2017-08-25 00:26:16
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν μετά το εισαγωγικό σημείωμα δεν συμπεριλαμβάνονται παραπομπές στις πηγές και οι επεξηγηματικές σημειώσεις τέλους. Τα περισσότερα εντός εισαγωγικών είναι από τον Παναγιώτη Κονδύλη – Η έμφαση με υπογράμμιση μερικών λέξεων ή φράσεων προστέθηκε για τις ανάγκες του παρόντος
Σύντομη εισαγωγή.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Κοσμοθεωρία των Εθνών». Υπάρχει κίνδυνος τα αποσπάσματα αυτά να δώσουν μια πολύ ελλειμματική εικόνα των αναλύσεων που γίνονται εκεί όπου επιχειρείται μια προσανατολιστική ανάλυση (Το Θουκυδίδειο «Παράδειγμα» της επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής και οι «επιστημονικές επαναστάσεις» http://wp.me/p3OlPy-Lb) για τις τάσεις που αναπτύσσονται διαχρονικά υπογραμμίζοντας τις ειδοποιούς διαφορές του περάσματος από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Στο τέλος παρατίθενται τα περιεχόμενα του βιβλίου.
Η έμφαση δίνεται στην Νεοτερικότητα (με «ο» και όχι «ω»): Η Νεοτερικότητα παρά το ότι σε σύγκριση με τον Θεοκρατικό Μεσαίωνα αποτελεί πρόοδο είναι οπισθοδρόμηση εάν συγκριθεί με την κλασική εποχή ή και δημοκρατικά συγκροτημένα κοσμοσυστήματα όπως η Βυζαντινή Οικουμένη. Η Νεοτερικότητα είναι ο ευρύτερος φαρδύς δρόμος των Νέων Χρόνων μέσα στον οποίο οι κοινωνικές οντότητες αυτό-θεσπίζονται ερήμην ή κόντρα στα μοντερνιστικά διοικητικά εποικοδομήματα (μοντερνισμός: ο στενότερος αντί-πνευματικός δρόμος που κυριάρχησε ως ιδεολογική προσέγγιση πρόταξης «θεσμών» που κατασκευάζουν την πολιτική ανθρωπολογία αντί τού αντίστροφου, δηλαδή δημοκρατικές προσεγγίσεις που ορίζουν τους θεσμούς κάθε κοινωνίας σύμφωνα με την κοινωνική τους ετερότητα). Αυτά τα έτσι κατασκευασμένα διοικητικά εποικοδομήματα που ονομάστηκαν «κράτη» ορθά νοούμενα δεν είναι Πολιτείες σύμφωνα με την κλασσική έννοια του όρου.
Εξ ου και υιοθετώ, σύμφωνα και με το σκεπτικό του Γιώργου Κοντογιώργη, το Νεοτερικότητα με «ο», δηλαδή «νέο» και όχι με «ω» που παραπέμπει σε μια δήθεν πολιτική κοσμογονία όπου οτιδήποτε υπήρξε πριν τον 16 αιώνα ήταν, δήθεν, «προ-πολιτικό». Αυτό κατά βάση διατείνονται αυτάρεσκα όσοι γνωρίζουν μερικά μόνο και δογματικά διατυπωμένα μοντερνιστικά μονοπάτια των Νέων Χρόνων παραβλέποντας τόσο τον ευρύτερο φαρδύ δρόμο της Νεοτερικότητας όσο και τον απέραντο ανοδικά κινούμενο πολιτικό πολιτικό πολιτισμό που αρχίζει από τα Ομηρικά χρόνια, διασχίζει την πρώιμη κλασική, κλασική, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή για να ανέλθει στα υψηλά δώματα της μετακρατοκεντρικής (όχι μετακρατικής) κοσμοσυστημικής πολιτικής συγκρότησης, πρωτίστως δε την χιλιετή Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία.
Ο μοντερνισμός, βασικά, κάνει ένα γιγαντιαίο άλμα από τα Ομηρικά χρόνια στην ιδεολογική εποχή. Έτσι, ουκ ολίγοι οι οποίοι καταστέλλονται από κοινωνικά ανεξέλεγκτες τεχνόσφαιρες ελέω μνημονίων που προσδιορίζουν κερδοσκόποι και τοκογλύφοι (το αντίστοιχο της πρό-πολιτικής βαρβαρότητας που «δικαιολογείται» με Δαρβινιστικούς όρους «αποτελεσματικότητας») δεν αντιλαμβάνονται το γιγαντιαίο πολιτικό έλλειμμα. Καταπνιγμένοι δηλαδή μέσα στον συνεχιζόμενο ιδεολογικό δογματισμό δεν αντιλαμβάνονται ότι οπισθοδρομούμε πιο πίσω από την προ-πολιτική εποχή. Εμμένουν έτσι αυτοκτονικά στα παρωχημένα κατασκευαστικά μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα αναζητώντας διεξόδους που δεν υπάρχουν. Στις αναπτυγμένες πλέον κοινωνίες μια διέξοδος υπάρχει: Φορά κίνησης προς δημοκρατία / πολιτική ελευθερία υπό συνθήκες εθνικής ανεξαρτησίας.
Έστω και συντομογραφικά και για να γίνουν πιο αντιληπτές αυτές οι συνοπτικά διατυπωμένες προσανατολιστικές θεωρήσεις, απαιτείται να γίνει κατανοητό ότι στο εσωτερικό της Νεοτερικότητας, κυριάρχησε ο αντί-πνευματικός υλισμός του μοντερνισμού. Μια δηλαδή απέλπιδα, ατελέσφορη και αδιέξοδη προσπάθεια να εκτοπιστεί από την κρατική σφαίρα οτιδήποτε είναι πνεύμα (θρησκείες, ταυτότητες, καταστατικές ιστορικές μνήμες, καταστατικά θεωρητικά θέσφατα, πολιτικές παραδόσεις, κοσμοθεωρίες κτλ). Αυτή ήταν μια ιδεολογική προσέγγιση μορφικά πανομοιότυπη για όλα τα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα, όταν επιχειρούσαν τους πρώτους μετά-Μεσαιωνικούς αιώνες να κατασκευάσουν μια πολιτική ανθρωπολογία μιμούμενοι ή καλύτερα πιθηκίζοντας την κλασική εποχή.
Δηλαδή, πριν νοηματοδοτήσουν την κοινωνική συνοχή ρατσιστικά: Όταν έγινε αντιληπτό ότι η μετά-Μεσαιωνική ανθρωπολογία δεν ήταν επιδεκτική «ταχύρρυθμης ομοιογενοποίησης» τα πράγματα οδηγήθηκαν στις λογικές τους απολήξεις. Στις εθνοκαθάρσεις και στις γενοκτονικές ομοιογενοποιήσεις- επιχειρήθηκε η σταθεροποίηση της «δημόσιας» σφαίρας με εκδίωξη, όπως έγραψε εύστοχα ο Παναγιώτης Κονδύλης, του «ταραχοποιού πνεύματος».
Η διαφορά του μοντερνισμού ως ιδεολογίας και του μεταμοντερνισμού ως ιδεολόγημα είναι ότι ο τελευταίος δεν προσπαθεί πλέον να μόνο να εκδιώξει το πνεύμα έξω από την «δημόσια» σφαίρα για να είναι υλιστική, αλλά και να μηδενίσει ανθρωπολογικά τον πολίτη μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα. Αυτό καθότι για να απουσιάζει το «ταραχοποιό πνεύμα» όταν το άτομο εισέρχεται μέσα στην κρατική σφαίρα (όπου αναμενόμενα εξουσιάζει μια τεχνόσφαιρα και μηδενίζεται κάθε αξίωση δημοκρατίας (αν θέλετε πες το «μνημόνια» γιατί θυμίζει κάτι σήμερα), το άτομο θα πρέπει να είναι επίπεδο, άνευρο, υπάκουο, μηχανιστικά «αποτελεσματικό», ηδονιστικό, ωφελιμιστικό και στις λογικές απολήξεις σύμφωνο με τις μηδενιστικές διαστροφές του Μαρκήσιου de Sade. Αυτά αναλύονται σε έκταση στα κεφάλαια 4 και 5 του «Κοσμοθεωρία των Εθνών» και η προσανατολιστική ανάλυση των τάσεων αντλεί πρωτίστως από τις μοναδικές και άφθαστες συν αξιολογικά ελεύθερες προσανατολιστικές περιγραφές του ωκεανού γνώσης που ονομάζεται Παναγιώτης Κονδύλης.
Ο ημέτερος νεοελληνικός εθνομηδενισμός δεν είναι παρά μόνο ένας πάμπτωχος συγγενής αυτών των τερατωδών τάσεων της μεταμοντέρνας δίνης μέσα στην οποία άλλοι βυθίζονται και άλλοι παλεύουν να διασωθούν. Πολύ σύντομα αξίζει να πούμε μερικά ακόμη λόγια για αυτές τις καίριες διακρίσεις που αφορούν το μέλλον μας όπως προβάλλεται στον 21 αιώνα.
Για τον μοντε
ρνισμό λοιπόν οι πνευματικές ιδιότητες του ανθρώπου έπρεπε να περιοριστούν μέσα στην «ιδιωτική σφαίρα» και ο άνθρωπος προσερχόμενος μέσα στην δημόσια σφαίρα να είναι περίπου στήλη ύλης μηχανικά, ωφελιμιστικά και ηδονιστικά κινούμενος.
Τα ιδεολογικά δόγματα, «αριστερά», «δεξιά» και «κεντρώα» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ποικίλες ευφάνταστες συνταγές κατασκευής πολιτών μέσα στην υλιστική δημόσια σφαίρα. Γεννήθηκαν, βασικά, υπογραμμίζεται ξανά, όταν μετά τους πρώτους μετά-Μεσαιωνικούς αιώνες κάθε προσπάθεια να κατασκευαστεί η δημόσια σφαίρα προσέκρουε πάνω στο τραγικό γεγονός ότι οι δύσμοιροι και κακόμοιροι δουλοπάροικοι που αποτελούσαν την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων (και που μετά «εξεγέρθηκαν» στο Παρίσι) δεν συγκροτούσαν μια συνεκτική πολιτική ανθρωπολογία. Ο πολίτης όμως όπως ξέρουμε, για να μπορεί να αναπτυχθεί η δημοκρατία καθιστώντας τον εντολέα της εξουσίας απαιτείται να είναι, πολιτικά καλλιεργημένος. Να διαθέτει ανθρωπολογική υπόσταση που του επιτρέπει να είναι εντολέας της εξουσίας.
Συντομεύουμε τονίζοντας μια πασίδηλη πλέον και στους πολιτικά τυφλούς ιστορική παρατήρηση, ότι δηλαδή οι ιδεολογίες κανένα νόημα ή πρακτική σημασία δεν είχαν ή έχουν, παρά μόνο εκπλήρωναν και συνεχίζουν να εκπληρώνουν αξιώσεις ισχύος που βαίνουν κόντρα στην δημοκρατική-πολιτική συγκρότηση των ανεξαρτήτων κοινωνιών.
Μετά την Γαλλική εξέγερση των «sans-culottes» -των δύσμοιρων δηλαδή μετά-Μεσαιωνικών δουλοπαροίκων-, οι «διοικητές» των κρατών -καθότι τα μετά-Μεσαιωνικά κράτη δεν ήταν κάτι περισσότερο από διοικητικοί μηχανισμοί των μετά-Μεσαιωνικών ηγεμόνων, Φεουδαρχών και γεωκτημόνων – επιχειρούσαν να διαιωνίσουν τις ολιγαρχικές δομές των μετά-Μεσαιωνικών εξουσιών. Αντί δημοκρατικής φοράς κίνησης είχαμε έμμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας και «παραχώρηση» κάποιων «δικαιωμάτων» τα οποία έκτοτε άλλοτε παραχωρούν «μεταλόψυχα» είτε ανάλογα με τις περιστάσεις και τις «ανάγκες αποτελεσματικότητας» ανακαλούν και τα μισό-ξαναφέρνουν στην μέσα στην «δημόσια σφαίρα». Τον 18 και 19 αιώνα σε ένα τέτοιο μοντερνιστικό περιβάλλον τα ισχυρότερα κράτη καθιστούσαν την αναδυόμενη έννοια «ιδεολογία» σε κατασκευαστικά δόγματα ποικίλων δήθεν αντίπαλων εκδοχών και αποχρώσεων. Στην συνέχεια τα δόγματα αυτά χρησίμευσαν ως μεταμφιέσεις των αξιώσεων ισχύος των μεγάλων δυνάμεων. Αποκορύφωση είχαμε όταν οι εκατέρωθεν υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου μεταμφίεσαν τις αξιώσεις ισχύος με αντίπαλα ιδεολογικά δόγματα τα οποία όμως, κατ’ ουσίαν, ήταν και συνεχίζουν να είναι μορφικά πανομοιότυπα. Δεν μιλάμε για κάτι «καινούργιο». Η μεταμφίεση των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος με οικουμενικά δόγματα είναι ένα πολύ γνωστό φαινόμενο στην ιστορική διαδρομή των ανθρώπων.
