2017-07-18 22:30:28
συνέχεια από το 1ο μέρος
Γράφει ο Άντης Ροδίτης*
Το βιβλίο Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, Εστία 2006, γράφτηκε με στόχο να καταδείξει τον εκτροχιασμό τού αγώνα τής Κύπρου, ν’ απαλλάξει το σώμα του από τη λάσπη, ν’ αποκαταστήσει τα χαμένα του μέλη, ν’ αφαιρέσει ακαλαίσθητα προσθέματα, να φέρει στο φως το πρόωρα πεπαλαιωμένο και σκόπιμα μουσειοποιημένο «άγαλμά» του, με τη «ρομαντική» φιλοδοξία να το επαναφέρει, ίσως, στη ζωή, σίγουρα στην αληθινή ζωή που σημαίνει το κάλλος του. Η φόρμα που θεωρήθηκε πιο κατάλληλη για τη συγγραφή του ήταν εκείνη τού Χρονικού, ενός τύπου «ημερολογίου» ή προσωπικής μαρτυρίας ενός Κυπρίου, ο οποίος διατηρεί μέσα του ολοζώντανη την ανάμνηση τού ενωτικού-απελευθερωτικού έπους τού 55-59, έζησε την εφηβεία του στον επιπόλαιο μέχρι ανεύθυνο πυρετό τού 1964 και την ωριμότητά του από τον «εμφύλιο» τού ’70 ως το προδομένο ’74, κι ως την εντελώς εκτροχιασμένη πια, οργιαστικά αμνήμονα καταναλωτική ευμάρεια και σχεδόν αδιάκοπα «καρναβαλική» πανδαισία τού 2000.
Η πορεία τού βιβλίου και μέσω τής υποβολής του στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού τής Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ήταν τότε η υπάρχουσα πρακτική, κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να σταματήσει επειδή θα αντιμετωπιζόταν αρνητικά από το Κυπριακό Κράτος.
Το βιβλίο ασκούσε, επίσης, οξεία κριτική στην ανθελληνική ιδεολογία των υψηλά ιστάμενων λειτουργών και άλλων περιώνυμων πολιτών του και την υποδείκνυε ως το γενεσιουργό αίτιο μιας ευρύτερης παρακμής. Το ερώτημα για τον συγγραφέα του ήταν μέχρι ποιου σημείου θα έφτανε η νεοκυπριακή γραφειοκρατία στην προσπάθειά της να εξουδετερώσει το βιβλίο αποτελεσματικά. Επειδή το Κυπριακό Κράτος όχι μόνο δεν πρόβαλλε επίσημα την ανθελληνική ιδεολογία του, αλλά αντίθετα πολλές φορές, υποκριτικά, διακήρυσσε το αντίθετό της ως τη μόνη αληθινή πίστη και πεποίθησή του. Η περιθωριοποίηση-αποσιώπηση [12] τού βιβλίου δεν μπορούσε να σημαίνει άλλο από τη δικαίωση του, την επιβεβαίωση των μεθόδων και των πρακτικών που μετερχόταν το κυπριακό κράτος.
Όταν αυτό ακριβώς έγινε, ο συγγραφέας αντέδρασε με επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 2008 προς τη διεύθυνση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών τού Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με αντίγραφα στον Υπουργό, στα μέλη τής Επιτροπής Γραμμάτων και στηνΕπίτροπο Διοικήσεως τής Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία υπέβαλε και αίτημα εξέτασης τού θέματος. Παρόμοια υπόθεση υπήρξε και το 1976 όταν η Επιτροπή αποφάσισε τη βράβευση τού Παντελή Μηχανικού αλλά την απόφαση ανέπεμψε ο Υπουργός Παιδείας και, επίσης, το 1984 όταν με τον ίδιο τρόπο αναπέμφθηκε και πάλι απόφαση βράβευσης τού βιβλίου Το Δένδρο, η Συνωμοσία και άλλα, του γράφοντος. Εκείνη τη φορά παραιτήθηκαν τα μέλη τής Επιτροπής Νάσος Βαγενάς και Νίκος Ορφανίδης. Ταυτόχρονα αρνήθηκαν τη βράβευσή τους δυο άλλοι λογοτέχνες, η Πίτσα Γαλάζη το Α ́ βραβείο ποίησης και ο Κώστας Μακρίδης τον έπαινο στην ίδια κατηγορία.
Στην επιστολή τού συγγραφέα προς τη Διεύθυνση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών γινόταν αναφορά στον «ζντανοφισμό», όπως πρόσφατα τον είχε περιγράψει ο Νάσος Βαγενάς:[13] «Εκείνη η κριτική αντίληψη, που θεωρεί το ιδεολογικό στοιχείο μιας ορισμένης πολιτικής κατεύθυνσης ως κύριο κριτήριο στην αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων». Αυτήν ακριβώς την ολοκληρωτική αντίληψη εξέθετε και σατίριζε – ανάμεσα σ’ άλλα – μέσω μια προσωπικής «μαρτυρίας» το Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, αντίληψη που είχε βρει ξανά εφαρμογή στο παρελθόν σε βάρος άλλων βιβλίων από τις «Πολιτιστικές Υπηρεσίες» τής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απάντηση των «Πολιτιστικών Υπηρεσιών» (στο εξής «Π.Υ.»), στις 7 Μαρτίου, ήταν ότι απλούστατα «εκρίθη από την Επιτροπή Γραμμάτων ότι το υπό αναφορά βιβλίο δεν ενέπιπτε στην κατηγορία ‘Χρονικό/Μαρτυρία’», όπως ορίζεται από τα λεξικά στα οποία κατέφυγε η Επιτροπή. Αυτά ήταν το Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων των Μαρκαντωνάτου-Σακελλαρίδη, 1980, και το Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας τού Γ. Μπαμπινιώτη, 2002.
