2017-08-08 20:00:24
Μόνο οι άσκοπες γύρες στις ερημιές με το δίτροχο και οι έφιπποι συλλογισμοί της, μπορούσαν να της προσφέρουν τέτοιες εικόνες.
Αυγουστιάτικο λιοπύρι, φλογάτα χρώματα, παιδιάστικες λαχτάρες που ξεπηδούσαν απρόσκλητες αυτή ακριβώς την περίοδο της αλλοτινής ανεμελιάς.
Κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα, η δροσεράδα της θάλασσας, αιώνια ερωμένη των κορμιών, νόμιζε πως την άκουγε στ’ αυτιά της, να υπόσχεται ψιθυριστά.
Και τότε την είδε. Μαυροφορεμένη, κοντακιανή, γοργόφτερη όμως, παρ’ όλους τους χειμώνες της! Στο χέρι κρατούσε ένα μακρύ καλάμι. Για στήριγμα; Φόβητρο για αδέσποτα; Συντροφιά στο δρόμο της; «Το σκόπι!» Μονολόγησε άθελά της. Στάθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω, παραμέρισε από το κεντρικό στρατί, κάτω από κάτι πλατάνια, και πέταξε παράμερα το καλάμι. Τότε με γρήγορες αποφασιστικές κινήσεις, σήκωσε το φουστάνι της και κατέβασε το εσώρουχο. Η όλη διαδικασία κράτησε όσο ένα ξάφνιασμα! Την επόμενη στιγμή, βρισκόταν κάτι μέτρα πιο κάτω, προχωρώντας με βιάση. Και κρατώντας το καλάμι πάλι. Ώσπου χάθηκε στη στροφή του δρόμου.
Στο μυαλό της ήρθε τότε αστραπή, η βάβω Αγγέλω. Από ένα ξέμακρο σημάδι του χάρτη, ριζά Ελλάδα, Αλβανία, τέρμα Θεού! Αυτή η βάβω είχε μπει στη ζωή της «εξ’αγχιστείας», κοντά στα είκοσι κάτι, αλλά τη συμπάθησε με το πρώτο! Κι αυτή η μη συγγενική συγγένεια ήταν αμφίδρομη,-όπως συνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις-, «Τακιμιάσανε τα χνώτα μας μωρέ!» έλεγε η βάβω γελώντας.
Θυμάται τη λιπόσαρκη, κοντακιανή, σβέλτη φιγούρα της Αγγέλως, να γυροφέρνει σίφουνας μέσα στο προσωπικό της βασίλειο, ένα σπιτάκι αητοφωλιά, σφηνωμένο λες, σε μια ράχη, και περιτριγυρισμένο από το βιος της, τα πλούτη της! Αμπέλια, καρυές, στάρι, αραβοσίτια, κάθε εποχή με τη σοδειά της. Κι όλα τούτα του θεού τα καλούδια, να τα διαφεντεύει η αξιοσύνη της μοναχή, άντε και κάνα ‘γγόνι αφημένο να καλοκαιρεύει, να δώσει ένα χεράκι στη βάβω, που το’ χε αναθρεμμένο και κανακεμένο, όσο οι γονείς του μετανάστες στη Γιορμανία!
Περασμένα πολλά τα έτη της, όταν γνώρισε την Αγγέλω, όμως η σπιρτάδα του μυαλού της νεανική, και η σβελτάδα του καμπουριαστού κορμιού της έβανε κάτω ακόμη και μισόχρονες της δικής της ηλικίας. «Α μω’ παιδάκι μου, με τις παλιοζέπες! -της έλεγε όταν τη σύγκρινε με τις ήδη βαρυγκομισμένες, δυσκίνητες γειτόνισσες- Εδαύτες, ζέχνει το χνώτο τους! Δεν τις ακούει να σειστούνε από τη θέση τους!» Θίγοντας με τον τρόπο αυτό την τεμπελιά και το ραχάτι, ως το βαρύτερο αμάρτημα. Ακολουθούσε το κουτσομπολιό, που η ίδια μισούσε θανάσιμα! «Είναι να μη σε πιάκουνε στο στόμα τους!» έλεγε περιφρονητικά. «Λέρα σκέτη!»
