2017-08-24 00:23:01
Με «εμβριθείς» αναλύσεις και άρθρα, που αναμάσησαν λίγο - πολύ αυτούσια όλα τα βασικά επιχειρήματα της αστικής προπαγάνδας, υποδέχτηκαν αστοί δημοσιολόγοι και αναλυτές την «επέτειο» των 10 χρόνων από την έναρξη της βαθιάς και συγχρονισμένης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, τον Αύγουστο του 2007. Η στόχευση των εν λόγω τοποθετήσεων, σήμερα όπως και τότε, αφορά το παρόν και το μέλλον και πολύ λιγότερο το παρελθόν, επιβεβαιώνοντας ότι ο χαρακτήρας της αντιπαράθεσης γύρω από την καπιταλιστική οικονομική κρίση αλλά και την ανάκαμψη κάθε άλλο παρά «ακαδημαϊκός» είναι και φυσικά δεν έχει ουδέτερο, υπερταξικό χαρακτήρα, αλλά αντίθετα συνδέεται άμεσα με τα συμφέροντα των δύο βασικών αντίπαλων τάξεων της κοινωνίας μας, της παρασιτικής, ως προς το ρόλο της στην παραγωγή, αστικής τάξης και της τάξης που παράγει όλο τον πλούτο της κοινωνίας, της εργατικής τάξης.
Με στόχο να κρυφτεί η ουσία Πίσω από το παρδαλό συνονθύλευμα των αστικών αναλύσεων που επανήλθαν τις μέρες αυτές, πίσω από τους κάθε είδους επιθετικούς προσδιορισμούς για την κρίση, τους χαρακτηρισμούς περί «τραπεζικής», «χρηματοπιστωτικής», «δημοσίου χρέους», «εξαγόμενης» κρίσης κ.ο.κ., έως και τις «εκλαϊκευτικότερες» και ευφάνταστες εκδοχές περί «καζινοκαπιταλισμού», «κρίσης αξιοπιστίας» και..
. αξιών, εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει την προσπάθεια να κρυφτεί, πίσω από υπαρκτές ή ανύπαρκτες δευτερεύουσες πλευρές, η ίδια η ουσία. Η νομοτελειακή δηλαδή για τον καπιταλισμό περιοδική εμφάνιση των κρίσεων, καθώς και ο χαρακτήρας τους ως κρίσεων υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου σε συνθήκες όξυνσης των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Απαντώντας στη μέθοδο αυτή που ακολουθούσαν ήδη από την εποχή του οι αστοί, ο Μαρξ έλεγε πως οι αστοί «προσεγγίζουν κάθε νέα κρίση ως μεμονωμένο φαινόμενο, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στον ορίζοντα της κοινωνίας και, κατά συνέπεια, αποδίδουν την εμφάνισή της σε γεγονότα, κινήματα και παράγοντες που είναι χαρακτηριστικοί ή φαίνονται να είναι χαρακτηριστικοί για την περίοδο που μόλις ολοκληρώθηκε μεταξύ του προτελευταίου και του τελευταίου κλονισμού. Αν οι φυσικοί φιλόσοφοι ακολουθούσαν την ίδια παιδαριώδη μέθοδο, ο κόσμος μας θα ξαφνιαζόταν ακόμα και με την επανεμφάνιση κάποιου κομήτη»1.
Η «παιδαριώδης» αυτή λογική, βέβαια, έχει την εξήγησή της, μιας που προτάσσοντας διάφορες επιμέρους πλευρές και παρουσιάζοντας την κρίση ως ένα «λάθος» ή ως μια παρεκτροπή, ένα στοιχείο ξένο κατά τ' άλλα στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επιχειρεί να πείσει την εργατική τάξη ότι αφού πρώτα πλήρωσε τα σπασμένα της καπιταλιστικής κρίσης, τώρα, στο κατώφλι ενός νέου γύρου καπιταλιστικής συσσώρευσης, αξίζει τάχα να στρατευτεί στο «όραμα» ενός «δικαιότερου» καπιταλισμού, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος, ικανού να «ισορροπήσει» κάπου ανάμεσα στη δίψα του κεφαλαίου για κέρδη και την ικανοποίηση των εργατικών - λαϊκών αναγκών.
...ότι η καπιταλιστική κρίση είναι στο DNA του καπιταλισμού
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι τελείως διαφορετική. Κάθε γύρος καπιταλιστικής συσσώρευσης όχι μόνο δεν λύνει τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αντίθετα τις οξύνει και τις βαθαίνει.