Ως εκ τούτου, κατέληγαν στην απάντησή τους οι Π.Υ., το έργο δεν ήταν «Χρονικό» επειδή δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν είχε υφολογική ομοιογένεια και παρουσίαζε ποικιλία θεμάτων που οδηγούσαν σε ανομοιογένεια τού περιεχομένου.
Δινόταν, επίσης, απάντηση σε νύξη που έκαμε ο συγγραφέας στην επιστολή του για την ομοιογένεια των πολιτικών αντιλήψεων των μελών τής Επιτροπής, ότι η επιλογή τους δεν έγινε με βάση τις ιδεολογικές τους απόψεις αλλά την «εμπειρογνωμοσύνη» τους «επί του συγκεκριμένου θέματος».
Η ανταπάντηση τού συγγραφέα στις 17 Μαρτίου 2008 ήταν ότι στην κατάσταση «ωριμότητας» και «σοφίας», που είχε φτάσει τώρα το κυπριακό κράτος, όπου δεν επενέβαιναν πια ευθέως κι ετσιθελικά οι υπουργοί του για να ακυρώνουν αποφάσεις επιτροπών που διόρισαν οι ίδιοι, όφειλαν να απασχολούν την Υπηρεσία οι «πολιτικές» απόψεις των μελών τής Επιτροπής, ώστε να εκπροσωπούνται όλες οι κυρίαρχες ιδεολογίες, διαφορετικά και πάλι δεν θα μπορούσε να διασφαλισθεί η ελευθερία τής σκέψης και της έκφρασης και η κατάληξη σε κατά το δυνατόν «ακριβοδίκαιες» αποφάσεις.
Δεν είχαμε φτάσει ακόμα σε στάδιο όπου η «εμπειρογνωμοσύνη» και μόνο θα ήταν αρκετό προσόν αληθινά δημοκρατικής συμπεριφοράς. Η εκάστοτε εξουσία, με το πρόσχημα ότι δεν την απασχολούν, τάχα, οι ιδεολογικές απόψεις των μελών τής Επιτροπής, θα διόριζε απλώς δικούς της «εμπειρογνώμονες» και το μόνο που θα κατόρθωνε ήταν να κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της, φανερώνοντας την υποκρισία, την κουτοπονηριά και την ολοένα και πιο εξασθενημένη πνευματική κατάσταση όλων μας.
Όμως, συνέχιζε στην επιστολή του ο συγγραφέας, αυτό που τελικά συνέβαινε ήταν ακόμα χειρότερο, επειδή η «εμπειρογνωμοσύνη» δύο τουλάχιστο των διορισθέντων μελών τής Επιτροπής φαινόταν μάλλον ανύπαρκτη. Ουδέν δημοσίευμά τους, μελέτη ή έκδοση σχετική με το αντικείμενο δεν υπήρχε. Αντίθετα, τα προσόντα τους, όπως κι ενός τρίτου μέλους ήταν μια δήλωση υποστήριξης στην υποψηφιότητα Χριστόφια.[14] Πρόεδρος δε τής Επιτροπής ήταν ο ανώτερος λειτουργός των Π.Υ. (αργότερα θα γινόταν διευθυντής τους), ενώ το πέμπτο μέλος ήταν καθηγητής Φιλολογίας Ελλαδικού Πανεπιστημίου. Υπήρχε και ένα έκτο μέλος, επίσης φιλόλογος, ανεξιχνίαστων, τουτέστι ευκαιριακών πολιτικών πεποιθήσεων.
Στα επιχειρήματα ότι το βιβλίο δεν ήταν «χρονικό» επειδή δεν κάλυπτε, δήθεν, συγκεκριμένη χρονική περίοδο η απάντηση τού συγγραφέα ήταν ότι το βιβλίο άρχιζε σε συγκεκριμένη μέρα, ημερομηνία και ώρα τού 1993 με ένα ιστορικό γεγονός (την εκλογή Γλαύκου Κληρίδη στην προεδρία τής Κυπριακής Δημοκρατίας), και από εκεί πήγαινε πίσω στον Δεκέμβριο 1969, έτος επιστροφής τού συγγραφέα στην Κύπρο από τις σπουδές του, για να συνεχίσει την αφήγηση χρόνο με τον χρόνο, σχεδόν κεφάλαιο με κεφάλαιο μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 2001 (κεφάλαιο «Νάιν Ιλέβεν»), και να κλείσει με δύο ακόμα κεφάλαια ως επίλογο για τη σημερινή κυπριακή πραγματικότητα. Όσον αφορά τούς επιλεγμένους «ορισμούς» τού «τι εστί χρονικό», είχαν μεν εφαρμογή σε ιστορικές αφηγήσεις τύπου Χρονικού τού Μορέως ή του Μαχαιρά, δεν απέκλειαν, όμως, καθόλου το Την Ελλάδα θέλομεν…, το οποίον εμπίπτει και μέσα στα πλαίσια πιο σύγχρονων ορισμών όπως εκείνο τού πολύ πρόσφατου Λεξικού τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης 2007, που καθορίζει ότι ένα Χρονικό «διανθίζεται κάποτε από διαλόγους, αυτοβιογραφικές πληροφορίες, σύντομα σχόλια κ.τ.λ»
Στο θέμα τής «ανομοιογένειας» ύφους ή περιεχομένου, που κατά τον ισχυρισμό, χαρακτήριζε το βιβλίο, η απορία ήταν αν η εξ «εμπειρογνώμων» Επιτροπή των Π.Υ. θα απέρριπτε και ήδη αναγνωρισμένα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, όπως για παράδειγμα το Άξιον Εστί τού Οδυσσέα Ελύτη για το πάντρεμα πεζών με στίχους και την υφολογική, γλωσσική και μετρική τους «ανομοιογένεια»!
