2017-08-18 19:07:59
Ρομαντικό δεν τον έλεγες. Οι φίλοι του υποστήριζαν ότι είναι λογικός, ορθολογικός, σε βαθμό εκνευρισμού ορισμένες φορές. Ωστόσο τον αγαπούσαν, γιατί είχε χιούμορ δηλητηριώδες ενίοτε και ποτέ δεν έλεγε ψέματα.
Ο ίδιος έλεγε συχνά χαριτολογώντας ότι είναι κυνικός, ότι έπειτα από πολύ μεγάλη προσπάθεια είχε κατορθώσει να καταστείλει τη φυσική ροπή που έχουν οι άνθρωποι να δραματοποιούν τη ζωή και να την ντύνουν με συναισθήματα για να μπορούν να την αντέχουν και να κρύβονται από την πραγματικότητα.
Και όπου πραγματικότητα, βρίσκονταν μερικές αλήθειες για τις οποίες δεν δεχόταν αμφισβήτηση: ο έρωτας είναι χημεία και είναι καταδικασμένος να πεθάνει, το φαγητό είναι μια απόλαυση, αλλά μπορείς να ζήσεις και με νερόβραστες ή ωμές τροφές, η ποίηση τρέφει το πνεύμα, αλλά χάνουμε την ουσία, και άλλα εξωφρενικά παρόμοια.
Τα αράδιαζε ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Εκείνο το βράδυ του Αυγούστου, ύστερα από ένα πραγματικό συμπόσιο στη δροσερή βεράντα, με κρύες μπίρες, ψαράκια, σαλάτες και ψημένο ψωμί με λάδι και ρίγανη, γέλια, τραγούδια, αστεία, όλοι ξαφνικά σώπασαν. Εσβησαν και τα φώτα. Η θεά Σελήνη είχε ανατείλει και όλα τα άλλα μπροστά της είχαν θαμπώσει.
Δεν μιλούσαν, δεν είχαν τι να πουν, δεν μπορούσαν να προσβάλουν μια βασίλισσα τέτοιας ανυπέρβλητης καλλονής. Εμειναν να τη θαυμάζουν.
«Ασημένια μαλλιά». Ακούστηκε σχεδόν ψιθυριστά από μια ανδρική φωνή. «Ασημένια μαλλιά».
Ο κυνικός φίλος τους είχε εκφέρει αυτές τις δύο λέξεις και δεν ήξεραν τι τους ξάφνιασε περισσότερο: ότι μίλησε την ώρα της μυσταγωγίας ή ότι πρόφερε αυτές τις λέξεις;
«Ασημένια μαλλιά», είπε ξανά και γύρισαν να τον κοιτάξουν. Είχε τα μάτια του κλειστά, σαν να ονειρευόταν.
«Τι εννοείς;» ρώτησε κάποιος.
Χωρίς να ανοίξει τα μάτια, με την ίδια σταθερή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή, άρχισε να μιλάει:
Μερικά χρόνια πριν, ένα τέτοιο βράδυ, στη γραμμή Ομόνοια-Κηφισιά. Μια γυναίκα μπήκε στο βαγόνι και κάθισε σε μια άδεια θέση δίπλα στο παράθυρο. Τακτοποίησε την τσάντα της στην ποδιά της, ακούμπησε την πλάτη στο κάθισμα και σήκωσε τα μάτια της προς το παράθυρο.
Νομίζω ότι γι’ αυτό την πρόσεξα, από αυτή την παράλογη κίνησή της. Δεν υπήρχε τίποτα να δεις, ήμασταν μέσα στη σήραγγα. Ούτε καθρεφτιζόταν στο τζάμι. Κοίταζε έξω από το παράθυρο, με βλέμμα καρφωμένο σε κάτι που δεν υπήρχε. Δεν θυμάμαι τι φορούσε, τι χρώμα είχαν τα ρούχα της, αν ήταν πράγματι τόσο όμορφη ώστε να μην μπορώ να αντισταθώ. Νομίζω ότι ήταν νέα, μεταξύ τριάντα και σαράντα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος.