Κάθε καπιταλιστικής κρίσης, εξάλλου, προηγείται από τη μια η συσσώρευση μεγάλων κερδών (όπως π.χ. στην Ελλάδα μέχρι το 2008) και από την άλλη η συσσώρευση ανισορροπιών και αντιφάσεων οι οποίες συνοδεύουν την άναρχη καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτές οι αντιφάσεις, μόλις ξεπεράσουν ένα σημείο, δυσχεραίνουν τις προοπτικές διατήρησης αυτής της υψηλής κερδοφορίας.
Ποιες είναι αυτές οι αντιφάσεις που οδηγούν στο ξέσπασμα της κρίσης; Καταρχήν, μετά από ένα σημείο της γρήγορης καπιταλιστικής συσσώρευσης εκφράζεται η μακροχρόνια τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό συμβαίνει γιατί κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού κατά τη φάση της ανάπτυξης, οι κεφαλαιοκράτες εισάγουν «ανώτερες» μεθόδους παραγωγής, οι οποίες κατά κανόνα επιφέρουν σχετική μείωση της αξιοποίησης εργατικής δύναμης και αντίστοιχη αύξηση της αξιοποίησης μέσων παραγωγής στο σύνολο του κεφαλαίου τους. Παρόλο που οι πιο «πρωτοπόροι» καπιταλιστές πράγματι κερδίζουν από την εισαγωγή αυτών των νέων τεχνολογιών παραγωγής, στο βαθμό που αυτές γενικεύονται σε όλη την οικονομία, οδηγούν σε μείωση του ποσοστού του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου που δαπανάται για τη μίσθωση και την εκμετάλλευση εργατικής δύναμης. Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια τη μείωση του ποσοστού κέρδους, αφού η υπεραξία, το κέρδος γεννιέται μόνο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Επίσης, κατά τη φάση της ανόδου οξύνεται η αναρχία στην ανάπτυξη των ξεχωριστών επιχειρήσεων και κλάδων, με συνέπεια τη διάρρηξη των σχέσεων που είναι αναγκαίες για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Τέλος, οξύνεται η αντίθεση μεταξύ της μόνιμης τάσης για όλο και μεγαλύτερη παραγωγή (ως συνέπεια της επιδίωξης του μέγιστου κέρδους) από τη μια και τον περιορισμό της καταναλωτικής ικανότητας, παραγωγικής ή μη, από την άλλη. Αυτές οι αντιφάσεις μάλιστα επιδρούν και η μία πάνω στην άλλη.
Αυτές οι αντιφάσεις, ωστόσο, αποτελούν συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της οικονομίας, εκφάνσεις της όξυνσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, της αντίθεσης δηλαδή μεταξύ του όλο και πιο κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία και της ατομικής ιδιοποίησης του προϊόντος αυτής της παραγωγής από την άλλη. Γι' αυτό η οικονομική κρίση είναι φαινόμενο σύμφυτο με το συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, είναι στο DNA του, γεγονός που αποδεικνύεται πεισματάρικα τους τελευταίους δυο αιώνες. Ετσι, πέρα από τις κάθε φορά ιδιαίτερες πλευρές της κάθε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, αιτία της, αιτία της περιοδικής διακοπής της αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, είναι αυτή ακριβώς η βασική αντίθεση.
Ερχεται, λοιπόν, μια περίοδος που, ακριβώς λόγω της όξυνσης αυτών των αντιθέσεων, το κεφάλαιο εμφανίζεται ως πλεονάζον, ως περισσευάμενο, ως «υπερσυσσωρευμένο», όχι σε σχέση με κάποιες ανάγκες της κοινωνίας αλλά σε σχέση με την ικανότητα περαιτέρω αύξησής του, περαιτέρω συσσώρευσης με τους ίδιους ρυθμούς. Αυτή η υπερσυσσώρευση εκφράζεται σε όλες τις μορφές του κεφαλαίου (χρηματική, παραγωγική, εμπορευματική). Ακριβώς σε αυτήν την «κοινή πλευρά όλων των οικονομικών κρίσεων» οφείλεται και ο χαρακτηρισμός τους ως κρίσεων υπερσυσσώρευσης.
Η κρίση με τη σειρά της προσφέρει μία βίαιη και προσωρινή επίλυση αυτών των αντιθέσεων, στρώνοντας το έδαφος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επόμενη φάση κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. «Η σύγκρουση των αντιτιθέμενων μεταξύ τους παραγόντων βρίσκει κατά περιόδους διέξοδο στις κρίσεις. Οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες λύσεις των υπάρχουσων αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις, που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία»2.
