2017-06-30 17:12:56
H συζήτηση για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού προκάλεσε έναν πρωτοφανή διάλογο στο χώρο των ιστορικών. Μια από τις ουσιαστικότερες παρεμβάσεις, έγινε από τον Γιώργο Μαργαρίτη, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
Αναδημοσιεύουμε κάποιες από τις παρεμβάσεις του και δύο συνεντεύξεις, που -εκτιμούμε ότι- πλουτίζουν με μοναδικό τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς και αποκαλύπτουν τη σημερινή ιστορική συγκυρία και τις άδηλες υπόγειες διεργασίες που συντελούνται.
Η “ανακατασκευή” των σχολικών βιβλίων Ιστορίας
Ο ιμπρεσσιονισμός στη διδασκαλία
(από ομιλία σε εκδήλωση)
Στη συζήτηση που έχει μόλις ξεκινήσει για την ποιότητα και τη λειτουργικότητα των νέων σχολικών βιβλίων στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση, τα βιβλία της ιστορίας βρέθηκαν στην πρώτη σειρά
. Δεν είναι κάτι το καινούργιο αυτό. Καλώς ή κακώς μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας – όπως και τα αντίστοιχα των Θρησκευτικών και λιγότερο μέσα από εκείνα της Λογοτεχνίας – θεωρείται ότι κρίνεται ο βαθμός προσήλωσης του εκπαιδευτικού συστήματος στις “παραδοσιακές” αξίες της Εκπαίδευσης, στα εθνικά δηλ. και θρησκευτικά “ιδεώδη”. Για να το πούμε πιο απλά, κάθε αλλαγή σε αυτά τα πεδία της εκπαιδευτικής διαδικασίας κινητοποιεί αυτονόητα τους “εγγυητές” των ιερών και των οσίων του έθνους οι οποίοι αυτοδιορίζονται κριτές και ελεγκτές των εξελίξεων, ανεξάρτητα συνήθως από τη γενική παιδεία τους, την επιστημονική τους ειδίκευση ή έστω, τη θεσμική τους αρμοδιότητα. Τυπικό παράδειγμα η κινητοποίηση που ανέλαβε γνωστή εφημερίδα της βόρειας Ελλάδας και γνωστοί πολιτευτές ενάντια στο νέο βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού.
Δύο πράγματα κρίνονται σ’ αυτή τη διαμάχη. Το πρώτο είναι η θέση του “ελληνοχριστιανικού” ιδεώδους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Καθώς βρισκόμαστε σε μία ευαίσθητη πολιτική και ιδεολογική συγκυρία όπου οι αξίες που αναδείχθηκαν στη μεταπολίτευση του 1974 και στήριξαν ως τώρα το δημοκρατικό πολίτευμα δείχνουν να ξεθωριάζουν και δέχονται επιθέσεις από πολλές πλευρές, οι για πολύ καιρό απαξιωμένες θεωρίες του “ελληνοχριστιανισμού” επιχειρούν – αρκετό καιρό τώρα – να επανεύρουν μερικές έστω από τις απωλεσθείσες θέσεις τους στο χώρο των πολιτικών ιδεών και ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης. Ο “εμπλουτισμός” του βιβλίου Ιστορίας (κατεύθυνσης) της Γ΄Λυκείου με έντονα χρωματισμένα με εθνικισμό κείμενα, αποτελεί το προφανέστερο ίσως παράδειγμα αυτού του “διαγκωνισμού” υπέρ της επανόδου της “παράδοσης” στα διδακτικά βιβλία.
Παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες πολλών νοσταλγών του μετεμφυλιακού κράτους “έκτακτης ανάγκης” η επάνοδος στο κλίμα των “παλιών καλών καιρών” φαίνεται μάλλον καταδικασμένη προσπάθεια. Η ελληνική κοινωνία του 2007 διαφέρει σε πάρα πολλά από την αντίστοιχη του 1960, όπως διαφέρει και ο σημερινός κόσμος από τον τότε ψυχροπολεμικό αντίστοιχο. Για το λόγο αυτό η επέλαση των “ελληνοχριστιανικών” πιέσεων στο εκπαιδευτικό τοπίο δεν μπορεί παρά να έχει παρά συγκυριακό χαρακτήρα – όσο κι αν αυτός παρουσιάζεται ενίοτε ως απειλητικός και επικίνδυνος. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, εξάλλου, στο σύνολό τους σχεδόν αποστρέφονται την ταύτισή τους με αναχρονιστικά σχήματα αυτού του είδους με αποτέλεσμα η επίσημη πολιτική να μην έχει τέτοιου είδους γενικούς προσανατολισμούς. Νησίδες μόνο εξουσίας, που έχουν αναδειχθεί για ειδικούς λόγους – στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για παράδειγμα – φαίνεται να προωθούν τέτοιους στόχους χωρίς ιδιαίτερη δυναμική, παρά τις παρεμβάσεις της χριστοδούλειας Εκκλησίας.
Αντίθετα ένας δεύτερος παράγοντας υπόσχεται να έχει δυναμική και διάρκεια στο χώρο της διδασκαλίας της Ιστορίας και όχι μόνο. Πρόκειται για την εκσυγχρονιστική αντίληψη η οποία δεσπόζει στα νέα σχολικά βιβλία, κάνοντάς τα να διαφέρουν ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο από τα αντίστοιχα της προηγούμενης γενιάς. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η απουσία ολοκληρωμένης αφήγησης των γεγονότων και η επένδυση, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, σε μικρά κείμενα – περιγράμματα, σε πίνακες, σχεδιαγράμματα και, προπαντός, σε εικόνες με το σχετικό σχολιασμό. Η γνώση παρέχεται σε αυτά με “ημιτελή” τρόπο, αφήνοντας – όπως λέγεται – δυνατότητες αυτενέργειας στο μαθητή. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας σκηνοθετικής αντίληψης για τα σχολικά βιβλία είναι μάλλον το βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού, ενώ λιγότερο τολμηρά στην ίδια κατεύθυνση είναι τα βιβλία της Α΄ και της Β΄τάξης του Γυμνασίου.
Η “αυτενέργεια” του μαθητή στηρίζεται σε εξωτερικές πηγές παρά σε όσα λέει το ίδιο το βιβλίο. Στην ουσία ο μαθητής πρέπει να “κατασκευάσει” μόνος του την ιστορική του γνώση αναζητώντας, με ελάχιστη βοήθεια – αφού ουδείς δάσκαλος ελληνικού σχολείου έχει προετοιμαστεί για πλοηγός σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή στις (ανύπαρκτες) βιβλιοθήκες των ελληνικών σχολείων. Φυσικά ο μαθητευόμενος αφήνεται με τον τρόπο αυτό έρμαιο στις απόψεις – ενίοτε γραφικές, ενίοτε επικίνδυνες, πόσες ιστοσελίδες ακροδεξιών οργανώσεων δεν έχουν εργολαβικά αναλάβει στο διαδίκτυο την τροποποίηση της “εθνικής” ιστορίας…- των πλέον αναρμόδιων για την ιστορική σύνθεση και τη διδασκαλία της. Στην ουσία το σχολείο και το διδακτικό βιβλίο περιορίζουν το ρόλο τους μέχρι τα όρια της αυτοκατάργησης.
Αυτή η διαδοχή εικόνων, πινάκων, ερωτημάτων, λημμάτων δείχνει να αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων, κυρίως, παρά στην άρθρωση μιας συγκεκριμένης και ορθολογικά ταξινομημένης εκπαιδευτικής ύλης. Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στον “ιμπρεσσιονιστικό τρόπο εκμάθησης”. Σ’ αυτόν η αφήγηση, η εξέλιξη των γεγονότων και των καταστάσεων απουσιάζουν σε τρόπο ώστε να εμποδίζεται κάθε συσχέτιση αιτίου και αποτελέσματος. Τα γεγονότα, δοσμένα αποσπασματικά και ενίοτε με χαρακτηριστικά κενά ανάμεσά τους, δίνονται αταξινόμητα ως προς τη σημασία τους – για το λόγο αυτό μπορεί να ξεχαστεί – ή να εκπέσει – ως και η γαλλική επανάσταση στο βιβλίο της Β΄ τάξης του Γυμνασίου. Η έλλειψη κριτηρίων και αναλογιών αιφνιδιάζει και οδηγεί συχνά στο συμπέρασμα ότι γίνεται ένα είδος επιλογής χωρίς σχέδιο και στόχους. Εξυπακούεται ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η διδακτική διαδικασία δεν μπορεί παρά να υποφέρει αφάνταστα.
Η ακρίβεια των πραγματολογικών στοιχείων υποφέρει επίσης. Σ’ αυτόν τον τομέα, το νέο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού κατέχει, από απόσταση, τα σκήπτρα. Σύμφωνα με έναν από τους πίνακές του οι στρατιωτικές απώλειες της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήσαν 78.000 (!) νεκροί. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός στρατός στον πόλεμο του ‘40-’41 και στη Μέση Ανατολή είχε λιγότερους από 15.000 νεκρούς. Φυσικά οι συγγραφείς του βιβλίου αγνοούν σχεδόν τα πάντα ως προς την τρέχουσα ιστοριογραφία και γι αυτό παραπέμπουν στο έργο του κ. Νταίηβις, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των πλέον σκληρών αναθεωρητών της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίνεται για την εφεύρεση σχημάτων και γεγονότων που θα δικαιολογούν τις απόψεις του!
Σε τελευταία ανάλυση, τα νέα σχολικά βιβλία, άλλο λιγότερο άλλο περισσότερο, εξυπηρετούν ένα και μόνο σκοπό: την πλήρη απορρύθμιση της διδασκαλίας της Ιστορίας – και – υποψιάζομαι – όχι μόνο στο όνομα της καινοτομίας, της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού. Σημεία και τάσεις των καιρών ________________________________________________________
Η «ιμπρεσιονιστική» μέθοδος διδασκαλίας της ιστορίας,
η ευτέλεια των βαρβάρων και ημών των ιδίων
Του Γιωργου Μαργαριτη
Δεν θα θεωρούσα αναγκαίο να γράψω αυτές τις γραμμές αν το άρθρο του φίλου Στρατή Μπουρνάζου («Πατρίς – Θρησκεία – Ιστορία») στην |Αυγή| της προηγούμενης Κυριακής δεν αναφερόταν σε ένα «εμείς» του οποίου ίσως με θεωρεί μέλος. Όχι επειδή προσδιορίζει ότι το «εμείς» στο οποίο αναφέρεται περιλαμβάνει τους αριστερούς αλλά και τους κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους αλλά επειδή, σε άλλα σημεία το «εμείς» ευθέως συμπεριλαμβάνει ιστορικούς -τους 503 που υπόγραψαν το κείμενο υπεράσπισης του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού και άλλους – τους αναγνώστες της |Αυγής|, όλους ίσως τους δημοκρατικούς πολίτες. Παρόλο που πολλοί θα είχαν αντίρρηση ως προς αυτό θεωρώ ότι μερικές από τις παραπάνω ενότητες ατόμων και ιδιοτήτων αυτονόητα με περιλαμβάνουν -οπωσδήποτε αυτή των αναγνωστών της |Αυγής|. Επιπλέον, καθώς συμβαίνει να διδάσκω είκοσι δύο χρόνια ιστορία σε ελληνικό πανεπιστήμιο και να έχω γράψει αρκετά εκπαιδευτικά εγχειρίδια και σχολικά βιβλία, ίσως μερικοί να θεωρήσουν ότι έχω πρόσθετους λόγους να ανήκω σε αυτό το «εμείς». Τέλος έχω και μία κόρη δώδεκα χρόνων, την οποία δικαίως κατατάσσω σε εκείνο τον κύκλο των «λαϊκών» οι οποίοι δικαιούνται να έχουν γνώμη για το βιβλίο το οποίο υφίστανται. Με άλλα λόγια από πολλές πλευρές φαίνεται να ανήκω σε αυτό το «εμείς» που, όπως λέει ο φίλτατος Στρατής, οφείλει ως «πρώτο και μείζον καθήκον σε αυτή τη συγκυρία» να υπερασπιστεί αυτό το βιβλίο.
