2017-08-08 02:09:57
Της ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΟΥΜΠΟΥ-ΚΑΤΣΑΜΟΥΡΗ
Αρχαιολόγου-σκηνοθέτριας
Δεν ξέρω αν τα θυμάστε καλά τα χρόνια του δημοτικού, ή αν, όπως εγώ, θυμάστε μεγεθυμένες εικόνες από μερικές μόνο στιγμές, στιγμές καθοριστικές για το υπόλοιπο της ζωής. Θυμάμαι λοιπόν τη δασκάλα της τρίτης τάξης, μια κάπως περίεργη δασκάλα, που δεν έκανε ποτέ μάθημα, αλλά δίδασκε ζητώντας από τους καλούς μαθητές να πουν ιστορίες από τη ζωή τους. Την ενδιέφερε και πώς ζούσαν οι μαθητές και συχνά πυκνά έκανε επισκέψεις στα σπίτια τους και νομίζω ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για το τι κόμμα ψήφιζαν. Οι γονείς ήταν υποψιασμένοι και εμφανίζονταν πάντα στη δασκάλα ήπιοι και συνετοί. Πάσχιζε να μάθει περισσότερα, καμιά φορά πετούσε και κανένα τραγούδι του Κατζαντζίδη για να δημουργήσει ευθυμία. Δεν γελούσε στ’ αλήθεια κανείς. Ένας άλλος υπηρέτης της ημέτερης παιδείας έμεινε στη μνήμη μου ανεξίτηλος. Τετάρτη και Πέμπτη δημοτικού
. Είχε παιδιά να σπουδάσει, να αποκαταστήσει, δεν ξέρω. Όμως βρήκε τον τρόπο. Τα μαθηματικά της τάξης μας, όλως περιέργως, προέρχονταν από την ύλη των υποψηφίων των τότε ΚΑΤΕΕ. Κανένας δεν μπορούσε να λύσει τις ασκήσεις. Σήκωμα στον πίνακα, δημόσιος εξευτελισμός, γυρισμός με κλάματα στο σπίτι. Την άλλη μέρα οι γονείς έντρομοι πήγαιναν να καταλάβουν τι είχε το παιδί τους και δεν τά’ παιρνε. Το 90% άκουγε το προβαρισμένο παραμύθι ότι το παιδί ήταν αδύνατο και χρειαζόταν απαραιτήτως βοήθεια. Και για να τους διευκολύνει ο καλός δάσκαλος τους πρότεινε μια τιμή πακέτο για όλο το χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος από τους γονείς που πρόστρεξαν, δέχτηκε να καταβάλει τα λύτρα, νομίζω λύτρα θα πρέπει να ειπωθούν, γιατί επρόκειτο για τις λύσεις των απίθανων προβλημάτων πρακτικής αριθμητικής που τα εννιάχρονα είναι φύσει αδύνατο να λύσουν.
Οι υπόλοιποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τις απαιτήσεις του δασκάλου κοίταζαν να πάρουν τις λύσεις από αυτούς που τις πλήρωναν και κάποιοι στενοκέφαλοι έστελναν τα παιδιά τους ξυπόλητα στα αγκάθια να υφίστανται τον εξευτελισμό, ώστε να παραδειγματίζονται και να μην αυθαδιάζουν οι άλλοι που πλήρωναν. Σε συγκεντρώσεις κοινωνικές φρόντιζε να διασκεδάσει την ομήγυρη διαβάζοντας τις εκθέσεις των μαθητών που προγύμναζε, των πιο αδύνατων φαντάζομαι. Τραντάζονταν οι κοιλιές από τα γέλια και είναι μάλλον απίθανο κανείς να του υπενθύμισε ότι έγραφαν αστεία τα παιδιά γιατί αυτός δεν τους δίδαξε να γράφουν και να διαβάζουν. Νομίζω και οι δύο περιπτώσεις δασκάλων αγαπούσαν πολύ το έθνος, την εθνική παιδεία και ενδιαφέρονταν για ένα «συνετό» αποτέλεσμα στις εκλογές. Δεν είχαν καμία σχέση με το δάσκαλο της Έκτης που ήταν το φως μέσα στο μουχλιασμένο υπόγειο. Νομίζω και κείνος αγαπούσε το έθνος και την εθνική παιδεία, αλλά πόσο διαφορετικά πράγματα ήταν αυτά στα δικά του χείλη και πόσο διαφορετικό πράγμα η γνώση και ο αγώνας της ζωής. Ήμουνα από τους καλούς μαθητές της τάξης και στις τρεις περιπτώσεις. Ο ακατανόμαστος δάσκαλος με καλόπιανε κάθε φορά που έρχονταν επιθεωρητής, να πάρω το λόγο και να μιλήσω γιατί από τους προγυμναζομένους του δεν περίμενε πολλά πράγματα. Ο ίδιος που με πρόσβαλε συστηματικά για τις δικές μου λύσεις που προσπαθούσα να βρω στα προβλήματα που απευθύνονταν στους δεκαεφτάχρονους. Καμάρωνε ο ταλαίπωρος και για το χωριό του – κόμβος, έβγαλε και τέτοιον άνδρα! Όταν ταξίδευα με τρένο δεν μπορούσα να μη γυρίσω αλλού το κεφάλι με σιχασιά όταν έβλεπα την πινακίδα με το όνομα του χωριού του. Τέτοιους βγάζει! Και θα συχωρνάω όσο ζω την ψυχούλα του δίκαιου κ. Βασιλειάδη, που έκανε τις ψυχές των παιδιών να πετούν και να ονειρεύονται να ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι.
