2017-08-01 04:20:07
.
Το θέμα δεν είναι η τοποθέτηση υπέρ ή κατά των μνημονίων, αλλά εάν αποτελούν ένα αποτελεσματικό σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες – κάτι που εμείς τουλάχιστον δεν πιστεύουμε, θεωρώντας πως οδηγούν στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: στην πλήρη καταστροφή των Ελλήνων προς όφελος των νέων ιδιοκτητών της χώρας.
.
Άρθρο
Μία από τις μεγαλύτερες κοινωνικές αδικίες στην Ελλάδα, είναι η ανάληψη των βαρών της πολιτικής των μνημονίων κυρίως εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα – τόσο των επιχειρήσεων, μέσω της υπερβολικά υψηλής φορολόγησης τους που ασφαλώς τις καθιστά μη ανταγωνίσιμες διεθνώς σε συνδυασμό με ορισμένους άλλους παράγοντες (ακριβή χρηματοδότηση κλπ.), όσο και των εργαζομένων.
Όσον αφορά τους τελευταίους είναι αναμφίβολο ότι, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι μοναδικοί που έχουν διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό τα προνόμια τους – αφού οι μισθοί τους μειώθηκαν από λιγότερο έως καθόλου, πληρώνονται κάθε τέλη του μήνα, είναι σωστά ασφαλισμένοι, δεν υπάρχει φόβος να χάσουν τη θέση εργασίας τους κοκ
. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι τους κατηγορούμε συμμετέχοντας σε έναν εμφύλιο πόλεμο, αλλά πως περιγράφουμε απλά την πραγματικότητα – ενώ είμαστε σίγουροι πως θα έλθει δυστυχώς και η σειρά τους είτε από τους σημερινούς είτε από τους επόμενους έπαρχους.
Αντίθετα, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν έχουν τίποτα από τα παραπάνω, ενώ έχουν χάσει ακόμη και το δικαίωμα των συλλογικών συμβάσεων – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε πολλές άλλες χώρες. Η αιτία είναι η εμμονή στο ότι οι μισθοί πρέπει να είναι ευέλικτοι, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων – κάτι που στην πραγματικότητα είναι εντελώς λανθασμένο.
Ειδικότερα, όταν οι μισθοί είναι ευέλικτοι, τότε μία επιχείρηση που δεν είναι σε θέση να πουλήσει τα προϊόντα της με ανταγωνιστικές τιμές, μειώνει τους μισθούς των εργαζομένων της χαμηλότερα από αυτούς των ανταγωνιστών της – οπότε καταφέρνει να πουλήσει στις ίδιες τιμές. Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να βελτιστοποιήσει τις παραγωγικές της διαδικασίες, να οργανωθεί καλύτερα, να δανεισθεί φθηνότερα ή/και να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό της για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, επιλέγει τον απλούστερο δρόμο – αυτόν της μείωσης των μισθών.
Η ενέργεια της αυτή έχει όμως ως αποτέλεσμα να τη μιμηθούν οι ανταγωνιστές της, οπότε ξεκινάει ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος μισθών-τιμών. Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες δε της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η επιβράδυνση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων – σε μακροοικονομικό επίπεδο η ύφεση και ο αποπληθωρισμός.
Εν προκειμένω είναι σαφές πως οι ελάχιστοι βασικοί μισθοί που καθορίζονται από τα κράτη ή/και οι συλλογικές συμβάσεις που αφορούν συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους, απομονώνουν το μισθολογικό κόστος – οπότε, με σταθερούς τους μισθούς, οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους όσον αφορά τις καλύτερες ιδέες και τεχνικές. Εκείνες λοιπόν που δεν μπορούν να τα καταφέρουν, είτε οργανώνονται καλύτερα είτε χρεοκοπούν – όπου, εάν υπάρχει αρκετή ζήτηση στον κλάδο τους, οι εργαζόμενοι δεν μένουν άνεργοι, αλλά βρίσκουν δουλειά στις υγιείς επιχειρήσεις.