Ε, λοιπόν, εγώ δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να το υπερασπιστώ! Και επιτρέψτε μου να εξηγήσω το γιατί μιλώντας σε πρώτο ενικό, λέγοντας το τι εγώ πιστεύω, μη βλέποντας λόγο να κρύψω τις απόψεις μου κάτω από ένα αόριστο εμείς.
Η άρνησή μου να «υπερασπιστώ» το βιβλίο αυτό δεν οφείλεται μόνο στα μικρά ή μεγάλα του «σφάλματα». Ο φίλτατος Στρατής Μπουρνάζος μου αποδίδει την επισήμανση ενός από αυτά, αλιεύοντας προφανώς από σχετική ομιλία μου σε εκπαιδευτικούς στη Θεσσαλονίκη, παρανοώντας όμως πλήρως το πνεύμα της επισήμανσης. Οι συγγραφείς του βιβλίου, χρησιμοποιώντας έναν πίνακα για τις απώλειες στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο επιδεικνύουν αφέλεια σε πολλαπλά επίπεδα. Το πρώτο και απλούστερο είναι η οφθαλμοφανής διόγκωση των στρατιωτικών απωλειών της Ελλάδας -σε ογδόντα εννέα χιλιάδες τους ανεβάζει έναντι του ορθού των δεκαπέντε περίπου χιλιάδων νεκρών (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κρήτης και της Μέσης Ανατολής)- την οποία οι συγγραφείς αποδεικνύονται ανίκανοι να επισημάνουν και να διορθώσουν. Το δεύτερο και σπουδαιότερο είναι ότι χρησιμοποιούν στοιχεία του άγγλου ιστορικού Νταίηβις ο οποίος ανήκει στον κύκλο των πλέον διάσημων αναθεωρητών της ιστορίας του Β’ παγκοσμίου πολέμου και επιμένει ότι οι ηγέτες της δύσης έχασαν σε αυτόν μία μοναδική ευκαιρία να τελειώσουν μία για πάντα με τον κομμουνισμό που κατ’ αυτόν είναι η πλέον εγκληματική «παρένθεση» στην ιστορία του 20ου αιώνα, ίσως και της ανθρωπότητας (σε 54.000.000 ανεβάζει τα θύματα του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση ανάμεσα στα 1918 και στα 1950, εκτός από τα 28.000.000 νεκρών της ίδιας χώρας στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Φυσικά δεν τον απασχολεί το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτυπώνονται στους δείκτες δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας. Η απώλεια του 1/3 του πληθυσμού της μάλλον θα φαινόταν στους δείκτες αυτούς όπως αποτυπώθηκαν οι απώλειες του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Για τέτοια ποιότητα μιλάμε!). Για να αποδείξει δε ο Νταίηβις τη θέση του ότι οι Σοβιετικοί δεν συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια των συμμάχων στο βαθμό που τους αποδίδεται, «αναστατώνει» με βάση τις φαντασιώσεις του τον αριθμό των θυμάτων σε κάθε κράτος. Το γεγονός ότι αυτόν τον πίνακα βρήκαν να ενσωματώσουν στο σχολικό βιβλίο οι συγγραφείς του δεν αποτελεί «σφαλματάκι». Μάλλον για απόδειξη επικίνδυνης «προχειρότητας» πρόκειται.
Ευτυχώς βρισκόμαστε στην Ελλάδα όπου η άγνοια και η εκπορευόμενη αφέλεια θεωρούνται φυσιολογικές καταστάσεις. Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κάτι τέτοιο θα έκρυβε κινδύνους για τους συγγραφείς. Επειδή μάλλον δεν κατάλαβαν τίποτε σχετικά ας εξηγήσω και πάλι. Στη σελίδα 109 αναφέρεται ότι «…η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και το ολοκαύτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου«. Η εξομοίωση του Ολοκαυτώματος με τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (περίεργο πως ξέχασαν τη Δρέσδη) εχθρικών πόλεων αποτελεί σαφέστατη «άρνηση» της ιδιαιτερότητας της βιομηχανίας θανάτου που έστησε ο ναζισμός επί των θεμελίων της ρατσιστικής και θανατηφόρας ιδεολογίας του. Με κάτι τέτοια αποκτήσαμε την εξαιρετική τιμή ως χώρα και ως εκπαιδευτικό σύστημα να είμαστε η μοναδική περίπτωση σε ολόκληρη την ήπειρο όπου δίνονται στα παιδιά και ενσωματώνονται στη διδακτέα ύλη οι απόψεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Δεν βαριέσαι, τραγική στιγμή ήταν…!!!
Καθώς η Ευρώπη είναι ακόμα πολύ ευαίσθητη σε αυτά, στις περισσότερες των χωρών της δύσης στην οποία θέλουμε να μοιάσουμε θα είχε επέμβει ο Εισαγγελέας και οι συγγραφείς του βιβλίου θα κινδύνευαν να κάνουν παρέα στο κύριο Ίρβινγκ. Στη χώρα μας, παρόμοιες ευαισθησίες προφανώς δεν υπάρχουν. Δεν θα ‘πρεπε όμως να ζητάμε από την αριστερά αλλά και από την ακαδημαϊκή κοινότητα των ιστορικών να έχει τέτοιου είδους ανακλαστικά; Για «λαθάκια» πρόκειται ή για συγκροτημένη αντίληψη περί της πολιτικής και της επιστήμης;
Αυτή η έλλειψη στοιχειωδών ανακλαστικών, αγαπητέ Στρατή, είναι η ευτέλεια της αριστεράς αλλά και του ακαδημαϊκού χώρου των ιστορικών. Προσωπικά δεν περιμένω πολλά όταν, για παράδειγμα, στους περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμους (πρακτικά συνεδρίου) που επιμελήθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, όπου και παρελαύνουν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί, το περί Β’ παγκοσμίου πολέμου, κατοχής και Αντίστασης εδάφιο εκπροσωπείται από τον κύριο Καλύβα. Κάπου όμως, αναρωτιέμαι, δεν θα ‘πρεπε να σταματήσει αυτή η ολισθηρή κατηφόρα;
Ο ιμπρεσιονισμός, η ιστορία και η διδασκαλία της
Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να επεκταθώ στο περιεχόμενο του σχολικού αυτού βιβλίου. Το να το επικρίνει κανείς είναι σαν να «κλέβει εκκλησία». Εξίσου σημαντικό όμως είναι το σύστημα διδασκαλίας που προάγει, σημείο στο οποίο συναντιέται με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια της πρόσφατης «μεταρρυθμιστικής» επέλασης -στο όνομα της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων- στο χώρο της μάθησης. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως την εισβολή του ιμπρεσιονισμού στην ιστορία και τη σχολική διδασκαλία της.
Από το βιβλίο αυτό απουσιάζει ολότελα η αφήγηση. Η ύλη είναι κατατεμαχισμένη σε πολλές μικρές ενότητες ενίοτε αποσυνδεμένες η μία από την άλλη, «θεματικές» όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται εικαστικό υλικό και είδη «ασκήσεων» που μάλλον καλούν τον διδασκόμενο -και τη διδασκομένη, για να μην κατηγορηθώ ότι αγνοώ την υπέρ των γυναικών αναγκαία ποσόστωση- να ανακαλύψει μόνος του την ιστορία. Ο ασυνάρτητος και σποραδικός τρόπος με τον οποίο δίνονται οι γνώσεις, σε συνδυασμό με την απουσία ενιαίας αφήγησης στερούν τον διδασκόμενο (-η) από τη δυνατότητα να ταξινομήσει τα γεγονότα, να τα ιεραρχήσει και να τα συσχετίσει και μέσα από αυτό να ανακαλύψει τη σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό απαγορεύεται στην ουσία η ανάπτυξη συγκροτημένης κριτικής σκέψης παρά της περί του εναντίου βεβαιώσεις. Το βιβλίο, όπως και όλα τα όμοιά του της «μεταρρυθμισμένης» παιδαγωγικής, αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στη θεμελίωση γνώσεων.
Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά επιτείνουν την απορρύθμιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας του βιβλίου. Πρώτο, οι χρονικές παλινδρομήσεις στην παράθεση των ενοτήτων (πόσες φορές δεν ξαναρχίζει η ελληνική επανάσταση) ακυρώνουν την πρώτη σταθερά που πρέπει να δώσει στα παιδιά η διδασκαλία της ιστορίας, το πρώτο και βασικό από τα συστήματα ταξινόμησης που η τελευταία διαθέτει: αναφέρομαι στον ιστορικό χρόνο, στην αλληλοδιαδοχή -άρα και στην αλληλεξάρτηση- των γεγονότων και στην αντίληψη της διάρκειας (το «υποδεκάμετρο» στο κάτω μέρος των σελίδων ασκήσεων, συνήθως προσθέτει σύγχυση διαψεύδοντας συχνά τα όσα αναφέρει το προηγηθέν κείμενο). Δεύτερο, το έκδηλο άγχος των συγγραφέων για την ανάδειξη του «πολιτικά ορθού», άγχος το οποίο μάλλον ευθύνεται για τον «συνωστισμό» της Σμύρνης και για τη μεθοδική απαλοιφή ή στρέβλωση όλων σχεδόν των «επικίνδυνων» -για «υποκίνηση» και «αναβίωση παθών» όπως λέγανε παλιά- γεγονότων.
Μα αυτό ακριβώς είναι η ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για την πολυκύμαντη παρουσία τους, για το μόχθο τους για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αδικίες που δημιούργησαν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Από όλο αυτό το συναρπαστικό «παραμύθι», η μεταρρυθμιστική «πολιτικά ορθή» απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα. Δεν ξέρω αν «εμείς» αγωνιζόμαστε για τούτη την αποστειρωμένη ιστορία. Θα μου επιτρέψετε όμως εγώ να μην το βλέπω έτσι.
***
Υπάρχει φυσικά και η επίθεση που δέχεται το βιβλίο από τους συγκεκριμένους κύκλους διαφόρων αποχρώσεων και αρμοδιοτήτων, της Εκκλησίας κυρίως και της νοσταλγίας του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Προφανώς ομιλούν συγκεκριμένα και για αυτές τις συγκεκριμένες τους απόψεις πρέπει να τους κατακρίνουμε και να τους πολεμούμε. Αν έχω καταλάβει καλά όμως το ύψιστο των αιτημάτων τους είναι η ανάθεση της διδασκαλίας της ιστορίας -και όχι μόνο- στην Εκκλησία και στους πέριξ από αυτήν κύκλους. Όντως, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για κάτι τέτοιο: η οθωμανική περίοδος! Στα σοβαρά πιστεύει κανείς ότι σήμερα εκκρεμεί τέτοιος κίνδυνος; Μήπως η επίκληση των βαρβάρων είναι απλά ένα βολικό πρόσχημα για να ανοίγουμε «ευκαιρίες», για να συνδιαλεγόμαστε με τους εκάστοτε κρατούντες και να συνδιαχειριζόμαστε την μεθοδευμένη απορρύθμιση της εκπαίδευσης και της γνώσης;
Στο ανοικτό, πολύπλευρο και στρατηγικό μέτωπο της εκπαίδευσης θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να κάνουμε τις επιλογές μας. Όχι, δεν αναφέρομαι στο «εμείς» -για μένα και για την κόρη μου μιλάω…
____________________________________________________________
Από το απλό αστείο στο πολύ, μα πολύ σοβαρό Υπάρχουν επιχειρήματα στα οποία μπορεί να απαντήσει κανείς με σοβαρότητα,
υπάρχουν άλλα που εξοβελίζουν αυτή την αναγκαία στη συζήτηση αρετή. Ας σταθώ
πολύ λίγο στα δεύτερα καθώς η πρόθεσή μου είναι ν’ ασχοληθώ με τα πρώτα. Όταν σε
«απαντητικό» δημοσίευμά τους στην |Κυριακάτική Αυγή| (2.4.2007) τα μέλη της
συντακτικής ομάδας του περίφημου πλέον βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού
υποστηρίζουν ότι με είδαν σε τηλεοπτικές εκπομπές να ηγούμαι ρασοφόρων τινών και
άλλων υπερεθνικιστών πολέμιων του βιβλίου τους δεν ψεύδονται απλώς.
