2017-06-22 15:12:17
Κάνει άραγε η Αγία Γραφή διακρίσεις κατά των γυναικών; Αν πιστέψουμε την Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον, την πρωτοπόρο του 19ου αιώνα για τα δικαιώματα των γυναικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε ναι.
Όπως το έλεγε καλύτερα η ίδια: «Η Αγία Γραφή και η Εκκλησία αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια στον δρόμο για τη γυναικεία χειραφέτηση», αλλά και «Δεν γνωρίζω άλλα βιβλία που να διδάσκουν με τόσο ολοκληρωτικό τρόπο την υποταγή και τον υποβιβασμό της γυναίκας».
Αυτή ήταν η σκληροπυρηνική σουφραζέτα που με σλόγκαν ζωής «και θα γράψω και θα μιλήσω» μετατράπηκε σε πιονέρο του πρώιμου -και αρκούντως ριζοσπαστικού- φεμινισμού αλλά και κόκκινο πανί μιας συντηρητικής κοινωνίας που αρνούνταν να αναγνωρίσει στη γυναίκα τον ρόλο που δικαιούνταν.
Το φεμινιστικό κίνημα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού γεννιέται ουσιαστικά το 1848, όταν μια ομάδα γυναικών της Νέας Υόρκης συσπειρώνεται γύρω από τη Στάντον και συγκαλεί το πρώτο ποτέ συνέδριο στην ιστορία του κινήματος. Κι αυτό για να παρουσιάσουν τη δική της χάρτα, τη Διακήρυξη των Αισθημάτων (κατά το πρότυπο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας), το πρώτο ουσιαστικό βήμα για τη χειραφέτηση της γυναίκας.
Οι αμερικανές σουφραζέτες δεν ζητούσαν μόνο ψήφο στη γυναίκα, αλλά συνολική αλλαγή της θέσης της στην κοινωνία, την εργασία, τις σπουδές, τον γάμο, τα κληρονομικά δικαιώματα κ.λπ. Οι πρώιμες μάχες των γυναικών με το ανδρικό κατεστημένο είχαν πολύ Ελίζαμπεθ Στάντον μέσα τους, καθώς ο μαχητικός και συχνά προκλητικός λόγος της προκαλούσε και ενοχλούσε πολύ τη φαλλοκρατία της εποχής. Ακόμα και για αντισύλληψη μιλούσε η παθιασμένη σουφραζέτα στα μέσα του 19ου αιώνα!
Πριν επικεντρωθεί αποκλειστικά στα γυναικεία δικαιώματα, η Στάντον ήταν γνωστή για τις φιλελεύθερες απόψεις της αναφορικά με όλες σχεδόν τις προοδευτικές διεκδικήσεις, όπως η κατάργηση της δουλείας, πλάι στον σύζυγό της, έναν από τους ιδρυτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο ωστόσο η αλλαγή των απόψεών της έμελλε να χωρίσει το γυναικείο κίνημα σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Τώρα ήταν αντίθετη στην ψήφο των Αφρο-Αμερικανών, κι αυτό γιατί πίστευε πως δεν μπορούν να ψηφίζουν οι μαύροι άντρες όσο οι γυναίκες, λευκές και έγχρωμες, στερούνταν τέτοιων δικαιωμάτων. Ή όλοι ή κανείς, κήρυττε τώρα.
Ο δηκτικός της λόγος και οι πύρινες πολεμικές που εκτόξευε κατά της οργανωμένης θρησκείας και των παραδοσιακών αντρικών θεσμών τρόμαζαν ακόμα και τις υποστηρίκτριές της, προκαλώντας βαθύ σχίσμα στον φεμινισμό. Ήταν όμως τόσο φωτεινός φάρος στον δίκαιο γυναικείο αγώνα που οι δυο οργανώσεις θα συνενώνονταν τελικά σε μία, η οποία θα είχε πρόεδρο καμιά άλλη από την ίδια για είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Όταν δημοσίευσε μάλιστα τη «Βίβλο των Γυναικών», απαντώντας ουσιαστικά στην άλλη Βίβλο, όλοι ήθελαν να απαλλαγούν από την ενοχλητική αυτή φωνή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πριν πεθάνει, είχε απέναντί της πρακτικά όλους, τόσο τους παραδοσιακούς εχθρούς όσο και τους στενούς συνεργάτες της, καθώς η πένα της δεν χαριζόταν σε κανέναν.
Οι σουφραζέτες των ΗΠΑ, όπως η Λούσι Στόουν, αλλά και οι μαχητικές Βρετανίδες του επόμενου αιώνα, όπως η βίαιη και πολεμικά μαχητική Έμιλι Πάνκχερστ, είχαν πάντα τη ρητορική της Στάντον να καταφεύγουν όταν οι δυσκολίες τις έζωναν Πρώτα χρόνια
Η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον γεννιέται στις 12 Νοεμβρίου 1815 στο Τζονστάουν της Νέας Υόρκης ως το όγδοο από τα 11 παιδιά ενός μεγαλοδικηγόρου που θα γινόταν αργότερα δικαστής και γερουσιαστής. Παρά το γεγονός ότι τα μισά αδέλφια πέθαναν στην παιδική ηλικία και έζησαν μόνο οι πέντε κόρες, μεγάλωσαν άνετα και χωρίς σκοτούρες.
