποτάμι. Μόνο που μέχρι να φτάσει το ποτάμι στο Κονέκτικατ στέρεψε από μέλια και γέμισε από βρύα. Η απόφαση του επιχειρηματία να μετακομίσουν οικογενειακώς στην Πολιτεία των ΗΠΑ προ δύο περίπου ετών λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ήταν η αρχή ενός προδιαγεγραμμένου -για κάποιους- τέλους. Τότε που φέρεται να ξεκίνησαν οι προστριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, αφού το κλίμα στο Κονέκτικατ δεν ταίριαζε καθόλου στην ιδιοσυγκρασία της κοινωνικής ηθοποιού η οποία ένιωθε να μαραζώνει μακριά από συγγενείς και φίλους αγναντεύοντας μόνη τον Ατλαντικό από το διαμέρισμα του συζύγου της. Με την επιστροφή της οικογένειας στην Ελλάδα τον περασμένο Ιούλιο, ακόμα και οι πυρακτωμένες κεντρικές οδοί πέριξ της Ομόνοιας φάνταζαν στα μάτια της απείρως πιο υποσχόμενες από τις φαρδιές λεωφόρους του Κονέκτικατ και η νοσταλγία της πατρίδας δυσβάσταχτη για να αντέξει έναν ακόμα στο εγγύς μέλλον αποχωρισμό.
Στο Μονομελές Πρωτοδικείο, όπου εκείνη έδωσε το «παρών» φορώντας μεγάλα μαύρα γυαλιά συνοδεία δικηγορικού team, με τον σύζυγό της να εκπροσωπείται λόγω απουσίας του στο εξωτερικό από τους δικηγόρους του, η Τζίνα Αλιμόνου ενώπιον της έδρας εξιστόρησε το χρονικό της μεταξύ τους ρήξης που κατέληξε σε αντιδικία λόγω της άρνησής της να μείνει μόνιμα στην Αμερική με τα παιδιά τους: «Τον Ιούλιο επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Εγώ έπρεπε έτσι κι αλλιώς, αφού εκεί ήμουν σαν τουρίστας. Με την επιστροφή μας μείναμε ενάμιση μήνα σε ξενοδοχείο της οικογένειας και μετακομίσαμε τελικά στο σπίτι στην Εκάλη. Δήλωσα στον σύζυγό μου ότι θα ήταν ωφέλιμο για τα παιδιά να μείνουμε στην Ελλάδα φέτος και πως σε κάθε περίπτωση εγώ έπρεπε και ήθελα να μείνω κοντά στους γονείς μου. Του πρότεινα να το συζητήσουμε ξανά του χρόνου. Εκείνος δεν το δέχεται και γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε φτάσει εδώ. Εγώ προτίθεμαι, αν υπάρχει καλό κλίμα, να πηγαίνουμε με τα παιδιά όλες τις γιορτές. Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Μέχρι στιγμής όμως δεν υπάρχει καλό κλίμα. Στα δύο χρόνια που βρισκόμασταν εκεί, δούλευε στις πέντε το πρωί γιατί έπρεπε να είναι σε επαφή με Ελλάδα. Δυο χρόνια μετά κάνει απλά κάποιες συζητήσεις.
Δεν έχει επαγγελματική υποχρέωση εκεί. Εγώ δεν είμαι σε θέση να εξασφαλίσω κατοικία στα παιδιά μου», ανέφερε στο δικαστήριο η ηθοποιός. Ο ισχυρισμός της ότι ο Παύλος Βαρδινογιάννης εμμένει στην απόφασή του να μετοικήσουν στις ΗΠΑ αν και δεν έχει ουσιαστικές επαγγελματικές υποχρεώσεις, αφού «δυο χρόνια κάνει απλά κάποιες συζητήσεις», είναι προφανώς η βάση της επιχειρηματολογίας μιας συζύγου που «αναγκάζεται» να εγκαταλείψει σπίτι, πατρίδα και συγγενείς χωρίς εμφανή λόγο. Φυσικά η πλευρά του Παύλου Βαρδινογιάννη έχει εντελώς αντίθετη άποψη. Τον τελικό λόγο, όμως, θα έχουν οι δικαστικές αρχές που στο επόμενο τρίμηνο θα αποφανθούν αν ο πατέρας μπορεί ή όχι να πάρει τα τέσσερα παιδιά τους και να μείνει μαζί τους μόνιμα στην Αμερική. Το 2019 θα είναι, όπως λέγεται, η χρονιά για την κύρια δίκη διευθέτησης των οικογενειακών τους ζητημάτων. «Το κλίμα δεν είναι καλό», ανέφερε η σύζυγος, δήλωση που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα να υπάρξουν κάμποσες ακόμα δικαστικές διενέξεις.
Από το όνειρο της Ιατρικής σε εκείνο της μεγάλης ζωής
Υστερα από απουσία δύο χρόνων και αφού είχε γίνει μητέρα στο πρώτο τους παιδί επέστρεψε ως πρωταγωνίστρια στην παράσταση «Εκτο πάτωμα», ένα μιούζικαλ με το οποίο είχε κάνει παλιότερα το θεατρικό της ντεμπούτο κρατώντας έναν μικρό ρόλο και με το οποίο επανήλθε στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» με κάθε τιμή – και με ένα dream team (Σταμάτης Κραουνάκης στη μουσική, Λίνα Νικολακοπούλου στους στίχους, Αννα Παναγιωτοπούλου στη διασκευή). Τέσσερα χρόνια μετά όλα τίθενται επί τάπητος.
Η Τζίνα Αλιμόνου κλείνει ένα κεφάλαιο για να ανοίξει ένα καινούριο, κάτι σύνηθες στη μέχρι σήμερα ζωή μιας γνήσιας συλλέκτριας εμπειριών, μιας γυναίκας-κυνηγού που όταν πετυχαίνει διάνα στον στόχο στρέφει αμέσως αλλού την καραμπίνα για τον επόμενο.
«Σταχτοπούτα δεν υπήρξα ποτέ και σίγουρα δεν μεγάλωσα στις στάχτες. Πέρασα υπέροχα παιδικά και εφηβικά χρόνια στην Καλαμάτα, όπου ζούσα με την οικογένειά μου. Ηταν μια κανονική αστική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος και φρόντιζε να μη λείπει τίποτα σε μένα και τις αδελφές μου». Αυτό δήλωνε στα έντυπα λίγο μετά τον γάμο της με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, σχολιάζοντας τίτλους όπως «Η Σταχτοπούτα που έγινε πριγκίπισσα». Η αλήθεια είναι ότι η Κωνσταντίνα, όπως βαφτίστηκε στις Αμύκλες της Σπάρτης, όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 5 χρόνια της, ήταν το παιδί μιας συνηθισμένης, μικροαστικής εξαμελούς οικογένειας με οριοθετημένα όνειρα που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα έχοντας ως βάση τις γειτονιές της Κυψέλης. Εκεί η Κωνσταντίνα και οι δύο μεγαλύτερες αδερφές της πέρασαν τα μαθητικά τους χρόνια, αφού ο πατέρας τους έκλεισε το μαγαζί ηλεκτρονικών που είχε στη Σπάρτη για να ανοίξει ένα καινούριο με υφάσματα στην Αθήνα.
Η Κωνσταντίνα ήταν ένα κλασικό αγοροκόριτσο που προτιμούσε τη σκληράδα των παιχνιδιών που επιλέγουν τα αγόρια, ένα άγριο, ατίθασο πλάσμα που, ως είθισται με τα αγοροκόριτσα, εξελίχθηκε σε μια μοιραία γυναίκα. Στην εφηβεία η μεταμόρφωσή της θα είναι εντυπωσιακή. Ψιλόλιγνη, με ένα όμορφο πρόσωπο και συγχρόνως καλή μαθήτρια, όπως τουλάχιστον η ίδια ισχυριζόταν σε συνεντεύξεις της και αργότερα σε φιλικές παρέες, προορίζεται από τους γονείς της για σπουδές στην Ιατρική, κατά το κλασικό προκάτ όνειρο μικροαστικών οικογενειών που θέλουν να δουν τα παιδιά τους καθηγητές, δικηγόρους ή γιατρούς.
Λίγο πριν το τέλος των 80ς η Μύκονος ζει μεγάλες δόξες, με όλο το εγχώριο και διεθνές τζετ σετ να κάνει πασαρέλα στα σοκάκια της. Η Κωνσταντίνα φτιάχνει βαλίτσες και πιάνει δουλειά τους καλοκαιρινούς μήνες στο θρυλικό μπαρ «Pierro’s» στα Ματογιάννια, εκεί όπου κάθε βράδυ γίνεται το αδιαχώρητο από ένα ιδιότυπο κράμα ανθρωπότυπων, που περιλάμβανε από εκκεντρικούς gay και ανθρώπους της μόδας μέχρι κοσμοπολίτες, κροίσους και τυχοδιώκτες. Το καλοκαίρι τελειώνει, το «Pierro’s» κλείνει και η Κωνσταντίνα επιστρέφει στην Αθήνα με καινούρια μυαλά. Η περιπέτεια μόλις αρχίζει.