Τελικά έμενε στο κενό και το ερώτημα γιατί ο διαγωνισμός έφερε την ονομασία «Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία», αφού κατά την παραδοχή τής Επιτροπής (επιστολή 7ης Μαρτίου) δεν είχε καθόλου κριθεί η λογοτεχνικότητα τού βιβλίου, τη στιγμή που υπήρχαν, καθορισμένα από τις ίδιες τις Π.Υ., συγκεκριμένα και αριθμημένα λογοτεχνικά κριτήρια βράβευσης! Αυτά δεν έλειπαν ούτε πλήρως ούτε έστω εν μέρει από το Την Ελλάδα θέλομεν…
Σε προσωπική του επιστολή προς τον συγγραφέα,[15] σε λιγότερο από τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία τού βιβλίου, ο Χρήστος Γιανναράς, έγραψε: «Είναι εκπληκτικό βιβλίο, ασύγκριτο με ό,τι έχω ως τώρα διαβάσει για την μετά το ’74 Κύπρο. Πολύ θα ήθελα να είχε γραφτή ένα ανάλογου ταλέντου βιβλίο και για την ελλαδική Ελλάδα στην ίδια περίοδο».
Στην επιφυλλίδα του στις 27 Αυγούστου τού ιδίου χρόνου [16] στην «Καθημερινή», αναφέρθηκε στην κάθε άλλο παρά «δημοσιογραφική» γραφή τού βιβλίου, χαρακτηρίζοντάς την «γυμνασμένη σε δύσκολα πεδία τής εκφραστικής και της ευαισθησίας». Αναφορικά με την «ακριβή αποτύπωση των ευαισθησιών και των ανησυχιών τού σύγχρονου ανθρώπου» (αρ. 8 στη λίστα των λογοτεχνικών κριτηρίων τής Επιτροπής Γραμμάτων), ο Γιανναράς εύρισκε πως το Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες, «συνδέει την παρακμή και την υπονόμευση τού κοινωνικού αθλήματος (θεσμών και προϋποθέσεων) από την ‘εκσυγχρονιστική’ ατομοκρατία, την ιστορικοϋλιστικά καταναλωτική». Κι αυτό, πάντα κατά τον Γιανναρά, γινόταν χωρίς «γενικευμένες αφαιρετικές πιστοποιήσεις» και «αφοριστικούς χαρακτηρισμούς, αφήνοντας την κριτική ικανότητα τού αναγνώστη να συναγάγει συμπεράσματα και αξιολογήσεις προσώπων μέσα από τις πολύ συγκεκριμένες, λεπτομερειακές, αλλά ενδεικτικά επιλεγμένες ψηφίδες αφήγησης που κατατίθενται ως προσωπική μαρτυρία στο βιβλίο».
Μόλις δυο εβδομάδες πριν, στις 13 Αυγούστου, στην επιφυλλίδα του στο «Βήμα», ο Νάσος Βαγενάς [17] κατέτασσε το Την Ελλάδα θέλομεν… σε εκείνα τα κυπριακά βιβλία που τυπώνονται στην Ελλάδα και είναι «ενίοτε αξιολογότερα από αρκετά ελληνικά που θεωρούνται σημαντικά».
Η ελάχιστη αυτή αναφορά που έγινε εδώ σ’ ένα μικρό μέρος τής αλληλογραφίας τού συγγραφέα με τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες τής Κυπριακής Δημοκρατίας στοχεύει απλώς στο να καταδείξει πώς και πόσο η γραφειοκρατία τού κυπριακού κράτους υποτάχθηκε στην ανθελληνική, συχνά παρουσιαζόμενη ως απλώς ανθελλαδική απεξαρτησιακή πολιτική. Αυτή η γραφειοκρατία αποδείχτηκε, επίσης, απρόσβλητη από την Έκθεση τού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου 2009 και αναγνώριζε το βιβλίο ως «χρονικό», ως δηλαδή αυτό που ήταν και θεωρούσε «εσφαλμένη» την απόφαση αποκλεισμού του. Ζητούσε από τις Π.Υ. να «παράσχουν γραπτή ικανοποίηση» στον συγγραφέα στο πνεύμα των συμπερασμάτων τής Έκθεσης, πράγμα που δεν έγινε, βέβαια, ποτέ.
***
Η πολιτική τής απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα, που εγκαινιάστηκε με την ίδρυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας από τη διακυβέρνηση Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και κληροδοτήθηκε σε όλες τις επόμενες, δεν σταμάτησε ποτέ, όποιες κι αν ήταν οι διακηρύξεις, οι δηλώσεις, ακόμα και οι εκατέρωθεν ενέργειες σε όλο αυτό το διάστημα. Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει δύο επίπεδα όχι μόνο στην τρέχουσα πολιτική πρακτική αλλά και σε σχεδόν όλους τούς τομείς τής «σχέσης» Ελλάδας-Κύπρου. Εμπλεκόμενες, διασταυρούμενες προθέσεις, ενίοτε υποδόρια και ενίοτε σε μετωπική σύγκρουση, μέσα σε ένα πνεύμα που κάποτε ήταν απόλυτα ειλικρινές και κάποτε απόλυτα υποκριτικό και ψευδές, χωρίς συνήθως να υπάρχει ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή, με το φοβερό φαινόμενο αυτό το πνεύμα συχνά να εκπηγάζει από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους και να βγάζει στην επιφάνεια ό,τι περισσότερο, ίσως, ήθελε να κρύψει ή ό,τι περισσότερο ήθελε να διατρανώσει ως ουσία και ταυτότητά του ο καθένας.
