2017-08-06 02:34:27
Κύριες εμπορικές αρτηρίες της Χανσεατικής ένωσης
Ο πρακτικός προσανατολισμός της μακιαβελικής σκέψης και η δυνατότητα της πρόβλεψης συνδέονται οπωσδήποτε με την ανάπτυξη της ιταλικής διπλωματίας και τις υπηρεσιακές ανάγκες όλο και περισσότερων κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων. (Ο ίδιος ο Μ. για ένα διάστημα είχε εργαστεί ως γραμματέας τη φλωρεντινής δημοκρατίας, κάτι, ας πούμε, σαν σημερινός γενικός γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών). Και η τελευταία λεπτομέρεια μπορεί να είναι χρήσιμη και καθοριστική, για όποιον σχεδιάζει την λεγόμενη εξωτερική πολιτική ενός κράτους. Στα κείμενα του Μακιαβέλι, ιδιαίτερα στις διπλωματικές εκθέσεις και την αλληλογραφία του, καταγράφονται λεπτομερώς σχεδόν τα πάντα, όσα μπορούσαν να επηρεάσουν την άσκηση της πολιτικής, με συγκεκριμένους κάθε φορά στόχους. Στην «Εικόνα των γερμανικών πραγμάτων» διαβάζουμε:
«Το πιο σπουδαίο πράγμα για έναν πρεσβευτή που βρίσκεται στο εξωτερικό για λογαριασμό ενός ηγεμόνα ή μιας δημοκρατίας είναι να μαντέψει καλά τη μελλοντική κατάσταση, τόσο στα διπλωματικά πράγματα όσο και στις πράξεις· γιατί όποιος μαντεύει φρόνιμα και δίνει να καταλάβει καλά ο ανώτερος του είναι αιτία για να μπορεί ο ανώτερος του να πολιτεύεται καλά στις υποθέσεις του και να παίρνει τα μέτρα του έγκαιρα.»
Με μια πρώτη ματιά, η Γερμανία εμφανίζεται ισχυρή, αφού οι κοινότητες της είναι πλούσιες, ακμάζουν δημογραφικά και είναι καλά οχυρωμένες:
«Κανείς δεν πρέπει να έχει αμφιβολία για τη δύναμη της Γερμανίας, αφού της περισσεύουν οι άνθρωποι, τα πλούτη και τ’ άρματα. Κι όσο για τα πλούτη, δεν υπάρχει κοινότητα που να μην έχει παραπανίσιο δημόσιο χρήμα· όλοι λένε πως μοναχό του το Στρασβούργο έχει κάμποσα εκατομμύρια φιορίνια, κι αυτό γίνεται επειδή οι κοινότητες ετούτες δεν έχουν άλλα έξοδα για να σκορπάνε το χρήμα τους, εκτός απ’ όσα κάνουνε για να συντηρούνε τα οχυρά τους· κι έχοντας ξοδέψει μια και καλή γι’ αυτά, ύστερα ξοδεύουν λίγα, όταν τα επιδιορθώνουν.»
Ακόμα και σε περίπτωση πολεμικής πολιορκίας, οι κοινότητες μπορούν ν’ αντέξουν σχετικά εύκολα, τουλάχιστον για ένα χρόνο:
«Στο ζήτημα τούτο κρατούν σειρά θαυμάσια, γιατί πάντοτε το δημόσιο έχει τροφή, πιοτί και καύσιμα για ένα χρόνο: κι ακόμα έχουνε και τα υλικά που χρειάζονται για να δουλεύουν τα εργαστήρια τους έναν ολάκερο χρόνο, έτσι που να μπορούνε, σε μια πολιορκία, να θρέψουνε την πλεμπάγια κι όσους ζούνε απ’ τη δουλειά των χεριών τους.»
