2017-08-13 08:47:19
ΤA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ!
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου
«Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε» (Ματθ. 17,17)
Ἕνας δυστυχής, πολὺ δυστυχής, ἀγαπητοί μου, ποὺ ὁ πόνος του ἦταν μεγάλος, ἔρχεται καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ. Μὰ τί ἔχει; μήπως εἶνε φτωχὸς ζητιάνος, μήπως εἶνε ἄνεργος, μήπως εἶνε ἄρρωστος αὐτὸς προσωπικά; Οὔτε ζητιάνος οὔτε ἄνεργος οὔτε προσωπικὰ ἄρρωστος εἶνε, κι ὅμως γονατίζει μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ ζητᾷ βοήθεια, γιατὶ τοῦ συνέβη μεγάλη συμφορά.
Ποιά ἡ συμφορά; Τὸ παιδί του ἦταν ἄρρωστο. Ἄρρωστο; δὲ λέμε τίποτα. Μακάρι νὰ ἦταν ἄρρωστο, νὰ εἶχε φθίσι ἢ καρκίνο ἢ ἄλλη ἀσθένεια. Εἶχε κάτι χειρότερο, μιὰ περίεργη ἀσθένεια· εἶχε δαιμονοπληξία. Ὅπως ὑπάρχει ἠλεκτροπληξία, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πάθῃ –Θεὸς φυλάξοι– δαιμονοπληξία, ποὺ εἶνε κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν ἠλεκτροπληξία.
–Μὰ κάτι περίεργα πράγματα λὲς σήμερα.
Καὶ ὅμως εἶνε πραγματικά. Οἱ ἄνθρωποι τρέμουν ν᾿ ἀγγίξουν ἠλεκτροφόρα σύρματα, ἀλλὰ δὲν φοβοῦνται τὸ κακὸ ποὺ λέγεται δαιμονοπληξία. Τὸ παιδὶ αὐτὸ προτιμότερο νὰ ἄγγιζε ἠλεκτροφόρο σύρμα παρὰ ποὺ ἄγγιξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα κ᾽ ἔγινε δαιμονόπληκτο, δαιμονιζόμενο.
Τί θὰ πῇ δαιμονιζόμενος; Ὅτι δηλαδὴ τὸ πονηρὸ πνεῦμα μπῆκε μέσα στὴ σκέψι, στὴν καρδιά, στὸ συναίσθημά του, σὲ ὅλο τὸν ψυχοσωματικό του ὀργανισμό, κι ἀπὸ τότε τὸ λογικό του δὲν λειτουργοῦσε· ἦταν σὰν ἄλογο ποὺ σπάει τὸ χαλινάρι καὶ ἀχαλίνωτο πέφτει στὸ γκρεμό. Κι ὅταν τό ᾽πιανε ἡ κρίσι, ἦταν ἀξιοθρήνητο· σὰν τὸ ψάρι ποὺ σπαρταράει ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ἔτσι σπαρταροῦσε κι αὐτό. Ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔπεφτε στὸ νερὸ ἢ στὴ φωτιά.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδὶ λοιπὸν ἦρθε ὁ πατέρας στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
* * *
Δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ὁ πατέρας αὐτὸς τοῦ εὐαγγελίου. Μὰ σὰν κι αὐτὸν ὑπάρχουν πολλοὶ δυστυχεῖς γονεῖς.
Ἄλλοι ἔχουν παιδιὰ ἄρρωστα σωματικῶς ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες. Βλέπει ἡ μάνα τὸ παιδὶ στὸ κρεβάτι νὰ λειώνῃ καὶ δὲν κοιμᾶται ὅλη νύχτα. Τρέχει ἀπὸ γιατρὸ σὲ γιατρὸ κι ἀπὸ κλινικὴ σὲ κλινική, συμβουλεύεται ἐπιστήμονες, ἀγοράζει φάρμακα, χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα. Κι ἅμα δῇ ὅτι αὐτὰ δὲν φέρνουν ἀποτέλεσμα, παίρνει τὸ μικρὸ στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τρέχει σὲ βουνὰ – λαγκάδια, ναοὺς κ᾽ ἐξωκκλήσια καὶ ἱερὰ προσκυνήματα, πέφτει καὶ παρακαλεῖ καὶ τάζει τάματα, ἀρκεῖ νὰ γίνῃ τὸ παιδί της καλά.
Ἄλλοι ὅμως εἶνε ἀκόμη πιὸ δυστυχισμένοι, γιατὶ τὰ παιδιά τους πάσχουν ὄχι σωματικῶς ἀλλὰ ψυχικῶς. Τὰ παιδιά τους εἶνε ὑγιέστατα· τὰ μάγουλά τους κόκκινα σὰν μῆλα Καλιφορνίας, τὰ μπράτσα τους γερά, τὰ πόδια τους δίνουν κλωτσιὲς στὴ μπάλλα καὶ διαπρέπουν στὰ γήπεδα, ἔχουν δύναμι νὰ σπάσουν χαλίκι στὸ δημόσιο δρόμο, εἶνε 100% γερά. Μὰ τί νὰ τὰ κάνῃς; Προτιμότερο νὰ εἶχαν κάποια ἀσθένεια, κάποιο μικρόβιο. Γιατὶ ὅπως τὸ σκουλήκι μπαίνει στὴν καρδιὰ τοῦ δέντρου καὶ σιγὰ – σιγὰ τὸ σαπίζει, ἔτσι μέσα στὰ γερὰ κορμιὰ μπαίνει κάποιο δαιμόνιο καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ πάσχουν ψυχικά, ἔχουν δηλαδὴ κακίες καὶ ἐλαττώματα.
Καὶ ποτέ ἄλλοτε τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν τόσες κακίες καὶ ἐλαττώματα ὅπως ἔχουν σήμερα.
Νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς «φωτογραφίες» ψυχικῶν καταστάσεων τῶν παιδιῶν; Τὸ ἕνα ἀνάβει μὲ τὸ πρῶτο ὅπως ἡ βενζίνη, εἶνε εὐερέθιστο, θυμώνει κι ἀναστατώνει τὸ σπίτι καὶ τὴ γειτονιά. Τὸ ἄλλο παιδὶ ἔχει τέτοια ζήλεια, ποὺ ἡ μάνα δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ ἕνα δῶρο στὸ ἀδελφάκι του, κιτρινίζει ἀπ᾽ τὸ κακό του. Τὸ ἄλλο, ἂν δὲν τοῦ κάνουν τὸ θέλημά του, πεισμώνει σὰν τὸ μουλάρι, οὐρλιάζει, πέφτει κάτω καὶ χτυπιέται. Τὸ ἄλλο παιδί, ἅμα δῇ στὸ δρόμο κανένα κουτσὸ ἢ τυφλὸ ἢ ἀνάπηρο μὲ δεκανίκια, κανένα γέρο σκυφτὸ μὲ ῥαβδί, ἔχει τὸ δαιμόνιο τῆς εἰρωνείας καὶ τοῦ ἐμπαιγμοῦ, περιπαίζει μικροὺς καὶ μεγάλους. Τὸ ἄλλο ἔχει μέσα του τὴ μανία τῆς καταστροφῆς· σπάζει πιάτα, ποτήρια, ὅ,τι βρῇ μπροστά του, εἶνε μία μάστιγα τοῦ σπιτιοῦ. Βλέπεις καὶ σὲ χωριὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν τὸ δαιμόνιο αὐτὸ νὰ καῖνε σπαρτά, νὰ ξερριζώνουν δεντράκια, νὰ καταστρέφουν φυτεῖες, νὰ πιάνουν μικρὰ ζῷα ἢ πουλιὰ καὶ νὰ τὰ τυφλώνουν, νὰ κόβουν τὶς οὐρὲς ἢ τ᾽ αὐτιά τους, νὰ τὰ τυραννοῦν, νὰ τὰ βασανίζουν. Ἄλλα παιδιὰ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους κι ἀντὶ ν᾽ ἀκούγεται δοξολογία στὸ Θεὸ κατὰ τὸ «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ψαλμ. 8,3. Ματθ. 21,16), ὁ διάβολος βγάζει ἀπ᾽ τὸ στόμα τους βρισιὲς καὶ βλαστήμιες. Ἀκοῦς μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν λένε ποτέ ἀλήθεια, τὰ στόματά τους ἔχουν γίνει φάμπρικα τῆς ψευτιᾶς, αἰσχρολογοῦν καὶ κάνουν νὰ κοκκινίζουν τὰ μάγουλα καὶ τοῦ γέρου· καὶ τὸ χειρότερο, βλαστημᾶνε τὰ ὅσια καὶ ἱερά, τὴν Παναγία, τὸ Χριστό!
Τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουν πάθει δαιμονοπληξία κλάψτε τα, θὰ ἔχουν κακὴ ἐξέλιξι· εἶνε ὑποψήφιοι διαρρῆκτες, κλέφτες, πλαστογράφοι, δολοφόνοι· εἶνε αὐτοὶ ποὺ μεθαύριο θὰ σηκώσουν ῥόπαλα νὰ χτυπήσουν τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα, θὰ γίνουν μητροκτόνοι καὶ πατροκτόνοι. Ἔχουν ὑποστῆ ἀλλοίωσι ψυχική, μέσα τους ἔχουν εἰσέλθει ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια, καὶ σπαράζουν, καὶ πέφτουν στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό, στὰ κακὰ ποὺ λέει ἡ Γραφή.
Δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς ποὺ ζοῦν στὸν αἰῶνα αὐτόν, ποὺ τόσο καυχᾶται γιὰ τὴν πρόοδό του! Τί πρέπει νὰ κάνουν; Νὰ λάβουν ῥιζικὰ μέτρα. Τί δηλαδή; νὰ πᾶνε τὰ παιδιά τους σὲ γιατρούς, σὲ εἰδικὰ σχολεῖα καὶ ἀναμορφωτήρια ἀπροσαρμόστων, νὰ ἐπικαλεσθοῦν ἀστυνομία καὶ δικαστήρια ἀνηλίκων; Ἂς τὰ χρησιμοποιήσουν ὅλα.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, πρέπει νὰ καταλάβουμε ἕνα πρᾶγμα. Καλὰ εἶνε καὶ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ ἀναμορφωτήρια καὶ οἱ παιδικὲς κατασκηνώσεις καὶ τὰ ἄλλα μέσα, ἀλλὰ τίποτε δὲν κάνουμε· χτίζουμε ἐπὶ τῆς ἄμμου, ἐὰν δὲν ἀκούσουμε ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τὴ φωνὴ ποὺ ἀπευθύνεται ἰδιαιτέρως πρὸς τοὺς γονεῖς· εἶνε ἡ φωνὴ Ἐκείνου ποὺ ἀγαπάει τὰ παιδιὰ κι ἀνέβηκε γι᾽ αὐτὰ μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, ἐκείνου ποὺ ἁπλώνει τὰ πανάγιά του χέρια σὲ ὅλους καὶ μᾶς λέει· Γονεῖς ὅσοι ἔχετε τέτοια παιδιά, «φέρετέ μοι αὐτὰ ὧδε» (Ματθ. 17,17), φέρτε τὰ παιδιά σας σ᾽ ἐμένα.
Καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς εἶνε στὸν κόσμο καὶ θαυματουργεῖ, κάνει μεγάλα θαύματα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι. «Ὅσοι πιστοί!», ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, φέρτε τὰ παιδιά σας ἐδῶ. Ποῦ ἐδῶ; Φέρτε τα στὸ κατηχητικὸ σχολεῖο ν᾿ ἀκούσουν τὸ ἀλφάβητο τῆς πίστεώς μας, φέρτε τα στὴν ἐξομολόγησι νὰ ποῦν τ᾿ ἁμαρτήματά τους στὸν πνευματικὸ πατέρα, φέρτε τα στὴ θεία λειτουργία ν᾽ ἁγιασθοῦν, φέρτε τα στὴ θεία κοινωνία νὰ μεταλάβουν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, συνηθίστε τα στὴ νηστεία, στὴν προσευχή, στὶς ἱερὲς ἀσκήσεις.
Φέρτε τὰ παιδιά σας στὴν Ἐκκλησία! εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Μὰ ἀκοῦνε οἱ σημερινοὶ γονεῖς τὴ φωνὴ αὐτή; Λὲς καὶ ὁ διάβολος τοὺς ἔφραξε τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι, δὲν ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν. Ὁ φόβος τῶν γονέων εἶνε, μήπως τὰ παιδιά τους πλησιάσουν τὸ Χριστὸ, μήπως πιάσουν στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο, μήπως γίνουν παιδιὰ θρησκευτικὰ καὶ «καθυστερημένα», μήπως σπουδάσουν θεολογία καὶ γίνουν ἱεροκήρυκες… Καὶ βλέπεις σήμερα χίλια χωριὰ στὴ Βόρειο Ἑλλάδα δὲν ἔχουν ἱερεῖς, γιατὶ δὲν γίνεται κανείς πλέον ἱερεύς, μέσα στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς διαφθορᾶς.
Ἀλλὰ ἀλλοίμονο! –καὶ σημειῶστε το καλά– παιδὶ ποὺ δὲν πηγαίνει στὸ Χριστό, θὰ πάῃ στὸ θέατρο τὸ ἀνήθικο, στὸ βιβλίο τὸ φαρμακερό, στὸν κινηματογράφο τὸ γκαγκστερικό, στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, στοὺς οἴκους τοῦ αἴσχους. Παιδὶ ποὺ δὲν πηγαίνει στὸ Χριστό, θὰ πάῃ στὸν διάβολο. Καὶ τότε ἑτοιμαστῆτε, πατέρα καὶ μάνα, νὰ ὑποφέρετε. Τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, ποὺ κρατᾷς τώρα στὴν ἀγκαλιά σου καὶ τὸ λὲς «ἀγγελούδι» σου, θὰ γίνῃ ἕνας γορίλλας, ἕνας πίθηκος, ἕνα τετράποδο, ἕνα ζῷο, ἕνας κακοῦργος, ἕνας δαιμονιζόμενος, ποὺ θὰ σὲ βασανίσῃ.
* * *
Γονεῖς! σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μᾶς καλεῖ, ἂν θέλουμε ὁ τόπος αὐτὸς νὰ μὴ καταστραφῇ, νὰ ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὰ παιδιά. Δὲν εἴμαστε ἐναντίον τῆς προόδου, ὄχι! Νὰ προοδεύσουν τὰ γράμματα καὶ οἱ ἐπιστῆμες, νὰ γίνῃ ῥιζικὴ μεταρρύθμισι ἀπ᾽ τὸ νηπιαγωγεῖο μέχρι τὸ πανεπιστήμιο, νὰ θεμελιώσουμε νέα ἐκπαιδευτήρια καὶ νέα πανεπιστήμια. Εἴμαστε ὑπὲρ τῆς μεταρρυθμίσεως ὑπὸ ἕναν ὅρο· μεταρρυθμιστὴς νὰ εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός. Ἐὰν μέσα στὰ σχολεῖα δὲν βάλουμε θεμέλιο τὸ Χριστό, τότε δὲν θὰ ὑπάρξῃ καμμία πλέον ἀληθινὴ μεταρρύθμισι· εἶνε ψεύτικη κάθε μεταρρύθμισι ποὺ δὲν στηρίζεται ἐπάνω στὸν θεμέλιο λίθο. Καὶ ὁ «θεμέλιος» λίθος καὶ τοῦ σχολείου καὶ τῆς οἰκογενείας καὶ τοῦ ἔθνους εἶνε «Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γενεὰ ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο; Δὲν ἐννοῶ ἂν τ᾽ ἀκούσατε μὲ αὐτὰ τὰ αὐτιά, ἀλλὰ μὲ τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς.
Ἂν ἀκούγαμε τὸ εὐαγγέλιο, θὰ ζούσαμε σὰν ἄγγελοι.
Τὰ λόγια του εἶνε λόγια ἐκείνου ποὺ ποτέ δὲν ἔσφαλε, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γραμμένα μὲ τὸ αἷμα του. Ἂς τ᾽ ἀκούσουμε.
Σήμερα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε κάπως παράξενα. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν πρᾶος, γεμᾶτος ἀγάπη.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ, πέφτουν κεραυνοί.
Σεῖς φαίνεται δὲν εἶστε ἁμαρτωλοὶ καὶ δὲν φοβᾶστε, ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ φοβᾶμαι τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω, ἕως πότε θά ᾽μαι μαζί σας;»(Ματθ. 17,17). Αὐτὰ λέει. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε; Θὰ βροῦμε καρδιὲς νὰ μᾶς νιώσουν;
Θὰ πῇ κάποιος· Αὐτὰ δὲν ἀπευθύνονται σὲ Χριστιανούς· εἶνε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀσφαλῶς γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε ὁ Χριστός· καὶ ἀφορμὴ ἔδωσε ἕνας πατέρας, ποὺ εἶχε παιδὶ δαιμονιζόμενο κι ὅταν τὸ ἔπιανε ἡ κρίσις ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερὸ κ᾽ ἔβγαζε ἀπ᾽ τὸ στόμα ἀφρούς. Ὁ πατέρας τό ᾽βλεπε καὶ καιγόταν. Ποιός γιατρός, ποιό φάρμακο θὰ τὸ θεράπευε; Τό ᾽φερε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ κάνουν καλά. Προσπάθησαν ἐκεῖνοι, δὲν μπόρεσαν. Ὁ πατέρας περίμενε τὸ Χριστό, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος, κι ὅταν κατέβηκε ἔπεσε καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ἀλλὰ τί εἶπε; Σύμφωνα μὲ ἄλλο εὐαγγελιστὴ ποὺ περιγράφει τὴ σκηνή, εἶπε· «Ἂν μπορῇς, Κύριε, βοήθησέ μας»(βλ. Μᾶρκ. 9,22). «Ἂν μπορῇς»! τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, πατέρα δυστυχισμένε;
Ἂν μιλᾷς ἔτσι, τότε δὲν πιστεύεις. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἄκουσε τέτοια λόγια ἀπ᾽ τὸν πατέρα κ᾽ εἶχε μπροστά του τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς φυλῆς, ἄνοιξε τὰ πανάχραντά του χείλη κι ἀπὸ τὸ στόμα του βγῆκε ὁ κεραυνὸς κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν δεῖ τόσα θαύματα κι ὅμως ἀπιστοῦσαν· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Ναί, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὰ εἶπε. Ἀλλὰ νομίζω καὶ δὲν εἶμαι μακριὰ ἀπ᾽ τὴν πραγματικότητα ἂν πῶ, ὅτι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μας ταιριάζει καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Καὶ οἱ δύο τίτλοι μᾶς ἁρμόζουν. Καὶ στὴ δική μας πατρίδα καὶ στὴ δική μας γενεὰ ἁρμόζει νὰ πῇ ὁ Κύριος ὅτι εἴμαστε «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».