Μόνο και μόνο ο τίτλος τού βιβλίου ήταν, ίσως, αρκετός για να προκαλέσει όλων των ειδών τα συναισθήματα από το ένα νοητό άκρο μέχρι το άλλο. Η απόφαση, όμως, της περιθωριοποίησής του από την Κυπριακή Δημοκρατία δείχνει καθαρά τουλάχιστο δύο πράγματα:
Πρώτον ότι η αποτυχία τού ενωτικού με την Ελλάδα αγώνα τής Κύπρου, αγώνα συνενωτικού τής ισχύος και της επιβίωσης τού ελληνισμού, οφειλόταν και οφείλεται σε μια ευρύτερη «αναποφασιστικότητα» (για την οποία υπάρχουν χίλιες άλλες λέξεις και νοήματα προκειμένου να διερευνηθεί εις βάθος), που εκφράστηκε τη δεδομένη στιγμή από συγκεκριμένα πρόσωπα με πολιτική ισχύ τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα – ασχέτως τού αν η Κύπρος είχε την πρωτοβουλία και η Ελλάς «απρόθυμα» ακολούθησε – και δεύτερον ότι η απεξάρτηση, ως δυναμικό παράγωγο τής «αναποφασιστικότητας», δηλαδή η τάση απόσχισης τού ελληνισμού από τον εαυτό του, η αυτοδιάλυσή του, είναι η επικρατούσα.
Η αντίσταση στην «αναποφασιστικότητα» και την απεξάρτηση δεν είναι ανύπαρκτη και δείχνει κι αυτή να κληροδοτείται, να κρατιέται με τα δόντια, ακόμα κι εναντίον τής νοθείας τού εαυτού της, δείχνει να επιβιώνει, έστω και σε ποσότητες ισχνότερες εκείνης που ο Μακρυγιάννης είχε αναγνωρίσει ως «μαγιά». Από την άλλη, μια αντίθετη, ξεκάθαρη αποφασιστικότητα διεξάγει έναν μυστικό και φανερό πόλεμο εξολόθρευσής της.
* Ο Άντης Ροδίτης γεννήθηκε στο Καϊμακλί, προάστιο της Λευκωσίας, το 1946. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεοπτική παραγωγή στην Αγγλία. Από το 1971 μέχρι το 1985 εργάστηκε ως Λειτουργός Προγραμμάτων στην κυπριακή τηλεόραση.
Από το 1985 διατηρεί ιδιωτική εταιρία παραγωγής ταινιών στη Λευκωσία.
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, νουβέλες και ποιήματα σε διάφορα κυπριακά περιοδικά και εφημερίδες.
Κράτησε επίσης στήλες χρονογραφημάτων σε εφημερίδες από το 1981 ως το 1986. Από το 1994 και εξής εξακολουθεί να αρθρογραφεί επί ποικίλων θεμάτων.
Σημειώσεις (του 2ου μέρους)
12 Η αποσιώπηση τής κυπριακής αντικαθεστωτικής λογοτεχνίας αποτελεί πάγια τακτική των «αρμοδίων» υπηρεσιών τού Κυπριακού κράτους, έστω κι αν κάποτε είναι αναγκασμένο ν’ αναγνωρίσει ένα βιβλίο. Τότε η «αναγνώριση» χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού για να συνεχίσει το σκοταδιστικό του έργο. Σ’ αυτό βρίσκει πάντα πρόθυμους συνεργάτες διάφορους «προοδευτικόφρονες» κριτικούς και λογοτέχνες, που αρπάζουν την ευκαιρία να περιορίσουν άλλο τυχόν «ενοχλητικό» λογοτεχνικό ανταγωνισμό!
Η εύνοια με την οποία περιβάλλονται από τις «αρμόδιες» αρχές, τους προσδίνει την αναγκαία εγκυρότητα ώστε να επηρεάζουν Ελλαδίτες συναδέλφους. Το θέμα δεν έχει μείνει αδιαπραγμάτευτο στο Την Ελλάδα θέλομεν… Μερικά πρόσφατα, κραυγαλέα παραδείγματα αποτελούν η μη περίληψη τού γράφοντος στο Λεξικό τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης 2007, ούτε και στο κυπριακό αφιέρωμα τού περιοδικού «Η Λέξη» (τεύχος 203-204, Ιανουάριος-Ιούνιος 2010), όπου στο «Συνοπτικό χρονολόγιο 1960-2010» παραλείπεται εντελώς η κρατική βράβευση το 1973 τού βιβλίου «4 διηγήματα». Παρομοίως επιλεκτική είναι και η συμπεριφορά τού «Σπιτιού τής Κύπρου» όσον αφορά παρουσιάσεις Κυπρίων λογοτεχνών στην Αθήνα. Στην δε «Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας», των Κεχαγιόγλου-Παπαλεοντίου, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου 2010, όπου δεν είναι τόσο εύκολη η αποσιώπηση, οι ελάχιστες αναφορές στο έργο τού γράφοντος παίρνουν μορφή πολιτικού «κατηγορητηρίου» με χαρακτηρισμούς τού τύπου «αμετάπειστος ελληνολάτρης και αντιμακαριακός», «διακατέχεται από εμμονές τής ενωτικής ιδεολογίας» κ.α. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι αποδίδουν στον γράφοντα βιβλίο που δεν έγραψε, παραλείποντας άλλο που έγραψε, ενδεικτικό κι αυτό, ίσως, της βιασύνης τους να ξεμπερδεύουν το συντομότερο με έναν συγγραφέα, που τους είναι «πολιτικά»… αντιπαθής!
13 «Το Βήμα» 20.1. 2008
14 «Ο Φιλελεύθερος» 22.1. 2008
15 Χειρόγραφη, με ημερομηνία 11.7.2006
16 Με τίτλο «Ιστορικοϋλιστικός ‘εκσυγχρονισμός’ μετέωρος».