Με το θάνατο του αντρός της, η Αγγέλω, έμεινε να διαφεντεύει το λιγοστό «έχει» της, και αφότου και τα παιδιά της κονόμησαν κι’ αυτά τη δική τους τύχη και προκοπή το καθένα, αυτή απόμεικε στον «τοπάκο» της,-όπως έλεγε χαρακτηριστικά-, που δεν εγκατέλειψε ποτέ, σχεδόν μέχρι το θάνατό της. Αυτή άλλωστε ήταν και η επιθυμία της να πεθάνει στη «μεριά της», κι’ όχι σε τόπο ξενικό.
Πολλές φορές αναρωτιόταν ακόμη κι’ όταν η Αγγέλω έφυγε από τη ζωή -νικημένη από γηρατιά, και έχοντας ήδη βάλλει κάτω δυο καρκίνους!- τι το σαγηνευτικό έβρισκε σ’ αυτό το σκαρί, σε τούτη τη γυναίκα που και σκεβρωμένη ακόμα, χαρακτήριζε τον εαυτό της «γερό κόκκαλο!». Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι τα πάντα συνοψίζονταν σε μια και μοναδική λέξη «Αυτάρκεια». Η Αγγέλω δεν πεθύμησε τίποτε περισσότερο από αυτό που είχε η ίδια με τον κόπο της κατακτήσει. Τη θυμάται από ξημέρωμα να πιάνει δουλειά στο νοικοκυριό της και την υπόλοιπη μέρα να γυροφέρνει με το «σκόπι» της, ένα μακρύ καλάμι, στα μποστάνια και στις ανάγκες τους. Να μάσει τις κάχτες, τις μπομποτσιόκες, τις ντομάτες, τ’ αγγουράκια, τα σταφύλια… Φορές-φορές εχάνουνταν με τις ώρες, και έδινε σήμα μόνο το καλάμι της, το μακρύ της σκόπι, ότι δεν είχε χαθεί, από την άκρη του δρόμου, πριν ακόμη να ξαγναντίσει η ίδια!
Και η αυτάρκειά της αυτή αντανακλούσε και στην αισιοδοξία και τον αυθορμητισμό της, που δεν έβρισκε εμπόδια σε δύσκολες -ας πούμε-, για τον «πολιτισμένο» κόσμο καταστάσεις! Όταν τη φιλοξένησε με τον άγγονά της πρώτη φορά στο σπίτι της τής είπε κάπως απολογητικά μεν, αλλά δίχως περιττή ενοχή: «Άκου μω’ παιδάκι, μπάνιο σαν και της Αθήνας δε θα’ βρεις εδώ! Κάτι χρόνια τώρα για σας τους Αθηναίους έφτιακα μια μεριά εκεί πέρα! Όσο για μένα μην έχεις έννοια, δε λερώνω εκεί. Χαλές είναι ο τόπος ούλος!».
Πολλές φορές αργότερα, έφερνε στο νου της τη φράση αυτή και συμφωνούσε κρυφογελώντας: «Χαλές είναι ο τόπος ούλος!».
Κι όσες -σπάνιες φορές!- συναντά και στο δικό της τόπο κάποια βάβω, να παίρνει βάσια-βάσια, ή και γοργά-γοργά, τη στράτα της με οδηγό της ένα σκόπι καμαρωτό, χαμογελάει στην Αγγέλω και τη σχωρνάει από μακριά!
Λεξιλόγιο
Σκόπι: Ξύλο,συνήθως καλάμι, με χρήση πολλαπλή (προφύλαξης, οδηγού, στηρίγματος)
Καρυές: Καρυδιές
Τακιμιάζω: ταιριάζω με κάποιον
Παλιοζέπες: παλιοβρωμιάρες
Δεν τις ακούει να
σειστούνε από τη θέση τους: Δεν καταλαβαίνουν, ούτε να κινηθούν από τη θέση τους! (η απόλυτη τεμπελιά)
Κάχτες: καρύδια
Μπομποτσιόκες: αραβοσίτι
Χαλές: τουαλέτα
Βάσια-βάσια: Σιγά-σιγά
Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη
artinews
olalathos
Αυγουστιάτικο λιοπύρι, φλογάτα χρώματα, παιδιάστικες λαχτάρες που ξεπηδούσαν απρόσκλητες αυτή ακριβώς την περίοδο της αλλοτινής ανεμελιάς.
Κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα, η δροσεράδα της θάλασσας, αιώνια ερωμένη των κορμιών, νόμιζε πως την άκουγε στ’ αυτιά της, να υπόσχεται ψιθυριστά.
Και τότε την είδε. Μαυροφορεμένη, κοντακιανή, γοργόφτερη όμως, παρ’ όλους τους χειμώνες της! Στο χέρι κρατούσε ένα μακρύ καλάμι. Για στήριγμα; Φόβητρο για αδέσποτα; Συντροφιά στο δρόμο της; «Το σκόπι!» Μονολόγησε άθελά της. Στάθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω, παραμέρισε από το κεντρικό στρατί, κάτω από κάτι πλατάνια, και πέταξε παράμερα το καλάμι. Τότε με γρήγορες αποφασιστικές κινήσεις, σήκωσε το φουστάνι της και κατέβασε το εσώρουχο. Η όλη διαδικασία κράτησε όσο ένα ξάφνιασμα! Την επόμενη στιγμή, βρισκόταν κάτι μέτρα πιο κάτω, προχωρώντας με βιάση. Και κρατώντας το καλάμι πάλι. Ώσπου χάθηκε στη στροφή του δρόμου.
Στο μυαλό της ήρθε τότε αστραπή, η βάβω Αγγέλω. Από ένα ξέμακρο σημάδι του χάρτη, ριζά Ελλάδα, Αλβανία, τέρμα Θεού! Αυτή η βάβω είχε μπει στη ζωή της «εξ’αγχιστείας», κοντά στα είκοσι κάτι, αλλά τη συμπάθησε με το πρώτο! Κι αυτή η μη συγγενική συγγένεια ήταν αμφίδρομη,-όπως συνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις-, «Τακιμιάσανε τα χνώτα μας μωρέ!» έλεγε η βάβω γελώντας.
Θυμάται τη λιπόσαρκη, κοντακιανή, σβέλτη φιγούρα της Αγγέλως, να γυροφέρνει σίφουνας μέσα στο προσωπικό της βασίλειο, ένα σπιτάκι αητοφωλιά, σφηνωμένο λες, σε μια ράχη, και περιτριγυρισμένο από το βιος της, τα πλούτη της! Αμπέλια, καρυές, στάρι, αραβοσίτια, κάθε εποχή με τη σοδειά της. Κι όλα τούτα του θεού τα καλούδια, να τα διαφεντεύει η αξιοσύνη της μοναχή, άντε και κάνα ‘γγόνι αφημένο να καλοκαιρεύει, να δώσει ένα χεράκι στη βάβω, που το’ χε αναθρεμμένο και κανακεμένο, όσο οι γονείς του μετανάστες στη Γιορμανία!
Περασμένα πολλά τα έτη της, όταν γνώρισε την Αγγέλω, όμως η σπιρτάδα του μυαλού της νεανική, και η σβελτάδα του καμπουριαστού κορμιού της έβανε κάτω ακόμη και μισόχρονες της δικής της ηλικίας. «Α μω’ παιδάκι μου, με τις παλιοζέπες! -της έλεγε όταν τη σύγκρινε με τις ήδη βαρυγκομισμένες, δυσκίνητες γειτόνισσες- Εδαύτες, ζέχνει το χνώτο τους! Δεν τις ακούει να σειστούνε από τη θέση τους!» Θίγοντας με τον τρόπο αυτό την τεμπελιά και το ραχάτι, ως το βαρύτερο αμάρτημα. Ακολουθούσε το κουτσομπολιό, που η ίδια μισούσε θανάσιμα! «Είναι να μη σε πιάκουνε στο στόμα τους!» έλεγε περιφρονητικά. «Λέρα σκέτη!»