Ο πατέρας δεν έκρυψε βέβαια ποτέ τον πόθο του για έναν γιο, κι έτσι η Ελίζαμπεθ μεγάλωσε θέλοντας να εισβάλει και να διαπρέψει σε παραδοσιακά αντρικούς χώρους, δείχνοντας στον πατέρα της πως δεν ήταν θέμα φύλου η πορεία στη ζωή. Το 1832 αποφοιτεί από ένα γυναικείο εκπαιδευτήριο, καθώς μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει μορφωτικά, και ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά.
Την κατάργηση της δουλείας και την αλλαγή της θέσης της γυναίκας δηλαδή, μια κατάσταση που έπληττε εξάλλου και την ίδια προσωπικά. Ξάδερφός της ήταν μάλιστα ο ρεφορμιστής Γκέριτ Σμιθ, πόλος έλξης των προοδευτικών φωνών της Αμερικής, κι έτσι η νεαρή Ελίζαμπεθ δεν έβγαινε πια από το σπιτικό του.
Η ίδια κόλλησε μάλιστα με τα ελληνικά και τους αρχαίους συγγραφείς, μαθαίνοντας καλά τη γλώσσα ώστε να έρθει σε επαφή με τους έλληνες σοφούς από το πρωτότυπο! Όπως έλεγε, ήταν από αυτή την επαφή της με το ελληνικό πνεύμα που έχτισε τις πνευματικές της δεξιότητες αλλά και τον αυτο-σεβασμό της.
Το 1840 θα παντρευτεί τον προοδευτικότατο Χένρι Στάντον, ο οποίος συμφώνησε να βγει αυτό το «υποταγή» από τους γαμήλιους όρκους! Το νιόπαντρο ζευγάρι πέρασε τον μήνα του μέλιτος στο Λονδίνο, κι αυτό για να συμμετάσχει στις διεργασίες του παγκόσμιου συνεδρίου κατά της δουλείας.
Ήταν μία από τις ελάχιστες γυναίκες που πήραν μέρος στο γεγονός-ορόσημο για την τύχη των Αφροαμερικανών. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε έξω από τη Νέα Υόρκη και εκείνη μεγάλωνε τώρα τα εφτά παιδιά που θα αποκτούσε τελικά με τον φιλελεύθερο σύζυγό της, όσο εκείνος σπούδαζε και ασκούσε κατόπιν τη δικηγορία…
Τα σπάργανα του φεμινιστικού κινήματος
Ασίγαστη και πανταχού παρούσα, η Ελίζαμπεθ συσπείρωσε γύρω της μια ομάδα γυναικών και τον Ιούλιο του 1848 οργάνωσαν ένα συνέδριο στον οικισμό που διέμενε. Εκεί καταρτίστηκε και ψηφίστηκε το περιβόητο κείμενό της «Διακήρυξη των Αισθημάτων» και εκεί τέθηκαν οι βάσεις του γυναικείου φεμινισμού των ΗΠΑ που ζητούσε τώρα επιτακτικά τη χορήγηση ψήφου στη γυναίκα. Περισσότεροι από 300 σύνεδροι είχαν ενταχθεί στον αγώνα.
Μπορεί να φαινόταν πως πάλευε μόνη, δεν ήταν όμως. Ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1850, όταν γνώρισε την άλλη πιονέρο του αμερικανικού φεμινισμού, Σούζαν Άντονι, ένιωσε πιο ελεύθερη να αποτυπώνει χωρίς φτιασιδώματα τις απόψεις της, μιλώντας πια ακόμα και για διαζύγιο! Η ανύπαντρη και χωρίς παιδιά Άντονι όργωνε τώρα τις πολιτείες, την ίδια ώρα που η Στάντον ήταν η πένα και ο θεωρητικός νους της επιχείρησης, καθώς οι υποχρεώσεις της στο σπίτι δεν τέλειωναν.
Οι δυο σουφραζέτες σχημάτισαν το 1869 την Εθνική Ένωση Γυναικών για την Ψήφο (NWSA), στην οποία χρημάτισε πρόεδρος η Στάντον για 20 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1890. Εκείνη τη χρονιά οι δυο μεγάλες γυναικείες ενώσεις των ΗΠΑ, που είχαν προκύψει αμφότερες από τις ιδέες της αλλά και την αλλαγή πλεύσης της Στάντον, ενώθηκαν και εξέλεξαν παμψηφεί την Ελίζαμπεθ ως πρόεδρο του νέου σχήματος. Μια θέση που θα κρατούσε για τα επόμενα δύο χρόνια.
