2017-05-21 08:34:15
ΠOIOΣ ΕΙΝΕ ΕΥΤΥΧΗΣ;
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΘΑ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Καὶ παρακαλῶ κάντε λίγη ὑπομονὴ ν’ ἀκούσετε λόγια κάποιου ποὺ μιλάει ἀπὸ πίστι στὸ Χριστό. Ἐὰν δὲν πίστευα, δὲν θὰ μιλοῦσα.
Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου, θὰ βρῇς πολλοὺς πόθους, ἐπιθυμίες, ὄνειρα. Ἡ πιὸ ζωηρὰ ἐπιθυμία ποιά εἶνε· ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῇ εὐτυχής, ἐπιθυμεῖ τὴν εὐτυχία. Ὅλοι κυνηγοῦμε τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε ἡ εὐτυχία; Ποιός εἶνε ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος; Ἐδῶ διαφέρουν οἱ γνῶμες. Μήπως εἶνε εὐτυχὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία, ἢ ὁ δυνατὸς ποὺ τὸν φοβοῦνται ὅλοι, ἢ ὁ πλούσιος μὲ τὶς λίρες καὶ τὰ βαπόρια, ἢ αὐτὸς ποὺ πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις; Δυστυχισμένε κόσμε, ποὺ τρέχεις νὰ σβήσῃς τὴ δίψα σου στὰ βαλτόνερα αὐτά, θέλεις τὴν εὐτυχία; Θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἀλλ’ ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν; Παλαιότερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀποτέλεσμα. Τώρα;… Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἄκουσε τί συνιστᾷ ἡ Ἐκκλησία.
Θὰ σᾶς δώσω μιὰ συνταγή, καὶ ἂν τὴν ἐκτελέσετε θὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Ἡ συνταγὴ εἶνε σὲ μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Δὲ θὰ σᾶς τὴν πῶ· εἶστε ἔξυπνοι. Σᾶς τὸ ἀναθέτω, ὡς μία μικρὰ πνευματικὴ ἄσκησι, ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἀντὶ κοσμικὰ περιοδικά, διαβάστε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 9,1-38) νὰ βρῆτε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συνταγὴ τῆς εὐτυχίας.
* * *
Ἔρχομαι τώρα στὸ θέμα μας, στὸ ἐρώτημα «ποιός εἶνε εὐτυχής;». Ἡ ἀπάντησις εἶνε· εὐτυχὴς εἶνε …ὁ τυφλός! Ὁ τυφλὸς εὐτυχής; θὰ ρωτήσετε. Δὲ λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάθε τυφλὸς εἶνε εὐτυχής· ἀλλὰ λέω, ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ τὸν τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ τοῦ ἀφιερώνει μία Κυριακή· σήμερα εἶνε Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν εἶνε ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί; Γιὰ τρεῖς λόγους.
1. Ὁ πρῶτος λόγος· διότι βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι. Ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, εἶχε στερηθῆ χρόνια τὸ φῶς, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε. Σκεφτῆτε το αὐτό. Ἐμεῖς ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας χιλιάδες φορές, διαρκῶς, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε. Αὐτὸς τὴ στιγμὴ ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι φαντάζεστε τί ἔνιωσε; Θὰ θαύμασε καὶ θὰ εἶπε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο εἶχα διαβάσει τὸ ἑξῆς. Κάποιος βασιλιᾶς ἤθελε ὁ διάδοχός του νὰ γίνῃ ἄξιος κυβερνήτης, νὰ γνωρίζῃ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ νὰ τὰ ἐκτιμᾷ σωστά. Δὲν τὸν ἄφησε λοιπὸν στὸ παλάτι, οὔτε τοῦ ἐπέτρεψε νὰ διασκεδάζῃ μὲ διεφθαρμένα γύναια φορτωμένος γαλόνια καὶ παράσημα. Ἦταν βασιλιᾶς τοῦ παλιοῦ καιροῦ, κ’ ἤθελε νὰ παιδαγωγήσῃ τὸ παιδί του σωστά· κ’ ἕνα ποτήρι νερὸ ἂν πίνῃ, νὰ εὐχαριστῇ τὸ Θεό· κ’ ἕνα λουλούδι ἂν κόβῃ, νὰ θαυμάζῃ τὸν Πλάστη. Γι’ αὐτὸ τί ἔκανε. Μόλις γεννήθηκε, τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου δὲν ἔφτανε ἀκτίνα ἡλίου. Μὴ ῥωτᾶτε πῶς ἔζησε τὸ παιδὶ ἐκεῖ, εἶνε ἱστορία μεγάλη· ὅποιος ἐνδιαφέρεται νὰ μάθῃ, ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο μας Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης (Ἀθῆναι 19912). Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅτι μέσα στὴ σπηλιὰ ὁ διάδοχος ἔμεινε δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε τίποτε ἀπολύτως. Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Τότε θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ συνεχῶς ρωτοῦσε γιὰ τὸ κάθε τί· «Πατέρα, τί εἶν’ αὐτό;». Ἔβλεπε τὸν ἥλιο, «ποιός τὸν ἔκανε;». Εἶδε τὴ θάλασσα, «ποιός τὴν ἔκανε;». Ἔβλεπε τὰ δέντρα ν’ ἀνθίζουν, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν καὶ νὰ κελαηδοῦν, τ’ ἀρνάκια νὰ βόσκουν, ἔβλεπε… Καὶ συνεχῶς ρωτοῦσε «Ποιός τά ’κανε ὅλ’ αὐτά;»· καὶ δὲν ἔπαυε νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· σὰ νὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν ὄχι δέκα ἀλλὰ περισσότερα χρόνια κλεισμένος, ὅταν εἶδε ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας, μέσα ἀπ’ τὴν καρδιά του βγῆκε φωνὴ ἐκπλήξεως, θαυμασμοῦ καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό.
Ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας καὶ βλέπουμε ὅλα τὰ ἄσχημα. Γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Στὴ ζούγκλα οἱ ἰθαγενεῖς περιμένουν νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καὶ μόλις ἀνατείλῃ πέφτουν κάτω καὶ προσκυνοῦν εὐχαριστώντας. Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε καὶ μάτια δὲν ἔχουμε, αὐτιὰ ἔχουμε καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουμε, καρδιὰ ἔχουμε καὶ καρδιὰ δὲν ἔχουμε. Μᾶς τύφλωσε ἡ ἁμαρτία· εἴμεθα σὰν τυφλοὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ πανόραμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν βλέπουμε. Γιατὶ ἐγώ, ἀδέρφια μου, δὲν ξέρω ἄλλο κινηματογράφο. Ἕνα κινηματογράφο καὶ ἕνα θέατρο ξέρω, ποὺ ἔχει τέτοια θεάματα καὶ τέτοια μεγαλεῖα καὶ τέτοια λαμπρὰ δημιουργήματα, ποὺ δὲν τελειώνουν, καὶ τὸ εἰσιτήριό του εἶνε δωρεάν. Ἀνέβα πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καὶ ἅπλωσε τὸ μάτι σου νὰ δῇς τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ.
id="m_6271591914779691564yiv6021723625yui_3_16_0_ym19_1_1495273823574_15093">Ἄνοιξε τὰ μάτια του, λοιπόν, ὁ τυφλὸς καὶ εἶδε ὅλα αὐτὰ τὰ λαμπρὰ πράγματα, καὶ δόξασε τὸ Θεό.
2. Εἶνε εὐτυχὴς εἴπαμε, διότι εἶδε τὸν ὄμορφο κόσμο, καὶ δόξασε τὸ Θεό. Εὐτυχὴς ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ τυφλὸς εἶδε πολλὰ ὡραῖα πράγματα. Ὄμορφος εἶνε ὁ ἥλιος πρωὶ – πρωὶ σὰν βγαίνῃ μὲ τὴν ἀνατολή, ὄμορφη εἶνε ἡ θάλασσα ἡ γαλανὴ ποὺ ἀφρίζει, ὄμορφα τὰ λιβάδια τὰ καταπράσινα, ὄμορφα τὰ λουλούδια μὲ μύρια χρώματα, ὄμορφα τὰ δέντρα, ὄμορφα τ’ ἀρνάκια, ὄμορφα τὰ παιδάκια τὰ μικρὰ ποὺ εἶνε χαριτωμένα σὰν ἄγγελοι – ἀπὸ τὰ ὡραιότερα πράγματα τοῦ κόσμου εἶνε τὸ ἀθῷο παιδί. Πολλὰ εἶνε ὄμορφα στὸν κόσμο. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὀμορφότερο ποὺ εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐκεῖνο ποὺ ἔλαμπε παραπάνω κι ἀπ’ τὸν ἥλιο, ποιό εἶνε;
Εἶδε τὸ Χριστό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀξιώθηκε νὰ δῇ – ποιόν; Τὸν ποιητὴ καὶ δημιουργό του, τον ἰατρὸ καὶ φωτοδότη του! Πότε τὸν εἶδε; Ὄχι ἀμέσως μόλις θεραπεύθηκε, ἀλλ’ ἀφοῦ τὸν ὡμολόγησε μὲ παρρησία ἐμπρὸς στοὺς ἐχθρούς του. Γιατὶ ὁ Χριστός μας ὅταν τὸν ἔκανε καλὰ ἐξαφανίστηκε, ὅπως εἶχε κάνει ἐνωρίτερα καὶ μὲ τὸν παράλυτο (βλ. Ἰωάν. 5,13). Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ φαρισαῖοι τὸν ταλαιπώρησαν τὸν ἰαθέντα μὲ τὶς ἀνακρίσεις τους καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας του, τότε τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει· —Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; —Μὰ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; —Ἐκεῖνος ποὺ καὶ τὸν εἶδες καὶ κουβεντιάζει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶνε. —Ἐσὺ εἶσαι, Κύριε; λέει. Πιστεύω! καὶ πέφτει καὶ τὸν προσκυνάει.
3. Εὐτυχὴς λοιπὸν ὁ τυφλὸς γιατὶ ἀπέκτησε μάτια καὶ εἶδε τὸν ὄμορφο κόσμο, εὐτυχὴς ἀκόμη περισσότερο γιατὶ εἶδε τὸ Χριστό, ἀλλὰ εὐτυχὴς κυρίως γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἀπέκτησε καὶ μάτια πνευματικά.
Κάποιος, ποὺ ἔζησε γύρω στὸ 200 μ.Χ., ἦταν τυφλὸς καὶ αὐτός. Τὸν εἶχε φωτίσει ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν λόγια σοφά. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δίδυμος. Πήγαιναν κοντά του ἀκόμα καὶ διδάσκαλοι καὶ διδάσκονταν. Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ λέει· «Δίδυμε, σὲ μακαρίζω· γιατί, ἐνῷ δὲν ἔχεις μάτια φυσικά, ἔχεις ἄλλα ἀνώτερα μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι». Τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς εἶνε φυσικά. Τέτοια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Καὶ αὐτὰ βεβαίως τὰ μάτια εἶνε ἀξιοθαύμαστα· φτάνει ἕνα μάτι ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε ὅμως μικρὰ μπροστὰ στὰ πνευματικὰ μάτια. Φυσικὰ μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· τὰ ἔντομα, τὰ κοράκια, οἱ ἀλεποῦδες, οἱ λύκοι, οἱ ἀετοί.
* * *
Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, μάτια πνευματικά, μάτια ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, μάτια ἁγίας Βαρβάρας, ἁγίου Νικολάου, μάτια εὐλογημένα ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Διότι τὰ μάτια σήμερα ἔγιναν μάτια διαβολικά.