Οι εκατέρωθεν ιθαγενείς του Ψυχρού Πολέμου, τώρα, του δήθεν διαφορετικού πλην επαναλαμβάνουμε μορφικά πανομοιότυπου ιδεολογικού φάσματος, όφειλαν, για το συμφέρον τους, να γνωρίζουν πως οι ιδεολογίες ήταν μια πνευματική και πολιτική σαπουνόφουσκα (το δράμα βέβαια είναι ότι πολλοί ούτε και τώρα το κατανοούν με αποτέλεσμα να φωνασκούν ότι είναι αριστεροί, δεξιοί κτλ). Ότι επίσης γι’ αυτό τον λόγο δεν έπρεπε να εισέλθουν σε εμφύλιες διαμάχες. Επαναλαμβάνουμε και υπογραμμίζουμε την ουσία: Όλα τα ιδεολογικά δόγματα δεν ήταν κάτι περισσότερο από συνήθεις στην ιστορική διαδρομή οικουμενικιστικές μεταμφιέσεις ισχύος των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων.
Το βιβλίο «Κοσμοθεωρία των Εθνών» στο σύνολό του –κατ’ κάποιο τρόπο – αποτελεί προοίμιο κειμένων που επέρχονται και που κτίζουν πάνω σε αυτά τα κεντρικά ζητήματα που χάραξαν την πορεία των ανθρώπων τους τελευταίους αιώνες και που προδιαγράφουν τις τάσεις στον 21 αιώνα. Η δημοσίευση αποτέλεσε καμπή για ένα νέο προσανατολισμό που συνεχίζεται και κατέστησε άξονες τρία κύρια ζητήματα που θα αποτελέσουν και τους άξονες της διεθνούς πολιτικής τον 21 αιώνα. Τον ολοένα βαθύτερο εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, την ανάδυση του πολυπολικού συστήματος που ως διεθνής δομή θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό του 21 αιώνα και την παράλληλη βαθύτατων προεκτάσεων μετάβαση από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Μερικές σύντομες επισημάνσεις γύρω από αυτά τα τρία ζητήματα.
ΠΡΏΤΟΝ, παρά τα αντί-πνευματικά και μηδενιστικά ιδεολογικά οικοδομήματα οι πολιτικές παραδόσεις των κρατών όχι μόνο διαιωνίστηκαν αλλά αντιστεκόμενες δυνάμωσαν σταδιακά μετατρέποντας το διεθνές σύστημα από «κρατοκεντρικό» σε «εθνοκρατοκεντρικό», τάση η οποία ασφαλώς πάει κόντρα σε κάθε ανθρωπολογικά εξομοιωτική και πολιτικά εξισωτική διεθνιστική και κοσμοπολίτικη ιδεολογική αντίληψη του κόσμου. [Πρόσφατα αυτό συνοψίστηκε στο ΗΘΙΚΗ και ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ Η μη θεσπισμένη ισχύς στην διεθνή πολιτική. Πολιτική θεολογία versus πολιτική θεωρία και η σημασία της αξιολογικά ελεύθερης περιγραφής και ερμηνείας των διεθνών φαινομένων http://wp.me/p3OlPy-1bH]. Πάντως, όταν γίνονται τέτοιες προσανατολιστικές (των τάσεων) περιγραφές, είναι πάντα αναγκαίο να τονίζεται ότι τα πριν τον 16 αιώνα κοσμοσυστήματα (πριν την Συνθήκη της Βεστφαλιας του 1648) και ανεξαρτήτως βαθμίδων κοσμοσυστημικής δημοκρατίας ή αντίστροφα δεσποτείας, η κοσμοσυστημική διακυβέρνηση δεν καθιστούσε δόγμα την ανθρωπολογική εξομοίωση. Στην Βυζαντινή Οικουμένη, μάλιστα, αυτό ήταν ο κανόνας καθότι η ετερότητα των Πόλεων που την συνέθεταν ήταν δεδομένη. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των όρων μετακρατοκεντρικό και μετακρατικό που έγινε πιο πάνω. Στην πρώτη περίπτωση η αναίρεση της ανθρωπολογικής ετερότητας των κοινωνικών οντοτήτων δεν είναι προαπαιτούμενο. Στην δεύτερη περίπτωση αξιώνεται η ανθρωπολογική εξομοίωση (άλλοτε ρατσιστικά και άλλοτε υλιστικά) και επιχειρείται η πολιτική εξίσωση.
Βέβαια, υπογραμμίζεται, ότι είναι σχεδόν αστείο και σίγουρα κωμικοτραγικό να επιμένει κανείς σε εξομοίωση και εξίσωση όταν έχουμε δύο εκατέρωθεν μορφικά πανομοιότυπα εξισωτικά και εξομοιωτικά εγχειρήματα, την Σοβιετική Ένωση και την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα οποία πλέον προσφέρουν ωκεανούς μαρτυριών για τον ανυπόστατο και επίπλαστο χαρακτήρα κάθε ανθρωπολογικά εξομοιωτικού και πολιτικά εξισωτικού εγχειρήματος. Για το γεγονός, δηλαδή, ότι τα έθνη δεν πειθαρχούνται στις επιταγές των ιδεολογικών δογμάτων των διεθνιστικών εποικοδομημάτων και ότι αξιώνουν εθνική ανεξαρτησία και πολιτικό βίο σύμφωνα με τα ανθρωπολογικά τους χαρακτηριστικά και σύμφωνα με τις πολιτικές τους παραδόσεις. Για εμάς, το στρίμωγμα των εθνών μέσα σε επίπλαστα διοικητικά εποικοδομήματα που ονομάστηκαν κράτη αποτέλεσε αντιστροφή της ανοδικής πορείας του πολιτικού πολιτισμού.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχει μεγάλη κεκτημένη ταχύτητα της εκατέρωθεν ιδεολογικής κατήχησης («πολιτικών στοχαστών» φορέων επιστημονικών τίτλων κατασκευαστικά προσανατολισμένων) και της γαλούχησης πολλών γενεών που έμαθαν να σκέφτονται και να λειτουργούν «αριστερά», «δεξιά», «κεντρώα» κτλ, στην βάση δηλαδή αντιλήψεων παντελώς πολιτικά ανυπόστατων. Παρά το ότι αυτό δεν αντιστρέφεται εύκολα δεν μπορεί παρά να αποτελεί στο μέλλον το μεγαλύτερο αίτιο πολιτικού ανορθολογισμού.
ΔΕΎΤΕΡΟΝ, η κατεδάφιση της υπερκρατικής Σοβιετικής Ένωσης το 1990 οδήγησε σε πολλές πλέον μεγάλες δυνάμεις. Το διεθνές σύστημα είναι πλέον ανελέητα πολυπολικό και απείρως πιο συγκρουσιακό σε σύγκριση είτε με το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων (1648-1917) είτε μετά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (όταν υπήρξε μια σχετική σταθερότητα λόγω (πυρηνικής) ισορροπίας του τρόμου). Η κα
λύτερη κατανόηση που μπορεί κανείς να έχει για το θέμα αυτό είναι αφενός το βιβλίο του Κονδύλη «Από τον 20 στον 21 αιώνα» (Εκδόσεις Θεμέλιο) όπου είναι προσανατολισμένο στην περιγραφή και ερμηνεία των ανθρωπολογικών δομών και τάσεων του 21 αιώνα (ένα κυριολεκτικά τιτάνιο εγχείρημα) και αφετέρου το διεθνολογικό αριστούργημα του John Mearsheimer «Τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» (Εκδόσεις Ποιότητα). Ο John Mearsheimer θεμελίωσε πέραν κάθε αμφισβήτησης αυτό που καθημερινά πλέον καταμαρτυρείται όπως προχωρούμε στον 21 αιώνα, το ποια είναι δηλαδή η τυπολογία και τα βαθύτερα αίτια των συμπεριφορών των μεγάλων ηγεμονικών δυνάμεων. Όπως προχωρούμε στον 21 αιώνα, προσθέτω, ο πολίτης κάθε κράτους έχει ανάγκη να πηγαίνει κατευθείαν στην ουσία και όχι να αναλώνεται με τα ιδεολογήματα και τα θεωρήματα του κάθε ημιμαθή, του κάθε προπαγανδιστή ή του κάθε φαντασιόπληκτου. Τα ιδεολογήματα αυτά, πλέον, είναι κάτι περισσότερο από θανατηφόρα. Το ότι πολλοί ακόμη τα καλλιεργούν είναι και η μεγάλη ασθένεια της πολιτικής σκέψης, ιδιαίτερα όταν αυτό καθιστά λιγότερο ισχυρά κράτη αναλώσιμα και υποψήφια να τεθούν πάνω στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.
Τουτέστιν, τα ιδεολογικά δόγματα δεν είναι μόνο πολιτικά ανυπόστατα αλλά και ως τρόπος πολιτικής σκέψης είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια των πολιτών ενός κράτους και ευρύτερα όλων των κρατών της διεθνούς πολιτικής. Αυτό γιατί υπονομεύουν και αντιπαλεύονται τον ενδοκρατικό και διακρατικό πολιτικό ορθολογισμό. Μονολεκτικά διατυπωμένο, πολιτικός ορθολογισμός σημαίνει στέρεα εθνοκράτη δημοκρατικά συγκροτημένα (και όχι ιδεολογικά με όρους δογμάτων-σαπουνόφουσκων) και διεθνές σύστημα μέσα στο οποίο τα κράτη και οι κοινωνίες τους θα επιζητούν ισορροπία και όχι να κηρύττουν κάποια μυστήρια … ένωση του πλανήτη. Όταν δε η ισορροπία λείπει όλες οι ευγενείς προσδοκίες που τα ίδια τα κράτη σταθεροποίησαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945 αποδεχόμενοι τις Υψηλές Αρχές της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης στο εσωτερικό άλλων κρατών και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, απλά μηδενίζονται.
Ως ζήτημα στοιχειώδους πολιτικού ορθολογισμού οι πολίτες κάθε κράτους έχουν συμφέρον να μεριμνούν για την πολιτικοοικονομική ισχύ της πολιτείας τους, να μην υποτιμούν τι σημαίνει να έχεις ή να μην έχεις επαρκή ισχύ για να αποτρέπονται οι απειλές ή για να συνομιλούν ισότιμα ή να συναλλάσσονται ισότιμα με τα άλλα κράτη, να κατανοούν την σημασία της κοινωνικής συνοχής και της νομιμοποιητικής υπό-θεμέλιας διανεμητικής δικαιοσύνης και ασφαλώς να θεωρούν τις εθνικές πολιτικές παραδόσεις και τα κοσμοθεωρητικά τους θέσφατα ως έσχατες λογικές της συλλογικής τους ύπαρξης.
Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται το ζήτημα της έννοιας «Δημοκρατία»: Δημοκρατία έχουμε όταν ο πολίτης είναι ολοένα και περισσότερο εντολέας της διακυβέρνησης και κάτοχος του κράτους και αυτό δεν είναι («ιδεολογικό») δόγμα αλλά άθλημα εθνικού κατ’ αλήθειαν βίου που για να επιτυγχάνει απαιτείται να είναι σωστά προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση Πολιτική Ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία (Σε αυτά παραπέμπει και ο τίτλος του βιβλίου από το οποίο αντλούνται τα εδάφια που ακολουθούν).
ΤΡΊΤΟΣ άξονας του «Κοσμοθεωρία των Εθνών» και κειμένων που επέρχονται είναι οι μεταμοντέρνες τάσεις στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε συγκριτικά και συντομογραφικά πιο πάνω. Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα κυρίως από τα κεφάλαια 4 και 5 με κίνδυνο να μην αποδίδουν επαρκώς τους άξονες τις εκτενέστερης ανάλυσης. Εν τέλει, δική μου εκτίμηση είναι ότι η κατανόηση του τι ακριβώς σημαίνουν έννοιες όπως μηδενισμός, εθνομηδενισμός, ανθρωπολογική εκμηδένιση κτλ, και κυρίως κατανόηση ως προς το ποιες είναι οι πολιτικές προεκτάσεις τους, αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης κάθε κοινωνίας και κάθε κράτους. Οι άνθρωποι και ευρύτερα τα μέλη των συλλογικών οντοτήτων που ονομάζονται εθνοκράτη απαιτείται να έχουν πολιτικοανθρωπολογική υπόσταση. Διαφορετικά, εν δυνάμει, αποτελούν αποπροσανατολισμένες συλλογικές οντότητες οι οποίες λογικά θα αποδυναμωθούν, εκμηδενιστούν και ενδεχομένως εξαφανιστούν.