Οι κοινότητες δεν βασίζονται σε μισθοφόρους στρατιώτες, όπως συνέβαινε λ.χ. σε πολλές ιταλικές πόλεις με καταστροφικές συνέπειες, αλλά σ’ έναν ικανό στρατό ντόπιων επίστρατων, που είναι εξοικειωμένοι με τα όπλα:
«Χρήμα για στρατιώτες δεν ξοδεύουνε, γιατί κρατούνε τους δικούς τους ανθρώπους γυμνασμένους κι οπλισμένους· ανήμερα στις γιορτές, αντί γι’ άλλα παιχνίδια, άλλος γυμνάζεται στο τουφέκι, άλλος στο ένα όπλο και άλλος στο άλλο, βάζοντας τιμητικά έπαθλα κι άλλα παρόμοια βραβεία, που στερνά τα ξοδεύουνε γιορτάζοντας όλα μαζί. Λίγα χαλάνε και για μισθούς ή γι’ άλλα πράγματα· κι έτσι, κάθε κοινότητας το δημόσιο βρίσκεται με πλούτη.»
Ο πληθυσμός είναι μάλλον λιτοδίαιτος, χωρίς να είναι πραγματικά φτωχός, ενώ ακόμα κι οι πιο ευκατάστατοι αποφεύγουν τη χλιδή και τις σπατάλες: «Ο λόγος που κι οι ιδιώτες είναι πλούσιοι, είναι τούτος εδώ: ότι ζούνε όπως κι οι φτωχοί, δε χτίζουνε αρχοντικά, δε ντύνονται στα χρυσά και στα σπίτια τους δεν έχουνε μεγάλες επιπλώσεις· τους φτάνει νάχουνε περίσσιο ψωμί, κρέας κι ένα ζεστό κονάκι να τους φυλάει από το κρύο· κι όποιος δεν έχει τίποτα παραπάνω, ζει και χωρίς αυτό κι ούτε τ’ αποζητάει. Ξοδεύουνε για φαγοπότι δυό φιορίνια στα δέκα χρόνια και καθένας ζει, ανάλογα με την κοινωνική του θέση, μέσα σε τούτα τα όρια, ενώ κανένας δε σκέφτεται τι του λείπει, παρά μόνο τις ανάγκες έχει – κι οι ανάγκες τους είναι πολύ μικρότερες από τις δικές μας.»
Το «εμπορικό ισοζύγιο» της γερμανικής επικράτειας είναι πάντοτε θετικό: αφού δεν αγαπούν την πολυτέλεια, αρκούνται στα προϊόντα που παράγει ο τόπος τους, κι εξάγουν τα δικά τους, με σημαντικά κέρδη. Επιπλέον, έχουν αναπτύξει τις «μεταποιήσεις» και τα τεχνικά επαγγέλματα και εισάγουν μόνο φτηνές πρώτες ύλες, όποτε χρειάζεται:
«Το αποτέλεσμα από τις συνήθειές τους αυτές είναι πως δε βγαίνει χρήμα από τη χώρα τους, αφού τους φτάνουν όσα παράγει ο τόπος τους, ενώ απεναντίας αδιάκοπα μπαίνει χρήμα, που το κουβαλούν όποιοι θέλουν ν’ αγοράσουν πράγματα δικά τους, πούναι με το χέρι δουλεμένα και που με δαύτα εφοδιάζουνε όλη σχεδόν την Ιταλία. Και τόσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που βγάζουν, όσο το πιο πολύ προέρχεται από τις μεταποιήσεις και τις δουλειές του χεριού, ενώ μικρό είναι το κεφάλαιο που πάει για πρώτη ύλη.»
Αυτός ο απλός αλλά σχετικά ελεύθερος τρόπος ζωής τούς κάνει να μη θέλουν τον πόλεμο, αφού δεν έχουν να κερδίσουν πολλά περισσότερα, εκτός κι αν συντρέχουν άλλοι λόγοι: «Έτσι λοιπόν χαίρονται την τραχειά ζωή τους και τη λευτεριά: και για τούτο το λόγο δε θέλουν να πάνε στον πόλεμο, αν δεν πληρωθούν παραπάνω, και πάλι ούτε αυτό δε θα τους έφτανε, χωρίς την προσταγή της κοινότητάς τους.»
