2017-05-14 07:54:31
(Φωτό Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ)
ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4, 28-29)
ΚΑΤΩ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν πίνανε ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, νάτος, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εχανε ἀκούσει τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναίκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἤτανε καμμιὰ δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἤτανε μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή. Ἤτανε ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
―Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας νὰ μείνῃ κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.
* * *
Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.
* * *
Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
―Μπᾶ, θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ μοῦ πῇς·
―Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδι ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπά!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς·
―Τόσα χρόνια, ποὺ μένεις ἐδῶ στὴ Φλώρινα, δὲ μοῦ λές, ἄκουσες ποτὲ κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό;
―Ναί, μοῦ λέει, ἄκουσα· ὅταν τὸν βλαστημᾶνε!
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε· νὰ ἀκούεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξι Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου. Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια. Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν μιλᾷς.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φῶς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶνε ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ ἁγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾷς κ᾿ ἐσὺ γι᾿ αὐτόν.
Νὰ μιλᾷς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάσῃ, φώναξε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, καὶ μίλα τους γιὰ τὸ Χριστό. Πάρε καὶ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ. Ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι. Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Στὴ Ῥωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσῃ παπᾶς δὲν τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστι. Πῶς κρατήθηκε ἡ Ἐκκλησία; Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ῥωσίδες μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες! Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, παίρνανε τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς κάνανε μάθημα.
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ δικαστὰς ποὺ πιστεύανε στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
id="m_-9042126912562430325yiv6866315270yui_3_16_0_ym19_1_1494679326859_5958">Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστι στὴ Ῥωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατὶ ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες.
Πάρτε λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ παιδάκι, θὰ λέῃ· Ἄχ, καλή μου μάνα, ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νά ᾿σαι!
Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ ἡ μαϊμοῦ ἔχει γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. Καὶ τὸν παπαγάλο μπορεῖς νὰ τὸν μάθῃς δυὸ – τρεῖς λέξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς καταλαβαίνει. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλάει. Καὶ εἶνε μεγάλο προνόμιο αὐτό.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζῃς, νὰ καταριέσαι καὶ νὰ στέλνῃς τὸ παιδί σου στὸ διάβολο· ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾷς καὶ νὰ κοτσομπολεύῃς, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντῇς καὶ νὰ αἰσχρολογῇς. Ὄχι γιὰ νὰ κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾷς τὰ αἴσχη ποὺ βλέπεις. Γιατὶ τότε δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κτῆνος.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, γιὰ νὰ πῇς μόλις σηκωθῇς τὸ πρωΐ· Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποῦ μοῦ ἔδωσες τὸ φῶς. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ μεσημέρι νὰ πῇς· Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάσῃ νὰ πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα.
Δὲς τὰ πουλάκια, ποὺ κελαϊδᾶνε καὶ λένε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσῃς τὸ Θεό.
Νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸ Χριστό. Μὲ τὴ ζωή σου καὶ τὸ παράδειγμά σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἶσαι Χριστιανός, ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους.
Εθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτά, ποὺ επαμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι κ᾿ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα νὰ εμεθα πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
ΑΛΛΟΣ ΕΣΤΙ Ο ΣΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Ο ΘΕΡΙΖΩΝ
Μία μεγάλη αλήθεια αναφέρει, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός στους μαθητές Του, καθώς έχει ολοκληρώσει τον διάλογο με μια γυναίκα Σαμαρείτιδα στην πόλη Συχάρ, έχοντας συζητήσει μαζί της για την ανάγκη του ανθρώπου να πιει από το «ζων ύδωρ» που είναι ο Ίδιος ο Κύριος, ο Μεσσίας που ανέμενε ολόκληρη η ανθρωπότητα. «Άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων» (Ιωάν. 4, 37) λέει ο Χριστός σ’ εκείνους που Τον ακολουθούν, αλλά μέσα τους νιώθουν ότι κάτι πρέπει να αποδείξουν τόσο στον Ίδιο, όσο και στον κόσμο, αλλά και στους εαυτούς τους. Ότι δηλαδή μπορούν να είναι αυτόφωτοι, να σταθούν στα πόδια τους, να μπορούν να γίνουν πετυχημένοι στα έργα που θα κάνουν, ιδιαιτέρως στα πνευματικά, σ’ αυτά που αναφέρονται στη σωτηρία του κόσμου, αλλά και σε κάθε άλλο έργο.