Στον λυσσαλέο αγώνα που έδωσε όμως κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο για την απελευθέρωση των σκλάβων και τη χορήγηση ψήφου στους Αφροαμερικανούς κατόπιν, παρατήρησε πως και οι μαύροι άντρες ήταν κατά της γυναικείας ψήφου! Αποτροπιασμένη, ένιωσε προδομένη από τη μάχη της, η οποία το μόνο που έκανε στη συλλογιστική της ήταν να αυξήσει το ανδρικό κοινό που ήταν κατά της γυναικείας ψήφου.
Εξίσου προδομένη ένιωσε και από τους παλιούς της συντρόφους στο κίνημα για την κατάργηση της δουλείας, βλέποντας πως ήταν έτοιμοι να δεχτούν τη μαύρη ψήφο αλλά όχι και τη γυναικεία. Εξοργισμένη, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμα και ρατσιστική ρητορική για να προκαλέσει αντιδράσεις και να γενικεύσει τον διάλογο για την αλλαγή της γυναικείας μοίρας.
Μέσα σε όλα, είναι μια μαμά πλήρους απασχόλησης και δεν βρίσκει τον χρόνο να κάνει όλα όσα θέλει. Παραπονιέται σχετικά σε συνοδοιπόρο της στο φεμινιστικό κίνημα την 1η Δεκεμβρίου 1853: «Βλέπεις, όπως πηγαινοέρχομαι διαρκώς μέσα στο σπίτι, περιτριγυρισμένη από τα παιδιά, πλένοντας πιάτα, ψήνοντας, ράβοντας, μπορώ να σκεφτώ, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω, τα χέρια μου και το μυαλό μου είναι απασχολημένα αλλού […] Θα απογοητευτείς από το κείμενό μου, αλλά είναι ζήτημα αν έχω ποτέ μία ώρα ολόκληρη δική μου να κάτσω και να γράψω. Οι άντρες, που μπορούν όταν θέλουν να γράψουν, να κλειστούν σε ένα δωμάτιο για μέρες με τις σκέψεις και τα βιβλία τους, δεν καταλαβαίνουν τι δυσκολίες πρέπει να ξεπεράσει μια γυναίκα για να γράψει κάτι της προκοπής».
Αλλά και στην ισόβια σύντροφό της στη μάχη κατά της φαλλοκρατίας, Σούζαν Άντονι, εξομολογείται στις 10 Σεπτεμβρίου 1855: «Πώς θα ήθελα να είμαι ελεύθερη όπως εσύ. Αλλά δεν είμαι και επιπλέον πέρασα φοβερά βασανιστήρια την τελευταία φορά που έμεινα στου πατέρα μου. Δεν μπορώ να σου πω πόσο βαθιά χώθηκε στην ψυχή μου το μαχαίρι. Ποτέ δεν ένιωσα εντονότερα την ταπείνωση του φύλου μου. Και να σκεφτείς πως όλα αυτά που ενοχλούν βαθύτατα τον πατέρα μου σε μένα και νομίζει πως τον ντροπιάζουν επειδή είμαι γυναίκα, θα τον έκαναν δικαίως περήφανο αν ήμουν άντρας.
Η σκέψη αυτή με οδήγησε όμως να πάρω μια μανιασμένη απόφαση: θα μιλάω κάθε φορά που είμαι σίγουρη πως αυτό με τιμά. Αλλά η πίεση πάνω μου αυτή τη στιγμή είναι αφόρητη. Ο Χένρι έχει συμμαχήσει με τους δικούς μου και θέλουν να μην ξαναγράψω ποτέ για το γυναικείο ζήτημα. Αλλά και θα γράψω και θα μιλήσω»…
Τελευταία χρόνια
Το είπε και το έκανε. Τώρα έβαλε στο στόχαστρο τον «φαλλοκρατικό χριστιανισμό», όπως τον αποκαλεί, και τη γυναικεία καταπίεση που θεωρούσε πως είχε καθελκύσει στη Δύση. Η σφοδρή πολεμική της μάλιστα στο οικοδόμημα της θρησκείας βάθυνε το χάσμα της από τις άλλες ηγέτιδες του αμερικανικού φεμινισμού, οι οποίες ένιωθαν αμηχανία μπροστά στις φαρμακερές της δηλώσεις.
Αντίθετα από τις άλλες, η Στάντον πίστευε ακράδαντα ότι ο χριστιανισμός ήταν αυτός που είχε περιορίσει τη γυναίκα σε δευτερεύοντες ρόλους. Αυτά καταμαρτυρεί στην οργανωμένη πίστη στη διαβόητη και δίτομη «Βίβλο της Γυναίκας» της δεκαετίας του 1890 (που έγραψε με την κόρη της, Χάριετ Στάντον), εκεί όπου εξηγεί τον εγγενή σεξισμό που ενυπάρχει στην Αγία Γραφή.
Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1895 και ο δεύτερος το 1898, κάνοντας το ρήγμα της με τον χριστιανισμό τουλάχιστον αγεφύρωτο. Κανείς δεν της συγχωρούσε τις εμπρηστικές απόψεις της περί διαζυγίου αλλά και γυναικείας ιδιοκτησίας, θέματα που δεν άγγιζαν καν όλες οι άλλες φεμινίστριες! Τώρα ήταν πραγματικά μόνη, ένας θηλυκός Δον Κιχώτης που μαχόταν για όλα αυτά που κάποιες δεκαετίες αργότερα θα ήταν κοινός τόπος. Στην εποχή της όμως ήταν ανατρεπτικά και αιρετικά και πάμπολλοι έσπευσαν να την κατακεραυνώσουν, ιδιαίτερα όταν έπιανε στο στόμα της τη θρησκεία.
Παρά το βαρύ πρόγραμμά της στο σπίτι, η Στάντον κατάφερνε μια στο τόσο να ξεκλέβει μερικές μέρες για να δίνει διαλέξεις, αλλά και να γράψει παρέα με την Άντονι τους τρεις πρώτους τόμους της «Ιστορίας της Γυναικείας Ψήφου (1881-1886)». Ακόμα κι εκεί κατάφερε να τρυπώσει τις αντικληρικές της απόψεις, περιγράφοντας πώς ο χριστιανισμός ήταν ουσιαστικά ο βασικότερος εχθρός της γυναικείας χειραφέτησης, αρνούμενος στη γυναίκα μια καλύτερη θέση στην ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Με αυτά και με αυτά, έφτασαν να την εχθρεύονται όλοι: οι συντηρητικοί και η Εκκλησία φυσικά, αλλά και οι προοδευτικές φωνές και οι σουφραζέτες της νέας γενιάς. Ήταν ίσως το γεγονός ότι η Στάντον μίλησε για όλα από την πρώτη στιγμή, θέλοντας λες μεμιάς να αλλάξει ριζικά τη μοίρα της γυναίκας. Οι διεκδικήσεις της θα περνούσαν τελικά, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά, μόνο που θα χρειαζόταν περισσότερο από έναν αιώνα για να πειστεί η σεξιστική Δύση να αλλάξει μυαλά.
Η ίδια κατάφερε πάντως μέχρι το 1860 να πείσει τους νομοθέτες της Νέας Υόρκης να εκχωρήσουν στη γυναίκα όλες τις διεκδικήσεις του φεμινισμού. Με αξιοσημείωτη εξαίρεση την ψήφο φυσικά! Το ίδιο έκανε και με τις σουφραζέτες του κινήματός της, ενθαρρύνοντάς τες να χωρίζουν αν ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχισμένος. Κάνοντας προφανώς όλες να την κοιτούν αποσβολωμένες.
Όταν μάλιστα στη δεκαετία του 1870 άρχισε να μιλά για ελεύθερη γυναικεία συμπεριφορά και αυτοδιάθεση στην αναπαραγωγή, ήταν σαν να περιθωριοποιούσε τον εαυτό της από τις διεκδικήσεις ενός κινήματος που η ίδια είχε φτιάξει και πλέον στεκόταν αμήχανο να την ακολουθήσει ως το τέλος του δρόμου. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 δεν θα ήταν παρά μια αδέσποτη φωνή του φεμινισμού, ένας ζωντανός μύθος του αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση που είχε τεθεί εδώ και καιρό εκτός της επίσημης ρητορικής.
Έζησε τέλος να δει τη φεμινιστική ένωση που είχε φτιάξει και γιγαντώσει να καταδικάζει τη «Βίβλο της Γυναίκας» της, αποκαλώντας τη αιρετική και πικρόχολη. Όπως είχε υποσχεθεί όμως, «και θα γράψω και θα μιλήσω», κι αυτό έκανε ως το τέλος της ζωής της, ως ανεξάρτητη πια φωνή ενός αγώνα που ξεπήδησε από κάτι τέτοιες γυναίκες.
Μαύρο πρόβατο του γυναικείου κινήματος και αποδιοπομπαίος τράγος της φαλλοκρατικής κοινωνίας, έτσι έφυγε από τον κόσμο στις 22 Οκτωβρίου 1902, παρά το γεγονός ότι έκανε ίσως για τον φεμινισμό περισσότερα από κάθε άλλη πρωτεργάτρια. Κι αυτό γιατί ανέπτυξε την πλήρη ατζέντα των γυναικείων διεκδικήσεων ήδη από την πρώτη στιγμή, προλειαίνοντας το έδαφος για τις επιμέρους μάχες που θα δίνονταν ολοταχώς.
Η Στάντον δεν μαχόταν ουσιαστικά για τη γυναικεία ψήφο ούτε για όλες αυτές τις δευτερεύουσες πτυχές του αγώνα. Αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να πιστέψει η γυναίκα αλλά και ο άντρας στο «γυναικείο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης», όπως το έλεγε χαρακτηριστικά, ό,τι πιο προοδευτικό ξεπήδησε ποτέ από τον αμερικανικό φεμινισμό. Τόσο προοδευτικό που τρόμαξε ακόμα και τις φιλελεύθερες σουφραζέτες.
