2017-07-02 20:30:32
Γράφει ο Μάκης Τρούλης
Ο ελληνικός πολιτισμός και το κεκτημένο της αρχαίας και της βυζαντινής παράδοσης αποτελούν μια ανεξάντλητη πηγή ισχύος για το σύγχρονο ελληνικό κράτος και δύνανται να συνεισφέρουν καθοριστικά στην ισχυροποίησή του εφόσον χρησιμοποιηθούν συγκροτημένα, μεθοδικά και δίχως φοβικά σύνδρομα.
Όπως μας πληροφορεί η Ελένη Τζουμάκα, η πολιτιστική διπλωματία ορίζεται ως «η χρήση του πολιτισμού μιας χώρας στις διεθνείς σχέσεις της ως μέσον προβολής, βελτίωσης της εικόνας της και σύσφιγξης των σχέσεων με τους άλλους λαούς».
Η πολιτιστική διπλωματία εντάσσεται στο γενικότερο πλέγμα των συντελεστών ήπιας ισχύος η οποία, με τη σειρά της, νοείται ως η «ικανότητα να διαμορφώνεις τις προτιμήσεις των άλλων» δίχως βίαιο εξαναγκασμό.
Yπ’ αυτό το πλαίσιο, η ήπια ισχύς συνιστά την πλέον επιθυμητή και έξυπνη μορφή προώθησης συμφερόντων, καθώς είναι άκρως αποτελεσματική, επιτυγχάνει μεγάλο βαθμό νομιμοποίησης και, φυσικά, είναι εξαιρετικά χαμηλού κόστους. Δίχως χρήση πανάκριβων οπλικών συστημάτων, το κράτος νομιμοποιεί την παρουσία του σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη και καταφέρνει να καλλιεργεί μια συγκεκριμένη στρατηγική εικόνα για το ίδιο η οποία προφανώς διακλαδώνεται με τους σκοπούς του.
Επί του συγκεκριμένου, προκύπτει το ερώτημα περί του αν η Ελλάδα διαθέτει υψηλή στρατηγική. Έχει ορίσει με σαφήνεια το πλαίσιο των σκοπών και των διατιθέμενων μέσων; Κάτι τέτοιο αποτελεί την αναγκαία συνθήκη προκειμένου η χώρα να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών πολιτιστικής διπλωματίας. Με απλά λόγια, αν δεν ξέρουμε τι επιδιώκουμε, οι προσπάθειές μας καταλήγουν να είναι «άσφαιρα».
Μια αποτελεσματική πολιτιστική διπλωματία διεξάγεται υπό τη σκέπη ενός αξονικού σκοπού, ο οποίος συναρτάται με την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος.
Στη σημερινή δύσκολη συγκυρία για τη χώρα μας, δυνητικοί συντελεστές της ελληνικής ισχύος όπως η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία και εν γένει η πολιτιστική κληρονομιά δύνανται να αποτελέσουν τη διέξοδο της εξωτερικής πολιτικής.
Τα δεδομένα είναι εν πολλοίς γνωστά. Κατά τα τελευταία έτη, το ΑΕΠ έχει καταβαραθρωθεί και έχει συμπαρασύρει οτιδήποτε ορίζει τις υλικές διαστάσεις της πραγματικής και της λανθάνουσας ισχύος. Το περιφερειακό υποσύστημα εντός του οποίου τοποθετείται η Ελλάδα είναι πλήρως αποσταθεροποιημένο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και στη γείτονα Τουρκία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα διαθέτει μια μοναδική ευκαιρία να νομιμοποιήσει την παρουσία της στις ανωτέρω περιοχές.
Την ίδια στιγμή, η τουρκική εξωτερική πολιτική και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, κυρίως διά του βιβλίου του Το στρατηγικό βάθος, διείδε τις δυνατότητες μιας πολιτιστικής διπλωματίας ala Turka. Πρόκειται για μια μορφή πολιτιστικής διπλωματίας, η οποία δεν υλοποιείται με γνώμονα την «ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών, τέχνης και άλλων πτυχών του πολιτισμού ανάμεσα στα έθνη και στους λαούς, ώστε να ενισχυθεί η αμοιβαία κατανόηση» κατά την οροθέτηση της έννοιας, αλλά με πρόταγμα την ανάληψη θέσης περιφερειακού ηγεμόνα.
Απαύγασμα της νταβουτόγλειας σκέψης ήταν η αντίθεση προς τον Δυτικό τρόπο σκέψης περί αγνόησης του παρελθόντος, καθώς ερείσματα της εξωστρεφούς στρατηγικής θέασης –όπως η γεωγραφία, ο πληθυσμός, το δημοκρατικό σύστημα και η οικονομία– αποτελούν ιστορικά συσσωρευμένες αξίες λειτουργούσες ως εργαλεία κατά τη σύγχρονη εποχή. Συνεπώς, το «στρατηγικό βάθος» του Νταβούτογλου, όπως έχουμε ξαναπεριγράψει σε προηγούμενα κείμενα, είναι γεωγραφικό, ιστορικό, γλωσσικό, πολιτισμικό, οικονομικό βάθος.