Από τα μπαρ στην πασαρέλα
Στην Αθήνα, το 1989, έχει ήδη ανοίξει το κλαμπ «Faz» στην πλατεία Μαβίλη, ένα από τα πιο in dance club της πόλης που γίνεται πόλος έλξης όλων των ανήσυχων παιδιών της που ντύνονται εκκεντρικά. Στυλίστες, μοντέλα, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και περίεργα τυπάκια της downtown Athens είναι εκεί κάθε βράδυ και «αεροπλανίζονται» χορεύοντας με ηλεκτρονικούς techno ρυθμούς, με το αλκοόλ και κάθε είδους χημικές ουσίες να γίνονται τα καύσιμα μιας μεγάλης νύχτας. Η Κωνσταντίνα δουλεύει εκεί ως μπαργούμαν, ιδιαίτερα δημοφιλής -είναι η αλήθεια- μεταξύ των αρρένων θαμώνων, οι οποίοι ξεροσταλιάζουν στην μπάρα όπου βρίσκεται το πόστο της. Στο «Faz» θα την εντοπίσει ο Νίκος Βόγλης, ιδιοκτήτης πρακτορείου μοντέλων, ο οποίος θα της προτείνει να λάβει μέρος στον διαγωνισμό Top Model of the World για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα και στον αντίστοιχο διεθνή που διοργανώνει το διάσημο πρακτορείο Ford με έπαθλο ένα συμβόλαιο μαζί του.
Σε εκείνον τον διαγωνισμό του 1989, με παρουσιαστές τον αείμνηστο Χρήστο Οικονόμου και τη Ρούλα Κορομηλά, η Κωνσταντίνα, που πλέον συστήνεται ως Τζίνα, περπατά στην πασαρέλα με πρωτοφανή άνεση και θηλυκότητα. Αέρινη, ευθυτενής και σέξι τόσο ώστε να μην αγωνιστεί σε λάθος κατηγορία, κεντρίζει το ενδιαφέρον, ενώ στην ερώτηση του παρουσιαστή πόσο καιρό δουλεύει ως μοντέλο, με πρωτοφανή ειλικρίνεια απαντά: «Ενάμιση μήνα». Σημασία έχει ότι κερδίζει το πρώτο βραβείο και φτιάχνει βαλίτσες για το Λος Αντζελες για να πάρει μέρος στον παγκόσμιο διαγωνισμό, απ’ όπου φεύγει χωρίς τίτλο, καταφέρνοντας ωστόσο να μπει στην τελική πεντάδα. Η ίδια λέει ότι η θέση αυτή τής εξασφάλισε συμβόλαιο 100.000 δολαρίων συν τη δυνατότητα πράσινης κάρτας, αλλά χωρίς καμία εγγύηση για δουλειά. Σε μια άλλη διήγησή της λέει ότι από την Αθήνα έφυγε με 1.000 δολάρια στην τσέπη, χωρίς γνωριμίες και στήριξη. Στις ΗΠΑ θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και πηγαίνει από κάστινγκ σε κάστινγκ προσπαθώντας να ξεχωρίσει μεταξύ εκατοντάδων μοντέλων. Και σαν να μη φτάνουν οι επαγγελματικές δυσκολίες, οι συγκάτοικοι με τις οποίες μοιράζεται το ενοίκιο και τα έξοδα του σπιτιού την εξαπατούν και εξαργυρώνουν δικές της επιταγές.
Με θέα την περίφημη South Beach, όπου βρίσκεται εκείνο το μικρό διαμέρισμα, η Τζίνα εξακολουθεί να κάνει μεγάλα όνειρα. Της είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στην αμερικανική νοοτροπία, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ταξιδεύει συνέχεια από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο. Γενικά πάει όπου υπάρχει δουλειά για να βγάλει τα προς τα ζην. Κάποια στιγμή θα βρεθεί στο Παρίσι, με σκοπό, όπως ισχυρίζεται, να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στην Ecole du Louvre. Αγνωστο αν όντως πήγε – σίγουρα πάντως δεν την τελείωσε ποτέ. Αντιθέτως, στο Παρίσι άρχισε να δουλεύει ως στυλίστρια σε διάφορα σόου, ενώ στην Ελλάδα, όπου έρχεται περιστασιακά, δεν έχει κλείσει κάτι αξιόλογο. Η σκέψη, όμως, να επιστρέψει γίνεται όλο και πιο έντονη, αφού και στο Παρίσι η προοπτική μιας καριέρας με μεγάλες απολαβές δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Θέλει να κάνει comeback στη χώρα της, αλλά χρειάζεται στηρίγματα, τα οποία δεν θα αργήσουν να φανούν.
Οι μοιραίες σχέσεις
Με την επιστροφή στην Ελλάδα η ζωή της Τζίνας θα είναι μια πολύπαθη περιπέτεια μεταξύ σφοδρών σχέσεων, συγκρούσεων και ακραίων -ενίοτε- επαγγελματικών επιλογών, που ναι μεν την έβγαλαν από την αφάνεια αλλά όχι χωρίς κόστος. Το 1997 είναι η χρονιά όπου η Τζίνα πηγαινοέρχεται όλο και συχνότερα στα πάτρια εδάφη. Ψάχνει κάπου να πιαστεί, ψάχνεται γενικώς, αν και η βάση της εξακολουθεί να είναι στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά, ο γνωστός δημοσιογράφος και μετέπειτα βουλευτής Ευβοίας και κυβερνητικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. Σίμος Κεδίκογλου, γιος του τότε βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Βασίλη Κεδίκογλου, ψάχνει παρτενέρ για την ενότητα που είχε στην εκπομπή «Μπράβο» της Ρούλας Κορομηλά. Η φωτογράφος και πρώην μοντέλο Μάρα Δεσύπρη, που γνώριζε αμφότερους, θα κανονίσει ραντεβού σε γνωστό εστιατόριο προκειμένου να συζητήσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας.
Η Τζίνα θα εμφανιστεί απαστράπτουσα στο ραντεβού με τη Μάρα, ενώ ο Κεδίκογλου μόλις τη βλέπει μένει άγαλμα. Εκείνο το βράδυ δεν θα μείνουν για πολλή ώρα μαζί, αλλά θα ανταλλάξουν τηλέφωνα και διευθύνσεις, μια και η Τζίνα σύντομα θα αναχωρούσε πάλι για το Παρίσι. Επρεπε να επιστρέψει επειδή είχε προγραμματισμένες δουλειές ως στυλίστρια. Οπως και να ’χει, το αμέσως επόμενο διάστημα θα αρχίσει μια συνεχής αλληλογραφία μεταξύ εκείνης και του πολιτικού γόνου. Το πρώτο γράμμα που φτάνει στο σπίτι του στο Μαρούσι γράφει στη θέση του παραλήπτη «προς κ. Σίμο Φεθίκογλου». Ενα λάθος που μπορεί να του προκάλεσε γέλια, αλλά από την άλλη του άρεσε, αφού συνηθισμένος μέχρι τότε να κατακτά εύκολα τις γυναίκες όχι μόνο λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης αλλά και του γνωστού ονόματός του, συμπεραίνει ότι η Κωνσταντίνα, όπως εκείνος ήθελε να τη λέει, δείχνει ενδιαφέρον για εκείνον αγνοώντας το οικογενειακό του background. Η αλληλογραφία τους πυκνώνει, όπως και τα τηλέφωνα, μέχρι που σε ένα σύντομο ταξίδι της Τζίνας στην Ελλάδα η σχέση τους ολοκληρώνεται. Ο Σίμος είναι φουλ ερωτευμένος, έχει παθιαστεί μαζί της και τη θέλει δίπλα του συνέχεια. Της προτείνει να τα παρατήσει όλα στο Παρίσι και να έρθει να μείνουν μαζί στη μεζονέτα που νοίκιαζε. Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει η κοινή τους ζωή κάτω από την ίδια στέγη. Πάρτυ, έξοδοι σε κοσμικά στέκια, γνωριμίες με ανθρώπους των εντύπων και της μόδας, συγκεντρώσεις στο σπίτι, αποδράσεις: η Τζίνα αρχίζει να δικτυώνεται μέσα από τον ευρύ κοινωνικό κύκλο που διέθετε ο δημοσιογράφος και η πρώτη της δουλειά ως στυλίστρια θα είναι αρχικά στην IMAKO και μετά στις εκδόσεις Λυμπέρη. Η Τζίνα αρχίζει να στέκεται στα πόδια της, αλλά φυσικά δεν μπορεί να αρκεστεί στον ρόλο μιας απλής στυλίστριας.