Ακολουθούν τα αποσπάσματα, κυρίως από τα κεφάλαια 4 και 5
(…) σελ. 17 Στη συνέχ
εια, ανατρέχοντας σε συνεπείς υλιστές, όπως οι La Mettrie και de Sade, αναδεικνύονται όχι μόνο οι κεντρικοί άξονες του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, αλλά και καταδεικνύεται το γεγονός ότι η συνεπής οντολογική ανατίμηση της ύλης αναπόδραστα οδηγεί σε ολοκληρωτικό εκμηδενισμό του πνεύματος και της ανθρώπινης ετερότητας όχι μόνο από τη δημόσια αλλά και από την ιδιωτική σφαίρα. Κοντολογίς, εκμηδενίζει την ανθρώπινη ετερότητα ολοκληρωτικά και σε όλα τα επίπεδα. Οι θέσεις που θα υιοθετηθούν στην ανάλυση που ακολουθεί θα ενσωματωθούν σε μία γνωσιολογική και πραγματολογική περιγραφή και ερμηνεία και των τριών επιπέδων ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος.
Θα αποδομηθεί αυτό που θεωρούμε ως τη μεγαλύτερη πολιτική και στοχαστική διαστροφή όλων των εποχών, δηλαδή η ιδεολογία ως όρος, ως πολυσχιδής πολιτική έννοια και ως εργαλείο έμπρακτης πολιτικής. Κυρίως θα αναδειχθεί το γεγονός ότι η οντολογική αναβάθμιση της ύλης και ο εκμηδενισμός του πνεύματος από τη δημόσια σφαίρα είναι βαθύτατων προεκτάσεων. (….)
Σελ. 19 (…) Ο μεταμοντερνισμός αποτελεί μία συνεπή για τον υλισμό επιστροφή στα Σόδομα και Γόμορρα υλιστών, όπως οι La Mettrie και de Sade. Έτσι, θα αναδειχθεί και τονιστεί το γεγονός ότι ίσαμε τις έσχατες λογικές του συνέπειες ο δυτικός μηδενισμός οδηγεί στη μεταμοντέρνα αποσύνθεση: Οδηγεί στον μηδενισμό, στον φιλοτομαρισμό, στη φιλαυτία, στον χρησιμοθηρικό βίο, στην ιδιωτεία, στην ασωτία, στη διάλυση της οικογένειας, στην εξίσωση βιολογικών ιδιοτήτων της ανθρώπινης φύσης, στην ηδονιστική αντίληψη της ζωής, κοντολογίς στα «Σόδομα και Γόμορρα», έννοια που ορίζεται ιδεοτυπικά για να περιγράψει τη διαδρομή και την κατάληξη του μεταμοντερνισμού ίσαμε τις έσχατες συνέπειές του, που προϋποθέτουν μία ισοπεδωμένη και εκμηδενισμένη ανθρωπολογία. Στον βαθμό που το επιτρέπει ο χώρος, επίσης, θα τονιστεί ότι μπορεί πολλοί να κατηφορίζουν προς το μεταμοντέρνο τέλμα, πλην όμως, στα θεμέλια του κόσμου (ακόμη και της νεοτερικής Ευρώπης) συγκροτούνται τα έθνη και κτίζονται οι εθνικές τους κοσμοθεωρίες.
Σελ. 161-3 (…) Κυρίως, απαιτείται να αναζητηθούν οι προϋποθέσεις της υλικότητας ως δημόσιας παραδοχής και να περιγραφούν οι ιδιότητες και οι συμπεριφορές του «συνεπούς υλιστή». Θα εστιάσουμε την προσοχή σε δύο νεοτερικούς στοχαστές, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι δεν είναι οι μόνοι συνεπείς υλιστές της πολυδαίδαλης νεοτερικότητας, σκέφτηκαν και έγραψαν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του υλισμού και έσπρωξαν τα επιχειρήματα στα έσχατα και λογικά όριά τους.133 Είναι οι La Mettrie και μαρκήσιος de Sade.
Μπορεί κανείς να συμπαθεί, να αντιπαθεί ή και να αηδιάζει τα ανθρωπολογικά πρότυπα του La Mettrie και του de Sade, αλλά ο μελετητής των διεθνιστικών-υλιστικών φαινομένων απαιτείται να ερμηνεύσει σωστά τα πορίσματά τους και να εκτιμήσει επακριβώς τις προεκτάσεις της επιστημονικής τους συνέπειας στη διαδρομή του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού.
Μιας και όποιος είναι συνεπής υλιστής είναι συνεπακόλουθα συνεπής διεθνιστής και συνάμα συνεπής μηδενιστής, αυτό που ενδιαφέρει έναν σοβαρά σκεπτόμενο πολιτικό επιστήμονα αλλά και κάθε σκεπτόμενο πολίτη είναι, ακριβώς, η λογική απόληξη του υλισμού και οι ενδιάμεσοι σταθμοί του. Θα λέγαμε ότι η έσχατη κατάληξη του μηδενισμού είναι ο de Sade και ο προτελευταίος σταθμός είναι ο La Mettrie. Εκεί στον προτελευταίο σταθμό, ή μερικούς σταθμούς πιο πίσω, ανεπίγνωστα ή
συνειδητά στέκονται αμήχανα πολλοί συγκαιρινοί υλιστές προσπαθώντας να δικαιολογήσουν εύθραυστες και επισφαλείς ιδεολογικές κατασκευές.
«Δεν ηθικολογώ, δεν κηρύσσω, ούτε ρητορεύω. Εξηγώ», 134 γράφει ο La Mettrie. Εξηγώντας λοιπόν τους ανελέητα συνεπείς υλιστικούς λογισμούς του δεν μένει καμία αμφιβολία ότι από τη μηδενιστική παραδοχή στην ανθρωπολογική εκμηδένιση η απόσταση είναι πολύ κοντά. Ένα ον που εκμηδενίζει το πνεύμα και αναβαθμίζει την ύλη για να είναι συνεπές με τις νέες του ιδιότητες εχθρεύεται τη θρησκεία, τις εθνικές κοσμοθεωρίες και τα πνευματικά επιτεύγματά τους, κάθε κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη ηθική αντίληψη και την πολιτικά οργανωμένη ζωή, δηλαδή το κράτος. Η μισανθρωπία είναι μια ακόμη λογικότατη απόληξη των υλιστικών ιδεολογιών. Ο La Mettrie θεωρεί τους ανθρώπους εκ γενετής κακούς, ανήθικους, ίδιους με τους σκύλους, μηχανές, άκρατα φίλαυτους και ατομιστές. Όπως και deSade, ο LaMettrie δεν θέλει να εξαφανίσει τους ζώντες οργανισμούς. Θέλει να τους καταστήσει συνεπείς με την υλιστική τους φύση. Γράφει: «Ξέρετε γιατί δεν έχω ακόμη ξεγράψει τους ανθρώπους; Επειδή στα σοβαρά τους θεωρώ μηχανές. Αν δεν ήταν έτσι, ελάχιστους γνωρίζω που θα άξιζε η συντροφιά τους. Ο υλισμός είναι το αντίδοτο της μισανθρωπίας».135
Ο Κονδύλης, αναφερόμενος στην απελπισμένη προσπάθεια των μαρξιστών να διασώσουν αυτή την εκμηδενιστική ανθρωπολογία του υλιστή La Mettrie, επισημαίνει σωστά ότι ο συνεπής υλισμός και η συνεπής αφαίρεση του πνεύματος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα: «Από τον υλισμό και τη φυσιοκρατική ανθρωπολογία θα μπορούσαν να προκύψουν μηδενιστικές συνέπειες, και μάλιστα με τρόπο λογικά άψογο».136
Εδώ θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι οι πιο πάνω λογικά άψογες θέσεις του La Mettrie ενσαρκώνουν τις παραδοχές του μεταμοντερνισμού ίσαμε τις λογικές του συνέπειες, όταν κατοπτρίζοντας την ολοένα και πιο μηχανοποιημένη συγκαιρινή εποχή της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης παλεύει να εκτοπίσει από τη δημόσια πολιτική τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την ανθρωπολογική ετερότητα: Τη μεταφυσική πίστη, τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής, τα εθνικά πολιτισμικά πρότυπα, τις ιστορικές μνήμες, τις εθνικές ταυτότητες, τα ιστορικά σύμβολα, τα διαχρονικά εθνικά πνευματικά κτίσματα, τις εθνικές κοσμοθεωρίες, τις οικογενειακές παραδόσεις και κάθε τι άλλο, το οποίο οικοδομεί και συγκροτεί την εθνική κοινωνία στην ιστορική διαχρονία.
Τη συνεπή εκμηδενιστική φύση των υλιστικών παραδοχών εκφράζουν συχνά οι συνεπέστεροι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» (ή οι πιο αφελείς εξ αυτών), όταν θέλουν όχι μόνο να κατεδαφίσουν και να αποδομήσουν τον πολίτη από τις πνευματικές του ιδιότητες, αλλά επιπλέον να κατακερματίσουν τις πολιτειακές του δομές.137 Στο εκκρεμές των υλιστικών ταλαντώσεων σημασία έχει όχι η βαθμίδα υλιστικών παραδοχών αλλά ο προσανατολισμός προς τον οποίο κινούνται. Για να είναι συμβατές με τη συνεπή υλιστική κοσμοθέαση και τις θεμελιώδεις υλιστικές παραδοχές ο λογικός προσανατολισμός οδηγεί στην πλήρη εκμηδένιση του πνεύματος και στην απόληξη σ’ ένα ανθρωπολογικά εκμηδενισμένο τέλμα, στα ανθρωπολογικά Σόδομα και Γόμορρα. (….).
Σελ. 168 (…) Η απόλυτη υλιστική συνέπεια του de Sade τον οδηγεί να εγκαταλείψει τα μισόλογα της πρώιμης φάσης της νεοτερικότητας, να υποστηρίξει την πλήρη οντολογική ανατίμηση της φύσης και των αισθητών και την αποκοπή από κάθε ηθική ή κανονιστική κρίση. Όπως επισημαίνει ο Κονδύλης, στο πλαίσιο της μηδενιστικής κατάργησης του χωρισμού ανάμεσα στο Όν και Επίφαση, χάρη της οποίας η Επίφαση γίνεται μοναδικό Ον, ο de Sade προσυπογράφει τη θέση ότι ο άνθρωπος είναι Φύση. «Σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι και ο άνθρωπος είναι αμιγής ύλη, που το πιο εκλεπτυσμένο μέρος της αποτελεί η ψυχή. (…) Έτσι, δίνει έκφραση στα πιο βαθιά σαλέματα της ανθρώπινης ύλης, ως κινητήρια δύναμη της δραστηριότητας των ανθρώπων και συγκρίνει τη λειτουργία τους αυτή με τη λειτουργία της κίνησης στη φυσική. Η ανθρώπινη δραστηριότητα απορρέει από τον φυσικό νόμο, γιατί μπαίνει σε κίνηση χάρη στην ορμή της αυτοσυντήρησης και στην αρχή της ηδονής».148
Υπό αυτό το υλιστικά συνεπέστατο πρίσμα του de Sade, η νοηματοδότηση της ζωής και της πολιτικής με όρους ισχύος και συνάμα ανθρωπολογικής αποδόμησης του πνεύματος είναι μονόδρομος. Μία φυσιολογική τροχιά που είναι συνεπής με τις εσώτερες λογικές του υλισμού παραμερίζει όλα τα άλλα θέτοντας ως κύριο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης την αυτοσυντήρηση, τον ευδαιμονισμό και την ηδονή που αφήνει τον εγωισμό του αχαλίνωτο και αδιαφορώντας για τη ζημιά των άλλων.149 Έπεται η αχόρταγη επιδίωξη της ισχύος, της διεύρυνσης της ισχύος και της συμβατής με αυτή θέση για την «πρωταρχική σημασία της αρχής της ηδονής και για τη φιλαρχία και την αγάπη της ισχύος ως τα βαθύτερα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης».150
Όλα αυτά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι πολύ συναφή με μερικές ανθρωπολογικές διαμορφώσεις των μεταμοντέρνων τάσεων στις δυτικές κοινωνίες. Χωρίς, βέβαια, να υπεισέλθουμε στις γνωστές και με κάθε κριτήριο φυσιολογικού ανθρώπου αντιαισθητικές έκλυτες επιδόσεις του μαρκήσιου de Sade σε διάφορους τομείς, ο συνεπής αυτός υλιστής δεν αφήνει ανέγγιχτη τη σεξουαλικότητα, μιας και θεωρεί πως δεσπόζει όλων των άλλων ενστίκτων και πως συνυφαίνεται άρρηκτα με την ισχύ και με την κυριαρχία. Το ίδιο ισχύει όταν υποστηρίζει το δίκαιο του ισχυρότερου, τη φυσική αιτιολογική εκλογίκευσή του για τον αφανισμό των άλλων για σκοπούς αυτοσυντήρησης και τη συστηματική υποστήριξη του εγκλήματος ως φυσιολογικής εκδίπλωσης της φυσικής νομοτέλειας, που μπορεί το έγκλημα να παράγει ακόμη και τέρψη.151
Για ευνόητους λόγους κανείς δεν θα προσέλθει στη δημόσια σφαίρα με τέτοιες αιτιολογήσεις που θίγουν βαθύτατα τις ωραιοποιημένες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις του δυτικού «ορθολογισμού» και των μορφικά πανομοιότυπων αντίπαλων ορθολογισμών. Αυτό που μας ενδιαφέρει καίρια εδώ, όμως, είναι οι λογικές προεκτάσεις τους.
