2017-05-21 08:34:15
Φωτογραφία για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ 2017
ΠOIOΣ ΕΙΝΕ ΕΥΤΥΧΗΣ;

          Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΘΑ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Καὶ πα­ρακαλῶ κάντε λίγη ὑπομονὴ ν’ ἀ­κούσετε λό­για κάποιου ποὺ μιλάει ἀπὸ πίστι στὸ Χριστό. Ἐὰν δὲν πίστευα, δὲν θὰ μιλοῦσα.

Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώ­που, θὰ βρῇς πολλοὺς πόθους, ἐπιθυμίες, ὄνειρα. Ἡ πιὸ ζωηρὰ ἐπιθυμία ποιά εἶνε· ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῇ εὐτυχής, ἐπιθυμεῖ τὴν εὐτυχία. Ὅ­λοι κυνηγοῦμε τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε ἡ εὐτυχία; Ποιός εἶνε ὁ εὐ­τυ­χὴς ἄνθρωπος; Ἐ­δῶ διαφέρουν οἱ γνῶμες. Μήπως εἶ­νε εὐτυ­χὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξ­­­ουσία, ἢ ὁ δυνα­τὸς ποὺ τὸν φοβοῦνται ὅ­λοι, ἢ ὁ πλούσιος μὲ τὶς λί­ρες καὶ τὰ βαπόρια, ἢ αὐτὸς ποὺ πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἡδο­νὲς καὶ διασκεδάσεις; Δυστυ­χισμένε κόσμε, ποὺ τρέχεις νὰ σβή­σῃς τὴ δί­ψα σου στὰ βαλτόνερα αὐτά, θέλεις τὴν εὐ­τυχία; Θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἀλλ’ ὑπάρχουν αὐ­τιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν; Παλαιότερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀποτέλεσμα. Τώρα;… Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἄ­κου­σε τί συν­ι­στᾷ ἡ Ἐκκλησία.


Θὰ σᾶς δώσω μιὰ συνταγή, καὶ ἂν τὴν ἐκ­τε­λέσετε θὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Ἡ συνταγὴ εἶνε σὲ μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Δὲ θὰ σᾶς τὴν πῶ· εἶστε ἔξυπνοι. Σᾶς τὸ ἀναθέτω, ὡς μία μικρὰ πνευματικὴ ἄ­σκησι, ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἀντὶ κοσμικὰ περιοδικά, διαβάστε ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ τὸ σημερι­νὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 9,1-38) νὰ βρῆτε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συν­ταγὴ τῆς εὐτυχίας.

* * *

Ἔρχομαι τώρα στὸ θέμα μας, στὸ ἐρώτη­μα «ποιός εἶνε εὐτυχής;». Ἡ ἀπάντησις εἶνε· εὐτυχὴς εἶνε …ὁ τυφλός! Ὁ τυφλὸς εὐτυ­χής; θὰ ρωτήσετε. Δὲ λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάθε τυφλὸς εἶνε εὐτυχής· ἀλλὰ λέω, ὅτι εὐ­τυχὴς εἶνε ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ τὸν τιμᾷ ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ τοῦ ἀ­φιερώ­νει μία Κυριακή· σήμερα εἶνε Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.

Ὁ τυφλὸς λοιπὸν εἶνε ὁ εὐτυχέστερος ἄν­θρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί; Γιὰ τρεῖς λόγους.

1. Ὁ πρῶτος λόγος· διότι βγῆκε ἀπ’ τὸ σκο­τάδι. Ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, εἶ­χε στερηθῆ χρό­νια τὸ φῶς, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μά­τια καὶ εἶδε. Σκεφτῆτε το αὐτό. Ἐμεῖς ἀνοί­γουμε τὰ μάτια μας χιλιάδες φορές, δι­αρ­κῶς, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκ­­τιμοῦμε. Αὐτὸς τὴ στι­γμὴ ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι φαντάζεστε τί ἔνιωσε; Θὰ θαύμασε καὶ θὰ εἶπε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».

Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο εἶχα διαβάσει τὸ ἑξῆς. Κάποιος βασιλιᾶς ἤθελε ὁ διάδο­χός του νὰ γί­νῃ ἄξιος κυβερνήτης, νὰ γνωρίζῃ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ νὰ τὰ ἐκ­τιμᾷ σωστά. Δὲν τὸν ἄφησε λοιπὸν στὸ πα­λάτι, οὔ­τε τοῦ ἐπέ­τρε­ψε νὰ διασκεδάζῃ μὲ διεφθαρμένα γύναια φορτωμέ­νος γαλόνια καὶ παράσημα. Ἦταν βα­­σιλιᾶς τοῦ πα­λιοῦ καιροῦ, κ’ ἤθελε νὰ παι­δαγωγήσῃ τὸ παιδί του σωστά· κ’ ἕνα ποτήρι νε­ρὸ ἂν πίνῃ, νὰ εὐχαριστῇ τὸ Θεό· κ’ ἕνα λουλούδι ἂν κόβῃ, νὰ θαυμάζῃ τὸν Πλάστη. Γι’ αὐ­τὸ τί ἔκανε. Μόλις γεννήθηκε, τὸ πῆ­ρε καὶ τὸ πῆγε σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου δὲν ἔφτανε ἀκτίνα ἡ­λίου. Μὴ ῥωτᾶτε πῶς ἔζησε τὸ παιδὶ ἐκεῖ, εἶ­νε ἱστορία μεγάλη· ὅποιος ἐν­διαφέρεται νὰ μάθῃ, ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο μας Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης (Ἀθῆναι 19912). Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅ­τι μέσα στὴ σπηλιὰ ὁ δι­άδοχος ἔ­μεινε δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε τίποτε ἀπολύ­τως. Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, ὁ βασιλιᾶς δι­έ­ταξε καὶ τὸν ἔ­βγαλαν ἔξω. Τότε θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ συνε­χῶς ρωτοῦσε γιὰ τὸ κάθε τί· «Πατέ­ρα, τί εἶν’ αὐτό;». Ἔβλεπε τὸν ἥ­λιο, «ποιός τὸν ἔκανε;». Εἶδε τὴ θάλασσα, «ποιός τὴν ἔκανε;». Ἔβλεπε τὰ δέντρα ν’ ἀνθίζουν, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν καὶ νὰ κελαηδοῦν, τ’ ἀρ­νάκια νὰ βόσκουν, ἔβλεπε… Καὶ συνεχῶς ρωτοῦ­σε «Ποιός τά ’κανε ὅλ’ αὐτά;»· καὶ δὲν ἔ­παυε νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα.

Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· σὰ νὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν ὄχι δέκα ἀλλὰ περισσότερα χρόνια κλεισμένος, ὅταν εἶδε ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας, μέσα ἀπ’ τὴν καρδιά του βγῆκε φωνὴ ἐκπλήξεως, θαυμασμοῦ καὶ εὐ­χαριστίας πρὸς τὸ Θεό.

Ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας καὶ βλέ­πουμε ὅλα τὰ ἄσχημα. Γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Στὴ ζούγκλα οἱ ἰθαγενεῖς περιμέ­νουν νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καὶ μόλις ἀ­­νατείλῃ πέ­φτουν κάτω καὶ προσκυνοῦν εὐ­χα­ριστώντας. Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε καὶ μάτια δὲν ἔχουμε, αὐτιὰ ἔχουμε καὶ αὐτιὰ δὲν ἔ­χου­­με, καρδιὰ ἔχουμε καὶ καρδιὰ δὲν ἔχουμε. Μᾶς τύφλωσε ἡ ἁμαρτία· εἴμεθα σὰν τυφλοὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ πανό­ραμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν βλέπουμε. Γιατὶ ἐγώ, ἀ­δέρφια μου, δὲν ξέρω ἄλλο κινηματογράφο. Ἕ­να κινηματογράφο καὶ ἕνα θέατρο ξέρω, ποὺ ἔχει τέτοια θεάματα καὶ τέτοια μεγαλεῖα καὶ τέτοια λαμπρὰ δημιουργήματα, ποὺ δὲν τελει­ώνουν, καὶ τὸ εἰσιτήριό του εἶνε δωρε­άν. Ἀ­νέ­βα πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καὶ ἅπλωσε τὸ μάτι σου νὰ δῇς τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ.

id="m_6271591914779691564yiv6021723625yui_3_16_0_ym19_1_1495273823574_15093">Ἄνοιξε τὰ μάτια του, λοιπόν, ὁ τυφλὸς καὶ εἶδε ὅλα αὐτὰ τὰ λαμπρὰ πράγματα, καὶ δόξασε τὸ Θεό.