Η εμπειρία τα δέκα αυτά χρόνια επιβεβαιώνει ότι αυτή η «αποκατάσταση» μπορεί να γίνει μόνο μέσω της απαξίωσης παραγωγικών δυνάμεων και κεφαλαίου ή, με άλλα λόγια, μέσω του γνωστού «κουρέματος» του κεφαλαίου σε όλες του τις μορφές: Χρηματικού (π.χ. μη επιστροφή στο ακέραιο δανείων, κούρεμα ομολογιακού χρέους ή απώλεια αξίας λόγω υιοθέτησης πιο υποτιμημένου νομίσματος), παραγωγικού (μείωση της τιμής των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης), εμπορευματικού. Ο,τι περισσεύει για την καπιταλιστική κερδοφορία μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη.
Μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί και το μεταβλητό κεφάλαιο, η εργατική δύναμη που εκμεταλλεύεται ο κεφαλαιοκράτης. Ετσι, θεμελιακό συστατικό της αναγκαίας απαξίωσης κεφαλαίου αποτελεί η απαξίωση του μεταβλητού συστατικού μέρους του κεφαλαίου, δηλαδή του εμπορεύματος εργατική δύναμη, όπως επιβεβαιώνει και η πικρή πείρα της εργατικής τάξης της χώρας μας, με τα μαζεμένα αντεργατικά μέτρα που τσάκισαν την τιμή της εργατικής δύναμης, διαμορφώνοντας το «ευνοϊκό περιβάλλον» για την εκ νέου ανάκαμψη των κερδών των καπιταλιστών. Μόνο αυτό το «ξεκαθάρισμα» μπορεί να προλειάνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναστηλωθεί το ποσοστό κέρδους και θα ξεκινήσει ένας νέος γύρος κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
«Αγαπημένες» απάτες...
Αυτά ακριβώς προσπαθούν να κρύψουν οι αναλύσεις αστικών επιτελείων και οπορτουνιστών. Μια από τις πλέον αγαπημένες θεωρίες γι' αυτό, που κατέχει διαχρονικά περίοπτη θέση στις αστικές αναλύσεις περί της κρίσης, είναι πως η αιτία της βρίσκεται στην κερδοσκοπία και η έξοδος από αυτή στον περιορισμό και έλεγχό της. Θεωρίες που πάνε χέρι - χέρι με τα ιδεολογήματα περί «καζινοκαπιταλισμού» και «χρηματιστικοποίησης της οικονομίας». Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε όλα τα προηγούμενα χρόνια πως «το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν τα υπερκέρδη που συσσωρεύονταν στο τραπεζικό σύστημα ή στα χρηματιστήρια, σε αντίθεση με το κέρδος στη βιομηχανία, στην παραγωγή», προσθέτοντας στο πρόσφατο 2ο Συνέδριο πως «η μνημονιακή πενταετία παρόξυνε τα ιστορικά βιομηχανικής αποδόμησης και απαξίωσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, με αποτέλεσμα τη μείωση του ήδη μικρού ποσοστού της βιομηχανίας και μεταποίησης στο ΑΕΠ και την απασχόληση».
Σχολιάζοντας τις θεωρίες αυτές, ο Μαρξ έλεγε: «Οι οικονομολόγοι που προφασίζονται ότι εξηγούν τους τακτικούς σπασμούς της βιομηχανίας και του εμπορίου με την κερδοσκοπία, μοιάζουν με την εξαφανισμένη πια σχολή των φυσικών φιλοσόφων που θεωρούσαν τον πυρετό ως την πραγματική αιτία όλων των ασθενειών»3.
Η απομόνωση των φαινομένων της πίστης, της χρηματικής κυκλοφορίας από την οικονομική τους βάση και η ανάδειξή τους σε τελική αιτία της καπιταλιστικής κρίσης αποτελεί υπεραπλούστευση - αν όχι συνειδητή απάτη. Με την αναγωγή της κερδοσκοπίας σε βασική αιτία της κρίσης, οι αστοί και οι οπορτουνιστές δαιμονοποιούν τη λεγόμενη κερδοσκοπική ασυδοσία με στόχο την αγιοποίηση, την περιφρούρηση του βασικού, της «άγιας μήτρας»: Του κριτηρίου του κέρδους ως κριτηρίου παραγωγής, του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που στηρίζεται σε αυτό το κριτήριο.
Για να πετύχουν αυτήν την αγιοποίηση, αποκόβουν τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τα φαινόμενα της παραγωγής, που είναι και τα πρωταρχικά, με αυτά της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος. Αποκρύβουν ότι το καρκίνωμα της κρίσης γεννιέται στην παραγωγή ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, ενώ απλώς εκφράζεται στην κυκλοφορία.