17 Με τίτλο «Το θέατρο στην Κύπρο».
antibaro.gr
το είδαμε ΕΔΩ
Γράφει ο Άντης Ροδίτης*
Το βιβλίο Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, Εστία 2006, γράφτηκε με στόχο να καταδείξει τον εκτροχιασμό τού αγώνα τής Κύπρου, ν’ απαλλάξει το σώμα του από τη λάσπη, ν’ αποκαταστήσει τα χαμένα του μέλη, ν’ αφαιρέσει ακαλαίσθητα προσθέματα, να φέρει στο φως το πρόωρα πεπαλαιωμένο και σκόπιμα μουσειοποιημένο «άγαλμά» του, με τη «ρομαντική» φιλοδοξία να το επαναφέρει, ίσως, στη ζωή, σίγουρα στην αληθινή ζωή που σημαίνει το κάλλος του. Η φόρμα που θεωρήθηκε πιο κατάλληλη για τη συγγραφή του ήταν εκείνη τού Χρονικού, ενός τύπου «ημερολογίου» ή προσωπικής μαρτυρίας ενός Κυπρίου, ο οποίος διατηρεί μέσα του ολοζώντανη την ανάμνηση τού ενωτικού-απελευθερωτικού έπους τού 55-59, έζησε την εφηβεία του στον επιπόλαιο μέχρι ανεύθυνο πυρετό τού 1964 και την ωριμότητά του από τον «εμφύλιο» τού ’70 ως το προδομένο ’74, κι ως την εντελώς εκτροχιασμένη πια, οργιαστικά αμνήμονα καταναλωτική ευμάρεια και σχεδόν αδιάκοπα «καρναβαλική» πανδαισία τού 2000.
Η πορεία τού βιβλίου και μέσω τής υποβολής του στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού τής Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ήταν τότε η υπάρχουσα πρακτική, κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να σταματήσει επειδή θα αντιμετωπιζόταν αρνητικά από το Κυπριακό Κράτος.
Το βιβλίο ασκούσε, επίσης, οξεία κριτική στην ανθελληνική ιδεολογία των υψηλά ιστάμενων λειτουργών και άλλων περιώνυμων πολιτών του και την υποδείκνυε ως το γενεσιουργό αίτιο μιας ευρύτερης παρακμής. Το ερώτημα για τον συγγραφέα του ήταν μέχρι ποιου σημείου θα έφτανε η νεοκυπριακή γραφειοκρατία στην προσπάθειά της να εξουδετερώσει το βιβλίο αποτελεσματικά. Επειδή το Κυπριακό Κράτος όχι μόνο δεν πρόβαλλε επίσημα την ανθελληνική ιδεολογία του, αλλά αντίθετα πολλές φορές, υποκριτικά, διακήρυσσε το αντίθετό της ως τη μόνη αληθινή πίστη και πεποίθησή του. Η περιθωριοποίηση-αποσιώπηση [12] τού βιβλίου δεν μπορούσε να σημαίνει άλλο από τη δικαίωση του, την επιβεβαίωση των μεθόδων και των πρακτικών που μετερχόταν το κυπριακό κράτος.
Όταν αυτό ακριβώς έγινε, ο συγγραφέας αντέδρασε με επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 2008 προς τη διεύθυνση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών τού Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με αντίγραφα στον Υπουργό, στα μέλη τής Επιτροπής Γραμμάτων και στηνΕπίτροπο Διοικήσεως τής Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία υπέβαλε και αίτημα εξέτασης τού θέματος. Παρόμοια υπόθεση υπήρξε και το 1976 όταν η Επιτροπή αποφάσισε τη βράβευση τού Παντελή Μηχανικού αλλά την απόφαση ανέπεμψε ο Υπουργός Παιδείας και, επίσης, το 1984 όταν με τον ίδιο τρόπο αναπέμφθηκε και πάλι απόφαση βράβευσης τού βιβλίου Το Δένδρο, η Συνωμοσία και άλλα, του γράφοντος. Εκείνη τη φορά παραιτήθηκαν τα μέλη τής Επιτροπής Νάσος Βαγενάς και Νίκος Ορφανίδης. Ταυτόχρονα αρνήθηκαν τη βράβευσή τους δυο άλλοι λογοτέχνες, η Πίτσα Γαλάζη το Α ́ βραβείο ποίησης και ο Κώστας Μακρίδης τον έπαινο στην ίδια κατηγορία.
Στην επιστολή τού συγγραφέα προς τη Διεύθυνση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών γινόταν αναφορά στον «ζντανοφισμό», όπως πρόσφατα τον είχε περιγράψει ο Νάσος Βαγενάς:[13] «Εκείνη η κριτική αντίληψη, που θεωρεί το ιδεολογικό στοιχείο μιας ορισμένης πολιτικής κατεύθυνσης ως κύριο κριτήριο στην αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων». Αυτήν ακριβώς την ολοκληρωτική αντίληψη εξέθετε και σατίριζε – ανάμεσα σ’ άλλα – μέσω μια προσωπικής «μαρτυρίας» το Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, αντίληψη που είχε βρει ξανά εφαρμογή στο παρελθόν σε βάρος άλλων βιβλίων από τις «Πολιτιστικές Υπηρεσίες» τής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απάντηση των «Πολιτιστικών Υπηρεσιών» (στο εξής «Π.Υ.»), στις 7 Μαρτίου, ήταν ότι απλούστατα «εκρίθη από την Επιτροπή Γραμμάτων ότι το υπό αναφορά βιβλίο δεν ενέπιπτε στην κατηγορία ‘Χρονικό/Μαρτυρία’», όπως ορίζεται από τα λεξικά στα οποία κατέφυγε η Επιτροπή. Αυτά ήταν το Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων των Μαρκαντωνάτου-Σακελλαρίδη, 1980, και το Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας τού Γ. Μπαμπινιώτη, 2002.