Μόνο πολύ αργότερα θα την αναγνώριζαν ως μια από τις πιο φωτισμένες προσωπικότητες των ΗΠΑ, όχι μόνο του 19ου αιώνα, αλλά ολόκληρης της αμερικανικής ιστορίας
Tromaktiko
Όπως το έλεγε καλύτερα η ίδια: «Η Αγία Γραφή και η Εκκλησία αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια στον δρόμο για τη γυναικεία χειραφέτηση», αλλά και «Δεν γνωρίζω άλλα βιβλία που να διδάσκουν με τόσο ολοκληρωτικό τρόπο την υποταγή και τον υποβιβασμό της γυναίκας».
Αυτή ήταν η σκληροπυρηνική σουφραζέτα που με σλόγκαν ζωής «και θα γράψω και θα μιλήσω» μετατράπηκε σε πιονέρο του πρώιμου -και αρκούντως ριζοσπαστικού- φεμινισμού αλλά και κόκκινο πανί μιας συντηρητικής κοινωνίας που αρνούνταν να αναγνωρίσει στη γυναίκα τον ρόλο που δικαιούνταν.
Το φεμινιστικό κίνημα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού γεννιέται ουσιαστικά το 1848, όταν μια ομάδα γυναικών της Νέας Υόρκης συσπειρώνεται γύρω από τη Στάντον και συγκαλεί το πρώτο ποτέ συνέδριο στην ιστορία του κινήματος. Κι αυτό για να παρουσιάσουν τη δική της χάρτα, τη Διακήρυξη των Αισθημάτων (κατά το πρότυπο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας), το πρώτο ουσιαστικό βήμα για τη χειραφέτηση της γυναίκας.
Οι αμερικανές σουφραζέτες δεν ζητούσαν μόνο ψήφο στη γυναίκα, αλλά συνολική αλλαγή της θέσης της στην κοινωνία, την εργασία, τις σπουδές, τον γάμο, τα κληρονομικά δικαιώματα κ.λπ. Οι πρώιμες μάχες των γυναικών με το ανδρικό κατεστημένο είχαν πολύ Ελίζαμπεθ Στάντον μέσα τους, καθώς ο μαχητικός και συχνά προκλητικός λόγος της προκαλούσε και ενοχλούσε πολύ τη φαλλοκρατία της εποχής. Ακόμα και για αντισύλληψη μιλούσε η παθιασμένη σουφραζέτα στα μέσα του 19ου αιώνα!
Πριν επικεντρωθεί αποκλειστικά στα γυναικεία δικαιώματα, η Στάντον ήταν γνωστή για τις φιλελεύθερες απόψεις της αναφορικά με όλες σχεδόν τις προοδευτικές διεκδικήσεις, όπως η κατάργηση της δουλείας, πλάι στον σύζυγό της, έναν από τους ιδρυτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο ωστόσο η αλλαγή των απόψεών της έμελλε να χωρίσει το γυναικείο κίνημα σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Τώρα ήταν αντίθετη στην ψήφο των Αφρο-Αμερικανών, κι αυτό γιατί πίστευε πως δεν μπορούν να ψηφίζουν οι μαύροι άντρες όσο οι γυναίκες, λευκές και έγχρωμες, στερούνταν τέτοιων δικαιωμάτων. Ή όλοι ή κανείς, κήρυττε τώρα.
Ο δηκτικός της λόγος και οι πύρινες πολεμικές που εκτόξευε κατά της οργανωμένης θρησκείας και των παραδοσιακών αντρικών θεσμών τρόμαζαν ακόμα και τις υποστηρίκτριές της, προκαλώντας βαθύ σχίσμα στον φεμινισμό. Ήταν όμως τόσο φωτεινός φάρος στον δίκαιο γυναικείο αγώνα που οι δυο οργανώσεις θα συνενώνονταν τελικά σε μία, η οποία θα είχε πρόεδρο καμιά άλλη από την ίδια για είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Όταν δημοσίευσε μάλιστα τη «Βίβλο των Γυναικών», απαντώντας ουσιαστικά στην άλλη Βίβλο, όλοι ήθελαν να απαλλαγούν από την ενοχλητική αυτή φωνή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πριν πεθάνει, είχε απέναντί της πρακτικά όλους, τόσο τους παραδοσιακούς εχθρούς όσο και τους στενούς συνεργάτες της, καθώς η πένα της δεν χαριζόταν σε κανέναν.
Οι σουφραζέτες των ΗΠΑ, όπως η Λούσι Στόουν, αλλά και οι μαχητικές Βρετανίδες του επόμενου αιώνα, όπως η βίαιη και πολεμικά μαχητική Έμιλι Πάνκχερστ, είχαν πάντα τη ρητορική της Στάντον να καταφεύγουν όταν οι δυσκολίες τις έζωναν Πρώτα χρόνια
Η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον γεννιέται στις 12 Νοεμβρίου 1815 στο Τζονστάουν της Νέας Υόρκης ως το όγδοο από τα 11 παιδιά ενός μεγαλοδικηγόρου που θα γινόταν αργότερα δικαστής και γερουσιαστής. Παρά το γεγονός ότι τα μισά αδέλφια πέθαναν στην παιδική ηλικία και έζησαν μόνο οι πέντε κόρες, μεγάλωσαν άνετα και χωρίς σκοτούρες.