Ο Χριστός διαβλέπει στην ψυχή τους αυτή την καθαρά ανθρώπινη επιθυμία. Ήταν όλοι κουρασμένοι από την οδοιπορία. Κι ενώ Εκείνος στέκεται στο πηγάδι του Ιακώβ, αυτοί αποφασίζουν να πάνε στην πόλη, για να προμηθευθούν τρόφιμα. Θέλουν να δείξουν, εκτός των άλλων, στο Χριστό ότι είναι πρόθυμοι να Τον διακονήσουν, να Του προσφέρουν ό,τι μπορούν για να Τον ξεκουράσουν, ενώ η όλη παρουσία τους κοντά Του μας δείχνει ότι είναι έτοιμοι να συνεχίσουν το έργο που Αυτός ξεκινά, να παλέψουν να κάνουν πράξη ό,τι Αυτός τους διδάσκει και με τα λόγια και το παράδειγμά Του.
Ο Χριστός λοιπόν, χωρίς να αρνείται τον κόπο και την επιθυμία των μαθητών Του να Τον διακονήσουν, αλλά και να Του δείξουν ότι μπορούν να παλέψουν και να πετύχουν στη ζωή τους να σπείρουν και να θερίσουν κατά την δύναμή τους, τους υποδεικνύει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Ότι άλλος είναι αυτός που σπέρνει και άλλος είναι αυτός που θερίζει. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να είναι απόλυτος στις επιδιώξεις του, να τα θέλει όλα δικά του, να νομίζει πως θα τα καταφέρει να πετύχει σε ό,τι έργο κάνει. Αντίθετα, χρειάζεται να έχει ταπεινό φρόνημα και να
γνωρίζει ότι δεν μπορεί να του λείπει το πνεύμα και το ήθος της διακονίας στα έργα της ζωής και στην αξιοποίηση των χαρισμάτων του, όμως αυτή η οδός δεν μπορεί να συνδυάζεται με το απόλυτο άγχος, την θήρευση της επιτυχίας με κάθε τρόπο και μέσο, όπως επίσης και την συνεχή κατάκριση των άλλων, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα όσα ο καθένας σκέφτεται και ζητά ή επιδιώκει. Από την άλλη, ο χρόνος δεν φτάνει για το θερισμό. Δεν είναι απαραίτητο ότι αυτός που σπέρνει θα προλάβει να θερίσει. Η ζωή συνεχίζεται και ο καθένας άνθρωπος έχει να επιτελέσει ένα έργο και να εκπληρώσει ένα σκοπό. Να προσφέρει αυτό που μπορεί και να αφήσει στο Θεό τα υπόλοιπα.
Ο λόγος του Χριστού είναι αληθινά παρηγορητικός για εμάς τους ανθρώπους που νιώθουμε ότι συνεχώς καλούμαστε να πετυχαίνουμε στις εξετάσεις, τις οποίες περνούμε στη ζωή μας. Και είναι τέτοιος ο πολιτισμός μας, ο οποίος θηρεύει την επιτυχία και την θεωρεί μοναδικό σκοπό της ύπαρξη, ώστε να μην αφήνει περιθώρια λάθους, αποτυχίας, ήττας. Και ο κάθε άνθρωπος νιώθει ότι κρίνεται η προσωπικότητά του μέσα από τα έργα τα οποία καλείται να κάνει. Ότι θα πρέπει να αποδείξει πόσο καλός και ικανός είναι. Να εξαγοράσει την αποδοχή και τον έπαινο των άλλων. Να επιδείξει έργο και παραγωγικότητα. Να πείσει όσους τον γνωρίζουν ότι μπορεί και να κερδίσει τα οφέλη που απορρέουν από την εικόνα που παρουσιάζει στους άλλους. Να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό ότι χρειάζεται να κάνει το παν, προκειμένου να νιώσει ικανός, να ανεβάσει το επίπεδο της αυτοεκτίμησής του.
