2017-08-03 01:07:58
Σταύρος Λυγερός
Σχολιάζοντας τη δοκιμαστική επιστροφή στις Αγορές, η αντιπολίτευση έχει δίκιο όταν επισημαίνει πως η Ελλάδα βρισκόταν στο σημερινό σημείο πριν τρία χρόνια και πως εκείνη η πορεία είχε ανατραπεί μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως, επίσης, έχει δίκιο όταν αντιπαραθέτει τη σημερινή ρητορική του Τσίπρα και των υπουργών του με τα όσα έλεγαν το 2014 για τη δοκιμαστική έξοδο στις Αγορές της κυβέρνησης Σαμαρά.
Αυτή, ωστόσο, είναι μία κριτική που δεν έχει πλέον πολιτικό νόημα. Όπως δεν έχει νόημα η προσέγγιση της οικονομίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η πολιτική και η κοινωνική παράμετρος. Η εξέλιξη της οικονομίας δεν συντελείται σε πολιτικό και κοινωνικό κενό.
Όπως αποδείχθηκε και από τις εκλογές του 2012, ένα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων είχε γυρίσει την πλάτη στα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) και έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί από το Μνημόνιο. Γι’ αυτό και μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε αξιωματική αντιπολίτευση και τη Χρυσή Αυγή από μία περιθωριακή οργάνωση σε τρίτο κόμμα. Γι’ αυτό και επιβίωσαν κοινοβουλευτικά οι ΑΝΕΛ.
Το 2012 η ροπή αυτή του εκλογικού σώματος δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει τις ισορροπίες και να δώσει την πλειοψηφία στις αντιμνημονιακές δυνάμεις. Το 2014, όμως, όπως είχε φανεί στις ευρωεκλογές, ο συσχετισμός είχε αλλάξει. Κατά συνέπεια, ο οδικός χάρτης για την επιστροφή στην “κανονικότητα” που είχε χαράξει η κυβέρνηση Σαμαρά από κοινού με τους δανειστές ήταν μετέωρος.
Μία στροφή με επιπτώσεις
Εάν αφήσουμε στην άκρη τη μικροπολιτική ρητορική των κομμάτων, το σημείο καμπής στην πορεία της Ελλάδας ήταν η στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015 με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, τότε κρίθηκε στην πράξη και διαψεύσθηκε η επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα απαλλάξει την Ελλάδα από το Μνημόνιο.
Προφανώς, το εξάμηνο της αντιπαραθετικής διαπραγμάτευσης με το ευρωιερατείο είχε σημαντικό κόστος για την ελληνική οικονομία. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι την επιβάρυνε με 100 επιπλέον δισ. ευρώ είναι αφόρητα προπαγανδιστικός.
Από το καλοκαίρι του 2015 η Ελλάδα επανέρχεται στο μνημονιακό μονοπάτι, χωρίς πλέον να υπάρχει αξιόλογη πολιτική αμφισβήτηση αυτής της επιλογής, όπως υπήρχε το 2010 (τότε και από τη ΝΔ) και το 2012 (από τον ΣΥΡΙΖΑ κ.α.). Κι αυτό είναι κρίσιμο πολιτικό κέρδος για το ευρωιερατείο, δεδομένου ότι είχε και έχει επιπτώσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Έστειλε ένα έμπρακτο μήνυμα ότι τα αριστερά πειράματα αμφισβήτησης των Μνημονίων και της λιτότητας είναι καταδικασμένα σε αποτυχία.
Είναι προφανές, επίσης, πως το ευρωιερατείο έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένο από το γεγονός ότι τη μνημονιακή πολιτική εφαρμόζει μία κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά. Όχι μόνο για συμβολικούς λόγους, αλλά και επειδή έτσι υπάρχει μία αντιπολίτευση, η οποία κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και η κριτική της προς την κυβέρνηση είναι ότι δεν έχει αναλάβει την “ιδιοκτησία” του Μνημονίου.
Ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ
Όσο, λοιπόν, η κυβέρνηση Τσίπρα εφαρμόζει τη μνημονιακή πολιτική τόσο το ευρωιερατείο δεν έχει λόγο να την υπονομεύσει, παρά τις κατά τα άλλα ιδεολογικές αντιπάθειες. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει δύο πρόσθετους λόγους να θέλει τη συνέχιση της παρούσας κατάστασης.
