2017-05-18 22:40:20
(μια κραυγή ενάντια στη επιχειρούμενη χυδαιοποίηση της πατρίδας μας)
«Η ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΟΙΗΣΙΣ ΜΑΛΛΟΝ ΤΑ ΚΑΘΟΛΟΥ, Η ΔΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑ ΚΑΘ' ΕΚΑΣΤΟΝ ΛΕΓΕΙ» Αριστοτέλης.
Ο λόγος για την ποίηση πληθαίνει όταν στυγνές, άλλες, φωνές, πράξεις και ύφη, διατρανώνουν έναν τρόμο δίχως τέλος που απειλεί τον λαό μας: φτώχια και, το χειρότερο, δουλεία, άλωση της χώρας, ύβρεις και προσβολές, με ένδυμα διάτρητο, βέβαια, κατά το Δίκαιο και τη Νομιμότητα.
Άλαλος ο Λαός μας μπροστά σ' αυτήν την βαρβαρότητα, αλαζονική ως της αρμόζει, δίχως κανένας να αρθρώνει πολιτικό λόγο υπεράσπισής του, στρέφεται αυθόρμητα στην πηγή του γνήσιου, άφθαρτου πνευματικού νάμματος που τον έθρεψε χιλιετίες, και μαζί του όλη την Οικουμένη, όσο αυτή μπορούσε να δεχθεί μια τέτοια τροφή: το νέκταρ του πνεύματος και του καλλίστου λόγου. Του λόγου που είναι διαπλασμένος από την ίδια τη γλωσσική δομή του στη μορφή της Ποιήσεως.
Η Ποίηση είναι η αισθητική έκφραση της Ιδέας, αποτύπωση του Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού, με αξία ακατάλυτη. Περιφρουρεί τη σφαιρική ενότητα της ψυχής, έχει δύναμη μορφογενετική, βρίσκεται παντού, είναι ο ρυθμός της ανθρώπινης καρδιάς- και της καρδιάς του Κόσμου σε ανταπόκριση.
Πλήθος αρχαίες πηγές μίλησαν στο παρελθόν, και τα γραπτά και οι μαρτυρίες τους μας μιλούν ακόμη, για κάποιες ισχυρές διάνοιες που αποκρυστάλλωσαν, με τον γραπτό ή τον προφορικό λόγο, όχι μόνον θρύλους, παραδόσεις, αλλά και τις «ιερές τέχνες» της προϊστορικής (καθ' ημάς) Ελλάδας, μιας εποχής που χάνεται σε απροσδιόριστα χρονολογικά βάθη, και ενός τρόπου σκέψης, της Ελληνικής Σκέψης, που ενώ συνεχίστηκε αδιάκοπα, από ένα λαό υπερήφανο μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, υφίσταται ολομέτωπη επίθεση στις μέρες μας, τόσο ο Λαός όσο και η Σκέψη του, με στόχο την αλλοτρίωση και την τελική άλωση.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Ποιοι και πόσοι ήσαν αυτοί που με διάφορες μορφές έμμετρου λόγου, αυστηρά καθορισμένες, άλλοτε αινούσαν «τα κλέα θεών και ανθρώπων», άλλοτε απεκάλυπταν αλήθειες υπερβατικές, εγγύτατες αυτών που ονομάζονται και σήμερα επιστήμες, αλλά υφασμένες πάντοτε με πνεύμα αρετής, άλλοτε πάλι εξέφραζαν τα συναισθήματα και τους λογισμούς τους, άλλοτε υμνούσαν τη Φύση- «φαινομένη τ' αφανή», τους νόμους και τις άδηλες Αρχές, και άλλοτε εκθείαζαν ημίθεους, νύμφες, ήρωες; Η παλαιότητα των σωζομένων ονομάτων, η μορφή και το περιεχόμενο των σπαραγμάτων του λόγου τους, μας επιτρέπουν την αναγωγή του αριθμού τους στο σύνολο, κατ' αρχάς, των ανθρώπων που συγκροτούσαν τις κοινότητες του Χρυσού Γένους. Αναφερόμαστε στο σύνολο τους , γιατί η σχετική παράδοση περιγράφει έναν ανθρώπινο πολιτισμό στον οποίο τα κυρίαρχα και απόλυτα στοιχεία ήταν η ειρήνη και η έλλειψη κάθε συγκρούσεως, διαπροσωπικής ή συλλογικής, τοπικής και μη, καθώς και η κοινότητα παντός αγαθού, επομένως και της κουλτούρας στο σύνολό της.
Είναι φανερό πως όλοι οι μεγάλοι στοχαστές, όλων των εποχών, έχουν ως ιδεώδες πρότυπο τον βίο και την κοινωνική ζωή εκείνου του Γένους. Ας σημειωθεί πως, ασχέτως του πως το χαρακτηρίζουμε εμείς- οι άνθρωποι του εσχάτου σταδίου του Σιδηρού Γένους- το Χρυσό Γένος ήταν για τη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων πραγματικότητα, ιστορικό δεδομένο.
Οπωσδήποτε, πάντως, η αναφορά σ' αυτό δεν είναι επινόηση του Ησιόδου, αλλά συνέβη να διασωθεί ο λόγος εκείνου προς εμάς. Τούτο φαίνεται και από τον ευθύ, κατηγορηματικό τύπο του έπους «Έργα και Ημέραι», αλλά και από τους κανόνες του διδακτικού έπους γενικότερα, που απαγορεύουν συμπλοκή φαντασιακών στοιχείων- όχι κρίσεων- στο ιστορικό ή ηθικό, ή κοινωνικό κ.λπ. περιεχόμενό του.
Αργότερα, ό, τι θα είχε την αξία του κοινού αγαθού και πρωτίστως η έντεχνη χρήση της γλώσσας ως μορφή ήδη διακριτή κατά τα είδη της, περιορίστηκε ως απόρρητο αντικείμενο και προνόμιο ειδικό, στους κόλπους των ιερατικών- βασιλικών γεννών. Γι' αυτό και οι αρχαιότατοι ποιητές που τα ονόματά τους σώζονται ως εμάς, έχουν αυτές ακριβώς τις ιδιότητες: του βασιλέως- ιερέως. Πάντως, όποια μέθοδο και αν ακολουθήσει κάποιος, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να παραγνωρισθεί το γεγονός πως πολύ πριν τον Όμηρο[1] η Τέχνη της Ποιήσεως ως μοναδικός τρόπος εκφοράς επίσημου έντεχνου λόγου, ήταν ήδη συγκερασμένο και διακεκριμένο κατά είδη, σύστημα του κύριου εκφραστικού μέσου του ανθρώπου: της Γλώσσας. Ας μείνει δίχως σχόλια ότι το αντίθετο (δηλαδή ότι η ποίηση στην Ελλάδα εμφανίστηκε με τον Όμηρο) θα ήταν λογικά και πραγματολογικά αδύνατον· ας μείνει αυτό τούτο το διδόμενο ως μέτρο αξιολογήσεως του προϊστορικού Πολιτισμού της χώρας αυτής, που ονομάστηκε Ελλάδα.
Σημείο αψευδές, πως ό, τι αργότερα ονομάσθηκε Ελληνικό θαύμα- αλλά όχι πολύ στενά θεωρούμενο, όπως συνήθως συμβαίνει, τυπικώς ή ουσιωδώς- δεν γεννήθηκε σε μια μέρα, και δεν έζησε μερικούς αιώνες μόνον, είναι η άρση της Γλώσσας, που όπως λέγει ο Νίτσε «είναι το πρωτόγονο τραγούδι ενός λαού», σε Λόγο, δηλαδή σε εξελιγμένο και πάντοτε δεσπόζον στοιχείο πολιτισμού, σε οργανικό μέλος της ανθρώπινης οντότητας, σε θησαυρό της Μνήμης που συνάπτεται προς την αλήθεια.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ
Ένας πρώτος στόχος επιθέσεως κατά του Έθνους μας, που άρχισε να εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, είναι η Γλώσσα. Γιατί έχει δύναμη. Τη δύναμη του Λόγου ως μέσου εκφοράς της Σκέψης και ως φορέως και εγγυητή της Ιστορικής Μνήμης.
Εδώ η γλώσσα έλαβε τη μορφή έναρθρης φωνής, εφ΄ όσον τα φωνήεντα ετέθησαν ως σύμπλοκα συνεχείας, στάσεως και δυνάμεως μεταξύ των κατ' εξοχήν μιμητικών των φυσικών ήχων- άρα πρωτογόνων- συμφώνων. Οι Έλληνες επινόησαν ένα σύστημα γραφής, άγνωστο προηγουμένως-το αλφαβητικό- ως εξέλιξη την γραμμικών- συλλαβικών (Κρητομηκυναϊκου, Κυπριακού κ.λπ.) δίνοντας απίστευτη ώθηση στον γραπτό λόγο με τη χρήση μόνον 28 σημείων. Δημιουργώντας και τα φωνήεντα (μακρά και βραχέα) που στην ελληνική γλώσσα έπαιξαν σημαντικό ρόλο, ειδικά στις καταλήξεις, και κατέστησαν δυνατή την ανάλυση μιας λέξεως στα στοιχεία της δίνοντας της και σαφήνεια και ακρίβεια[2].