Πρώτον, το γεγονός ότι οι αιτιολογήσεις αυτές βρίσκονταν στον σκληρό πυρήνα των υλιστικών και αντιπνευματικών εκλογικεύσεων του μοντερνισμού και ότι επηρεάζουν τη νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος.
Δεύτερον, το γεγονός ότι η λογική εκδίπλωση του υλισμού οδηγεί στην εκδίωξη των πνευματικών από τη δημόσια σφαίρα και ότι αυτό οδηγεί στο μηδενιστικό αδιέξοδο του μεταμοντερνισμού, όπου πλέον οι ανθρωπολογικές παραδοχές συνεπών υλιστών, όπως οι La Mettrie και de Sade βρίσκουν εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος.152
Τρίτον, το γεγονός ότι ο εξοστρακισμός των πνευματικών και η ανατίμηση των υλιστικών παραδοχών, παρά το γεγονός ότι στην πράξη εφαρμόζονται πάντοτε ημιτελώς και αντιφατικά, αποτελούν την επίσημη κανονιστική προσέγγιση πολλών δυτικών κρατών.
Τέταρτον, το γεγονός ότι στον χώρο της διανόησης, ιδιαίτερα στις λεγόμενες «κοινωνικές επιστήμες», οι κυρίαρχες προσεγγίσεις δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις πιο ακραίες τάσεις των υλιστικών παραδοχών των τελευταίων αιώνων. Για τις αντιφάσεις, τα σφάλματα, τα άλματα, την άγνοια και τις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις των «μετριοπαθών υλιστών» δεν αξίζει καν να ασχοληθεί κανείς. Καλύτερα να μελετήσει τον de Sade, γιατί αυτός τουλάχιστον ήξερε για τι (…)
Σελ. 239 – 241 (…) Η αποδόμηση των ουσιών, των νοημάτων και των ιεραρχιών του παρελθόντος, για να προσαρμοστεί ο μαζικοπαραγωγικός και μαζικοκαταναλωτικός ανθρωπότυπος, προϋποθέτει αναίρεση πάγιων διαμορφωτικών παραγόντων της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ίσαμε τις λογικές συνέπειες το άτομο δεν σκέφτεται σύμφωνα με κάποια ανθρώπινη ετερότητα, αλλά κουρδίζεται, για να λειτουργεί ορθολογιστικά σύμφωνα με τις ρευστές μηχανιστικές αντιλήψεις του ωφελιμισμού, του λειτουργισμού και της αποτελεσματικότητας. Αν συνεπείς υλιστές όπως οι La Mettrie και de Sade που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ζούσαν, θα αισθάνονταν πολύ δικαιωμένοι.
Ο λειτουργικά νοούμενος χώρος όπου ζει και εργάζεται το αποδομημένο άτομο πρέπει να αποδυναμώσει την προϊστορία των προσώπων, τις ιστορικές μνήμες, την προσωπική ταυτότητα, τη μεταφυσική ενόραση, την οικογενειακή παράδοση και κάθε άλλο στοιχείο που υποστασιοποιεί την ανθρώπινη ετερότητα. Η διάταξη του χώρου έπρεπε να γίνει «δίχως μέριμνα για τον χρόνο ως χρόνο ιστορικό και υποκειμενικό και σκόπευε να τσακίσει τον αστικό ατομικισμό και συνάμα το προπύργιό του, δηλαδή τον οίκο ως κρυστάλλωση και ως φορέα μια οικογενειακής παράδοσης».218
Ο μεταμοντερνισμός, περαιτέρω προκαλεί συγκλίνοντα μορφολογικά χαρακτηριστικά σ’ όλο το φάσμα της λογοτεχνίας και της τέχνης με τρόπο που αποδιαρθρώνονται ιεραρχίες και παραδοσιακά νοήματα και που εξυπηρετούν ένα υλιστικό-λειτουργικό Όλο. Έτσι, αισθητικές τάσεις, αρχιτεκτονική, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, κινηματογράφος, γλωσσική πολυπλοκότητα και γραμματική, λογοτεχνία, προσαρμόστηκαν όλα ανάλογα και αντίστοιχα με τις υλιστικές-λειτουργικές ανάγκες και την προαναφερθείσα πολιτική και οικονομική ορθότητα. Η μαζική κοινωνία απαιτούσε «χωροποίηση του κόσμου και της αίσθησης του κόσμου που συντελέστηκε με την κατάτμηση του κάποτε ιεραρχημένου συνθετικού Όλου σε έσχατα και ισότιμα στοιχεία, τα οποία ακολούθως απλώθηκαν σε μια ιδεατή επιφάνεια για να (μπορούν να) συνδυαστούν μεταξύ τους».219
Είναι ιλαροτραγικό να βλέπει κανείς ταλαντούχους και επιδέξιους τεχνίτες της λειτουργιστικής αποδόμησης να κορδώνονται υπερήφανα σε στολισμένα ατελιέ για τη μεταμοντέρνα ζωγραφική τους, τη μηχανοποιημένη αρχιτεκτονική τους, τα μονοδιάστατα μουσικά μουγκρητά τους και τη διαλυτική κινηματογραφική τους ιδιοφυία. Κατά το πλείστον, ανεπίγνωστα, ρίχνουν την τέχνη τους στον μεγάλο χείμαρρο της ανθρωπολογικής αποδόμησης όσων κοινωνιών γευτούν το διαλυτικό χυλό τους. Ο χυλός αυτός έχει συγκεκριμένο στόχο: την καταπολέμηση των εθνικών κοσμοθεωριών, την ανθρωπολογική αποσύνθεση και την πολιτική διάλυση. Έτσι εκπληρώνονται οι ιδεολογικοϋλιστικοί σκοποί και έτσι εξυπηρετούνται όσοι δρώντες ωφελούνται. Θύματα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι και όλα τα κράτη. Είναι όσοι δεν προσέχουν και γίνονται θύματα του ιδεολογικού φαινομένου και αυτών που κατά συγκυρία εξυπηρετούνται.
Οι αξιώσεις προσαρμογής του ατόμου στη μαζική κοινωνία ενός υλικού κόσμου δεν αφήνουν ανέπαφο τον ηθικό τομέα. Κύριος στόχος πάντοτε είναι οι παραδοσιακές ηθικές διαμορφώσεις και ο βαθύτερος ανθρωπολογικός πυρήνας του ατόμου, δηλαδή η ερωτική του υπόσταση και η σεξουαλική του συμπεριφορά. Πρέπει και αυτά να αποδομηθούν και να προσαρμοστούν στις προϋποθέσεις λειτουργικότητας της μαζικής κοινωνίας. Αυτό σημαίνει επιπεδοποίηση, εξίσωση και εξομοίωση. Η μαζική παραγωγή, η μαζική κατανάλωση και οι λειτουργικές δομές που την εξυπηρετούν πιέζουν προς βραχυπρόθεσμες στάσεις ζωής, εφήμερες ερωτικές σχέσεις, φιλίες και κοινωνικές περαστικές συναντήσεις.
Η ερωτική ποιότητα που πηγάζει από την ανθρώπινη ετερότητα, τα ψυχόρμητα και τα αστάθμητα ένστικτα, γίνονται στόχος. Όλα, καλύτερα να είναι στηριγμένα στην ιδέα της «σύμβασης», να αποτελούν δηλαδή μέρος των εφήμερων και προσαρμόσιμων αξιώσεων, σ’ έναν ισοπεδωμένο υλικό κόσμο. Αυτό εξυπηρετεί την κατανάλωση, την κινητικότητα, την ανταλλαξιμότητα, και κυρίως την κύρια προϋπόθεση του μαζικοποιημένου ατόμου: Τα θηριώδη ηδονιστικά του ένστικτα, που τον εκμαυλίζουν και που αποστειρώνουν τις αντιστάσεις του.
Αυτό, γιατί η παραγωγική και καταναλωτική κινητικότητα απαιτεί ναρκισσισμό και αναπτυγμένα ηδονιστικά ένστικτα και ηθικιστική προσαρμογή σε υλιστικές αντιλήψεις αυτοπραγμάτωσης των παροδικών σχέσεων, των στιγμιαίων ηδονών και των ναρκισσιστικών συμπεριφορών. «Το καθαρό αποτέλεσμα όλων αυτών μπορεί να είναι η αναλγησία, η υποκρισία ή η καιροσκοπία».220 Ακόμη πιο σημαντικό, «το εσωτερικά διαλυμένο πρόσωπο ως μέλος μιας κοινωνίας αποτελεί ένα αδύναμο, στερημένο ταυτότητας και ανώνυμο σημείο, το οποίο χάνεται μέσα στην αχρωμία και στην ανωνυμία απρόσωπων δομών, ενώ τα ατομικά γνωρίσματα του προσώπου συρρικνώνονται σε απλά σημεία. Η εσωτερική διάλυση του προσώπου μεταπίπτει σε κατάτμηση της κοινωνικής ζωής σε άτομα –και τότε έρχεται η στιγμή όπου το διαλυμένο πρόσωπο αισθάνεται ως απλό σημείο ή ως παίγνιο στα χέρια ανεξέλεγκτων και αδιάγνωστων δυνάμεων».221
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το ζήτημα του φύλου. Η εξίσωση και η εξομοίωση ως θεμελιώδης αντίληψη της μαζικής κοινωνίας και η ανάγκη εναλλαξιμότητας και αντικαταστασιμότητας των συντελεστών της παραγωγής και της κατανάλωσης απαιτεί επιπεδοποίηση και αναίρεση ακόμη και σταθερών βιολογικών ιδιοτήτων σύμφυτων με τον άνθρωπο: Απαιτεί εναλλαξιμότητα των ατόμων και ρόλων η οποία «καθιστά δυνατή και υποβαστάζει την κοινωνική ισότητα.
Φτάνει σε σημείο όπου μπορεί να καταργήσει διαφορές ίσαμε τώρα θεωρούμενες ως δεδομένες από τη φύση» «αναγωγή της έννοιας του άνδρα και της έννοιας της γυναίκας σε έννοιες, οι οποίες δεν μπορούν και δεν επιτρέπεται πια να κατανοηθούν βιολογικά παρά μόνο κοινωνικά και πολιτικά». Η ερωτική ποιότητα αντικαθίσταται από την σεξουαλική ορθότητα η οποία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στον μαζικοποιημένο ανθρωπότυπο. Συντελείται επίσης μια «παράλληλη πορεία της ισότητας των φύλων και της διάλυσης της οικογένειας, η οποία βέβαια δεν μπορεί να είναι τυχαία»222 και μια καθιέρωση της αντίληψης πως «η γενετήσια ορμή στη βάση της ισότητας των φύλων δεν υπηρετεί πρωταρχικά την αναπαραγωγή του είδους, αλλά την αυτοπραγμάτωση» και τον ευδαιμονιστικό ηδονισμό.223
Το ροκάνισμα του Κοινωνικού παραδοσιακά νοούμενου, εξάλλου, προϋποθέτει ότι η γενετήσια ικανοποίηση πρέπει να γίνεται πλέον αντιληπτή «ως σύντομη και ευκολοαπόκτητη μορφή ηδονής, την οποία μπορεί να απολαύσει κανείς ανεξάρτητα από άλλους, μακροπρόθεσμους παράγοντες», ότι το ερωτικό στοιχείο γίνεται πιο διάχυτο και ρευστό και ότι καλλιεργείται μια αναβίωση του ανδρογυνισμού και μια νέα αποτίμηση της ομοφυλοφιλίας ως κριτήριο εξίσωσης και ανταλλαξιμότητας.224 Η υποκείμενη ανθρωπολογική δομή κτίζεται, έτσι, ούτως ώστε να εξυπηρετεί τις προϋποθέσεις ενός ρευστού, υλιστικού, λειτουργιστικού και αποτελεσματικού συστήματος υλιστικής διακυβέρνησης και μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης πλανητικών προεκτάσεων.
Αυτές είναι, συντομογραφικά διατυπωμένες, οι λογικές συνέπειες λόγω της μοντερνιστικής αφαίρεσης των πνευματικών από τη δημόσια σφαίρα, τις οποίες ο μεταμοντερνισμός εξωθεί τώρα ίσαμε τις έσχατες ανθρωπολογικές και πολιτικές συνέπειες.