Στα πλαίσια αυτά επικρατεί δικαιοσύνη, αφού το ρίσκο ισοσταθμίζεται με το κέρδος – με την έννοια πως οι εργοδότες αμείβονται όταν η επιχείρηση τους λειτουργεί σωστά, ενώ στην αντίθετη περίπτωση επιβαρύνονται οι ίδιοι με τις ζημίες και όχι οι εργαζόμενοι τους. Δυστυχώς όμως, τις τελευταίες δεκαετίες το ρίσκο μεταβιβάζεται όλο και πιο πολύ στους εργαζομένους – με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται οι επενδύσεις (γράφημα – εξέλιξη των ιδιωτικών επενδύσεων στις Η.Π.Α.), να μειώνεται η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων διεθνώς, να αυξάνονται οι εισοδηματικές ανισότητες, να κλιμακώνονται τα χρέη με τα οποία καλύπτονται τα κενά κοκ.
Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, το οποίο καταγράφει την «αναδιανομή» των μέσων αυξανομένων εισοδημάτων στο κατώτερο 90% του πληθυσμού (γαλάζιες στήλες), καθώς επίσης στο ανώτερο 10% (καφέ στήλες) – για τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Διαπιστώνεται δε καθαρά πως τα εισοδήματα του 90% των ανθρώπων μειώνονται σταθερά ενώ, αντίθετα, το 10% κερδίζει όλο και περισσότερα – οπότε ασφαλώς δεν επικρατεί κοινωνική δικαιοσύνη.
Περαιτέρω, στο θέμα της Ελλάδας διαπιστώνεται πως ο ισχυρισμός των πιστωτών, με βάση τον οποίο η Ελλάδα έχει προβλήματα ανταγωνιστικότητας οπότε, για να την ανακτήσει, πρέπει να μειωθούν ακόμη περισσότερο οι μισθοί ή/και να γίνουν πιο ευέλικτοι με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, είναι λανθασμένος – πόσο μάλλον αφού οι συνεχείς μειώσεις που μας επιβάλλονται αφενός μεν εντείνουν την ύφεση λόγω πτώσης της ζήτησης/κατανάλωσης, αφετέρου δεν βοηθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.
Με απλά λόγια, όσο οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν με την ίδια ευκολία, καθώς επίσης με τις ίδιες συνθήκες τουλάχιστον σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους εντός της Ευρωζώνης, δεν φορολογούνται ανάλογα και δεν είναι σε θέση να επενδύσουν στον εκσυγχρονισμό τους εκμεταλλευόμενες έστω τη ζήτηση στο εξωτερικό, είναι αδύνατον να καλύψουν ποτέ τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους μέσω του περιορισμού των αμοιβών των εργαζομένων τους – ειδικά απέναντι στη Γερμανία η οποία, εκτός του ότι διαθέτει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, έχει υιοθετήσει ήδη από το 2000 ένα διαβρωτικό μισθολογικό dumping εις βάρος όλων των εταίρων της και όχι μόνο.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι, η γερμανική οικονομία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική με την ελληνική, οπότε δεν μας επηρεάζει – κάτι απόλυτα εσφαλμένο, το οποίο έχουμε επεξηγήσει αναλυτικά στο άρθρο μας «Ανταγωνιστικότητα», οπότε δεν υπάρχει λόγος να το επαναλάβουμε.
Τρεις στημένοι ισχυρισμοί
Συνεχίζοντας, δυστυχώς όταν τοποθετείται κανείς υπέρ των εργαζομένων σε σχέση με ορισμένα θέματα, όπως είναι η δίκαιη συμμετοχή τους στο παραγόμενο προϊόν, η οποία ωφελεί ολόκληρη την οικονομία, θεωρείται «αριστερός» – κάτι που δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, αφού ο στόχος είναι η αντικειμενική εξέταση των παραγόντων που συντελούν στη συλλογική ευημερία μίας κοινωνίας, στο αποτελεσματικότερο μέχρι σήμερα οικονομικό σύστημα: στο σύστημα της πραγματικά ελεύθερης αγοράς, χωρίς την ύπαρξη κρατικών ή ιδιωτικών μονοπωλίων.