Εδώ ,λοιπόν, η Γλώσσα, ως Λόγος, ανεδείχθη σε πνευματική μορφή, γέννημα του άνθους της ψυχής και της διανοίας των ανθρώπων αυτής της Γης. Ως συνέμφαση, εξ άλλου, όλης της ψυχοδιανοητικής κλίμακας και της εκφράσεως του τρόπου διατυπώσεως των ψυχικών συμβαινόντων και των διανοητικών συλλήψεων, ο Ελληνικός Λόγος, παρουσιάζει και τον τρόπο και το ποιόν και το πάσχειν και το ποιείν κι αυτή την ιδιαίτερη ουσία- την άδηλη δύναμη ή δέσμη δυνάμεων- που χαρακτήριζαν τους γεννημένους από την Ελληνική Γη και τον Ελληνικό Ουρανό. Κι εκείνο που φανερώνεται, είναι ένα Ποιητικό είδος ανθρώπου, με ανάλογη στάση και κίνηση προς το Είναι και το Εγώ. Στάση και κίνηση που ζητούν την Αλήθεια, την Αρμονία και την Ισορροπία και στον κόσμο των φαινομένων και στον κόσμο των αφανών. Δηλαδή, και στη Φύση, σε σύνθεση με την ανθρώπινη ιστορία, και στις μυστικές, πέραν της Ιστορίας των Ανθρώπων, Πηγές και Αιτίες των Πάντων.
Η Γλώσσα, ως Λόγος Ελληνικός, παρουσιάζει, τέλος, ένα μοναδικό- και μοναχικό, «ανάδελφο»- είδος ανθρώπου, που πέρα από τον κλωβό του «ανθρωποκεντρισμού», ανοιχτός όπως κάθε τι που ζει και εξελίσσεται, στα νέα στοιχεία που γεννά η Αλήθεια, έφθασε ν' αναπτύξει διάνοια ρωμαλέα και λεπταίσθητη συνείδηση πλούσια σε πόρους προς τα αψηλάφητα άδυτα της ψυχής, απ' όπου αντλεί, ερμηνεύει κι αποκαθιστά στο φως σκοτεινές, αναπόφαντες αγωνίες. Το κριτικό Πνεύμα απελευθερώνεται από τα στενά αυτοαναφορικά όρια του ανθρώπινου Είναι, ατομικού ή συλλογικού και γίνεται δίαυλος απ' όπου περνούν στον Καρδιαίο Νου, όντα και νοήματα Ιδανικά.
Η ρωμαλέα και λεπταίσθητη αυτή συνείδηση είναι ικανή να εκφράζεται με το ανθό του αληθούς λόγου: την Ποίηση. Η Ποίηση ως περιεχόμενο ή αξία δεν χωρεί σε ορισμούς , υπερβαίνει την κατατακτήρια λογι(στι)κή, υπερβαίνει τη δυνατότητα κάθε εμπλαισίωσης.
Εν τούτοις, το Ελληνικό Πνεύμα, η πανάρχαιη Ελληνική Ποίηση σε κάθε ειδική κατά τη μορφή και το θέμα έκφανσή της, διαστέλλει την αφηγηματική αναφορά σε απειρόσημο σημαίνον, διευρύνει την κυριολεξία σε πολύπτυχο υπαινιγμών, αναπτύσσει την αφήγηση σε βαθμίδες κλίμακας μυσταγωγικής. Και τούτο μπορεί να γίνεται μόνο με όπλο τον Ελληνικό Λόγο, που κάθε λέξη του είναι μια πλούσια αναβάθμιση της σημασίας, και με πηγή την Ελληνική Σκέψη, αυστηρή και αισθαντική όπως είναι η χώρα μας, σαν πρόσωπο θεού, πολύμορφο, πολυδύναμο... Στην Ελλάδα συστήθηκε η μετρική ποιητική τέχνη, που είναι παρέκταμα της εγγενούς στην Ελληνική Γλώσσα προσωδίας.
Η γλώσσα των λαών αυτής της χώρας ανεδείχθη, σε ιστορικά ασύντακτους χρόνους, σε ανεξάντλητο τρόπο συνεκφοράς της διάνοιας και της έκφρασης. Η διάνοια, ως βασικός και δεσπόζων όρος της συνείδησης, ανέρχεται προς της εντέλειά της έχοντας σχέση συνεχούς διάδρασης- ανάδρασης με την εξωτερίκευσή της, τον λόγο, που την παρουσιάζει ως σύνθετη πνευματική λειτουργία.
Ο λόγος είναι ο ανθός , ο αιθέρας της διανοητικής κλίμακας, που, σε γενικές γραμμές έχει τις εξής βαθμίδες:
· Αίσθημα- αντίληψη-παράσταση- εποπτεία- γνώση ως εμπειρία.
· Έννοια- κρίση- συλλογισμός- κατανόηση ως επιστήμη.
· Λόγος, δηλαδή διαλεκτική διείσδυση και υπέρβαση στο νοητό πεδίο, πέρα του αισθητού, Ιδέα κατά το Είναι, το Γίγνεσθαι, το Δέον, Αξία- Φιλοσοφία.
Ειδικά ο Ελληνικός Λόγος βρίσκεται σε αναγκαία συνάφεια με την Ελληνική Σκέψη. Όσο αυτή η αναγωγή, σε κάποιους παλαιούς ήδη, για τους καθ' ημάς «αρχαίους Έλληνες, χρόνους, αυξανόταν σε βάθος και πλάτος, όσο ο Πολιτισμός ανέβαινε και συναντούσε, μέσα και πάνω από τη μορφή, την ουσία κι ακόμη πιο πάνω, την αιτία της ουσίας, τόσο και η γλώσσα πλουτιζόταν, τόσο και πλησίαζε περισσότερο στη συναρμογή της λέξης με την Αλήθεια και το Ωραίο.
Ο Αριστοτέλης ορίζει ως αφετηρία της διανόησης την εκστατική θέα του Κόσμου, την απορία: « Διά το θαυμάζειν οι άνθρωποι και νυν και το πρώτον ήρξαντο φιλοσοφείν». 'Έτσι, η διάνοια προχωρεί από τον συσχετισμό των παραστάσεων που εκτιμά τις σχέσεις φαινομένων και συμβαινόντων, στο σχηματισμό συνειρμών, λογικών ακολουθιών και αναβαθμών, που φθάνουν, ύστερα από ενδελεχή στοχασμό, στη σύλληψη Ιδεών.
Η μουσική διάρθρωση της Ελληνικής Γλώσσας, μαρτυρεί τη δομή του Πνευματικού Κόσμου των λαών αυτής της χώρας, σαν γενικό χαρακτηριστικό όλων των φύλων που την κατοίκησαν συνεχώς για χιλιετίες. Και το φανερό τούτο κριτήριο, ενδεικνύει την εθνική ομοιογένεια αυτών, καθώς μάλιστα, αντιστοιχεί και κατευθύνει και προς τις άλλες σφαίρες της κοινής συνείδησης, όπως εκδηλώνεται αδιάβλητα από το σύνολο των έργων που συνιστούν τον πολιτισμό τους.
Όπως παρατηρεί ο Ferdinand de Saussure[3]στο έργο του «Cours de linguistique générale » (Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας): «Η γλώσσα δεν είναι σύνολο συμβατικών σημείων, αλλά λειτουργία σύμφυτη με τη συνείδηση και την πνευματικότητα, δεν είναι απλή ομιλία αλλά λόγος, δηλαδή, οργανικό σύστημα, απαρτισμένο δομικό σύστημα». Και συνεχίζει ο Saussure: «η Γλώσσα είναι γιγαντιαίο δόμημα (structure) διαμορφωμένο από γενετικούς νόμους».
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δομή γενικά, φυσική ή πεποιημένη, δεν είναι στερεότυπο, αλλά δέχεται, και ίσως απαιτεί, πλαστική - αναπλαστική διαχείριση, δημιουργία εποικοδομημάτων αναλόγων των αναπλαστικών ακριβώς δυνατοτήτων της . Γι' αυτό και η Ελληνική, χάρις ακριβώς στη δομική σταθερότητα και συνοχή των ρυθμιστικών της κανόνων έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει, δίχως να διαταράσσεται το έδαφός της, πλήθος εκφραστικών μορφολογικών προσαρμογών. Γι' αυτό και αποδίδεται πάντοτε ίδια και πάντοτε άλλη, σε πληθώρα υφών του Λόγου. Και για τον ίδιο λόγο, Γραμματεία συστήθηκε μόνον Ελληνική. Επειδή, εν ολίγοις, έχει εκείνη την αιθερική, θα λέγαμε, ελαστικότητα, να υποδέχεται και να εκλύει τον τρόπο συγκίνησης, σκέψης, έκφρασης, ως προσωπικό πάσχειν και ποιείν. Άλλωστε, και το Πρόσωπο, ως συνέμφαση της ανθρώπινης ελευθερίας, σε τούτο τον τόπο ανεδύθη έναντι της καταστασιακής αγκύλωσης των μαζών, αλλού.
Σημαντικό μέρος, και μάλιστα αποκλειστικό έως τον 6ο-5ο αι. π.Χ, αυτής της Γραμματείας, όσης βέβαια διασώθηκε και περιήλθε σ' εμάς, κατέχει ο έμμετρος ποιητικός λόγος. Μουσικότητα, σαφήνεια, αρτιότητα, λιτότητα και πλούτος ασύγκριτος σε αριθμό στοιχείων του λόγου, που «βλέπει» πάντοτε στην αρμονική (= αληθή) διατύπωση των νοημάτων, των ιδεατών σημαινομένων μακρινών, αφανών, αδήλων στην αίσθηση, όσο και στην έκφραση, την ωραία και αυστηρή, λεπτών και βαθιών διανοημάτων και συγκινήσεων.