Περιμένει να τη γνωρίσει καλύτερα ο χώρος, να κάνει το επώνυμό της γνωστό, το πρόσωπό της αναγνωρίσιμο. Συγχρόνως είναι ένα καθαρόαιμο party animal που παίρνει μόνη της ή με τον Σίμο τα κλαμπ σβάρνα και ξενυχτάει μέχρι το πρωί. Κάποιοι από το περιβάλλον του Κεδίκογλου αρχίζουν δειλά-δειλά να αμφισβητούν την πλήρη αφοσίωσή της στο πρόσωπό του, αφού οι φήμες που τη θέλουν να φλερτάρει και με άλλους άντρες ακόμα και όταν διασκεδάζουν μαζί αρχίζουν να εξαπλώνονται. Μετά από κάποια περιπέτεια της υγείας της, όπου χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση, της κάνει πρόταση γάμου, με τους φίλους του πλέον να σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Προφανώς μέσα του, όπως έλεγαν δικοί του άνθρωποι τότε, ήξερε ότι ήταν λάθος. Ηταν όμως αποφασισμένος να το ζήσει μέχρι τέλους. Ο γάμος τους θα γίνει στο κλαμπ «Πεπόνι» στην παραλιακή, πολύ in το 1999. Το ζευγάρι κάνει την εμφάνισή του υπό τους ήχους του τραγουδιού «Mission Impossible», στίχος που συμπτωματικά είχε τη δική του σημειολογία όχι μόνο για το ζευγάρι αλλά και για τους φίλους του, αφού όλοι έβαζαν στοιχήματα για τη σύντομη διάρκεια του έγγαμου βίου.
Ο πολυέλαιος
Μετά τον γάμο του, το ζευγάρι μετακομίζει σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και σύντομα τα προβλήματα πιάνουν χώρο στη σχέση τους. Η Τζίνα πιέζει τον Σίμο να αποκτήσουν τη δική τους μονοκατοικία, να ζήσουν σε ένα καλύτερο περιβάλλον, πιο πολυτελές. Εκείνος δεν βρίσκει τον λόγο να κάνει τέτοιου είδους ανοίγματα, δεν έχει ανάγκη να αποδείξει σε κάποιον κάτι. Εχει, όμως, η Τζίνα. Παράλληλα η επιμονή της να ασχοληθεί με την ηθοποιία γίνεται καθημερινό βάσανο. Κάνει ιδιαίτερα μαθήματα υποκριτικής με τον γνωστό θεατρικό σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη. Την ίδια εποχή συμβαίνει και ένα ακόμα περιστατικό που αναστατώνει όχι μόνο την οικογενειακή τους ζωή αλλά όλη την Αθήνα. Η σύντομη ταινία με πρωταγωνίστρια την Τζίνα να τρέχει ολόγυμνη στους δρόμους της Αθήνας που διανεμήθηκε μαζί με το περιοδικό «Nitro» το 2000 ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Για τα γυρίσματα εκείνης της ταινίας και τη φωτογράφηση που τη συνόδευε, εκτός από τα εξωτερικά πλάνα, προβλέπονταν και εσωτερικά, οπότε είχε κλειστεί μια σουίτα σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης. Το σενάριο προέβλεπε η Τζίνα να κρεμιέται από έναν πολυέλαιο φορώντας μόνο ένα διάφανο στρινγκ κορμάκι. Για την ιστορία, ο πολυέλαιος δεν άντεξε το βάρος της -παρότι ήταν αδύνατη- και ξεκόλλησε, με αποτέλεσμα στην παραλλαγή του σεναρίου η Τζίνα να στηρίζει τα πόδια της πάνω σε μια ολόγυμνη κοπέλα σκυμμένη στα τέσσερα ενώ η πρωταγωνίστρια κρεμιόταν από τον πουλυλέλαιο με την πλάτη στον φακό. Εγινε χαμός, τα τεύχη του «Nitro» ξεπούλησαν και η Τζίνα έκανε το γκελ που πάντα ήθελε. Το πρόβλημα είναι ότι τα νέα έφτασαν και στον πατέρα του Σίμου, αφού κάποιοι φρόντισαν να του στείλουν την κασέτα, ο οποίος έθεσε στον γιο του τελεσίγραφο. Οπως και να ’χει, η σχέση τους είχε πια τελειώσει. Το ζευγάρι χωρίζει, ο Σίμος για ένα διάστημα δεν είναι καθόλου καλά, ενώ η Τζίνα κάνει κοινές δημόσιες εμφανίσεις με τον μέντορά της και σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη.
Οι άλλοι έρωτες και τα μεγάλα σαλόνια
Ησχέση της με τον Μιχαηλίδη σύντομα θα γίνει ερωτική αλλά θα έχει και επαγγελματική διάσταση, αφού το έργο «Μαρισόλ», το οποίο θα ανεβάσει εκείνος με τον Γιώργο Χρανιώτη, τη Βαλέρια Χριστοδουλίδου και τη Νίκη Σερέτη, προβλέπει ρόλο και για την Τζίνα. Η παράσταση θα πάρει κάκιστες κριτικές, όπως και οι ερμηνευτικές ικανότητες της νεόκοπης ηθοποιού, αλλά εκείνη δεν το βάζει κάτω. Το ζευγάρι ήδη συγκατοικεί στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη στο Παγκράτι, ενώ στις δημόσιες εμφανίσεις τους είναι εμφανής η λατρεία που δείχνει εκείνος στο πρόσωπό της και εκείνη στον μέντορά της. Το ερωτικό παραμύθι τους θα διαρκέσει, όμως, μόλις έναν χρόνο. Μέχρι δηλαδή που σε ένα πάρτυ η μοιραία και πανέμορφη Τζίνα θα γνωρίσει έναν άλλο πολιτικό γόνο και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ επίσης, τον Δημήτρη Κουτσόγιωργα. Ο Μιχαηλίδης γίνεται παρελθόν και η Τζίνα αρχίζει νέες κοινές δημόσιες εμφανίσεις με τον νέο της αγαπημένο. Ενα βράδυ το ζεύγος Αλιμόνου – Κουτσόγιωργας εμφανίζεται στο γνωστό μπαρ-εστιατόριο «Balthazar», στο κέντρο της Αθήνας.
Μόνο που το ίδιο βράδυ την ίδια επιλογή κάνει και ο Πέρης Μιχαηλίδης. Ο καβγάς ήταν ζήτημα χρόνου, ένα ακόμα δυσοίωνο σημάδι ότι και αυτή η σχέση θα είχε σύντομη ημερομηνία λήξης. Οπερ και εγένετο. Στο μεταξύ η Τζίνα είχε πάρει και τους πρώτους τηλεοπτικούς ρόλους της, όπως στο σίριαλ «Το κλειδί» με τον Πέτρο Φιλιππίδη. Το 2002, όμως, θα έρθει η καλή ευκαιρία. Ηταν τότε που το συγγραφικό δίδυμο Ρήγας – Αποστόλου ετοιμάζει τους «Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη» και ψάχνει κάποια για να πάρει τον ρόλο μιας Ιταλίδας καλλονής τροφίμου των φυλακών. Οι βασικοί ρόλοι έχουν ήδη διανεμηθεί σε ένα δυνατό καστ που περιλαμβάνει τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, τον Νίκο Σεργιανόπουλο και τη Χρυσούλα Διαβάτη. Η Τζίνα περνάει από κάστινγκ και ο Αλέξανδρος Ρήγας της δίνει τον ρόλο, αν και ο Δημήτρης Αποστόλου είναι εντελώς αντίθετος. Για κάποιον λόγο την αντιπαθεί αμέσως, αλλά αναγκάζεται και υποκύψει στην επιμονή του συνεργάτη του. Μέχρι που σε μια κοινή τους φωτογράφηση για τις ανάγκες promotion του σίριαλ, η αντιπάθεια θα γίνει συμπάθεια, μετά φιλία και γρήγορα μια σχέση πάθους. Η σχέση θα διαρκέσει τρία χρόνια, με πολλούς από τον χώρο να προεξοφλούν ότι σύντομα η Τζίνα θα αναλάβει και χρέη πρωταγωνίστριας. Η αλήθεια είναι ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο σίριαλ «Το παιχνίδι της συγνώμης» μαζί με τον Πασχάλη Τσαρούχα θα προκύψει χωρίς τη μεσολάβηση του Αποστόλου.