Εκφράζουν, με απόλυτη συνέπεια στον ιμπρεσιονιστικό τρόπο με τον οποίο
αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα αλλά και τη διδασκαλία της ιστορίας, την
επιθυμία τους η κάθε εναντίον του πονήματός τους κριτική να έχει τα
χαρακτηριστικά του υπερεθνικισμού και της θρησκοληψίας. Αρνούνται δηλαδή την
δυνατότητα να υπάρχει μία αριστερή κριτική που να αντιμάχεται τόσο τη δική τους
άποψη, όσο και τον υπερεθνικό οίστρο. Ουσιαστικά επιθυμούν να λογοκρίνουν την
αριστερή κριτική, την εξοβελίζουν από τα δεδομένα του προβλήματος με τον ίδιο
τρόπο που εξοβέλισαν την αριστερά -πολιτική και κοινωνική- από το διδακτικό
τους βιβλίο. Η στρέβλωση δε των όσων κατά καιρούς έχω πει δημόσια για το βιβλίο
αυτό ακολουθεί ως φυσικό επακόλουθο: Ως προς το σχετικό με την απόσυρσή του
ερώτημα, το βιβλίο είναι παραγωγή του νυν υπουργείου Παιδείας του οποίου τις
αντιλήψεις, την πολιτική και τις απόψεις προωθεί. Το πρόβλημα δεν είναι η
απόσυρση του συγκεκριμένου βιβλίου. Το πρόβλημα είναι η ήττα και η απόσυρση
αυτής της επίσημης και κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Να τελειώσω με τον μικρό εναντίον μου λίβελλο προσθέτοντας μία μικρή ενδεικτική
παρατήρηση. Εμφανώς θυμωμένοι σχετικά με την εκ μέρους τους εξομοίωση των
συμμαχικών βομβαρδισμών με το εβραϊκό ολοκαύτωμα, οι συντάκτες του βιβλίου αυτού επεσήμαναν ότι αναφέρονται ρητά στην «εξολόθρευση» των Εβραίων από το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ πράγμα το οποίο φυσικά δεν αναιρεί την παραπάνω «εξίσωση».
Υπάρχει όμως και μία λεπτομέρεια. Στην αποσπασμένη από το βιβλίο φράση με την
οποία με κατακεραυνώνουν αναφέρεται ότι το ναζιστικό κόμμα «που ιδρύει ο
Χίτλερ και κατέχει την εξουσία στη Γερμανία...» Ξέρετε κάτι αγαπητοί
συνάδελφοι: το ναζιστικό κόμμα δεν το ίδρυσε ο Χίτλερ αλλά ο Άντον Ντρέξτλερ στα 1919 -ο Χίτλερ είχε μάλιστα την υπ’ αριθ. 55 κάρτα μέλους γεγονός που
προβλημάτιζε την μετέπειτα ναζιστική αγιογραφία. Λεπτομέρεια θα μου πείτε,
ενδεικτική όμως: ακόμα και όταν θυμώνετε, δεν σας «βγαίνει» η ιστορία. Αν μου
υποσχεθείτε ότι θα σταματήσετε να την κακοποιείτε και ότι πριν μιλήσετε θα συμβουλεύεστε μία όποια εγκυκλοπαίδεια, μπορεί να γίνουμε και φίλοι….
Μία που το ‘φερε ο λόγος ας προσθέσω λίγα λόγια για τις ενστάσεις των συντακτών του περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμου του ΕΙΕ. Έχω την εντύπωση ότι εδώ και πολύ καιρό υποστηρίζω δημόσια και με κάθε τρόπο την αντίθεσή μου στο να θεωρείται ο -ερήμην στοιχείων, όπως ένας ιστορικός τα αντιλαμβάνεται- αντικομμουνισμός επαρκής και αναγκαία ιδιότητα για να αναδείξει «νέα θεματική» στην ιστορία και να μεταβάλει πολιτικούς επιστήμονες πολύ συγκεκριμένων προδιαγραφών σε φορείς «ανανέωσης» της ιστορικής επιστήμης. Έχω τονίσει ότι το αξίωμα περί της απόλυτα εγκληματικής φύσης του κομμουνισμού – του λενινισμού όπως ενίοτε οι πρωταγωνιστές της κίνησης το ορίζουν – δεν μπορεί να είναι επιστημονικό αξίωμα όπως τουλάχιστον εγώ έχω διδαχθεί την επιστήμη. Ποικιλότροπα επίσης έχω τονίσει ότι δεν μπορεί η κοινότητα των ιστορικών να νομιμοποιεί πρακτικές «εκβιασμού» ή παραποίησης των στοιχείων στο βωμό της εξυπηρέτησης προφανών πολιτικών στόχων, διότι τότε αυτοακυρώνεται. Αρνούμενος αυτή την αυτοακύρωση και σεβόμενος τους συναδέλφους μου ιστορικούς και το έργο τους εγώ έκανα τις επιλογές μου – οι συντάκτες του τόμου έκαναν τις δικές τους – το αποτέλεσμα είναι αυτό που περιέγραψα. Υπάρχει σε όλα αυτά τίποτε δυσνόητο;
***
Θέλω όμως να σταθώ στην βαθιά ουσία της διαμάχης, χωρίς να επιμείνω στο «δέον γενέσθαι» με το βιβλίο αυτό. Όπως κάθε σχολικό βιβλίο την ευθύνη για την κυκλοφορία του την έχει το υπουργείο Παιδείας και η εκάστοτε πολιτική που αυτό ακολουθεί. Η τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική, έχει διάφορες πτυχές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι μεθοδεύσεις ενάντια στον θεσμό τον οποίο εγώ υπηρετώ, το δημόσιο Πανεπιστήμιο, αλλά και η συγκεκριμένων στόχων ανάπλαση των σχολικών βιβλίων. Μπερδεμένη στο δίλημμα «εθνικισμός» – «αντιεθνικισμός» σημαντικό μέρος της αριστεράς ετούτου του χώρου (πείτε την ανανεωτική αριστερά) έχει αφιερωθεί στην προάσπιση του συγκεκριμένου βιβλίου και της συνακόλουθης εκπαιδευτικής αντίληψης η οποία εκπορεύεται σαφώς από την σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας -η οποία επίσης υπερασπίζεται το βιβλίο ανεξαρτήτως κόστους- αδυνατώντας να δει τις αντιφάσεις που προκύπτουν από αυτή της την επιλογή.
Δεν είναι δυνατό να συγκρούεται ο πολιτικός αυτός χώρος ολοκληρωτικά με την κυβερνητική πολιτική για τα πανεπιστήμια και ταυτόχρονα να προασπίζει μέχρι θανάτου άλλες πτυχές της ίδιας πολιτικής. Οι ενδείξεις δε για τη συγγένεια των κυβερνητικών στόχων και των «εκλαϊκευτών» τους δεν λείπουν. Θυμίζω ποιοι ήσαν οι «συνομιλητές» της υπουργού Παιδείας την εποχή που κορυφώνονταν οι κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο νόμο για τα Πανεπιστήμια και την προάσπιση του άρθρου 16…
Κάτω από αυτή τη στάση νομίζω ότι υποκρύπτεται κάτι περισσότερο από απλή σχιζοφρένεια -στην πολιτική δεν υπάρχουν εξάλλου τέτοιες έννοιες. Το πρώτο που φαίνεται να υπάρχει είναι μία παρεξήγηση. Αν και δεν βρισκόμαστε σε εποχές έξαρσης του φαινομένου, στα 1991 λόγου χάρη, ο εθνικισμός αντιμετωπίζεται ως κυρίαρχη στη χώρα μας πολιτική. Τα γεγονότα μάλλον το αντίθετο δείχνουν. Όχι μόνο ο ακροδεξιός αυτός χώρος, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες και τη σύμπραξη ηγετικών κλιμακίων της Εκκλησίας, έχασε κατά κράτος όλες τις μεγάλες μάχες που έδωσε στα τελευταία χρόνια: Μακεδονικό, ταυτότητες κλπ. κλπ., αλλά και η σημερινή του παρέμβαση έχει σαφέστατα αντιπολιτευτικά χαρακτηριστικά. Στην ουσία αυτό που παίζεται είναι η εκλογική δύναμη των ακροδεξιών σχημάτων και η είσοδός τους ή μη στην επόμενη Βουλή. Η πολιτική εξουσία στη χώρα μας σήμερα -όπως και η πολιτική εξουσία στην Ευρώπη των 27- είναι βαθιά αντιεθνικιστική -κοσμοπολίτικη αν θέλετε- πιστή στα δόγματα εκείνα που έχουν αντικαταστήσει στον κόσμο ολόκληρο τις αξίες και τους κανόνες της πολιτικής με τις αντίστοιχες και τους αντίστοιχους της οικονομίας, της περίφημης «αγοράς».
Αυτά τα τελευταία απορρυθμίζουν σήμερα τις κοινωνικές σχέσεις και οπωσδήποτε τα εκπαιδευτικά συστήματα τα οποία πρέπει να πάψουν να είναι «εθνικά» με όλη την συνθετότητα αυτού του όρου: να πάψουν δηλαδή να είναι δημόσια, να είναι
θεμελιωμένα σε δημοκρατικές συμβάσεις – συνταγματικές επιταγές κ.λπ.- να είναι ευθύνη της κοινωνίας ολόκληρης. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη πολιτική και αυτή κατηγορώ ότι υπηρετεί το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού. Αυτή είναι η πηγή του
«άγχους» περί του «πολιτικά ορθού» που αισθάνονται οι συντάκτες του βιβλίου.
Στην πολιτική οι «παρεξηγήσεις» δεν είναι ποτέ τυχαίες. Καθώς ο Συνασπισμός βρίσκεται σε μεταβατική κατάσταση και καθώς στις δικές του εσωτερικές αντιθέσεις προστέθηκαν και εκείνες ολόκληρου του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητά εναγωνίως
ενοποιητικά σημεία. Η πάλη ενάντια στον εθνικισμό και την Εκκλησία είναι προφανώς το πλέον πρόσφορο από αυτά. Στο βωμό όμως αυτής της ενοποιητικής επιλογής θυσιάζονται άλλα πολύτιμα πράγματα. Ο αντιεθνικισμός καθίσταται πεμπτουσία της αριστερής πολιτικής με ισοπεδωτικό τρόπο σαρώνοντας όλες σχεδόν τις υπόλοιπες αξίες και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της αριστεράς: την μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις θεώρηση των πραγμάτων πρώτα απ’ όλα. Πραγματικά η επιλογή αυτή καθιστά την αριστερή παρέμβαση «αταξική» με την έννοια ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί το πως αυτά που διακυβεύονται συνδέονται με την οξυμένη κοινωνική -ταξική- πραγματικότητα στη χώρα μας.
Ο χώρος δεν μου επιτρέπει παρά να ξύσω την επιφάνεια ετούτου του πολύ σοβαρού προβλήματος. Αυτοί οι «νόμοι» της οικονομίας που έχουν αλώσει την πολιτική, εξωθούν στο περιθώριο μεγάλες μάζες ανθρώπων -σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια άτομα μετρήθηκαν επίσημα οι «κάτω από το όριο της φτώχειας» συμπολίτες μας- και δημιουργούν ρεύματα κοινωνικής αστάθειας και αμηχανίας. Σε δύο επίπεδα το έθνος προσφέρεται ως καταφύγιο αυτών των άτυχων της «μεταρρύθμισης». Στο φαντασιακό πρώτα, όπου η διολίσθηση σε δυσμενέστερες ταξικά θέσεις, εξορκίζεται στο όραμα της εθνικής οντότητας -όπου όλοι είναι Έλληνες, άρα ίσοι- από εδώ προκύπτουν οι πολιτικά σκοτεινές πτυχές του εθνικισμού. Στο πολιτικό δεύτερο, όπου δια του έθνους παρουσιάζεται εφικτή η αντιμετώπιση των «κανόνων της αγοράς» που συνθλίβουν τους ανθρώπους. Αυτού που «στη δημοτική» ορίζεται ως «παγκοσμιοποίηση», όρος εύλογα προσφιλής τόσο στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, στο ΛΑΟΣ όσο και στο Κοινωνικό Φόρουμ και τον Συνασπισμό. Το έθνος δηλαδή, ως θεμελιακή πολιτική βάση της κοινωνίας μας οφείλει, σύμφωνα με αυτή τη διάχυτη όσο και λανθάνουσα αντίληψη, να προστατεύσει από την επέλαση του χωρίς πατρίδα κεφαλαίου τους μετέχοντες σε αυτό, τα μέλη του.