Ένας Γερμανός αυτοκράτορας χρειάζεται πιο πολύ χρήμα, παρά κάποιος άλλος ηγεμόνας, αφού όσο πιο πολύ καλοπερνάνε οι άνθρωποι, τόσο πιο απρόθυμα βγαίνουνε στον πόλεμο. Επιπλέον, ο αυτοκράτορας είναι πολύ δύσκολο λοιπόν να ενώσει τις κοινότητες και τους τοπικούς άρχοντες, επειδή όταν τους είχε του χεριού του ή ήταν ισχυρός «γονάτιζε και ταπείνωνε τους ηγεμόνες και τους έκανε υποταχτικούς, με τρόπο που να περνάει πάντα το δικό του.» Την ίδια πολιτική, συνεχίζει ο Μακιαβέλι, ακολούθησε κι ο Βασιλιάς της Γαλλίας, ο οποίος στρίμωξε τις κοινότητες και «τις έφερνε βόλτα» «με τ’ άρματα και με σκοτωμούς»
Η βασική αδυναμία της Γερμανίας εντοπίζεται στις εσωτερικές της αντιθέσεις. Έχει σημασία εδώ, να πούμε ότι ο Μακιαβέλι θεωρεί πως οι Ελβετοί είναι σχεδόν Γερμανοί, αν και σαφώς τους διαχωρίζει με πιο ειδικές αναφορές. (Η Ελβετία αυτονομήθηκε από τον αυτοκράτορα μόνο το 1499, με τη συνθήκη της Βασιλείας – ο Μ. γράφει γύρω στα 1512). Η διχόνοια ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τις κοινότητες έχει ως κύρια αιτία τις πολλές αντίμαχες διαιρέσεις της χώρας, οι οποίες καταλήγουνε σε δύο μεγάλες αντιπαλότητες: «Λέγεται πως οι Ελβετοί εχθρεύονται ολάκερη τη Γερμανία κι οι ηγεμόνες των αυτοκράτορα». Κοινός σκοπός τους είναι «να κρατήσουν τη λευτεριά τους και να φυλαχτούν από τους ηγεμόνες», ενώ ταυτόχρονα έχουν εχθρικές σχέσεις με τις γερμανικές κοινότητες και για έναν άλλο λόγο: η διχόνοια τους γεννιέται επειδή όχι μονάχα εχθρεύονται τους ηγεμόνες αλλά και τους ευγενείς, «γιατί στη χώρα τους δε βλέπεις ούτε από τους πρώτους ούτε από τους δεύτερους, κι έτσι, χωρίς να κάνουν διάκριση καμιά ανάμεσα στους ανθρώπους, έξω από τις τιμές που δίνουν σ’ όσους κατέχουν αξιώματα, χαίρονται μια λευτεριά δίχως περιορισμούς.»
Το παράδειγμα των Ελβετών, οι οποίοι δεν έχουν ούτε κληρονομικούς ηγεμόνες ούτε πολλούς ευγενείς, φοβίζει τους λίγους ευγενείς που «ξεμείνανε στις κοινότητες». Όσοι καταγίνονται με τον πόλεμο είναι επίσης εχθροί τους, καθώς τους «κεντρίζει μια φυσική ζήλεια, αφού τους φαίνεται ότι ο κόσμος τους περνάει για κατώτερους πολεμιστές από τους Ελβετούς.» Εξαιτίας αυτών, είναι «αδύνατο να βρεθούν όλοι μαζί αυτοί σ’ έναν τόπο, μαζί, είτε πολλοί είτε λίγοι, χωρίς ν’ αρπαχτούνε.» Από την άλλη, ο Γερμανός αυτοκράτορας, επειδή μισεί τους ηγεμόνες, καλοπιάνει πότε πότε τους Ελβετούς και του φαίνεται πως μπορεί «κάπως να βασίζεται σ’ αυτούς.» Αν προσθέσουμε τώρα και τις αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των ηγεμόνων και μεταξύ των κοινοτήτων, «η ένωση της αυτοκρατορίας που θα την ήθελε ο αυτοκράτορας καταντάει πολύ δύσκολη.» Οι τοπικοί ηγεμόνες, αν και είναι μάλλον αδύναμοι και διαιρεμένοι, δημιουργούν πολλά προβλήματα σε όποιον θέλει να ενώσει στρατιωτικά τις ανεξάρτητες κοινότητες της Γερμανίας: «…για έναν αυτοκράτορα αρκετό εμπόδιο είναι να μην τον βοηθούν στα σχέδιά του οι ηγεμόνες: γιατί όποιος δεν τολμάει να του κινήσει πόλεμο, τολμάει να του αρνηθεί βοήθεια· κι όποιος δεν τολμάει να την αρνηθεί, τολμάει να μην κρατήσει την υπόσχεση πούδωκε· κι όποιος ούτε κι αυτό το τολμάει, όμως τολμάει ν’ αναβάλλει τόσο τις υποσχέσεις, που όταν πια εκτελεστούνε νάναι άχρηστες.»