Δεν πήγα ποτέ σε παρέλαση, ούτε κράτησα ποτέ σημαία, ήμουνα και μέτρια στο ύψος και τότε, όπως ίσως θυμάστε, φτάναμε μέχρι και τους σαράντα στην τάξη – και διάλεγαν το πρώτο μπόι. Όμως σημαία σήμαινε το καλό που έβγαλε ο τόπος στον οποίο ανήκα. Κι ανήκω θα πει, να ζεις στο εξωτερικό – πολιτισμός, έ! – ν’ ακούς τον εθνικό ύμνο και να ανήκεις στους στίχους του Διονυσίου Σολωμού. Ν’ ανήκεις στην ελληνική γλώσσα και στα εκατομμύρια των ανθρώπων που πέρασαν και τη μίλησαν, από τα αποβράσματα μέχρι τις ευγενικές ψυχές και στη μουσική που σε πνίγει, όχι γιατί είναι ωραία – που είναι -, αλλά γιατί είναι η μουσική που συμβολίζει την πατρίδα σου. Δεν είναι ευτυχείς οι ολυμπιονίκες που σήκωσαν τη σημαία; Δεν ευχήθηκαν να πεθάνουν την ίδια στιγμή; Mπορεί να σκέφτονταν αποθεραπείες και διαφημίσεις με γιαούρτια, μπορεί, δεν ξέρω.
Πάνω από τις μαιζονέτες, πάνω από τα ξενυχτάδικα, από την πλούσια αληταρία και τη μικρομεσαία υποκρισία, πάνω από τις ξαπλώστρες και την κλάψα, πάνω από τη λειτουργική αναλφαβητοσύνη, κυματίζει, δέρνεται και ταξιδεύει η σημαία. Θέλει πίστη για να τη δεις. Και καρδιά για να ακούσεις τα λόγια του Ύμνου εις την ελευθερίαν. Ακριβή ελευθερία, ματωμένη και βρώμικη. Ελευθερία που σκίζει, πρώτα εσένα. Αλλιώς, ναι, κουρελόπανο, ας την παίξουμε στο «πάρτα όλα» και ας κοιτάξουμε να παραγγείλουμε από το ψητοπωλείο για το βράδυ.
ΠΗΓΗ: http://www.anixneuseis.gr/?p=172669
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Αρχαιολόγου-σκηνοθέτριας
Δεν ξέρω αν τα θυμάστε καλά τα χρόνια του δημοτικού, ή αν, όπως εγώ, θυμάστε μεγεθυμένες εικόνες από μερικές μόνο στιγμές, στιγμές καθοριστικές για το υπόλοιπο της ζωής. Θυμάμαι λοιπόν τη δασκάλα της τρίτης τάξης, μια κάπως περίεργη δασκάλα, που δεν έκανε ποτέ μάθημα, αλλά δίδασκε ζητώντας από τους καλούς μαθητές να πουν ιστορίες από τη ζωή τους. Την ενδιέφερε και πώς ζούσαν οι μαθητές και συχνά πυκνά έκανε επισκέψεις στα σπίτια τους και νομίζω ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για το τι κόμμα ψήφιζαν. Οι γονείς ήταν υποψιασμένοι και εμφανίζονταν πάντα στη δασκάλα ήπιοι και συνετοί. Πάσχιζε να μάθει περισσότερα, καμιά φορά πετούσε και κανένα τραγούδι του Κατζαντζίδη για να δημουργήσει ευθυμία. Δεν γελούσε στ’ αλήθεια κανείς. Ένας άλλος υπηρέτης της ημέτερης παιδείας έμεινε στη μνήμη μου ανεξίτηλος. Τετάρτη και Πέμπτη δημοτικού
Οι υπόλοιποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τις απαιτήσεις του δασκάλου κοίταζαν να πάρουν τις λύσεις από αυτούς που τις πλήρωναν και κάποιοι στενοκέφαλοι έστελναν τα παιδιά τους ξυπόλητα στα αγκάθια να υφίστανται τον εξευτελισμό, ώστε να παραδειγματίζονται και να μην αυθαδιάζουν οι άλλοι που πλήρωναν. Σε συγκεντρώσεις κοινωνικές φρόντιζε να διασκεδάσει την ομήγυρη διαβάζοντας τις εκθέσεις των μαθητών που προγύμναζε, των πιο αδύνατων φαντάζομαι. Τραντάζονταν οι κοιλιές από τα γέλια και είναι μάλλον απίθανο