2. Εἶνε εὐτυχὴς εἴπαμε, διότι εἶδε τὸν ὄ­μορ­φο κόσμο, καὶ δόξασε τὸ Θεό. Εὐτυχὴς ἀ­κόμα καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ τυφλὸς εἶδε πολλὰ ὡ­ραῖα πράγματα. Ὄμορφος εἶνε ὁ ἥλιος πρωὶ – πρωὶ σὰν βγαίνῃ μὲ τὴν ἀνατολή, ὄμορφη εἶ­νε ἡ θάλασσα ἡ γαλανὴ ποὺ ἀφρίζει, ὄμορφα τὰ λιβά­δια τὰ καταπράσινα, ὄμορφα τὰ λουλούδια μὲ μύρια χρώματα, ὄ­μορφα τὰ δέν­τρα, ὄμορφα τ’ ἀρ­νάκια, ὄμορφα τὰ παιδάκια τὰ μικρὰ ποὺ εἶ­νε χαριτωμένα σὰν ἄγγελοι – ἀπὸ τὰ ὡραι­ό­τερα πράγματα τοῦ κόσμου εἶνε τὸ ἀ­θῷο παιδί. Πολλὰ εἶνε ὄ­μορφα στὸν κό­σμο. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὀμορφότερο ποὺ εἶ­δε μὲ τὰ μάτια του τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐκεῖνο ποὺ ἔ­λαμπε παραπάνω κι ἀπ’ τὸν ἥλιο, ποιό εἶνε;

Εἶδε τὸ Χριστό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀξιώθηκε νὰ δῇ – ποιόν; Τὸν ποιητὴ καὶ δημιουργό του, τον ἰατρὸ καὶ φωτοδότη του! Πότε τὸν εἶδε; Ὄχι ἀμέσως μόλις θεραπεύθηκε, ἀλλ’ ἀφοῦ τὸν ὡμολόγησε μὲ παρρησία ἐμπρὸς στοὺς ἐ­χθρούς του. Γιατὶ ὁ Χρι­στός μας ὅ­ταν τὸν ἔ­κανε καλὰ ἐξαφανί­στηκε, ὅπως εἶχε κάνει ἐ­νωρίτερα καὶ μὲ τὸν παράλυτο (βλ. Ἰωάν. 5,13). Ἀ­φοῦ λοιπὸν οἱ φαρισαῖοι τὸν τα­λαιπώρησαν τὸν ἰαθέντα μὲ τὶς ἀνακρί­σεις τους καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἐξ αἰ­τίας τῆς ὁμολογίας του, τότε τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει· —Ἐ­σὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; —Μὰ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; —Ἐκεῖ­νος ποὺ καὶ τὸν εἶδες καὶ κουβεν­τιά­ζει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶνε. —Ἐσὺ εἶσαι, Κύριε; λέει. Πιστεύω! καὶ πέ­φτει καὶ τὸν προσκυνάει.

3. Εὐτυχὴς λοιπὸν ὁ τυφλὸς γιατὶ ἀπέκτησε μάτια καὶ εἶ­δε τὸν ὄμορφο κόσμο, εὐτυχὴς ἀκόμη περισσότερο γιατὶ εἶδε τὸ Χριστό, ἀλ­λὰ εὐτυχὴς κυρίως γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἀπέκτησε καὶ μάτια πνευματικά.

Κάποιος, ποὺ ἔζησε γύρω στὸ 200 μ.Χ., ἦ­ταν τυφλὸς καὶ αὐτός. Τὸν εἶχε φωτίσει ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν λόγια σοφά. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δίδυμος. Πήγαιναν κοντά του ἀκόμα καὶ διδάσκαλοι καὶ διδάσκον­ταν. Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ ἅ­γι­ος Ἀντώνιος, τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ λέει· «Δίδυμε, σὲ μακαρίζω· γιατί, ἐνῷ δὲν ἔχεις μάτια φυσικά, ἔ­χεις ἄλλα ἀνώτερα μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι». Τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς εἶνε φυσικά. Τέτοια ἔ­χουν καὶ τὰ ζῷα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Καὶ αὐτὰ βεβαίως τὰ μάτια εἶνε ἀξιοθαύμαστα· φτά­νει ἕνα μάτι ν᾿ ἀ­­ποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε ὅμως μικρὰ μπροστὰ στὰ πνευματικὰ μάτια. Φυσικὰ μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· τὰ ἔντομα, τὰ κορά­κια, οἱ ἀλεποῦδες, οἱ λύκοι, οἱ ἀετοί.