Δὲν σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ καρφώνῃς στὶς ὀθόνες μὲ τὰ αἴσχη, καὶ τὸ βράδυ νά ᾿χῃς κόλασι μέσα σου. Σοῦ τά ᾿δωσε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματά του καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, νὰ βλέπῃς τὶς εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὶς προσκυνᾷς, νὰ βλέπῃς ἁγίους ἀγγέλους. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας. Ἂν ρωτήσετε τὴν παλαιὰ γενεά, ἐκεῖνοι βλέπανε ἁγίους. Τώρα; Τί θὰ δοῦμε στὸν ἄλλο κόσμο! Μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ κάλλη πόσο ἄθλια εἶνε τὰ θεάματα τοῦ κόσμου τούτου! Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἄξιζε νὰ στερηθοῦμε τὰ ἄθλια αὐτὰ θεάματα γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουμε ἐκεῖνα. Θὰ λές· Προτιμότερο νά ᾿μουν τυφλὸς στὴ γῆ, νὰ μὴν εἶχα μάτια…
Ἀδελφοί μου! Τὰ μάτια τὰ ἔφτειαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Ὑπάρχουν μάτια ἁγίων, μάτια ἀγγέλων, μάτια Παναγιᾶς, μάτια Χριστοῦ· ὑπάρχουν καὶ μάτια ζῴων, μάτια χοίρων, μάτια ἀλεπούδων, μάτια λύκων καὶ ἀγρίων θηρίων. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Περί αχαριστίας και δειλίας
ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Εἶνε ἀξία ἐπαίνου ἡ προθυμία σας, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀκοῦτε ὀρθόδοξο διδασκαλία. Μὰ ποιός θὰ εἶνε ὁ διδάσκαλός σας; Σήμερα διδάσκαλος δὲν θὰ εἶμαι οὔτε ἐγὼ ὁ μικρὸς οὔτε κάποιος ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα διδάσκαλος ὅλων μας θὰ γίνῃ ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ σβησμένα μάτια, ἀγράμματος, ποὺ δὲν φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια. Ἀλλὰ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. 1,27). Ὁ τυφλὸς ἐπαίτης
γίνεται διδάσκαλος στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου καὶ πρὸ τῆς θεραπείας του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεραπεία του.
Πρὸ μὲν τῆς θεραπείας του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀχαριστία μας, μετὰ δὲ τὴν θεραπεία του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ δειλία μας.
Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ παραπονοῦνται ὅτι εἶνε φτωχοί. Ἀλλὰ νά ὁ τυφλὸς μὲ τὴν καθαρὴ φωνή του κράζει· Ὄχι δὲν εἶστε φτωχοί, ἔχετε πλοῦτο· εἶστε ὅμως ἀχάριστοι.
Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος. Εἶσαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔχεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.
Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;… Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει· –Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου. –Ἄ, ὡραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σαλόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καραμπογιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐσὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου; –Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παντί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι. Γι᾿ αὐτό, ὅταν βλέπετε τυφλό, νὰ καλλιεργῆτε στὴν ψυχή σας τρία αἰσθήματα. Πρῶτον συμπάθεια, διότι αὐτὸς στερεῖται ἕνα πλοῦτο ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, τὰ μάτια· τὸ μάτι εἶνε ἡ τελειοτέρα φωτογραφικὴ μηχανή. Δεύτερον εὐγνωμοσύνη, διότι ὡρισμένοι τυφλοὶ ἔχασαν τὸ φῶς τους στὸν πόλεμο (θυμᾶμαι τώρα σ᾿ ἕνα χειρουργεῖο τῆς Κοζάνης ἕνα παλληκάρι 23 ἐτῶν μὲ σβησμένα τὰ μάτια· ἔχασε τὸ φῶς του γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι). Αἴσθημα λοιπὸν συμπαθείας, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αἴσθημα μετανοίας γιὰ μᾶς, γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κάνουμε ἔχοντας τὰ μάτια μας. Ὁ καθένας μας θὰ δώσῃ λόγο καὶ γιὰ τὶς ματιές. Ἄνθρωπέ μου, δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ γίνωνται παγίδες. Ἡ Γραφὴ φωνάζει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Νὰ ἔχῃς μάτια ἁγίων καὶ ἀγγέλων, ὅπως τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἀλλὰ ποῦ! Ὁ ἕνας ἔχει μάτια ἀλεποῦς, ὁ ἄλλος μάτια χοίρου…, καὶ κανείς μάτια Εὐαγγελίου. Κλείνουμε τὰ μάτια μας στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τ᾿ ἀνοίγουμε στὴν ἀσχημία, σὰν ἄλλοι Χάμ (βλ. Γέν. 9,20-27), γινόμεθα χαμῖται. Θά ᾿ρθῃ –ἀλλοίμονο– καιρός, ποὺ οἱ τυφλοὶ θά ᾿νε εὐτυχισμένοι, διότι δὲν θὰ βλέπουν τὶς ἀθλιότητες.
Μέχρι ἐδῶ ὁ τυφλὸς ἦταν διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς ἀχαριστίας μας· τώρα γίνεται διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς δειλίας μας.