Οι καυτές ερωτικές σκηνές στο σίριαλ κάνουν το όνομά της να συζητηθεί και σύντομα θα προκύψουν και άλλοι ρόλοι («Φιλοδοξίες», «Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα», «Μαρία η Ασχημη»). Στο μεταξύ ο Αποστόλου, το 2005, έχει αγοράσει ένα διαμέρισμα στο Μετς με σκοπό να ζήσουν εκεί ως παντρεμένοι και με τη βούλα του παπά πια, αφού ο γάμος τους προγραμματίζεται για εκείνο το καλοκαίρι. Εχουν μάλιστα στείλει και προσκλήσεις. Ενα βράδυ η Τζίνα θέλει να πάει σε ένα κάλεσμα στον «Αστέρα», αλλά ο Αποστόλου θέλει να μείνει σπίτι. Εκείνη επιμένει να πάει έστω και μόνη της, τσακώνονται για άλλη μια φορά για τον ίδιο λόγο, αφού κάθε φορά που εκείνος δεν ήθελε να τρέχει σε κάποιο από τα απανταχού πάρτυ της πόλης η Τζίνα προτιμούσε αντί να μείνει μαζί του, να πηγαίνει μόνη της. Εκείνο το βράδυ αλλάζει τελικά και τη ζωή της, αφού γνωρίζει μέσω κοινών γνωστών τον Παύλο Βαρδινογιάννη. Ανταλλάσσουν τηλέφωνα και κανονίζουν να συναντηθούν. Λίγο αργότερα θα φύγει οριστικά από το σπίτι στο Μετς, χωρίς να αφήσει ίχνος της παρουσίας της.
Ο Αποστόλου σοκάρεται, ενώ στις αρχές Αυγούστου της ίδιας χρονιάς η Τζίνα κάνει τα αποκαλυπτήρια του χωρισμού μαζί του και της νέας σχέσης της με τον επιχειρηματία. Και από το διαμέρισμα της Κυψέλης, όπου έμεινε για λίγο μετά την άρον άρον αποχώρηση από το Μετς, σύντομα θα βρεθεί στο τεράστιο διαμέρισμα του Παύλου Βαρδινογιάννη στη Βασιλέως Γεωργίου. Είναι το ίδιο καλοκαίρι που στο καθιερωμένο πάρτυ του νυν συντρόφου της στο «Nammos», στην Ψαρού, θα λάμψει με την παρουσία της. Μόνο που κάποιος επίμονος θαυμαστής της, αγνοώντας τη σχέση της με τον επιχειρηματία, την πολιορκεί ενοχλητικά. Τόσο που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δημιουργείται συμπλοκή και μετά την παρέμβαση των ανθρώπων ασφαλείας του Βαρδινογιάννη ο θαυμαστής απομακρύνεται με συνοπτικές διαδικασίες. Το ζευγάρι θα κάνει στη συνέχεια διακοπές με το σκάφος του επιχειρηματία στην Ελούντα και όλοι περιμένουν να δουν την κατάληξη και αυτής της σχέσης. Σε αυτό το διάστημα ο Παύλος Βαρδινογιάννης βρίσκεται σε διάσταση με την πρώτη του σύζυγο Κρίστεν, με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Στο μεταξύ η Τζίνα, βγάζοντας το προφίλ μιας ανεξάρτητης γυναίκας που εξακολουθεί να δουλεύει αν και είναι σύντροφος ενός ισχυρού άντρα, κάνει πρόβες για τον ρόλο της στην παράσταση «Μπλε δωμάτιο» με τον Γιώργο Κιμούλη.
Ο μυθικός γάμος
Οταν πλέον ο επιχειρηματίας έχει το χαρτί του διαζυγίου στο κλασέρ του, ο γάμος με την Τζίνα ανακοινώνεται για το καλοκαίρι του 2006. Η νύφη με πιασμένα τα μαλλιά κότσο και νυφικό των Ελλήνων σχεδιαστών Deux Hommes είναι η τέλεια εικόνα για μια γυναίκα που σύντομα θα αποκτήσει το επώνυμο Βαρδινογιάννη. Το γαμήλιο πάρτυ στο «Island» θα γίνει το κοσμικό θέμα του καλοκαιριού, ενώ ήδη κάποιοι άσπονδοι φίλοι από τα παλιά προεξοφλούν τη σύντομη λήξη του γάμου.
Παρεμπιπτόντως το ζευγάρι εξακολουθεί το πρώτο διάστημα να μένει στο διαμέρισμα της Βασιλέως Γεωργίου κάνοντας κάθε Χριστούγεννα ένα μεγάλο πάρτυ απ’ όπου παρελαύνει όλη η καλή Αθήνα. Μια συνήθεια που κράτησε για χρόνια, ενώ οι δυο τους εμφανίζονταν συχνά σε κοσμικά στέκια και κλαμπ, κάτι που, όπως λένε, απολάμβαναν αμφότεροι. Φυσικά ο τρόπος ζωής της δεν μπορεί να είναι ίδιος με πριν. Δεν είναι πια η Τζίνα Αλιμόνου, αλλά μία κυρία Βαρδινογιάννη και ως τέτοια δεν μπορεί να εμφανίζεται μόνη τα ξημερώματα να χορεύει και να πίνει στα κλαμπ, ούτε να βγαίνει για shopping με τις φίλες της χωρίς συνοδεία. Η Τζίνα εκπαιδεύεται στον νέο τρόπο ζωής της και οι τόνοι έχουν σαφώς πέσει. Με τη γέννηση της πρώτης κόρης τους, της Ανδριάννας, το 2009, το ζευγάρι μένει στο σπίτι της Εκάλης και η Τζίνα δείχνει αφοσιωμένη στον ρόλο της μητέρας. Απέχει από τηλεοπτικές αλλά και κοσμικές εμφανίσεις, ενώ το 2013 αποκτά τρίδυμα. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2015 -και ενώ η οικογένεια έχει ήδη μετοικήσει στο Κονέκτικατ-, θα γίνουν τα βαφτίσια τους στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη σε στενό οικογενειακό κύκλο παρουσία συγγενών και φίλων.
Νονοί των παιδιών είναι ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, η Ολγα Κεφαλογιάννη και η σχεδιάστρια κοσμημάτων Πολίνα Σαπουνά-Ελλις, ενώ τα ονόματα που έδωσαν στα παιδιά είναι Σταύρος, Αέλια και Αμαλία. Η Τζίνα από τη μία μοιάζει ευτυχισμένη που είναι στα πάτρια εδάφη, αλλά ταυτόχρονα δείχνει κάπως συννεφιασμένη. Το ζευγάρι θα κάνει διακοπές στην Ελλάδα, αλλά σύντομα θα πρέπει να επιστρέψει οικογενειακώς στο Κονέκτικατ. Και επιστρέφει. Το καλοκαίρι που μας πέρασε είναι η ώρα των διακοπών στην Ελλάδα. Η Τζίνα μαζί με τις νταντάδες και τα τέσσερα παιδιά κάνει ολιγοήμερες διακοπές στη Μύκονο και ο φακός την καταγράφει να μπαινοβγάζει τα νήπια στη θάλασσα, ως ώριμη μητέρα πια. Εχει όμως πάρει την απόφαση να μην επιστρέψει στο Κονέκτικατ. Ξέρει πολύ καλά ότι την περιμένουν φουρτούνες, αλλά ο κύβος έχει ριφθεί.
Αλλωστε μέχρι σήμερα έχει αποδείξει ότι δεν ανήκει στις γυναίκες του μέσου όρου, αλλά σε εκείνες που γράφουν μόνες τους την ιστορία και ας στηρίζονται ενίοτε σε άλλες, συνήθως γερές, πλάτες. «Για την καριέρα μου δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω τίποτα παραπάνω απ’ όσα θέλω», έχει πει. Οντως η Τζίνα δεν κάνει τίποτα παραπάνω απ’ όσα θέλει, απλώς θέλει πολλά και είναι αποφασισμένη να τα πάρει.
Πηγή
Tromaktiko
Η αλήθεια είναι ότι οι φήμες για τη ρήξη στον γάμο του με την Τζίνα Αλιμόνου, την πάλαι ποτέ καλλονή των εξωφύλλων στα τέλη των 90ς, έχουν ήδη εξαπλωθεί στα κοσμικά σαλόνια και αλώνια, οπότε όλοι ψάχνουν έστω και επιφανειακά σημάδια για να τις επιβεβαιώσουν. Η εκδίκαση πριν από λίγες μέρες των ασφαλιστικών μέτρων του επιχειρηματία εναντίον της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό σημάδι.