Προκειμένου να «βγάλουν λάδι» το καπιταλιστικό κέρδος ως εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατών, δαιμονοποιούν μια συγκεκριμένη μορφή του, το τραπεζικό κέρδος, αγιοποιώντας μία άλλη μορφή του, το βιομηχανικό. Κρύβουν ότι αυτό που φαίνεται ως «χρηματοπιστωτικός παρασιτισμός» έχει τις ρίζες του στη μετοχική εταιρεία, ότι ο παρασιτισμός στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος αποτελεί συνέπεια της παρασιτικής φύσης της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, της εμφάνισης της μετοχικής εταιρείας, στη βάση της οποίας λαμβάνουν χώρα, στη σύμφυση στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, στο οποίο βρίσκεται και η χώρα μας, του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Μια ματιά στα όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, για το νέο «παραγωγικό μοντέλο» που θα είναι τάχα βασισμένο στην «υγιή επιχειρηματικότητα» και το «θεμιτό» κέρδος από τις επενδύσεις στην καπιταλιστική παραγωγή, σε αντίθεση με τον «ανήθικο» καπιταλισμό και το «αθέμιτο» κέρδος λόγω κερδοσκοπίας που οδήγησε στην κρίση, αρκεί για να επιβεβαιώσει το μέγεθος της απάτης.
...και ιδεολογήματα
Εξίσου «αγαπημένο» είναι και το ιδεολόγημα ότι η καπιταλιστική κρίση θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί με μια άλλη διαχείριση, προσπαθώντας να αποδώσουν την κρίση στη λανθασμένη οικονομική πολιτική, στους λανθασμένους πολιτικούς χειρισμούς, στον τρόπο διαχείρισης του συστήματος και όχι στο ίδιο το σύστημα.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σε πρόσφατο άρθρο της, η «Αυγή» έγραφε πως η κρίση έδειξε «μία σοβαρή διαφοροποίηση: από τη μία πλευρά τα - έστω και αργά, αλλά πάντως όχι σε "μοιραίο" βαθμό, ετοιμότητας - ανακλαστικά και των διεθνών αγορών και των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κρίση, η οποία εξήχθη από τις ΗΠΑ. Και από την άλλη τα ανύπαρκτα ανακλαστικά του ελληνικού κράτους», κατηγορώντας την τότε κυβέρνηση ΝΔ ότι «όταν πανευρωπαϊκά ο προβληματισμός συνίστατο σε μια σφιχτή δημοσιονομική πειθαρχία, η κυβέρνηση μοίραζε λεφτά» και ότι «από την πλευρά της δεν γινόταν απολύτως τίποτε για την τιθάσευση των τριών παραγόντων του δημοσιονομικού φαύλου κύκλου "δαπάνες - ελλείμματα - χρέος", κάτι που ουσιαστικά ακύρωνε σε επίπεδο εθνικής οικονομίας τα όποια μέτρα στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα». Με άλλα λόγια, η «Αυγή» κατηγορεί την τότε κυβέρνηση Καραμανλή ότι δεν πήρε έγκαιρα τα μέτρα τσακίσματος της εργατικής δύναμης και ήρθαν μαζεμένα με τα μνημόνια για να θωρακιστεί η καπιταλιστική οικονομία. Πρόκειται, εξάλλου, για επιχείρημα που ο ΣΥΡΙΖΑ επεκτείνει στο «αύριο» της καπιταλιστικής ανάκαμψης, καλώντας το λαό να διαλέξει ποια αστική πολιτική δύναμη θα διαχειριστεί την επόμενη μέρα του κεφαλαίου.
Εκείνο βέβαια που κάνουν, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι όντως η πολιτική αντεπιδρά στην οικονομία, διευκολύνοντας ή δυσχεραίνοντας προσωρινά την εκδήλωση των οικονομικών νόμων, είναι να αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα, για να κρύψουν πως το πρωταρχικό είναι οι ίδιες οι νομοτέλειες και η κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας, που καμία αστική διαχείριση, σοσιαλδημοκρατική, νεοκεϊνσιανή ή άλλη, δεν μπορεί να αλλάξει, όπως επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι καμία μορφή αστικής διαχείρισης δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει την περιοδική εμφάνιση των κρίσεων.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να έχουν καμία αυταπάτη ότι θα βελτιωθεί η ζωή τους με το ένα ή το άλλο «μείγμα» αστικής οικονομικής πολιτικής, ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Σήμερα επιβεβαιώνεται πως η έξοδος από την κρίση και η αντίστοιχη ανάπτυξη θα γίνει πάνω στο έδαφος των μισθών πείνας, στο έδαφος των συμβάσεων μήνα, βδομάδας και μέρας, στο έδαφος των απελευθερωμένων απολύσεων, στο έδαφος της πλήρους ασυδοσίας του κεφαλαίου.
