2017-08-28 01:19:04
Φωτογραφία για Παν. Κονδύλης: Ο μαρξισμός, ο κομμουνισμός και η ιστορία του 20ου αιώνα (I)
Η ιστορική κατάταξη του μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος εξαρτάται από το πως αποτιμά κανείς στο σύνολο της την πορεία της πλανητικής ιστορίας του 20ου αι.

Αν τα πράγματα είχαν όντως έτσι, τότε ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός θα αποτελούσαν το πολύ-πολύ κρίσεις προσαρμογής ή απλά στραβοπατήματα πάνω στη βασιλική οδό του δυτικού φιλελευθερισμού – και επανεκδόσεις της «ανατολικής δεσποτείας» σε χώρες με οπωσδήποτε μικρή συμμετοχή στη μοντέρνα εποχή της Δύσης. Αντίθετα, η δική μου θέση είναι ότι στην πορεία του 20ού αι. η Δύση πέρασε μέσα από μιά βαθειά κοινωνική και πνευματική αλλαγή, η οποία στη θέση του ολιγαρχικού και ιεραρχικού αστικού φιλελευθερισμού έβαλε τη μαζική δημοκρατία· ότι η αλλαγή αυτή συνυφάνθηκε, μέσα από ευθείς και πλάγιους δρόμους, με μιάν εξ ίσου δραστική μεταμόρφωση του πλανητικού τοπίου, το όποιο έφτασε σ’ έναν αδιανόητο ως τότε βαθμό κοινωνικής και πολιτικής πυκνότητας· και ότι ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός ήσαν εξ αρχής και πάντοτε σύμφυτοι με τούτη τη δίπλευρη κι ωστόσο ενιαία διαδικασία, την επιβοήθησαν και δεν εγκατέλειψαν τη σκηνή προτού η «ιστορική τους αλήθεια» (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Hegel) έρθει στο φως και πραγματωθεί αντικειμενικά (δηλαδή ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές επιθυμίες και προσδοκίες των προασπιστών της): με άλλα λόγια, δεν αποτελούν όγκωμα, το όποιο εν τω μεταξύ αφαίρεσε από το σώμα της ιστορίας μιά επιτυχής χειρουργική επέμβαση, παρά ακέραιο τμήμα μιας ολοκληρωμένης ήδη φάσης της παγκόσμιας ιστορίας, η οποία στέκει τώρα μπροστά στην κυρίως πλανητική της εποχή.