Είναι ιλαροτραγικό, βεβαίως, το γεγονός ότι αν και πολλοί μοντέρνοι αστικοφιλελεύθεροι ποτέ δεν είχαν φανταστεί πως ο δρόμος που χάραξαν θα οδηγούσε σε ένα τέτοιο μεταμοντέρνο τέλμα, δημιούργησαν εν τούτοις μια τεράστια δεξαμενή υλιστικών θεωρημάτων μέσα από την οποία αντλούν τα geromorias
Σύντομη εισαγωγή.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Κοσμοθεωρία των Εθνών». Υπάρχει κίνδυνος τα αποσπάσματα αυτά να δώσουν μια πολύ ελλειμματική εικόνα των αναλύσεων που γίνονται εκεί όπου επιχειρείται μια προσανατολιστική ανάλυση (Το Θουκυδίδειο «Παράδειγμα» της επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής και οι «επιστημονικές επαναστάσεις» http://wp.me/p3OlPy-Lb) για τις τάσεις που αναπτύσσονται διαχρονικά υπογραμμίζοντας τις ειδοποιούς διαφορές του περάσματος από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Στο τέλος παρατίθενται τα περιεχόμενα του βιβλίου.
Η έμφαση δίνεται στην Νεοτερικότητα (με «ο» και όχι «ω»): Η Νεοτερικότητα παρά το ότι σε σύγκριση με τον Θεοκρατικό Μεσαίωνα αποτελεί πρόοδο είναι οπισθοδρόμηση εάν συγκριθεί με την κλασική εποχή ή και δημοκρατικά συγκροτημένα κοσμοσυστήματα όπως η Βυζαντινή Οικουμένη. Η Νεοτερικότητα είναι ο ευρύτερος φαρδύς δρόμος των Νέων Χρόνων μέσα στον οποίο οι κοινωνικές οντότητες αυτό-θεσπίζονται ερήμην ή κόντρα στα μοντερνιστικά διοικητικά εποικοδομήματα (μοντερνισμός: ο στενότερος αντί-πνευματικός δρόμος που κυριάρχησε ως ιδεολογική προσέγγιση πρόταξης «θεσμών» που κατασκευάζουν την πολιτική ανθρωπολογία αντί τού αντίστροφου, δηλαδή δημοκρατικές προσεγγίσεις που ορίζουν τους θεσμούς κάθε κοινωνίας σύμφωνα με την κοινωνική τους ετερότητα). Αυτά τα έτσι κατασκευασμένα διοικητικά εποικοδομήματα που ονομάστηκαν «κράτη» ορθά νοούμενα δεν είναι Πολιτείες σύμφωνα με την κλασσική έννοια του όρου.
Εξ ου και υιοθετώ, σύμφωνα και με το σκεπτικό του Γιώργου Κοντογιώργη, το Νεοτερικότητα με «ο», δηλαδή «νέο» και όχι με «ω» που παραπέμπει σε μια δήθεν πολιτική κοσμογονία όπου οτιδήποτε υπήρξε πριν τον 16 αιώνα ήταν, δήθεν, «προ-πολιτικό». Αυτό κατά βάση διατείνονται αυτάρεσκα όσοι γνωρίζουν μερικά μόνο και δογματικά διατυπωμένα μοντερνιστικά μονοπάτια των Νέων Χρόνων παραβλέποντας τόσο τον ευρύτερο φαρδύ δρόμο της Νεοτερικότητας όσο και τον απέραντο ανοδικά κινούμενο πολιτικό πολιτικό πολιτισμό που αρχίζει από τα Ομηρικά χρόνια, διασχίζει την πρώιμη κλασική, κλασική, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή για να ανέλθει στα υψηλά δώματα της μετακρατοκεντρικής (όχι μετακρατικής) κοσμοσυστημικής πολιτικής συγκρότησης, πρωτίστως δε την χιλιετή Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία.
Ο μοντερνισμός, βασικά, κάνει ένα γιγαντιαίο άλμα από τα Ομηρικά χρόνια στην ιδεολογική εποχή. Έτσι, ουκ ολίγοι οι οποίοι καταστέλλονται από κοινωνικά ανεξέλεγκτες τεχνόσφαιρες ελέω μνημονίων που προσδιορίζουν κερδοσκόποι και τοκογλύφοι (το αντίστοιχο της πρό-πολιτικής βαρβαρότητας που «δικαιολογείται» με Δαρβινιστικούς όρους «αποτελεσματικότητας») δεν αντιλαμβάνονται το γιγαντιαίο πολιτικό έλλειμμα. Καταπνιγμένοι δηλαδή μέσα στον συνεχιζόμενο ιδεολογικό δογματισμό δεν αντιλαμβάνονται ότι οπισθοδρομούμε πιο πίσω από την προ-πολιτική εποχή. Εμμένουν έτσι αυτοκτονικά στα παρωχημένα κατασκευαστικά μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα αναζητώντας διεξόδους που δεν υπάρχουν. Στις αναπτυγμένες πλέον κοινωνίες μια διέξοδος υπάρχει: Φορά κίνησης προς δημοκρατία / πολιτική ελευθερία υπό συνθήκες εθνικής ανεξαρτησίας.
Έστω και συντομογραφικά και για να γίνουν πιο αντιληπτές αυτές οι συνοπτικά διατυπωμένες προσανατολιστικές θεωρήσεις, απαιτείται να γίνει κατανοητό ότι στο εσωτερικό της Νεοτερικότητας, κυριάρχησε ο αντί-πνευματικός υλισμός του μοντερνισμού. Μια δηλαδή απέλπιδα, ατελέσφορη και αδιέξοδη προσπάθεια να εκτοπιστεί από την κρατική σφαίρα οτιδήποτε είναι πνεύμα (θρησκείες, ταυτότητες, καταστατικές ιστορικές μνήμες, καταστατικά θεωρητικά θέσφατα, πολιτικές παραδόσεις, κοσμοθεωρίες κτλ). Αυτή ήταν μια ιδεολογική προσέγγιση μορφικά πανομοιότυπη για όλα τα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα, όταν επιχειρούσαν τους πρώτους μετά-Μεσαιωνικούς αιώνες να κατασκευάσουν μια πολιτική ανθρωπολογία μιμούμενοι ή καλύτερα πιθηκίζοντας την κλασική εποχή.
Δηλαδή, πριν νοηματοδοτήσουν την κοινωνική συνοχή ρατσιστικά: Όταν έγινε αντιληπτό ότι η μετά-Μεσαιωνική ανθρωπολογία δεν ήταν επιδεκτική «ταχύρρυθμης ομοιογενοποίησης» τα πράγματα οδηγήθηκαν στις λογικές τους απολήξεις. Στις εθνοκαθάρσεις και στις γενοκτονικές ομοιογενοποιήσεις- επιχειρήθηκε η σταθεροποίηση της «δημόσιας» σφαίρας με εκδίωξη, όπως έγραψε εύστοχα ο Παναγιώτης Κονδύλης, του «ταραχοποιού πνεύματος».
Η διαφορά του μοντερνισμού ως ιδεολογίας και του μεταμοντερνισμού ως ιδεολόγημα είναι ότι ο τελευταίος δεν προσπαθεί πλέον να μόνο να εκδιώξει το πνεύμα έξω από την «δημόσια» σφαίρα για να είναι υλιστική, αλλά και να μηδενίσει ανθρωπολογικά τον πολίτη μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα. Αυτό καθότι για να απουσιάζει το «ταραχοποιό πνεύμα» όταν το άτομο εισέρχεται μέσα στην κρατική σφαίρα (όπου αναμενόμενα εξουσιάζει μια τεχνόσφαιρα και μηδενίζεται κάθε αξίωση δημοκρατίας (αν θέλετε πες το «μνημόνια» γιατί θυμίζει κάτι σήμερα), το άτομο θα πρέπει να είναι επίπεδο, άνευρο, υπάκουο, μηχανιστικά «αποτελεσματικό», ηδονιστικό, ωφελιμιστικό και στις λογικές απολήξεις σύμφωνο με τις μηδενιστικές διαστροφές του Μαρκήσιου de Sade. Αυτά αναλύονται σε έκταση στα κεφάλαια 4 και 5 του «Κοσμοθεωρία των Εθνών» και η προσανατολιστική ανάλυση των τάσεων αντλεί πρωτίστως από τις μοναδικές και άφθαστες συν αξιολογικά ελεύθερες προσανατολιστικές περιγραφές του ωκεανού γνώσης που ονομάζεται Παναγιώτης Κονδύλης.
Ο ημέτερος νεοελληνικός εθνομηδενισμός δεν είναι παρά μόνο ένας πάμπτωχος συγγενής αυτών των τερατωδών τάσεων της μεταμοντέρνας δίνης μέσα στην οποία άλλοι βυθίζονται και άλλοι παλεύουν να διασωθούν. Πολύ σύντομα αξίζει να πούμε μερικά ακόμη λόγια για αυτές τις καίριες διακρίσεις που αφορούν το μέλλον μας όπως προβάλλεται στον 21 αιώνα.
Για τον μοντε
ρνισμό λοιπόν οι πνευματικές ιδιότητες του ανθρώπου έπρεπε να περιοριστούν μέσα στην «ιδιωτική σφαίρα» και ο άνθρωπος προσερχόμενος μέσα στην δημόσια σφαίρα να είναι περίπου στήλη ύλης μηχανικά, ωφελιμιστικά και ηδονιστικά κινούμενος.
Τα ιδεολογικά δόγματα, «αριστερά», «δεξιά» και «κεντρώα» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ποικίλες ευφάνταστες συνταγές κατασκευής πολιτών μέσα στην υλιστική δημόσια σφαίρα. Γεννήθηκαν, βασικά, υπογραμμίζεται ξανά, όταν μετά τους πρώτους μετά-Μεσαιωνικούς αιώνες κάθε προσπάθεια να κατασκευαστεί η δημόσια σφαίρα προσέκρουε πάνω στο τραγικό γεγονός ότι οι δύσμοιροι και κακόμοιροι δουλοπάροικοι που αποτελούσαν την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων (και που μετά «εξεγέρθηκαν» στο Παρίσι) δεν συγκροτούσαν μια συνεκτική πολιτική ανθρωπολογία. Ο πολίτης όμως όπως ξέρουμε, για να μπορεί να αναπτυχθεί η δημοκρατία καθιστώντας τον εντολέα της εξουσίας απαιτείται να είναι, πολιτικά καλλιεργημένος. Να διαθέτει ανθρωπολογική υπόσταση που του επιτρέπει να είναι εντολέας της εξουσίας.
Συντομεύουμε τονίζοντας μια πασίδηλη πλέον και στους πολιτικά τυφλούς ιστορική παρατήρηση, ότι δηλαδή οι ιδεολογίες κανένα νόημα ή πρακτική σημασία δεν είχαν ή έχουν, παρά μόνο εκπλήρωναν και συνεχίζουν να εκπληρώνουν αξιώσεις ισχύος που βαίνουν κόντρα στην δημοκρατική-πολιτική συγκρότηση των ανεξαρτήτων κοινωνιών.
Μετά την Γαλλική εξέγερση των «sans-culottes» -των δύσμοιρων δηλαδή μετά-Μεσαιωνικών δουλοπαροίκων-, οι «διοικητές» των κρατών -καθότι τα μετά-Μεσαιωνικά κράτη δεν ήταν κάτι περισσότερο από διοικητικοί μηχανισμοί των μετά-Μεσαιωνικών ηγεμόνων, Φεουδαρχών και γεωκτημόνων – επιχειρούσαν να διαιωνίσουν τις ολιγαρχικές δομές των μετά-Μεσαιωνικών εξουσιών. Αντί δημοκρατικής φοράς κίνησης είχαμε έμμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας και «παραχώρηση» κάποιων «δικαιωμάτων» τα οποία έκτοτε άλλοτε παραχωρούν «μεταλόψυχα» είτε ανάλογα με τις περιστάσεις και τις «ανάγκες αποτελεσματικότητας» ανακαλούν και τα μισό-ξαναφέρνουν στην μέσα στην «δημόσια σφαίρα». Τον 18 και 19 αιώνα σε ένα τέτοιο μοντερνιστικό περιβάλλον τα ισχυρότερα κράτη καθιστούσαν την αναδυόμενη έννοια «ιδεολογία» σε κατασκευαστικά δόγματα ποικίλων δήθεν αντίπαλων εκδοχών και αποχρώσεων. Στην συνέχεια τα δόγματα αυτά χρησίμευσαν ως μεταμφιέσεις των αξιώσεων ισχύος των μεγάλων δυνάμεων. Αποκορύφωση είχαμε όταν οι εκατέρωθεν υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου μεταμφίεσαν τις αξιώσεις ισχύος με αντίπαλα ιδεολογικά δόγματα τα οποία όμως, κατ’ ουσίαν, ήταν και συνεχίζουν να είναι μορφικά πανομοιότυπα. Δεν μιλάμε για κάτι «καινούργιο». Η μεταμφίεση των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος με οικουμενικά δόγματα είναι ένα πολύ γνωστό φαινόμενο στην ιστορική διαδρομή των ανθρώπων.