Τα προηγούμενα εμποδίζουν και χαλάνε τυχόν επεκτατικά σχέδια του Γερμανού αυτοκράτορα, όπως συνέβη όταν θέλησε να περάσει στην Ιταλία, εναντίον των Βενετσιάνων και των Ιταλών. Παρόλο που οι κοινότητες τού τάξανε δεκάξι χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες καβαλάρηδες, δεν μπόρεσαν να συγκεντρωθούν ούτε πέντε χιλιάδες άνθρωποι· αυτό συνέβη επειδή όταν έφταναν οι άντρες της μιας κοινότητας έφευγαν της άλλης, γιατί «είχε τελειώσει ο καιρός τους», ενώ άλλες κοινότητες στέλνανε χρήματα αντί για στρατιώτες, κι ο αυτοκράτορας «τα δεχότανε πρόθυμα»· επομένως, παρά τις υποσχέσεις, στρατός αξιόλογος δε συντάχτηκε, κι η επιχείρηση πήγε άσχημα.
geromorias
Ο πρακτικός προσανατολισμός της μακιαβελικής σκέψης και η δυνατότητα της πρόβλεψης συνδέονται οπωσδήποτε με την ανάπτυξη της ιταλικής διπλωματίας και τις υπηρεσιακές ανάγκες όλο και περισσότερων κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων. (Ο ίδιος ο Μ. για ένα διάστημα είχε εργαστεί ως γραμματέας τη φλωρεντινής δημοκρατίας, κάτι, ας πούμε, σαν σημερινός γενικός γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών). Και η τελευταία λεπτομέρεια μπορεί να είναι χρήσιμη και καθοριστική, για όποιον σχεδιάζει την λεγόμενη εξωτερική πολιτική ενός κράτους. Στα κείμενα του Μακιαβέλι, ιδιαίτερα στις διπλωματικές εκθέσεις και την αλληλογραφία του, καταγράφονται λεπτομερώς σχεδόν τα πάντα, όσα μπορούσαν να επηρεάσουν την άσκηση της πολιτικής, με συγκεκριμένους κάθε φορά στόχους. Στην «Εικόνα των γερμανικών πραγμάτων» διαβάζουμε:
«Το πιο σπουδαίο πράγμα για έναν πρεσβευτή που βρίσκεται στο εξωτερικό για λογαριασμό ενός ηγεμόνα ή μιας δημοκρατίας είναι να μαντέψει καλά τη μελλοντική κατάσταση, τόσο στα διπλωματικά πράγματα όσο και στις πράξεις· γιατί όποιος μαντεύει φρόνιμα και δίνει να καταλάβει καλά ο ανώτερος του είναι αιτία για να μπορεί ο ανώτερος του να πολιτεύεται καλά στις υποθέσεις του και να παίρνει τα μέτρα του έγκαιρα.»