Εκτός αυτού, όταν τοποθετείται εναντίον των μνημονίων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα (στις άλλες χώρες δεν ήταν τα ίδια, αφού αφαιρέθηκε πολύ λιγότερη ζήτηση όπως στην Πορτογαλία, δεν αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές όπως στην Ιρλανδία και στην Κύπρο, στηρίχθηκαν οι τράπεζες απ’ ευθείας από την ΕΚΤ όπως στην Ισπανία, υπήρξε αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ όπως στην Ιταλία κοκ.), αντικειμενικά και όχι απλά για να διαμαρτυρηθεί, κρίνεται αυθαίρετα ως δογματικός «αντιμνημονιακός» – επειδή δυστυχώς αυτή η αντίληψη έχει επικρατήσει σε έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων, με τη βοήθεια της χειραγώγησης τους, ειδικά μετά τη δολοφονία της τελευταίας ελπίδας από τη σημερινή μας κυβέρνηση.
Το θέμα όμως δεν είναι η δογματική τοποθέτηση υπέρ ή κατά των μνημονίων, αλλά εάν αποτελούν πράγματι ένα αποτελεσματικό σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες – κάτι που εμείς τουλάχιστον δεν πιστεύουμε, θεωρώντας πως οδηγεί στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: στην πλήρη καταστροφή των Ελλήνων προς όφελος των νέων ιδιοκτητών της χώρας.
Τέλος, όταν κατακρίνει την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης, έχοντας την πεποίθηση πως ο κ. Σόιμπλε είναι ο νούμερο ένα εχθρός της Ελλάδαςή ότι η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εφαρμόζει θα διαλύσει τελικά την Ευρωζώνη, κατηγορείται πως δεν αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες, αλλά ενοχοποιεί για το χάλι της χώρας του συνεχώς τους άλλους.
Οι κατηγορίες αυτές δε προέρχονται συνήθως από ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονται πως η Ελλάδα δεν είναι μόνη της στον πλανήτη, ότι επηρεάζεται άμεσα από τις πολιτικές των εταίρων της, πως δεκάδες γερμανοί οικονομολόγοι έχουν την ίδια άποψη για τη διαβρωτική πολιτική της χώρας τους, καθώς επίσης ότι μετά το 2010 η πατρίδα μας κυβερνάται αποκλειστικά και μόνο από την Τρόικα – υφιστάμενη αποδεδειγμένα μία καταστροφική πολιτική εκ μέρους της (ανάλυση).
Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, θεωρούμε ανόητο το ότι υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που υποστηρίζουν μία χώρα, η οποία είναι υπεύθυνη για μία μεγάλη σειρά σκανδάλων (σήμερα με την Porsche Cayenne – πηγή), θεωρούμενη επί πλέον ως η πρωταθλήτρια του μαύρου χρήματος – ενώ υποσκάπτει μεθοδικά τα θεμέλια της Ευρωζώνης, κατηγορώντας όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό της. Δυστυχώς όμως, οι άνθρωποι από τη φύση τους θαυμάζουν τους νικητές, καθώς επίσης τον πλούτο και την ισχύ, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τις μεθόδους με τις οποίες αποκτήθηκαν – οπότε είναι απόλυτα κατανοητή η ύπαρξη τόσων υποστηρικτών της Γερμανίας.
Συμπερασματικά λοιπόν όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι στημένοι, με την έννοια ότι ο στόχος τους είναι ο αποπροσανατολισμός των ανθρώπων – οι οποίοι πείθονται μέσω της συνεχούς επανάληψης ακόμη και για τα πιο απίθανα πράγματα.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει τελικά λύση για την Ελλάδα. Εν προκειμένω θα απαντούσαμε πως η σωτηρία της Ελλάδας προϋποθέτει ικανούς και έντιμους πολιτικούς, οι οποίοι να έχουν ένα δικό τους ρεαλιστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση – καθώς επίσης να στηρίζονται από την πλειοψηφία των Πολιτών που θα κατανοούν ότι, τίποτα δεν χαρίζεται στη ζωή αλλά όλα κερδίζονται με σκληρή και αποτελεσματική δουλειά.
Ένα τέτοιο σχέδιο όμως αφενός μεν απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία όλων των υπευθύνων της χρεοκοπίας, αφετέρου δεν μπορεί να εγγυηθεί τη μη σύγκρουση με τη Γερμανία, εάν συνεχίσει να επιμένει στην ίδια πολιτική – κάτι που δεν είναι μεν καθόλου εύκολο, αλλά δεν αφορά μόνο εμάς, αφού το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την Ευρωζώνη.