Ο πατέρας δεν έκρυψε βέβαια ποτέ τον πόθο του για έναν γιο, κι έτσι η Ελίζαμπεθ μεγάλωσε θέλοντας να εισβάλει και να διαπρέψει σε παραδοσιακά αντρικούς χώρους, δείχνοντας στον πατέρα της πως δεν ήταν θέμα φύλου η πορεία στη ζωή. Το 1832 αποφοιτεί από ένα γυναικείο εκπαιδευτήριο, καθώς μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει μορφωτικά, και ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά.
Την κατάργηση της δουλείας και την αλλαγή της θέσης της γυναίκας δηλαδή, μια κατάσταση που έπληττε εξάλλου και την ίδια προσωπικά. Ξάδερφός της ήταν μάλιστα ο ρεφορμιστής Γκέριτ Σμιθ, πόλος έλξης των προοδευτικών φωνών της Αμερικής, κι έτσι η νεαρή Ελίζαμπεθ δεν έβγαινε πια από το σπιτικό του.
Η ίδια κόλλησε μάλιστα με τα ελληνικά και τους αρχαίους συγγραφείς, μαθαίνοντας καλά τη γλώσσα ώστε να έρθει σε επαφή με τους έλληνες σοφούς από το πρωτότυπο! Όπως έλεγε, ήταν από αυτή την επαφή της με το ελληνικό πνεύμα που έχτισε τις πνευματικές της δεξιότητες αλλά και τον αυτο-σεβασμό της.
Το 1840 θα παντρευτεί τον προοδευτικότατο Χένρι Στάντον, ο οποίος συμφώνησε να βγει αυτό το «υποταγή» από τους γαμήλιους όρκους! Το νιόπαντρο ζευγάρι πέρασε τον μήνα του μέλιτος στο Λονδίνο, κι αυτό για να συμμετάσχει στις διεργασίες του παγκόσμιου συνεδρίου κατά της δουλείας.
Ήταν μία από τις ελάχιστες γυναίκες που πήραν μέρος στο γεγονός-ορόσημο για την τύχη των Αφροαμερικανών. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε έξω από τη Νέα Υόρκη και εκείνη μεγάλωνε τώρα τα εφτά παιδιά που θα αποκτούσε τελικά με τον φιλελεύθερο σύζυγό της, όσο εκείνος σπούδαζε και ασκούσε κατόπιν τη δικηγορία…
Τα σπάργανα του φεμινιστικού κινήματος
Ασίγαστη και πανταχού παρούσα, η Ελίζαμπεθ συσπείρωσε γύρω της μια ομάδα γυναικών και τον Ιούλιο του 1848 οργάνωσαν ένα συνέδριο στον οικισμό που διέμενε. Εκεί καταρτίστηκε και ψηφίστηκε το περιβόητο κείμενό της «Διακήρυξη των Αισθημάτων» και εκεί τέθηκαν οι βάσεις του γυναικείου φεμινισμού των ΗΠΑ που ζητούσε τώρα επιτακτικά τη χορήγηση ψήφου στη γυναίκα. Περισσότεροι από 300 σύνεδροι είχαν ενταχθεί στον αγώνα.
Μπορεί να φαινόταν πως πάλευε μόνη, δεν ήταν όμως. Ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1850, όταν γνώρισε την άλλη πιονέρο του αμερικανικού φεμινισμού, Σούζαν Άντονι, ένιωσε πιο ελεύθερη να αποτυπώνει χωρίς φτιασιδώματα τις απόψεις της, μιλώντας πια ακόμα και για διαζύγιο! Η ανύπαντρη και χωρίς παιδιά Άντονι όργωνε τώρα τις πολιτείες, την ίδια ώρα που η Στάντον ήταν η πένα και ο θεωρητικός νους της επιχείρησης, καθώς οι υποχρεώσεις της στο σπίτι δεν τέλειωναν.
Οι δυο σουφραζέτες σχημάτισαν το 1869 την Εθνική Ένωση Γυναικών για την Ψήφο (NWSA), στην οποία χρημάτισε πρόεδρος η Στάντον για 20 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1890. Εκείνη τη χρονιά οι δυο μεγάλες γυναικείες ενώσεις των ΗΠΑ, που είχαν προκύψει αμφότερες από τις ιδέες της αλλά και την αλλαγή πλεύσης της Στάντον, ενώθηκαν και εξέλεξαν παμψηφεί την Ελίζαμπεθ ως πρόεδρο του νέου σχήματος. Μια θέση που θα κρατούσε για τα επόμενα δύο χρόνια.
Στον λυσσαλέο αγώνα που έδωσε όμως κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο για την απελευθέρωση των σκλάβων και τη χορήγηση ψήφου στους Αφροαμερικανούς κατόπιν, παρατήρησε πως και οι μαύροι άντρες ήταν κατά της γυναικείας ψήφου! Αποτροπιασμένη, ένιωσε προδομένη από τη μάχη της, η οποία το μόνο που έκανε στη συλλογιστική της ήταν να αυξήσει το ανδρικό κοινό που ήταν κατά της γυναικείας ψήφου.