Για την ακρίβεια, ήταν η αρχή μιας από κάθε άποψη επώδυνης όσο και περίπλοκης διαδικασίας λύσης του γάμου ενός ζευγαριού αφενός με τέσσερα παιδιά και αφετέρου με δεκάδες άλλες παραμέτρους οικονομικής και κοινωνικής φύσης – δεδομένης της βαρύτητας ενός ονόματος όπως το Βαρδινογιάννης. Στους κόλπους δηλαδή μιας πανίσχυρης οικογένειας-δυναστείας όπου η λέξη «διαζύγιο» δεν είναι καθόλου εύηχη.
Η μετακόμιση και η αντιδικία
Μόνο που κάποιες φορές ξεστομίζονται αν όχι αυθόρμητα, τουλάχιστον αναγκαστικά και αυτό φαίνεται ότι συνέβη στην περίπτωση του Παύλου και της Τζίνας, ενός κατά τα άλλα αγαπητού στους επιχειρηματικούς και κοσμικούς κύκλους ζευγαριού – ή έστω όλα έτσι έδειχναν την εποχή που τα μέλια κυλούσαν ποτάμι. Μόνο που μέχρι να φτάσει το ποτάμι στο Κονέκτικατ στέρεψε από μέλια και γέμισε από βρύα. Η απόφαση του επιχειρηματία να μετακομίσουν οικογενειακώς στην Πολιτεία των ΗΠΑ προ δύο περίπου ετών λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ήταν η αρχή ενός προδιαγεγραμμένου -για κάποιους- τέλους. Τότε που φέρεται να ξεκίνησαν οι προστριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, αφού το κλίμα στο Κονέκτικατ δεν ταίριαζε καθόλου στην ιδιοσυγκρασία της κοινωνικής ηθοποιού η οποία ένιωθε να μαραζώνει μακριά από συγγενείς και φίλους αγναντεύοντας μόνη τον Ατλαντικό από το διαμέρισμα του συζύγου της. Με την επιστροφή της οικογένειας στην Ελλάδα τον περασμένο Ιούλιο, ακόμα και οι πυρακτωμένες κεντρικές οδοί πέριξ της Ομόνοιας φάνταζαν στα μάτια της απείρως πιο υποσχόμενες από τις φαρδιές λεωφόρους του Κονέκτικατ και η νοσταλγία της πατρίδας δυσβάσταχτη για να αντέξει έναν ακόμα στο εγγύς μέλλον αποχωρισμό.
Στο Μονομελές Πρωτοδικείο, όπου εκείνη έδωσε το «παρών» φορώντας μεγάλα μαύρα γυαλιά συνοδεία δικηγορικού team, με τον σύζυγό της να εκπροσωπείται λόγω απουσίας του στο εξωτερικό από τους δικηγόρους του, η Τζίνα Αλιμόνου ενώπιον της έδρας εξιστόρησε το χρονικό της μεταξύ τους ρήξης που κατέληξε σε αντιδικία λόγω της άρνησής της να μείνει μόνιμα στην Αμερική με τα παιδιά τους: «Τον Ιούλιο επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Εγώ έπρεπε έτσι κι αλλιώς, αφού εκεί ήμουν σαν τουρίστας. Με την επιστροφή μας μείναμε ενάμιση μήνα σε ξενοδοχείο της οικογένειας και μετακομίσαμε τελικά στο σπίτι στην Εκάλη. Δήλωσα στον σύζυγό μου ότι θα ήταν ωφέλιμο για τα παιδιά να μείνουμε στην Ελλάδα φέτος και πως σε κάθε περίπτωση εγώ έπρεπε και ήθελα να μείνω κοντά στους γονείς μου. Του πρότεινα να το συζητήσουμε ξανά του χρόνου. Εκείνος δεν το δέχεται και γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε φτάσει εδώ. Εγώ προτίθεμαι, αν υπάρχει καλό κλίμα, να πηγαίνουμε με τα παιδιά όλες τις γιορτές. Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Μέχρι στιγμής όμως δεν υπάρχει καλό κλίμα. Στα δύο χρόνια που βρισκόμασταν εκεί, δούλευε στις πέντε το πρωί γιατί έπρεπε να είναι σε επαφή με Ελλάδα. Δυο χρόνια μετά κάνει απλά κάποιες συζητήσεις.
Δεν έχει επαγγελματική υποχρέωση εκεί. Εγώ δεν είμαι σε θέση να εξασφαλίσω κατοικία στα παιδιά μου», ανέφερε στο δικαστήριο η ηθοποιός. Ο ισχυρισμός της ότι ο Παύλος Βαρδινογιάννης εμμένει στην απόφασή του να μετοικήσουν στις ΗΠΑ αν και δεν έχει ουσιαστικές επαγγελματικές υποχρεώσεις, αφού «δυο χρόνια κάνει απλά κάποιες συζητήσεις», είναι προφανώς η βάση της επιχειρηματολογίας μιας συζύγου που «αναγκάζεται» να εγκαταλείψει σπίτι, πατρίδα και συγγενείς χωρίς εμφανή λόγο. Φυσικά η πλευρά του Παύλου Βαρδινογιάννη έχει εντελώς αντίθετη άποψη. Τον τελικό λόγο, όμως, θα έχουν οι δικαστικές αρχές που στο επόμενο τρίμηνο θα αποφανθούν αν ο πατέρας μπορεί ή όχι να πάρει τα τέσσερα παιδιά τους και να μείνει μαζί τους μόνιμα στην Αμερική. Το 2019 θα είναι, όπως λέγεται, η χρονιά για την κύρια δίκη διευθέτησης των οικογενειακών τους ζητημάτων. «Το κλίμα δεν είναι καλό», ανέφερε η σύζυγος, δήλωση που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα να υπάρξουν κάμποσες ακόμα δικαστικές διενέξεις.
Από το όνειρο της Ιατρικής σε εκείνο της μεγάλης ζωής
Υστερα από απουσία δύο χρόνων και αφού είχε γίνει μητέρα στο πρώτο τους παιδί επέστρεψε ως πρωταγωνίστρια στην παράσταση «Εκτο πάτωμα», ένα μιούζικαλ με το οποίο είχε κάνει παλιότερα το θεατρικό της ντεμπούτο κρατώντας έναν μικρό ρόλο και με το οποίο επανήλθε στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» με κάθε τιμή – και με ένα dream team (Σταμάτης Κραουνάκης στη μουσική, Λίνα Νικολακοπούλου στους στίχους, Αννα Παναγιωτοπούλου στη διασκευή). Τέσσερα χρόνια μετά όλα τίθενται επί τάπητος.
Η Τζίνα Αλιμόνου κλείνει ένα κεφάλαιο για να ανοίξει ένα καινούριο, κάτι σύνηθες στη μέχρι σήμερα ζωή μιας γνήσιας συλλέκτριας εμπειριών, μιας γυναίκας-κυνηγού που όταν πετυχαίνει διάνα στον στόχο στρέφει αμέσως αλλού την καραμπίνα για τον επόμενο.
«Σταχτοπούτα δεν υπήρξα ποτέ και σίγουρα δεν μεγάλωσα στις στάχτες. Πέρασα υπέροχα παιδικά και εφηβικά χρόνια στην Καλαμάτα, όπου ζούσα με την οικογένειά μου. Ηταν μια κανονική αστική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος και φρόντιζε να μη λείπει τίποτα σε μένα και τις αδελφές μου». Αυτό δήλωνε στα έντυπα λίγο μετά τον γάμο της με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, σχολιάζοντας τίτλους όπως «Η Σταχτοπούτα που έγινε πριγκίπισσα». Η αλήθεια είναι ότι η Κωνσταντίνα, όπως βαφτίστηκε στις Αμύκλες της Σπάρτης, όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 5 χρόνια της, ήταν το παιδί μιας συνηθισμένης, μικροαστικής εξαμελούς οικογένειας με οριοθετημένα όνειρα που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα έχοντας ως βάση τις γειτονιές της Κυψέλης. Εκεί η Κωνσταντίνα και οι δύο μεγαλύτερες αδερφές της πέρασαν τα μαθητικά τους χρόνια, αφού ο πατέρας τους έκλεισε το μαγαζί ηλεκτρονικών που είχε στη Σπάρτη για να ανοίξει ένα καινούριο με υφάσματα στην Αθήνα.
Η Κωνσταντίνα ήταν ένα κλασικό αγοροκόριτσο που προτιμούσε τη σκληράδα των παιχνιδιών που επιλέγουν τα αγόρια, ένα άγριο, ατίθασο πλάσμα που, ως είθισται με τα αγοροκόριτσα, εξελίχθηκε σε μια μοιραία γυναίκα. Στην εφηβεία η μεταμόρφωσή της θα είναι εντυπωσιακή. Ψιλόλιγνη, με ένα όμορφο πρόσωπο και συγχρόνως καλή μαθήτρια, όπως τουλάχιστον η ίδια ισχυριζόταν σε συνεντεύξεις της και αργότερα σε φιλικές παρέες, προορίζεται από τους γονείς της για σπουδές στην Ιατρική, κατά το κλασικό προκάτ όνειρο μικροαστικών οικογενειών που θέλουν να δουν τα παιδιά τους καθηγητές, δικηγόρους ή γιατρούς.