Ἦταν Σάββατο ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, καὶ ὁ νόμος ἔλεγε· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ νομικοὶ καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν διεστρέβλωναν. Ἐνῷ δόθηκε γιὰ ν᾿ ἀναπαύῃ, αὐτοὶ τὴν ἔκαναν κορδέλλα γιὰ νὰ δένουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ Σάββατο ἔπιανε φωτιὰ τὸ σπίτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τὴ σβήσῃς· ἐὰν πονοῦσε τὸ μάτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τ᾿ ἀγγίξῃς, γιὰ νὰ μὴν κάνῃς ἐργασία! Καὶ νά ὁ Χριστός, εἰς πεῖσμα τους, σκύβει κάτω, κάνει λάσπη, καὶ ἀγγίζει ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε βολβούς, γιὰ νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν μάτια. Καὶ φύτρωσαν! Οἱ νομικοὶ εἶχαν τώρα μπροστά τους δύο πράγματα· μία «παράβασι» καὶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ μοχθηροί, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο, κολλᾶνε στὴν «παράβασι» καὶ πετοῦν τὴν «τορπίλλα» τους· «Εἶνε ἁμαρτωλός!» (Ἰω. 9,16,24). Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κόσμος δείλιαζε. Διότι ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, γινόταν «ἀποσυνάγωγος» (ἔ.ἀ. 9,22), κάτι τρομερὸ τότε, μιὰ τιμωρία ποὺ κλιμακώνετο σὲ τρία στάδια. Πρῶτα σὲ ἔδιωχνε ἡ γυναίκα σου τριάντα μέρες ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Ἐὰν δὲν μετανοοῦσες, μαζευόταν ἡ κοινότης καὶ σὲ ἀφώριζε. Καὶ τρίτον ἀπαγορευόταν νὰ σοῦ δώσῃ κανεὶς ψωμί, νερό, ὁ,τιδήποτε. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸν ἀποσυνάγωγο ἦταν ἢ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ ἢ νὰ φύγῃ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα.
Μέσα στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς φοβίας ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀληθείας. Δὲν ἦταν οὔτε κάποιος μορφωμένος οὔτε κάποιος πλούσιος οὔτε ἄλλος ἰσχυρός. Ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτός, μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς, μαρτυρεῖ τὴν Ἀλήθεια, μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀποσυναγώγου δὲν τὸν ἀρνεῖται, δὲν τὸν προδίδει. Διεφώνησε ἕνας μὲ ὅλους, μιὰ ἁγία διχόνοια.
Ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διχόνοια. Κακὴ ὁμόνοια ἦταν ὅταν π.χ. κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο ὅλοι μαζὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό, «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15). Θέλετε καὶ καλὴ διχόνοια; Στὴν Ἀθήνα τῷ 406 π.Χ. δίκαζαν ὀκτὼ Ἀθηναίους στρατηγούς, τοὺς νικητὰς τῆς ναυμαχίας τῶν Ἀργινουσῶν, διότι δὲν φρόντισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς ναυαγούς. Ὅλοι σύμφωνοι νὰ τοὺς καταδικάσουν εἰς θάνατον. Ἕνας διαφωνεῖ, ὁ Σωκράτης. Ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ προτείνει νὰ τοὺς στεφανώσουν. Ἔτσι κι ὁ τυφλός· ποὺ εἶνε μάλιστα ἡρωικώτερος κι ἀπ᾿ τὸ Σωκράτη. Ὁ Σωκράτης ἦταν φιλόσοφος καὶ ζοῦσε σὲ δημοκρατικὸ πολίτευμα· ὁ τυφλός; ἀμόρφωτος καὶ ἀδύνατος. Γι᾿ αὐτὸ τὰ διδάγματά του εἶνε πιὸ βαρυσήμαντα.
«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34-35), εἶπε ὁ Χριστός. Πρόσεξε, ἀδελφέ μου, γιατὶ ἔρχονται περιστάσεις ποὺ θὰ κριθῇς, θὰ κριθῇ ἡ σωτηρία σου. Πρέπει τότε νὰ χωρίζῃς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ καταστρέψουν. Ζῆτε ἔγγαμο βίο· ἔχετε ὁμόνοια· ἀλλ᾿ ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους προτείνει κάτι ποὺ ἀμαυρώνει τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς, τότε ὁ ἄλλος μὴ προτιμήσῃ τὸ ταίρι του ἀπὸ τὸ Χριστό. «Ὁ φιλῶν» ἄνθρωπον «ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Δὲν πῆρες τὴ γυναίκα ἢ τὸν ἄντρα γιὰ τὴν κόλασι ἀλλὰ γιὰ τὸν παράδεισο. Διαφώνησε! Στὴ Φλώρινα παλαιότερα, ὅταν τὸ ὑπουργεῖο ἐπέβαλε στὶς μαθήτριες νὰ ἐμφανισθοῦν μὲ σὸρτς στὶς γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἀκούστηκε ἁγία διαφωνία· ὁ γυμνασιάρχης διάβασε τὴν ἐγκύκλιο, ἀλλὰ 3-4 ἁγνὰ κορίτσια, πραγματικὲς Ἑλληνίδες, εἶπαν· Ὄχι, δὲν δεχόμαστε νὰ ξεγυμνωθοῦμε μπρὸς στὰ μάτια ἄλλων…
Ὤ ἁγία διαφωνία! Σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· διαφωνήσατε ποτὲ γιὰ μεγάλα θέματα; Ἂν διαφωνήσατε, εἶστε μιμηταὶ τοῦ τυφλοῦ. Ὑπάρχει διαφωνία στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, καὶ στὴν ἐκκλησία. Μάλιστα· θὰ ὑπακούῃς μὲ τυφλὴ ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπό σου –«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν» (Ἑβρ. 13,17)–, ἐὰν κ᾿ ἐκεῖνος ὑπακούῃ στὸ Χριστό, ἐὰν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κεφάλι του. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ βάλῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια, τότε ἄλτ! Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ποτέ νὰ κάνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο πατητήρια.