Εξίσου προδομένη ένιωσε και από τους παλιούς της συντρόφους στο κίνημα για την κατάργηση της δουλείας, βλέποντας πως ήταν έτοιμοι να δεχτούν τη μαύρη ψήφο αλλά όχι και τη γυναικεία. Εξοργισμένη, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμα και ρατσιστική ρητορική για να προκαλέσει αντιδράσεις και να γενικεύσει τον διάλογο για την αλλαγή της γυναικείας μοίρας.
Μέσα σε όλα, είναι μια μαμά πλήρους απασχόλησης και δεν βρίσκει τον χρόνο να κάνει όλα όσα θέλει. Παραπονιέται σχετικά σε συνοδοιπόρο της στο φεμινιστικό κίνημα την 1η Δεκεμβρίου 1853: «Βλέπεις, όπως πηγαινοέρχομαι διαρκώς μέσα στο σπίτι, περιτριγυρισμένη από τα παιδιά, πλένοντας πιάτα, ψήνοντας, ράβοντας, μπορώ να σκεφτώ, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω, τα χέρια μου και το μυαλό μου είναι απασχολημένα αλλού […] Θα απογοητευτείς από το κείμενό μου, αλλά είναι ζήτημα αν έχω ποτέ μία ώρα ολόκληρη δική μου να κάτσω και να γράψω. Οι άντρες, που μπορούν όταν θέλουν να γράψουν, να κλειστούν σε ένα δωμάτιο για μέρες με τις σκέψεις και τα βιβλία τους, δεν καταλαβαίνουν τι δυσκολίες πρέπει να ξεπεράσει μια γυναίκα για να γράψει κάτι της προκοπής».
Αλλά και στην ισόβια σύντροφό της στη μάχη κατά της φαλλοκρατίας, Σούζαν Άντονι, εξομολογείται στις 10 Σεπτεμβρίου 1855: «Πώς θα ήθελα να είμαι ελεύθερη όπως εσύ. Αλλά δεν είμαι και επιπλέον πέρασα φοβερά βασανιστήρια την τελευταία φορά που έμεινα στου πατέρα μου. Δεν μπορώ να σου πω πόσο βαθιά χώθηκε στην ψυχή μου το μαχαίρι. Ποτέ δεν ένιωσα εντονότερα την ταπείνωση του φύλου μου. Και να σκεφτείς πως όλα αυτά που ενοχλούν βαθύτατα τον πατέρα μου σε μένα και νομίζει πως τον ντροπιάζουν επειδή είμαι γυναίκα, θα τον έκαναν δικαίως περήφανο αν ήμουν άντρας.
Η σκέψη αυτή με οδήγησε όμως να πάρω μια μανιασμένη απόφαση: θα μιλάω κάθε φορά που είμαι σίγουρη πως αυτό με τιμά. Αλλά η πίεση πάνω μου αυτή τη στιγμή είναι αφόρητη. Ο Χένρι έχει συμμαχήσει με τους δικούς μου και θέλουν να μην ξαναγράψω ποτέ για το γυναικείο ζήτημα. Αλλά και θα γράψω και θα μιλήσω»…
Τελευταία χρόνια
Το είπε και το έκανε. Τώρα έβαλε στο στόχαστρο τον «φαλλοκρατικό χριστιανισμό», όπως τον αποκαλεί, και τη γυναικεία καταπίεση που θεωρούσε πως είχε καθελκύσει στη Δύση. Η σφοδρή πολεμική της μάλιστα στο οικοδόμημα της θρησκείας βάθυνε το χάσμα της από τις άλλες ηγέτιδες του αμερικανικού φεμινισμού, οι οποίες ένιωθαν αμηχανία μπροστά στις φαρμακερές της δηλώσεις.
Αντίθετα από τις άλλες, η Στάντον πίστευε ακράδαντα ότι ο χριστιανισμός ήταν αυτός που είχε περιορίσει τη γυναίκα σε δευτερεύοντες ρόλους. Αυτά καταμαρτυρεί στην οργανωμένη πίστη στη διαβόητη και δίτομη «Βίβλο της Γυναίκας» της δεκαετίας του 1890 (που έγραψε με την κόρη της, Χάριετ Στάντον), εκεί όπου εξηγεί τον εγγενή σεξισμό που ενυπάρχει στην Αγία Γραφή.
Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1895 και ο δεύτερος το 1898, κάνοντας το ρήγμα της με τον χριστιανισμό τουλάχιστον αγεφύρωτο. Κανείς δεν της συγχωρούσε τις εμπρηστικές απόψεις της περί διαζυγίου αλλά και γυναικείας ιδιοκτησίας, θέματα που δεν άγγιζαν καν όλες οι άλλες φεμινίστριες! Τώρα ήταν πραγματικά μόνη, ένας θηλυκός Δον Κιχώτης που μαχόταν για όλα αυτά που κάποιες δεκαετίες αργότερα θα ήταν κοινός τόπος. Στην εποχή της όμως ήταν ανατρεπτικά και αιρετικά και πάμπολλοι έσπευσαν να την κατακεραυνώσουν, ιδιαίτερα όταν έπιανε στο στόμα της τη θρησκεία.