⃝ Εἴμαστε γενεὰ ἄπιστη. Ἀμφιβάλλεις; Τί ἀκούγεται ἔξω; Τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἐσεληνιάζετο ἕνας, ὁ νέος αὐτός, κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. Μὰ ἐγὼ τώρα δὲ βλέπω ἕναν· βλέπω πολλούς, χιλιάδες, ποὺ κάθε μέρα πέφτουν καὶ βγάζουν ἀφροὺς ἄλλου εἴδους. Οἱ ἀφροὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔβγαζε τὸ παιδὶ ἦταν ἀναμάρτητοι· ἦταν τῆς ἀρρώστιας, ὄχι τῆς ψυχῆς. Σήμερα βγάζουν ἀφροὺς χειρότερους· ἔγιναν σκυλιὰ λυσσασμένα.
Μὰ ποιοί εἶν᾽ αὐτοὶ οἱ δαιμονιζόμενοι; Τοὺς ξέρετε, εἶνε δίπλα σας· εἶνε οἱ βλάσφημοι. Αὐτοὶ ἔχουν λυσσάξει· ὅπου σταθοῦν κι ὅπου βρεθοῦν, ἀνοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ βρίζουν τὰ θεῖα· βλαστημοῦν Χριστό, Θεό, Παναγία, καντήλια, κολυμπῆθρες, εἰκόνες, τὰ πάντα. Κι ἅμα τοὺς παρατηρήσῃς σοῦ λένε· –Ἀπὸ συνήθεια τὸ κάνω, ἀπὸ συνήθεια… Πόσες φορὲς τ᾽ ἄκουσα αὐτό· –Ἀπὸ συνήθεια!… Ἀπὸ συνήθεια; Ὄχι ἀπὸ συνήθεια, διαμαρτύρομαι· δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ συνήθεια· ἀπὸ ἀπιστία τὸ κάνουν.
Λίγο ἂν πίστευαν στὸ Θεό, ὅτι ὑπάρχει, ὅτι αὐτὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν, ὅτι εἶνε ὁ τροφεὺς καὶ συντηρητὴς ποὺ μᾶς παρέχει τὰ πάντα, δὲ θὰ τὸν βλαστημοῦσαν, ἀλλὰ θά ᾽λεγαν ἕνα εὐχαριστῶ. Καὶ νερὸ καὶ ψωμὶ καὶ τὰ πάντα ἀπολαμβάνουν, καὶ τὸ Θεὸ βλαστημοῦν. Τὸ κάνουν λοιπὸν ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ὅπως λένε, ἀλλ᾽ ἀπὸ μιὰ ἀπιστία στὸ Θεό.
Μὰ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν βλαστημοῦν; Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται, κοινωνοῦν, ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι· εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ φοροῦμε τὸ ῥάσο, εἶνε οἱ ὀγδόντα δεσποτάδες κ᾽ οἱ ὀχτὼ χιλιάδες παπᾶδες κ᾽ οἱ τρεῖς χιλιάδες θεολόγοι. Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ἀκοῦμε τὶς βλαστήμιες, τί κάνουμε; σηκώσαμε σταυροφορία, μιὰ ἁγία ἐπανάστασι, ποὺ θὰ καθαρίσῃ τὸ ἔθνος ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ ἄγος; Τίποτα. Γιατί; γιατί δὲν μπορέσαμε ὅλοι ἐμεῖς νὰ ξερριζώσουμε αὐτὴ τὴν ἀσχημία; Ἡ ἀπάντησι εἶνε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ὅταν οἱ μαθηταὶ ρώτησαν τὸ Χριστό, Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο; ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν»(Ματθ. 17,20)· ἂν πιστεύατε, θὰ τὸ βγάζατε. Καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν μπορέσαμε νὰ ξερριζώσουμε τὴ βλαστήμια, εἶνε «διὰ τὴν ἀπιστίαν ἡμῶν».
⃝ Ὥστε λοιπόν, εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ τῶν ἄλλων ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ ἀδιαφοροῦν, εἴμαστε μία «γενεὰ ἄπιστος». Καὶ μόνο «ἄπιστος»; Καταντήσαμε ἀκόμη καὶ «γενεὰ διεστραμμένη», διεφθαρμένη γενεά(ἔ.ἀ.). Εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ ἀποδείξουμε κι αὐτό; πρέπει νὰ φέρω φακέλους ἀπ᾽ τὰ δικαστήρια καὶ τὴν ἀστυνομία, γιὰ ν᾽ ἀποδείξω μὲ νούμερα τὴ διαφθορά; Ποιά διαφθορά;
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ὅταν μιὰ γυναίκα ἔμπαινε στὸ μέσον νὰ χωρίσῃ ἀντρόγυνο, δὲν ἄνοιγε πόρτα γι᾽ αὐτήν! Ἡ μακαρίτισσα βασίλισσα Σοφία ἔκλεισε τὶς πόρτες σὲ κάτι τέτοιες. Γιατὶ προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιὰ παρὰ νὰ χωρίσῃς ἕνα ἀντρόγυνο. Τώρα; κάτι τέτοιες εἶνε «κυρίες», εὐπρόσδεκτες παντοῦ, σὲ σαλόνια καὶ γραφεῖα, σὲ κάθε ἐκδήλωσι.
Τὰ ἀντρόγυνα παλιὰ εἶχαν ἀγάπη. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστη λέξι. Ζοῦσαν ἀγαπημένοι ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία ποὺ μαρτύρησαν τὴν ἴδια μέρα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιορτάζουν στὶς 26 Αὐγούστου· ἑνωμένοι παντοῦ, στὴ χαρά, στὸν πόνο, ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο.Ἔτσι ἦταν ὅλα τὰ ἀντρόγυνα. Τώρα; κάποιος ἀπέδειξε μὲ στοιχεῖα, ὅτι μέσα στὴ χαβούζα αὐτή, στὸ μεγάλο λάκκο τῆς ἁμαρτίας, οἱ γυναῖκες ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους, δηλωμένες καὶ ἀδήλωτες, εἶνε δεκάδες χιλιάδες.
Περάσαμε τὴ Βαβυλῶνα, γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Κ᾽ ἔπειτα μοῦ λὲς ὅτι δὲν μᾶς ἁρμόζει τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»; Ἂν τό ᾽πε μιὰ φορὰ ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, γιὰ μᾶς, ποὺ κατοικοῦμε σὲ τόπο ἅγιο, ὅπου κάθε κλαρὶ καὶ κάθε λόγγος καὶ κάθε βουνὸ καὶ κάθε πέτρα εἶνε ἁγιασμένα, σ᾽ αὐτὴ τὴ χώρα ἂν ἐρχόταν πάλι κ᾽ ἔβλεπε τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά μας, τὶς μοιχεῖες καὶ πορνεῖες μας, θά ᾽λεγε πάλι «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεφθαρμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Θὰ πῇ κάποιος· Μὰ δὲν τ᾽ ἀκούει αὐτὰ ὁ Θεός, δὲν τὰ βλέπει; Ἀσφαλῶς! Μήπως εἶνε ἀδύναμος νὰ τὰ σταματήσῃ; Ὄχι δά. Γιατί τότε τὰ ἀνέχεται; Μᾶς τὸ φωνάζουν τὰ ἅγια βιβλία· μακροθυμεῖ! «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε».
Τί θὰ πῇ μακροθυμία; Ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μακροθυμία εἶνε σὰ νὰ ἔχῃς ἕνα ποτήρι ἢ μιὰ κανάτα, καὶ νὰ πηγαίνῃ ἕνας μικρὸς καὶ νὰ ῥίχνῃ κάθε μέρα ἀπὸ μιὰ σταγόνα. ῾Ρίχνεις μία, ῥίχνεις ἄλλη σταγόνα…· ἔ, ἂν αὐτὸ ἐξακολουθῇ, θά ᾽ρθῃ μιὰ ὥρα ποὺ ἡ κανάτα θὰ γεμίσῃ. Κι ἅμα ξεχειλίσῃ, θὰ χυθῇ. Τώρα μικροὶ - μεγάλοι ῥίχνουμε μέσα στὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ τ᾽ ἁμαρτήματά μας· ἔ, θά ᾽ρθῃ ὥρα, ἦρθε, ποὺ τὸ κακὸ θὰ ξεχειλίσῃ· κι ἅμα ξεχειλίσῃ, τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ· ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ τελειώσῃ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀρχίσῃ ἡ δικαιοσύνη του.