Τα ριζικά (γενετικά) αυτά γνωρίσματα της γλώσσας μας, αρκούν, ίσως, για να τεκμηριώσουν το ότι το Έθνος των Ελλήνων ακόμη και στην καθημερινή, επικοινωνιακή ομιλία του, τραγουδούσε, πλαστουργούσε λόγο ποιητικό και ανάλογη συνείδηση. Και η ποιητική και μουσική αυτή δύναμη που ενυπάρχει στο βάθος της ψυχής των Ελλήνων, ενθαρρύνεται από τη γλώσσα αλλά και κινείται και αναθερμαίνεται από υψηλά ή ισχυρά συναισθήματα που τόσο καλά γνωρίζει αυτός ο λαός, όπως η φιλοπατρία, τα πολεμικά κλέη, ο έρωτας........ Παλμός, Ρυθμός, Μέτρο και Μελωδία, ενδημούσαν εξ αρχής στην γλώσσα. Ήταν, λοιπόν, αισθητικά φυσικό και εύληπτο και αναγκαίο, ο λόγος, που απευθυνόταν στην κοινή συνείδηση, είτε από χείλη «ενθέων ανθρώπων» είτε από κάποιον χορό κοινοτικό, να έχει μορφή οργανικά δυναμική, ικανή να παρακινήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη του στοχασμού και του Λόγου. Και ο Λόγος έπρεπε, για όλα τα παραπάνω, αλλά και χάριν της προσωπικότητας αφ' ενός, και του αγώνα για την αληθή σύσταση λόγου και νοημάτων, αφ' ετέρου, να είναι εύπλαστος, κομψός, αλλά και ανάλογος του περιεχομένου του.
Έτσι αναδύθηκε η Τέχνη του Λόγου στη χώρα μας, που, είτε στον ποιητικό, είτε στον πεζό λόγο κατατάσσονται τα έργα της (όσα σώθηκαν άλλωστε), είναι πάντοτε, κατά την πνοή τους τουλάχιστον, ποιητικά. Βέβαια, προϊόντος του χρόνου, και το Μέτρο και ο Ρυθμός υπεχώρησαν, η προσωδία εξέλιπε κατά το μάλλον, από τον 4ο ήδη, προχριστιανικό αιώνα[4].
Ε ν τούτοις, οι ελλόγιμοι άνθρωποι διετήρησαν, τουλάχιστον στον γραπτό λόγο, αυτές τις αξίες με τα «μουσικά» σημεία της (πολυτονικής λεγόμενης) στίξεως. Αλλά ο Λαός τις διατηρεί ζωντανές, σε πείσμα και καθ' υπέρβαση των συνθλιπτικών ιστορικών εκπαιδευτικών παραδόξων.
Τα διάφορα είδη, οι μορφές του ποιητικού αρχαίου λόγου διακρίνονται ως εξής:
Έπος: Ηρωϊκό, διδακτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό.
Λυρική Ποίηση: Ελεγεία, ίαμβος, μελική, χορική.
Ρητορεία: (δικανική, παραινετική, πανηγυρική). Κατά ορισμένες εκτιμήσεις αντιστοιχεί στο Δράμα που είναι ποιητικό είδος από σύγκραση λυρικού και επικού στοιχείου και διαιρείται σε Τραγωδία, Κωμωδία και Σατυρικό Δράμα[5].
Η αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση ανέπτυξε και άλλα ποικίλα είδη, όπως: ο Νόμος (άσμα λειτουργικό προς τιμήν θεότητας), ο Ύμνος (λατρευτική έξαρση θεού), ο Θρήνος (νεκρικά μοιρολόγια), ο Υμέναιος (άσμα επιγαμήλιο), ο Παιάν (πολεμικό εμβατήριο ή και ευχαριστήρια λιτή-λιτανεία- προς θεό), ο Αίλινος (αγροτικό θρηνώδες άσμα), το Υπόρχημα (άσμα με ζωηρή όρχηση), ο Διθύραμβος (άσμα διονυσιακό ομαδικό με ζωηρές θορυβώδεις κινήσεις), το Προσόδιον (άσμα πομπικό), το Παρθένιον (χορικό άμα των παρθένων), το Εγκώμιον (έπαινος νεκρών ηρώων), ο Επίνικος (έπαινος νικητών Αγώνων), ο Χωλίαμβος (σύνθεση ιαμβικών στροφών που ο τελευταίος στίχος τους είναι σπονδείος), το Σκόλιο (άσμα επιτραπέζιο, συμποτικό, παροίνιο), το Επίγραμμα (σύντομο ποιητικό στιχούργημα ποικίλου περιεχομένου), οι Σίλλοι (σκωπτικοί εξάμετροι), το Κωμειδύλλιον (ελαφρά κωμωδία ειδυλλιακής υπόθεσης), ο Μίμος ή Παντομίμα (ατελές θεατρικό είδος στο οποίο επικρατεί η χειρονομία), το Ειδύλλιο (ποιμενικό, λυρικό είδος).
Αυτός ο τεράστιος πλούτος έντεχνου λόγου, ό, τι έχει σωθεί από τον Λόγο τον ανόθευτο, τον Ποιητικό, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την άφατη δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, στρεφόμενοι στις πηγές της. Κι έπειτα, να στοχαστούμε πόση σοβαρότητα χρειάζεται για την κατανόηση αυτής της δύναμης που συνεχίζει να τρέφει όσους τη ζητούν.
Ο Λόγος ήταν, σε κάθε περίπτωση έντεχνος επειδή η Ελληνική Γλώσσα δεν ήθελε να είναι πρόσκαιρη ή ελλειμματική στη διατύπωση των νοημάτων, ή απλώς χρηστική, αλλά απήχηση, αντήχηση και αντιφώνημα στην υπέρτατη Αρμονία των ζωοποιών και τροφών του Κόσμου δυνάμεων, φανερών και αφανών.
Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΟ
Λόγος σημαίνει και τέκνο, όσο και λίκνο. Ο Ελληνικός Λόγος, διευθυνόμενος, κρινόμενος και κατειλημμένος από τους κεραυνούς του λεπτότατου, θειότατου και ισχυρότατου ζωοποιού των πάντων - και της ψυχής και του νου και της συνείδησης του ανθρώπου- πνεύματος, αρθρώθηκε αυστηρά κι ευλαβικά, όσο και μοναδικά από τους ανθρώπους τούτης της γης, και ιδανικά, πρότυπα, από τους σοφούς της. Αυτοί οι σοφοί ιχνευτές του απώτατου νοήματος του Είναι, του Εγώ, του Εμείς, ζητητές της ομορφιάς στην Αλήθεια, για τούτο βαθύτατα ευσεβείς ονομάζοντο μέχρι τον 6ο-5ο προχριστιανικό αιώνα Ποιητές. Αργότερα τους είπαν Θεολόγους - γιατί ζητούσαν την αλήθεια σε άφθαρτες Αρχές- ή Φιλοσόφους.