Παρά το βαρύ πρόγραμμά της στο σπίτι, η Στάντον κατάφερνε μια στο τόσο να ξεκλέβει μερικές μέρες για να δίνει διαλέξεις, αλλά και να γράψει παρέα με την Άντονι τους τρεις πρώτους τόμους της «Ιστορίας της Γυναικείας Ψήφου (1881-1886)». Ακόμα κι εκεί κατάφερε να τρυπώσει τις αντικληρικές της απόψεις, περιγράφοντας πώς ο χριστιανισμός ήταν ουσιαστικά ο βασικότερος εχθρός της γυναικείας χειραφέτησης, αρνούμενος στη γυναίκα μια καλύτερη θέση στην ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Με αυτά και με αυτά, έφτασαν να την εχθρεύονται όλοι: οι συντηρητικοί και η Εκκλησία φυσικά, αλλά και οι προοδευτικές φωνές και οι σουφραζέτες της νέας γενιάς. Ήταν ίσως το γεγονός ότι η Στάντον μίλησε για όλα από την πρώτη στιγμή, θέλοντας λες μεμιάς να αλλάξει ριζικά τη μοίρα της γυναίκας. Οι διεκδικήσεις της θα περνούσαν τελικά, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά, μόνο που θα χρειαζόταν περισσότερο από έναν αιώνα για να πειστεί η σεξιστική Δύση να αλλάξει μυαλά.
Η ίδια κατάφερε πάντως μέχρι το 1860 να πείσει τους νομοθέτες της Νέας Υόρκης να εκχωρήσουν στη γυναίκα όλες τις διεκδικήσεις του φεμινισμού. Με αξιοσημείωτη εξαίρεση την ψήφο φυσικά! Το ίδιο έκανε και με τις σουφραζέτες του κινήματός της, ενθαρρύνοντάς τες να χωρίζουν αν ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχισμένος. Κάνοντας προφανώς όλες να την κοιτούν αποσβολωμένες.
Όταν μάλιστα στη δεκαετία του 1870 άρχισε να μιλά για ελεύθερη γυναικεία συμπεριφορά και αυτοδιάθεση στην αναπαραγωγή, ήταν σαν να περιθωριοποιούσε τον εαυτό της από τις διεκδικήσεις ενός κινήματος που η ίδια είχε φτιάξει και πλέον στεκόταν αμήχανο να την ακολουθήσει ως το τέλος του δρόμου. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 δεν θα ήταν παρά μια αδέσποτη φωνή του φεμινισμού, ένας ζωντανός μύθος του αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση που είχε τεθεί εδώ και καιρό εκτός της επίσημης ρητορικής.
Έζησε τέλος να δει τη φεμινιστική ένωση που είχε φτιάξει και γιγαντώσει να καταδικάζει τη «Βίβλο της Γυναίκας» της, αποκαλώντας τη αιρετική και πικρόχολη. Όπως είχε υποσχεθεί όμως, «και θα γράψω και θα μιλήσω», κι αυτό έκανε ως το τέλος της ζωής της, ως ανεξάρτητη πια φωνή ενός αγώνα που ξεπήδησε από κάτι τέτοιες γυναίκες.
Μαύρο πρόβατο του γυναικείου κινήματος και αποδιοπομπαίος τράγος της φαλλοκρατικής κοινωνίας, έτσι έφυγε από τον κόσμο στις 22 Οκτωβρίου 1902, παρά το γεγονός ότι έκανε ίσως για τον φεμινισμό περισσότερα από κάθε άλλη πρωτεργάτρια. Κι αυτό γιατί ανέπτυξε την πλήρη ατζέντα των γυναικείων διεκδικήσεων ήδη από την πρώτη στιγμή, προλειαίνοντας το έδαφος για τις επιμέρους μάχες που θα δίνονταν ολοταχώς.
Η Στάντον δεν μαχόταν ουσιαστικά για τη γυναικεία ψήφο ούτε για όλες αυτές τις δευτερεύουσες πτυχές του αγώνα. Αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να πιστέψει η γυναίκα αλλά και ο άντρας στο «γυναικείο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης», όπως το έλεγε χαρακτηριστικά, ό,τι πιο προοδευτικό ξεπήδησε ποτέ από τον αμερικανικό φεμινισμό. Τόσο προοδευτικό που τρόμαξε ακόμα και τις φιλελεύθερες σουφραζέτες.
Μόνο πολύ αργότερα θα την αναγνώριζαν ως μια από τις πιο φωτισμένες προσωπικότητες των ΗΠΑ, όχι μόνο του 19ου αιώνα, αλλά ολόκληρης της αμερικανικής ιστορίας
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μοριοδότηση στελεχών ΕΔ που υπηρετούν στην παραμεθόριο (ΕΓΓΡΑΦΟ)
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