κανείς να του υπενθύμισε ότι έγραφαν αστεία τα παιδιά γιατί αυτός δεν τους δίδαξε να γράφουν και να διαβάζουν. Νομίζω και οι δύο περιπτώσεις δασκάλων αγαπούσαν πολύ το έθνος, την εθνική παιδεία και ενδιαφέρονταν για ένα «συνετό» αποτέλεσμα στις εκλογές. Δεν είχαν καμία σχέση με το δάσκαλο της Έκτης που ήταν το φως μέσα στο μουχλιασμένο υπόγειο. Νομίζω και κείνος αγαπούσε το έθνος και την εθνική παιδεία, αλλά πόσο διαφορετικά πράγματα ήταν αυτά στα δικά του χείλη και πόσο διαφορετικό πράγμα η γνώση και ο αγώνας της ζωής. Ήμουνα από τους καλούς μαθητές της τάξης και στις τρεις περιπτώσεις. Ο ακατανόμαστος δάσκαλος με καλόπιανε κάθε φορά που έρχονταν επιθεωρητής, να πάρω το λόγο και να μιλήσω γιατί από τους προγυμναζομένους του δεν περίμενε πολλά πράγματα. Ο ίδιος που με πρόσβαλε συστηματικά για τις δικές μου λύσεις που προσπαθούσα να βρω στα προβλήματα που απευθύνονταν στους δεκαεφτάχρονους. Καμάρωνε ο ταλαίπωρος και για το χωριό του – κόμβος, έβγαλε και τέτοιον άνδρα! Όταν ταξίδευα με τρένο δεν μπορούσα να μη γυρίσω αλλού το κεφάλι με σιχασιά όταν έβλεπα την πινακίδα με το όνομα του χωριού του. Τέτοιους βγάζει! Και θα συχωρνάω όσο ζω την ψυχούλα του δίκαιου κ. Βασιλειάδη, που έκανε τις ψυχές των παιδιών να πετούν και να ονειρεύονται να ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι.
Δεν πήγα ποτέ σε παρέλαση, ούτε κράτησα ποτέ σημαία, ήμουνα και μέτρια στο ύψος και τότε, όπως ίσως θυμάστε, φτάναμε μέχρι και τους σαράντα στην τάξη – και διάλεγαν το πρώτο μπόι. Όμως σημαία σήμαινε το καλό που έβγαλε ο τόπος στον οποίο ανήκα. Κι ανήκω θα πει, να ζεις στο εξωτερικό – πολιτισμός, έ! – ν’ ακούς τον εθνικό ύμνο και να ανήκεις στους στίχους του Διονυσίου Σολωμού. Ν’ ανήκεις στην ελληνική γλώσσα και στα εκατομμύρια των ανθρώπων που πέρασαν και τη μίλησαν, από τα αποβράσματα μέχρι τις ευγενικές ψυχές και στη μουσική που σε πνίγει, όχι γιατί είναι ωραία – που είναι -, αλλά γιατί είναι η μουσική που συμβολίζει την πατρίδα σου. Δεν είναι ευτυχείς οι ολυμπιονίκες που σήκωσαν τη σημαία; Δεν ευχήθηκαν να πεθάνουν την ίδια στιγμή; Mπορεί να σκέφτονταν αποθεραπείες και διαφημίσεις με γιαούρτια, μπορεί, δεν ξέρω.
Πάνω από τις μαιζονέτες, πάνω από τα ξενυχτάδικα, από την πλούσια αληταρία και τη μικρομεσαία υποκρισία, πάνω από τις ξαπλώστρες και την κλάψα, πάνω από τη λειτουργική αναλφαβητοσύνη, κυματίζει, δέρνεται και ταξιδεύει η σημαία. Θέλει πίστη για να τη δεις. Και καρδιά για να ακούσεις τα λόγια του Ύμνου εις την ελευθερίαν. Ακριβή ελευθερία, ματωμένη και βρώμικη. Ελευθερία που σκίζει, πρώτα εσένα. Αλλιώς, ναι, κουρελόπανο, ας την παίξουμε στο «πάρτα όλα» και ας κοιτάξουμε να παραγγείλουμε από το ψητοπωλείο για το βράδυ.
ΠΗΓΗ: http://www.anixneuseis.gr/?p=172669
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νέο "άλμα" στους απλήρωτους φόρους τον Ιούνιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