Οι εκατέρωθεν ιθαγενείς του Ψυχρού Πολέμου, τώρα, του δήθεν διαφορετικού πλην επαναλαμβάνουμε μορφικά πανομοιότυπου ιδεολογικού φάσματος, όφειλαν, για το συμφέρον τους, να γνωρίζουν πως οι ιδεολογίες ήταν μια πνευματική και πολιτική σαπουνόφουσκα (το δράμα βέβαια είναι ότι πολλοί ούτε και τώρα το κατανοούν με αποτέλεσμα να φωνασκούν ότι είναι αριστεροί, δεξιοί κτλ). Ότι επίσης γι’ αυτό τον λόγο δεν έπρεπε να εισέλθουν σε εμφύλιες διαμάχες. Επαναλαμβάνουμε και υπογραμμίζουμε την ουσία: Όλα τα ιδεολογικά δόγματα δεν ήταν κάτι περισσότερο από συνήθεις στην ιστορική διαδρομή οικουμενικιστικές μεταμφιέσεις ισχύος των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων.
Το βιβλίο «Κοσμοθεωρία των Εθνών» στο σύνολό του –κατ’ κάποιο τρόπο – αποτελεί προοίμιο κειμένων που επέρχονται και που κτίζουν πάνω σε αυτά τα κεντρικά ζητήματα που χάραξαν την πορεία των ανθρώπων τους τελευταίους αιώνες και που προδιαγράφουν τις τάσεις στον 21 αιώνα. Η δημοσίευση αποτέλεσε καμπή για ένα νέο προσανατολισμό που συνεχίζεται και κατέστησε άξονες τρία κύρια ζητήματα που θα αποτελέσουν και τους άξονες της διεθνούς πολιτικής τον 21 αιώνα. Τον ολοένα βαθύτερο εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, την ανάδυση του πολυπολικού συστήματος που ως διεθνής δομή θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό του 21 αιώνα και την παράλληλη βαθύτατων προεκτάσεων μετάβαση από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Μερικές σύντομες επισημάνσεις γύρω από αυτά τα τρία ζητήματα.
ΠΡΏΤΟΝ, παρά τα αντί-πνευματικά και μηδενιστικά ιδεολογικά οικοδομήματα οι πολιτικές παραδόσεις των κρατών όχι μόνο διαιωνίστηκαν αλλά αντιστεκόμενες δυνάμωσαν σταδιακά μετατρέποντας το διεθνές σύστημα από «κρατοκεντρικό» σε «εθνοκρατοκεντρικό», τάση η οποία ασφαλώς πάει κόντρα σε κάθε ανθρωπολογικά εξομοιωτική και πολιτικά εξισωτική διεθνιστική και κοσμοπολίτικη ιδεολογική αντίληψη του κόσμου. [Πρόσφατα αυτό συνοψίστηκε στο ΗΘΙΚΗ και ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ Η μη θεσπισμένη ισχύς στην διεθνή πολιτική. Πολιτική θεολογία versus πολιτική θεωρία και η σημασία της αξιολογικά ελεύθερης περιγραφής και ερμηνείας των διεθνών φαινομένων http://wp.me/p3OlPy-1bH]. Πάντως, όταν γίνονται τέτοιες προσανατολιστικές (των τάσεων) περιγραφές, είναι πάντα αναγκαίο να τονίζεται ότι τα πριν τον 16 αιώνα κοσμοσυστήματα (πριν την Συνθήκη της Βεστφαλιας του 1648) και ανεξαρτήτως βαθμίδων κοσμοσυστημικής δημοκρατίας ή αντίστροφα δεσποτείας, η κοσμοσυστημική διακυβέρνηση δεν καθιστούσε δόγμα την ανθρωπολογική εξομοίωση. Στην Βυζαντινή Οικουμένη, μάλιστα, αυτό ήταν ο κανόνας καθότι η ετερότητα των Πόλεων που την συνέθεταν ήταν δεδομένη. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των όρων μετακρατοκεντρικό και μετακρατικό που έγινε πιο πάνω. Στην πρώτη περίπτωση η αναίρεση της ανθρωπολογικής ετερότητας των κοινωνικών οντοτήτων δεν είναι προαπαιτούμενο. Στην δεύτερη περίπτωση αξιώνεται η ανθρωπολογική εξομοίωση (άλλοτε ρατσιστικά και άλλοτε υλιστικά) και επιχειρείται η πολιτική εξίσωση.
Βέβαια, υπογραμμίζεται, ότι είναι σχεδόν αστείο και σίγουρα κωμικοτραγικό να επιμένει κανείς σε εξομοίωση και εξίσωση όταν έχουμε δύο εκατέρωθεν μορφικά πανομοιότυπα εξισωτικά και εξομοιωτικά εγχειρήματα, την Σοβιετική Ένωση και την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα οποία πλέον προσφέρουν ωκεανούς μαρτυριών για τον ανυπόστατο και επίπλαστο χαρακτήρα κάθε ανθρωπολογικά εξομοιωτικού και πολιτικά εξισωτικού εγχειρήματος. Για το γεγονός, δηλαδή, ότι τα έθνη δεν πειθαρχούνται στις επιταγές των ιδεολογικών δογμάτων των διεθνιστικών εποικοδομημάτων και ότι αξιώνουν εθνική ανεξαρτησία και πολιτικό βίο σύμφωνα με τα ανθρωπολογικά τους χαρακτηριστικά και σύμφωνα με τις πολιτικές τους παραδόσεις. Για εμάς, το στρίμωγμα των εθνών μέσα σε επίπλαστα διοικητικά εποικοδομήματα που ονομάστηκαν κράτη αποτέλεσε αντιστροφή της ανοδικής πορείας του πολιτικού πολιτισμού.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχει μεγάλη κεκτημένη ταχύτητα της εκατέρωθεν ιδεολογικής κατήχησης («πολιτικών στοχαστών» φορέων επιστημονικών τίτλων κατασκευαστικά προσανατολισμένων) και της γαλούχησης πολλών γενεών που έμαθαν να σκέφτονται και να λειτουργούν «αριστερά», «δεξιά», «κεντρώα» κτλ, στην βάση δηλαδή αντιλήψεων παντελώς πολιτικά ανυπόστατων. Παρά το ότι αυτό δεν αντιστρέφεται εύκολα δεν μπορεί παρά να αποτελεί στο μέλλον το μεγαλύτερο αίτιο πολιτικού ανορθολογισμού.
ΔΕΎΤΕΡΟΝ, η κατεδάφιση της υπερκρατικής Σοβιετικής Ένωσης το 1990 οδήγησε σε πολλές πλέον μεγάλες δυνάμεις. Το διεθνές σύστημα είναι πλέον ανελέητα πολυπολικό και απείρως πιο συγκρουσιακό σε σύγκριση είτε με το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων (1648-1917) είτε μετά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (όταν υπήρξε μια σχετική σταθερότητα λόγω (πυρηνικής) ισορροπίας του τρόμου). Η κα
λύτερη κατανόηση που μπορεί κανείς να έχει για το θέμα αυτό είναι αφενός το βιβλίο του Κονδύλη «Από τον 20 στον 21 αιώνα» (Εκδόσεις Θεμέλιο) όπου είναι προσανατολισμένο στην περιγραφή και ερμηνεία των ανθρωπολογικών δομών και τάσεων του 21 αιώνα (ένα κυριολεκτικά τιτάνιο εγχείρημα) και αφετέρου το διεθνολογικό αριστούργημα του John Mearsheimer «Τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» (Εκδόσεις Ποιότητα). Ο John Mearsheimer θεμελίωσε πέραν κάθε αμφισβήτησης αυτό που καθημερινά πλέον καταμαρτυρείται όπως προχωρούμε στον 21 αιώνα, το ποια είναι δηλαδή η τυπολογία και τα βαθύτερα αίτια των συμπεριφορών των μεγάλων ηγεμονικών δυνάμεων. Όπως προχωρούμε στον 21 αιώνα, προσθέτω, ο πολίτης κάθε κράτους έχει ανάγκη να πηγαίνει κατευθείαν στην ουσία και όχι να αναλώνεται με τα ιδεολογήματα και τα θεωρήματα του κάθε ημιμαθή, του κάθε προπαγανδιστή ή του κάθε φαντασιόπληκτου. Τα ιδεολογήματα αυτά, πλέον, είναι κάτι περισσότερο από θανατηφόρα. Το ότι πολλοί ακόμη τα καλλιεργούν είναι και η μεγάλη ασθένεια της πολιτικής σκέψης, ιδιαίτερα όταν αυτό καθιστά λιγότερο ισχυρά κράτη αναλώσιμα και υποψήφια να τεθούν πάνω στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.
Τουτέστιν, τα ιδεολογικά δόγματα δεν είναι μόνο πολιτικά ανυπόστατα αλλά και ως τρόπος πολιτικής σκέψης είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια των πολιτών ενός κράτους και ευρύτερα όλων των κρατών της διεθνούς πολιτικής. Αυτό γιατί υπονομεύουν και αντιπαλεύονται τον ενδοκρατικό και διακρατικό πολιτικό ορθολογισμό. Μονολεκτικά διατυπωμένο, πολιτικός ορθολογισμός σημαίνει στέρεα εθνοκράτη δημοκρατικά συγκροτημένα (και όχι ιδεολογικά με όρους δογμάτων-σαπουνόφουσκων) και διεθνές σύστημα μέσα στο οποίο τα κράτη και οι κοινωνίες τους θα επιζητούν ισορροπία και όχι να κηρύττουν κάποια μυστήρια … ένωση του πλανήτη. Όταν δε η ισορροπία λείπει όλες οι ευγενείς προσδοκίες που τα ίδια τα κράτη σταθεροποίησαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945 αποδεχόμενοι τις Υψηλές Αρχές της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης στο εσωτερικό άλλων κρατών και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, απλά μηδενίζονται.
Ως ζήτημα στοιχειώδους πολιτικού ορθολογισμού οι πολίτες κάθε κράτους έχουν συμφέρον να μεριμνούν για την πολιτικοοικονομική ισχύ της πολιτείας τους, να μην υποτιμούν τι σημαίνει να έχεις ή να μην έχεις επαρκή ισχύ για να αποτρέπονται οι απειλές ή για να συνομιλούν ισότιμα ή να συναλλάσσονται ισότιμα με τα άλλα κράτη, να κατανοούν την σημασία της κοινωνικής συνοχής και της νομιμοποιητικής υπό-θεμέλιας διανεμητικής δικαιοσύνης και ασφαλώς να θεωρούν τις εθνικές πολιτικές παραδόσεις και τα κοσμοθεωρητικά τους θέσφατα ως έσχατες λογικές της συλλογικής τους ύπαρξης.
Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται το ζήτημα της έννοιας «Δημοκρατία»: Δημοκρατία έχουμε όταν ο πολίτης είναι ολοένα και περισσότερο εντολέας της διακυβέρνησης και κάτοχος του κράτους και αυτό δεν είναι («ιδεολογικό») δόγμα αλλά άθλημα εθνικού κατ’ αλήθειαν βίου που για να επιτυγχάνει απαιτείται να είναι σωστά προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση Πολιτική Ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία (Σε αυτά παραπέμπει και ο τίτλος του βιβλίου από το οποίο αντλούνται τα εδάφια που ακολουθούν).
ΤΡΊΤΟΣ άξονας του «Κοσμοθεωρία των Εθνών» και κειμένων που επέρχονται είναι οι μεταμοντέρνες τάσεις στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε συγκριτικά και συντομογραφικά πιο πάνω. Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα κυρίως από τα κεφάλαια 4 και 5 με κίνδυνο να μην αποδίδουν επαρκώς τους άξονες τις εκτενέστερης ανάλυσης. Εν τέλει, δική μου εκτίμηση είναι ότι η κατανόηση του τι ακριβώς σημαίνουν έννοιες όπως μηδενισμός, εθνομηδενισμός, ανθρωπολογική εκμηδένιση κτλ, και κυρίως κατανόηση ως προς το ποιες είναι οι πολιτικές προεκτάσεις τους, αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης κάθε κοινωνίας και κάθε κράτους. Οι άνθρωποι και ευρύτερα τα μέλη των συλλογικών οντοτήτων που ονομάζονται εθνοκράτη απαιτείται να έχουν πολιτικοανθρωπολογική υπόσταση. Διαφορετικά, εν δυνάμει, αποτελούν αποπροσανατολισμένες συλλογικές οντότητες οι οποίες λογικά θα αποδυναμωθούν, εκμηδενιστούν και ενδεχομένως εξαφανιστούν.