Αυτός ο δρόμος μεταφέρεται ακόμη και στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Ο άνθρωπος νιώθει ότι πρέπει να αποδείξει στο Θεό ότι είναι άξιός Του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να πέσει στην υπερηφάνεια ή να αδυνατεί να συγχωρέσει τον εαυτό του για τα λάθη και τις πτώσεις του, επειδή είναι φανερό ότι δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό του, ο οποίος ξεπερνά τα μέτρα μας. Άλλοτε, επειδή ο άνθρωπος γνωρίζει ότι δεν μπορεί να φτάσει στο Θεό, αφήνει εντελώς τον εαυτό του να παραδοθεί στη οδό της απωλείας, με κριτήριο την δεδομένη αποτυχία του. Έτσι, αφήνει και τη σχέση του με το Θεό στο περιθώριο, ενίοτε ζει σα να μην υπάρχει Θεός, ή θεωρεί πως μπορεί να απολαύσει τη ζωή του και όταν θα έρθει το τέλος ο εύσπλαχνος θα του δώσει την άφεση.
Ο λόγος του Χριστού όμως μάς βάζει στα μέτρα που χρειάζεται να έχουμε. Δεν δικαιολογεί την ραθυμία, την εγκατάλειψη της προσπάθειας, το συμβιβασμό με το κακό ή την αδιαφορία γι΄ αυτό στον κόσμο Δεν δικαιολογεί την απουσία προσπάθειας σε ό, τι κάνουμε και πνευματικό και κοσμικό. Γιατί τίποτε δεν περιφρονεί ο Θεός, ούτε απορρίπτει τη ζωή και τις ανάγκες της. Αν ήταν έτσι, δεν θα επέτρεπε στους μαθητές Του να πάνε στην πόλη για να προμηθευθούν τρόφιμα. Διδάσκει όμως ότι «και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων» (Ιωάν. 4, 36). Δεν έχουμε να αποδείξουμε σε κανέναν τίποτε. Καλούμαστε να κάνουμε το έργο που μπορούμε και έχουμε κληθεί από το Θεό και τα χαρίσματά του ο καθένας να επιτελέσει και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι και η οδός του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Η αλληλοσυμπλήρωση. Αυτή είναι και η οδός κάθε σώματος, της οικογένειας, της εργασίας, της κοινωνίας. Η αλληλοσυμπλήρωση και η συνεργασία.
Ο ανθρώπινος εγωισμός υπερτονίζει αυτόν που θερίζει. Που φέρει απτά αποτελέσματα. Γι’ αυτό εκείνος που σπέρνει, ενίοτε αισθάνεται μειωμένος, περιφρονημένος και περιθωριοποιημένος, καθώς αγνοείται η προσφορά του. Αν όμως δεν υπάρξει η σπορά, ποιος θα θερίσει; Ο Χριστός προσφέρει τον σπόρο του λόγου και του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον τόσο στους μαθητές Του, όσο και στην Σαμαρείτιδα και στον κόσμο ολόκληρο, πέρα από κάθε εποχή και τόπο.
Η παρακαταθήκη του λόγου, αλλά και του ύδατος είναι η Εκκλησία. Ζητά όμως για τον θερισμό τον ενθουσιασμό της αποδοχής της κλήσης και της ευλογίας, αλλά και την εργασία με πνεύμα ταπείνωσης και υπερνίκησης του εγωκεντρικού άγχους ότι θα πρέπει να αποδείξουμε την αξιοσύνη μας. Και σ’ αυτό το σημείο η πίστη δείχνει έναν άλλο δρόμο σε σχέση με την εποχή μας. Αυτός ο δρόμος μπορεί να μην κάνει θόρυβο ή να μην οδηγεί στην δόξα και την αποδοχή, όμως γαληνεύει την ψυχή και την συνείδηση του καθενός και τελικά αποτελεί τον σιωπηλό τρόπο με τον οποίο αλλάζει τόσο η δική μας ζωή, όσο και η ζωή του κόσμου. Τελικά ο Χριστός είναι Αυτός που θα θερίσει από κάθε κόπο χριστιανικό, από κάθε ψυχή που θέλει να ξεδιψάσει από τον λόγο και την μαρτυρία Του, από κάθε αγώνα, μικρότερο και μεγαλύτερο. Και η εμπιστοσύνη της συνάντησης μαζί Του γεννά την επιθυμία και την προσπάθεια για αλληλοσυμπλήρωση, δρόμο και τρόπο που αποτελεί την όντως ελπίδα. Χριστός Ανέστη
kranos
ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4, 28-29)
ΚΑΤΩ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν πίνανε ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, νάτος, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εχανε ἀκούσει τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναίκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἤτανε καμμιὰ δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἤτανε μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή. Ἤτανε ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
―Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας νὰ μείνῃ κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.