Ως εκ τούτου, κατέληγαν στην απάντησή τους οι Π.Υ., το έργο δεν ήταν «Χρονικό» επειδή δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν είχε υφολογική ομοιογένεια και παρουσίαζε ποικιλία θεμάτων που οδηγούσαν σε ανομοιογένεια τού περιεχομένου.
Δινόταν, επίσης, απάντηση σε νύξη που έκαμε ο συγγραφέας στην επιστολή του για την ομοιογένεια των πολιτικών αντιλήψεων των μελών τής Επιτροπής, ότι η επιλογή τους δεν έγινε με βάση τις ιδεολογικές τους απόψεις αλλά την «εμπειρογνωμοσύνη» τους «επί του συγκεκριμένου θέματος».
Η ανταπάντηση τού συγγραφέα στις 17 Μαρτίου 2008 ήταν ότι στην κατάσταση «ωριμότητας» και «σοφίας», που είχε φτάσει τώρα το κυπριακό κράτος, όπου δεν επενέβαιναν πια ευθέως κι ετσιθελικά οι υπουργοί του για να ακυρώνουν αποφάσεις επιτροπών που διόρισαν οι ίδιοι, όφειλαν να απασχολούν την Υπηρεσία οι «πολιτικές» απόψεις των μελών τής Επιτροπής, ώστε να εκπροσωπούνται όλες οι κυρίαρχες ιδεολογίες, διαφορετικά και πάλι δεν θα μπορούσε να διασφαλισθεί η ελευθερία τής σκέψης και της έκφρασης και η κατάληξη σε κατά το δυνατόν «ακριβοδίκαιες» αποφάσεις.
Δεν είχαμε φτάσει ακόμα σε στάδιο όπου η «εμπειρογνωμοσύνη» και μόνο θα ήταν αρκετό προσόν αληθινά δημοκρατικής συμπεριφοράς. Η εκάστοτε εξουσία, με το πρόσχημα ότι δεν την απασχολούν, τάχα, οι ιδεολογικές απόψεις των μελών τής Επιτροπής, θα διόριζε απλώς δικούς της «εμπειρογνώμονες» και το μόνο που θα κατόρθωνε ήταν να κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της, φανερώνοντας την υποκρισία, την κουτοπονηριά και την ολοένα και πιο εξασθενημένη πνευματική κατάσταση όλων μας.
Όμως, συνέχιζε στην επιστολή του ο συγγραφέας, αυτό που τελικά συνέβαινε ήταν ακόμα χειρότερο, επειδή η «εμπειρογνωμοσύνη» δύο τουλάχιστο των διορισθέντων μελών τής Επιτροπής φαινόταν μάλλον ανύπαρκτη. Ουδέν δημοσίευμά τους, μελέτη ή έκδοση σχετική με το αντικείμενο δεν υπήρχε. Αντίθετα, τα προσόντα τους, όπως κι ενός τρίτου μέλους ήταν μια δήλωση υποστήριξης στην υποψηφιότητα Χριστόφια.[14] Πρόεδρος δε τής Επιτροπής ήταν ο ανώτερος λειτουργός των Π.Υ. (αργότερα θα γινόταν διευθυντής τους), ενώ το πέμπτο μέλος ήταν καθηγητής Φιλολογίας Ελλαδικού Πανεπιστημίου. Υπήρχε και ένα έκτο μέλος, επίσης φιλόλογος, ανεξιχνίαστων, τουτέστι ευκαιριακών πολιτικών πεποιθήσεων.
Στα επιχειρήματα ότι το βιβλίο δεν ήταν «χρονικό» επειδή δεν κάλυπτε, δήθεν, συγκεκριμένη χρονική περίοδο η απάντηση τού συγγραφέα ήταν ότι το βιβλίο άρχιζε σε συγκεκριμένη μέρα, ημερομηνία και ώρα τού 1993 με ένα ιστορικό γεγονός (την εκλογή Γλαύκου Κληρίδη στην προεδρία τής Κυπριακής Δημοκρατίας), και από εκεί πήγαινε πίσω στον Δεκέμβριο 1969, έτος επιστροφής τού συγγραφέα στην Κύπρο από τις σπουδές του, για να συνεχίσει την αφήγηση χρόνο με τον χρόνο, σχεδόν κεφάλαιο με κεφάλαιο μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 2001 (κεφάλαιο «Νάιν Ιλέβεν»), και να κλείσει με δύο ακόμα κεφάλαια ως επίλογο για τη σημερινή κυπριακή πραγματικότητα. Όσον αφορά τούς επιλεγμένους «ορισμούς» τού «τι εστί χρονικό», είχαν μεν εφαρμογή σε ιστορικές αφηγήσεις τύπου Χρονικού τού Μορέως ή του Μαχαιρά, δεν απέκλειαν, όμως, καθόλου το Την Ελλάδα θέλομεν…, το οποίον εμπίπτει και μέσα στα πλαίσια πιο σύγχρονων ορισμών όπως εκείνο τού πολύ πρόσφατου Λεξικού τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης 2007, που καθορίζει ότι ένα Χρονικό «διανθίζεται κάποτε από διαλόγους, αυτοβιογραφικές πληροφορίες, σύντομα σχόλια κ.τ.λ»
Στο θέμα τής «ανομοιογένειας» ύφους ή περιεχομένου, που κατά τον ισχυρισμό, χαρακτήριζε το βιβλίο, η απορία ήταν αν η εξ «εμπειρογνώμων» Επιτροπή των Π.Υ. θα απέρριπτε και ήδη αναγνωρισμένα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, όπως για παράδειγμα το Άξιον Εστί τού Οδυσσέα Ελύτη για το πάντρεμα πεζών με στίχους και την υφολογική, γλωσσική και μετρική τους «ανομοιογένεια»!