Οταν βγήκαμε από το τούνελ, παρατήρησα ότι κρατούσε το βλέμμα σταθερά καρφωμένο κάπου έξω και ψηλά. Πότε πότε, ίσα που έγερνε το κεφάλι της, λίγο πιο δεξιά ή λίγο πιο αριστερά, άλλοτε λίγο πιο πίσω.
Υπό άλλες συνθήκες θα έλεγα ότι κάτι είχε, ότι ήταν κάπως «πειραγμένη», αλλά απέρριψα την ιδέα αμέσως. Από στάση σε στάση, το ίδιο πράγμα. Βλέμμα έξω και ψηλά.
Βγήκαμε στον σταθμό του ΚΑΤ μαζί και την είδα να φεύγει μπροστά μου με βιαστικά βήματα. Τότε, από το περπάτημά της μου φάνηκε σαν κορίτσι στην εφηβεία. Την ακολούθησα νομίζω, δεν είμαι σίγουρος αν έπρεπε να πάω από κει. Η τελευταία εικόνα της που έχω είναι να στρίβει μπροστά μου σε ένα σκοτεινό στενό και να τινάζει τα μαλλιά της. Ισια και μακριά ήταν. Ενα λευκό φως έπεφτε πάνω τους και είχαν βαφτεί ασημιά.
Εψαξα να βρω από πού ερχόταν το φως. Κοίταξα κι εγώ ψηλά. Η Σελήνη ήταν ψηλά και είχε φωτίσει τη νύχτα.
Στη στροφή αυτή την έχασα. Εμενε εκεί; Μπήκε σε κάποιο σπίτι; Εφυγε με αυτοκίνητο; Δεν κατάλαβα.
Κοίταξαν όλοι ξανά τη Σελήνη. Κανείς τους δεν αντέδρασε στην αναπάντεχη εξομολόγηση. Εμειναν να παρατηρούν το ασήμι που έπεφτε στα πράγματα και τα έκανε να μοιάζουν μαγικά.
Αρχοντία Κάτσουρα
efsyn
olalathos
Ο ίδιος έλεγε συχνά χαριτολογώντας ότι είναι κυνικός, ότι έπειτα από πολύ μεγάλη προσπάθεια είχε κατορθώσει να καταστείλει τη φυσική ροπή που έχουν οι άνθρωποι να δραματοποιούν τη ζωή και να την ντύνουν με συναισθήματα για να μπορούν να την αντέχουν και να κρύβονται από την πραγματικότητα.
Και όπου πραγματικότητα, βρίσκονταν μερικές αλήθειες για τις οποίες δεν δεχόταν αμφισβήτηση: ο έρωτας είναι χημεία και είναι καταδικασμένος να πεθάνει, το φαγητό είναι μια απόλαυση, αλλά μπορείς να ζήσεις και με νερόβραστες ή ωμές τροφές, η ποίηση τρέφει το πνεύμα, αλλά χάνουμε την ουσία, και άλλα εξωφρενικά παρόμοια.
Τα αράδιαζε ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Εκείνο το βράδυ του Αυγούστου, ύστερα από ένα πραγματικό συμπόσιο στη δροσερή βεράντα, με κρύες μπίρες, ψαράκια, σαλάτες και ψημένο ψωμί με λάδι και ρίγανη, γέλια, τραγούδια, αστεία, όλοι ξαφνικά σώπασαν. Εσβησαν και τα φώτα. Η θεά Σελήνη είχε ανατείλει και όλα τα άλλα μπροστά της είχαν θαμπώσει.
Δεν μιλούσαν, δεν είχαν τι να πουν, δεν μπορούσαν να προσβάλουν μια βασίλισσα τέτοιας ανυπέρβλητης καλλονής. Εμειναν να τη θαυμάζουν.
«Ασημένια μαλλιά». Ακούστηκε σχεδόν ψιθυριστά από μια ανδρική φωνή. «Ασημένια μαλλιά».