Γράφει ο Ιεροφάντης και Επόπτης του Μαντείου των Δελφών Πλούταρχος στο έργο του «Περί του μη χράν , έμμετρα νύν την Πυθίαν»(1ος μ.Χ. αι): «Πρότερον μεν εν ποιήμασι εξέφερον οι φιλόσοφοι τα δόγματα και τους λόγους, ώσπερ Ορφεύς και Ησίοδος και Παρμενίδης και Ξενοφάνης και Εμπεδοκλής....» και ακόμη λέγει ότι ο Σιμωνίδης [6]αποκαλεί την Κλειώ[7] αγνήν επόπτρια του καθαρτηρίου ύδατος, « ...την Κλειώ προσειπών αγνάν επίσκοπον χερνίβων». Επίσης λέγει: «......τας δε Μούσας ιδρύσαντο παρέδρους της μαντικής δια την εν μέτροις και μέλεσιν χρησμωδίαν» δηλαδή, τοποθέτησαν τις Μούσες παρέδρους της μαντικής διότι η χρησμοδοσία εδίδετο με μέτρο και μελωδία. Και συνεχίζει μελαγχολικά: «....περί της αιτίας, η πέπαυκε την Πυθίαν εν έπεσι και μέτροις άλλοις θεσπίζουσαν.....ως δυοίν θάττερον, ή της Πυθίας τω χωρίω μη πελαζούσης, εν ω το θείον εστίν, ή του πνεύματος παντάπασιν απεσβεσμένου και της δυνάμεως εκλελοιπυϊας» δηλαδή, «......σχετικά με την αιτία λόγω της οποίας έπαυσε η Πυθία να χρησμοδοτεί σε επικό ή άλλο μέτρο.... είναι ένα από τα δύο: ή η Πυθία δεν πλησιάζει την θεότητα, ή το πνεύμα σβήστηκε και η δύναμη χάθηκε» περιγράφοντας λακωνικά την παρακμιακή κατάσταση που βίωνε, ( πόσο αλήθεια μοιάζει με την δική μας!), και η οποία εκδηλωνόταν και με την υποχώρηση του έμμετρου ποιητικού λόγου. Υποχώρηση που σηματοδοτούσε και την αλλοίωση και την συντελούμενη, πριν από την εποχή του Πλουτάρχου (1ος αι. μ.Χ.) ήδη, αποξήρανση της γλώσσας με την απώλεια του έμμετρου λόγου, λόγω και της αλλαγής του τρόπου ζωής που άλλαζε μαζί με τις τύχες και την φύση των ανθρώπων. Λέγει δε χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος περιγράφοντας την υπάρχουσα κατάσταση: «.....του λόγου συμμεταβαλλόντος άμα και συναπολυομένου κατέβη μεν από των μέτρων ώσπερ οχημάτων η ιστορία και τω πεζώ μάλιστα του μυθώδους απεκρίθη το αληθές, φιλοσοφία δε το σαφές και διδασκαλικόν ασπασαμένη μάλλον ή το εκπλήττον δια λόγων εποιείτο την ζήτησιν....» δηλαδή: καθώς άλλαζε, και ταυτόχρονα χανόταν, ο τρόπος εκφοράς του λόγου, κατέβηκε η αφήγηση από τον έμμετρο (τρόπο) σαν να κατέβηκε από άρμα, και πεζή (με πεζό λόγο) υποκατέστησε με το πραγματολογικό (ρεαλιστικό) το μυθώδες, ενώ η φιλοσοφία, αφού προτίμησε την κυριολεξία και τον σχολαστικό τρόπο από τον θαυμασμό που προκαλεί ο (ποιητικός) λόγος συνέχισε έτσι την έρευνα της.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Όσο, όμως, κι αν τα ιστορικά παράδοξα εστόμωναν για λίγο το πνεύμα του Έθνους μας και τον Λόγο του, η χρυσή κλωστή της μνήμης και της έξεως χιλιετιών δεν εφθείρετο. Όσο, και όπως, οι Έλληνες δημιουργούσαν πολιτισμό, εξεικονίζοντας την ψυχή τους και το πνευματικό τους όραμα, ο λόγος τους έστεφε κάθε άλλο έργο, πάντα ποιητικός, πάντα αληθινός. Όσο κι αν αλλοιώθηκε η γλώσσα του, το πνεύμα του έμεινε σώο, σώζοντας τις δομικές της ρυθμίσεις, πλαστουργώντας έμμετρο λόγο, ρυθμικό και ποιητικό. Λόγο μαιευτικό της ουσίας και του καθόλου. Σύνθεση πολυεπίπεδη του νοήματος (ατομικό- συλλογικό- θείο- ανθρώπινο- φυσικό- ψυχικό, ιστορικό, κοσμικό) συμβολική, αλληγορική, υπαινικτική αλήθεια, όπως η αλήθεια του θεού[8], καθαρτήρια, ιαματική, απελευθερωτική και συνεκτική φανερών και αφανών (σαν συμπαντική σήραγγα στον Αιθέρα). Και ήταν οι ποιητές έξαρχοι του ψυχικού θιάσου του Έθνους μας, οδηγητές σε κάθε του άλμα προς το φως, Ηνίοχοι του Πηγάσου που έχει για φάτνη και ορμητήριό του το Ελληνικό Κοινοσυνειδησιακό Είναι.
Ο Πλούταρχος, που ζούσε την άχαρη, την καταθλιπτική, τότε όπως και τώρα, περίοδο της Ιστορίας μας, όταν η Ελευθερία και η Γλώσσα φάνταζαν τελειωμένα, ή μάλλον ισοπεδωμένα στο χάος, των ημερών εκείνων μας το είπε ήδη: «....επεί δε του βίου μεταβολήν .....του λόγου συμμεταβαλλόντος και συναπολυομένου κατέβη μεν από των μέτρων ώσπερ οχημάτων η ιστορία....». Αλλά αυτός εδώ ο Λαός, πετούσε χρόνους πολλούς με το όχημα του Καλού Λόγου. Και σκλάβος ακόμη, και στερημένος των Μουσών του τα δώρα επίσημα και δημόσια, τα εύρισκε μέσα στη Μνήμη και τα Δίκαιά του, τα άγραφα κι άσβηστα: «ουδέν από ποιητικής λόγω χρησιμότερον υπάρχει του δεθέντα μέτροις τα φραζόμενα και συμπλακέντα μάλλον μνημονεύεσθαι και κρατείσθαι»: αυτά ήταν τα ιερά και τα ψηλότερα· Μέτρο και μνήμη. Και τα κράτησε, με τη Λέξη, με το Ρυθμό, τη Μελωδία. Το Δημοτικό μας Τραγούδι- όλη μαζί η οικουμένη δεν έχει να παρουσιάσει ούτε ένα μέρος από την ποικιλία των δημοτικών μας ρυθμών και δρόμων - ήταν το ακριβώτερο από τα γεννήματα του νέου Ελληνικού Πολιτισμού. Και οι Ποιητές μας, έως προσφάτως, έως την επέλαση του φιλοτομαρικού ωχαδερφισμού και της σημαιοστολισμένης με χαρτιά ειδικοτήτων αμορφωσιάς, ήσαν ταγοί του Λαού μας και της μυσταγωγίας του.
Στη μέση της γερμανικής κατοχής, επί παραδείγματι, κανείς δεν θα μπορούσε να ξεσηκώσει, νεκρός ο ίδιος, σύσσωμο τον λαό της Αθήνας- και τις καρδιές όλης της χώρας, παρά ο Παλαμάς υμνούμενος από τον εκρηκτικά ζωντανό στο πλάϊ του Σικελιανό, τον άγγελο μιας Οικουμένης Ελληνικής.
Η Ποίηση είναι εξαγνιστική. Και ο Ποιητής έχει ευθύνη και δύναμη. Η ψυχή του χωρεί των όλων την ψυχή. Για τούτο, κι όταν μιλάει για τον εαυτό του, μιλάει για όλους. Είναι ο Αίρων τα Πάθη του Κόσμου, ο Ιερός Βασιλιάς και Αρχιερέας του λαού των ψυχών, ο Κομιστής των Ιδεών πέρα από την Ιστορία, τις συγκρίσεις, τις όποιες αλλοιώσεις. Είναι ο σπέρμειος των νοερών λόγων στα επίγεια .
Το πνεύμα ζωπυρώνεται όταν στη σχέση όλων των μερών της ψυχικής μας τετρακτύος δεσπόζει ο Λόγος ως συνέμφαση της διάνοιας εκείνης που ζητεί την Αλήθεια μέσα και πέρα από τα φαινόμενα, και προπάντων πέρα από στερεότυπες και για τούτο ασταθείς και εύθραυστες κατασκευές χρηστικής κατευθύνσεως, αφ' ενός, και, αφ' ετέρου, μιας αισθητικής έκφρασης τόσον ωραίας, ώστε η ανθρώπινη λαλιά ν' αντιφωνεί άξια τον βαθύτατο Ρυθμό και την μυστική Αρμονία, όλη την ατέρμονη Μελωδία του Κόσμου. Του Κόσμου που είναι θεμελιωμένος στις δυνάμεις της Αρετής και της Τελειότητας[9].
(Σε συνέχεια και συνάφεια του κειμένου αυτού θα ακολουθήσουν αναφορές στους προομηρικούς Ποιητές).
Μαρία Ιω. Σίδερη
Απρίλιος 2011
[1] Κάθε απόπειρα προσδιορισμού αυτού του «πριν» σε χρονολογικά σημεία ενέχει εκ των πραγμάτων τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και του λάθους, γι' αυτό και είναι προτιμώτερη η χρήση ακαδημαϊκών εκφράσεων όπως: «χρονικά ασύντακτες εποχές» ή απλώς «αρχαιότατα» (πρόσωπα ή γεγονότα).
[2] Αντίθετα οι σημιτικές γραφές (Αραβική, Εβραϊκή) αγνοώντας τα φωνήεντα, άφηναν τον αναγνώστη να καταλάβει από τα συμφραζόμενα ποια φωνήεντα έπρεπε να προσθέσει. Τα φωνήεντα για τους Σημίτες είχαν ρόλο συμπληρωματικό ενώ τα σύμφωνα καθοριστικό, κάτι που «ταίριαζε και με το πνεύμα της γλώσσας τους». (βλ. Εφη Πολυγιαννάκη: «Ο Δίσκος της Φαιστού μιλάει Ελληνικά- Η Γένεσις του Αλφαβήτου από τις Γραμμικές Γραφές» εκδ. Γεωργιάδη και Unesco «Ιστορια της Ανθρωπότητος» κεφ. Γλώσσες και Συστήματα Γραφής).
[3] Ελβετός γλωσσολόγος (1857-1913) . Στο τελευταίο του έργο με τίτλο «anagrammes» αναπτύσσει την θέση ότι η ποιητική γλώσσα είναι αυτόνομος κώδικας επικοινωνίας.
[4] Τότε υποχώρησε ο μουσικός τόνος εκφοράς και υπερίσχυσε ο δυναμικός- τονικός. Ο πρώτος διατηρήθηκε σε μερικά νότια ιδιώματα (Κρήτης, Κύπρου).
[5] Είναι, ως γνωστόν, το 4ο μέρος μιας (τραγικής) τριλογίας, με χορό Σατύρων και θέμα σκωπτικό θεών και ηρώων, για να απαλύνει τους θεατές από το ψυχολογικό βάρος των «παθημάτων» της Τραγωδίας.
[6] Ο περίφημος λυρικός ποιητής.
[7] Την Μούσα της επικής ποιήσεως
[8] «Ο Άναξ ου το μαντείον εστί το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» μας λέγει ο Ηράκλειτος.