Πρώτον, θεωρεί δικαιολογημένα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγαλύτερη δυνατότητα από τη ΝΔ να διατηρεί τις κοινωνικές αντιδράσεις σε χαμηλή θερμοκρασία.Δεύτερον, θεωρεί επίσης δικαιολογημένα ότι η μνημονιακή θητεία θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την πολιτική-εκλογική συρρίκνωση της Αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά και τη μετάλλαξη του βασικού εκφραστή της σε συστημικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Παρά την αφόρητη πίεση που ασκείται στην κοινωνία οι αντιδράσεις είναι ασήμαντες. Προς το παρόν τουλάχιστον τα νοικοκυριά αγωνίζονται να επιβιώσουν, αποδεχόμενα στην πράξη τον μνημονιακό μονόδρομο. Η αντίδραση εκδηλώνεται στην πολιτική-εκλογική σφαίρα. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την εκεί συντελούμενη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα σκέφτεται και μιλάει πλέον μνημονιακά. Η όλη ρητορική της με αφορμή τη δοκιμαστική επάνοδο στις Αγορές είναι απολύτως χαρακτηριστική. Λέει όσα έλεγε πριν από τρία χρόνια η κυβέρνηση Σαμαρά και απ’ αυτή την άποψη έχει δίκιο η σημερινή αντιπολίτευση να το επισημαίνει. Μόνο που ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2014.
Άδειασε η φαρέτρα
Κατόπιν όλων αυτών είναι απολύτως εξηγήσιμο το γεγονός ότι ολοένα και πληθαίνουν οι έπαινοι εκ μέρους του ευρωιερατείου για τις μνημονιακές επιδόσεις της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η επιτυχής δοκιμαστική έξοδος στις Αγορές είναι μία ανάσα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πολιτικό-επικοινωνιακό επίπεδο. Ειδικά μετά τη διάψευση των προσδοκιών της αφενός για την ελάφρυνση του χρέους, αφετέρου για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Λόγω των επώδυνων μέτρων, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει να “πουλήσει” στην κοινή γνώμη δύο μόνο επαγγελίες:
Πρώτον, την επιστροφή στην “κανονικότητα”, την προοπτική εξόδου από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018 και την είσοδο σε τροχιά οικονομικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης.Δεύτερον, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Στην πραγματικότητα, συμπολίτευση και αντιπολίτευση έχουν κοινό παρονομαστή τον μνημονιακό οδικό χάρτη, γεγονός που δημιουργεί την αντικειμενική βάση για ευρύτατη συναίνεση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αξιόλογες διαφορές και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η οξύτητα που υπάρχει στην πολιτική σκηνή προκύπτει από “καθεστωτικού” χαρακτήρα αντιθέσεις. Εδώ εμπλέκονται οι τρέχουσες κόντρες για τη Δικαιοσύνη, οι οποίες εμπλέκονται με την εκστρατεία της κυβέρνησης εναντίον της διαπλοκής.
ΠΗΓΗ:https://stavroslygeros.gr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Σχολιάζοντας τη δοκιμαστική επιστροφή στις Αγορές, η αντιπολίτευση έχει δίκιο όταν επισημαίνει πως η Ελλάδα βρισκόταν στο σημερινό σημείο πριν τρία χρόνια και πως εκείνη η πορεία είχε ανατραπεί μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως, επίσης, έχει δίκιο όταν αντιπαραθέτει τη σημερινή ρητορική του Τσίπρα και των υπουργών του με τα όσα έλεγαν το 2014 για τη δοκιμαστική έξοδο στις Αγορές της κυβέρνησης Σαμαρά.
Αυτή, ωστόσο, είναι μία κριτική που δεν έχει πλέον πολιτικό νόημα. Όπως δεν έχει νόημα η προσέγγιση της οικονομίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η πολιτική και η κοινωνική παράμετρος. Η εξέλιξη της οικονομίας δεν συντελείται σε πολιτικό και κοινωνικό κενό.
Όπως αποδείχθηκε και από τις εκλογές του 2012, ένα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων είχε γυρίσει την πλάτη στα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) και έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί από το Μνημόνιο. Γι’ αυτό και μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε αξιωματική αντιπολίτευση και τη Χρυσή Αυγή από μία περιθωριακή οργάνωση σε τρίτο κόμμα. Γι’ αυτό και επιβίωσαν κοινοβουλευτικά οι ΑΝΕΛ.
Το 2012 η ροπή αυτή του εκλογικού σώματος δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει τις ισορροπίες και να δώσει την πλειοψηφία στις αντιμνημονιακές δυνάμεις. Το 2014, όμως, όπως είχε φανεί στις ευρωεκλογές, ο συσχετισμός είχε αλλάξει. Κατά συνέπεια, ο οδικός χάρτης για την επιστροφή στην “κανονικότητα” που είχε χαράξει η κυβέρνηση Σαμαρά από κοινού με τους δανειστές ήταν μετέωρος.
Μία στροφή με επιπτώσεις
Εάν αφήσουμε στην άκρη τη μικροπολιτική ρητορική των κομμάτων, το σημείο καμπής στην πορεία της Ελλάδας ήταν η στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015 με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, τότε κρίθηκε στην πράξη και διαψεύσθηκε η επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα απαλλάξει την Ελλάδα από το Μνημόνιο.