Ακολουθούν τα αποσπάσματα, κυρίως από τα κεφάλαια 4 και 5
(…) σελ. 17 Στη συνέχ
εια, ανατρέχοντας σε συνεπείς υλιστές, όπως οι La Mettrie και de Sade, αναδεικνύονται όχι μόνο οι κεντρικοί άξονες του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, αλλά και καταδεικνύεται το γεγονός ότι η συνεπής οντολογική ανατίμηση της ύλης αναπόδραστα οδηγεί σε ολοκληρωτικό εκμηδενισμό του πνεύματος και της ανθρώπινης ετερότητας όχι μόνο από τη δημόσια αλλά και από την ιδιωτική σφαίρα. Κοντολογίς, εκμηδενίζει την ανθρώπινη ετερότητα ολοκληρωτικά και σε όλα τα επίπεδα. Οι θέσεις που θα υιοθετηθούν στην ανάλυση που ακολουθεί θα ενσωματωθούν σε μία γνωσιολογική και πραγματολογική περιγραφή και ερμηνεία και των τριών επιπέδων ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος.
Θα αποδομηθεί αυτό που θεωρούμε ως τη μεγαλύτερη πολιτική και στοχαστική διαστροφή όλων των εποχών, δηλαδή η ιδεολογία ως όρος, ως πολυσχιδής πολιτική έννοια και ως εργαλείο έμπρακτης πολιτικής. Κυρίως θα αναδειχθεί το γεγονός ότι η οντολογική αναβάθμιση της ύλης και ο εκμηδενισμός του πνεύματος από τη δημόσια σφαίρα είναι βαθύτατων προεκτάσεων. (….)
Σελ. 19 (…) Ο μεταμοντερνισμός αποτελεί μία συνεπή για τον υλισμό επιστροφή στα Σόδομα και Γόμορρα υλιστών, όπως οι La Mettrie και de Sade. Έτσι, θα αναδειχθεί και τονιστεί το γεγονός ότι ίσαμε τις έσχατες λογικές του συνέπειες ο δυτικός μηδενισμός οδηγεί στη μεταμοντέρνα αποσύνθεση: Οδηγεί στον μηδενισμό, στον φιλοτομαρισμό, στη φιλαυτία, στον χρησιμοθηρικό βίο, στην ιδιωτεία, στην ασωτία, στη διάλυση της οικογένειας, στην εξίσωση βιολογικών ιδιοτήτων της ανθρώπινης φύσης, στην ηδονιστική αντίληψη της ζωής, κοντολογίς στα «Σόδομα και Γόμορρα», έννοια που ορίζεται ιδεοτυπικά για να περιγράψει τη διαδρομή και την κατάληξη του μεταμοντερνισμού ίσαμε τις έσχατες συνέπειές του, που προϋποθέτουν μία ισοπεδωμένη και εκμηδενισμένη ανθρωπολογία. Στον βαθμό που το επιτρέπει ο χώρος, επίσης, θα τονιστεί ότι μπορεί πολλοί να κατηφορίζουν προς το μεταμοντέρνο τέλμα, πλην όμως, στα θεμέλια του κόσμου (ακόμη και της νεοτερικής Ευρώπης) συγκροτούνται τα έθνη και κτίζονται οι εθνικές τους κοσμοθεωρίες.
Σελ. 161-3 (…) Κυρίως, απαιτείται να αναζητηθούν οι προϋποθέσεις της υλικότητας ως δημόσιας παραδοχής και να περιγραφούν οι ιδιότητες και οι συμπεριφορές του «συνεπούς υλιστή». Θα εστιάσουμε την προσοχή σε δύο νεοτερικούς στοχαστές, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι δεν είναι οι μόνοι συνεπείς υλιστές της πολυδαίδαλης νεοτερικότητας, σκέφτηκαν και έγραψαν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του υλισμού και έσπρωξαν τα επιχειρήματα στα έσχατα και λογικά όριά τους.133 Είναι οι La Mettrie και μαρκήσιος de Sade.
Μπορεί κανείς να συμπαθεί, να αντιπαθεί ή και να αηδιάζει τα ανθρωπολογικά πρότυπα του La Mettrie και του de Sade, αλλά ο μελετητής των διεθνιστικών-υλιστικών φαινομένων απαιτείται να ερμηνεύσει σωστά τα πορίσματά τους και να εκτιμήσει επακριβώς τις προεκτάσεις της επιστημονικής τους συνέπειας στη διαδρομή του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού.
Μιας και όποιος είναι συνεπής υλιστής είναι συνεπακόλουθα συνεπής διεθνιστής και συνάμα συνεπής μηδενιστής, αυτό που ενδιαφέρει έναν σοβαρά σκεπτόμενο πολιτικό επιστήμονα αλλά και κάθε σκεπτόμενο πολίτη είναι, ακριβώς, η λογική απόληξη του υλισμού και οι ενδιάμεσοι σταθμοί του. Θα λέγαμε ότι η έσχατη κατάληξη του μηδενισμού είναι ο de Sade και ο προτελευταίος σταθμός είναι ο La Mettrie. Εκεί στον προτελευταίο σταθμό, ή μερικούς σταθμούς πιο πίσω, ανεπίγνωστα ή
συνειδητά στέκονται αμήχανα πολλοί συγκαιρινοί υλιστές προσπαθώντας να δικαιολογήσουν εύθραυστες και επισφαλείς ιδεολογικές κατασκευές.
«Δεν ηθικολογώ, δεν κηρύσσω, ούτε ρητορεύω. Εξηγώ», 134 γράφει ο La Mettrie. Εξηγώντας λοιπόν τους ανελέητα συνεπείς υλιστικούς λογισμούς του δεν μένει καμία αμφιβολία ότι από τη μηδενιστική παραδοχή στην ανθρωπολογική εκμηδένιση η απόσταση είναι πολύ κοντά. Ένα ον που εκμηδενίζει το πνεύμα και αναβαθμίζει την ύλη για να είναι συνεπές με τις νέες του ιδιότητες εχθρεύεται τη θρησκεία, τις εθνικές κοσμοθεωρίες και τα πνευματικά επιτεύγματά τους, κάθε κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη ηθική αντίληψη και την πολιτικά οργανωμένη ζωή, δηλαδή το κράτος. Η μισανθρωπία είναι μια ακόμη λογικότατη απόληξη των υλιστικών ιδεολογιών. Ο La Mettrie θεωρεί τους ανθρώπους εκ γενετής κακούς, ανήθικους, ίδιους με τους σκύλους, μηχανές, άκρατα φίλαυτους και ατομιστές. Όπως και deSade, ο LaMettrie δεν θέλει να εξαφανίσει τους ζώντες οργανισμούς. Θέλει να τους καταστήσει συνεπείς με την υλιστική τους φύση. Γράφει: «Ξέρετε γιατί δεν έχω ακόμη ξεγράψει τους ανθρώπους; Επειδή στα σοβαρά τους θεωρώ μηχανές. Αν δεν ήταν έτσι, ελάχιστους γνωρίζω που θα άξιζε η συντροφιά τους. Ο υλισμός είναι το αντίδοτο της μισανθρωπίας».135
Ο Κονδύλης, αναφερόμενος στην απελπισμένη προσπάθεια των μαρξιστών να διασώσουν αυτή την εκμηδενιστική ανθρωπολογία του υλιστή La Mettrie, επισημαίνει σωστά ότι ο συνεπής υλισμός και η συνεπής αφαίρεση του πνεύματος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα: «Από τον υλισμό και τη φυσιοκρατική ανθρωπολογία θα μπορούσαν να προκύψουν μηδενιστικές συνέπειες, και μάλιστα με τρόπο λογικά άψογο».136
Εδώ θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι οι πιο πάνω λογικά άψογες θέσεις του La Mettrie ενσαρκώνουν τις παραδοχές του μεταμοντερνισμού ίσαμε τις λογικές του συνέπειες, όταν κατοπτρίζοντας την ολοένα και πιο μηχανοποιημένη συγκαιρινή εποχή της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης παλεύει να εκτοπίσει από τη δημόσια πολιτική τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την ανθρωπολογική ετερότητα: Τη μεταφυσική πίστη, τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής, τα εθνικά πολιτισμικά πρότυπα, τις ιστορικές μνήμες, τις εθνικές ταυτότητες, τα ιστορικά σύμβολα, τα διαχρονικά εθνικά πνευματικά κτίσματα, τις εθνικές κοσμοθεωρίες, τις οικογενειακές παραδόσεις και κάθε τι άλλο, το οποίο οικοδομεί και συγκροτεί την εθνική κοινωνία στην ιστορική διαχρονία.
Τη συνεπή εκμηδενιστική φύση των υλιστικών παραδοχών εκφράζουν συχνά οι συνεπέστεροι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» (ή οι πιο αφελείς εξ αυτών), όταν θέλουν όχι μόνο να κατεδαφίσουν και να αποδομήσουν τον πολίτη από τις πνευματικές του ιδιότητες, αλλά επιπλέον να κατακερματίσουν τις πολιτειακές του δομές.137 Στο εκκρεμές των υλιστικών ταλαντώσεων σημασία έχει όχι η βαθμίδα υλιστικών παραδοχών αλλά ο προσανατολισμός προς τον οποίο κινούνται. Για να είναι συμβατές με τη συνεπή υλιστική κοσμοθέαση και τις θεμελιώδεις υλιστικές παραδοχές ο λογικός προσανατολισμός οδηγεί στην πλήρη εκμηδένιση του πνεύματος και στην απόληξη σ’ ένα ανθρωπολογικά εκμηδενισμένο τέλμα, στα ανθρωπολογικά Σόδομα και Γόμορρα. (….).
Σελ. 168 (…) Η απόλυτη υλιστική συνέπεια του de Sade τον οδηγεί να εγκαταλείψει τα μισόλογα της πρώιμης φάσης της νεοτερικότητας, να υποστηρίξει την πλήρη οντολογική ανατίμηση της φύσης και των αισθητών και την αποκοπή από κάθε ηθική ή κανονιστική κρίση. Όπως επισημαίνει ο Κονδύλης, στο πλαίσιο της μηδενιστικής κατάργησης του χωρισμού ανάμεσα στο Όν και Επίφαση, χάρη της οποίας η Επίφαση γίνεται μοναδικό Ον, ο de Sade προσυπογράφει τη θέση ότι ο άνθρωπος είναι Φύση. «Σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι και ο άνθρωπος είναι αμιγής ύλη, που το πιο εκλεπτυσμένο μέρος της αποτελεί η ψυχή. (…) Έτσι, δίνει έκφραση στα πιο βαθιά σαλέματα της ανθρώπινης ύλης, ως κινητήρια δύναμη της δραστηριότητας των ανθρώπων και συγκρίνει τη λειτουργία τους αυτή με τη λειτουργία της κίνησης στη φυσική. Η ανθρώπινη δραστηριότητα απορρέει από τον φυσικό νόμο, γιατί μπαίνει σε κίνηση χάρη στην ορμή της αυτοσυντήρησης και στην αρχή της ηδονής».148
Υπό αυτό το υλιστικά συνεπέστατο πρίσμα του de Sade, η νοηματοδότηση της ζωής και της πολιτικής με όρους ισχύος και συνάμα ανθρωπολογικής αποδόμησης του πνεύματος είναι μονόδρομος. Μία φυσιολογική τροχιά που είναι συνεπής με τις εσώτερες λογικές του υλισμού παραμερίζει όλα τα άλλα θέτοντας ως κύριο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης την αυτοσυντήρηση, τον ευδαιμονισμό και την ηδονή που αφήνει τον εγωισμό του αχαλίνωτο και αδιαφορώντας για τη ζημιά των άλλων.149 Έπεται η αχόρταγη επιδίωξη της ισχύος, της διεύρυνσης της ισχύος και της συμβατής με αυτή θέση για την «πρωταρχική σημασία της αρχής της ηδονής και για τη φιλαρχία και την αγάπη της ισχύος ως τα βαθύτερα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης».150
Όλα αυτά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι πολύ συναφή με μερικές ανθρωπολογικές διαμορφώσεις των μεταμοντέρνων τάσεων στις δυτικές κοινωνίες. Χωρίς, βέβαια, να υπεισέλθουμε στις γνωστές και με κάθε κριτήριο φυσιολογικού ανθρώπου αντιαισθητικές έκλυτες επιδόσεις του μαρκήσιου de Sade σε διάφορους τομείς, ο συνεπής αυτός υλιστής δεν αφήνει ανέγγιχτη τη σεξουαλικότητα, μιας και θεωρεί πως δεσπόζει όλων των άλλων ενστίκτων και πως συνυφαίνεται άρρηκτα με την ισχύ και με την κυριαρχία. Το ίδιο ισχύει όταν υποστηρίζει το δίκαιο του ισχυρότερου, τη φυσική αιτιολογική εκλογίκευσή του για τον αφανισμό των άλλων για σκοπούς αυτοσυντήρησης και τη συστηματική υποστήριξη του εγκλήματος ως φυσιολογικής εκδίπλωσης της φυσικής νομοτέλειας, που μπορεί το έγκλημα να παράγει ακόμη και τέρψη.151
Για ευνόητους λόγους κανείς δεν θα προσέλθει στη δημόσια σφαίρα με τέτοιες αιτιολογήσεις που θίγουν βαθύτατα τις ωραιοποιημένες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις του δυτικού «ορθολογισμού» και των μορφικά πανομοιότυπων αντίπαλων ορθολογισμών. Αυτό που μας ενδιαφέρει καίρια εδώ, όμως, είναι οι λογικές προεκτάσεις τους.