Ο κυνικός φίλος τους είχε εκφέρει αυτές τις δύο λέξεις και δεν ήξεραν τι τους ξάφνιασε περισσότερο: ότι μίλησε την ώρα της μυσταγωγίας ή ότι πρόφερε αυτές τις λέξεις;
«Ασημένια μαλλιά», είπε ξανά και γύρισαν να τον κοιτάξουν. Είχε τα μάτια του κλειστά, σαν να ονειρευόταν.
«Τι εννοείς;» ρώτησε κάποιος.
Χωρίς να ανοίξει τα μάτια, με την ίδια σταθερή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή, άρχισε να μιλάει:
Μερικά χρόνια πριν, ένα τέτοιο βράδυ, στη γραμμή Ομόνοια-Κηφισιά. Μια γυναίκα μπήκε στο βαγόνι και κάθισε σε μια άδεια θέση δίπλα στο παράθυρο. Τακτοποίησε την τσάντα της στην ποδιά της, ακούμπησε την πλάτη στο κάθισμα και σήκωσε τα μάτια της προς το παράθυρο.
Νομίζω ότι γι’ αυτό την πρόσεξα, από αυτή την παράλογη κίνησή της. Δεν υπήρχε τίποτα να δεις, ήμασταν μέσα στη σήραγγα. Ούτε καθρεφτιζόταν στο τζάμι. Κοίταζε έξω από το παράθυρο, με βλέμμα καρφωμένο σε κάτι που δεν υπήρχε. Δεν θυμάμαι τι φορούσε, τι χρώμα είχαν τα ρούχα της, αν ήταν πράγματι τόσο όμορφη ώστε να μην μπορώ να αντισταθώ. Νομίζω ότι ήταν νέα, μεταξύ τριάντα και σαράντα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος.
Οταν βγήκαμε από το τούνελ, παρατήρησα ότι κρατούσε το βλέμμα σταθερά καρφωμένο κάπου έξω και ψηλά. Πότε πότε, ίσα που έγερνε το κεφάλι της, λίγο πιο δεξιά ή λίγο πιο αριστερά, άλλοτε λίγο πιο πίσω.
Υπό άλλες συνθήκες θα έλεγα ότι κάτι είχε, ότι ήταν κάπως «πειραγμένη», αλλά απέρριψα την ιδέα αμέσως. Από στάση σε στάση, το ίδιο πράγμα. Βλέμμα έξω και ψηλά.
Βγήκαμε στον σταθμό του ΚΑΤ μαζί και την είδα να φεύγει μπροστά μου με βιαστικά βήματα. Τότε, από το περπάτημά της μου φάνηκε σαν κορίτσι στην εφηβεία. Την ακολούθησα νομίζω, δεν είμαι σίγουρος αν έπρεπε να πάω από κει. Η τελευταία εικόνα της που έχω είναι να στρίβει μπροστά μου σε ένα σκοτεινό στενό και να τινάζει τα μαλλιά της. Ισια και μακριά ήταν. Ενα λευκό φως έπεφτε πάνω τους και είχαν βαφτεί ασημιά.
Εψαξα να βρω από πού ερχόταν το φως. Κοίταξα κι εγώ ψηλά. Η Σελήνη ήταν ψηλά και είχε φωτίσει τη νύχτα.
Στη στροφή αυτή την έχασα. Εμενε εκεί; Μπήκε σε κάποιο σπίτι; Εφυγε με αυτοκίνητο; Δεν κατάλαβα.
Κοίταξαν όλοι ξανά τη Σελήνη. Κανείς τους δεν αντέδρασε στην αναπάντεχη εξομολόγηση. Εμειναν να παρατηρούν το ασήμι που έπεφτε στα πράγματα και τα έκανε να μοιάζουν μαγικά.
Αρχοντία Κάτσουρα
efsyn
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άριστη η αμυντική λειτουργία της ΑΕΚ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