Ετσι είτε αλλιώς, η καπιταλιστική κρίση αποτελεί ένδειξη ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής «έχει φάει τα ψωμιά του» εδώ και χρόνια. Με τη σειρά του επιβεβαιώνει ότι η διέξοδος για την εργατική τάξη δεν μπορεί να αναζητηθεί σε κάποια «δίκαιη» καπιταλιστική ανάπτυξη που προετοιμάζει το έδαφος για την επόμενη, βαθύτερη καπιταλιστική κρίση, αλλά στην ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, στην εξάλειψη της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της αναλογικά διευρυνόμενης παραγωγής, με στόχο την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Με δύο λόγια, μόνο με την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Παραπομπές:
1 Μαρξ - Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομική κρίση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 152-153
2. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 315
3. Μαρξ - Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομική κρίση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 98-99
ΠΗΓΗ:http://www.rizospastis.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Με στόχο να κρυφτεί η ουσία Πίσω από το παρδαλό συνονθύλευμα των αστικών αναλύσεων που επανήλθαν τις μέρες αυτές, πίσω από τους κάθε είδους επιθετικούς προσδιορισμούς για την κρίση, τους χαρακτηρισμούς περί «τραπεζικής», «χρηματοπιστωτικής», «δημοσίου χρέους», «εξαγόμενης» κρίσης κ.ο.κ., έως και τις «εκλαϊκευτικότερες» και ευφάνταστες εκδοχές περί «καζινοκαπιταλισμού», «κρίσης αξιοπιστίας» και..
Απαντώντας στη μέθοδο αυτή που ακολουθούσαν ήδη από την εποχή του οι αστοί, ο Μαρξ έλεγε πως οι αστοί «προσεγγίζουν κάθε νέα κρίση ως μεμονωμένο φαινόμενο, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στον ορίζοντα της κοινωνίας και, κατά συνέπεια, αποδίδουν την εμφάνισή της σε γεγονότα, κινήματα και παράγοντες που είναι χαρακτηριστικοί ή φαίνονται να είναι χαρακτηριστικοί για την περίοδο που μόλις ολοκληρώθηκε μεταξύ του προτελευταίου και του τελευταίου κλονισμού. Αν οι φυσικοί φιλόσοφοι ακολουθούσαν την ίδια παιδαριώδη μέθοδο, ο κόσμος μας θα ξαφνιαζόταν ακόμα και με την επανεμφάνιση κάποιου κομήτη»1.
Η «παιδαριώδης» αυτή λογική, βέβαια, έχει την εξήγησή της, μιας που προτάσσοντας διάφορες επιμέρους πλευρές και παρουσιάζοντας την κρίση ως ένα «λάθος» ή ως μια παρεκτροπή, ένα στοιχείο ξένο κατά τ' άλλα στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επιχειρεί να πείσει την εργατική τάξη ότι αφού πρώτα πλήρωσε τα σπασμένα της καπιταλιστικής κρίσης, τώρα, στο κατώφλι ενός νέου γύρου καπιταλιστικής συσσώρευσης, αξίζει τάχα να στρατευτεί στο «όραμα» ενός «δικαιότερου» καπιταλισμού, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος, ικανού να «ισορροπήσει» κάπου ανάμεσα στη δίψα του κεφαλαίου για κέρδη και την ικανοποίηση των εργατικών - λαϊκών αναγκών.
...ότι η καπιταλιστική κρίση είναι στο DNA του καπιταλισμού
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι τελείως διαφορετική. Κάθε γύρος καπιταλιστικής συσσώρευσης όχι μόνο δεν λύνει τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αντίθετα τις οξύνει και τις βαθαίνει.
Κάθε καπιταλιστικής κρίσης, εξάλλου, προηγείται από τη μια η συσσώρευση μεγάλων κερδών (όπως π.χ. στην Ελλάδα μέχρι το 2008) και από την άλλη η συσσώρευση ανισορροπιών και αντιφάσεων οι οποίες συνοδεύουν την άναρχη καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτές οι αντιφάσεις, μόλις ξεπεράσουν ένα σημείο, δυσχεραίνουν τις προοπτικές διατήρησης αυτής της υψηλής κερδοφορίας.