* * *
Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.
* * *
Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
―Μπᾶ, θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ μοῦ πῇς·
―Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδι ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπά!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς·
―Τόσα χρόνια, ποὺ μένεις ἐδῶ στὴ Φλώρινα, δὲ μοῦ λές, ἄκουσες ποτὲ κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό;
―Ναί, μοῦ λέει, ἄκουσα· ὅταν τὸν βλαστημᾶνε!
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε· νὰ ἀκούεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξι Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου. Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια. Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν μιλᾷς.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φῶς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶνε ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ ἁγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾷς κ᾿ ἐσὺ γι᾿ αὐτόν.
Νὰ μιλᾷς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάσῃ, φώναξε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, καὶ μίλα τους γιὰ τὸ Χριστό. Πάρε καὶ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ. Ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι. Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Στὴ Ῥωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσῃ παπᾶς δὲν τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστι. Πῶς κρατήθηκε ἡ Ἐκκλησία; Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ῥωσίδες μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες! Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, παίρνανε τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς κάνανε μάθημα.
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ δικαστὰς ποὺ πιστεύανε στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
id="m_-9042126912562430325yiv6866315270yui_3_16_0_ym19_1_1494679326859_5958">Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστι στὴ Ῥωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατὶ ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες.
Πάρτε λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ παιδάκι, θὰ λέῃ· Ἄχ, καλή μου μάνα, ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νά ᾿σαι!
Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ ἡ μαϊμοῦ ἔχει γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. Καὶ τὸν παπαγάλο μπορεῖς νὰ τὸν μάθῃς δυὸ – τρεῖς λέξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς καταλαβαίνει. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλάει. Καὶ εἶνε μεγάλο προνόμιο αὐτό.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζῃς, νὰ καταριέσαι καὶ νὰ στέλνῃς τὸ παιδί σου στὸ διάβολο· ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾷς καὶ νὰ κοτσομπολεύῃς, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντῇς καὶ νὰ αἰσχρολογῇς. Ὄχι γιὰ νὰ κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾷς τὰ αἴσχη ποὺ βλέπεις. Γιατὶ τότε δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κτῆνος.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, γιὰ νὰ πῇς μόλις σηκωθῇς τὸ πρωΐ· Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποῦ μοῦ ἔδωσες τὸ φῶς. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ μεσημέρι νὰ πῇς· Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάσῃ νὰ πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα.
Δὲς τὰ πουλάκια, ποὺ κελαϊδᾶνε καὶ λένε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσῃς τὸ Θεό.
Νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸ Χριστό. Μὲ τὴ ζωή σου καὶ τὸ παράδειγμά σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἶσαι Χριστιανός, ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους.
Εθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτά, ποὺ επαμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι κ᾿ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα νὰ εμεθα πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
ΑΛΛΟΣ ΕΣΤΙ Ο ΣΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Ο ΘΕΡΙΖΩΝ
Μία μεγάλη αλήθεια αναφέρει, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός στους μαθητές Του, καθώς έχει ολοκληρώσει τον διάλογο με μια γυναίκα Σαμαρείτιδα στην πόλη Συχάρ, έχοντας συζητήσει μαζί της για την ανάγκη του ανθρώπου να πιει από το «ζων ύδωρ» που είναι ο Ίδιος ο Κύριος, ο Μεσσίας που ανέμενε ολόκληρη η ανθρωπότητα. «Άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων» (Ιωάν. 4, 37) λέει ο Χριστός σ’ εκείνους που Τον ακολουθούν, αλλά μέσα τους νιώθουν ότι κάτι πρέπει να αποδείξουν τόσο στον Ίδιο, όσο και στον κόσμο, αλλά και στους εαυτούς τους. Ότι δηλαδή μπορούν να είναι αυτόφωτοι, να σταθούν στα πόδια τους, να μπορούν να γίνουν πετυχημένοι στα έργα που θα κάνουν, ιδιαιτέρως στα πνευματικά, σ’ αυτά που αναφέρονται στη σωτηρία του κόσμου, αλλά και σε κάθε άλλο έργο.