[9] Ιεροί λόγοι,Συλλογή Otto Kern.
schizas.com
«Η ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΟΙΗΣΙΣ ΜΑΛΛΟΝ ΤΑ ΚΑΘΟΛΟΥ, Η ΔΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑ ΚΑΘ' ΕΚΑΣΤΟΝ ΛΕΓΕΙ» Αριστοτέλης.
Ο λόγος για την ποίηση πληθαίνει όταν στυγνές, άλλες, φωνές, πράξεις και ύφη, διατρανώνουν έναν τρόμο δίχως τέλος που απειλεί τον λαό μας: φτώχια και, το χειρότερο, δουλεία, άλωση της χώρας, ύβρεις και προσβολές, με ένδυμα διάτρητο, βέβαια, κατά το Δίκαιο και τη Νομιμότητα.
Άλαλος ο Λαός μας μπροστά σ' αυτήν την βαρβαρότητα, αλαζονική ως της αρμόζει, δίχως κανένας να αρθρώνει πολιτικό λόγο υπεράσπισής του, στρέφεται αυθόρμητα στην πηγή του γνήσιου, άφθαρτου πνευματικού νάμματος που τον έθρεψε χιλιετίες, και μαζί του όλη την Οικουμένη, όσο αυτή μπορούσε να δεχθεί μια τέτοια τροφή: το νέκταρ του πνεύματος και του καλλίστου λόγου. Του λόγου που είναι διαπλασμένος από την ίδια τη γλωσσική δομή του στη μορφή της Ποιήσεως.
Η Ποίηση είναι η αισθητική έκφραση της Ιδέας, αποτύπωση του Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού, με αξία ακατάλυτη. Περιφρουρεί τη σφαιρική ενότητα της ψυχής, έχει δύναμη μορφογενετική, βρίσκεται παντού, είναι ο ρυθμός της ανθρώπινης καρδιάς- και της καρδιάς του Κόσμου σε ανταπόκριση.
Πλήθος αρχαίες πηγές μίλησαν στο παρελθόν, και τα γραπτά και οι μαρτυρίες τους μας μιλούν ακόμη, για κάποιες ισχυρές διάνοιες που αποκρυστάλλωσαν, με τον γραπτό ή τον προφορικό λόγο, όχι μόνον θρύλους, παραδόσεις, αλλά και τις «ιερές τέχνες» της προϊστορικής (καθ' ημάς) Ελλάδας, μιας εποχής που χάνεται σε απροσδιόριστα χρονολογικά βάθη, και ενός τρόπου σκέψης, της Ελληνικής Σκέψης, που ενώ συνεχίστηκε αδιάκοπα, από ένα λαό υπερήφανο μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, υφίσταται ολομέτωπη επίθεση στις μέρες μας, τόσο ο Λαός όσο και η Σκέψη του, με στόχο την αλλοτρίωση και την τελική άλωση.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Ποιοι και πόσοι ήσαν αυτοί που με διάφορες μορφές έμμετρου λόγου, αυστηρά καθορισμένες, άλλοτε αινούσαν «τα κλέα θεών και ανθρώπων», άλλοτε απεκάλυπταν αλήθειες υπερβατικές, εγγύτατες αυτών που ονομάζονται και σήμερα επιστήμες, αλλά υφασμένες πάντοτε με πνεύμα αρετής, άλλοτε πάλι εξέφραζαν τα συναισθήματα και τους λογισμούς τους, άλλοτε υμνούσαν τη Φύση- «φαινομένη τ' αφανή», τους νόμους και τις άδηλες Αρχές, και άλλοτε εκθείαζαν ημίθεους, νύμφες, ήρωες; Η παλαιότητα των σωζομένων ονομάτων, η μορφή και το περιεχόμενο των σπαραγμάτων του λόγου τους, μας επιτρέπουν την αναγωγή του αριθμού τους στο σύνολο, κατ' αρχάς, των ανθρώπων που συγκροτούσαν τις κοινότητες του Χρυσού Γένους. Αναφερόμαστε στο σύνολο τους , γιατί η σχετική παράδοση περιγράφει έναν ανθρώπινο πολιτισμό στον οποίο τα κυρίαρχα και απόλυτα στοιχεία ήταν η ειρήνη και η έλλειψη κάθε συγκρούσεως, διαπροσωπικής ή συλλογικής, τοπικής και μη, καθώς και η κοινότητα παντός αγαθού, επομένως και της κουλτούρας στο σύνολό της.
Είναι φανερό πως όλοι οι μεγάλοι στοχαστές, όλων των εποχών, έχουν ως ιδεώδες πρότυπο τον βίο και την κοινωνική ζωή εκείνου του Γένους. Ας σημειωθεί πως, ασχέτως του πως το χαρακτηρίζουμε εμείς- οι άνθρωποι του εσχάτου σταδίου του Σιδηρού Γένους- το Χρυσό Γένος ήταν για τη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων πραγματικότητα, ιστορικό δεδομένο.
Οπωσδήποτε, πάντως, η αναφορά σ' αυτό δεν είναι επινόηση του Ησιόδου, αλλά συνέβη να διασωθεί ο λόγος εκείνου προς εμάς. Τούτο φαίνεται και από τον ευθύ, κατηγορηματικό τύπο του έπους «Έργα και Ημέραι», αλλά και από τους κανόνες του διδακτικού έπους γενικότερα, που απαγορεύουν συμπλοκή φαντασιακών στοιχείων- όχι κρίσεων- στο ιστορικό ή ηθικό, ή κοινωνικό κ.λπ. περιεχόμενό του.
Αργότερα, ό, τι θα είχε την αξία του κοινού αγαθού και πρωτίστως η έντεχνη χρήση της γλώσσας ως μορφή ήδη διακριτή κατά τα είδη της, περιορίστηκε ως απόρρητο αντικείμενο και προνόμιο ειδικό, στους κόλπους των ιερατικών- βασιλικών γεννών. Γι' αυτό και οι αρχαιότατοι ποιητές που τα ονόματά τους σώζονται ως εμάς, έχουν αυτές ακριβώς τις ιδιότητες: του βασιλέως- ιερέως. Πάντως, όποια μέθοδο και αν ακολουθήσει κάποιος, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να παραγνωρισθεί το γεγονός πως πολύ πριν τον Όμηρο[1] η Τέχνη της Ποιήσεως ως μοναδικός τρόπος εκφοράς επίσημου έντεχνου λόγου, ήταν ήδη συγκερασμένο και διακεκριμένο κατά είδη, σύστημα του κύριου εκφραστικού μέσου του ανθρώπου: της Γλώσσας. Ας μείνει δίχως σχόλια ότι το αντίθετο (δηλαδή ότι η ποίηση στην Ελλάδα εμφανίστηκε με τον Όμηρο) θα ήταν λογικά και πραγματολογικά αδύνατον· ας μείνει αυτό τούτο το διδόμενο ως μέτρο αξιολογήσεως του προϊστορικού Πολιτισμού της χώρας αυτής, που ονομάστηκε Ελλάδα.
Σημείο αψευδές, πως ό, τι αργότερα ονομάσθηκε Ελληνικό θαύμα- αλλά όχι πολύ στενά θεωρούμενο, όπως συνήθως συμβαίνει, τυπικώς ή ουσιωδώς- δεν γεννήθηκε σε μια μέρα, και δεν έζησε μερικούς αιώνες μόνον, είναι η άρση της Γλώσσας, που όπως λέγει ο Νίτσε «είναι το πρωτόγονο τραγούδι ενός λαού», σε Λόγο, δηλαδή σε εξελιγμένο και πάντοτε δεσπόζον στοιχείο πολιτισμού, σε οργανικό μέλος της ανθρώπινης οντότητας, σε θησαυρό της Μνήμης που συνάπτεται προς την αλήθεια.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ
Ένας πρώτος στόχος επιθέσεως κατά του Έθνους μας, που άρχισε να εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, είναι η Γλώσσα. Γιατί έχει δύναμη. Τη δύναμη του Λόγου ως μέσου εκφοράς της Σκέψης και ως φορέως και εγγυητή της Ιστορικής Μνήμης.
Εδώ η γλώσσα έλαβε τη μορφή έναρθρης φωνής, εφ΄ όσον τα φωνήεντα ετέθησαν ως σύμπλοκα συνεχείας, στάσεως και δυνάμεως μεταξύ των κατ' εξοχήν μιμητικών των φυσικών ήχων- άρα πρωτογόνων- συμφώνων. Οι Έλληνες επινόησαν ένα σύστημα γραφής, άγνωστο προηγουμένως-το αλφαβητικό- ως εξέλιξη την γραμμικών- συλλαβικών (Κρητομηκυναϊκου, Κυπριακού κ.λπ.) δίνοντας απίστευτη ώθηση στον γραπτό λόγο με τη χρήση μόνον 28 σημείων. Δημιουργώντας και τα φωνήεντα (μακρά και βραχέα) που στην ελληνική γλώσσα έπαιξαν σημαντικό ρόλο, ειδικά στις καταλήξεις, και κατέστησαν δυνατή την ανάλυση μιας λέξεως στα στοιχεία της δίνοντας της και σαφήνεια και ακρίβεια[2].