Τελικά έμενε στο κενό και το ερώτημα γιατί ο διαγωνισμός έφερε την ονομασία «Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία», αφού κατά την παραδοχή τής Επιτροπής (επιστολή 7ης Μαρτίου) δεν είχε καθόλου κριθεί η λογοτεχνικότητα τού βιβλίου, τη στιγμή που υπήρχαν, καθορισμένα από τις ίδιες τις Π.Υ., συγκεκριμένα και αριθμημένα λογοτεχνικά κριτήρια βράβευσης! Αυτά δεν έλειπαν ούτε πλήρως ούτε έστω εν μέρει από το Την Ελλάδα θέλομεν…
Σε προσωπική του επιστολή προς τον συγγραφέα,[15] σε λιγότερο από τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία τού βιβλίου, ο Χρήστος Γιανναράς, έγραψε: «Είναι εκπληκτικό βιβλίο, ασύγκριτο με ό,τι έχω ως τώρα διαβάσει για την μετά το ’74 Κύπρο. Πολύ θα ήθελα να είχε γραφτή ένα ανάλογου ταλέντου βιβλίο και για την ελλαδική Ελλάδα στην ίδια περίοδο».
Στην επιφυλλίδα του στις 27 Αυγούστου τού ιδίου χρόνου [16] στην «Καθημερινή», αναφέρθηκε στην κάθε άλλο παρά «δημοσιογραφική» γραφή τού βιβλίου, χαρακτηρίζοντάς την «γυμνασμένη σε δύσκολα πεδία τής εκφραστικής και της ευαισθησίας». Αναφορικά με την «ακριβή αποτύπωση των ευαισθησιών και των ανησυχιών τού σύγχρονου ανθρώπου» (αρ. 8 στη λίστα των λογοτεχνικών κριτηρίων τής Επιτροπής Γραμμάτων), ο Γιανναράς εύρισκε πως το Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες, «συνδέει την παρακμή και την υπονόμευση τού κοινωνικού αθλήματος (θεσμών και προϋποθέσεων) από την ‘εκσυγχρονιστική’ ατομοκρατία, την ιστορικοϋλιστικά καταναλωτική». Κι αυτό, πάντα κατά τον Γιανναρά, γινόταν χωρίς «γενικευμένες αφαιρετικές πιστοποιήσεις» και «αφοριστικούς χαρακτηρισμούς, αφήνοντας την κριτική ικανότητα τού αναγνώστη να συναγάγει συμπεράσματα και αξιολογήσεις προσώπων μέσα από τις πολύ συγκεκριμένες, λεπτομερειακές, αλλά ενδεικτικά επιλεγμένες ψηφίδες αφήγησης που κατατίθενται ως προσωπική μαρτυρία στο βιβλίο».
Μόλις δυο εβδομάδες πριν, στις 13 Αυγούστου, στην επιφυλλίδα του στο «Βήμα», ο Νάσος Βαγενάς [17] κατέτασσε το Την Ελλάδα θέλομεν… σε εκείνα τα κυπριακά βιβλία που τυπώνονται στην Ελλάδα και είναι «ενίοτε αξιολογότερα από αρκετά ελληνικά που θεωρούνται σημαντικά».
Η ελάχιστη αυτή αναφορά που έγινε εδώ σ’ ένα μικρό μέρος τής αλληλογραφίας τού συγγραφέα με τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες τής Κυπριακής Δημοκρατίας στοχεύει απλώς στο να καταδείξει πώς και πόσο η γραφειοκρατία τού κυπριακού κράτους υποτάχθηκε στην ανθελληνική, συχνά παρουσιαζόμενη ως απλώς ανθελλαδική απεξαρτησιακή πολιτική. Αυτή η γραφειοκρατία αποδείχτηκε, επίσης, απρόσβλητη από την Έκθεση τού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου 2009 και αναγνώριζε το βιβλίο ως «χρονικό», ως δηλαδή αυτό που ήταν και θεωρούσε «εσφαλμένη» την απόφαση αποκλεισμού του. Ζητούσε από τις Π.Υ. να «παράσχουν γραπτή ικανοποίηση» στον συγγραφέα στο πνεύμα των συμπερασμάτων τής Έκθεσης, πράγμα που δεν έγινε, βέβαια, ποτέ.
***
Η πολιτική τής απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα, που εγκαινιάστηκε με την ίδρυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας από τη διακυβέρνηση Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και κληροδοτήθηκε σε όλες τις επόμενες, δεν σταμάτησε ποτέ, όποιες κι αν ήταν οι διακηρύξεις, οι δηλώσεις, ακόμα και οι εκατέρωθεν ενέργειες σε όλο αυτό το διάστημα. Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει δύο επίπεδα όχι μόνο στην τρέχουσα πολιτική πρακτική αλλά και σε σχεδόν όλους τούς τομείς τής «σχέσης» Ελλάδας-Κύπρου. Εμπλεκόμενες, διασταυρούμενες προθέσεις, ενίοτε υποδόρια και ενίοτε σε μετωπική σύγκρουση, μέσα σε ένα πνεύμα που κάποτε ήταν απόλυτα ειλικρινές και κάποτε απόλυτα υποκριτικό και ψευδές, χωρίς συνήθως να υπάρχει ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή, με το φοβερό φαινόμενο αυτό το πνεύμα συχνά να εκπηγάζει από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους και να βγάζει στην επιφάνεια ό,τι περισσότερο, ίσως, ήθελε να κρύψει ή ό,τι περισσότερο ήθελε να διατρανώσει ως ουσία και ταυτότητά του ο καθένας.