Ο Χριστός διαβλέπει στην ψυχή τους αυτή την καθαρά ανθρώπινη επιθυμία. Ήταν όλοι κουρασμένοι από την οδοιπορία. Κι ενώ Εκείνος στέκεται στο πηγάδι του Ιακώβ, αυτοί αποφασίζουν να πάνε στην πόλη, για να προμηθευθούν τρόφιμα. Θέλουν να δείξουν, εκτός των άλλων, στο Χριστό ότι είναι πρόθυμοι να Τον διακονήσουν, να Του προσφέρουν ό,τι μπορούν για να Τον ξεκουράσουν, ενώ η όλη παρουσία τους κοντά Του μας δείχνει ότι είναι έτοιμοι να συνεχίσουν το έργο που Αυτός ξεκινά, να παλέψουν να κάνουν πράξη ό,τι Αυτός τους διδάσκει και με τα λόγια και το παράδειγμά Του.
Ο Χριστός λοιπόν, χωρίς να αρνείται τον κόπο και την επιθυμία των μαθητών Του να Τον διακονήσουν, αλλά και να Του δείξουν ότι μπορούν να παλέψουν και να πετύχουν στη ζωή τους να σπείρουν και να θερίσουν κατά την δύναμή τους, τους υποδεικνύει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Ότι άλλος είναι αυτός που σπέρνει και άλλος είναι αυτός που θερίζει. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να είναι απόλυτος στις επιδιώξεις του, να τα θέλει όλα δικά του, να νομίζει πως θα τα καταφέρει να πετύχει σε ό,τι έργο κάνει. Αντίθετα, χρειάζεται να έχει ταπεινό φρόνημα και να
γνωρίζει ότι δεν μπορεί να του λείπει το πνεύμα και το ήθος της διακονίας στα έργα της ζωής και στην αξιοποίηση των χαρισμάτων του, όμως αυτή η οδός δεν μπορεί να συνδυάζεται με το απόλυτο άγχος, την θήρευση της επιτυχίας με κάθε τρόπο και μέσο, όπως επίσης και την συνεχή κατάκριση των άλλων, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα όσα ο καθένας σκέφτεται και ζητά ή επιδιώκει. Από την άλλη, ο χρόνος δεν φτάνει για το θερισμό. Δεν είναι απαραίτητο ότι αυτός που σπέρνει θα προλάβει να θερίσει. Η ζωή συνεχίζεται και ο καθένας άνθρωπος έχει να επιτελέσει ένα έργο και να εκπληρώσει ένα σκοπό. Να προσφέρει αυτό που μπορεί και να αφήσει στο Θεό τα υπόλοιπα.
Ο λόγος του Χριστού είναι αληθινά παρηγορητικός για εμάς τους ανθρώπους που νιώθουμε ότι συνεχώς καλούμαστε να πετυχαίνουμε στις εξετάσεις, τις οποίες περνούμε στη ζωή μας. Και είναι τέτοιος ο πολιτισμός μας, ο οποίος θηρεύει την επιτυχία και την θεωρεί μοναδικό σκοπό της ύπαρξη, ώστε να μην αφήνει περιθώρια λάθους, αποτυχίας, ήττας. Και ο κάθε άνθρωπος νιώθει ότι κρίνεται η προσωπικότητά του μέσα από τα έργα τα οποία καλείται να κάνει. Ότι θα πρέπει να αποδείξει πόσο καλός και ικανός είναι. Να εξαγοράσει την αποδοχή και τον έπαινο των άλλων. Να επιδείξει έργο και παραγωγικότητα. Να πείσει όσους τον γνωρίζουν ότι μπορεί και να κερδίσει τα οφέλη που απορρέουν από την εικόνα που παρουσιάζει στους άλλους. Να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό ότι χρειάζεται να κάνει το παν, προκειμένου να νιώσει ικανός, να ανεβάσει το επίπεδο της αυτοεκτίμησής του.