Ποιες είναι αυτές οι αντιφάσεις που οδηγούν στο ξέσπασμα της κρίσης; Καταρχήν, μετά από ένα σημείο της γρήγορης καπιταλιστικής συσσώρευσης εκφράζεται η μακροχρόνια τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό συμβαίνει γιατί κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού κατά τη φάση της ανάπτυξης, οι κεφαλαιοκράτες εισάγουν «ανώτερες» μεθόδους παραγωγής, οι οποίες κατά κανόνα επιφέρουν σχετική μείωση της αξιοποίησης εργατικής δύναμης και αντίστοιχη αύξηση της αξιοποίησης μέσων παραγωγής στο σύνολο του κεφαλαίου τους. Παρόλο που οι πιο «πρωτοπόροι» καπιταλιστές πράγματι κερδίζουν από την εισαγωγή αυτών των νέων τεχνολογιών παραγωγής, στο βαθμό που αυτές γενικεύονται σε όλη την οικονομία, οδηγούν σε μείωση του ποσοστού του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου που δαπανάται για τη μίσθωση και την εκμετάλλευση εργατικής δύναμης. Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια τη μείωση του ποσοστού κέρδους, αφού η υπεραξία, το κέρδος γεννιέται μόνο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Επίσης, κατά τη φάση της ανόδου οξύνεται η αναρχία στην ανάπτυξη των ξεχωριστών επιχειρήσεων και κλάδων, με συνέπεια τη διάρρηξη των σχέσεων που είναι αναγκαίες για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Τέλος, οξύνεται η αντίθεση μεταξύ της μόνιμης τάσης για όλο και μεγαλύτερη παραγωγή (ως συνέπεια της επιδίωξης του μέγιστου κέρδους) από τη μια και τον περιορισμό της καταναλωτικής ικανότητας, παραγωγικής ή μη, από την άλλη. Αυτές οι αντιφάσεις μάλιστα επιδρούν και η μία πάνω στην άλλη.
Αυτές οι αντιφάσεις, ωστόσο, αποτελούν συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της οικονομίας, εκφάνσεις της όξυνσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, της αντίθεσης δηλαδή μεταξύ του όλο και πιο κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία και της ατομικής ιδιοποίησης του προϊόντος αυτής της παραγωγής από την άλλη. Γι' αυτό η οικονομική κρίση είναι φαινόμενο σύμφυτο με το συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, είναι στο DNA του, γεγονός που αποδεικνύεται πεισματάρικα τους τελευταίους δυο αιώνες. Ετσι, πέρα από τις κάθε φορά ιδιαίτερες πλευρές της κάθε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, αιτία της, αιτία της περιοδικής διακοπής της αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, είναι αυτή ακριβώς η βασική αντίθεση.
Ερχεται, λοιπόν, μια περίοδος που, ακριβώς λόγω της όξυνσης αυτών των αντιθέσεων, το κεφάλαιο εμφανίζεται ως πλεονάζον, ως περισσευάμενο, ως «υπερσυσσωρευμένο», όχι σε σχέση με κάποιες ανάγκες της κοινωνίας αλλά σε σχέση με την ικανότητα περαιτέρω αύξησής του, περαιτέρω συσσώρευσης με τους ίδιους ρυθμούς. Αυτή η υπερσυσσώρευση εκφράζεται σε όλες τις μορφές του κεφαλαίου (χρηματική, παραγωγική, εμπορευματική). Ακριβώς σε αυτήν την «κοινή πλευρά όλων των οικονομικών κρίσεων» οφείλεται και ο χαρακτηρισμός τους ως κρίσεων υπερσυσσώρευσης.
Η κρίση με τη σειρά της προσφέρει μία βίαιη και προσωρινή επίλυση αυτών των αντιθέσεων, στρώνοντας το έδαφος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επόμενη φάση κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. «Η σύγκρουση των αντιτιθέμενων μεταξύ τους παραγόντων βρίσκει κατά περιόδους διέξοδο στις κρίσεις. Οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες λύσεις των υπάρχουσων αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις, που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία»2.
Η εμπειρία τα δέκα αυτά χρόνια επιβεβαιώνει ότι αυτή η «αποκατάσταση» μπορεί να γίνει μόνο μέσω της απαξίωσης παραγωγικών δυνάμεων και κεφαλαίου ή, με άλλα λόγια, μέσω του γνωστού «κουρέματος» του κεφαλαίου σε όλες του τις μορφές: Χρηματικού (π.χ. μη επιστροφή στο ακέραιο δανείων, κούρεμα ομολογιακού χρέους ή απώλεια αξίας λόγω υιοθέτησης πιο υποτιμημένου νομίσματος), παραγωγικού (μείωση της τιμής των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης), εμπορευματικού. Ο,τι περισσεύει για την καπιταλιστική κερδοφορία μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη.
Μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί και το μεταβλητό κεφάλαιο, η εργατική δύναμη που εκμεταλλεύεται ο κεφαλαιοκράτης. Ετσι, θεμελιακό συστατικό της αναγκαίας απαξίωσης κεφαλαίου αποτελεί η απαξίωση του μεταβλητού συστατικού μέρους του κεφαλαίου, δηλαδή του εμπορεύματος εργατική δύναμη, όπως επιβεβαιώνει και η πικρή πείρα της εργατικής τάξης της χώρας μας, με τα μαζεμένα αντεργατικά μέτρα που τσάκισαν την τιμή της εργατικής δύναμης, διαμορφώνοντας το «ευνοϊκό περιβάλλον» για την εκ νέου ανάκαμψη των κερδών των καπιταλιστών. Μόνο αυτό το «ξεκαθάρισμα» μπορεί να προλειάνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναστηλωθεί το ποσοστό κέρδους και θα ξεκινήσει ένας νέος γύρος κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
«Αγαπημένες» απάτες...
Αυτά ακριβώς προσπαθούν να κρύψουν οι αναλύσεις αστικών επιτελείων και οπορτουνιστών. Μια από τις πλέον αγαπημένες θεωρίες γι' αυτό, που κατέχει διαχρονικά περίοπτη θέση στις αστικές αναλύσεις περί της κρίσης, είναι πως η αιτία της βρίσκεται στην κερδοσκοπία και η έξοδος από αυτή στον περιορισμό και έλεγχό της. Θεωρίες που πάνε χέρι - χέρι με τα ιδεολογήματα περί «καζινοκαπιταλισμού» και «χρηματιστικοποίησης της οικονομίας». Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε όλα τα προηγούμενα χρόνια πως «το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν τα υπερκέρδη που συσσωρεύονταν στο τραπεζικό σύστημα ή στα χρηματιστήρια, σε αντίθεση με το κέρδος στη βιομηχανία, στην παραγωγή», προσθέτοντας στο πρόσφατο 2ο Συνέδριο πως «η μνημονιακή πενταετία παρόξυνε τα ιστορικά βιομηχανικής αποδόμησης και απαξίωσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, με αποτέλεσμα τη μείωση του ήδη μικρού ποσοστού της βιομηχανίας και μεταποίησης στο ΑΕΠ και την απασχόληση».
Σχολιάζοντας τις θεωρίες αυτές, ο Μαρξ έλεγε: «Οι οικονομολόγοι που προφασίζονται ότι εξηγούν τους τακτικούς σπασμούς της βιομηχανίας και του εμπορίου με την κερδοσκοπία, μοιάζουν με την εξαφανισμένη πια σχολή των φυσικών φιλοσόφων που θεωρούσαν τον πυρετό ως την πραγματική αιτία όλων των ασθενειών»3.
Η απομόνωση των φαινομένων της πίστης, της χρηματικής κυκλοφορίας από την οικονομική τους βάση και η ανάδειξή τους σε τελική αιτία της καπιταλιστικής κρίσης αποτελεί υπεραπλούστευση - αν όχι συνειδητή απάτη. Με την αναγωγή της κερδοσκοπίας σε βασική αιτία της κρίσης, οι αστοί και οι οπορτουνιστές δαιμονοποιούν τη λεγόμενη κερδοσκοπική ασυδοσία με στόχο την αγιοποίηση, την περιφρούρηση του βασικού, της «άγιας μήτρας»: Του κριτηρίου του κέρδους ως κριτηρίου παραγωγής, του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που στηρίζεται σε αυτό το κριτήριο.
Για να πετύχουν αυτήν την αγιοποίηση, αποκόβουν τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τα φαινόμενα της παραγωγής, που είναι και τα πρωταρχικά, με αυτά της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος. Αποκρύβουν ότι το καρκίνωμα της κρίσης γεννιέται στην παραγωγή ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, ενώ απλώς εκφράζεται στην κυκλοφορία.
Προκειμένου να «βγάλουν λάδι» το καπιταλιστικό κέρδος ως εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατών, δαιμονοποιούν μια συγκεκριμένη μορφή του, το τραπεζικό κέρδος, αγιοποιώντας μία άλλη μορφή του, το βιομηχανικό. Κρύβουν ότι αυτό που φαίνεται ως «χρηματοπιστωτικός παρασιτισμός» έχει τις ρίζες του στη μετοχική εταιρεία, ότι ο παρασιτισμός στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος αποτελεί συνέπεια της παρασιτικής φύσης της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, της εμφάνισης της μετοχικής εταιρείας, στη βάση της οποίας λαμβάνουν χώρα, στη σύμφυση στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, στο οποίο βρίσκεται και η χώρα μας, του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Μια ματιά στα όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, για το νέο «παραγωγικό μοντέλο» που θα είναι τάχα βασισμένο στην «υγιή επιχειρηματικότητα» και το «θεμιτό» κέρδος από τις επενδύσεις στην καπιταλιστική παραγωγή, σε αντίθεση με τον «ανήθικο» καπιταλισμό και το «αθέμιτο» κέρδος λόγω κερδοσκοπίας που οδήγησε στην κρίση, αρκεί για να επιβεβαιώσει το μέγεθος της απάτης.