Προφανώς, το εξάμηνο της αντιπαραθετικής διαπραγμάτευσης με το ευρωιερατείο είχε σημαντικό κόστος για την ελληνική οικονομία. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι την επιβάρυνε με 100 επιπλέον δισ. ευρώ είναι αφόρητα προπαγανδιστικός.
Από το καλοκαίρι του 2015 η Ελλάδα επανέρχεται στο μνημονιακό μονοπάτι, χωρίς πλέον να υπάρχει αξιόλογη πολιτική αμφισβήτηση αυτής της επιλογής, όπως υπήρχε το 2010 (τότε και από τη ΝΔ) και το 2012 (από τον ΣΥΡΙΖΑ κ.α.). Κι αυτό είναι κρίσιμο πολιτικό κέρδος για το ευρωιερατείο, δεδομένου ότι είχε και έχει επιπτώσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Έστειλε ένα έμπρακτο μήνυμα ότι τα αριστερά πειράματα αμφισβήτησης των Μνημονίων και της λιτότητας είναι καταδικασμένα σε αποτυχία.
Είναι προφανές, επίσης, πως το ευρωιερατείο έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένο από το γεγονός ότι τη μνημονιακή πολιτική εφαρμόζει μία κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά. Όχι μόνο για συμβολικούς λόγους, αλλά και επειδή έτσι υπάρχει μία αντιπολίτευση, η οποία κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και η κριτική της προς την κυβέρνηση είναι ότι δεν έχει αναλάβει την “ιδιοκτησία” του Μνημονίου.
Ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ
Όσο, λοιπόν, η κυβέρνηση Τσίπρα εφαρμόζει τη μνημονιακή πολιτική τόσο το ευρωιερατείο δεν έχει λόγο να την υπονομεύσει, παρά τις κατά τα άλλα ιδεολογικές αντιπάθειες. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει δύο πρόσθετους λόγους να θέλει τη συνέχιση της παρούσας κατάστασης.
Πρώτον, θεωρεί δικαιολογημένα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγαλύτερη δυνατότητα από τη ΝΔ να διατηρεί τις κοινωνικές αντιδράσεις σε χαμηλή θερμοκρασία.Δεύτερον, θεωρεί επίσης δικαιολογημένα ότι η μνημονιακή θητεία θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την πολιτική-εκλογική συρρίκνωση της Αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά και τη μετάλλαξη του βασικού εκφραστή της σε συστημικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Παρά την αφόρητη πίεση που ασκείται στην κοινωνία οι αντιδράσεις είναι ασήμαντες. Προς το παρόν τουλάχιστον τα νοικοκυριά αγωνίζονται να επιβιώσουν, αποδεχόμενα στην πράξη τον μνημονιακό μονόδρομο. Η αντίδραση εκδηλώνεται στην πολιτική-εκλογική σφαίρα. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την εκεί συντελούμενη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα σκέφτεται και μιλάει πλέον μνημονιακά. Η όλη ρητορική της με αφορμή τη δοκιμαστική επάνοδο στις Αγορές είναι απολύτως χαρακτηριστική. Λέει όσα έλεγε πριν από τρία χρόνια η κυβέρνηση Σαμαρά και απ’ αυτή την άποψη έχει δίκιο η σημερινή αντιπολίτευση να το επισημαίνει. Μόνο που ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2014.
Άδειασε η φαρέτρα
Κατόπιν όλων αυτών είναι απολύτως εξηγήσιμο το γεγονός ότι ολοένα και πληθαίνουν οι έπαινοι εκ μέρους του ευρωιερατείου για τις μνημονιακές επιδόσεις της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η επιτυχής δοκιμαστική έξοδος στις Αγορές είναι μία ανάσα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πολιτικό-επικοινωνιακό επίπεδο. Ειδικά μετά τη διάψευση των προσδοκιών της αφενός για την ελάφρυνση του χρέους, αφετέρου για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Λόγω των επώδυνων μέτρων, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει να “πουλήσει” στην κοινή γνώμη δύο μόνο επαγγελίες:
Πρώτον, την επιστροφή στην “κανονικότητα”, την προοπτική εξόδου από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018 και την είσοδο σε τροχιά οικονομικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης.Δεύτερον, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Στην πραγματικότητα, συμπολίτευση και αντιπολίτευση έχουν κοινό παρονομαστή τον μνημονιακό οδικό χάρτη, γεγονός που δημιουργεί την αντικειμενική βάση για ευρύτατη συναίνεση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αξιόλογες διαφορές και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η οξύτητα που υπάρχει στην πολιτική σκηνή προκύπτει από “καθεστωτικού” χαρακτήρα αντιθέσεις. Εδώ εμπλέκονται οι τρέχουσες κόντρες για τη Δικαιοσύνη, οι οποίες εμπλέκονται με την εκστρατεία της κυβέρνησης εναντίον της διαπλοκής.
ΠΗΓΗ:https://stavroslygeros.gr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
H πρώτη αποστολή εξετελέσθη...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