Τὰ σημάδια ἔρχονται. Στὴν Ἰταλία, μιὰ πόλις μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ Ἀμερικᾶνες καὶ Γαλλίδες ξαπλωμένες στὴν ἀμμουδιὰ γλεντοῦσαν καὶ χαχάνιζαν καὶ ὠργίαζαν, τὴν ὥρα ποὺ τὰ κέντρα ἦταν γεμᾶτα καὶ μικροὶ - μεγάλοι ἔπαιζαν, ξαφνικὰ πετάχτηκαν ἔξω, ἄφησαν τὰ μπανιερά τους, ἄδειασαν ὅλα, ἡ πόλις ἐρήμωσε καὶ μόνο σκυλιὰ γαυγίζανε ἐκεῖ. Τι συνέβη; Σεισμὸς γιὰ λίγα δευτερόλεπτα! Τότε πιὰ θυμήθηκαν τὴ Μαντόνα, ποὺ τὴ βλαστημᾶνε κι αὐτοί, καὶ πέσανε καὶ κάνανε προσευχές.
Ἀδέρφια μου, εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς κηρύτττω, μόνο νὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ μ᾽ ἕνα κομποσχοίνι νὰ κλάψω τ᾽ ἁμαρτήματα μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά σας. Εἶμαι κ᾽ ἐγὼ σὰν ἐσᾶς· ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν Ἀποκάλυψι, στὴ θρησκεία μου. Καὶ μὲ τὴ γλῶσσα τῆς θρησκείας σᾶς λέω, ὅτι τὰ σημάδια πλησιάζουν. Δὲν εἶμαι προφήτης· ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως, γιὰ τὶς μοιχεῖες, τὶς πορνεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἀδικίες, τὶς ἐκμεταλλεύσεις, ποὺ γίναμε θηρία καὶ τῶν δαιμόνων χειρότεροι, καμμιὰ νύχτα μᾶς τραντάξῃ ὁ Θεός. Καὶ τότε ποῦ τὰ παλάτια καὶ ποῦ τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ οἱ στρατῶνες καὶ ποῦ οἱ πλὰζ καὶ ποῦ ὁ τουρισμὸς καὶ ποῦ οἱ διασκεδάσεις; Γῆς Μαδιάμ!
Ὦ Θεέ μου! Διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἂς δώσῃ μετάνοια καὶ ἔλεος σὲ ὅλους μας, γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομά του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου
1. Γενεὰ ἄπιστος
Μόλις κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἀντίκρυσε μέσα στὸν ὄχλο ἕνα δυστυχισμένο πατέρα, ποὺ ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια του καὶ Τοῦ εἶπε:
–Κύριε, λυπήσου τὸ παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει φοβερά. Κινδυνεύει! Πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό. Τὸν ἔφερα στοὺς μαθητάς σου, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν.
Καὶ ὁ Κύριος μὲ παράπονο λέγει: Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ ἀπὸ τὴν κακία σου εἶσαι διεστραμμένη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι;
Σὲ ποιὸν ὅμως ἀναφέρεται ἡ ἐπιτίμησι αὐτὴ τοῦ Κυρίου; Στὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου; στοὺς μαθητάς; ἢ στὰ πλήθη, τὸν ὄχλο; Βέβαια τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ πῇ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου. Ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ παιδί του, καὶ βλέποντας τοὺς μαθητὰς νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸ θεραπεύσουν, ἀμφέβαλλε γιὰ τὴ δυνατότητα τοῦ θαύματος. Ὅμως ὁ Κύριος κατόπιν, κατ’ ἰδίαν ἐλέγχει γιὰ ἀπιστία καὶ τοὺς μαθητές του. Ἐδῶ ὅμως προκύπτει κάποιο ἐπιπλέον ζήτημα: Ἐὰν ἡ ἀπιστία τοῦ πατέρα ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο, τότε γιατί ὁ Κύριος ἐπικρίνει καὶ τοὺς μαθητάς;
Διότι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δείξῃ στοὺς μαθητάς του ὅτι μποροῦσαν μὲ τὴν δύναμί του νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο καὶ χωρὶς νὰ πιστεύῃ ὁ πατέρας του ποὺ τὸν ἔφερε κοντά τους. Ὀλιγοπιστεῖ λοιπὸν ὁ πατέρας, ὀλιγοπιστοῦν καὶ οἱ μαθηταί. Ὀλιγοπιστεῖ ὅμως καὶ ὁ παρευρισκόμε-νος ὄχλος. Διότι ὁ Κύριος ἐπιτιμᾷ καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, τὰ ὁποῖα ἀποκαλεῖ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι καὶ τὰ πλήθη ἔδειξαν ἀπιστία γιὰ τὸ θαῦμα, καθὼς ἔβλεπαν τοὺς μαθητὰς νὰ μὴ μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο. Καὶ μάλιστα τὰ πλήθη αὐτὰ εἶχαν δεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο.
Ὅμως ὁ Κύριος ἐλέγχοντας γιὰ ἀπιστία ὅλους αὐτοὺς τοὺς παρευρισκομένους, οὐσιαστικὰ ἐλέγχει ἀκόμη περισσότερο ἐμᾶς. Εἶναι σὰν νὰ λέγῃ καὶ στὴ δική μας γενιά: Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη. Πόσο περισσότερο σκληρόκαρδη καὶ ἄπιστη εἶσαι! Διότι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ ἔχουμε πολὺ μεγαλύτερη εὐθύνη καὶ ἐνοχὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχαν τὰ πλήθη τῆς Γαλιλαίας. Ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε δεχθῆ τὴν Χάρι καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχουμε πίσω μας μιὰ ἱστορία ἐκπληκτικῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ καὶ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. ῎Εχουμε ἀμέτρητα νέφη μαρτύρων καὶ ἁγίων. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἀδικαι-ολόγητοι εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα ποὺ κάποτε σὲ ὧρες πειρασμοῦ ἢ δοκιμασίας ἀμφιβάλλουμε! Χάνουμε τὴν πίστι μας. Καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν ἄπιστοι ἢ ἔστω ὀλιγόπιστοι. Ὣς πότε λοιπὸν θὰ μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός; Μόνον τὸ ἔλεός του θὰ μᾶς σώσῃ.
2. Ποιὸς μετακίνησε βουνά;
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐπετίμησε τὸ δαιμόνιο, ἐθεράπευσε ἀμέσως τὸ δαιμονισμένο παιδί. Οἱ μαθηταὶ ἐκστατικοί, πλησίασαν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν ρώτησαν μὲ ἀπορία: Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο αὐτό; Καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἐπειδὴ σᾶς λείπει ἡ πίστις. Ἐὰν ἔχετε πίστι θερμὴ καὶ δυνατὴ σὰν τὸ μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, θὰ πῆτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ μετακινηθῇ. Μὲ μία τέτοια θερμὴ πίστι τὰ πάντα θὰ εἶναι δυνατὰ σὲ σᾶς.
Ἀκούγοντας ὅμως τοὺς λόγους αὐτούς, κάποιοι Χριστιανοὶ ρωτοῦν: Μὰ καλά, ἐφ’ ὅσον οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν μετακίνησαν κανένα βουνό, δὲν ἔκαναν ποτὲ ἕνα τέτοιο θαῦμα τόσο δυσκατόρθωτο, ἄρα δὲν εἶχαν πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως»; Κι ἂν οἱ Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν τέτοια πίστι, πῶς ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ τὴν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι Χριστιανοί;
Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευταὶ ἐξηγοῦν ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν εἶχαν μόνον μιὰ τόσο μικρὴ πίστι ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερη. Διότι δὲν μετακίνησαν ἁπλῶς κάποιο βουνό, ἀλλὰ ἔκαναν κάτι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο. Μετακίνησαν τεράστιους ὄγκους κακίας ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀνέστησαν ψυχικῶς ἀμέτρητους νεκρούς. Ἄλλαξαν τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἡ μετακίνησι κάποιου βουνοῦ θὰ ἦταν ἁπλῶς ἕνα θαῦμα ἐντυπωσιασμοῦ. Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως τῆς οἰκουμένης ἀποτελοῦσε ἕνα θαῦμα ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο.
Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὁ Κύριος μᾶς ζητῇ νὰ ἔχουμε πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως», δὲν χρησιμοποιεῖ ἁπλῶς ἕνα σχῆμα λόγου, ἀλλὰ μᾶς ζητεῖ πραγματικῶς νὰ ἔχουμε μία θερμὴ καὶ δυνατὴ πίστι. Διότι, ὅταν ἡ πίστι μας εἶναι τόσο δυνατή, καὶ πέσῃ, ὅπως τὸ σινάπι, σὲ γῆ ἀγαθή, δηλαδὴ σὲ καθαρὸ καὶ εὔφορο χωράφι τῆς ψυχῆς, γίνεται δένδρο μεγάλο καὶ ἔχει θαυμαστὰ ἀποτελέσματα. Μιὰ τέτοια πίστι θερμὴ καὶ δυνατὴ ἂς προσευχώμαστε καθημερινῶς νὰ μᾶς χαρίσῃ ὁ Κύριος. Καὶ θὰ βλέπουμε στὴν ψυχή μας τὴν θαυμαστὴ καρποφορία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
kranos
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου
«Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε» (Ματθ. 17,17)
Ἕνας δυστυχής, πολὺ δυστυχής, ἀγαπητοί μου, ποὺ ὁ πόνος του ἦταν μεγάλος, ἔρχεται καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ. Μὰ τί ἔχει; μήπως εἶνε φτωχὸς ζητιάνος, μήπως εἶνε ἄνεργος, μήπως εἶνε ἄρρωστος αὐτὸς προσωπικά; Οὔτε ζητιάνος οὔτε ἄνεργος οὔτε προσωπικὰ ἄρρωστος εἶνε, κι ὅμως γονατίζει μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ ζητᾷ βοήθεια, γιατὶ τοῦ συνέβη μεγάλη συμφορά.