...και ιδεολογήματα
Εξίσου «αγαπημένο» είναι και το ιδεολόγημα ότι η καπιταλιστική κρίση θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί με μια άλλη διαχείριση, προσπαθώντας να αποδώσουν την κρίση στη λανθασμένη οικονομική πολιτική, στους λανθασμένους πολιτικούς χειρισμούς, στον τρόπο διαχείρισης του συστήματος και όχι στο ίδιο το σύστημα.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σε πρόσφατο άρθρο της, η «Αυγή» έγραφε πως η κρίση έδειξε «μία σοβαρή διαφοροποίηση: από τη μία πλευρά τα - έστω και αργά, αλλά πάντως όχι σε "μοιραίο" βαθμό, ετοιμότητας - ανακλαστικά και των διεθνών αγορών και των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κρίση, η οποία εξήχθη από τις ΗΠΑ. Και από την άλλη τα ανύπαρκτα ανακλαστικά του ελληνικού κράτους», κατηγορώντας την τότε κυβέρνηση ΝΔ ότι «όταν πανευρωπαϊκά ο προβληματισμός συνίστατο σε μια σφιχτή δημοσιονομική πειθαρχία, η κυβέρνηση μοίραζε λεφτά» και ότι «από την πλευρά της δεν γινόταν απολύτως τίποτε για την τιθάσευση των τριών παραγόντων του δημοσιονομικού φαύλου κύκλου "δαπάνες - ελλείμματα - χρέος", κάτι που ουσιαστικά ακύρωνε σε επίπεδο εθνικής οικονομίας τα όποια μέτρα στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα». Με άλλα λόγια, η «Αυγή» κατηγορεί την τότε κυβέρνηση Καραμανλή ότι δεν πήρε έγκαιρα τα μέτρα τσακίσματος της εργατικής δύναμης και ήρθαν μαζεμένα με τα μνημόνια για να θωρακιστεί η καπιταλιστική οικονομία. Πρόκειται, εξάλλου, για επιχείρημα που ο ΣΥΡΙΖΑ επεκτείνει στο «αύριο» της καπιταλιστικής ανάκαμψης, καλώντας το λαό να διαλέξει ποια αστική πολιτική δύναμη θα διαχειριστεί την επόμενη μέρα του κεφαλαίου.
Εκείνο βέβαια που κάνουν, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι όντως η πολιτική αντεπιδρά στην οικονομία, διευκολύνοντας ή δυσχεραίνοντας προσωρινά την εκδήλωση των οικονομικών νόμων, είναι να αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα, για να κρύψουν πως το πρωταρχικό είναι οι ίδιες οι νομοτέλειες και η κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας, που καμία αστική διαχείριση, σοσιαλδημοκρατική, νεοκεϊνσιανή ή άλλη, δεν μπορεί να αλλάξει, όπως επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι καμία μορφή αστικής διαχείρισης δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει την περιοδική εμφάνιση των κρίσεων.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να έχουν καμία αυταπάτη ότι θα βελτιωθεί η ζωή τους με το ένα ή το άλλο «μείγμα» αστικής οικονομικής πολιτικής, ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Σήμερα επιβεβαιώνεται πως η έξοδος από την κρίση και η αντίστοιχη ανάπτυξη θα γίνει πάνω στο έδαφος των μισθών πείνας, στο έδαφος των συμβάσεων μήνα, βδομάδας και μέρας, στο έδαφος των απελευθερωμένων απολύσεων, στο έδαφος της πλήρους ασυδοσίας του κεφαλαίου.
Ετσι είτε αλλιώς, η καπιταλιστική κρίση αποτελεί ένδειξη ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής «έχει φάει τα ψωμιά του» εδώ και χρόνια. Με τη σειρά του επιβεβαιώνει ότι η διέξοδος για την εργατική τάξη δεν μπορεί να αναζητηθεί σε κάποια «δίκαιη» καπιταλιστική ανάπτυξη που προετοιμάζει το έδαφος για την επόμενη, βαθύτερη καπιταλιστική κρίση, αλλά στην ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, στην εξάλειψη της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της αναλογικά διευρυνόμενης παραγωγής, με στόχο την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Με δύο λόγια, μόνο με την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Παραπομπές:
1 Μαρξ - Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομική κρίση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 152-153
2. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 315
3. Μαρξ - Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομική κρίση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 98-99
ΠΗΓΗ:http://www.rizospastis.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πολιτικά αποκαΐδια
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
23 Αυγούστου 1944 οι Ναζί πυρπολούσαν τη Σκιάθο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