Εδώ ,λοιπόν, η Γλώσσα, ως Λόγος, ανεδείχθη σε πνευματική μορφή, γέννημα του άνθους της ψυχής και της διανοίας των ανθρώπων αυτής της Γης. Ως συνέμφαση, εξ άλλου, όλης της ψυχοδιανοητικής κλίμακας και της εκφράσεως του τρόπου διατυπώσεως των ψυχικών συμβαινόντων και των διανοητικών συλλήψεων, ο Ελληνικός Λόγος, παρουσιάζει και τον τρόπο και το ποιόν και το πάσχειν και το ποιείν κι αυτή την ιδιαίτερη ουσία- την άδηλη δύναμη ή δέσμη δυνάμεων- που χαρακτήριζαν τους γεννημένους από την Ελληνική Γη και τον Ελληνικό Ουρανό. Κι εκείνο που φανερώνεται, είναι ένα Ποιητικό είδος ανθρώπου, με ανάλογη στάση και κίνηση προς το Είναι και το Εγώ. Στάση και κίνηση που ζητούν την Αλήθεια, την Αρμονία και την Ισορροπία και στον κόσμο των φαινομένων και στον κόσμο των αφανών. Δηλαδή, και στη Φύση, σε σύνθεση με την ανθρώπινη ιστορία, και στις μυστικές, πέραν της Ιστορίας των Ανθρώπων, Πηγές και Αιτίες των Πάντων.
Η Γλώσσα, ως Λόγος Ελληνικός, παρουσιάζει, τέλος, ένα μοναδικό- και μοναχικό, «ανάδελφο»- είδος ανθρώπου, που πέρα από τον κλωβό του «ανθρωποκεντρισμού», ανοιχτός όπως κάθε τι που ζει και εξελίσσεται, στα νέα στοιχεία που γεννά η Αλήθεια, έφθασε ν' αναπτύξει διάνοια ρωμαλέα και λεπταίσθητη συνείδηση πλούσια σε πόρους προς τα αψηλάφητα άδυτα της ψυχής, απ' όπου αντλεί, ερμηνεύει κι αποκαθιστά στο φως σκοτεινές, αναπόφαντες αγωνίες. Το κριτικό Πνεύμα απελευθερώνεται από τα στενά αυτοαναφορικά όρια του ανθρώπινου Είναι, ατομικού ή συλλογικού και γίνεται δίαυλος απ' όπου περνούν στον Καρδιαίο Νου, όντα και νοήματα Ιδανικά.
Η ρωμαλέα και λεπταίσθητη αυτή συνείδηση είναι ικανή να εκφράζεται με το ανθό του αληθούς λόγου: την Ποίηση. Η Ποίηση ως περιεχόμενο ή αξία δεν χωρεί σε ορισμούς , υπερβαίνει την κατατακτήρια λογι(στι)κή, υπερβαίνει τη δυνατότητα κάθε εμπλαισίωσης.
Εν τούτοις, το Ελληνικό Πνεύμα, η πανάρχαιη Ελληνική Ποίηση σε κάθε ειδική κατά τη μορφή και το θέμα έκφανσή της, διαστέλλει την αφηγηματική αναφορά σε απειρόσημο σημαίνον, διευρύνει την κυριολεξία σε πολύπτυχο υπαινιγμών, αναπτύσσει την αφήγηση σε βαθμίδες κλίμακας μυσταγωγικής. Και τούτο μπορεί να γίνεται μόνο με όπλο τον Ελληνικό Λόγο, που κάθε λέξη του είναι μια πλούσια αναβάθμιση της σημασίας, και με πηγή την Ελληνική Σκέψη, αυστηρή και αισθαντική όπως είναι η χώρα μας, σαν πρόσωπο θεού, πολύμορφο, πολυδύναμο... Στην Ελλάδα συστήθηκε η μετρική ποιητική τέχνη, που είναι παρέκταμα της εγγενούς στην Ελληνική Γλώσσα προσωδίας.
Η γλώσσα των λαών αυτής της χώρας ανεδείχθη, σε ιστορικά ασύντακτους χρόνους, σε ανεξάντλητο τρόπο συνεκφοράς της διάνοιας και της έκφρασης. Η διάνοια, ως βασικός και δεσπόζων όρος της συνείδησης, ανέρχεται προς της εντέλειά της έχοντας σχέση συνεχούς διάδρασης- ανάδρασης με την εξωτερίκευσή της, τον λόγο, που την παρουσιάζει ως σύνθετη πνευματική λειτουργία.
Ο λόγος είναι ο ανθός , ο αιθέρας της διανοητικής κλίμακας, που, σε γενικές γραμμές έχει τις εξής βαθμίδες:
· Αίσθημα- αντίληψη-παράσταση- εποπτεία- γνώση ως εμπειρία.
· Έννοια- κρίση- συλλογισμός- κατανόηση ως επιστήμη.
· Λόγος, δηλαδή διαλεκτική διείσδυση και υπέρβαση στο νοητό πεδίο, πέρα του αισθητού, Ιδέα κατά το Είναι, το Γίγνεσθαι, το Δέον, Αξία- Φιλοσοφία.
Ειδικά ο Ελληνικός Λόγος βρίσκεται σε αναγκαία συνάφεια με την Ελληνική Σκέψη. Όσο αυτή η αναγωγή, σε κάποιους παλαιούς ήδη, για τους καθ' ημάς «αρχαίους Έλληνες, χρόνους, αυξανόταν σε βάθος και πλάτος, όσο ο Πολιτισμός ανέβαινε και συναντούσε, μέσα και πάνω από τη μορφή, την ουσία κι ακόμη πιο πάνω, την αιτία της ουσίας, τόσο και η γλώσσα πλουτιζόταν, τόσο και πλησίαζε περισσότερο στη συναρμογή της λέξης με την Αλήθεια και το Ωραίο.
Ο Αριστοτέλης ορίζει ως αφετηρία της διανόησης την εκστατική θέα του Κόσμου, την απορία: « Διά το θαυμάζειν οι άνθρωποι και νυν και το πρώτον ήρξαντο φιλοσοφείν». 'Έτσι, η διάνοια προχωρεί από τον συσχετισμό των παραστάσεων που εκτιμά τις σχέσεις φαινομένων και συμβαινόντων, στο σχηματισμό συνειρμών, λογικών ακολουθιών και αναβαθμών, που φθάνουν, ύστερα από ενδελεχή στοχασμό, στη σύλληψη Ιδεών.
Η μουσική διάρθρωση της Ελληνικής Γλώσσας, μαρτυρεί τη δομή του Πνευματικού Κόσμου των λαών αυτής της χώρας, σαν γενικό χαρακτηριστικό όλων των φύλων που την κατοίκησαν συνεχώς για χιλιετίες. Και το φανερό τούτο κριτήριο, ενδεικνύει την εθνική ομοιογένεια αυτών, καθώς μάλιστα, αντιστοιχεί και κατευθύνει και προς τις άλλες σφαίρες της κοινής συνείδησης, όπως εκδηλώνεται αδιάβλητα από το σύνολο των έργων που συνιστούν τον πολιτισμό τους.
Όπως παρατηρεί ο Ferdinand de Saussure[3]στο έργο του «Cours de linguistique générale » (Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας): «Η γλώσσα δεν είναι σύνολο συμβατικών σημείων, αλλά λειτουργία σύμφυτη με τη συνείδηση και την πνευματικότητα, δεν είναι απλή ομιλία αλλά λόγος, δηλαδή, οργανικό σύστημα, απαρτισμένο δομικό σύστημα». Και συνεχίζει ο Saussure: «η Γλώσσα είναι γιγαντιαίο δόμημα (structure) διαμορφωμένο από γενετικούς νόμους».
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δομή γενικά, φυσική ή πεποιημένη, δεν είναι στερεότυπο, αλλά δέχεται, και ίσως απαιτεί, πλαστική - αναπλαστική διαχείριση, δημιουργία εποικοδομημάτων αναλόγων των αναπλαστικών ακριβώς δυνατοτήτων της . Γι' αυτό και η Ελληνική, χάρις ακριβώς στη δομική σταθερότητα και συνοχή των ρυθμιστικών της κανόνων έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει, δίχως να διαταράσσεται το έδαφός της, πλήθος εκφραστικών μορφολογικών προσαρμογών. Γι' αυτό και αποδίδεται πάντοτε ίδια και πάντοτε άλλη, σε πληθώρα υφών του Λόγου. Και για τον ίδιο λόγο, Γραμματεία συστήθηκε μόνον Ελληνική. Επειδή, εν ολίγοις, έχει εκείνη την αιθερική, θα λέγαμε, ελαστικότητα, να υποδέχεται και να εκλύει τον τρόπο συγκίνησης, σκέψης, έκφρασης, ως προσωπικό πάσχειν και ποιείν. Άλλωστε, και το Πρόσωπο, ως συνέμφαση της ανθρώπινης ελευθερίας, σε τούτο τον τόπο ανεδύθη έναντι της καταστασιακής αγκύλωσης των μαζών, αλλού.
Σημαντικό μέρος, και μάλιστα αποκλειστικό έως τον 6ο-5ο αι. π.Χ, αυτής της Γραμματείας, όσης βέβαια διασώθηκε και περιήλθε σ' εμάς, κατέχει ο έμμετρος ποιητικός λόγος. Μουσικότητα, σαφήνεια, αρτιότητα, λιτότητα και πλούτος ασύγκριτος σε αριθμό στοιχείων του λόγου, που «βλέπει» πάντοτε στην αρμονική (= αληθή) διατύπωση των νοημάτων, των ιδεατών σημαινομένων μακρινών, αφανών, αδήλων στην αίσθηση, όσο και στην έκφραση, την ωραία και αυστηρή, λεπτών και βαθιών διανοημάτων και συγκινήσεων.