Η ελληνική αριστερά, πάντοτε αντι-ιμπεριαλιστική, πάντοτε πατριωτική, είχε πάντοτε συνείδηση αυτού του κρίσιμου -με βάση τα μεγέθη της χώρας μας- παράγοντα. Υπήρξε επίμονα πατριωτική με τρόπο όμως που σαφέστατα τη διαχώριζε από τον εθνικισμό των φαντασιώσεων που χρησιμοποιούν οι απέναντι. Πάντοτε για την αριστερά ο πατριωτισμός των Ελλήνων σταματούσε εκεί όπου άρχιζε ο πατριωτισμός των άλλων, αξία και μέγεθος απόλυτα σεβαστά. Αλλά χωρίς τον πατριωτισμό, και αυτό σημαίνει χωρίς όλα όσα τον προσδιόρισαν, την ιστορία του πάνω απ’ όλα – δεν υπάρχει πολιτικό σώμα με το οποίο θα συνδιαλλαγεί η αριστερά. Προσβλέποντας στην «προστασία» απέναντι στα επελθόντα και στα επερχόμενα από το έθνος και διά του έθνους, οι κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από τον καπιταλισμό, αναζητούν τρόπους πολιτικής αντίστασης, πολιτική έκφραση για την προάσπιση των συμφερόντων τους που ποδοπατούνται. Αυτό είναι το πολιτικό σώμα που μας ενδιαφέρει σχεδόν τόσο διαυγές όσο και στον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης που για πρώτη φορά το προσδιόρισε. Δεν είναι δυνατό η αριστερή πολιτική να στρέφει την πλάτη σε αυτό το κρίσιμο κοινωνικά και πολιτικά σημείο συνεύρεσης. Εκτός αν οι διεθνικές «μη κυβερνητικές οργανώσεις – ΜΚΟ» -που προβληματίζονται για το αν θα σώσουν πρώτα τις φάλαινες ή πρώτα τους ανθρώπους- αποτελούν το σώμα των «πολιτών» του μέλλοντος. Καλά κρασιά…
Δεν ξέρω αν όσοι πολεμούν το πνεύμα του βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού πολεμούν το πνεύμα του Διαφωτισμού όπως άφησε να εννοηθεί ο σ. Βούτσης στην |Αυγή| και άλλοι. Διαισθάνομαι όμως ότι το βιβλίο αυτό υπηρετεί μία πολιτική που αποκόπτει την αριστερά από τις κοινωνικές εκείνες ομάδες που ταξικά την έχουν ανάγκη. Της επιτρέπει να είναι μη κυβερνητική οργάνωση, φιλανθρωπική έστω. Καθώς δε ανήκω σε εκείνους που στην πολιτική δεν πιστεύουν στο άλλοθι της «βλακείας» φοβάμαι ότι οι ενδείξεις πείθουν ότι οι βασικές πολιτικές και κοινωνικές επιλογές έχουν ήδη γίνει σε μεγάλο τμήμα ετούτου εδώ του πολιτικού χώρου.
ΥΓ.: Πολλές από τις παραπάνω ιδέες αποσαφηνίστηκαν σε διαδοχικές συζητήσεις με τον Ανδρέα Πανταζόπουλο. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι αυτό.
http://193.218.80.70/cgi-bin/hwebpressrem.exe?-A=454517&-w=&-V=hpress_int&-P
____________________________________________________________
«Το βιβλίο της Στ’ Δημοτικού δεν βοηθά την κριτική σκέψη»
Κριτική στο βιβλίο ιστορίας της 6ης Δημοτικού ασκεί ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, επισημαίνοντας ότι το βιβλίο παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς χρονολογική σειρά, χωρίς ταξινόμηση, αίτιο και αποτέλεσμα. Τονίζει ότι όσα γεγονότα δεν είναι σύμφωνα με τη θεωρία του «πολιτικώς ορθό» απαλείφονται ή διακωμωδούνται. Επικρίνει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ότι διαπνέεται από αντιλήψεις που οδηγούν σε απορύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τέλος επισημαίνει ότι από την ελληνική ιστοριογραφία απουσιάζει η παραγωγή συνθετικών εγχειριδίων, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι συγγραφείς να εφευρίσκουν την ιστορία. Η συνέντευξη, την οποία πήρε ο Σωτήρης Λέτσιος, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ»
– Ήταν δικαιολογημένη αυτή η σφοδρή κριτική που δέχθηκε το βιβλίο ιστορίας της 6ης Δημοτικού, σε σημείο μάλιστα ώστε να απαιτήσει η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Εκκλησίας να χαρακτηριστεί αυτό αντισυνταγματικό;
– Είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό για τους θεσμούς της χώρας η Εκκλησία να εκφράζει άποψη ακόμη και για τη συνταγματικότητα ή μη των πραγμάτων. Από την άλλη πλευρά το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα αδύναμο «κρίκο» ως προς την ποιότητα της μεθοδολογίας και της πραγματολογικής του αξιοπιστίας, και για αυτό τραβά αυτές τις επιθέσεις. Στην ουσία αυτό που αποκαλούμε συνολικά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση διαπνέεται από αντιλήψεις, που οδηγούν σε μια απορύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
-Η όλη αντίδραση απέναντι στο συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να πηγάζει και από την άρνηση μιας κοινωνίας να επιτρέψει στους ιστορικούς να εκφράσουν τις αμφισβητήσεις τους και να εργαστούν πάνω σε αυτές;
– Την ευθύνη διαμόρφωσης και παροχής της σχολικής εκπαίδευσης έχει ασφαλώς το κράτος. Το κράτος αναλαμβάνει την παροχή ενός συγκεκριμένου είδους ιστορικής γνώσης στους μαθητές. Από κει και πέρα είναι εύλογο να υπάρχει μια επίδραση στον τρόπο που γίνεται αυτή η διαμόρφωση και παροχή της ιστορικής γνώσης. Είναι λογικό να επηρεάζουν οι πολιτικές δυνάμεις με τα ιδεολογήματά τους τη συγγραφή της ιστορίας, αλλά το κράτος πρέπει να αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη έχοντας υπόψη τον εξισορροπητικό του ρόλο. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν βοηθά την κριτική σκέψη των μαθητών με το να παρουσιάζει ασύνδετα γεγονότα ανάμεσά τους, χωρίς ταξινόμηση, χωρίς αίτιο και αποτέλεσμα. Το να ζητάς από τα παιδιά να κατασκευάσουν από μόνα τους την ιστορία μέσα από ασκήσεις, είναι σα να ακυρώνεις στην πράξη την εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι σα να θεωρείς ότι τα παιδιά της 6ης Δημοτικού είναι ικανά να διοργανώσουν ένα συνέδριο ιστορίας και να βγάλουν συμπέρασμα, ως προς το τι έγινε στη μάχη των Δερβενακίων.
– Η μεθοδολογία που προτείνεται μέσα από αυτή την πρακτική δεν προσφέρει ερεθίσματα για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη σταδιακή αφομοίωση των γεγονότων;
– Τα γεγονότα παρουσιάζονται χωρίς χρονολογική σειρά. Όλα τα γεγονότα που δεν είναι σύμφωνα με τη θεωρία του «πολιτικώς ορθού» απαλείφονται ή διακωμωδούνται. Οι πόλεμοι και τα πάθη των ανθρώπων, οι επαναστάσεις, οι ανθρώπινες απώλειες, όλα αυτά μετατρέπονται σε κάτι απλοϊκό. Ούτε σαν ένα παραμύθι δεν μπορούμε να το εκλάβουμε, αφού τα παραμύθια περιέχουν τη βία και τα ανθρώπινα πάθη. Αυτό το επιλεγμένο υλικό δίνεται σε δασκάλους και καθηγητές καλώντας αυτούς να συναρμολογήσουν μόνοι τους αυτό το πράγμα.
– Πώς μπορεί να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη όταν η ιστοριογραφία δεν έχει απαλλαγεί από το υποκειμενικό πάθος και τις φορτίσεις, που συνοδεύουν την ιδεολογική θέση του όποιου επιστήμονα ιστορικού απέναντι στη ζωή;
– Δεν χρειάζεται για να μιλήσουμε για το τι έγινε και δεν έγινε. Αποτελεί άραγε ακραία έκφραση το ρήμα «σφαγιάσθηκαν»; Από το 1912 έως το 1922 σφαγιάζονται περίπου 600.000 Αρμένιοι, λίγο περισσότεροι από 400.000 ελληνορθόδοξοι και 2.500.000 Τούρκοι. Πρόκειται για μια φοβερή αλληλοσφαγή. Και τις απώλειες από τουρκικής πλευράς ασφαλώς και δεν τις χρεώνεται όλες η ελληνική πλευρά. Δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε αυτό το κομμάτι που αφορά την εξολόθρευση του ελληνισμού, έτσι ώστε να μην αναπτύξουν τα παιδιά μια εθνικιστική και μονομερή κρίση. Σε γενικές γραμμές έτσι έχουν οι αριθμοί, αν και διατηρούνται κάποιες αμφισβητήσεις, οι οποίοι ωστόσο αποτυπώνονται στο δημογραφικό τομέα. Δεν βλέπω το λόγο να τα αποκρύψουμε πλήρως. Το να γνωρίσουν τα παιδιά ότι σκοτώσαμε αλλά και ότι πολλοί από εμάς σκοτώθηκαν, είναι μια διαδικασία η οποία θα συμβάλλει στην εξομάλυνση του πάθους. Αποτελεί μια πολύ βασανιστική υπόθεση το στήσιμο ή το γκρέμισμα ενός έθνους ή μιας αυτοκρατορίας.
– Η ιστορία είναι ένα μέσον που εγγυάται τη μετάβαση σε ένα στάδιο συμφιλίωσης των λαών και θεραπείας από τις εθνικές εμμονές;
– H ιστορία εάν την αφήσουμε στα χέρια και στην ευθύνη των ιστορικών είναι σε θέση να αμβλύνει τις όποιες αντιθέσεις και να επιτρέψει την κατανόηση των γεγονότων. Δεν είναι καταδικασμένοι οι λαοί να αλληλομισούνται και να σκοτώνονται. Οι εξάρσεις που οδηγούν σε συγκρούσεις οφείλονται σε ορισμένα προβλήματα εθνικά και πολιτικά. Αυτά όλα μπορούν να εξηγηθούν στα παιδιά με μια σωστή προετοιμασία. Είναι ανοησίες ότι οι λαοί θα αγαπηθούν με ένα θαυματουργό τρόπο και θα απαλειφθούν οι ιστορικές αδικίες. Έτσι αφήνουμε τη διαχείριση αυτών των θεμάτων στην προπαγάνδα των υπερεθνικιστών.
– Η Ελλάδα δεν διαθέτει μια εθνική σχολή ιστοριογραφίας. Αυτό σημαίνει ότι κινείται με βάση τις διάφορες τάσεις που κατά καιρούς εμφανίζονται σε διεθνές επίπεδο;
– H μεγάλη μάζα των Ελλήνων ακαδημαϊκών- ιστορικών δημιουργήθηκε στο εξωτερικό. Από εκεί μετέφεραν στην Ελλάδα τις διάφορες τάσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται το φαινόμενο να ενοποιείται η θεματική που ενδιαφέρει τους ιστορικούς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ανάλυσης. Δεν υπάρχουν οι σχολές όπως αυτές ήταν γνωστές στο παρελθόν. Δεν είμαστε μητρόπολη για να παράξουμε θεωρίες ιστοριογραφίας, αλλά μια περιφερειακή πρωτεύουσα στην οποία ανακυκλώνονται τα όσα μάθαμε στο εξωτερικό. Πολλές φορές μάλιστα δεν καταφέρνουμε και να επικοινωνήσουμε ανάμεσά μας και να συνθέσουμε κάτι νέο. Πάσχουμε ακόμη στην παραγωγή συνθετικών εγχειρίδιων. Π.χ. δεν έχει εμφανιστεί μια νέα συνθετική ιστορία για την περίοδο του 1821. Η πλέον πρόσφατη, αυτή του Κόκκινου, έρχεται από τη δεκαετία του 1930. Φτάνω στο σημείο να δικαιολογώ τους συγγραφείς σχολικών βιβλίων, αφού λόγω έλλειψης όγκου συνθετικού έργου είναι αναγκασμένοι να εφευρίσκουν την ιστορία στην προσπάθειά τους να εκλαϊκεύσουν αυτό τον όγκο. Δεν είναι όμως η δουλειά τους αυτή.