Λίγο πριν το τέλος των 80ς η Μύκονος ζει μεγάλες δόξες, με όλο το εγχώριο και διεθνές τζετ σετ να κάνει πασαρέλα στα σοκάκια της. Η Κωνσταντίνα φτιάχνει βαλίτσες και πιάνει δουλειά τους καλοκαιρινούς μήνες στο θρυλικό μπαρ «Pierro’s» στα Ματογιάννια, εκεί όπου κάθε βράδυ γίνεται το αδιαχώρητο από ένα ιδιότυπο κράμα ανθρωπότυπων, που περιλάμβανε από εκκεντρικούς gay και ανθρώπους της μόδας μέχρι κοσμοπολίτες, κροίσους και τυχοδιώκτες. Το καλοκαίρι τελειώνει, το «Pierro’s» κλείνει και η Κωνσταντίνα επιστρέφει στην Αθήνα με καινούρια μυαλά. Η περιπέτεια μόλις αρχίζει.
Από τα μπαρ στην πασαρέλα
Στην Αθήνα, το 1989, έχει ήδη ανοίξει το κλαμπ «Faz» στην πλατεία Μαβίλη, ένα από τα πιο in dance club της πόλης που γίνεται πόλος έλξης όλων των ανήσυχων παιδιών της που ντύνονται εκκεντρικά. Στυλίστες, μοντέλα, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και περίεργα τυπάκια της downtown Athens είναι εκεί κάθε βράδυ και «αεροπλανίζονται» χορεύοντας με ηλεκτρονικούς techno ρυθμούς, με το αλκοόλ και κάθε είδους χημικές ουσίες να γίνονται τα καύσιμα μιας μεγάλης νύχτας. Η Κωνσταντίνα δουλεύει εκεί ως μπαργούμαν, ιδιαίτερα δημοφιλής -είναι η αλήθεια- μεταξύ των αρρένων θαμώνων, οι οποίοι ξεροσταλιάζουν στην μπάρα όπου βρίσκεται το πόστο της. Στο «Faz» θα την εντοπίσει ο Νίκος Βόγλης, ιδιοκτήτης πρακτορείου μοντέλων, ο οποίος θα της προτείνει να λάβει μέρος στον διαγωνισμό Top Model of the World για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα και στον αντίστοιχο διεθνή που διοργανώνει το διάσημο πρακτορείο Ford με έπαθλο ένα συμβόλαιο μαζί του.
Σε εκείνον τον διαγωνισμό του 1989, με παρουσιαστές τον αείμνηστο Χρήστο Οικονόμου και τη Ρούλα Κορομηλά, η Κωνσταντίνα, που πλέον συστήνεται ως Τζίνα, περπατά στην πασαρέλα με πρωτοφανή άνεση και θηλυκότητα. Αέρινη, ευθυτενής και σέξι τόσο ώστε να μην αγωνιστεί σε λάθος κατηγορία, κεντρίζει το ενδιαφέρον, ενώ στην ερώτηση του παρουσιαστή πόσο καιρό δουλεύει ως μοντέλο, με πρωτοφανή ειλικρίνεια απαντά: «Ενάμιση μήνα». Σημασία έχει ότι κερδίζει το πρώτο βραβείο και φτιάχνει βαλίτσες για το Λος Αντζελες για να πάρει μέρος στον παγκόσμιο διαγωνισμό, απ’ όπου φεύγει χωρίς τίτλο, καταφέρνοντας ωστόσο να μπει στην τελική πεντάδα. Η ίδια λέει ότι η θέση αυτή τής εξασφάλισε συμβόλαιο 100.000 δολαρίων συν τη δυνατότητα πράσινης κάρτας, αλλά χωρίς καμία εγγύηση για δουλειά. Σε μια άλλη διήγησή της λέει ότι από την Αθήνα έφυγε με 1.000 δολάρια στην τσέπη, χωρίς γνωριμίες και στήριξη. Στις ΗΠΑ θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και πηγαίνει από κάστινγκ σε κάστινγκ προσπαθώντας να ξεχωρίσει μεταξύ εκατοντάδων μοντέλων. Και σαν να μη φτάνουν οι επαγγελματικές δυσκολίες, οι συγκάτοικοι με τις οποίες μοιράζεται το ενοίκιο και τα έξοδα του σπιτιού την εξαπατούν και εξαργυρώνουν δικές της επιταγές.
Με θέα την περίφημη South Beach, όπου βρίσκεται εκείνο το μικρό διαμέρισμα, η Τζίνα εξακολουθεί να κάνει μεγάλα όνειρα. Της είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στην αμερικανική νοοτροπία, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ταξιδεύει συνέχεια από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο. Γενικά πάει όπου υπάρχει δουλειά για να βγάλει τα προς τα ζην. Κάποια στιγμή θα βρεθεί στο Παρίσι, με σκοπό, όπως ισχυρίζεται, να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στην Ecole du Louvre. Αγνωστο αν όντως πήγε – σίγουρα πάντως δεν την τελείωσε ποτέ. Αντιθέτως, στο Παρίσι άρχισε να δουλεύει ως στυλίστρια σε διάφορα σόου, ενώ στην Ελλάδα, όπου έρχεται περιστασιακά, δεν έχει κλείσει κάτι αξιόλογο. Η σκέψη, όμως, να επιστρέψει γίνεται όλο και πιο έντονη, αφού και στο Παρίσι η προοπτική μιας καριέρας με μεγάλες απολαβές δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Θέλει να κάνει comeback στη χώρα της, αλλά χρειάζεται στηρίγματα, τα οποία δεν θα αργήσουν να φανούν.
Οι μοιραίες σχέσεις
Με την επιστροφή στην Ελλάδα η ζωή της Τζίνας θα είναι μια πολύπαθη περιπέτεια μεταξύ σφοδρών σχέσεων, συγκρούσεων και ακραίων -ενίοτε- επαγγελματικών επιλογών, που ναι μεν την έβγαλαν από την αφάνεια αλλά όχι χωρίς κόστος. Το 1997 είναι η χρονιά όπου η Τζίνα πηγαινοέρχεται όλο και συχνότερα στα πάτρια εδάφη. Ψάχνει κάπου να πιαστεί, ψάχνεται γενικώς, αν και η βάση της εξακολουθεί να είναι στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά, ο γνωστός δημοσιογράφος και μετέπειτα βουλευτής Ευβοίας και κυβερνητικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. Σίμος Κεδίκογλου, γιος του τότε βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Βασίλη Κεδίκογλου, ψάχνει παρτενέρ για την ενότητα που είχε στην εκπομπή «Μπράβο» της Ρούλας Κορομηλά. Η φωτογράφος και πρώην μοντέλο Μάρα Δεσύπρη, που γνώριζε αμφότερους, θα κανονίσει ραντεβού σε γνωστό εστιατόριο προκειμένου να συζητήσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας.
Η Τζίνα θα εμφανιστεί απαστράπτουσα στο ραντεβού με τη Μάρα, ενώ ο Κεδίκογλου μόλις τη βλέπει μένει άγαλμα. Εκείνο το βράδυ δεν θα μείνουν για πολλή ώρα μαζί, αλλά θα ανταλλάξουν τηλέφωνα και διευθύνσεις, μια και η Τζίνα σύντομα θα αναχωρούσε πάλι για το Παρίσι. Επρεπε να επιστρέψει επειδή είχε προγραμματισμένες δουλειές ως στυλίστρια. Οπως και να ’χει, το αμέσως επόμενο διάστημα θα αρχίσει μια συνεχής αλληλογραφία μεταξύ εκείνης και του πολιτικού γόνου. Το πρώτο γράμμα που φτάνει στο σπίτι του στο Μαρούσι γράφει στη θέση του παραλήπτη «προς κ. Σίμο Φεθίκογλου». Ενα λάθος που μπορεί να του προκάλεσε γέλια, αλλά από την άλλη του άρεσε, αφού συνηθισμένος μέχρι τότε να κατακτά εύκολα τις γυναίκες όχι μόνο λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης αλλά και του γνωστού ονόματός του, συμπεραίνει ότι η Κωνσταντίνα, όπως εκείνος ήθελε να τη λέει, δείχνει ενδιαφέρον για εκείνον αγνοώντας το οικογενειακό του background. Η αλληλογραφία τους πυκνώνει, όπως και τα τηλέφωνα, μέχρι που σε ένα σύντομο ταξίδι της Τζίνας στην Ελλάδα η σχέση τους ολοκληρώνεται. Ο Σίμος είναι φουλ ερωτευμένος, έχει παθιαστεί μαζί της και τη θέλει δίπλα του συνέχεια. Της προτείνει να τα παρατήσει όλα στο Παρίσι και να έρθει να μείνουν μαζί στη μεζονέτα που νοίκιαζε. Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει η κοινή τους ζωή κάτω από την ίδια στέγη. Πάρτυ, έξοδοι σε κοσμικά στέκια, γνωριμίες με ανθρώπους των εντύπων και της μόδας, συγκεντρώσεις στο σπίτι, αποδράσεις: η Τζίνα αρχίζει να δικτυώνεται μέσα από τον ευρύ κοινωνικό κύκλο που διέθετε ο δημοσιογράφος και η πρώτη της δουλειά ως στυλίστρια θα είναι αρχικά στην IMAKO και μετά στις εκδόσεις Λυμπέρη. Η Τζίνα αρχίζει να στέκεται στα πόδια της, αλλά φυσικά δεν μπορεί να αρκεστεί στον ρόλο μιας απλής στυλίστριας.