Τα ριζικά (γενετικά) αυτά γνωρίσματα της γλώσσας μας, αρκούν, ίσως, για να τεκμηριώσουν το ότι το Έθνος των Ελλήνων ακόμη και στην καθημερινή, επικοινωνιακή ομιλία του, τραγουδούσε, πλαστουργούσε λόγο ποιητικό και ανάλογη συνείδηση. Και η ποιητική και μουσική αυτή δύναμη που ενυπάρχει στο βάθος της ψυχής των Ελλήνων, ενθαρρύνεται από τη γλώσσα αλλά και κινείται και αναθερμαίνεται από υψηλά ή ισχυρά συναισθήματα που τόσο καλά γνωρίζει αυτός ο λαός, όπως η φιλοπατρία, τα πολεμικά κλέη, ο έρωτας........ Παλμός, Ρυθμός, Μέτρο και Μελωδία, ενδημούσαν εξ αρχής στην γλώσσα. Ήταν, λοιπόν, αισθητικά φυσικό και εύληπτο και αναγκαίο, ο λόγος, που απευθυνόταν στην κοινή συνείδηση, είτε από χείλη «ενθέων ανθρώπων» είτε από κάποιον χορό κοινοτικό, να έχει μορφή οργανικά δυναμική, ικανή να παρακινήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη του στοχασμού και του Λόγου. Και ο Λόγος έπρεπε, για όλα τα παραπάνω, αλλά και χάριν της προσωπικότητας αφ' ενός, και του αγώνα για την αληθή σύσταση λόγου και νοημάτων, αφ' ετέρου, να είναι εύπλαστος, κομψός, αλλά και ανάλογος του περιεχομένου του.
Έτσι αναδύθηκε η Τέχνη του Λόγου στη χώρα μας, που, είτε στον ποιητικό, είτε στον πεζό λόγο κατατάσσονται τα έργα της (όσα σώθηκαν άλλωστε), είναι πάντοτε, κατά την πνοή τους τουλάχιστον, ποιητικά. Βέβαια, προϊόντος του χρόνου, και το Μέτρο και ο Ρυθμός υπεχώρησαν, η προσωδία εξέλιπε κατά το μάλλον, από τον 4ο ήδη, προχριστιανικό αιώνα[4].
Ε ν τούτοις, οι ελλόγιμοι άνθρωποι διετήρησαν, τουλάχιστον στον γραπτό λόγο, αυτές τις αξίες με τα «μουσικά» σημεία της (πολυτονικής λεγόμενης) στίξεως. Αλλά ο Λαός τις διατηρεί ζωντανές, σε πείσμα και καθ' υπέρβαση των συνθλιπτικών ιστορικών εκπαιδευτικών παραδόξων.
Τα διάφορα είδη, οι μορφές του ποιητικού αρχαίου λόγου διακρίνονται ως εξής:
Έπος: Ηρωϊκό, διδακτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό.
Λυρική Ποίηση: Ελεγεία, ίαμβος, μελική, χορική.
Ρητορεία: (δικανική, παραινετική, πανηγυρική). Κατά ορισμένες εκτιμήσεις αντιστοιχεί στο Δράμα που είναι ποιητικό είδος από σύγκραση λυρικού και επικού στοιχείου και διαιρείται σε Τραγωδία, Κωμωδία και Σατυρικό Δράμα[5].
Η αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση ανέπτυξε και άλλα ποικίλα είδη, όπως: ο Νόμος (άσμα λειτουργικό προς τιμήν θεότητας), ο Ύμνος (λατρευτική έξαρση θεού), ο Θρήνος (νεκρικά μοιρολόγια), ο Υμέναιος (άσμα επιγαμήλιο), ο Παιάν (πολεμικό εμβατήριο ή και ευχαριστήρια λιτή-λιτανεία- προς θεό), ο Αίλινος (αγροτικό θρηνώδες άσμα), το Υπόρχημα (άσμα με ζωηρή όρχηση), ο Διθύραμβος (άσμα διονυσιακό ομαδικό με ζωηρές θορυβώδεις κινήσεις), το Προσόδιον (άσμα πομπικό), το Παρθένιον (χορικό άμα των παρθένων), το Εγκώμιον (έπαινος νεκρών ηρώων), ο Επίνικος (έπαινος νικητών Αγώνων), ο Χωλίαμβος (σύνθεση ιαμβικών στροφών που ο τελευταίος στίχος τους είναι σπονδείος), το Σκόλιο (άσμα επιτραπέζιο, συμποτικό, παροίνιο), το Επίγραμμα (σύντομο ποιητικό στιχούργημα ποικίλου περιεχομένου), οι Σίλλοι (σκωπτικοί εξάμετροι), το Κωμειδύλλιον (ελαφρά κωμωδία ειδυλλιακής υπόθεσης), ο Μίμος ή Παντομίμα (ατελές θεατρικό είδος στο οποίο επικρατεί η χειρονομία), το Ειδύλλιο (ποιμενικό, λυρικό είδος).
Αυτός ο τεράστιος πλούτος έντεχνου λόγου, ό, τι έχει σωθεί από τον Λόγο τον ανόθευτο, τον Ποιητικό, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την άφατη δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, στρεφόμενοι στις πηγές της. Κι έπειτα, να στοχαστούμε πόση σοβαρότητα χρειάζεται για την κατανόηση αυτής της δύναμης που συνεχίζει να τρέφει όσους τη ζητούν.
Ο Λόγος ήταν, σε κάθε περίπτωση έντεχνος επειδή η Ελληνική Γλώσσα δεν ήθελε να είναι πρόσκαιρη ή ελλειμματική στη διατύπωση των νοημάτων, ή απλώς χρηστική, αλλά απήχηση, αντήχηση και αντιφώνημα στην υπέρτατη Αρμονία των ζωοποιών και τροφών του Κόσμου δυνάμεων, φανερών και αφανών.
Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΟ
Λόγος σημαίνει και τέκνο, όσο και λίκνο. Ο Ελληνικός Λόγος, διευθυνόμενος, κρινόμενος και κατειλημμένος από τους κεραυνούς του λεπτότατου, θειότατου και ισχυρότατου ζωοποιού των πάντων - και της ψυχής και του νου και της συνείδησης του ανθρώπου- πνεύματος, αρθρώθηκε αυστηρά κι ευλαβικά, όσο και μοναδικά από τους ανθρώπους τούτης της γης, και ιδανικά, πρότυπα, από τους σοφούς της. Αυτοί οι σοφοί ιχνευτές του απώτατου νοήματος του Είναι, του Εγώ, του Εμείς, ζητητές της ομορφιάς στην Αλήθεια, για τούτο βαθύτατα ευσεβείς ονομάζοντο μέχρι τον 6ο-5ο προχριστιανικό αιώνα Ποιητές. Αργότερα τους είπαν Θεολόγους - γιατί ζητούσαν την αλήθεια σε άφθαρτες Αρχές- ή Φιλοσόφους.