Με μια πρώτη ματιά, η Γερμανία εμφανίζεται ισχυρή, αφού οι κοινότητες της είναι πλούσιες, ακμάζουν δημογραφικά και είναι καλά οχυρωμένες:
«Κανείς δεν πρέπει να έχει αμφιβολία για τη δύναμη της Γερμανίας, αφού της περισσεύουν οι άνθρωποι, τα πλούτη και τ’ άρματα. Κι όσο για τα πλούτη, δεν υπάρχει κοινότητα που να μην έχει παραπανίσιο δημόσιο χρήμα· όλοι λένε πως μοναχό του το Στρασβούργο έχει κάμποσα εκατομμύρια φιορίνια, κι αυτό γίνεται επειδή οι κοινότητες ετούτες δεν έχουν άλλα έξοδα για να σκορπάνε το χρήμα τους, εκτός απ’ όσα κάνουνε για να συντηρούνε τα οχυρά τους· κι έχοντας ξοδέψει μια και καλή γι’ αυτά, ύστερα ξοδεύουν λίγα, όταν τα επιδιορθώνουν.»
Ακόμα και σε περίπτωση πολεμικής πολιορκίας, οι κοινότητες μπορούν ν’ αντέξουν σχετικά εύκολα, τουλάχιστον για ένα χρόνο:
«Στο ζήτημα τούτο κρατούν σειρά θαυμάσια, γιατί πάντοτε το δημόσιο έχει τροφή, πιοτί και καύσιμα για ένα χρόνο: κι ακόμα έχουνε και τα υλικά που χρειάζονται για να δουλεύουν τα εργαστήρια τους έναν ολάκερο χρόνο, έτσι που να μπορούνε, σε μια πολιορκία, να θρέψουνε την πλεμπάγια κι όσους ζούνε απ’ τη δουλειά των χεριών τους.»
Οι κοινότητες δεν βασίζονται σε μισθοφόρους στρατιώτες, όπως συνέβαινε λ.χ. σε πολλές ιταλικές πόλεις με καταστροφικές συνέπειες, αλλά σ’ έναν ικανό στρατό ντόπιων επίστρατων, που είναι εξοικειωμένοι με τα όπλα:
«Χρήμα για στρατιώτες δεν ξοδεύουνε, γιατί κρατούνε τους δικούς τους ανθρώπους γυμνασμένους κι οπλισμένους· ανήμερα στις γιορτές, αντί γι’ άλλα παιχνίδια, άλλος γυμνάζεται στο τουφέκι, άλλος στο ένα όπλο και άλλος στο άλλο, βάζοντας τιμητικά έπαθλα κι άλλα παρόμοια βραβεία, που στερνά τα ξοδεύουνε γιορτάζοντας όλα μαζί. Λίγα χαλάνε και για μισθούς ή γι’ άλλα πράγματα· κι έτσι, κάθε κοινότητας το δημόσιο βρίσκεται με πλούτη.»
Ο πληθυσμός είναι μάλλον λιτοδίαιτος, χωρίς να είναι πραγματικά φτωχός, ενώ ακόμα κι οι πιο ευκατάστατοι αποφεύγουν τη χλιδή και τις σπατάλες: «Ο λόγος που κι οι ιδιώτες είναι πλούσιοι, είναι τούτος εδώ: ότι ζούνε όπως κι οι φτωχοί, δε χτίζουνε αρχοντικά, δε ντύνονται στα χρυσά και στα σπίτια τους δεν έχουνε μεγάλες επιπλώσεις· τους φτάνει νάχουνε περίσσιο ψωμί, κρέας κι ένα ζεστό κονάκι να τους φυλάει από το κρύο· κι όποιος δεν έχει τίποτα παραπάνω, ζει και χωρίς αυτό κι ούτε τ’ αποζητάει. Ξοδεύουνε για φαγοπότι δυό φιορίνια στα δέκα χρόνια και καθένας ζει, ανάλογα με την κοινωνική του θέση, μέσα σε τούτα τα όρια, ενώ κανένας δε σκέφτεται τι του λείπει, παρά μόνο τις ανάγκες έχει – κι οι ανάγκες τους είναι πολύ μικρότερες από τις δικές μας.»