– Πώς θα ορίζατε το χαρακτήρα της αντικειμενικής συγγραφής της ιστορίας;
– Δεν θα πρέπει να πασχίζουμε να αποδείξουμε την ανωτερότητα ενός πράγματος απέναντι σε κάποιο άλλο. Οι στόχοι μας δεν θα πρέπει να είναι μονομερείς. Οφείλουμε να έχουμε ένα φάσμα που θα περιλαμβάνει όλες τις ιδέες, όλους τους ανθρώπους geromorias
Αναδημοσιεύουμε κάποιες από τις παρεμβάσεις του και δύο συνεντεύξεις, που -εκτιμούμε ότι- πλουτίζουν με μοναδικό τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς και αποκαλύπτουν τη σημερινή ιστορική συγκυρία και τις άδηλες υπόγειες διεργασίες που συντελούνται.
Η “ανακατασκευή” των σχολικών βιβλίων Ιστορίας
Ο ιμπρεσσιονισμός στη διδασκαλία
(από ομιλία σε εκδήλωση)
Στη συζήτηση που έχει μόλις ξεκινήσει για την ποιότητα και τη λειτουργικότητα των νέων σχολικών βιβλίων στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση, τα βιβλία της ιστορίας βρέθηκαν στην πρώτη σειρά
Δύο πράγματα κρίνονται σ’ αυτή τη διαμάχη. Το πρώτο είναι η θέση του “ελληνοχριστιανικού” ιδεώδους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Καθώς βρισκόμαστε σε μία ευαίσθητη πολιτική και ιδεολογική συγκυρία όπου οι αξίες που αναδείχθηκαν στη μεταπολίτευση του 1974 και στήριξαν ως τώρα το δημοκρατικό πολίτευμα δείχνουν να ξεθωριάζουν και δέχονται επιθέσεις από πολλές πλευρές, οι για πολύ καιρό απαξιωμένες θεωρίες του “ελληνοχριστιανισμού” επιχειρούν – αρκετό καιρό τώρα – να επανεύρουν μερικές έστω από τις απωλεσθείσες θέσεις τους στο χώρο των πολιτικών ιδεών και ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης. Ο “εμπλουτισμός” του βιβλίου Ιστορίας (κατεύθυνσης) της Γ΄Λυκείου με έντονα χρωματισμένα με εθνικισμό κείμενα, αποτελεί το προφανέστερο ίσως παράδειγμα αυτού του “διαγκωνισμού” υπέρ της επανόδου της “παράδοσης” στα διδακτικά βιβλία.
Παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες πολλών νοσταλγών του μετεμφυλιακού κράτους “έκτακτης ανάγκης” η επάνοδος στο κλίμα των “παλιών καλών καιρών” φαίνεται μάλλον καταδικασμένη προσπάθεια. Η ελληνική κοινωνία του 2007 διαφέρει σε πάρα πολλά από την αντίστοιχη του 1960, όπως διαφέρει και ο σημερινός κόσμος από τον τότε ψυχροπολεμικό αντίστοιχο. Για το λόγο αυτό η επέλαση των “ελληνοχριστιανικών” πιέσεων στο εκπαιδευτικό τοπίο δεν μπορεί παρά να έχει παρά συγκυριακό χαρακτήρα – όσο κι αν αυτός παρουσιάζεται ενίοτε ως απειλητικός και επικίνδυνος. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, εξάλλου, στο σύνολό τους σχεδόν αποστρέφονται την ταύτισή τους με αναχρονιστικά σχήματα αυτού του είδους με αποτέλεσμα η επίσημη πολιτική να μην έχει τέτοιου είδους γενικούς προσανατολισμούς. Νησίδες μόνο εξουσίας, που έχουν αναδειχθεί για ειδικούς λόγους – στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για παράδειγμα – φαίνεται να προωθούν τέτοιους στόχους χωρίς ιδιαίτερη δυναμική, παρά τις παρεμβάσεις της χριστοδούλειας Εκκλησίας.
Αντίθετα ένας δεύτερος παράγοντας υπόσχεται να έχει δυναμική και διάρκεια στο χώρο της διδασκαλίας της Ιστορίας και όχι μόνο. Πρόκειται για την εκσυγχρονιστική αντίληψη η οποία δεσπόζει στα νέα σχολικά βιβλία, κάνοντάς τα να διαφέρουν ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο από τα αντίστοιχα της προηγούμενης γενιάς. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η απουσία ολοκληρωμένης αφήγησης των γεγονότων και η επένδυση, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, σε μικρά κείμενα – περιγράμματα, σε πίνακες, σχεδιαγράμματα και, προπαντός, σε εικόνες με το σχετικό σχολιασμό. Η γνώση παρέχεται σε αυτά με “ημιτελή” τρόπο, αφήνοντας – όπως λέγεται – δυνατότητες αυτενέργειας στο μαθητή. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας σκηνοθετικής αντίληψης για τα σχολικά βιβλία είναι μάλλον το βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού, ενώ λιγότερο τολμηρά στην ίδια κατεύθυνση είναι τα βιβλία της Α΄ και της Β΄τάξης του Γυμνασίου.
Η “αυτενέργεια” του μαθητή στηρίζεται σε εξωτερικές πηγές παρά σε όσα λέει το ίδιο το βιβλίο. Στην ουσία ο μαθητής πρέπει να “κατασκευάσει” μόνος του την ιστορική του γνώση αναζητώντας, με ελάχιστη βοήθεια – αφού ουδείς δάσκαλος ελληνικού σχολείου έχει προετοιμαστεί για πλοηγός σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή στις (ανύπαρκτες) βιβλιοθήκες των ελληνικών σχολείων. Φυσικά ο μαθητευόμενος αφήνεται με τον τρόπο αυτό έρμαιο στις απόψεις – ενίοτε γραφικές, ενίοτε επικίνδυνες, πόσες ιστοσελίδες ακροδεξιών οργανώσεων δεν έχουν εργολαβικά αναλάβει στο διαδίκτυο την τροποποίηση της “εθνικής” ιστορίας…- των πλέον αναρμόδιων για την ιστορική σύνθεση και τη διδασκαλία της. Στην ουσία το σχολείο και το διδακτικό βιβλίο περιορίζουν το ρόλο τους μέχρι τα όρια της αυτοκατάργησης.
Αυτή η διαδοχή εικόνων, πινάκων, ερωτημάτων, λημμάτων δείχνει να αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων, κυρίως, παρά στην άρθρωση μιας συγκεκριμένης και ορθολογικά ταξινομημένης εκπαιδευτικής ύλης. Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στον “ιμπρεσσιονιστικό τρόπο εκμάθησης”. Σ’ αυτόν η αφήγηση, η εξέλιξη των γεγονότων και των καταστάσεων απουσιάζουν σε τρόπο ώστε να εμποδίζεται κάθε συσχέτιση αιτίου και αποτελέσματος. Τα γεγονότα, δοσμένα αποσπασματικά και ενίοτε με χαρακτηριστικά κενά ανάμεσά τους, δίνονται αταξινόμητα ως προς τη σημασία τους – για το λόγο αυτό μπορεί να ξεχαστεί – ή να εκπέσει – ως και η γαλλική επανάσταση στο βιβλίο της Β΄ τάξης του Γυμνασίου. Η έλλειψη κριτηρίων και αναλογιών αιφνιδιάζει και οδηγεί συχνά στο συμπέρασμα ότι γίνεται ένα είδος επιλογής χωρίς σχέδιο και στόχους. Εξυπακούεται ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η διδακτική διαδικασία δεν μπορεί παρά να υποφέρει αφάνταστα.
Η ακρίβεια των πραγματολογικών στοιχείων υποφέρει επίσης. Σ’ αυτόν τον τομέα, το νέο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού κατέχει, από απόσταση, τα σκήπτρα. Σύμφωνα με έναν από τους πίνακές του οι στρατιωτικές απώλειες της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήσαν 78.000 (!) νεκροί. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός στρατός στον πόλεμο του ‘40-’41 και στη Μέση Ανατολή είχε λιγότερους από 15.000 νεκρούς. Φυσικά οι συγγραφείς του βιβλίου αγνοούν σχεδόν τα πάντα ως προς την τρέχουσα ιστοριογραφία και γι αυτό παραπέμπουν στο έργο του κ. Νταίηβις, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των πλέον σκληρών αναθεωρητών της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίνεται για την εφεύρεση σχημάτων και γεγονότων που θα δικαιολογούν τις απόψεις του!
Σε τελευταία ανάλυση, τα νέα σχολικά βιβλία, άλλο λιγότερο άλλο περισσότερο, εξυπηρετούν ένα και μόνο σκοπό: την πλήρη απορρύθμιση της διδασκαλίας της Ιστορίας – και – υποψιάζομαι – όχι μόνο στο όνομα της καινοτομίας, της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού. Σημεία και τάσεις των καιρών ________________________________________________________
Η «ιμπρεσιονιστική» μέθοδος διδασκαλίας της ιστορίας,
η ευτέλεια των βαρβάρων και ημών των ιδίων
Του Γιωργου Μαργαριτη
Δεν θα θεωρούσα αναγκαίο να γράψω αυτές τις γραμμές αν το άρθρο του φίλου Στρατή Μπουρνάζου («Πατρίς – Θρησκεία – Ιστορία») στην |Αυγή| της προηγούμενης Κυριακής δεν αναφερόταν σε ένα «εμείς» του οποίου ίσως με θεωρεί μέλος. Όχι επειδή προσδιορίζει ότι το «εμείς» στο οποίο αναφέρεται περιλαμβάνει τους αριστερούς αλλά και τους κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους αλλά επειδή, σε άλλα σημεία το «εμείς» ευθέως συμπεριλαμβάνει ιστορικούς -τους 503 που υπόγραψαν το κείμενο υπεράσπισης του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού και άλλους – τους αναγνώστες της |Αυγής|, όλους ίσως τους δημοκρατικούς πολίτες. Παρόλο που πολλοί θα είχαν αντίρρηση ως προς αυτό θεωρώ ότι μερικές από τις παραπάνω ενότητες ατόμων και ιδιοτήτων αυτονόητα με περιλαμβάνουν -οπωσδήποτε αυτή των αναγνωστών της |Αυγής|. Επιπλέον, καθώς συμβαίνει να διδάσκω είκοσι δύο χρόνια ιστορία σε ελληνικό πανεπιστήμιο και να έχω γράψει αρκετά εκπαιδευτικά εγχειρίδια και σχολικά βιβλία, ίσως μερικοί να θεωρήσουν ότι έχω πρόσθετους λόγους να ανήκω σε αυτό το «εμείς». Τέλος έχω και μία κόρη δώδεκα χρόνων, την οποία δικαίως κατατάσσω σε εκείνο τον κύκλο των «λαϊκών» οι οποίοι δικαιούνται να έχουν γνώμη για το βιβλίο το οποίο υφίστανται. Με άλλα λόγια από πολλές πλευρές φαίνεται να ανήκω σε αυτό το «εμείς» που, όπως λέει ο φίλτατος Στρατής, οφείλει ως «πρώτο και μείζον καθήκον σε αυτή τη συγκυρία» να υπερασπιστεί αυτό το βιβλίο.
Ε, λοιπόν, εγώ δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να το υπερασπιστώ! Και επιτρέψτε μου να εξηγήσω το γιατί μιλώντας σε πρώτο ενικό, λέγοντας το τι εγώ πιστεύω, μη βλέποντας λόγο να κρύψω τις απόψεις μου κάτω από ένα αόριστο εμείς.