Περιμένει να τη γνωρίσει καλύτερα ο χώρος, να κάνει το επώνυμό της γνωστό, το πρόσωπό της αναγνωρίσιμο. Συγχρόνως είναι ένα καθαρόαιμο party animal που παίρνει μόνη της ή με τον Σίμο τα κλαμπ σβάρνα και ξενυχτάει μέχρι το πρωί. Κάποιοι από το περιβάλλον του Κεδίκογλου αρχίζουν δειλά-δειλά να αμφισβητούν την πλήρη αφοσίωσή της στο πρόσωπό του, αφού οι φήμες που τη θέλουν να φλερτάρει και με άλλους άντρες ακόμα και όταν διασκεδάζουν μαζί αρχίζουν να εξαπλώνονται. Μετά από κάποια περιπέτεια της υγείας της, όπου χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση, της κάνει πρόταση γάμου, με τους φίλους του πλέον να σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Προφανώς μέσα του, όπως έλεγαν δικοί του άνθρωποι τότε, ήξερε ότι ήταν λάθος. Ηταν όμως αποφασισμένος να το ζήσει μέχρι τέλους. Ο γάμος τους θα γίνει στο κλαμπ «Πεπόνι» στην παραλιακή, πολύ in το 1999. Το ζευγάρι κάνει την εμφάνισή του υπό τους ήχους του τραγουδιού «Mission Impossible», στίχος που συμπτωματικά είχε τη δική του σημειολογία όχι μόνο για το ζευγάρι αλλά και για τους φίλους του, αφού όλοι έβαζαν στοιχήματα για τη σύντομη διάρκεια του έγγαμου βίου.
Ο πολυέλαιος
Μετά τον γάμο του, το ζευγάρι μετακομίζει σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και σύντομα τα προβλήματα πιάνουν χώρο στη σχέση τους. Η Τζίνα πιέζει τον Σίμο να αποκτήσουν τη δική τους μονοκατοικία, να ζήσουν σε ένα καλύτερο περιβάλλον, πιο πολυτελές. Εκείνος δεν βρίσκει τον λόγο να κάνει τέτοιου είδους ανοίγματα, δεν έχει ανάγκη να αποδείξει σε κάποιον κάτι. Εχει, όμως, η Τζίνα. Παράλληλα η επιμονή της να ασχοληθεί με την ηθοποιία γίνεται καθημερινό βάσανο. Κάνει ιδιαίτερα μαθήματα υποκριτικής με τον γνωστό θεατρικό σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη. Την ίδια εποχή συμβαίνει και ένα ακόμα περιστατικό που αναστατώνει όχι μόνο την οικογενειακή τους ζωή αλλά όλη την Αθήνα. Η σύντομη ταινία με πρωταγωνίστρια την Τζίνα να τρέχει ολόγυμνη στους δρόμους της Αθήνας που διανεμήθηκε μαζί με το περιοδικό «Nitro» το 2000 ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Για τα γυρίσματα εκείνης της ταινίας και τη φωτογράφηση που τη συνόδευε, εκτός από τα εξωτερικά πλάνα, προβλέπονταν και εσωτερικά, οπότε είχε κλειστεί μια σουίτα σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης. Το σενάριο προέβλεπε η Τζίνα να κρεμιέται από έναν πολυέλαιο φορώντας μόνο ένα διάφανο στρινγκ κορμάκι. Για την ιστορία, ο πολυέλαιος δεν άντεξε το βάρος της -παρότι ήταν αδύνατη- και ξεκόλλησε, με αποτέλεσμα στην παραλλαγή του σεναρίου η Τζίνα να στηρίζει τα πόδια της πάνω σε μια ολόγυμνη κοπέλα σκυμμένη στα τέσσερα ενώ η πρωταγωνίστρια κρεμιόταν από τον πουλυλέλαιο με την πλάτη στον φακό. Εγινε χαμός, τα τεύχη του «Nitro» ξεπούλησαν και η Τζίνα έκανε το γκελ που πάντα ήθελε. Το πρόβλημα είναι ότι τα νέα έφτασαν και στον πατέρα του Σίμου, αφού κάποιοι φρόντισαν να του στείλουν την κασέτα, ο οποίος έθεσε στον γιο του τελεσίγραφο. Οπως και να ’χει, η σχέση τους είχε πια τελειώσει. Το ζευγάρι χωρίζει, ο Σίμος για ένα διάστημα δεν είναι καθόλου καλά, ενώ η Τζίνα κάνει κοινές δημόσιες εμφανίσεις με τον μέντορά της και σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη.
Οι άλλοι έρωτες και τα μεγάλα σαλόνια
Ησχέση της με τον Μιχαηλίδη σύντομα θα γίνει ερωτική αλλά θα έχει και επαγγελματική διάσταση, αφού το έργο «Μαρισόλ», το οποίο θα ανεβάσει εκείνος με τον Γιώργο Χρανιώτη, τη Βαλέρια Χριστοδουλίδου και τη Νίκη Σερέτη, προβλέπει ρόλο και για την Τζίνα. Η παράσταση θα πάρει κάκιστες κριτικές, όπως και οι ερμηνευτικές ικανότητες της νεόκοπης ηθοποιού, αλλά εκείνη δεν το βάζει κάτω. Το ζευγάρι ήδη συγκατοικεί στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη στο Παγκράτι, ενώ στις δημόσιες εμφανίσεις τους είναι εμφανής η λατρεία που δείχνει εκείνος στο πρόσωπό της και εκείνη στον μέντορά της. Το ερωτικό παραμύθι τους θα διαρκέσει, όμως, μόλις έναν χρόνο. Μέχρι δηλαδή που σε ένα πάρτυ η μοιραία και πανέμορφη Τζίνα θα γνωρίσει έναν άλλο πολιτικό γόνο και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ επίσης, τον Δημήτρη Κουτσόγιωργα. Ο Μιχαηλίδης γίνεται παρελθόν και η Τζίνα αρχίζει νέες κοινές δημόσιες εμφανίσεις με τον νέο της αγαπημένο. Ενα βράδυ το ζεύγος Αλιμόνου – Κουτσόγιωργας εμφανίζεται στο γνωστό μπαρ-εστιατόριο «Balthazar», στο κέντρο της Αθήνας.
Μόνο που το ίδιο βράδυ την ίδια επιλογή κάνει και ο Πέρης Μιχαηλίδης. Ο καβγάς ήταν ζήτημα χρόνου, ένα ακόμα δυσοίωνο σημάδι ότι και αυτή η σχέση θα είχε σύντομη ημερομηνία λήξης. Οπερ και εγένετο. Στο μεταξύ η Τζίνα είχε πάρει και τους πρώτους τηλεοπτικούς ρόλους της, όπως στο σίριαλ «Το κλειδί» με τον Πέτρο Φιλιππίδη. Το 2002, όμως, θα έρθει η καλή ευκαιρία. Ηταν τότε που το συγγραφικό δίδυμο Ρήγας – Αποστόλου ετοιμάζει τους «Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη» και ψάχνει κάποια για να πάρει τον ρόλο μιας Ιταλίδας καλλονής τροφίμου των φυλακών. Οι βασικοί ρόλοι έχουν ήδη διανεμηθεί σε ένα δυνατό καστ που περιλαμβάνει τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, τον Νίκο Σεργιανόπουλο και τη Χρυσούλα Διαβάτη. Η Τζίνα περνάει από κάστινγκ και ο Αλέξανδρος Ρήγας της δίνει τον ρόλο, αν και ο Δημήτρης Αποστόλου είναι εντελώς αντίθετος. Για κάποιον λόγο την αντιπαθεί αμέσως, αλλά αναγκάζεται και υποκύψει στην επιμονή του συνεργάτη του. Μέχρι που σε μια κοινή τους φωτογράφηση για τις ανάγκες promotion του σίριαλ, η αντιπάθεια θα γίνει συμπάθεια, μετά φιλία και γρήγορα μια σχέση πάθους. Η σχέση θα διαρκέσει τρία χρόνια, με πολλούς από τον χώρο να προεξοφλούν ότι σύντομα η Τζίνα θα αναλάβει και χρέη πρωταγωνίστριας. Η αλήθεια είναι ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο σίριαλ «Το παιχνίδι της συγνώμης» μαζί με τον Πασχάλη Τσαρούχα θα προκύψει χωρίς τη μεσολάβηση του Αποστόλου.