ΠΗΓΗ: http://www.analyst.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Το θέμα δεν είναι η τοποθέτηση υπέρ ή κατά των μνημονίων, αλλά εάν αποτελούν ένα αποτελεσματικό σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες – κάτι που εμείς τουλάχιστον δεν πιστεύουμε, θεωρώντας πως οδηγούν στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: στην πλήρη καταστροφή των Ελλήνων προς όφελος των νέων ιδιοκτητών της χώρας.
.
Άρθρο
Μία από τις μεγαλύτερες κοινωνικές αδικίες στην Ελλάδα, είναι η ανάληψη των βαρών της πολιτικής των μνημονίων κυρίως εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα – τόσο των επιχειρήσεων, μέσω της υπερβολικά υψηλής φορολόγησης τους που ασφαλώς τις καθιστά μη ανταγωνίσιμες διεθνώς σε συνδυασμό με ορισμένους άλλους παράγοντες (ακριβή χρηματοδότηση κλπ.), όσο και των εργαζομένων.
Όσον αφορά τους τελευταίους είναι αναμφίβολο ότι, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι μοναδικοί που έχουν διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό τα προνόμια τους – αφού οι μισθοί τους μειώθηκαν από λιγότερο έως καθόλου, πληρώνονται κάθε τέλη του μήνα, είναι σωστά ασφαλισμένοι, δεν υπάρχει φόβος να χάσουν τη θέση εργασίας τους κοκ
Αντίθετα, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν έχουν τίποτα από τα παραπάνω, ενώ έχουν χάσει ακόμη και το δικαίωμα των συλλογικών συμβάσεων – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε πολλές άλλες χώρες. Η αιτία είναι η εμμονή στο ότι οι μισθοί πρέπει να είναι ευέλικτοι, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων – κάτι που στην πραγματικότητα είναι εντελώς λανθασμένο.
Ειδικότερα, όταν οι μισθοί είναι ευέλικτοι, τότε μία επιχείρηση που δεν είναι σε θέση να πουλήσει τα προϊόντα της με ανταγωνιστικές τιμές, μειώνει τους μισθούς των εργαζομένων της χαμηλότερα από αυτούς των ανταγωνιστών της – οπότε καταφέρνει να πουλήσει στις ίδιες τιμές. Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να βελτιστοποιήσει τις παραγωγικές της διαδικασίες, να οργανωθεί καλύτερα, να δανεισθεί φθηνότερα ή/και να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό της για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, επιλέγει τον απλούστερο δρόμο – αυτόν της μείωσης των μισθών.
Η ενέργεια της αυτή έχει όμως ως αποτέλεσμα να τη μιμηθούν οι ανταγωνιστές της, οπότε ξεκινάει ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος μισθών-τιμών. Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες δε της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η επιβράδυνση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων – σε μακροοικονομικό επίπεδο η ύφεση και ο αποπληθωρισμός.
Εν προκειμένω είναι σαφές πως οι ελάχιστοι βασικοί μισθοί που καθορίζονται από τα κράτη ή/και οι συλλογικές συμβάσεις που αφορούν συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους, απομονώνουν το μισθολογικό κόστος – οπότε, με σταθερούς τους μισθούς, οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους όσον αφορά τις καλύτερες ιδέες και τεχνικές. Εκείνες λοιπόν που δεν μπορούν να τα καταφέρουν, είτε οργανώνονται καλύτερα είτε χρεοκοπούν – όπου, εάν υπάρχει αρκετή ζήτηση στον κλάδο τους, οι εργαζόμενοι δεν μένουν άνεργοι, αλλά βρίσκουν δουλειά στις υγιείς επιχειρήσεις.
Στα πλαίσια αυτά επικρατεί δικαιοσύνη, αφού το ρίσκο ισοσταθμίζεται με το κέρδος – με την έννοια πως οι εργοδότες αμείβονται όταν η επιχείρηση τους λειτουργεί σωστά, ενώ στην αντίθετη περίπτωση επιβαρύνονται οι ίδιοι με τις ζημίες και όχι οι εργαζόμενοι τους. Δυστυχώς όμως, τις τελευταίες δεκαετίες το ρίσκο μεταβιβάζεται όλο και πιο πολύ στους εργαζομένους – με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται οι επενδύσεις (γράφημα – εξέλιξη των ιδιωτικών επενδύσεων στις Η.Π.Α.), να μειώνεται η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων διεθνώς, να αυξάνονται οι εισοδηματικές ανισότητες, να κλιμακώνονται τα χρέη με τα οποία καλύπτονται τα κενά κοκ.
Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, το οποίο καταγράφει την «αναδιανομή» των μέσων αυξανομένων εισοδημάτων στο κατώτερο 90% του πληθυσμού (γαλάζιες στήλες), καθώς επίσης στο ανώτερο 10% (καφέ στήλες) – για τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Διαπιστώνεται δε καθαρά πως τα εισοδήματα του 90% των ανθρώπων μειώνονται σταθερά ενώ, αντίθετα, το 10% κερδίζει όλο και περισσότερα – οπότε ασφαλώς δεν επικρατεί κοινωνική δικαιοσύνη.
Περαιτέρω, στο θέμα της Ελλάδας διαπιστώνεται πως ο ισχυρισμός των πιστωτών, με βάση τον οποίο η Ελλάδα έχει προβλήματα ανταγωνιστικότητας οπότε, για να την ανακτήσει, πρέπει να μειωθούν ακόμη περισσότερο οι μισθοί ή/και να γίνουν πιο ευέλικτοι με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, είναι λανθασμένος – πόσο μάλλον αφού οι συνεχείς μειώσεις που μας επιβάλλονται αφενός μεν εντείνουν την ύφεση λόγω πτώσης της ζήτησης/κατανάλωσης, αφετέρου δεν βοηθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.
Με απλά λόγια, όσο οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν με την ίδια ευκολία, καθώς επίσης με τις ίδιες συνθήκες τουλάχιστον σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους εντός της Ευρωζώνης, δεν φορολογούνται ανάλογα και δεν είναι σε θέση να επενδύσουν στον εκσυγχρονισμό τους εκμεταλλευόμενες έστω τη ζήτηση στο εξωτερικό, είναι αδύνατον να καλύψουν ποτέ τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους μέσω του περιορισμού των αμοιβών των εργαζομένων τους – ειδικά απέναντι στη Γερμανία η οποία, εκτός του ότι διαθέτει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, έχει υιοθετήσει ήδη από το 2000 ένα διαβρωτικό μισθολογικό dumping εις βάρος όλων των εταίρων της και όχι μόνο.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι, η γερμανική οικονομία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική με την ελληνική, οπότε δεν μας επηρεάζει – κάτι απόλυτα εσφαλμένο, το οποίο έχουμε επεξηγήσει αναλυτικά στο άρθρο μας «Ανταγωνιστικότητα», οπότε δεν υπάρχει λόγος να το επαναλάβουμε.
Τρεις στημένοι ισχυρισμοί
Συνεχίζοντας, δυστυχώς όταν τοποθετείται κανείς υπέρ των εργαζομένων σε σχέση με ορισμένα θέματα, όπως είναι η δίκαιη συμμετοχή τους στο παραγόμενο προϊόν, η οποία ωφελεί ολόκληρη την οικονομία, θεωρείται «αριστερός» – κάτι που δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, αφού ο στόχος είναι η αντικειμενική εξέταση των παραγόντων που συντελούν στη συλλογική ευημερία μίας κοινωνίας, στο αποτελεσματικότερο μέχρι σήμερα οικονομικό σύστημα: στο σύστημα της πραγματικά ελεύθερης αγοράς, χωρίς την ύπαρξη κρατικών ή ιδιωτικών μονοπωλίων.
Εκτός αυτού, όταν τοποθετείται εναντίον των μνημονίων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα (στις άλλες χώρες δεν ήταν τα ίδια, αφού αφαιρέθηκε πολύ λιγότερη ζήτηση όπως στην Πορτογαλία, δεν αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές όπως στην Ιρλανδία και στην Κύπρο, στηρίχθηκαν οι τράπεζες απ’ ευθείας από την ΕΚΤ όπως στην Ισπανία, υπήρξε αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ όπως στην Ιταλία κοκ.), αντικειμενικά και όχι απλά για να διαμαρτυρηθεί, κρίνεται αυθαίρετα ως δογματικός «αντιμνημονιακός» – επειδή δυστυχώς αυτή η αντίληψη έχει επικρατήσει σε έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων, με τη βοήθεια της χειραγώγησης τους, ειδικά μετά τη δολοφονία της τελευταίας ελπίδας από τη σημερινή μας κυβέρνηση.