Χριστιανέ μου, εἶσαι ζωντανὸ ψάρι ἢ ψόφιο; Ἐὰν εἶσαι ζωντανός, τότε κόντρα στὸ ῥεῦμα. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰάκ. 4,7). Ἐμπρός, σῦρε τὸ ξίφος καὶ πόλεμο! Ἔργα. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἔργο; Ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος
kranos
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΘΑ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Καὶ παρακαλῶ κάντε λίγη ὑπομονὴ ν’ ἀκούσετε λόγια κάποιου ποὺ μιλάει ἀπὸ πίστι στὸ Χριστό. Ἐὰν δὲν πίστευα, δὲν θὰ μιλοῦσα.
Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου, θὰ βρῇς πολλοὺς πόθους, ἐπιθυμίες, ὄνειρα. Ἡ πιὸ ζωηρὰ ἐπιθυμία ποιά εἶνε· ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῇ εὐτυχής, ἐπιθυμεῖ τὴν εὐτυχία. Ὅλοι κυνηγοῦμε τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε ἡ εὐτυχία; Ποιός εἶνε ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος; Ἐδῶ διαφέρουν οἱ γνῶμες. Μήπως εἶνε εὐτυχὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία, ἢ ὁ δυνατὸς ποὺ τὸν φοβοῦνται ὅλοι, ἢ ὁ πλούσιος μὲ τὶς λίρες καὶ τὰ βαπόρια, ἢ αὐτὸς ποὺ πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις; Δυστυχισμένε κόσμε, ποὺ τρέχεις νὰ σβήσῃς τὴ δίψα σου στὰ βαλτόνερα αὐτά, θέλεις τὴν εὐτυχία; Θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἀλλ’ ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν; Παλαιότερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀποτέλεσμα. Τώρα;… Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἄκουσε τί συνιστᾷ ἡ Ἐκκλησία.
Θὰ σᾶς δώσω μιὰ συνταγή, καὶ ἂν τὴν ἐκτελέσετε θὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Ἡ συνταγὴ εἶνε σὲ μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Δὲ θὰ σᾶς τὴν πῶ· εἶστε ἔξυπνοι. Σᾶς τὸ ἀναθέτω, ὡς μία μικρὰ πνευματικὴ ἄσκησι, ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἀντὶ κοσμικὰ περιοδικά, διαβάστε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 9,1-38) νὰ βρῆτε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συνταγὴ τῆς εὐτυχίας.
* * *
Ἔρχομαι τώρα στὸ θέμα μας, στὸ ἐρώτημα «ποιός εἶνε εὐτυχής;». Ἡ ἀπάντησις εἶνε· εὐτυχὴς εἶνε …ὁ τυφλός! Ὁ τυφλὸς εὐτυχής; θὰ ρωτήσετε. Δὲ λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάθε τυφλὸς εἶνε εὐτυχής· ἀλλὰ λέω, ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ τὸν τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ τοῦ ἀφιερώνει μία Κυριακή· σήμερα εἶνε Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν εἶνε ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί; Γιὰ τρεῖς λόγους.
1. Ὁ πρῶτος λόγος· διότι βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι. Ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, εἶχε στερηθῆ χρόνια τὸ φῶς, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε. Σκεφτῆτε το αὐτό. Ἐμεῖς ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας χιλιάδες φορές, διαρκῶς, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε. Αὐτὸς τὴ στιγμὴ ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι φαντάζεστε τί ἔνιωσε; Θὰ θαύμασε καὶ θὰ εἶπε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο εἶχα διαβάσει τὸ ἑξῆς. Κάποιος βασιλιᾶς ἤθελε ὁ διάδοχός του νὰ γίνῃ ἄξιος κυβερνήτης, νὰ γνωρίζῃ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ νὰ τὰ ἐκτιμᾷ σωστά. Δὲν τὸν ἄφησε λοιπὸν στὸ παλάτι, οὔτε τοῦ ἐπέτρεψε νὰ διασκεδάζῃ μὲ διεφθαρμένα γύναια φορτωμένος γαλόνια καὶ παράσημα. Ἦταν βασιλιᾶς τοῦ παλιοῦ καιροῦ, κ’ ἤθελε νὰ παιδαγωγήσῃ τὸ παιδί του σωστά· κ’ ἕνα ποτήρι νερὸ ἂν πίνῃ, νὰ εὐχαριστῇ τὸ Θεό· κ’ ἕνα λουλούδι ἂν κόβῃ, νὰ θαυμάζῃ τὸν Πλάστη. Γι’ αὐτὸ τί ἔκανε. Μόλις γεννήθηκε, τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου δὲν ἔφτανε ἀκτίνα ἡλίου. Μὴ ῥωτᾶτε πῶς ἔζησε τὸ παιδὶ ἐκεῖ, εἶνε ἱστορία μεγάλη· ὅποιος ἐνδιαφέρεται νὰ μάθῃ, ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο μας Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης (Ἀθῆναι 19912). Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅτι μέσα στὴ σπηλιὰ ὁ διάδοχος ἔμεινε δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε τίποτε ἀπολύτως. Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Τότε θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ συνεχῶς ρωτοῦσε γιὰ τὸ κάθε τί· «Πατέρα, τί εἶν’ αὐτό;». Ἔβλεπε τὸν ἥλιο, «ποιός τὸν ἔκανε;». Εἶδε τὴ θάλασσα, «ποιός τὴν ἔκανε;». Ἔβλεπε τὰ δέντρα ν’ ἀνθίζουν, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν καὶ νὰ κελαηδοῦν, τ’ ἀρνάκια νὰ βόσκουν, ἔβλεπε… Καὶ συνεχῶς ρωτοῦσε «Ποιός τά ’κανε ὅλ’ αὐτά;»· καὶ δὲν ἔπαυε νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· σὰ νὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν ὄχι δέκα ἀλλὰ περισσότερα χρόνια κλεισμένος, ὅταν εἶδε ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας, μέσα ἀπ’ τὴν καρδιά του βγῆκε φωνὴ ἐκπλήξεως, θαυμασμοῦ καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό.
Ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας καὶ βλέπουμε ὅλα τὰ ἄσχημα. Γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Στὴ ζούγκλα οἱ ἰθαγενεῖς περιμένουν νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καὶ μόλις ἀνατείλῃ πέφτουν κάτω καὶ προσκυνοῦν εὐχαριστώντας. Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε καὶ μάτια δὲν ἔχουμε, αὐτιὰ ἔχουμε καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουμε, καρδιὰ ἔχουμε καὶ καρδιὰ δὲν ἔχουμε. Μᾶς τύφλωσε ἡ ἁμαρτία· εἴμεθα σὰν τυφλοὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ πανόραμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν βλέπουμε. Γιατὶ ἐγώ, ἀδέρφια μου, δὲν ξέρω ἄλλο κινηματογράφο. Ἕνα κινηματογράφο καὶ ἕνα θέατρο ξέρω, ποὺ ἔχει τέτοια θεάματα καὶ τέτοια μεγαλεῖα καὶ τέτοια λαμπρὰ δημιουργήματα, ποὺ δὲν τελειώνουν, καὶ τὸ εἰσιτήριό του εἶνε δωρεάν. Ἀνέβα πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καὶ ἅπλωσε τὸ μάτι σου νὰ δῇς τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ.
id="m_6271591914779691564yiv6021723625yui_3_16_0_ym19_1_1495273823574_15093">Ἄνοιξε τὰ μάτια του, λοιπόν, ὁ τυφλὸς καὶ εἶδε ὅλα αὐτὰ τὰ λαμπρὰ πράγματα, καὶ δόξασε τὸ Θεό.
2. Εἶνε εὐτυχὴς εἴπαμε, διότι εἶδε τὸν ὄμορφο κόσμο, καὶ δόξασε τὸ Θεό. Εὐτυχὴς ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ τυφλὸς εἶδε πολλὰ ὡραῖα πράγματα. Ὄμορφος εἶνε ὁ ἥλιος πρωὶ – πρωὶ σὰν βγαίνῃ μὲ τὴν ἀνατολή, ὄμορφη εἶνε ἡ θάλασσα ἡ γαλανὴ ποὺ ἀφρίζει, ὄμορφα τὰ λιβάδια τὰ καταπράσινα, ὄμορφα τὰ λουλούδια μὲ μύρια χρώματα, ὄμορφα τὰ δέντρα, ὄμορφα τ’ ἀρνάκια, ὄμορφα τὰ παιδάκια τὰ μικρὰ ποὺ εἶνε χαριτωμένα σὰν ἄγγελοι – ἀπὸ τὰ ὡραιότερα πράγματα τοῦ κόσμου εἶνε τὸ ἀθῷο παιδί. Πολλὰ εἶνε ὄμορφα στὸν κόσμο. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὀμορφότερο ποὺ εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐκεῖνο ποὺ ἔλαμπε παραπάνω κι ἀπ’ τὸν ἥλιο, ποιό εἶνε;
Εἶδε τὸ Χριστό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀξιώθηκε νὰ δῇ – ποιόν; Τὸν ποιητὴ καὶ δημιουργό του, τον ἰατρὸ καὶ φωτοδότη του! Πότε τὸν εἶδε; Ὄχι ἀμέσως μόλις θεραπεύθηκε, ἀλλ’ ἀφοῦ τὸν ὡμολόγησε μὲ παρρησία ἐμπρὸς στοὺς ἐχθρούς του. Γιατὶ ὁ Χριστός μας ὅταν τὸν ἔκανε καλὰ ἐξαφανίστηκε, ὅπως εἶχε κάνει ἐνωρίτερα καὶ μὲ τὸν παράλυτο (βλ. Ἰωάν. 5,13). Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ φαρισαῖοι τὸν ταλαιπώρησαν τὸν ἰαθέντα μὲ τὶς ἀνακρίσεις τους καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας του, τότε τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει· —Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; —Μὰ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; —Ἐκεῖνος ποὺ καὶ τὸν εἶδες καὶ κουβεντιάζει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶνε. —Ἐσὺ εἶσαι, Κύριε; λέει. Πιστεύω! καὶ πέφτει καὶ τὸν προσκυνάει.
3. Εὐτυχὴς λοιπὸν ὁ τυφλὸς γιατὶ ἀπέκτησε μάτια καὶ εἶδε τὸν ὄμορφο κόσμο, εὐτυχὴς ἀκόμη περισσότερο γιατὶ εἶδε τὸ Χριστό, ἀλλὰ εὐτυχὴς κυρίως γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἀπέκτησε καὶ μάτια πνευματικά.
Κάποιος, ποὺ ἔζησε γύρω στὸ 200 μ.Χ., ἦταν τυφλὸς καὶ αὐτός. Τὸν εἶχε φωτίσει ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν λόγια σοφά. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δίδυμος. Πήγαιναν κοντά του ἀκόμα καὶ διδάσκαλοι καὶ διδάσκονταν. Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ λέει· «Δίδυμε, σὲ μακαρίζω· γιατί, ἐνῷ δὲν ἔχεις μάτια φυσικά, ἔχεις ἄλλα ἀνώτερα μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι». Τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς εἶνε φυσικά. Τέτοια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Καὶ αὐτὰ βεβαίως τὰ μάτια εἶνε ἀξιοθαύμαστα· φτάνει ἕνα μάτι ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε ὅμως μικρὰ μπροστὰ στὰ πνευματικὰ μάτια. Φυσικὰ μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· τὰ ἔντομα, τὰ κοράκια, οἱ ἀλεποῦδες, οἱ λύκοι, οἱ ἀετοί.
* * *
Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, μάτια πνευματικά, μάτια ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, μάτια ἁγίας Βαρβάρας, ἁγίου Νικολάου, μάτια εὐλογημένα ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Διότι τὰ μάτια σήμερα ἔγιναν μάτια διαβολικά.