Ποιά ἡ συμφορά; Τὸ παιδί του ἦταν ἄρρωστο. Ἄρρωστο; δὲ λέμε τίποτα. Μακάρι νὰ ἦταν ἄρρωστο, νὰ εἶχε φθίσι ἢ καρκίνο ἢ ἄλλη ἀσθένεια. Εἶχε κάτι χειρότερο, μιὰ περίεργη ἀσθένεια· εἶχε δαιμονοπληξία. Ὅπως ὑπάρχει ἠλεκτροπληξία, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πάθῃ –Θεὸς φυλάξοι– δαιμονοπληξία, ποὺ εἶνε κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν ἠλεκτροπληξία.
–Μὰ κάτι περίεργα πράγματα λὲς σήμερα.
Καὶ ὅμως εἶνε πραγματικά. Οἱ ἄνθρωποι τρέμουν ν᾿ ἀγγίξουν ἠλεκτροφόρα σύρματα, ἀλλὰ δὲν φοβοῦνται τὸ κακὸ ποὺ λέγεται δαιμονοπληξία. Τὸ παιδὶ αὐτὸ προτιμότερο νὰ ἄγγιζε ἠλεκτροφόρο σύρμα παρὰ ποὺ ἄγγιξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα κ᾽ ἔγινε δαιμονόπληκτο, δαιμονιζόμενο.
Τί θὰ πῇ δαιμονιζόμενος; Ὅτι δηλαδὴ τὸ πονηρὸ πνεῦμα μπῆκε μέσα στὴ σκέψι, στὴν καρδιά, στὸ συναίσθημά του, σὲ ὅλο τὸν ψυχοσωματικό του ὀργανισμό, κι ἀπὸ τότε τὸ λογικό του δὲν λειτουργοῦσε· ἦταν σὰν ἄλογο ποὺ σπάει τὸ χαλινάρι καὶ ἀχαλίνωτο πέφτει στὸ γκρεμό. Κι ὅταν τό ᾽πιανε ἡ κρίσι, ἦταν ἀξιοθρήνητο· σὰν τὸ ψάρι ποὺ σπαρταράει ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ἔτσι σπαρταροῦσε κι αὐτό. Ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔπεφτε στὸ νερὸ ἢ στὴ φωτιά.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδὶ λοιπὸν ἦρθε ὁ πατέρας στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
* * *
Δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ὁ πατέρας αὐτὸς τοῦ εὐαγγελίου. Μὰ σὰν κι αὐτὸν ὑπάρχουν πολλοὶ δυστυχεῖς γονεῖς.
Ἄλλοι ἔχουν παιδιὰ ἄρρωστα σωματικῶς ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες. Βλέπει ἡ μάνα τὸ παιδὶ στὸ κρεβάτι νὰ λειώνῃ καὶ δὲν κοιμᾶται ὅλη νύχτα. Τρέχει ἀπὸ γιατρὸ σὲ γιατρὸ κι ἀπὸ κλινικὴ σὲ κλινική, συμβουλεύεται ἐπιστήμονες, ἀγοράζει φάρμακα, χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα. Κι ἅμα δῇ ὅτι αὐτὰ δὲν φέρνουν ἀποτέλεσμα, παίρνει τὸ μικρὸ στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τρέχει σὲ βουνὰ – λαγκάδια, ναοὺς κ᾽ ἐξωκκλήσια καὶ ἱερὰ προσκυνήματα, πέφτει καὶ παρακαλεῖ καὶ τάζει τάματα, ἀρκεῖ νὰ γίνῃ τὸ παιδί της καλά.
Ἄλλοι ὅμως εἶνε ἀκόμη πιὸ δυστυχισμένοι, γιατὶ τὰ παιδιά τους πάσχουν ὄχι σωματικῶς ἀλλὰ ψυχικῶς. Τὰ παιδιά τους εἶνε ὑγιέστατα· τὰ μάγουλά τους κόκκινα σὰν μῆλα Καλιφορνίας, τὰ μπράτσα τους γερά, τὰ πόδια τους δίνουν κλωτσιὲς στὴ μπάλλα καὶ διαπρέπουν στὰ γήπεδα, ἔχουν δύναμι νὰ σπάσουν χαλίκι στὸ δημόσιο δρόμο, εἶνε 100% γερά. Μὰ τί νὰ τὰ κάνῃς; Προτιμότερο νὰ εἶχαν κάποια ἀσθένεια, κάποιο μικρόβιο. Γιατὶ ὅπως τὸ σκουλήκι μπαίνει στὴν καρδιὰ τοῦ δέντρου καὶ σιγὰ – σιγὰ τὸ σαπίζει, ἔτσι μέσα στὰ γερὰ κορμιὰ μπαίνει κάποιο δαιμόνιο καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ πάσχουν ψυχικά, ἔχουν δηλαδὴ κακίες καὶ ἐλαττώματα.
Καὶ ποτέ ἄλλοτε τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν τόσες κακίες καὶ ἐλαττώματα ὅπως ἔχουν σήμερα.
Νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς «φωτογραφίες» ψυχικῶν καταστάσεων τῶν παιδιῶν; Τὸ ἕνα ἀνάβει μὲ τὸ πρῶτο ὅπως ἡ βενζίνη, εἶνε εὐερέθιστο, θυμώνει κι ἀναστατώνει τὸ σπίτι καὶ τὴ γειτονιά. Τὸ ἄλλο παιδὶ ἔχει τέτοια ζήλεια, ποὺ ἡ μάνα δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ ἕνα δῶρο στὸ ἀδελφάκι του, κιτρινίζει ἀπ᾽ τὸ κακό του. Τὸ ἄλλο, ἂν δὲν τοῦ κάνουν τὸ θέλημά του, πεισμώνει σὰν τὸ μουλάρι, οὐρλιάζει, πέφτει κάτω καὶ χτυπιέται. Τὸ ἄλλο παιδί, ἅμα δῇ στὸ δρόμο κανένα κουτσὸ ἢ τυφλὸ ἢ ἀνάπηρο μὲ δεκανίκια, κανένα γέρο σκυφτὸ μὲ ῥαβδί, ἔχει τὸ δαιμόνιο τῆς εἰρωνείας καὶ τοῦ ἐμπαιγμοῦ, περιπαίζει μικροὺς καὶ μεγάλους. Τὸ ἄλλο ἔχει μέσα του τὴ μανία τῆς καταστροφῆς· σπάζει πιάτα, ποτήρια, ὅ,τι βρῇ μπροστά του, εἶνε μία μάστιγα τοῦ σπιτιοῦ. Βλέπεις καὶ σὲ χωριὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν τὸ δαιμόνιο αὐτὸ νὰ καῖνε σπαρτά, νὰ ξερριζώνουν δεντράκια, νὰ καταστρέφουν φυτεῖες, νὰ πιάνουν μικρὰ ζῷα ἢ πουλιὰ καὶ νὰ τὰ τυφλώνουν, νὰ κόβουν τὶς οὐρὲς ἢ τ᾽ αὐτιά τους, νὰ τὰ τυραννοῦν, νὰ τὰ βασανίζουν. Ἄλλα παιδιὰ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους κι ἀντὶ ν᾽ ἀκούγεται δοξολογία στὸ Θεὸ κατὰ τὸ «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ψαλμ. 8,3. Ματθ. 21,16), ὁ διάβολος βγάζει ἀπ᾽ τὸ στόμα τους βρισιὲς καὶ βλαστήμιες. Ἀκοῦς μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν λένε ποτέ ἀλήθεια, τὰ στόματά τους ἔχουν γίνει φάμπρικα τῆς ψευτιᾶς, αἰσχρολογοῦν καὶ κάνουν νὰ κοκκινίζουν τὰ μάγουλα καὶ τοῦ γέρου· καὶ τὸ χειρότερο, βλαστημᾶνε τὰ ὅσια καὶ ἱερά, τὴν Παναγία, τὸ Χριστό!
Τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουν πάθει δαιμονοπληξία κλάψτε τα, θὰ ἔχουν κακὴ ἐξέλιξι· εἶνε ὑποψήφιοι διαρρῆκτες, κλέφτες, πλαστογράφοι, δολοφόνοι· εἶνε αὐτοὶ ποὺ μεθαύριο θὰ σηκώσουν ῥόπαλα νὰ χτυπήσουν τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα, θὰ γίνουν μητροκτόνοι καὶ πατροκτόνοι. Ἔχουν ὑποστῆ ἀλλοίωσι ψυχική, μέσα τους ἔχουν εἰσέλθει ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια, καὶ σπαράζουν, καὶ πέφτουν στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό, στὰ κακὰ ποὺ λέει ἡ Γραφή.
Δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς ποὺ ζοῦν στὸν αἰῶνα αὐτόν, ποὺ τόσο καυχᾶται γιὰ τὴν πρόοδό του! Τί πρέπει νὰ κάνουν; Νὰ λάβουν ῥιζικὰ μέτρα. Τί δηλαδή; νὰ πᾶνε τὰ παιδιά τους σὲ γιατρούς, σὲ εἰδικὰ σχολεῖα καὶ ἀναμορφωτήρια ἀπροσαρμόστων, νὰ ἐπικαλεσθοῦν ἀστυνομία καὶ δικαστήρια ἀνηλίκων; Ἂς τὰ χρησιμοποιήσουν ὅλα.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, πρέπει νὰ καταλάβουμε ἕνα πρᾶγμα. Καλὰ εἶνε καὶ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ ἀναμορφωτήρια καὶ οἱ παιδικὲς κατασκηνώσεις καὶ τὰ ἄλλα μέσα, ἀλλὰ τίποτε δὲν κάνουμε· χτίζουμε ἐπὶ τῆς ἄμμου, ἐὰν δὲν ἀκούσουμε ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τὴ φωνὴ ποὺ ἀπευθύνεται ἰδιαιτέρως πρὸς τοὺς γονεῖς· εἶνε ἡ φωνὴ Ἐκείνου ποὺ ἀγαπάει τὰ παιδιὰ κι ἀνέβηκε γι᾽ αὐτὰ μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, ἐκείνου ποὺ ἁπλώνει τὰ πανάγιά του χέρια σὲ ὅλους καὶ μᾶς λέει· Γονεῖς ὅσοι ἔχετε τέτοια παιδιά, «φέρετέ μοι αὐτὰ ὧδε» (Ματθ. 17,17), φέρτε τὰ παιδιά σας σ᾽ ἐμένα.
Καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς εἶνε στὸν κόσμο καὶ θαυματουργεῖ, κάνει μεγάλα θαύματα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι. «Ὅσοι πιστοί!», ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, φέρτε τὰ παιδιά σας ἐδῶ. Ποῦ ἐδῶ; Φέρτε τα στὸ κατηχητικὸ σχολεῖο ν᾿ ἀκούσουν τὸ ἀλφάβητο τῆς πίστεώς μας, φέρτε τα στὴν ἐξομολόγησι νὰ ποῦν τ᾿ ἁμαρτήματά τους στὸν πνευματικὸ πατέρα, φέρτε τα στὴ θεία λειτουργία ν᾽ ἁγιασθοῦν, φέρτε τα στὴ θεία κοινωνία νὰ μεταλάβουν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, συνηθίστε τα στὴ νηστεία, στὴν προσευχή, στὶς ἱερὲς ἀσκήσεις.
Φέρτε τὰ παιδιά σας στὴν Ἐκκλησία! εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Μὰ ἀκοῦνε οἱ σημερινοὶ γονεῖς τὴ φωνὴ αὐτή; Λὲς καὶ ὁ διάβολος τοὺς ἔφραξε τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι, δὲν ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν. Ὁ φόβος τῶν γονέων εἶνε, μήπως τὰ παιδιά τους πλησιάσουν τὸ Χριστὸ, μήπως πιάσουν στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο, μήπως γίνουν παιδιὰ θρησκευτικὰ καὶ «καθυστερημένα», μήπως σπουδάσουν θεολογία καὶ γίνουν ἱεροκήρυκες… Καὶ βλέπεις σήμερα χίλια χωριὰ στὴ Βόρειο Ἑλλάδα δὲν ἔχουν ἱερεῖς, γιατὶ δὲν γίνεται κανείς πλέον ἱερεύς, μέσα στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς διαφθορᾶς.
Ἀλλὰ ἀλλοίμονο! –καὶ σημειῶστε το καλά– παιδὶ ποὺ δὲν πηγαίνει στὸ Χριστό, θὰ πάῃ στὸ θέατρο τὸ ἀνήθικο, στὸ βιβλίο τὸ φαρμακερό, στὸν κινηματογράφο τὸ γκαγκστερικό, στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, στοὺς οἴκους τοῦ αἴσχους. Παιδὶ ποὺ δὲν πηγαίνει στὸ Χριστό, θὰ πάῃ στὸν διάβολο. Καὶ τότε ἑτοιμαστῆτε, πατέρα καὶ μάνα, νὰ ὑποφέρετε. Τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, ποὺ κρατᾷς τώρα στὴν ἀγκαλιά σου καὶ τὸ λὲς «ἀγγελούδι» σου, θὰ γίνῃ ἕνας γορίλλας, ἕνας πίθηκος, ἕνα τετράποδο, ἕνα ζῷο, ἕνας κακοῦργος, ἕνας δαιμονιζόμενος, ποὺ θὰ σὲ βασανίσῃ.
* * *
Γονεῖς! σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μᾶς καλεῖ, ἂν θέλουμε ὁ τόπος αὐτὸς νὰ μὴ καταστραφῇ, νὰ ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὰ παιδιά. Δὲν εἴμαστε ἐναντίον τῆς προόδου, ὄχι! Νὰ προοδεύσουν τὰ γράμματα καὶ οἱ ἐπιστῆμες, νὰ γίνῃ ῥιζικὴ μεταρρύθμισι ἀπ᾽ τὸ νηπιαγωγεῖο μέχρι τὸ πανεπιστήμιο, νὰ θεμελιώσουμε νέα ἐκπαιδευτήρια καὶ νέα πανεπιστήμια. Εἴμαστε ὑπὲρ τῆς μεταρρυθμίσεως ὑπὸ ἕναν ὅρο· μεταρρυθμιστὴς νὰ εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός. Ἐὰν μέσα στὰ σχολεῖα δὲν βάλουμε θεμέλιο τὸ Χριστό, τότε δὲν θὰ ὑπάρξῃ καμμία πλέον ἀληθινὴ μεταρρύθμισι· εἶνε ψεύτικη κάθε μεταρρύθμισι ποὺ δὲν στηρίζεται ἐπάνω στὸν θεμέλιο λίθο. Καὶ ὁ «θεμέλιος» λίθος καὶ τοῦ σχολείου καὶ τῆς οἰκογενείας καὶ τοῦ ἔθνους εἶνε «Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γενεὰ ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο; Δὲν ἐννοῶ ἂν τ᾽ ἀκούσατε μὲ αὐτὰ τὰ αὐτιά, ἀλλὰ μὲ τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς.
Ἂν ἀκούγαμε τὸ εὐαγγέλιο, θὰ ζούσαμε σὰν ἄγγελοι.
Τὰ λόγια του εἶνε λόγια ἐκείνου ποὺ ποτέ δὲν ἔσφαλε, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γραμμένα μὲ τὸ αἷμα του. Ἂς τ᾽ ἀκούσουμε.
Σήμερα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε κάπως παράξενα. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν πρᾶος, γεμᾶτος ἀγάπη.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ, πέφτουν κεραυνοί.
Σεῖς φαίνεται δὲν εἶστε ἁμαρτωλοὶ καὶ δὲν φοβᾶστε, ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ φοβᾶμαι τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω, ἕως πότε θά ᾽μαι μαζί σας;»(Ματθ. 17,17). Αὐτὰ λέει. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε; Θὰ βροῦμε καρδιὲς νὰ μᾶς νιώσουν;
Θὰ πῇ κάποιος· Αὐτὰ δὲν ἀπευθύνονται σὲ Χριστιανούς· εἶνε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀσφαλῶς γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε ὁ Χριστός· καὶ ἀφορμὴ ἔδωσε ἕνας πατέρας, ποὺ εἶχε παιδὶ δαιμονιζόμενο κι ὅταν τὸ ἔπιανε ἡ κρίσις ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερὸ κ᾽ ἔβγαζε ἀπ᾽ τὸ στόμα ἀφρούς. Ὁ πατέρας τό ᾽βλεπε καὶ καιγόταν. Ποιός γιατρός, ποιό φάρμακο θὰ τὸ θεράπευε; Τό ᾽φερε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ κάνουν καλά. Προσπάθησαν ἐκεῖνοι, δὲν μπόρεσαν. Ὁ πατέρας περίμενε τὸ Χριστό, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος, κι ὅταν κατέβηκε ἔπεσε καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ἀλλὰ τί εἶπε; Σύμφωνα μὲ ἄλλο εὐαγγελιστὴ ποὺ περιγράφει τὴ σκηνή, εἶπε· «Ἂν μπορῇς, Κύριε, βοήθησέ μας»(βλ. Μᾶρκ. 9,22). «Ἂν μπορῇς»! τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, πατέρα δυστυχισμένε;
Ἂν μιλᾷς ἔτσι, τότε δὲν πιστεύεις. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἄκουσε τέτοια λόγια ἀπ᾽ τὸν πατέρα κ᾽ εἶχε μπροστά του τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς φυλῆς, ἄνοιξε τὰ πανάχραντά του χείλη κι ἀπὸ τὸ στόμα του βγῆκε ὁ κεραυνὸς κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν δεῖ τόσα θαύματα κι ὅμως ἀπιστοῦσαν· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Ναί, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὰ εἶπε. Ἀλλὰ νομίζω καὶ δὲν εἶμαι μακριὰ ἀπ᾽ τὴν πραγματικότητα ἂν πῶ, ὅτι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μας ταιριάζει καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Καὶ οἱ δύο τίτλοι μᾶς ἁρμόζουν. Καὶ στὴ δική μας πατρίδα καὶ στὴ δική μας γενεὰ ἁρμόζει νὰ πῇ ὁ Κύριος ὅτι εἴμαστε «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».