Η άρνησή μου να «υπερασπιστώ» το βιβλίο αυτό δεν οφείλεται μόνο στα μικρά ή μεγάλα του «σφάλματα». Ο φίλτατος Στρατής Μπουρνάζος μου αποδίδει την επισήμανση ενός από αυτά, αλιεύοντας προφανώς από σχετική ομιλία μου σε εκπαιδευτικούς στη Θεσσαλονίκη, παρανοώντας όμως πλήρως το πνεύμα της επισήμανσης. Οι συγγραφείς του βιβλίου, χρησιμοποιώντας έναν πίνακα για τις απώλειες στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο επιδεικνύουν αφέλεια σε πολλαπλά επίπεδα. Το πρώτο και απλούστερο είναι η οφθαλμοφανής διόγκωση των στρατιωτικών απωλειών της Ελλάδας -σε ογδόντα εννέα χιλιάδες τους ανεβάζει έναντι του ορθού των δεκαπέντε περίπου χιλιάδων νεκρών (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κρήτης και της Μέσης Ανατολής)- την οποία οι συγγραφείς αποδεικνύονται ανίκανοι να επισημάνουν και να διορθώσουν. Το δεύτερο και σπουδαιότερο είναι ότι χρησιμοποιούν στοιχεία του άγγλου ιστορικού Νταίηβις ο οποίος ανήκει στον κύκλο των πλέον διάσημων αναθεωρητών της ιστορίας του Β’ παγκοσμίου πολέμου και επιμένει ότι οι ηγέτες της δύσης έχασαν σε αυτόν μία μοναδική ευκαιρία να τελειώσουν μία για πάντα με τον κομμουνισμό που κατ’ αυτόν είναι η πλέον εγκληματική «παρένθεση» στην ιστορία του 20ου αιώνα, ίσως και της ανθρωπότητας (σε 54.000.000 ανεβάζει τα θύματα του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση ανάμεσα στα 1918 και στα 1950, εκτός από τα 28.000.000 νεκρών της ίδιας χώρας στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Φυσικά δεν τον απασχολεί το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτυπώνονται στους δείκτες δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας. Η απώλεια του 1/3 του πληθυσμού της μάλλον θα φαινόταν στους δείκτες αυτούς όπως αποτυπώθηκαν οι απώλειες του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Για τέτοια ποιότητα μιλάμε!). Για να αποδείξει δε ο Νταίηβις τη θέση του ότι οι Σοβιετικοί δεν συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια των συμμάχων στο βαθμό που τους αποδίδεται, «αναστατώνει» με βάση τις φαντασιώσεις του τον αριθμό των θυμάτων σε κάθε κράτος. Το γεγονός ότι αυτόν τον πίνακα βρήκαν να ενσωματώσουν στο σχολικό βιβλίο οι συγγραφείς του δεν αποτελεί «σφαλματάκι». Μάλλον για απόδειξη επικίνδυνης «προχειρότητας» πρόκειται.
Ευτυχώς βρισκόμαστε στην Ελλάδα όπου η άγνοια και η εκπορευόμενη αφέλεια θεωρούνται φυσιολογικές καταστάσεις. Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κάτι τέτοιο θα έκρυβε κινδύνους για τους συγγραφείς. Επειδή μάλλον δεν κατάλαβαν τίποτε σχετικά ας εξηγήσω και πάλι. Στη σελίδα 109 αναφέρεται ότι «…η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και το ολοκαύτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου«. Η εξομοίωση του Ολοκαυτώματος με τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (περίεργο πως ξέχασαν τη Δρέσδη) εχθρικών πόλεων αποτελεί σαφέστατη «άρνηση» της ιδιαιτερότητας της βιομηχανίας θανάτου που έστησε ο ναζισμός επί των θεμελίων της ρατσιστικής και θανατηφόρας ιδεολογίας του. Με κάτι τέτοια αποκτήσαμε την εξαιρετική τιμή ως χώρα και ως εκπαιδευτικό σύστημα να είμαστε η μοναδική περίπτωση σε ολόκληρη την ήπειρο όπου δίνονται στα παιδιά και ενσωματώνονται στη διδακτέα ύλη οι απόψεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Δεν βαριέσαι, τραγική στιγμή ήταν…!!!
Καθώς η Ευρώπη είναι ακόμα πολύ ευαίσθητη σε αυτά, στις περισσότερες των χωρών της δύσης στην οποία θέλουμε να μοιάσουμε θα είχε επέμβει ο Εισαγγελέας και οι συγγραφείς του βιβλίου θα κινδύνευαν να κάνουν παρέα στο κύριο Ίρβινγκ. Στη χώρα μας, παρόμοιες ευαισθησίες προφανώς δεν υπάρχουν. Δεν θα ‘πρεπε όμως να ζητάμε από την αριστερά αλλά και από την ακαδημαϊκή κοινότητα των ιστορικών να έχει τέτοιου είδους ανακλαστικά; Για «λαθάκια» πρόκειται ή για συγκροτημένη αντίληψη περί της πολιτικής και της επιστήμης;
Αυτή η έλλειψη στοιχειωδών ανακλαστικών, αγαπητέ Στρατή, είναι η ευτέλεια της αριστεράς αλλά και του ακαδημαϊκού χώρου των ιστορικών. Προσωπικά δεν περιμένω πολλά όταν, για παράδειγμα, στους περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμους (πρακτικά συνεδρίου) που επιμελήθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, όπου και παρελαύνουν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί, το περί Β’ παγκοσμίου πολέμου, κατοχής και Αντίστασης εδάφιο εκπροσωπείται από τον κύριο Καλύβα. Κάπου όμως, αναρωτιέμαι, δεν θα ‘πρεπε να σταματήσει αυτή η ολισθηρή κατηφόρα;
Ο ιμπρεσιονισμός, η ιστορία και η διδασκαλία της
Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να επεκταθώ στο περιεχόμενο του σχολικού αυτού βιβλίου. Το να το επικρίνει κανείς είναι σαν να «κλέβει εκκλησία». Εξίσου σημαντικό όμως είναι το σύστημα διδασκαλίας που προάγει, σημείο στο οποίο συναντιέται με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια της πρόσφατης «μεταρρυθμιστικής» επέλασης -στο όνομα της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων- στο χώρο της μάθησης. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως την εισβολή του ιμπρεσιονισμού στην ιστορία και τη σχολική διδασκαλία της.
Από το βιβλίο αυτό απουσιάζει ολότελα η αφήγηση. Η ύλη είναι κατατεμαχισμένη σε πολλές μικρές ενότητες ενίοτε αποσυνδεμένες η μία από την άλλη, «θεματικές» όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται εικαστικό υλικό και είδη «ασκήσεων» που μάλλον καλούν τον διδασκόμενο -και τη διδασκομένη, για να μην κατηγορηθώ ότι αγνοώ την υπέρ των γυναικών αναγκαία ποσόστωση- να ανακαλύψει μόνος του την ιστορία. Ο ασυνάρτητος και σποραδικός τρόπος με τον οποίο δίνονται οι γνώσεις, σε συνδυασμό με την απουσία ενιαίας αφήγησης στερούν τον διδασκόμενο (-η) από τη δυνατότητα να ταξινομήσει τα γεγονότα, να τα ιεραρχήσει και να τα συσχετίσει και μέσα από αυτό να ανακαλύψει τη σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό απαγορεύεται στην ουσία η ανάπτυξη συγκροτημένης κριτικής σκέψης παρά της περί του εναντίου βεβαιώσεις. Το βιβλίο, όπως και όλα τα όμοιά του της «μεταρρυθμισμένης» παιδαγωγικής, αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στη θεμελίωση γνώσεων.
Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά επιτείνουν την απορρύθμιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας του βιβλίου. Πρώτο, οι χρονικές παλινδρομήσεις στην παράθεση των ενοτήτων (πόσες φορές δεν ξαναρχίζει η ελληνική επανάσταση) ακυρώνουν την πρώτη σταθερά που πρέπει να δώσει στα παιδιά η διδασκαλία της ιστορίας, το πρώτο και βασικό από τα συστήματα ταξινόμησης που η τελευταία διαθέτει: αναφέρομαι στον ιστορικό χρόνο, στην αλληλοδιαδοχή -άρα και στην αλληλεξάρτηση- των γεγονότων και στην αντίληψη της διάρκειας (το «υποδεκάμετρο» στο κάτω μέρος των σελίδων ασκήσεων, συνήθως προσθέτει σύγχυση διαψεύδοντας συχνά τα όσα αναφέρει το προηγηθέν κείμενο). Δεύτερο, το έκδηλο άγχος των συγγραφέων για την ανάδειξη του «πολιτικά ορθού», άγχος το οποίο μάλλον ευθύνεται για τον «συνωστισμό» της Σμύρνης και για τη μεθοδική απαλοιφή ή στρέβλωση όλων σχεδόν των «επικίνδυνων» -για «υποκίνηση» και «αναβίωση παθών» όπως λέγανε παλιά- γεγονότων.
Μα αυτό ακριβώς είναι η ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για την πολυκύμαντη παρουσία τους, για το μόχθο τους για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αδικίες που δημιούργησαν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Από όλο αυτό το συναρπαστικό «παραμύθι», η μεταρρυθμιστική «πολιτικά ορθή» απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα. Δεν ξέρω αν «εμείς» αγωνιζόμαστε για τούτη την αποστειρωμένη ιστορία. Θα μου επιτρέψετε όμως εγώ να μην το βλέπω έτσι.
***
Υπάρχει φυσικά και η επίθεση που δέχεται το βιβλίο από τους συγκεκριμένους κύκλους διαφόρων αποχρώσεων και αρμοδιοτήτων, της Εκκλησίας κυρίως και της νοσταλγίας του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Προφανώς ομιλούν συγκεκριμένα και για αυτές τις συγκεκριμένες τους απόψεις πρέπει να τους κατακρίνουμε και να τους πολεμούμε. Αν έχω καταλάβει καλά όμως το ύψιστο των αιτημάτων τους είναι η ανάθεση της διδασκαλίας της ιστορίας -και όχι μόνο- στην Εκκλησία και στους πέριξ από αυτήν κύκλους. Όντως, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για κάτι τέτοιο: η οθωμανική περίοδος! Στα σοβαρά πιστεύει κανείς ότι σήμερα εκκρεμεί τέτοιος κίνδυνος; Μήπως η επίκληση των βαρβάρων είναι απλά ένα βολικό πρόσχημα για να ανοίγουμε «ευκαιρίες», για να συνδιαλεγόμαστε με τους εκάστοτε κρατούντες και να συνδιαχειριζόμαστε την μεθοδευμένη απορρύθμιση της εκπαίδευσης και της γνώσης;
Στο ανοικτό, πολύπλευρο και στρατηγικό μέτωπο της εκπαίδευσης θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να κάνουμε τις επιλογές μας. Όχι, δεν αναφέρομαι στο «εμείς» -για μένα και για την κόρη μου μιλάω…
____________________________________________________________
Από το απλό αστείο στο πολύ, μα πολύ σοβαρό Υπάρχουν επιχειρήματα στα οποία μπορεί να απαντήσει κανείς με σοβαρότητα,
υπάρχουν άλλα που εξοβελίζουν αυτή την αναγκαία στη συζήτηση αρετή. Ας σταθώ
πολύ λίγο στα δεύτερα καθώς η πρόθεσή μου είναι ν’ ασχοληθώ με τα πρώτα. Όταν σε
«απαντητικό» δημοσίευμά τους στην |Κυριακάτική Αυγή| (2.4.2007) τα μέλη της
συντακτικής ομάδας του περίφημου πλέον βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού
υποστηρίζουν ότι με είδαν σε τηλεοπτικές εκπομπές να ηγούμαι ρασοφόρων τινών και
άλλων υπερεθνικιστών πολέμιων του βιβλίου τους δεν ψεύδονται απλώς.