* * *

Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, μάτια πνευματικά, μάτια ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, μάτια ἁγίας Βαρβάρας, ἁγίου Νικολάου, μάτια εὐλογημένα ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Διότι τὰ μάτια σήμερα ἔγιναν μάτια διαβολικά.

Δὲν σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ καρ­φώνῃς στὶς ὀθόνες μὲ τὰ αἴσχη, καὶ τὸ βράδυ νά ᾿χῃς κόλασι μέσα σου. Σοῦ τά ᾿δωσε γιὰ ἕ­να μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματά του καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, νὰ βλέπῃς τὶς εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὶς προσκυνᾷς, νὰ βλέπῃς ἁγίους ἀγγέλους. Δὲν εἶνε παρα­μύθι ἡ θρησκεία μας. Ἂν ρωτήσετε τὴν παλαιὰ γενεά, ἐκεῖνοι βλέπανε ἁγίους. Τώρα; Τί θὰ δοῦμε στὸν ἄλλο κόσμο! Μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ κάλλη πόσο ἄθλια εἶνε τὰ θεάματα τοῦ κόσμου τούτου! Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἄξιζε νὰ στερηθοῦμε τὰ ἄθλια αὐτὰ θεάματα γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουμε ἐκεῖνα. Θὰ λές· Προτιμότερο νά ᾿μουν τυφλὸς στὴ γῆ, νὰ μὴν εἶχα μάτια…

Ἀδελφοί μου! Τὰ μάτια τὰ ἔφτειαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Ὑπάρ­­χουν μάτια ἁγίων, μάτια ἀγγέλων, μάτια Παναγιᾶς, μάτια Χριστοῦ· ὑπάρχουν καὶ μάτια ζῴων, μάτια χοίρων, μάτια ἀλεπούδων, μάτια λύκων καὶ ἀγρίων θηρίων. Διαλέξτε καὶ πάρτε.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Περί αχαριστίας και δειλίας

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Εἶνε ἀξία ἐπαίνου ἡ προθυμία σας, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀκοῦτε ὀρθόδοξο διδασκαλία. Μὰ ποιός θὰ εἶνε ὁ διδάσκαλός σας; Σήμερα διδάσκαλος δὲν θὰ εἶμαι οὔτε ἐγὼ ὁ μικρὸς οὔτε κάποιος ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκ­κλησίας. Σήμερα διδάσκαλος ὅλων μας θὰ γίνῃ ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ σβησμένα μάτια, ἀγράμματος, ποὺ δὲν φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια. Ἀλλὰ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. 1,27). Ὁ τυφλὸς ἐ­παίτης

γίνεται διδάσκαλος στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου καὶ πρὸ τῆς θεραπείας του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεραπεία του.

Πρὸ μὲν τῆς θεραπεί­ας του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀχαριστία μας, μετὰ δὲ τὴν θεραπεία του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ δειλία μας.

Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ παραπονοῦνται ὅτι εἶνε φτωχοί. Ἀλλὰ νά ὁ τυφλὸς μὲ τὴν καθα­ρὴ φωνή του κράζει· Ὄχι δὲν εἶστε φτωχοί, ἔχετε πλοῦτο· εἶστε ὅμως ἀχάριστοι.

Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος. Εἶ­σαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔ­χεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.

Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐ­χα­ριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;… Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθη­κε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει· –Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου. –Ἄ, ὡ­ραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σα­λόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καρα­μπο­γιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐ­σὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου; –Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐ­τόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παν­τί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.

Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴ­μα­στε ἀχάριστοι. Γι᾿ αὐτό, ὅταν βλέπετε τυφλό, νὰ καλλιεργῆτε στὴν ψυχή σας τρία αἰ­σθήματα. Πρῶτον συμπάθεια, διότι αὐτὸς στε­ρεῖται ἕ­να πλοῦτο ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, τὰ μάτια· τὸ μά­τι εἶνε ἡ τελειοτέρα φωτογραφικὴ μηχανή. Δεύτερον εὐγνωμοσύνη, διότι ὡρισμένοι τυφλοὶ ἔχασαν τὸ φῶς τους στὸν πόλεμο (θυμᾶ­μαι τώρα σ᾿ ἕνα χειρουργεῖο τῆς Κοζάνης ἕνα παλληκάρι 23 ἐτῶν μὲ σβησμένα τὰ μάτια· ἔ­χασε τὸ φῶς του γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι). Αἴσθημα λοιπὸν συμ­παθείας, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αἴσθημα μετανοίας γιὰ μᾶς, γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κάνουμε ἔχοντας τὰ μάτια μας. Ὁ καθένας μας θὰ δώσῃ λόγο καὶ γιὰ τὶς ματιές. Ἄνθρωπέ μου, δὲν σοῦ ᾿δω­σε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ γίνωνται παγίδες. Ἡ Γραφὴ φωνάζει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Νὰ ἔχῃς μάτια ἁγίων καὶ ἀγγέλων, ὅπως τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἀλλὰ ποῦ! Ὁ ἕνας ἔχει μάτια ἀλεποῦς, ὁ ἄλλος μάτια χοίρου…, καὶ κανείς μάτια Εὐαγγελίου. Κλείνουμε τὰ μάτια μας στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τ᾿ ἀνοίγουμε στὴν ἀσχημία, σὰν ἄλλοι Χάμ (βλ. Γέν. 9,20-27), γινόμεθα χαμῖται. Θά ᾿ρθῃ –ἀλλοίμονο– καιρός, ποὺ οἱ τυφλοὶ θά ᾿νε εὐτυχισμένοι, διότι δὲν θὰ βλέπουν τὶς ἀ­θλιότητες.

Μέχρι ἐδῶ ὁ τυφλὸς ἦταν διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς ἀχαριστίας μας· τώρα γίνεται δι­δάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς δειλίας μας.

Ἦταν Σάββατο ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, καὶ ὁ νόμος ἔλεγε· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ νομικοὶ καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν διεστρέβλωναν. Ἐνῷ δόθηκε γιὰ ν᾿ ἀναπαύῃ, αὐτοὶ τὴν ἔ­καναν κορδέλλα γιὰ νὰ δένουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ Σάββατο ἔπιανε φωτιὰ τὸ σπίτι σου, ἀ­παγορευόταν νὰ τὴ σβήσῃς· ἐὰν πονοῦσε τὸ μάτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τ᾿ ἀγγίξῃς, γιὰ νὰ μὴν κάνῃς ἐργασία! Καὶ νά ὁ Χριστός, εἰς πεῖ­σμα τους, σκύβει κάτω, κάνει λάσπη, καὶ ἀγγίζει ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε βολβούς, γιὰ νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν μάτια. Καὶ φύτρωσαν! Οἱ νομικοὶ εἶχαν τώρα μπροστά τους δύο πρά­γματα· μία «παράβασι» καὶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔ­λαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ μοχθηροί, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο, κολλᾶνε στὴν «παράβασι» καὶ πετοῦν τὴν «τορπίλλα» τους· «Εἶνε ἁμαρτωλός!» (Ἰω. 9,16,24). Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κόσμος δείλιαζε. Διότι ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, γινόταν «ἀποσυνάγωγος» (ἔ.ἀ. 9,22), κάτι τρομερὸ τότε, μιὰ τιμωρία ποὺ κλιμακώνετο σὲ τρία στάδια. Πρῶτα σὲ ἔδιωχνε ἡ γυναί­κα σου τριάντα μέρες ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Ἐὰν δὲν με­τανοοῦσες, μαζευόταν ἡ κοινότης καὶ σὲ ἀ­φώριζε. Καὶ τρίτον ἀπαγορευόταν νὰ σοῦ δώ­σῃ κανεὶς ψωμί, νερό, ὁ,τιδήποτε. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸν ἀποσυνάγωγο ἦταν ἢ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ ἢ νὰ φύγῃ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα.

Μέσα στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς φοβίας ἀκούστη­κε μιὰ φωνὴ ἀληθείας. Δὲν ἦταν οὔτε κάποιος μορφωμένος οὔτε κάποιος πλούσιος οὔτε ἄλ­λος ἰσχυρός. Ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτός, μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς, μαρτυρεῖ τὴν Ἀλήθεια, μαρτυ­ρεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀποσυναγώγου δὲν τὸν ἀρνεῖται, δὲν τὸν προδίδει. Διεφώνησε ἕνας μὲ ὅλους, μιὰ ἁγία διχόνοια.

Ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διχόνοια. Κακὴ ὁμόνοια ἦταν ὅταν π.χ. κάτω ἀπὸ τὸ πραι­τώριο ὅλοι μαζὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό, «Ἆ­ρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15). Θέλετε καὶ καλὴ διχόνοια; Στὴν Ἀθήνα τῷ 406 π.Χ. δίκαζαν ὀκτὼ Ἀθηναίους στρατηγούς, τοὺς νικη­τὰς τῆς ναυμαχίας τῶν Ἀργινουσῶν, διότι δὲν φρόν­τισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς ναυ­αγούς. Ὅλοι σύμφωνοι νὰ τοὺς καταδικάσουν εἰς θάνατον. Ἕνας διαφωνεῖ, ὁ Σωκράτης. Ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ προτείνει νὰ τοὺς στεφανώσουν. Ἔτσι κι ὁ τυφλός· ποὺ εἶνε μάλιστα ἡρωικώτε­ρος κι ἀπ᾿ τὸ Σωκράτη. Ὁ Σωκράτης ἦταν φιλόσοφος καὶ ζοῦσε σὲ δημοκρατικὸ πολίτευμα· ὁ τυφλός; ἀμόρφωτος καὶ ἀδύνατος. Γι᾿ αὐ­τὸ τὰ διδάγματά του εἶνε πιὸ βαρυσήμαντα.

«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐ­πὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μά­χαιραν» (Ματθ. 10,34-35), εἶπε ὁ Χριστός. Πρόσεξε, ἀ­δελφέ μου, γιατὶ ἔρχονται περιστάσεις ποὺ θὰ κριθῇς, θὰ κριθῇ ἡ σωτηρία σου. Πρέπει τότε νὰ χωρίζῃς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ κατα­στρέψουν. Ζῆτε ἔγγαμο βίο· ἔχετε ὁμόνοια· ἀλλ᾿ ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους προτείνει κάτι ποὺ ἀμαυρώνει τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς, τότε ὁ ἄλλος μὴ προτιμή­σῃ τὸ ταίρι του ἀπὸ τὸ Χριστό. «Ὁ φιλῶν» ἄν­θρωπον «ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Δὲν πῆρες τὴ γυναίκα ἢ τὸν ἄντρα γιὰ τὴν κόλασι ἀλλὰ γιὰ τὸν παράδεισο. Διαφώνησε! Στὴ Φλώρινα παλαιότερα, ὅταν τὸ ὑπουργεῖο ἐπέβαλε στὶς μαθήτριες νὰ ἐμφανισθοῦν μὲ σὸρτς στὶς γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἀκούστηκε ἁγία διαφωνία· ὁ γυμνασιάρχης διάβασε τὴν ἐγκύκλιο, ἀλλὰ 3-4 ἁγνὰ κορίτσια, πραγματικὲς Ἑλ­ληνίδες, εἶπαν· Ὄχι, δὲν δεχόμαστε νὰ ξεγυμνωθοῦμε μπρὸς στὰ μάτια ἄλλων…

Ὤ ἁγία διαφωνία! Σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· διαφωνήσατε ποτὲ γιὰ μεγάλα θέματα; Ἂν δι­αφωνήσατε, εἶστε μιμηταὶ τοῦ τυφλοῦ. Ὑπάρχει διαφωνία στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, καὶ στὴν ἐκκλησία. Μάλιστα· θὰ ὑπακούῃς μὲ τυφλὴ ὑ­πακοὴ στὸν ἐπίσκοπό σου –«Πείθεσθε τοῖς ἡ­γουμένοις ὑμῶν» (Ἑβρ. 13,17)–, ἐὰν κ᾿ ἐκεῖνος ὑπακούῃ στὸ Χριστό, ἐὰν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κεφάλι του. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ βάλῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πό­δια, τότε ἄλτ! Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ποτέ νὰ κάνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο πατητήρια.

Χριστιανέ μου, εἶσαι ζωντανὸ ψάρι ἢ ψόφιο; Ἐὰν εἶσαι ζωντανός, τότε κόντρα στὸ ῥεῦμα. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑ­μῶν» (Ἰάκ. 4,7). Ἐμπρός, σῦρε τὸ ξίφος καὶ πόλεμο! Ἔργα. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἔργο; Ἡ ὁ­μολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