Το θέμα όμως δεν είναι η δογματική τοποθέτηση υπέρ ή κατά των μνημονίων, αλλά εάν αποτελούν πράγματι ένα αποτελεσματικό σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες – κάτι που εμείς τουλάχιστον δεν πιστεύουμε, θεωρώντας πως οδηγεί στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: στην πλήρη καταστροφή των Ελλήνων προς όφελος των νέων ιδιοκτητών της χώρας.
Τέλος, όταν κατακρίνει την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης, έχοντας την πεποίθηση πως ο κ. Σόιμπλε είναι ο νούμερο ένα εχθρός της Ελλάδαςή ότι η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εφαρμόζει θα διαλύσει τελικά την Ευρωζώνη, κατηγορείται πως δεν αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες, αλλά ενοχοποιεί για το χάλι της χώρας του συνεχώς τους άλλους.
Οι κατηγορίες αυτές δε προέρχονται συνήθως από ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονται πως η Ελλάδα δεν είναι μόνη της στον πλανήτη, ότι επηρεάζεται άμεσα από τις πολιτικές των εταίρων της, πως δεκάδες γερμανοί οικονομολόγοι έχουν την ίδια άποψη για τη διαβρωτική πολιτική της χώρας τους, καθώς επίσης ότι μετά το 2010 η πατρίδα μας κυβερνάται αποκλειστικά και μόνο από την Τρόικα – υφιστάμενη αποδεδειγμένα μία καταστροφική πολιτική εκ μέρους της (ανάλυση).
Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, θεωρούμε ανόητο το ότι υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που υποστηρίζουν μία χώρα, η οποία είναι υπεύθυνη για μία μεγάλη σειρά σκανδάλων (σήμερα με την Porsche Cayenne – πηγή), θεωρούμενη επί πλέον ως η πρωταθλήτρια του μαύρου χρήματος – ενώ υποσκάπτει μεθοδικά τα θεμέλια της Ευρωζώνης, κατηγορώντας όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό της. Δυστυχώς όμως, οι άνθρωποι από τη φύση τους θαυμάζουν τους νικητές, καθώς επίσης τον πλούτο και την ισχύ, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τις μεθόδους με τις οποίες αποκτήθηκαν – οπότε είναι απόλυτα κατανοητή η ύπαρξη τόσων υποστηρικτών της Γερμανίας.
Συμπερασματικά λοιπόν όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι στημένοι, με την έννοια ότι ο στόχος τους είναι ο αποπροσανατολισμός των ανθρώπων – οι οποίοι πείθονται μέσω της συνεχούς επανάληψης ακόμη και για τα πιο απίθανα πράγματα.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει τελικά λύση για την Ελλάδα. Εν προκειμένω θα απαντούσαμε πως η σωτηρία της Ελλάδας προϋποθέτει ικανούς και έντιμους πολιτικούς, οι οποίοι να έχουν ένα δικό τους ρεαλιστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση – καθώς επίσης να στηρίζονται από την πλειοψηφία των Πολιτών που θα κατανοούν ότι, τίποτα δεν χαρίζεται στη ζωή αλλά όλα κερδίζονται με σκληρή και αποτελεσματική δουλειά.
Ένα τέτοιο σχέδιο όμως αφενός μεν απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία όλων των υπευθύνων της χρεοκοπίας, αφετέρου δεν μπορεί να εγγυηθεί τη μη σύγκρουση με τη Γερμανία, εάν συνεχίσει να επιμένει στην ίδια πολιτική – κάτι που δεν είναι μεν καθόλου εύκολο, αλλά δεν αφορά μόνο εμάς, αφού το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την Ευρωζώνη.
ΠΗΓΗ: http://www.analyst.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η αλήθεια για τα μνημόνια και το 4ο Ράιχ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με αφορμή το Νίκο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