Μόνο και μόνο ο τίτλος τού βιβλίου ήταν, ίσως, αρκετός για να προκαλέσει όλων των ειδών τα συναισθήματα από το ένα νοητό άκρο μέχρι το άλλο. Η απόφαση, όμως, της περιθωριοποίησής του από την Κυπριακή Δημοκρατία δείχνει καθαρά τουλάχιστο δύο πράγματα:
Πρώτον ότι η αποτυχία τού ενωτικού με την Ελλάδα αγώνα τής Κύπρου, αγώνα συνενωτικού τής ισχύος και της επιβίωσης τού ελληνισμού, οφειλόταν και οφείλεται σε μια ευρύτερη «αναποφασιστικότητα» (για την οποία υπάρχουν χίλιες άλλες λέξεις και νοήματα προκειμένου να διερευνηθεί εις βάθος), που εκφράστηκε τη δεδομένη στιγμή από συγκεκριμένα πρόσωπα με πολιτική ισχύ τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα – ασχέτως τού αν η Κύπρος είχε την πρωτοβουλία και η Ελλάς «απρόθυμα» ακολούθησε – και δεύτερον ότι η απεξάρτηση, ως δυναμικό παράγωγο τής «αναποφασιστικότητας», δηλαδή η τάση απόσχισης τού ελληνισμού από τον εαυτό του, η αυτοδιάλυσή του, είναι η επικρατούσα.
Η αντίσταση στην «αναποφασιστικότητα» και την απεξάρτηση δεν είναι ανύπαρκτη και δείχνει κι αυτή να κληροδοτείται, να κρατιέται με τα δόντια, ακόμα κι εναντίον τής νοθείας τού εαυτού της, δείχνει να επιβιώνει, έστω και σε ποσότητες ισχνότερες εκείνης που ο Μακρυγιάννης είχε αναγνωρίσει ως «μαγιά». Από την άλλη, μια αντίθετη, ξεκάθαρη αποφασιστικότητα διεξάγει έναν μυστικό και φανερό πόλεμο εξολόθρευσής της.
* Ο Άντης Ροδίτης γεννήθηκε στο Καϊμακλί, προάστιο της Λευκωσίας, το 1946. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεοπτική παραγωγή στην Αγγλία. Από το 1971 μέχρι το 1985 εργάστηκε ως Λειτουργός Προγραμμάτων στην κυπριακή τηλεόραση.
Από το 1985 διατηρεί ιδιωτική εταιρία παραγωγής ταινιών στη Λευκωσία.
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, νουβέλες και ποιήματα σε διάφορα κυπριακά περιοδικά και εφημερίδες.
Κράτησε επίσης στήλες χρονογραφημάτων σε εφημερίδες από το 1981 ως το 1986. Από το 1994 και εξής εξακολουθεί να αρθρογραφεί επί ποικίλων θεμάτων.
Σημειώσεις (του 2ου μέρους)
12 Η αποσιώπηση τής κυπριακής αντικαθεστωτικής λογοτεχνίας αποτελεί πάγια τακτική των «αρμοδίων» υπηρεσιών τού Κυπριακού κράτους, έστω κι αν κάποτε είναι αναγκασμένο ν’ αναγνωρίσει ένα βιβλίο. Τότε η «αναγνώριση» χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού για να συνεχίσει το σκοταδιστικό του έργο. Σ’ αυτό βρίσκει πάντα πρόθυμους συνεργάτες διάφορους «προοδευτικόφρονες» κριτικούς και λογοτέχνες, που αρπάζουν την ευκαιρία να περιορίσουν άλλο τυχόν «ενοχλητικό» λογοτεχνικό ανταγωνισμό!
Η εύνοια με την οποία περιβάλλονται από τις «αρμόδιες» αρχές, τους προσδίνει την αναγκαία εγκυρότητα ώστε να επηρεάζουν Ελλαδίτες συναδέλφους. Το θέμα δεν έχει μείνει αδιαπραγμάτευτο στο Την Ελλάδα θέλομεν… Μερικά πρόσφατα, κραυγαλέα παραδείγματα αποτελούν η μη περίληψη τού γράφοντος στο Λεξικό τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης 2007, ούτε και στο κυπριακό αφιέρωμα τού περιοδικού «Η Λέξη» (τεύχος 203-204, Ιανουάριος-Ιούνιος 2010), όπου στο «Συνοπτικό χρονολόγιο 1960-2010» παραλείπεται εντελώς η κρατική βράβευση το 1973 τού βιβλίου «4 διηγήματα». Παρομοίως επιλεκτική είναι και η συμπεριφορά τού «Σπιτιού τής Κύπρου» όσον αφορά παρουσιάσεις Κυπρίων λογοτεχνών στην Αθήνα. Στην δε «Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας», των Κεχαγιόγλου-Παπαλεοντίου, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου 2010, όπου δεν είναι τόσο εύκολη η αποσιώπηση, οι ελάχιστες αναφορές στο έργο τού γράφοντος παίρνουν μορφή πολιτικού «κατηγορητηρίου» με χαρακτηρισμούς τού τύπου «αμετάπειστος ελληνολάτρης και αντιμακαριακός», «διακατέχεται από εμμονές τής ενωτικής ιδεολογίας» κ.α. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι αποδίδουν στον γράφοντα βιβλίο που δεν έγραψε, παραλείποντας άλλο που έγραψε, ενδεικτικό κι αυτό, ίσως, της βιασύνης τους να ξεμπερδεύουν το συντομότερο με έναν συγγραφέα, που τους είναι «πολιτικά»… αντιπαθής!
13 «Το Βήμα» 20.1. 2008
14 «Ο Φιλελεύθερος» 22.1. 2008
15 Χειρόγραφη, με ημερομηνία 11.7.2006
16 Με τίτλο «Ιστορικοϋλιστικός ‘εκσυγχρονισμός’ μετέωρος».
17 Με τίτλο «Το θέατρο στην Κύπρο».
antibaro.gr
το είδαμε ΕΔΩ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πως να διορθώσετε top AppStore όταν αντιμετωπίσετε προβλήματα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