Μονάχα η εμπεριστατωμένη σύλληψη της παραπάνω δίπλευρης διαδικασίας μας επιτρέπει να κατανοήσουμε επαρκώς τη δραματική διαφορά ανάμεσα στα βασικά προβλήματα του 1900 και σ’ εκείνα τού 2000
. Αν γύρω στο 1900 δέσποζε στον κοινωνικοπολιτικό στίβο το λεγόμενο τότε «κοινωνικό ζήτημα», το όποιο έμπαινε αναπόδραστα, μέσα στο εκάστοτε εθνικό πλαίσιο, εξ αιτίας της ολιγαρχικής υφής του αστικού φιλελευθερισμού, για την εποχή γύρω στο 2000 το χαρακτηριστικό είναι ότι τα επίμαχα ζητήματα και οι συγκρούσεις εμφανίζονται πάνω στην (υφιστάμενη ή δημιουργούμενη) βάση της υψηλής συλλογικής κατανάλωσης και της υψηλής παραγωγικότητας, οι όποιες επιτείνουν τόσο τη συνύφανση όσο και την ανταγωνιστική αντίθεση των εθνικών οικονομιών, ενώ συνάμα η όλη διαδικασία παίζεται μέσα σε όλο και στενότερα δημογραφικά και οικολογικά όρια. Στον μεγάλο βαθμό όπου συνεχίζει να τίθεται το «κοινωνικό ζήτημα» -βεβαίως σε ουσιαστικά διαφορετική μορφή-, συνδέεται τώρα με αυτούς τους παράγοντες, και η αντιμετώπιση του δεν γίνεται με σύνθημα το γκρέμισμα ταξικών ιεραρχιών όπως τις ήξερε o 19ος αι. παρά -εφ’ όσον η εξισωτική αρχή της απόδοσης έχει επιβληθεί, ονομαστικά τουλάχιστον- τη μερική αναδιάταξη ενός λειτουργικού συνόλου. Η κατ’ αρχήν υποκατάσταση της ταξικής ιεραρχίας από τη λειτουργική δεν συνεπιφέρει βέβαια πάντοτε την εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων. Μπορεί και να συμβεί ακριβώς το αντίθετο, γιατί ο ορίζοντας των προσδοκιών, ο οποίος διαμορφώνεται παράλληλα με τούτη την υποκατάσταση, προσδιορίζεται από τον μαζικοδημοκρατικό καταναλωτισμό και γεννά αντίστοιχες απαιτήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Εν πάση περιπτώσει, οι πέντε δισεκατομμύρια άνθρωποι των μη δυτικών και μη προοδευμένων βιομηχανικά χωρών δεν θέλουν ν’ αποκτήσουν ό,τι κατείχε η Δύση το 1900, αλλά ό,τι φαίνεται ν’ απολαμβάνει en masse [σ.σ. μαζικά] σήμερα. Στον τρόπο, με τον όποιο συγκροτείται ο ορίζοντας των προσδοκιών, καθώς και στο περιεχόμενο του, αντικατοπτρίζεται η συνύφανση κοινωνικών και πλανητικών επόψεων η οποία χαρακτηρίζει τη μαζική δημοκρατία ως κοινωνικό σχηματισμό αναπτυσσόμενο σε μείζονες οικονομικούς χώρους.

Η δυτική μαζική δημοκρατία προήλθε βαθμηδόν, αν και σχετικά γρήγορα, από τους κόλπους του αστικού φιλελευθερισμού. Ωστόσο η τομή είναι σημαντικότερη από τη συνέχεια, γιατί όσα προβλήματα αναφύονται στον ορίζοντα του 2000 συνάπτονται με κοινωνικά φαινόμενα που δεσπόζουν τώρα ακριβώς εξ αιτίας της τομής. Ο χαρακτήρας και η έκταση της τελευταίας μπορούν βέβαια να συλληφθούν πλήρως μόνο στο επίπεδο της ιδεοτυπικής προβολής, και στην περίπτωση αυτή, όπως και σε άλλες, είναι μεθοδολογικά επιβεβλημένο να δοθεί η προτεραιότητα στην ποιοτική θεώρηση του κοινωνικού γίγνεσθαι απέναντι στην ποσοτική. Ακόμα και αν τυχόν τα στοιχεία του αστικού φιλελευθερισμού, καθώς και εκείνα του αστικού πνευματικού και υλικοτεχνικού πολιτισμού, συνέχιζαν να υπερτερούν ποσοτικά, αυτά δεν θα ήταν αποφασιστικό για τη δυναμική κατανόηση των πραγμάτων, αν στο μεταξύ είχαν υπερισχύσει ως ατμομηχανές της εξέλιξης φαινόμενα άλλου τύπου. Ανάμεσα στον 13ο και στον 17ο αι. διόλου δεν άλλαξε ριζικά ό τρόπος ζωής και η νοοτροπία των πλείστων ανθρώπων στην Ευρώπη, ήτοι η societas civilis διατήρησε τις θεμελιώδεις ιεραρχίες της και η θεολογία κυριαρχούσε πάντοτε απαραμείωτα στο ιδεολογικό πεδίο – και όμως, αναφερόμενοι στην αντίστοιχη χρονική περίοδο διακρίνουμε ανάμεσα σε «Μεσαίωνα» και σε «Νέους Χρόνους», προσηλώνοντας, και ορθά, την προσοχή μας στα ποιοτικώς καινούργια στοιχεία, μολονότι γνωρίζουμε ότι από ποσοτική άποψη εξακολουθούσαν να υστερούν. Ιστορικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον έχει ό,τι είναι νεοφυές και αποφασιστικό για το μέλλον, έστω κι αν προσωρινά ή για πολύν καιρό φαίνεται απλό εξάρτημα ή παραλλαγή του παλιού.