Με το θάνατο του αντρός της, η Αγγέλω, έμεινε να διαφεντεύει το λιγοστό «έχει» της, και αφότου και τα παιδιά της κονόμησαν κι’ αυτά τη δική τους τύχη και προκοπή το καθένα, αυτή απόμεικε στον «τοπάκο» της,-όπως έλεγε χαρακτηριστικά-, που δεν εγκατέλειψε ποτέ, σχεδόν μέχρι το θάνατό της. Αυτή άλλωστε ήταν και η επιθυμία της να πεθάνει στη «μεριά της», κι’ όχι σε τόπο ξενικό.
Πολλές φορές αναρωτιόταν ακόμη κι’ όταν η Αγγέλω έφυγε από τη ζωή -νικημένη από γηρατιά, και έχοντας ήδη βάλλει κάτω δυο καρκίνους!- τι το σαγηνευτικό έβρισκε σ’ αυτό το σκαρί, σε τούτη τη γυναίκα που και σκεβρωμένη ακόμα, χαρακτήριζε τον εαυτό της «γερό κόκκαλο!». Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι τα πάντα συνοψίζονταν σε μια και μοναδική λέξη «Αυτάρκεια». Η Αγγέλω δεν πεθύμησε τίποτε περισσότερο από αυτό που είχε η ίδια με τον κόπο της κατακτήσει. Τη θυμάται από ξημέρωμα να πιάνει δουλειά στο νοικοκυριό της και την υπόλοιπη μέρα να γυροφέρνει με το «σκόπι» της, ένα μακρύ καλάμι, στα μποστάνια και στις ανάγκες τους. Να μάσει τις κάχτες, τις μπομποτσιόκες, τις ντομάτες, τ’ αγγουράκια, τα σταφύλια… Φορές-φορές εχάνουνταν με τις ώρες, και έδινε σήμα μόνο το καλάμι της, το μακρύ της σκόπι, ότι δεν είχε χαθεί, από την άκρη του δρόμου, πριν ακόμη να ξαγναντίσει η ίδια!
Και η αυτάρκειά της αυτή αντανακλούσε και στην αισιοδοξία και τον αυθορμητισμό της, που δεν έβρισκε εμπόδια σε δύσκολες -ας πούμε-, για τον «πολιτισμένο» κόσμο καταστάσεις! Όταν τη φιλοξένησε με τον άγγονά της πρώτη φορά στο σπίτι της τής είπε κάπως απολογητικά μεν, αλλά δίχως περιττή ενοχή: «Άκου μω’ παιδάκι, μπάνιο σαν και της Αθήνας δε θα’ βρεις εδώ! Κάτι χρόνια τώρα για σας τους Αθηναίους έφτιακα μια μεριά εκεί πέρα! Όσο για μένα μην έχεις έννοια, δε λερώνω εκεί. Χαλές είναι ο τόπος ούλος!».
Πολλές φορές αργότερα, έφερνε στο νου της τη φράση αυτή και συμφωνούσε κρυφογελώντας: «Χαλές είναι ο τόπος ούλος!».
Κι όσες -σπάνιες φορές!- συναντά και στο δικό της τόπο κάποια βάβω, να παίρνει βάσια-βάσια, ή και γοργά-γοργά, τη στράτα της με οδηγό της ένα σκόπι καμαρωτό, χαμογελάει στην Αγγέλω και τη σχωρνάει από μακριά!
Λεξιλόγιο
Σκόπι: Ξύλο,συνήθως καλάμι, με χρήση πολλαπλή (προφύλαξης, οδηγού, στηρίγματος)
Καρυές: Καρυδιές
Τακιμιάζω: ταιριάζω με κάποιον
Παλιοζέπες: παλιοβρωμιάρες
Δεν τις ακούει να
σειστούνε από τη θέση τους: Δεν καταλαβαίνουν, ούτε να κινηθούν από τη θέση τους! (η απόλυτη τεμπελιά)
Κάχτες: καρύδια
Μπομποτσιόκες: αραβοσίτι
Χαλές: τουαλέτα
Βάσια-βάσια: Σιγά-σιγά
Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη
artinews
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Ανσαριφάρντ συνεχίζει να "ψάχνεται"
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κυρ. Μητσοτάκης...Εμείς δεν διχάζουμε πάνω στα καμένα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