Δὲν σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ καρφώνῃς στὶς ὀθόνες μὲ τὰ αἴσχη, καὶ τὸ βράδυ νά ᾿χῃς κόλασι μέσα σου. Σοῦ τά ᾿δωσε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματά του καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, νὰ βλέπῃς τὶς εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὶς προσκυνᾷς, νὰ βλέπῃς ἁγίους ἀγγέλους. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας. Ἂν ρωτήσετε τὴν παλαιὰ γενεά, ἐκεῖνοι βλέπανε ἁγίους. Τώρα; Τί θὰ δοῦμε στὸν ἄλλο κόσμο! Μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ κάλλη πόσο ἄθλια εἶνε τὰ θεάματα τοῦ κόσμου τούτου! Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἄξιζε νὰ στερηθοῦμε τὰ ἄθλια αὐτὰ θεάματα γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουμε ἐκεῖνα. Θὰ λές· Προτιμότερο νά ᾿μουν τυφλὸς στὴ γῆ, νὰ μὴν εἶχα μάτια…
Ἀδελφοί μου! Τὰ μάτια τὰ ἔφτειαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Ὑπάρχουν μάτια ἁγίων, μάτια ἀγγέλων, μάτια Παναγιᾶς, μάτια Χριστοῦ· ὑπάρχουν καὶ μάτια ζῴων, μάτια χοίρων, μάτια ἀλεπούδων, μάτια λύκων καὶ ἀγρίων θηρίων. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Περί αχαριστίας και δειλίας
ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Εἶνε ἀξία ἐπαίνου ἡ προθυμία σας, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀκοῦτε ὀρθόδοξο διδασκαλία. Μὰ ποιός θὰ εἶνε ὁ διδάσκαλός σας; Σήμερα διδάσκαλος δὲν θὰ εἶμαι οὔτε ἐγὼ ὁ μικρὸς οὔτε κάποιος ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα διδάσκαλος ὅλων μας θὰ γίνῃ ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ σβησμένα μάτια, ἀγράμματος, ποὺ δὲν φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια. Ἀλλὰ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. 1,27). Ὁ τυφλὸς ἐπαίτης
γίνεται διδάσκαλος στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου καὶ πρὸ τῆς θεραπείας του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεραπεία του.
Πρὸ μὲν τῆς θεραπείας του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀχαριστία μας, μετὰ δὲ τὴν θεραπεία του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ δειλία μας.
Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ παραπονοῦνται ὅτι εἶνε φτωχοί. Ἀλλὰ νά ὁ τυφλὸς μὲ τὴν καθαρὴ φωνή του κράζει· Ὄχι δὲν εἶστε φτωχοί, ἔχετε πλοῦτο· εἶστε ὅμως ἀχάριστοι.
Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος. Εἶσαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔχεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.
Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;… Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει· –Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου. –Ἄ, ὡραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σαλόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καραμπογιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐσὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου; –Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παντί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι. Γι᾿ αὐτό, ὅταν βλέπετε τυφλό, νὰ καλλιεργῆτε στὴν ψυχή σας τρία αἰσθήματα. Πρῶτον συμπάθεια, διότι αὐτὸς στερεῖται ἕνα πλοῦτο ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, τὰ μάτια· τὸ μάτι εἶνε ἡ τελειοτέρα φωτογραφικὴ μηχανή. Δεύτερον εὐγνωμοσύνη, διότι ὡρισμένοι τυφλοὶ ἔχασαν τὸ φῶς τους στὸν πόλεμο (θυμᾶμαι τώρα σ᾿ ἕνα χειρουργεῖο τῆς Κοζάνης ἕνα παλληκάρι 23 ἐτῶν μὲ σβησμένα τὰ μάτια· ἔχασε τὸ φῶς του γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι). Αἴσθημα λοιπὸν συμπαθείας, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αἴσθημα μετανοίας γιὰ μᾶς, γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κάνουμε ἔχοντας τὰ μάτια μας. Ὁ καθένας μας θὰ δώσῃ λόγο καὶ γιὰ τὶς ματιές. Ἄνθρωπέ μου, δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ γίνωνται παγίδες. Ἡ Γραφὴ φωνάζει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Νὰ ἔχῃς μάτια ἁγίων καὶ ἀγγέλων, ὅπως τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἀλλὰ ποῦ! Ὁ ἕνας ἔχει μάτια ἀλεποῦς, ὁ ἄλλος μάτια χοίρου…, καὶ κανείς μάτια Εὐαγγελίου. Κλείνουμε τὰ μάτια μας στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τ᾿ ἀνοίγουμε στὴν ἀσχημία, σὰν ἄλλοι Χάμ (βλ. Γέν. 9,20-27), γινόμεθα χαμῖται. Θά ᾿ρθῃ –ἀλλοίμονο– καιρός, ποὺ οἱ τυφλοὶ θά ᾿νε εὐτυχισμένοι, διότι δὲν θὰ βλέπουν τὶς ἀθλιότητες.
Μέχρι ἐδῶ ὁ τυφλὸς ἦταν διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς ἀχαριστίας μας· τώρα γίνεται διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς δειλίας μας.