Το «εμπορικό ισοζύγιο» της γερμανικής επικράτειας είναι πάντοτε θετικό: αφού δεν αγαπούν την πολυτέλεια, αρκούνται στα προϊόντα που παράγει ο τόπος τους, κι εξάγουν τα δικά τους, με σημαντικά κέρδη. Επιπλέον, έχουν αναπτύξει τις «μεταποιήσεις» και τα τεχνικά επαγγέλματα και εισάγουν μόνο φτηνές πρώτες ύλες, όποτε χρειάζεται:
«Το αποτέλεσμα από τις συνήθειές τους αυτές είναι πως δε βγαίνει χρήμα από τη χώρα τους, αφού τους φτάνουν όσα παράγει ο τόπος τους, ενώ απεναντίας αδιάκοπα μπαίνει χρήμα, που το κουβαλούν όποιοι θέλουν ν’ αγοράσουν πράγματα δικά τους, πούναι με το χέρι δουλεμένα και που με δαύτα εφοδιάζουνε όλη σχεδόν την Ιταλία. Και τόσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που βγάζουν, όσο το πιο πολύ προέρχεται από τις μεταποιήσεις και τις δουλειές του χεριού, ενώ μικρό είναι το κεφάλαιο που πάει για πρώτη ύλη.»
Αυτός ο απλός αλλά σχετικά ελεύθερος τρόπος ζωής τούς κάνει να μη θέλουν τον πόλεμο, αφού δεν έχουν να κερδίσουν πολλά περισσότερα, εκτός κι αν συντρέχουν άλλοι λόγοι: «Έτσι λοιπόν χαίρονται την τραχειά ζωή τους και τη λευτεριά: και για τούτο το λόγο δε θέλουν να πάνε στον πόλεμο, αν δεν πληρωθούν παραπάνω, και πάλι ούτε αυτό δε θα τους έφτανε, χωρίς την προσταγή της κοινότητάς τους.»
Ένας Γερμανός αυτοκράτορας χρειάζεται πιο πολύ χρήμα, παρά κάποιος άλλος ηγεμόνας, αφού όσο πιο πολύ καλοπερνάνε οι άνθρωποι, τόσο πιο απρόθυμα βγαίνουνε στον πόλεμο. Επιπλέον, ο αυτοκράτορας είναι πολύ δύσκολο λοιπόν να ενώσει τις κοινότητες και τους τοπικούς άρχοντες, επειδή όταν τους είχε του χεριού του ή ήταν ισχυρός «γονάτιζε και ταπείνωνε τους ηγεμόνες και τους έκανε υποταχτικούς, με τρόπο που να περνάει πάντα το δικό του.» Την ίδια πολιτική, συνεχίζει ο Μακιαβέλι, ακολούθησε κι ο Βασιλιάς της Γαλλίας, ο οποίος στρίμωξε τις κοινότητες και «τις έφερνε βόλτα» «με τ’ άρματα και με σκοτωμούς»
Η βασική αδυναμία της Γερμανίας εντοπίζεται στις εσωτερικές της αντιθέσεις. Έχει σημασία εδώ, να πούμε ότι ο Μακιαβέλι θεωρεί πως οι Ελβετοί είναι σχεδόν Γερμανοί, αν και σαφώς τους διαχωρίζει με πιο ειδικές αναφορές. (Η Ελβετία αυτονομήθηκε από τον αυτοκράτορα μόνο το 1499, με τη συνθήκη της Βασιλείας – ο Μ. γράφει γύρω στα 1512). Η διχόνοια ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τις κοινότητες έχει ως κύρια αιτία τις πολλές αντίμαχες διαιρέσεις της χώρας, οι οποίες καταλήγουνε σε δύο μεγάλες αντιπαλότητες: «Λέγεται πως οι Ελβετοί εχθρεύονται ολάκερη τη Γερμανία κι οι ηγεμόνες των αυτοκράτορα». Κοινός σκοπός τους είναι «να κρατήσουν τη λευτεριά τους και να φυλαχτούν από τους ηγεμόνες», ενώ ταυτόχρονα έχουν εχθρικές σχέσεις με τις γερμανικές κοινότητες και για έναν άλλο λόγο: η διχόνοια τους γεννιέται επειδή όχι μονάχα εχθρεύονται τους ηγεμόνες αλλά και τους ευγενείς, «γιατί στη χώρα τους δε βλέπεις ούτε από τους πρώτους ούτε από τους δεύτερους, κι έτσι, χωρίς να κάνουν διάκριση καμιά ανάμεσα στους ανθρώπους, έξω από τις τιμές που δίνουν σ’ όσους κατέχουν αξιώματα, χαίρονται μια λευτεριά δίχως περιορισμούς.»