Οι καυτές ερωτικές σκηνές στο σίριαλ κάνουν το όνομά της να συζητηθεί και σύντομα θα προκύψουν και άλλοι ρόλοι («Φιλοδοξίες», «Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα», «Μαρία η Ασχημη»). Στο μεταξύ ο Αποστόλου, το 2005, έχει αγοράσει ένα διαμέρισμα στο Μετς με σκοπό να ζήσουν εκεί ως παντρεμένοι και με τη βούλα του παπά πια, αφού ο γάμος τους προγραμματίζεται για εκείνο το καλοκαίρι. Εχουν μάλιστα στείλει και προσκλήσεις. Ενα βράδυ η Τζίνα θέλει να πάει σε ένα κάλεσμα στον «Αστέρα», αλλά ο Αποστόλου θέλει να μείνει σπίτι. Εκείνη επιμένει να πάει έστω και μόνη της, τσακώνονται για άλλη μια φορά για τον ίδιο λόγο, αφού κάθε φορά που εκείνος δεν ήθελε να τρέχει σε κάποιο από τα απανταχού πάρτυ της πόλης η Τζίνα προτιμούσε αντί να μείνει μαζί του, να πηγαίνει μόνη της. Εκείνο το βράδυ αλλάζει τελικά και τη ζωή της, αφού γνωρίζει μέσω κοινών γνωστών τον Παύλο Βαρδινογιάννη. Ανταλλάσσουν τηλέφωνα και κανονίζουν να συναντηθούν. Λίγο αργότερα θα φύγει οριστικά από το σπίτι στο Μετς, χωρίς να αφήσει ίχνος της παρουσίας της.
Ο Αποστόλου σοκάρεται, ενώ στις αρχές Αυγούστου της ίδιας χρονιάς η Τζίνα κάνει τα αποκαλυπτήρια του χωρισμού μαζί του και της νέας σχέσης της με τον επιχειρηματία. Και από το διαμέρισμα της Κυψέλης, όπου έμεινε για λίγο μετά την άρον άρον αποχώρηση από το Μετς, σύντομα θα βρεθεί στο τεράστιο διαμέρισμα του Παύλου Βαρδινογιάννη στη Βασιλέως Γεωργίου. Είναι το ίδιο καλοκαίρι που στο καθιερωμένο πάρτυ του νυν συντρόφου της στο «Nammos», στην Ψαρού, θα λάμψει με την παρουσία της. Μόνο που κάποιος επίμονος θαυμαστής της, αγνοώντας τη σχέση της με τον επιχειρηματία, την πολιορκεί ενοχλητικά. Τόσο που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δημιουργείται συμπλοκή και μετά την παρέμβαση των ανθρώπων ασφαλείας του Βαρδινογιάννη ο θαυμαστής απομακρύνεται με συνοπτικές διαδικασίες. Το ζευγάρι θα κάνει στη συνέχεια διακοπές με το σκάφος του επιχειρηματία στην Ελούντα και όλοι περιμένουν να δουν την κατάληξη και αυτής της σχέσης. Σε αυτό το διάστημα ο Παύλος Βαρδινογιάννης βρίσκεται σε διάσταση με την πρώτη του σύζυγο Κρίστεν, με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Στο μεταξύ η Τζίνα, βγάζοντας το προφίλ μιας ανεξάρτητης γυναίκας που εξακολουθεί να δουλεύει αν και είναι σύντροφος ενός ισχυρού άντρα, κάνει πρόβες για τον ρόλο της στην παράσταση «Μπλε δωμάτιο» με τον Γιώργο Κιμούλη.
Ο μυθικός γάμος
Οταν πλέον ο επιχειρηματίας έχει το χαρτί του διαζυγίου στο κλασέρ του, ο γάμος με την Τζίνα ανακοινώνεται για το καλοκαίρι του 2006. Η νύφη με πιασμένα τα μαλλιά κότσο και νυφικό των Ελλήνων σχεδιαστών Deux Hommes είναι η τέλεια εικόνα για μια γυναίκα που σύντομα θα αποκτήσει το επώνυμο Βαρδινογιάννη. Το γαμήλιο πάρτυ στο «Island» θα γίνει το κοσμικό θέμα του καλοκαιριού, ενώ ήδη κάποιοι άσπονδοι φίλοι από τα παλιά προεξοφλούν τη σύντομη λήξη του γάμου.
Παρεμπιπτόντως το ζευγάρι εξακολουθεί το πρώτο διάστημα να μένει στο διαμέρισμα της Βασιλέως Γεωργίου κάνοντας κάθε Χριστούγεννα ένα μεγάλο πάρτυ απ’ όπου παρελαύνει όλη η καλή Αθήνα. Μια συνήθεια που κράτησε για χρόνια, ενώ οι δυο τους εμφανίζονταν συχνά σε κοσμικά στέκια και κλαμπ, κάτι που, όπως λένε, απολάμβαναν αμφότεροι. Φυσικά ο τρόπος ζωής της δεν μπορεί να είναι ίδιος με πριν. Δεν είναι πια η Τζίνα Αλιμόνου, αλλά μία κυρία Βαρδινογιάννη και ως τέτοια δεν μπορεί να εμφανίζεται μόνη τα ξημερώματα να χορεύει και να πίνει στα κλαμπ, ούτε να βγαίνει για shopping με τις φίλες της χωρίς συνοδεία. Η Τζίνα εκπαιδεύεται στον νέο τρόπο ζωής της και οι τόνοι έχουν σαφώς πέσει. Με τη γέννηση της πρώτης κόρης τους, της Ανδριάννας, το 2009, το ζευγάρι μένει στο σπίτι της Εκάλης και η Τζίνα δείχνει αφοσιωμένη στον ρόλο της μητέρας. Απέχει από τηλεοπτικές αλλά και κοσμικές εμφανίσεις, ενώ το 2013 αποκτά τρίδυμα. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2015 -και ενώ η οικογένεια έχει ήδη μετοικήσει στο Κονέκτικατ-, θα γίνουν τα βαφτίσια τους στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη σε στενό οικογενειακό κύκλο παρουσία συγγενών και φίλων.
Νονοί των παιδιών είναι ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, η Ολγα Κεφαλογιάννη και η σχεδιάστρια κοσμημάτων Πολίνα Σαπουνά-Ελλις, ενώ τα ονόματα που έδωσαν στα παιδιά είναι Σταύρος, Αέλια και Αμαλία. Η Τζίνα από τη μία μοιάζει ευτυχισμένη που είναι στα πάτρια εδάφη, αλλά ταυτόχρονα δείχνει κάπως συννεφιασμένη. Το ζευγάρι θα κάνει διακοπές στην Ελλάδα, αλλά σύντομα θα πρέπει να επιστρέψει οικογενειακώς στο Κονέκτικατ. Και επιστρέφει. Το καλοκαίρι που μας πέρασε είναι η ώρα των διακοπών στην Ελλάδα. Η Τζίνα μαζί με τις νταντάδες και τα τέσσερα παιδιά κάνει ολιγοήμερες διακοπές στη Μύκονο και ο φακός την καταγράφει να μπαινοβγάζει τα νήπια στη θάλασσα, ως ώριμη μητέρα πια. Εχει όμως πάρει την απόφαση να μην επιστρέψει στο Κονέκτικατ. Ξέρει πολύ καλά ότι την περιμένουν φουρτούνες, αλλά ο κύβος έχει ριφθεί.
Αλλωστε μέχρι σήμερα έχει αποδείξει ότι δεν ανήκει στις γυναίκες του μέσου όρου, αλλά σε εκείνες που γράφουν μόνες τους την ιστορία και ας στηρίζονται ενίοτε σε άλλες, συνήθως γερές, πλάτες. «Για την καριέρα μου δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω τίποτα παραπάνω απ’ όσα θέλω», έχει πει. Οντως η Τζίνα δεν κάνει τίποτα παραπάνω απ’ όσα θέλει, απλώς θέλει πολλά και είναι αποφασισμένη να τα πάρει.
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η ΑΕΚ ψάχνει εναλλακτικές στη θέση του Αραούχο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