⃝ Εἴμαστε γενεὰ ἄπιστη. Ἀμφιβάλλεις; Τί ἀκούγεται ἔξω; Τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἐσεληνιάζετο ἕνας, ὁ νέος αὐτός, κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. Μὰ ἐγὼ τώρα δὲ βλέπω ἕναν· βλέπω πολλούς, χιλιάδες, ποὺ κάθε μέρα πέφτουν καὶ βγάζουν ἀφροὺς ἄλλου εἴδους. Οἱ ἀφροὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔβγαζε τὸ παιδὶ ἦταν ἀναμάρτητοι· ἦταν τῆς ἀρρώστιας, ὄχι τῆς ψυχῆς. Σήμερα βγάζουν ἀφροὺς χειρότερους· ἔγιναν σκυλιὰ λυσσασμένα.
Μὰ ποιοί εἶν᾽ αὐτοὶ οἱ δαιμονιζόμενοι; Τοὺς ξέρετε, εἶνε δίπλα σας· εἶνε οἱ βλάσφημοι. Αὐτοὶ ἔχουν λυσσάξει· ὅπου σταθοῦν κι ὅπου βρεθοῦν, ἀνοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ βρίζουν τὰ θεῖα· βλαστημοῦν Χριστό, Θεό, Παναγία, καντήλια, κολυμπῆθρες, εἰκόνες, τὰ πάντα. Κι ἅμα τοὺς παρατηρήσῃς σοῦ λένε· –Ἀπὸ συνήθεια τὸ κάνω, ἀπὸ συνήθεια… Πόσες φορὲς τ᾽ ἄκουσα αὐτό· –Ἀπὸ συνήθεια!… Ἀπὸ συνήθεια; Ὄχι ἀπὸ συνήθεια, διαμαρτύρομαι· δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ συνήθεια· ἀπὸ ἀπιστία τὸ κάνουν.
Λίγο ἂν πίστευαν στὸ Θεό, ὅτι ὑπάρχει, ὅτι αὐτὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν, ὅτι εἶνε ὁ τροφεὺς καὶ συντηρητὴς ποὺ μᾶς παρέχει τὰ πάντα, δὲ θὰ τὸν βλαστημοῦσαν, ἀλλὰ θά ᾽λεγαν ἕνα εὐχαριστῶ. Καὶ νερὸ καὶ ψωμὶ καὶ τὰ πάντα ἀπολαμβάνουν, καὶ τὸ Θεὸ βλαστημοῦν. Τὸ κάνουν λοιπὸν ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ὅπως λένε, ἀλλ᾽ ἀπὸ μιὰ ἀπιστία στὸ Θεό.
Μὰ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν βλαστημοῦν; Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται, κοινωνοῦν, ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι· εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ φοροῦμε τὸ ῥάσο, εἶνε οἱ ὀγδόντα δεσποτάδες κ᾽ οἱ ὀχτὼ χιλιάδες παπᾶδες κ᾽ οἱ τρεῖς χιλιάδες θεολόγοι. Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ἀκοῦμε τὶς βλαστήμιες, τί κάνουμε; σηκώσαμε σταυροφορία, μιὰ ἁγία ἐπανάστασι, ποὺ θὰ καθαρίσῃ τὸ ἔθνος ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ ἄγος; Τίποτα. Γιατί; γιατί δὲν μπορέσαμε ὅλοι ἐμεῖς νὰ ξερριζώσουμε αὐτὴ τὴν ἀσχημία; Ἡ ἀπάντησι εἶνε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ὅταν οἱ μαθηταὶ ρώτησαν τὸ Χριστό, Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο; ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν»(Ματθ. 17,20)· ἂν πιστεύατε, θὰ τὸ βγάζατε. Καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν μπορέσαμε νὰ ξερριζώσουμε τὴ βλαστήμια, εἶνε «διὰ τὴν ἀπιστίαν ἡμῶν».
⃝ Ὥστε λοιπόν, εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ τῶν ἄλλων ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ ἀδιαφοροῦν, εἴμαστε μία «γενεὰ ἄπιστος». Καὶ μόνο «ἄπιστος»; Καταντήσαμε ἀκόμη καὶ «γενεὰ διεστραμμένη», διεφθαρμένη γενεά(ἔ.ἀ.). Εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ ἀποδείξουμε κι αὐτό; πρέπει νὰ φέρω φακέλους ἀπ᾽ τὰ δικαστήρια καὶ τὴν ἀστυνομία, γιὰ ν᾽ ἀποδείξω μὲ νούμερα τὴ διαφθορά; Ποιά διαφθορά;
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ὅταν μιὰ γυναίκα ἔμπαινε στὸ μέσον νὰ χωρίσῃ ἀντρόγυνο, δὲν ἄνοιγε πόρτα γι᾽ αὐτήν! Ἡ μακαρίτισσα βασίλισσα Σοφία ἔκλεισε τὶς πόρτες σὲ κάτι τέτοιες. Γιατὶ προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιὰ παρὰ νὰ χωρίσῃς ἕνα ἀντρόγυνο. Τώρα; κάτι τέτοιες εἶνε «κυρίες», εὐπρόσδεκτες παντοῦ, σὲ σαλόνια καὶ γραφεῖα, σὲ κάθε ἐκδήλωσι.
Τὰ ἀντρόγυνα παλιὰ εἶχαν ἀγάπη. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστη λέξι. Ζοῦσαν ἀγαπημένοι ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία ποὺ μαρτύρησαν τὴν ἴδια μέρα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιορτάζουν στὶς 26 Αὐγούστου· ἑνωμένοι παντοῦ, στὴ χαρά, στὸν πόνο, ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο.Ἔτσι ἦταν ὅλα τὰ ἀντρόγυνα. Τώρα; κάποιος ἀπέδειξε μὲ στοιχεῖα, ὅτι μέσα στὴ χαβούζα αὐτή, στὸ μεγάλο λάκκο τῆς ἁμαρτίας, οἱ γυναῖκες ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους, δηλωμένες καὶ ἀδήλωτες, εἶνε δεκάδες χιλιάδες.
Περάσαμε τὴ Βαβυλῶνα, γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Κ᾽ ἔπειτα μοῦ λὲς ὅτι δὲν μᾶς ἁρμόζει τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»; Ἂν τό ᾽πε μιὰ φορὰ ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, γιὰ μᾶς, ποὺ κατοικοῦμε σὲ τόπο ἅγιο, ὅπου κάθε κλαρὶ καὶ κάθε λόγγος καὶ κάθε βουνὸ καὶ κάθε πέτρα εἶνε ἁγιασμένα, σ᾽ αὐτὴ τὴ χώρα ἂν ἐρχόταν πάλι κ᾽ ἔβλεπε τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά μας, τὶς μοιχεῖες καὶ πορνεῖες μας, θά ᾽λεγε πάλι «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεφθαρμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Θὰ πῇ κάποιος· Μὰ δὲν τ᾽ ἀκούει αὐτὰ ὁ Θεός, δὲν τὰ βλέπει; Ἀσφαλῶς! Μήπως εἶνε ἀδύναμος νὰ τὰ σταματήσῃ; Ὄχι δά. Γιατί τότε τὰ ἀνέχεται; Μᾶς τὸ φωνάζουν τὰ ἅγια βιβλία· μακροθυμεῖ! «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε».
Τί θὰ πῇ μακροθυμία; Ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μακροθυμία εἶνε σὰ νὰ ἔχῃς ἕνα ποτήρι ἢ μιὰ κανάτα, καὶ νὰ πηγαίνῃ ἕνας μικρὸς καὶ νὰ ῥίχνῃ κάθε μέρα ἀπὸ μιὰ σταγόνα. ῾Ρίχνεις μία, ῥίχνεις ἄλλη σταγόνα…· ἔ, ἂν αὐτὸ ἐξακολουθῇ, θά ᾽ρθῃ μιὰ ὥρα ποὺ ἡ κανάτα θὰ γεμίσῃ. Κι ἅμα ξεχειλίσῃ, θὰ χυθῇ. Τώρα μικροὶ - μεγάλοι ῥίχνουμε μέσα στὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ τ᾽ ἁμαρτήματά μας· ἔ, θά ᾽ρθῃ ὥρα, ἦρθε, ποὺ τὸ κακὸ θὰ ξεχειλίσῃ· κι ἅμα ξεχειλίσῃ, τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ· ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ τελειώσῃ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀρχίσῃ ἡ δικαιοσύνη του.