Εκφράζουν, με απόλυτη συνέπεια στον ιμπρεσιονιστικό τρόπο με τον οποίο
αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα αλλά και τη διδασκαλία της ιστορίας, την
επιθυμία τους η κάθε εναντίον του πονήματός τους κριτική να έχει τα
χαρακτηριστικά του υπερεθνικισμού και της θρησκοληψίας. Αρνούνται δηλαδή την
δυνατότητα να υπάρχει μία αριστερή κριτική που να αντιμάχεται τόσο τη δική τους
άποψη, όσο και τον υπερεθνικό οίστρο. Ουσιαστικά επιθυμούν να λογοκρίνουν την
αριστερή κριτική, την εξοβελίζουν από τα δεδομένα του προβλήματος με τον ίδιο
τρόπο που εξοβέλισαν την αριστερά -πολιτική και κοινωνική- από το διδακτικό
τους βιβλίο. Η στρέβλωση δε των όσων κατά καιρούς έχω πει δημόσια για το βιβλίο
αυτό ακολουθεί ως φυσικό επακόλουθο: Ως προς το σχετικό με την απόσυρσή του
ερώτημα, το βιβλίο είναι παραγωγή του νυν υπουργείου Παιδείας του οποίου τις
αντιλήψεις, την πολιτική και τις απόψεις προωθεί. Το πρόβλημα δεν είναι η
απόσυρση του συγκεκριμένου βιβλίου. Το πρόβλημα είναι η ήττα και η απόσυρση
αυτής της επίσημης και κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Να τελειώσω με τον μικρό εναντίον μου λίβελλο προσθέτοντας μία μικρή ενδεικτική
παρατήρηση. Εμφανώς θυμωμένοι σχετικά με την εκ μέρους τους εξομοίωση των
συμμαχικών βομβαρδισμών με το εβραϊκό ολοκαύτωμα, οι συντάκτες του βιβλίου αυτού επεσήμαναν ότι αναφέρονται ρητά στην «εξολόθρευση» των Εβραίων από το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ πράγμα το οποίο φυσικά δεν αναιρεί την παραπάνω «εξίσωση».
Υπάρχει όμως και μία λεπτομέρεια. Στην αποσπασμένη από το βιβλίο φράση με την
οποία με κατακεραυνώνουν αναφέρεται ότι το ναζιστικό κόμμα «που ιδρύει ο
Χίτλερ και κατέχει την εξουσία στη Γερμανία...» Ξέρετε κάτι αγαπητοί
συνάδελφοι: το ναζιστικό κόμμα δεν το ίδρυσε ο Χίτλερ αλλά ο Άντον Ντρέξτλερ στα 1919 -ο Χίτλερ είχε μάλιστα την υπ’ αριθ. 55 κάρτα μέλους γεγονός που
προβλημάτιζε την μετέπειτα ναζιστική αγιογραφία. Λεπτομέρεια θα μου πείτε,
ενδεικτική όμως: ακόμα και όταν θυμώνετε, δεν σας «βγαίνει» η ιστορία. Αν μου
υποσχεθείτε ότι θα σταματήσετε να την κακοποιείτε και ότι πριν μιλήσετε θα συμβουλεύεστε μία όποια εγκυκλοπαίδεια, μπορεί να γίνουμε και φίλοι….
Μία που το ‘φερε ο λόγος ας προσθέσω λίγα λόγια για τις ενστάσεις των συντακτών του περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμου του ΕΙΕ. Έχω την εντύπωση ότι εδώ και πολύ καιρό υποστηρίζω δημόσια και με κάθε τρόπο την αντίθεσή μου στο να θεωρείται ο -ερήμην στοιχείων, όπως ένας ιστορικός τα αντιλαμβάνεται- αντικομμουνισμός επαρκής και αναγκαία ιδιότητα για να αναδείξει «νέα θεματική» στην ιστορία και να μεταβάλει πολιτικούς επιστήμονες πολύ συγκεκριμένων προδιαγραφών σε φορείς «ανανέωσης» της ιστορικής επιστήμης. Έχω τονίσει ότι το αξίωμα περί της απόλυτα εγκληματικής φύσης του κομμουνισμού – του λενινισμού όπως ενίοτε οι πρωταγωνιστές της κίνησης το ορίζουν – δεν μπορεί να είναι επιστημονικό αξίωμα όπως τουλάχιστον εγώ έχω διδαχθεί την επιστήμη. Ποικιλότροπα επίσης έχω τονίσει ότι δεν μπορεί η κοινότητα των ιστορικών να νομιμοποιεί πρακτικές «εκβιασμού» ή παραποίησης των στοιχείων στο βωμό της εξυπηρέτησης προφανών πολιτικών στόχων, διότι τότε αυτοακυρώνεται. Αρνούμενος αυτή την αυτοακύρωση και σεβόμενος τους συναδέλφους μου ιστορικούς και το έργο τους εγώ έκανα τις επιλογές μου – οι συντάκτες του τόμου έκαναν τις δικές τους – το αποτέλεσμα είναι αυτό που περιέγραψα. Υπάρχει σε όλα αυτά τίποτε δυσνόητο;
***
Θέλω όμως να σταθώ στην βαθιά ουσία της διαμάχης, χωρίς να επιμείνω στο «δέον γενέσθαι» με το βιβλίο αυτό. Όπως κάθε σχολικό βιβλίο την ευθύνη για την κυκλοφορία του την έχει το υπουργείο Παιδείας και η εκάστοτε πολιτική που αυτό ακολουθεί. Η τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική, έχει διάφορες πτυχές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι μεθοδεύσεις ενάντια στον θεσμό τον οποίο εγώ υπηρετώ, το δημόσιο Πανεπιστήμιο, αλλά και η συγκεκριμένων στόχων ανάπλαση των σχολικών βιβλίων. Μπερδεμένη στο δίλημμα «εθνικισμός» – «αντιεθνικισμός» σημαντικό μέρος της αριστεράς ετούτου του χώρου (πείτε την ανανεωτική αριστερά) έχει αφιερωθεί στην προάσπιση του συγκεκριμένου βιβλίου και της συνακόλουθης εκπαιδευτικής αντίληψης η οποία εκπορεύεται σαφώς από την σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας -η οποία επίσης υπερασπίζεται το βιβλίο ανεξαρτήτως κόστους- αδυνατώντας να δει τις αντιφάσεις που προκύπτουν από αυτή της την επιλογή.
Δεν είναι δυνατό να συγκρούεται ο πολιτικός αυτός χώρος ολοκληρωτικά με την κυβερνητική πολιτική για τα πανεπιστήμια και ταυτόχρονα να προασπίζει μέχρι θανάτου άλλες πτυχές της ίδιας πολιτικής. Οι ενδείξεις δε για τη συγγένεια των κυβερνητικών στόχων και των «εκλαϊκευτών» τους δεν λείπουν. Θυμίζω ποιοι ήσαν οι «συνομιλητές» της υπουργού Παιδείας την εποχή που κορυφώνονταν οι κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο νόμο για τα Πανεπιστήμια και την προάσπιση του άρθρου 16…
Κάτω από αυτή τη στάση νομίζω ότι υποκρύπτεται κάτι περισσότερο από απλή σχιζοφρένεια -στην πολιτική δεν υπάρχουν εξάλλου τέτοιες έννοιες. Το πρώτο που φαίνεται να υπάρχει είναι μία παρεξήγηση. Αν και δεν βρισκόμαστε σε εποχές έξαρσης του φαινομένου, στα 1991 λόγου χάρη, ο εθνικισμός αντιμετωπίζεται ως κυρίαρχη στη χώρα μας πολιτική. Τα γεγονότα μάλλον το αντίθετο δείχνουν. Όχι μόνο ο ακροδεξιός αυτός χώρος, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες και τη σύμπραξη ηγετικών κλιμακίων της Εκκλησίας, έχασε κατά κράτος όλες τις μεγάλες μάχες που έδωσε στα τελευταία χρόνια: Μακεδονικό, ταυτότητες κλπ. κλπ., αλλά και η σημερινή του παρέμβαση έχει σαφέστατα αντιπολιτευτικά χαρακτηριστικά. Στην ουσία αυτό που παίζεται είναι η εκλογική δύναμη των ακροδεξιών σχημάτων και η είσοδός τους ή μη στην επόμενη Βουλή. Η πολιτική εξουσία στη χώρα μας σήμερα -όπως και η πολιτική εξουσία στην Ευρώπη των 27- είναι βαθιά αντιεθνικιστική -κοσμοπολίτικη αν θέλετε- πιστή στα δόγματα εκείνα που έχουν αντικαταστήσει στον κόσμο ολόκληρο τις αξίες και τους κανόνες της πολιτικής με τις αντίστοιχες και τους αντίστοιχους της οικονομίας, της περίφημης «αγοράς».
Αυτά τα τελευταία απορρυθμίζουν σήμερα τις κοινωνικές σχέσεις και οπωσδήποτε τα εκπαιδευτικά συστήματα τα οποία πρέπει να πάψουν να είναι «εθνικά» με όλη την συνθετότητα αυτού του όρου: να πάψουν δηλαδή να είναι δημόσια, να είναι
θεμελιωμένα σε δημοκρατικές συμβάσεις – συνταγματικές επιταγές κ.λπ.- να είναι ευθύνη της κοινωνίας ολόκληρης. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη πολιτική και αυτή κατηγορώ ότι υπηρετεί το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού. Αυτή είναι η πηγή του
«άγχους» περί του «πολιτικά ορθού» που αισθάνονται οι συντάκτες του βιβλίου.
Στην πολιτική οι «παρεξηγήσεις» δεν είναι ποτέ τυχαίες. Καθώς ο Συνασπισμός βρίσκεται σε μεταβατική κατάσταση και καθώς στις δικές του εσωτερικές αντιθέσεις προστέθηκαν και εκείνες ολόκληρου του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητά εναγωνίως
ενοποιητικά σημεία. Η πάλη ενάντια στον εθνικισμό και την Εκκλησία είναι προφανώς το πλέον πρόσφορο από αυτά. Στο βωμό όμως αυτής της ενοποιητικής επιλογής θυσιάζονται άλλα πολύτιμα πράγματα. Ο αντιεθνικισμός καθίσταται πεμπτουσία της αριστερής πολιτικής με ισοπεδωτικό τρόπο σαρώνοντας όλες σχεδόν τις υπόλοιπες αξίες και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της αριστεράς: την μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις θεώρηση των πραγμάτων πρώτα απ’ όλα. Πραγματικά η επιλογή αυτή καθιστά την αριστερή παρέμβαση «αταξική» με την έννοια ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί το πως αυτά που διακυβεύονται συνδέονται με την οξυμένη κοινωνική -ταξική- πραγματικότητα στη χώρα μας.
Ο χώρος δεν μου επιτρέπει παρά να ξύσω την επιφάνεια ετούτου του πολύ σοβαρού προβλήματος. Αυτοί οι «νόμοι» της οικονομίας που έχουν αλώσει την πολιτική, εξωθούν στο περιθώριο μεγάλες μάζες ανθρώπων -σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια άτομα μετρήθηκαν επίσημα οι «κάτω από το όριο της φτώχειας» συμπολίτες μας- και δημιουργούν ρεύματα κοινωνικής αστάθειας και αμηχανίας. Σε δύο επίπεδα το έθνος προσφέρεται ως καταφύγιο αυτών των άτυχων της «μεταρρύθμισης». Στο φαντασιακό πρώτα, όπου η διολίσθηση σε δυσμενέστερες ταξικά θέσεις, εξορκίζεται στο όραμα της εθνικής οντότητας -όπου όλοι είναι Έλληνες, άρα ίσοι- από εδώ προκύπτουν οι πολιτικά σκοτεινές πτυχές του εθνικισμού. Στο πολιτικό δεύτερο, όπου δια του έθνους παρουσιάζεται εφικτή η αντιμετώπιση των «κανόνων της αγοράς» που συνθλίβουν τους ανθρώπους. Αυτού που «στη δημοτική» ορίζεται ως «παγκοσμιοποίηση», όρος εύλογα προσφιλής τόσο στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, στο ΛΑΟΣ όσο και στο Κοινωνικό Φόρουμ και τον Συνασπισμό. Το έθνος δηλαδή, ως θεμελιακή πολιτική βάση της κοινωνίας μας οφείλει, σύμφωνα με αυτή τη διάχυτη όσο και λανθάνουσα αντίληψη, να προστατεύσει από την επέλαση του χωρίς πατρίδα κεφαλαίου τους μετέχοντες σε αυτό, τα μέλη του.