Το παράδειγμα των Ελβετών, οι οποίοι δεν έχουν ούτε κληρονομικούς ηγεμόνες ούτε πολλούς ευγενείς, φοβίζει τους λίγους ευγενείς που «ξεμείνανε στις κοινότητες». Όσοι καταγίνονται με τον πόλεμο είναι επίσης εχθροί τους, καθώς τους «κεντρίζει μια φυσική ζήλεια, αφού τους φαίνεται ότι ο κόσμος τους περνάει για κατώτερους πολεμιστές από τους Ελβετούς.» Εξαιτίας αυτών, είναι «αδύνατο να βρεθούν όλοι μαζί αυτοί σ’ έναν τόπο, μαζί, είτε πολλοί είτε λίγοι, χωρίς ν’ αρπαχτούνε.» Από την άλλη, ο Γερμανός αυτοκράτορας, επειδή μισεί τους ηγεμόνες, καλοπιάνει πότε πότε τους Ελβετούς και του φαίνεται πως μπορεί «κάπως να βασίζεται σ’ αυτούς.» Αν προσθέσουμε τώρα και τις αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των ηγεμόνων και μεταξύ των κοινοτήτων, «η ένωση της αυτοκρατορίας που θα την ήθελε ο αυτοκράτορας καταντάει πολύ δύσκολη.» Οι τοπικοί ηγεμόνες, αν και είναι μάλλον αδύναμοι και διαιρεμένοι, δημιουργούν πολλά προβλήματα σε όποιον θέλει να ενώσει στρατιωτικά τις ανεξάρτητες κοινότητες της Γερμανίας: «…για έναν αυτοκράτορα αρκετό εμπόδιο είναι να μην τον βοηθούν στα σχέδιά του οι ηγεμόνες: γιατί όποιος δεν τολμάει να του κινήσει πόλεμο, τολμάει να του αρνηθεί βοήθεια· κι όποιος δεν τολμάει να την αρνηθεί, τολμάει να μην κρατήσει την υπόσχεση πούδωκε· κι όποιος ούτε κι αυτό το τολμάει, όμως τολμάει ν’ αναβάλλει τόσο τις υποσχέσεις, που όταν πια εκτελεστούνε νάναι άχρηστες.»
Τα προηγούμενα εμποδίζουν και χαλάνε τυχόν επεκτατικά σχέδια του Γερμανού αυτοκράτορα, όπως συνέβη όταν θέλησε να περάσει στην Ιταλία, εναντίον των Βενετσιάνων και των Ιταλών. Παρόλο που οι κοινότητες τού τάξανε δεκάξι χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες καβαλάρηδες, δεν μπόρεσαν να συγκεντρωθούν ούτε πέντε χιλιάδες άνθρωποι· αυτό συνέβη επειδή όταν έφταναν οι άντρες της μιας κοινότητας έφευγαν της άλλης, γιατί «είχε τελειώσει ο καιρός τους», ενώ άλλες κοινότητες στέλνανε χρήματα αντί για στρατιώτες, κι ο αυτοκράτορας «τα δεχότανε πρόθυμα»· επομένως, παρά τις υποσχέσεις, στρατός αξιόλογος δε συντάχτηκε, κι η επιχείρηση πήγε άσχημα.
geromorias
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Μακιαβέλι για τους Γερμανούς
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