Πρώτον, το γεγονός ότι οι αιτιολογήσεις αυτές βρίσκονταν στον σκληρό πυρήνα των υλιστικών και αντιπνευματικών εκλογικεύσεων του μοντερνισμού και ότι επηρεάζουν τη νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος.
Δεύτερον, το γεγονός ότι η λογική εκδίπλωση του υλισμού οδηγεί στην εκδίωξη των πνευματικών από τη δημόσια σφαίρα και ότι αυτό οδηγεί στο μηδενιστικό αδιέξοδο του μεταμοντερνισμού, όπου πλέον οι ανθρωπολογικές παραδοχές συνεπών υλιστών, όπως οι La Mettrie και de Sade βρίσκουν εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος.152
Τρίτον, το γεγονός ότι ο εξοστρακισμός των πνευματικών και η ανατίμηση των υλιστικών παραδοχών, παρά το γεγονός ότι στην πράξη εφαρμόζονται πάντοτε ημιτελώς και αντιφατικά, αποτελούν την επίσημη κανονιστική προσέγγιση πολλών δυτικών κρατών.
Τέταρτον, το γεγονός ότι στον χώρο της διανόησης, ιδιαίτερα στις λεγόμενες «κοινωνικές επιστήμες», οι κυρίαρχες προσεγγίσεις δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις πιο ακραίες τάσεις των υλιστικών παραδοχών των τελευταίων αιώνων. Για τις αντιφάσεις, τα σφάλματα, τα άλματα, την άγνοια και τις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις των «μετριοπαθών υλιστών» δεν αξίζει καν να ασχοληθεί κανείς. Καλύτερα να μελετήσει τον de Sade, γιατί αυτός τουλάχιστον ήξερε για τι (…)
Σελ. 239 – 241 (…) Η αποδόμηση των ουσιών, των νοημάτων και των ιεραρχιών του παρελθόντος, για να προσαρμοστεί ο μαζικοπαραγωγικός και μαζικοκαταναλωτικός ανθρωπότυπος, προϋποθέτει αναίρεση πάγιων διαμορφωτικών παραγόντων της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ίσαμε τις λογικές συνέπειες το άτομο δεν σκέφτεται σύμφωνα με κάποια ανθρώπινη ετερότητα, αλλά κουρδίζεται, για να λειτουργεί ορθολογιστικά σύμφωνα με τις ρευστές μηχανιστικές αντιλήψεις του ωφελιμισμού, του λειτουργισμού και της αποτελεσματικότητας. Αν συνεπείς υλιστές όπως οι La Mettrie και de Sade που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ζούσαν, θα αισθάνονταν πολύ δικαιωμένοι.
Ο λειτουργικά νοούμενος χώρος όπου ζει και εργάζεται το αποδομημένο άτομο πρέπει να αποδυναμώσει την προϊστορία των προσώπων, τις ιστορικές μνήμες, την προσωπική ταυτότητα, τη μεταφυσική ενόραση, την οικογενειακή παράδοση και κάθε άλλο στοιχείο που υποστασιοποιεί την ανθρώπινη ετερότητα. Η διάταξη του χώρου έπρεπε να γίνει «δίχως μέριμνα για τον χρόνο ως χρόνο ιστορικό και υποκειμενικό και σκόπευε να τσακίσει τον αστικό ατομικισμό και συνάμα το προπύργιό του, δηλαδή τον οίκο ως κρυστάλλωση και ως φορέα μια οικογενειακής παράδοσης».218
Ο μεταμοντερνισμός, περαιτέρω προκαλεί συγκλίνοντα μορφολογικά χαρακτηριστικά σ’ όλο το φάσμα της λογοτεχνίας και της τέχνης με τρόπο που αποδιαρθρώνονται ιεραρχίες και παραδοσιακά νοήματα και που εξυπηρετούν ένα υλιστικό-λειτουργικό Όλο. Έτσι, αισθητικές τάσεις, αρχιτεκτονική, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, κινηματογράφος, γλωσσική πολυπλοκότητα και γραμματική, λογοτεχνία, προσαρμόστηκαν όλα ανάλογα και αντίστοιχα με τις υλιστικές-λειτουργικές ανάγκες και την προαναφερθείσα πολιτική και οικονομική ορθότητα. Η μαζική κοινωνία απαιτούσε «χωροποίηση του κόσμου και της αίσθησης του κόσμου που συντελέστηκε με την κατάτμηση του κάποτε ιεραρχημένου συνθετικού Όλου σε έσχατα και ισότιμα στοιχεία, τα οποία ακολούθως απλώθηκαν σε μια ιδεατή επιφάνεια για να (μπορούν να) συνδυαστούν μεταξύ τους».219
Είναι ιλαροτραγικό να βλέπει κανείς ταλαντούχους και επιδέξιους τεχνίτες της λειτουργιστικής αποδόμησης να κορδώνονται υπερήφανα σε στολισμένα ατελιέ για τη μεταμοντέρνα ζωγραφική τους, τη μηχανοποιημένη αρχιτεκτονική τους, τα μονοδιάστατα μουσικά μουγκρητά τους και τη διαλυτική κινηματογραφική τους ιδιοφυία. Κατά το πλείστον, ανεπίγνωστα, ρίχνουν την τέχνη τους στον μεγάλο χείμαρρο της ανθρωπολογικής αποδόμησης όσων κοινωνιών γευτούν το διαλυτικό χυλό τους. Ο χυλός αυτός έχει συγκεκριμένο στόχο: την καταπολέμηση των εθνικών κοσμοθεωριών, την ανθρωπολογική αποσύνθεση και την πολιτική διάλυση. Έτσι εκπληρώνονται οι ιδεολογικοϋλιστικοί σκοποί και έτσι εξυπηρετούνται όσοι δρώντες ωφελούνται. Θύματα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι και όλα τα κράτη. Είναι όσοι δεν προσέχουν και γίνονται θύματα του ιδεολογικού φαινομένου και αυτών που κατά συγκυρία εξυπηρετούνται.
Οι αξιώσεις προσαρμογής του ατόμου στη μαζική κοινωνία ενός υλικού κόσμου δεν αφήνουν ανέπαφο τον ηθικό τομέα. Κύριος στόχος πάντοτε είναι οι παραδοσιακές ηθικές διαμορφώσεις και ο βαθύτερος ανθρωπολογικός πυρήνας του ατόμου, δηλαδή η ερωτική του υπόσταση και η σεξουαλική του συμπεριφορά. Πρέπει και αυτά να αποδομηθούν και να προσαρμοστούν στις προϋποθέσεις λειτουργικότητας της μαζικής κοινωνίας. Αυτό σημαίνει επιπεδοποίηση, εξίσωση και εξομοίωση. Η μαζική παραγωγή, η μαζική κατανάλωση και οι λειτουργικές δομές που την εξυπηρετούν πιέζουν προς βραχυπρόθεσμες στάσεις ζωής, εφήμερες ερωτικές σχέσεις, φιλίες και κοινωνικές περαστικές συναντήσεις.
Η ερωτική ποιότητα που πηγάζει από την ανθρώπινη ετερότητα, τα ψυχόρμητα και τα αστάθμητα ένστικτα, γίνονται στόχος. Όλα, καλύτερα να είναι στηριγμένα στην ιδέα της «σύμβασης», να αποτελούν δηλαδή μέρος των εφήμερων και προσαρμόσιμων αξιώσεων, σ’ έναν ισοπεδωμένο υλικό κόσμο. Αυτό εξυπηρετεί την κατανάλωση, την κινητικότητα, την ανταλλαξιμότητα, και κυρίως την κύρια προϋπόθεση του μαζικοποιημένου ατόμου: Τα θηριώδη ηδονιστικά του ένστικτα, που τον εκμαυλίζουν και που αποστειρώνουν τις αντιστάσεις του.
Αυτό, γιατί η παραγωγική και καταναλωτική κινητικότητα απαιτεί ναρκισσισμό και αναπτυγμένα ηδονιστικά ένστικτα και ηθικιστική προσαρμογή σε υλιστικές αντιλήψεις αυτοπραγμάτωσης των παροδικών σχέσεων, των στιγμιαίων ηδονών και των ναρκισσιστικών συμπεριφορών. «Το καθαρό αποτέλεσμα όλων αυτών μπορεί να είναι η αναλγησία, η υποκρισία ή η καιροσκοπία».220 Ακόμη πιο σημαντικό, «το εσωτερικά διαλυμένο πρόσωπο ως μέλος μιας κοινωνίας αποτελεί ένα αδύναμο, στερημένο ταυτότητας και ανώνυμο σημείο, το οποίο χάνεται μέσα στην αχρωμία και στην ανωνυμία απρόσωπων δομών, ενώ τα ατομικά γνωρίσματα του προσώπου συρρικνώνονται σε απλά σημεία. Η εσωτερική διάλυση του προσώπου μεταπίπτει σε κατάτμηση της κοινωνικής ζωής σε άτομα –και τότε έρχεται η στιγμή όπου το διαλυμένο πρόσωπο αισθάνεται ως απλό σημείο ή ως παίγνιο στα χέρια ανεξέλεγκτων και αδιάγνωστων δυνάμεων».221
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το ζήτημα του φύλου. Η εξίσωση και η εξομοίωση ως θεμελιώδης αντίληψη της μαζικής κοινωνίας και η ανάγκη εναλλαξιμότητας και αντικαταστασιμότητας των συντελεστών της παραγωγής και της κατανάλωσης απαιτεί επιπεδοποίηση και αναίρεση ακόμη και σταθερών βιολογικών ιδιοτήτων σύμφυτων με τον άνθρωπο: Απαιτεί εναλλαξιμότητα των ατόμων και ρόλων η οποία «καθιστά δυνατή και υποβαστάζει την κοινωνική ισότητα.
Φτάνει σε σημείο όπου μπορεί να καταργήσει διαφορές ίσαμε τώρα θεωρούμενες ως δεδομένες από τη φύση» «αναγωγή της έννοιας του άνδρα και της έννοιας της γυναίκας σε έννοιες, οι οποίες δεν μπορούν και δεν επιτρέπεται πια να κατανοηθούν βιολογικά παρά μόνο κοινωνικά και πολιτικά». Η ερωτική ποιότητα αντικαθίσταται από την σεξουαλική ορθότητα η οποία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στον μαζικοποιημένο ανθρωπότυπο. Συντελείται επίσης μια «παράλληλη πορεία της ισότητας των φύλων και της διάλυσης της οικογένειας, η οποία βέβαια δεν μπορεί να είναι τυχαία»222 και μια καθιέρωση της αντίληψης πως «η γενετήσια ορμή στη βάση της ισότητας των φύλων δεν υπηρετεί πρωταρχικά την αναπαραγωγή του είδους, αλλά την αυτοπραγμάτωση» και τον ευδαιμονιστικό ηδονισμό.223
Το ροκάνισμα του Κοινωνικού παραδοσιακά νοούμενου, εξάλλου, προϋποθέτει ότι η γενετήσια ικανοποίηση πρέπει να γίνεται πλέον αντιληπτή «ως σύντομη και ευκολοαπόκτητη μορφή ηδονής, την οποία μπορεί να απολαύσει κανείς ανεξάρτητα από άλλους, μακροπρόθεσμους παράγοντες», ότι το ερωτικό στοιχείο γίνεται πιο διάχυτο και ρευστό και ότι καλλιεργείται μια αναβίωση του ανδρογυνισμού και μια νέα αποτίμηση της ομοφυλοφιλίας ως κριτήριο εξίσωσης και ανταλλαξιμότητας.224 Η υποκείμενη ανθρωπολογική δομή κτίζεται, έτσι, ούτως ώστε να εξυπηρετεί τις προϋποθέσεις ενός ρευστού, υλιστικού, λειτουργιστικού και αποτελεσματικού συστήματος υλιστικής διακυβέρνησης και μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης πλανητικών προεκτάσεων.
Αυτές είναι, συντομογραφικά διατυπωμένες, οι λογικές συνέπειες λόγω της μοντερνιστικής αφαίρεσης των πνευματικών από τη δημόσια σφαίρα, τις οποίες ο μεταμοντερνισμός εξωθεί τώρα ίσαμε τις έσχατες ανθρωπολογικές και πολιτικές συνέπειες.
Είναι ιλαροτραγικό, βεβαίως, το γεγονός ότι αν και πολλοί μοντέρνοι αστικοφιλελεύθεροι ποτέ δεν είχαν φανταστεί πως ο δρόμος που χάραξαν θα οδηγούσε σε ένα τέτοιο μεταμοντέρνο τέλμα, δημιούργησαν εν τούτοις μια τεράστια δεξαμενή υλιστικών θεωρημάτων μέσα από την οποία αντλούν τα geromorias
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καμία δικαιολογία γι αυτόν τον ΠΑΟΚ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