Αυτός ο δρόμος μεταφέρεται ακόμη και στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Ο άνθρωπος νιώθει ότι πρέπει να αποδείξει στο Θεό ότι είναι άξιός Του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να πέσει στην υπερηφάνεια ή να αδυνατεί να συγχωρέσει τον εαυτό του για τα λάθη και τις πτώσεις του, επειδή είναι φανερό ότι δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό του, ο οποίος ξεπερνά τα μέτρα μας. Άλλοτε, επειδή ο άνθρωπος γνωρίζει ότι δεν μπορεί να φτάσει στο Θεό, αφήνει εντελώς τον εαυτό του να παραδοθεί στη οδό της απωλείας, με κριτήριο την δεδομένη αποτυχία του. Έτσι, αφήνει και τη σχέση του με το Θεό στο περιθώριο, ενίοτε ζει σα να μην υπάρχει Θεός, ή θεωρεί πως μπορεί να απολαύσει τη ζωή του και όταν θα έρθει το τέλος ο εύσπλαχνος θα του δώσει την άφεση.
Ο λόγος του Χριστού όμως μάς βάζει στα μέτρα που χρειάζεται να έχουμε. Δεν δικαιολογεί την ραθυμία, την εγκατάλειψη της προσπάθειας, το συμβιβασμό με το κακό ή την αδιαφορία γι΄ αυτό στον κόσμο Δεν δικαιολογεί την απουσία προσπάθειας σε ό, τι κάνουμε και πνευματικό και κοσμικό. Γιατί τίποτε δεν περιφρονεί ο Θεός, ούτε απορρίπτει τη ζωή και τις ανάγκες της. Αν ήταν έτσι, δεν θα επέτρεπε στους μαθητές Του να πάνε στην πόλη για να προμηθευθούν τρόφιμα. Διδάσκει όμως ότι «και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων» (Ιωάν. 4, 36). Δεν έχουμε να αποδείξουμε σε κανέναν τίποτε. Καλούμαστε να κάνουμε το έργο που μπορούμε και έχουμε κληθεί από το Θεό και τα χαρίσματά του ο καθένας να επιτελέσει και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι και η οδός του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Η αλληλοσυμπλήρωση. Αυτή είναι και η οδός κάθε σώματος, της οικογένειας, της εργασίας, της κοινωνίας. Η αλληλοσυμπλήρωση και η συνεργασία.
Ο ανθρώπινος εγωισμός υπερτονίζει αυτόν που θερίζει. Που φέρει απτά αποτελέσματα. Γι’ αυτό εκείνος που σπέρνει, ενίοτε αισθάνεται μειωμένος, περιφρονημένος και περιθωριοποιημένος, καθώς αγνοείται η προσφορά του. Αν όμως δεν υπάρξει η σπορά, ποιος θα θερίσει; Ο Χριστός προσφέρει τον σπόρο του λόγου και του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον τόσο στους μαθητές Του, όσο και στην Σαμαρείτιδα και στον κόσμο ολόκληρο, πέρα από κάθε εποχή και τόπο.
Η παρακαταθήκη του λόγου, αλλά και του ύδατος είναι η Εκκλησία. Ζητά όμως για τον θερισμό τον ενθουσιασμό της αποδοχής της κλήσης και της ευλογίας, αλλά και την εργασία με πνεύμα ταπείνωσης και υπερνίκησης του εγωκεντρικού άγχους ότι θα πρέπει να αποδείξουμε την αξιοσύνη μας. Και σ’ αυτό το σημείο η πίστη δείχνει έναν άλλο δρόμο σε σχέση με την εποχή μας. Αυτός ο δρόμος μπορεί να μην κάνει θόρυβο ή να μην οδηγεί στην δόξα και την αποδοχή, όμως γαληνεύει την ψυχή και την συνείδηση του καθενός και τελικά αποτελεί τον σιωπηλό τρόπο με τον οποίο αλλάζει τόσο η δική μας ζωή, όσο και η ζωή του κόσμου. Τελικά ο Χριστός είναι Αυτός που θα θερίσει από κάθε κόπο χριστιανικό, από κάθε ψυχή που θέλει να ξεδιψάσει από τον λόγο και την μαρτυρία Του, από κάθε αγώνα, μικρότερο και μεγαλύτερο. Και η εμπιστοσύνη της συνάντησης μαζί Του γεννά την επιθυμία και την προσπάθεια για αλληλοσυμπλήρωση, δρόμο και τρόπο που αποτελεί την όντως ελπίδα. Χριστός Ανέστη
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μισό δισ. επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