Γράφει ο Ιεροφάντης και Επόπτης του Μαντείου των Δελφών Πλούταρχος στο έργο του «Περί του μη χράν , έμμετρα νύν την Πυθίαν»(1ος μ.Χ. αι): «Πρότερον μεν εν ποιήμασι εξέφερον οι φιλόσοφοι τα δόγματα και τους λόγους, ώσπερ Ορφεύς και Ησίοδος και Παρμενίδης και Ξενοφάνης και Εμπεδοκλής....» και ακόμη λέγει ότι ο Σιμωνίδης [6]αποκαλεί την Κλειώ[7] αγνήν επόπτρια του καθαρτηρίου ύδατος, « ...την Κλειώ προσειπών αγνάν επίσκοπον χερνίβων». Επίσης λέγει: «......τας δε Μούσας ιδρύσαντο παρέδρους της μαντικής δια την εν μέτροις και μέλεσιν χρησμωδίαν» δηλαδή, τοποθέτησαν τις Μούσες παρέδρους της μαντικής διότι η χρησμοδοσία εδίδετο με μέτρο και μελωδία. Και συνεχίζει μελαγχολικά: «....περί της αιτίας, η πέπαυκε την Πυθίαν εν έπεσι και μέτροις άλλοις θεσπίζουσαν.....ως δυοίν θάττερον, ή της Πυθίας τω χωρίω μη πελαζούσης, εν ω το θείον εστίν, ή του πνεύματος παντάπασιν απεσβεσμένου και της δυνάμεως εκλελοιπυϊας» δηλαδή, «......σχετικά με την αιτία λόγω της οποίας έπαυσε η Πυθία να χρησμοδοτεί σε επικό ή άλλο μέτρο.... είναι ένα από τα δύο: ή η Πυθία δεν πλησιάζει την θεότητα, ή το πνεύμα σβήστηκε και η δύναμη χάθηκε» περιγράφοντας λακωνικά την παρακμιακή κατάσταση που βίωνε, ( πόσο αλήθεια μοιάζει με την δική μας!), και η οποία εκδηλωνόταν και με την υποχώρηση του έμμετρου ποιητικού λόγου. Υποχώρηση που σηματοδοτούσε και την αλλοίωση και την συντελούμενη, πριν από την εποχή του Πλουτάρχου (1ος αι. μ.Χ.) ήδη, αποξήρανση της γλώσσας με την απώλεια του έμμετρου λόγου, λόγω και της αλλαγής του τρόπου ζωής που άλλαζε μαζί με τις τύχες και την φύση των ανθρώπων. Λέγει δε χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος περιγράφοντας την υπάρχουσα κατάσταση: «.....του λόγου συμμεταβαλλόντος άμα και συναπολυομένου κατέβη μεν από των μέτρων ώσπερ οχημάτων η ιστορία και τω πεζώ μάλιστα του μυθώδους απεκρίθη το αληθές, φιλοσοφία δε το σαφές και διδασκαλικόν ασπασαμένη μάλλον ή το εκπλήττον δια λόγων εποιείτο την ζήτησιν....» δηλαδή: καθώς άλλαζε, και ταυτόχρονα χανόταν, ο τρόπος εκφοράς του λόγου, κατέβηκε η αφήγηση από τον έμμετρο (τρόπο) σαν να κατέβηκε από άρμα, και πεζή (με πεζό λόγο) υποκατέστησε με το πραγματολογικό (ρεαλιστικό) το μυθώδες, ενώ η φιλοσοφία, αφού προτίμησε την κυριολεξία και τον σχολαστικό τρόπο από τον θαυμασμό που προκαλεί ο (ποιητικός) λόγος συνέχισε έτσι την έρευνα της.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Όσο, όμως, κι αν τα ιστορικά παράδοξα εστόμωναν για λίγο το πνεύμα του Έθνους μας και τον Λόγο του, η χρυσή κλωστή της μνήμης και της έξεως χιλιετιών δεν εφθείρετο. Όσο, και όπως, οι Έλληνες δημιουργούσαν πολιτισμό, εξεικονίζοντας την ψυχή τους και το πνευματικό τους όραμα, ο λόγος τους έστεφε κάθε άλλο έργο, πάντα ποιητικός, πάντα αληθινός. Όσο κι αν αλλοιώθηκε η γλώσσα του, το πνεύμα του έμεινε σώο, σώζοντας τις δομικές της ρυθμίσεις, πλαστουργώντας έμμετρο λόγο, ρυθμικό και ποιητικό. Λόγο μαιευτικό της ουσίας και του καθόλου. Σύνθεση πολυεπίπεδη του νοήματος (ατομικό- συλλογικό- θείο- ανθρώπινο- φυσικό- ψυχικό, ιστορικό, κοσμικό) συμβολική, αλληγορική, υπαινικτική αλήθεια, όπως η αλήθεια του θεού[8], καθαρτήρια, ιαματική, απελευθερωτική και συνεκτική φανερών και αφανών (σαν συμπαντική σήραγγα στον Αιθέρα). Και ήταν οι ποιητές έξαρχοι του ψυχικού θιάσου του Έθνους μας, οδηγητές σε κάθε του άλμα προς το φως, Ηνίοχοι του Πηγάσου που έχει για φάτνη και ορμητήριό του το Ελληνικό Κοινοσυνειδησιακό Είναι.
Ο Πλούταρχος, που ζούσε την άχαρη, την καταθλιπτική, τότε όπως και τώρα, περίοδο της Ιστορίας μας, όταν η Ελευθερία και η Γλώσσα φάνταζαν τελειωμένα, ή μάλλον ισοπεδωμένα στο χάος, των ημερών εκείνων μας το είπε ήδη: «....επεί δε του βίου μεταβολήν .....του λόγου συμμεταβαλλόντος και συναπολυομένου κατέβη μεν από των μέτρων ώσπερ οχημάτων η ιστορία....». Αλλά αυτός εδώ ο Λαός, πετούσε χρόνους πολλούς με το όχημα του Καλού Λόγου. Και σκλάβος ακόμη, και στερημένος των Μουσών του τα δώρα επίσημα και δημόσια, τα εύρισκε μέσα στη Μνήμη και τα Δίκαιά του, τα άγραφα κι άσβηστα: «ουδέν από ποιητικής λόγω χρησιμότερον υπάρχει του δεθέντα μέτροις τα φραζόμενα και συμπλακέντα μάλλον μνημονεύεσθαι και κρατείσθαι»: αυτά ήταν τα ιερά και τα ψηλότερα· Μέτρο και μνήμη. Και τα κράτησε, με τη Λέξη, με το Ρυθμό, τη Μελωδία. Το Δημοτικό μας Τραγούδι- όλη μαζί η οικουμένη δεν έχει να παρουσιάσει ούτε ένα μέρος από την ποικιλία των δημοτικών μας ρυθμών και δρόμων - ήταν το ακριβώτερο από τα γεννήματα του νέου Ελληνικού Πολιτισμού. Και οι Ποιητές μας, έως προσφάτως, έως την επέλαση του φιλοτομαρικού ωχαδερφισμού και της σημαιοστολισμένης με χαρτιά ειδικοτήτων αμορφωσιάς, ήσαν ταγοί του Λαού μας και της μυσταγωγίας του.
Στη μέση της γερμανικής κατοχής, επί παραδείγματι, κανείς δεν θα μπορούσε να ξεσηκώσει, νεκρός ο ίδιος, σύσσωμο τον λαό της Αθήνας- και τις καρδιές όλης της χώρας, παρά ο Παλαμάς υμνούμενος από τον εκρηκτικά ζωντανό στο πλάϊ του Σικελιανό, τον άγγελο μιας Οικουμένης Ελληνικής.
Η Ποίηση είναι εξαγνιστική. Και ο Ποιητής έχει ευθύνη και δύναμη. Η ψυχή του χωρεί των όλων την ψυχή. Για τούτο, κι όταν μιλάει για τον εαυτό του, μιλάει για όλους. Είναι ο Αίρων τα Πάθη του Κόσμου, ο Ιερός Βασιλιάς και Αρχιερέας του λαού των ψυχών, ο Κομιστής των Ιδεών πέρα από την Ιστορία, τις συγκρίσεις, τις όποιες αλλοιώσεις. Είναι ο σπέρμειος των νοερών λόγων στα επίγεια .
Το πνεύμα ζωπυρώνεται όταν στη σχέση όλων των μερών της ψυχικής μας τετρακτύος δεσπόζει ο Λόγος ως συνέμφαση της διάνοιας εκείνης που ζητεί την Αλήθεια μέσα και πέρα από τα φαινόμενα, και προπάντων πέρα από στερεότυπες και για τούτο ασταθείς και εύθραυστες κατασκευές χρηστικής κατευθύνσεως, αφ' ενός, και, αφ' ετέρου, μιας αισθητικής έκφρασης τόσον ωραίας, ώστε η ανθρώπινη λαλιά ν' αντιφωνεί άξια τον βαθύτατο Ρυθμό και την μυστική Αρμονία, όλη την ατέρμονη Μελωδία του Κόσμου. Του Κόσμου που είναι θεμελιωμένος στις δυνάμεις της Αρετής και της Τελειότητας[9].
(Σε συνέχεια και συνάφεια του κειμένου αυτού θα ακολουθήσουν αναφορές στους προομηρικούς Ποιητές).
Μαρία Ιω. Σίδερη
Απρίλιος 2011
[1] Κάθε απόπειρα προσδιορισμού αυτού του «πριν» σε χρονολογικά σημεία ενέχει εκ των πραγμάτων τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και του λάθους, γι' αυτό και είναι προτιμώτερη η χρήση ακαδημαϊκών εκφράσεων όπως: «χρονικά ασύντακτες εποχές» ή απλώς «αρχαιότατα» (πρόσωπα ή γεγονότα).
[2] Αντίθετα οι σημιτικές γραφές (Αραβική, Εβραϊκή) αγνοώντας τα φωνήεντα, άφηναν τον αναγνώστη να καταλάβει από τα συμφραζόμενα ποια φωνήεντα έπρεπε να προσθέσει. Τα φωνήεντα για τους Σημίτες είχαν ρόλο συμπληρωματικό ενώ τα σύμφωνα καθοριστικό, κάτι που «ταίριαζε και με το πνεύμα της γλώσσας τους». (βλ. Εφη Πολυγιαννάκη: «Ο Δίσκος της Φαιστού μιλάει Ελληνικά- Η Γένεσις του Αλφαβήτου από τις Γραμμικές Γραφές» εκδ. Γεωργιάδη και Unesco «Ιστορια της Ανθρωπότητος» κεφ. Γλώσσες και Συστήματα Γραφής).
[3] Ελβετός γλωσσολόγος (1857-1913) . Στο τελευταίο του έργο με τίτλο «anagrammes» αναπτύσσει την θέση ότι η ποιητική γλώσσα είναι αυτόνομος κώδικας επικοινωνίας.
[4] Τότε υποχώρησε ο μουσικός τόνος εκφοράς και υπερίσχυσε ο δυναμικός- τονικός. Ο πρώτος διατηρήθηκε σε μερικά νότια ιδιώματα (Κρήτης, Κύπρου).
[5] Είναι, ως γνωστόν, το 4ο μέρος μιας (τραγικής) τριλογίας, με χορό Σατύρων και θέμα σκωπτικό θεών και ηρώων, για να απαλύνει τους θεατές από το ψυχολογικό βάρος των «παθημάτων» της Τραγωδίας.
[6] Ο περίφημος λυρικός ποιητής.
[7] Την Μούσα της επικής ποιήσεως
[8] «Ο Άναξ ου το μαντείον εστί το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» μας λέγει ο Ηράκλειτος.
[9] Ιεροί λόγοι,Συλλογή Otto Kern.
schizas.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