Τὰ σημάδια ἔρχονται. Στὴν Ἰταλία, μιὰ πόλις μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ Ἀμερικᾶνες καὶ Γαλλίδες ξαπλωμένες στὴν ἀμμουδιὰ γλεντοῦσαν καὶ χαχάνιζαν καὶ ὠργίαζαν, τὴν ὥρα ποὺ τὰ κέντρα ἦταν γεμᾶτα καὶ μικροὶ - μεγάλοι ἔπαιζαν, ξαφνικὰ πετάχτηκαν ἔξω, ἄφησαν τὰ μπανιερά τους, ἄδειασαν ὅλα, ἡ πόλις ἐρήμωσε καὶ μόνο σκυλιὰ γαυγίζανε ἐκεῖ. Τι συνέβη; Σεισμὸς γιὰ λίγα δευτερόλεπτα! Τότε πιὰ θυμήθηκαν τὴ Μαντόνα, ποὺ τὴ βλαστημᾶνε κι αὐτοί, καὶ πέσανε καὶ κάνανε προσευχές.
Ἀδέρφια μου, εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς κηρύτττω, μόνο νὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ μ᾽ ἕνα κομποσχοίνι νὰ κλάψω τ᾽ ἁμαρτήματα μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά σας. Εἶμαι κ᾽ ἐγὼ σὰν ἐσᾶς· ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν Ἀποκάλυψι, στὴ θρησκεία μου. Καὶ μὲ τὴ γλῶσσα τῆς θρησκείας σᾶς λέω, ὅτι τὰ σημάδια πλησιάζουν. Δὲν εἶμαι προφήτης· ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως, γιὰ τὶς μοιχεῖες, τὶς πορνεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἀδικίες, τὶς ἐκμεταλλεύσεις, ποὺ γίναμε θηρία καὶ τῶν δαιμόνων χειρότεροι, καμμιὰ νύχτα μᾶς τραντάξῃ ὁ Θεός. Καὶ τότε ποῦ τὰ παλάτια καὶ ποῦ τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ οἱ στρατῶνες καὶ ποῦ οἱ πλὰζ καὶ ποῦ ὁ τουρισμὸς καὶ ποῦ οἱ διασκεδάσεις; Γῆς Μαδιάμ!
Ὦ Θεέ μου! Διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἂς δώσῃ μετάνοια καὶ ἔλεος σὲ ὅλους μας, γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομά του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου
1. Γενεὰ ἄπιστος
Μόλις κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἀντίκρυσε μέσα στὸν ὄχλο ἕνα δυστυχισμένο πατέρα, ποὺ ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια του καὶ Τοῦ εἶπε:
–Κύριε, λυπήσου τὸ παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει φοβερά. Κινδυνεύει! Πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό. Τὸν ἔφερα στοὺς μαθητάς σου, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν.
Καὶ ὁ Κύριος μὲ παράπονο λέγει: Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ ἀπὸ τὴν κακία σου εἶσαι διεστραμμένη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι;
Σὲ ποιὸν ὅμως ἀναφέρεται ἡ ἐπιτίμησι αὐτὴ τοῦ Κυρίου; Στὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου; στοὺς μαθητάς; ἢ στὰ πλήθη, τὸν ὄχλο; Βέβαια τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ πῇ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου. Ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ παιδί του, καὶ βλέποντας τοὺς μαθητὰς νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸ θεραπεύσουν, ἀμφέβαλλε γιὰ τὴ δυνατότητα τοῦ θαύματος. Ὅμως ὁ Κύριος κατόπιν, κατ’ ἰδίαν ἐλέγχει γιὰ ἀπιστία καὶ τοὺς μαθητές του. Ἐδῶ ὅμως προκύπτει κάποιο ἐπιπλέον ζήτημα: Ἐὰν ἡ ἀπιστία τοῦ πατέρα ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο, τότε γιατί ὁ Κύριος ἐπικρίνει καὶ τοὺς μαθητάς;
Διότι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δείξῃ στοὺς μαθητάς του ὅτι μποροῦσαν μὲ τὴν δύναμί του νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο καὶ χωρὶς νὰ πιστεύῃ ὁ πατέρας του ποὺ τὸν ἔφερε κοντά τους. Ὀλιγοπιστεῖ λοιπὸν ὁ πατέρας, ὀλιγοπιστοῦν καὶ οἱ μαθηταί. Ὀλιγοπιστεῖ ὅμως καὶ ὁ παρευρισκόμε-νος ὄχλος. Διότι ὁ Κύριος ἐπιτιμᾷ καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, τὰ ὁποῖα ἀποκαλεῖ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι καὶ τὰ πλήθη ἔδειξαν ἀπιστία γιὰ τὸ θαῦμα, καθὼς ἔβλεπαν τοὺς μαθητὰς νὰ μὴ μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο. Καὶ μάλιστα τὰ πλήθη αὐτὰ εἶχαν δεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο.
Ὅμως ὁ Κύριος ἐλέγχοντας γιὰ ἀπιστία ὅλους αὐτοὺς τοὺς παρευρισκομένους, οὐσιαστικὰ ἐλέγχει ἀκόμη περισσότερο ἐμᾶς. Εἶναι σὰν νὰ λέγῃ καὶ στὴ δική μας γενιά: Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη. Πόσο περισσότερο σκληρόκαρδη καὶ ἄπιστη εἶσαι! Διότι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ ἔχουμε πολὺ μεγαλύτερη εὐθύνη καὶ ἐνοχὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχαν τὰ πλήθη τῆς Γαλιλαίας. Ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε δεχθῆ τὴν Χάρι καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχουμε πίσω μας μιὰ ἱστορία ἐκπληκτικῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ καὶ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. ῎Εχουμε ἀμέτρητα νέφη μαρτύρων καὶ ἁγίων. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἀδικαι-ολόγητοι εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα ποὺ κάποτε σὲ ὧρες πειρασμοῦ ἢ δοκιμασίας ἀμφιβάλλουμε! Χάνουμε τὴν πίστι μας. Καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν ἄπιστοι ἢ ἔστω ὀλιγόπιστοι. Ὣς πότε λοιπὸν θὰ μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός; Μόνον τὸ ἔλεός του θὰ μᾶς σώσῃ.
2. Ποιὸς μετακίνησε βουνά;
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐπετίμησε τὸ δαιμόνιο, ἐθεράπευσε ἀμέσως τὸ δαιμονισμένο παιδί. Οἱ μαθηταὶ ἐκστατικοί, πλησίασαν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν ρώτησαν μὲ ἀπορία: Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο αὐτό; Καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἐπειδὴ σᾶς λείπει ἡ πίστις. Ἐὰν ἔχετε πίστι θερμὴ καὶ δυνατὴ σὰν τὸ μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, θὰ πῆτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ μετακινηθῇ. Μὲ μία τέτοια θερμὴ πίστι τὰ πάντα θὰ εἶναι δυνατὰ σὲ σᾶς.
Ἀκούγοντας ὅμως τοὺς λόγους αὐτούς, κάποιοι Χριστιανοὶ ρωτοῦν: Μὰ καλά, ἐφ’ ὅσον οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν μετακίνησαν κανένα βουνό, δὲν ἔκαναν ποτὲ ἕνα τέτοιο θαῦμα τόσο δυσκατόρθωτο, ἄρα δὲν εἶχαν πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως»; Κι ἂν οἱ Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν τέτοια πίστι, πῶς ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ τὴν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι Χριστιανοί;
Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευταὶ ἐξηγοῦν ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν εἶχαν μόνον μιὰ τόσο μικρὴ πίστι ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερη. Διότι δὲν μετακίνησαν ἁπλῶς κάποιο βουνό, ἀλλὰ ἔκαναν κάτι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο. Μετακίνησαν τεράστιους ὄγκους κακίας ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀνέστησαν ψυχικῶς ἀμέτρητους νεκρούς. Ἄλλαξαν τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἡ μετακίνησι κάποιου βουνοῦ θὰ ἦταν ἁπλῶς ἕνα θαῦμα ἐντυπωσιασμοῦ. Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως τῆς οἰκουμένης ἀποτελοῦσε ἕνα θαῦμα ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο.
Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὁ Κύριος μᾶς ζητῇ νὰ ἔχουμε πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως», δὲν χρησιμοποιεῖ ἁπλῶς ἕνα σχῆμα λόγου, ἀλλὰ μᾶς ζητεῖ πραγματικῶς νὰ ἔχουμε μία θερμὴ καὶ δυνατὴ πίστι. Διότι, ὅταν ἡ πίστι μας εἶναι τόσο δυνατή, καὶ πέσῃ, ὅπως τὸ σινάπι, σὲ γῆ ἀγαθή, δηλαδὴ σὲ καθαρὸ καὶ εὔφορο χωράφι τῆς ψυχῆς, γίνεται δένδρο μεγάλο καὶ ἔχει θαυμαστὰ ἀποτελέσματα. Μιὰ τέτοια πίστι θερμὴ καὶ δυνατὴ ἂς προσευχώμαστε καθημερινῶς νὰ μᾶς χαρίσῃ ὁ Κύριος. Καὶ θὰ βλέπουμε στὴν ψυχή μας τὴν θαυμαστὴ καρποφορία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