Το ζήτημα αφορά ποιο είναι το ελληνικό στρατηγικό βάθος. Το δυναμικό οπωσδήποτε υπάρχει, και φανερώνεται ποικιλοτρόπως. Αυτό που απουσιάζει είναι η δόμηση μιας γραφειοκρατίας με καθήκον την οργάνωση και τη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης πρότασης στρατηγικής με επίκεντρο τον πολιτισμό ως –επικουρική– προμετωπίδα της θέσης και του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.
pontos-news.gr
Geopolitics
Ο ελληνικός πολιτισμός και το κεκτημένο της αρχαίας και της βυζαντινής παράδοσης αποτελούν μια ανεξάντλητη πηγή ισχύος για το σύγχρονο ελληνικό κράτος και δύνανται να συνεισφέρουν καθοριστικά στην ισχυροποίησή του εφόσον χρησιμοποιηθούν συγκροτημένα, μεθοδικά και δίχως φοβικά σύνδρομα.
Όπως μας πληροφορεί η Ελένη Τζουμάκα, η πολιτιστική διπλωματία ορίζεται ως «η χρήση του πολιτισμού μιας χώρας στις διεθνείς σχέσεις της ως μέσον προβολής, βελτίωσης της εικόνας της και σύσφιγξης των σχέσεων με τους άλλους λαούς».
Η πολιτιστική διπλωματία εντάσσεται στο γενικότερο πλέγμα των συντελεστών ήπιας ισχύος η οποία, με τη σειρά της, νοείται ως η «ικανότητα να διαμορφώνεις τις προτιμήσεις των άλλων» δίχως βίαιο εξαναγκασμό.
Yπ’ αυτό το πλαίσιο, η ήπια ισχύς συνιστά την πλέον επιθυμητή και έξυπνη μορφή προώθησης συμφερόντων, καθώς είναι άκρως αποτελεσματική, επιτυγχάνει μεγάλο βαθμό νομιμοποίησης και, φυσικά, είναι εξαιρετικά χαμηλού κόστους. Δίχως χρήση πανάκριβων οπλικών συστημάτων, το κράτος νομιμοποιεί την παρουσία του σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη και καταφέρνει να καλλιεργεί μια συγκεκριμένη στρατηγική εικόνα για το ίδιο η οποία προφανώς διακλαδώνεται με τους σκοπούς του.
Επί του συγκεκριμένου, προκύπτει το ερώτημα περί του αν η Ελλάδα διαθέτει υψηλή στρατηγική. Έχει ορίσει με σαφήνεια το πλαίσιο των σκοπών και των διατιθέμενων μέσων; Κάτι τέτοιο αποτελεί την αναγκαία συνθήκη προκειμένου η χώρα να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών πολιτιστικής διπλωματίας. Με απλά λόγια, αν δεν ξέρουμε τι επιδιώκουμε, οι προσπάθειές μας καταλήγουν να είναι «άσφαιρα».
Μια αποτελεσματική πολιτιστική διπλωματία διεξάγεται υπό τη σκέπη ενός αξονικού σκοπού, ο οποίος συναρτάται με την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος.
Στη σημερινή δύσκολη συγκυρία για τη χώρα μας, δυνητικοί συντελεστές της ελληνικής ισχύος όπως η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία και εν γένει η πολιτιστική κληρονομιά δύνανται να αποτελέσουν τη διέξοδο της εξωτερικής πολιτικής.
Τα δεδομένα είναι εν πολλοίς γνωστά. Κατά τα τελευταία έτη, το ΑΕΠ έχει καταβαραθρωθεί και έχει συμπαρασύρει οτιδήποτε ορίζει τις υλικές διαστάσεις της πραγματικής και της λανθάνουσας ισχύος. Το περιφερειακό υποσύστημα εντός του οποίου τοποθετείται η Ελλάδα είναι πλήρως αποσταθεροποιημένο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και στη γείτονα Τουρκία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα διαθέτει μια μοναδική ευκαιρία να νομιμοποιήσει την παρουσία της στις ανωτέρω περιοχές.
Την ίδια στιγμή, η τουρκική εξωτερική πολιτική και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, κυρίως διά του βιβλίου του Το στρατηγικό βάθος, διείδε τις δυνατότητες μιας πολιτιστικής διπλωματίας ala Turka. Πρόκειται για μια μορφή πολιτιστικής διπλωματίας, η οποία δεν υλοποιείται με γνώμονα την «ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών, τέχνης και άλλων πτυχών του πολιτισμού ανάμεσα στα έθνη και στους λαούς, ώστε να ενισχυθεί η αμοιβαία κατανόηση» κατά την οροθέτηση της έννοιας, αλλά με πρόταγμα την ανάληψη θέσης περιφερειακού ηγεμόνα.
Απαύγασμα της νταβουτόγλειας σκέψης ήταν η αντίθεση προς τον Δυτικό τρόπο σκέψης περί αγνόησης του παρελθόντος, καθώς ερείσματα της εξωστρεφούς στρατηγικής θέασης –όπως η γεωγραφία, ο πληθυσμός, το δημοκρατικό σύστημα και η οικονομία– αποτελούν ιστορικά συσσωρευμένες αξίες λειτουργούσες ως εργαλεία κατά τη σύγχρονη εποχή. Συνεπώς, το «στρατηγικό βάθος» του Νταβούτογλου, όπως έχουμε ξαναπεριγράψει σε προηγούμενα κείμενα, είναι γεωγραφικό, ιστορικό, γλωσσικό, πολιτισμικό, οικονομικό βάθος.
Το ζήτημα αφορά ποιο είναι το ελληνικό στρατηγικό βάθος. Το δυναμικό οπωσδήποτε υπάρχει, και φανερώνεται ποικιλοτρόπως. Αυτό που απουσιάζει είναι η δόμηση μιας γραφειοκρατίας με καθήκον την οργάνωση και τη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης πρότασης στρατηγικής με επίκεντρο τον πολιτισμό ως –επικουρική– προμετωπίδα της θέσης και του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.
pontos-news.gr
Geopolitics
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