Ἦταν Σάββατο ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, καὶ ὁ νόμος ἔλεγε· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ νομικοὶ καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν διεστρέβλωναν. Ἐνῷ δόθηκε γιὰ ν᾿ ἀναπαύῃ, αὐτοὶ τὴν ἔκαναν κορδέλλα γιὰ νὰ δένουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ Σάββατο ἔπιανε φωτιὰ τὸ σπίτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τὴ σβήσῃς· ἐὰν πονοῦσε τὸ μάτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τ᾿ ἀγγίξῃς, γιὰ νὰ μὴν κάνῃς ἐργασία! Καὶ νά ὁ Χριστός, εἰς πεῖσμα τους, σκύβει κάτω, κάνει λάσπη, καὶ ἀγγίζει ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε βολβούς, γιὰ νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν μάτια. Καὶ φύτρωσαν! Οἱ νομικοὶ εἶχαν τώρα μπροστά τους δύο πράγματα· μία «παράβασι» καὶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ μοχθηροί, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο, κολλᾶνε στὴν «παράβασι» καὶ πετοῦν τὴν «τορπίλλα» τους· «Εἶνε ἁμαρτωλός!» (Ἰω. 9,16,24). Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κόσμος δείλιαζε. Διότι ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, γινόταν «ἀποσυνάγωγος» (ἔ.ἀ. 9,22), κάτι τρομερὸ τότε, μιὰ τιμωρία ποὺ κλιμακώνετο σὲ τρία στάδια. Πρῶτα σὲ ἔδιωχνε ἡ γυναίκα σου τριάντα μέρες ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Ἐὰν δὲν μετανοοῦσες, μαζευόταν ἡ κοινότης καὶ σὲ ἀφώριζε. Καὶ τρίτον ἀπαγορευόταν νὰ σοῦ δώσῃ κανεὶς ψωμί, νερό, ὁ,τιδήποτε. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸν ἀποσυνάγωγο ἦταν ἢ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ ἢ νὰ φύγῃ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα.
Μέσα στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς φοβίας ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀληθείας. Δὲν ἦταν οὔτε κάποιος μορφωμένος οὔτε κάποιος πλούσιος οὔτε ἄλλος ἰσχυρός. Ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτός, μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς, μαρτυρεῖ τὴν Ἀλήθεια, μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀποσυναγώγου δὲν τὸν ἀρνεῖται, δὲν τὸν προδίδει. Διεφώνησε ἕνας μὲ ὅλους, μιὰ ἁγία διχόνοια.
Ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διχόνοια. Κακὴ ὁμόνοια ἦταν ὅταν π.χ. κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο ὅλοι μαζὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό, «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15). Θέλετε καὶ καλὴ διχόνοια; Στὴν Ἀθήνα τῷ 406 π.Χ. δίκαζαν ὀκτὼ Ἀθηναίους στρατηγούς, τοὺς νικητὰς τῆς ναυμαχίας τῶν Ἀργινουσῶν, διότι δὲν φρόντισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς ναυαγούς. Ὅλοι σύμφωνοι νὰ τοὺς καταδικάσουν εἰς θάνατον. Ἕνας διαφωνεῖ, ὁ Σωκράτης. Ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ προτείνει νὰ τοὺς στεφανώσουν. Ἔτσι κι ὁ τυφλός· ποὺ εἶνε μάλιστα ἡρωικώτερος κι ἀπ᾿ τὸ Σωκράτη. Ὁ Σωκράτης ἦταν φιλόσοφος καὶ ζοῦσε σὲ δημοκρατικὸ πολίτευμα· ὁ τυφλός; ἀμόρφωτος καὶ ἀδύνατος. Γι᾿ αὐτὸ τὰ διδάγματά του εἶνε πιὸ βαρυσήμαντα.
«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34-35), εἶπε ὁ Χριστός. Πρόσεξε, ἀδελφέ μου, γιατὶ ἔρχονται περιστάσεις ποὺ θὰ κριθῇς, θὰ κριθῇ ἡ σωτηρία σου. Πρέπει τότε νὰ χωρίζῃς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ καταστρέψουν. Ζῆτε ἔγγαμο βίο· ἔχετε ὁμόνοια· ἀλλ᾿ ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους προτείνει κάτι ποὺ ἀμαυρώνει τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς, τότε ὁ ἄλλος μὴ προτιμήσῃ τὸ ταίρι του ἀπὸ τὸ Χριστό. «Ὁ φιλῶν» ἄνθρωπον «ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Δὲν πῆρες τὴ γυναίκα ἢ τὸν ἄντρα γιὰ τὴν κόλασι ἀλλὰ γιὰ τὸν παράδεισο. Διαφώνησε! Στὴ Φλώρινα παλαιότερα, ὅταν τὸ ὑπουργεῖο ἐπέβαλε στὶς μαθήτριες νὰ ἐμφανισθοῦν μὲ σὸρτς στὶς γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἀκούστηκε ἁγία διαφωνία· ὁ γυμνασιάρχης διάβασε τὴν ἐγκύκλιο, ἀλλὰ 3-4 ἁγνὰ κορίτσια, πραγματικὲς Ἑλληνίδες, εἶπαν· Ὄχι, δὲν δεχόμαστε νὰ ξεγυμνωθοῦμε μπρὸς στὰ μάτια ἄλλων…
Ὤ ἁγία διαφωνία! Σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· διαφωνήσατε ποτὲ γιὰ μεγάλα θέματα; Ἂν διαφωνήσατε, εἶστε μιμηταὶ τοῦ τυφλοῦ. Ὑπάρχει διαφωνία στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, καὶ στὴν ἐκκλησία. Μάλιστα· θὰ ὑπακούῃς μὲ τυφλὴ ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπό σου –«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν» (Ἑβρ. 13,17)–, ἐὰν κ᾿ ἐκεῖνος ὑπακούῃ στὸ Χριστό, ἐὰν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κεφάλι του. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ βάλῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια, τότε ἄλτ! Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ποτέ νὰ κάνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο πατητήρια.
Χριστιανέ μου, εἶσαι ζωντανὸ ψάρι ἢ ψόφιο; Ἐὰν εἶσαι ζωντανός, τότε κόντρα στὸ ῥεῦμα. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰάκ. 4,7). Ἐμπρός, σῦρε τὸ ξίφος καὶ πόλεμο! Ἔργα. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἔργο; Ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
FAZ: Καμία συμφωνία για το ελληνικό χρέος
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