Η ελληνική αριστερά, πάντοτε αντι-ιμπεριαλιστική, πάντοτε πατριωτική, είχε πάντοτε συνείδηση αυτού του κρίσιμου -με βάση τα μεγέθη της χώρας μας- παράγοντα. Υπήρξε επίμονα πατριωτική με τρόπο όμως που σαφέστατα τη διαχώριζε από τον εθνικισμό των φαντασιώσεων που χρησιμοποιούν οι απέναντι. Πάντοτε για την αριστερά ο πατριωτισμός των Ελλήνων σταματούσε εκεί όπου άρχιζε ο πατριωτισμός των άλλων, αξία και μέγεθος απόλυτα σεβαστά. Αλλά χωρίς τον πατριωτισμό, και αυτό σημαίνει χωρίς όλα όσα τον προσδιόρισαν, την ιστορία του πάνω απ’ όλα – δεν υπάρχει πολιτικό σώμα με το οποίο θα συνδιαλλαγεί η αριστερά. Προσβλέποντας στην «προστασία» απέναντι στα επελθόντα και στα επερχόμενα από το έθνος και διά του έθνους, οι κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από τον καπιταλισμό, αναζητούν τρόπους πολιτικής αντίστασης, πολιτική έκφραση για την προάσπιση των συμφερόντων τους που ποδοπατούνται. Αυτό είναι το πολιτικό σώμα που μας ενδιαφέρει σχεδόν τόσο διαυγές όσο και στον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης που για πρώτη φορά το προσδιόρισε. Δεν είναι δυνατό η αριστερή πολιτική να στρέφει την πλάτη σε αυτό το κρίσιμο κοινωνικά και πολιτικά σημείο συνεύρεσης. Εκτός αν οι διεθνικές «μη κυβερνητικές οργανώσεις – ΜΚΟ» -που προβληματίζονται για το αν θα σώσουν πρώτα τις φάλαινες ή πρώτα τους ανθρώπους- αποτελούν το σώμα των «πολιτών» του μέλλοντος. Καλά κρασιά…
Δεν ξέρω αν όσοι πολεμούν το πνεύμα του βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού πολεμούν το πνεύμα του Διαφωτισμού όπως άφησε να εννοηθεί ο σ. Βούτσης στην |Αυγή| και άλλοι. Διαισθάνομαι όμως ότι το βιβλίο αυτό υπηρετεί μία πολιτική που αποκόπτει την αριστερά από τις κοινωνικές εκείνες ομάδες που ταξικά την έχουν ανάγκη. Της επιτρέπει να είναι μη κυβερνητική οργάνωση, φιλανθρωπική έστω. Καθώς δε ανήκω σε εκείνους που στην πολιτική δεν πιστεύουν στο άλλοθι της «βλακείας» φοβάμαι ότι οι ενδείξεις πείθουν ότι οι βασικές πολιτικές και κοινωνικές επιλογές έχουν ήδη γίνει σε μεγάλο τμήμα ετούτου εδώ του πολιτικού χώρου.
ΥΓ.: Πολλές από τις παραπάνω ιδέες αποσαφηνίστηκαν σε διαδοχικές συζητήσεις με τον Ανδρέα Πανταζόπουλο. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι αυτό.
http://193.218.80.70/cgi-bin/hwebpressrem.exe?-A=454517&-w=&-V=hpress_int&-P
____________________________________________________________
«Το βιβλίο της Στ’ Δημοτικού δεν βοηθά την κριτική σκέψη»
Κριτική στο βιβλίο ιστορίας της 6ης Δημοτικού ασκεί ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, επισημαίνοντας ότι το βιβλίο παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς χρονολογική σειρά, χωρίς ταξινόμηση, αίτιο και αποτέλεσμα. Τονίζει ότι όσα γεγονότα δεν είναι σύμφωνα με τη θεωρία του «πολιτικώς ορθό» απαλείφονται ή διακωμωδούνται. Επικρίνει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ότι διαπνέεται από αντιλήψεις που οδηγούν σε απορύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τέλος επισημαίνει ότι από την ελληνική ιστοριογραφία απουσιάζει η παραγωγή συνθετικών εγχειριδίων, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι συγγραφείς να εφευρίσκουν την ιστορία. Η συνέντευξη, την οποία πήρε ο Σωτήρης Λέτσιος, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ»
– Ήταν δικαιολογημένη αυτή η σφοδρή κριτική που δέχθηκε το βιβλίο ιστορίας της 6ης Δημοτικού, σε σημείο μάλιστα ώστε να απαιτήσει η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Εκκλησίας να χαρακτηριστεί αυτό αντισυνταγματικό;
– Είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό για τους θεσμούς της χώρας η Εκκλησία να εκφράζει άποψη ακόμη και για τη συνταγματικότητα ή μη των πραγμάτων. Από την άλλη πλευρά το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα αδύναμο «κρίκο» ως προς την ποιότητα της μεθοδολογίας και της πραγματολογικής του αξιοπιστίας, και για αυτό τραβά αυτές τις επιθέσεις. Στην ουσία αυτό που αποκαλούμε συνολικά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση διαπνέεται από αντιλήψεις, που οδηγούν σε μια απορύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
-Η όλη αντίδραση απέναντι στο συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να πηγάζει και από την άρνηση μιας κοινωνίας να επιτρέψει στους ιστορικούς να εκφράσουν τις αμφισβητήσεις τους και να εργαστούν πάνω σε αυτές;
– Την ευθύνη διαμόρφωσης και παροχής της σχολικής εκπαίδευσης έχει ασφαλώς το κράτος. Το κράτος αναλαμβάνει την παροχή ενός συγκεκριμένου είδους ιστορικής γνώσης στους μαθητές. Από κει και πέρα είναι εύλογο να υπάρχει μια επίδραση στον τρόπο που γίνεται αυτή η διαμόρφωση και παροχή της ιστορικής γνώσης. Είναι λογικό να επηρεάζουν οι πολιτικές δυνάμεις με τα ιδεολογήματά τους τη συγγραφή της ιστορίας, αλλά το κράτος πρέπει να αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη έχοντας υπόψη τον εξισορροπητικό του ρόλο. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν βοηθά την κριτική σκέψη των μαθητών με το να παρουσιάζει ασύνδετα γεγονότα ανάμεσά τους, χωρίς ταξινόμηση, χωρίς αίτιο και αποτέλεσμα. Το να ζητάς από τα παιδιά να κατασκευάσουν από μόνα τους την ιστορία μέσα από ασκήσεις, είναι σα να ακυρώνεις στην πράξη την εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι σα να θεωρείς ότι τα παιδιά της 6ης Δημοτικού είναι ικανά να διοργανώσουν ένα συνέδριο ιστορίας και να βγάλουν συμπέρασμα, ως προς το τι έγινε στη μάχη των Δερβενακίων.
– Η μεθοδολογία που προτείνεται μέσα από αυτή την πρακτική δεν προσφέρει ερεθίσματα για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη σταδιακή αφομοίωση των γεγονότων;
– Τα γεγονότα παρουσιάζονται χωρίς χρονολογική σειρά. Όλα τα γεγονότα που δεν είναι σύμφωνα με τη θεωρία του «πολιτικώς ορθού» απαλείφονται ή διακωμωδούνται. Οι πόλεμοι και τα πάθη των ανθρώπων, οι επαναστάσεις, οι ανθρώπινες απώλειες, όλα αυτά μετατρέπονται σε κάτι απλοϊκό. Ούτε σαν ένα παραμύθι δεν μπορούμε να το εκλάβουμε, αφού τα παραμύθια περιέχουν τη βία και τα ανθρώπινα πάθη. Αυτό το επιλεγμένο υλικό δίνεται σε δασκάλους και καθηγητές καλώντας αυτούς να συναρμολογήσουν μόνοι τους αυτό το πράγμα.
– Πώς μπορεί να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη όταν η ιστοριογραφία δεν έχει απαλλαγεί από το υποκειμενικό πάθος και τις φορτίσεις, που συνοδεύουν την ιδεολογική θέση του όποιου επιστήμονα ιστορικού απέναντι στη ζωή;
– Δεν χρειάζεται για να μιλήσουμε για το τι έγινε και δεν έγινε. Αποτελεί άραγε ακραία έκφραση το ρήμα «σφαγιάσθηκαν»; Από το 1912 έως το 1922 σφαγιάζονται περίπου 600.000 Αρμένιοι, λίγο περισσότεροι από 400.000 ελληνορθόδοξοι και 2.500.000 Τούρκοι. Πρόκειται για μια φοβερή αλληλοσφαγή. Και τις απώλειες από τουρκικής πλευράς ασφαλώς και δεν τις χρεώνεται όλες η ελληνική πλευρά. Δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε αυτό το κομμάτι που αφορά την εξολόθρευση του ελληνισμού, έτσι ώστε να μην αναπτύξουν τα παιδιά μια εθνικιστική και μονομερή κρίση. Σε γενικές γραμμές έτσι έχουν οι αριθμοί, αν και διατηρούνται κάποιες αμφισβητήσεις, οι οποίοι ωστόσο αποτυπώνονται στο δημογραφικό τομέα. Δεν βλέπω το λόγο να τα αποκρύψουμε πλήρως. Το να γνωρίσουν τα παιδιά ότι σκοτώσαμε αλλά και ότι πολλοί από εμάς σκοτώθηκαν, είναι μια διαδικασία η οποία θα συμβάλλει στην εξομάλυνση του πάθους. Αποτελεί μια πολύ βασανιστική υπόθεση το στήσιμο ή το γκρέμισμα ενός έθνους ή μιας αυτοκρατορίας.
– Η ιστορία είναι ένα μέσον που εγγυάται τη μετάβαση σε ένα στάδιο συμφιλίωσης των λαών και θεραπείας από τις εθνικές εμμονές;
– H ιστορία εάν την αφήσουμε στα χέρια και στην ευθύνη των ιστορικών είναι σε θέση να αμβλύνει τις όποιες αντιθέσεις και να επιτρέψει την κατανόηση των γεγονότων. Δεν είναι καταδικασμένοι οι λαοί να αλληλομισούνται και να σκοτώνονται. Οι εξάρσεις που οδηγούν σε συγκρούσεις οφείλονται σε ορισμένα προβλήματα εθνικά και πολιτικά. Αυτά όλα μπορούν να εξηγηθούν στα παιδιά με μια σωστή προετοιμασία. Είναι ανοησίες ότι οι λαοί θα αγαπηθούν με ένα θαυματουργό τρόπο και θα απαλειφθούν οι ιστορικές αδικίες. Έτσι αφήνουμε τη διαχείριση αυτών των θεμάτων στην προπαγάνδα των υπερεθνικιστών.
– Η Ελλάδα δεν διαθέτει μια εθνική σχολή ιστοριογραφίας. Αυτό σημαίνει ότι κινείται με βάση τις διάφορες τάσεις που κατά καιρούς εμφανίζονται σε διεθνές επίπεδο;
– H μεγάλη μάζα των Ελλήνων ακαδημαϊκών- ιστορικών δημιουργήθηκε στο εξωτερικό. Από εκεί μετέφεραν στην Ελλάδα τις διάφορες τάσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται το φαινόμενο να ενοποιείται η θεματική που ενδιαφέρει τους ιστορικούς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ανάλυσης. Δεν υπάρχουν οι σχολές όπως αυτές ήταν γνωστές στο παρελθόν. Δεν είμαστε μητρόπολη για να παράξουμε θεωρίες ιστοριογραφίας, αλλά μια περιφερειακή πρωτεύουσα στην οποία ανακυκλώνονται τα όσα μάθαμε στο εξωτερικό. Πολλές φορές μάλιστα δεν καταφέρνουμε και να επικοινωνήσουμε ανάμεσά μας και να συνθέσουμε κάτι νέο. Πάσχουμε ακόμη στην παραγωγή συνθετικών εγχειρίδιων. Π.χ. δεν έχει εμφανιστεί μια νέα συνθετική ιστορία για την περίοδο του 1821. Η πλέον πρόσφατη, αυτή του Κόκκινου, έρχεται από τη δεκαετία του 1930. Φτάνω στο σημείο να δικαιολογώ τους συγγραφείς σχολικών βιβλίων, αφού λόγω έλλειψης όγκου συνθετικού έργου είναι αναγκασμένοι να εφευρίσκουν την ιστορία στην προσπάθειά τους να εκλαϊκεύσουν αυτό τον όγκο. Δεν είναι όμως η δουλειά τους αυτή.
– Πώς θα ορίζατε το χαρακτήρα της αντικειμενικής συγγραφής της ιστορίας;
– Δεν θα πρέπει να πασχίζουμε να αποδείξουμε την ανωτερότητα ενός πράγματος απέναντι σε κάποιο άλλο. Οι στόχοι μας δεν θα πρέπει να είναι μονομερείς. Οφείλουμε να έχουμε ένα φάσμα που θα περιλαμβάνει όλες τις ιδέες, όλους τους ανθρώπους geromorias
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