Οι φιλελεύθεροι «ρεαλιστές» γιορτάζουν εύκολους θριάμβους όταν τονίζουν την αποτυχία της προσπάθειας ολοσχερούς πραγμάτωσης του αρχικού ουτοπικού σχεδίου. Αλλά μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την τεράστια ιστορική επίδραση του χριστιανισμού μόνο και μόνο επειδή ούτε η εσχατολογική επαγγελία επαληθεύθηκε ούτε το παράγγελμα της αγάπης επηρέασε σημαντικά την κοινωνική πράξη; Ακόμα παραπέρα: υπάρχει αμφιβολία ότι την πραγματική ιστορική του επήρεια την έκανε δυνατή ακριβώς η επίκληση απραγματοποίητων, και μάλιστα υπεριστορικών ή εξωιστορικών ιδεών ή μεγεθών; Τέτοια παράδοξα και αινίγματα λύνονται μονάχα όταν ξεκόψει κανείς από τη ριζωμένη σε ηθικές ανάγκες έξη να παίρνει τις κανονιστικές ιδέες στην ονομαστική τους άξια και να τις αποτιμά σύμφωνα με την πραγμάτωση ή την πραγματωσιμότητα τους, αντί να εξιχνιάζει τις λειτουργίες και τις μεταλλαγές τους σε συνάφεια με τις κοινωνικές περιπέτειες των φορέων τους.

Ακόμη κι αν υποθέταμε ότι η συγκαιρινή μας μαζική δημοκρατία πράγματι δεν αποτελεί τίποτε άλλο και τίποτε παραπάνω από μετασχηματισμό και μετεξέλιξη του αστικού φιλελευθερισμού, και πάλι θα έπρεπε να διερευνήσουμε αν μέσα στη διαδικασία του μετασχηματισμού και της μετεξέλιξης αναφάνηκαν παράγοντες που αμέσως κατόπιν ανέλαβαν από ποιοτική άποψη τον ρόλο κοινωνικού κινητήρα. Προσωπικά πιστεύω, ωστόσο, ότι μπορώ ν’ αποδείξω πως η μετάβαση από τον αστικό φιλελευθερισμό του 19ου αι. προς τη σύγχρονη μαζική δημοκρατία στάθηκε πολύ οφθαλμοφανέστερη. Έτσι, γύρω στο 1900 έλαβε χώρα μιά ολοσχερής «αλλαγή παραδείγματος» στο επίπεδο της πνευματικής παραγωγής (από το φυσικοεπιστημονικό κοσμοείδωλο, τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες ίσαμε τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες), τινάζοντας σχεδόν ταυτόχρονα στον αέρα όλες τις μορφές του αστικού πολιτισμού όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από την Αναγέννηση και μετά. Μέσα από τούτη την πολυδιάστατη πολεμική γεννήθηκε ένα σχήμα σκέψης το όποιο, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στη λειτουργική θεώρηση απέναντι στην ουσιολογική, κατακερματίζοντας τις ολότητες σε άτομα και συνδυάζοντας αυτόβουλα τα πάντα με τα πάντα, αντιστοιχούσε στην εικόνα και στην πραγματικότητα μιας άκρως κινητικής μαζικής κοινωνίας όπου ανταλλάσσονται συνεχώς αγαθά, κοινωνικές θέσεις και αξίες. Τούτη η «αλλαγή παραδείγματος», στον χώρο των ιδεών και στο επίπεδο της κοινωνικής ζωής, δεν έγινε ίσαμε σήμερα συνειδητή σ’ όλη της την έκταση και ριζοσπαστικότητα (εφ’ όσον σημαίνει όχι μόνον το τέλος του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, αλλά και τη λήξη των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων), γιατί οι μορφωμένες μερίδες του πληθυσμού εξακολουθούν ν’ αντλούν πολλά στοιχεία από τον αστικό πολιτισμό και συχνά αντιλαμβάνονται στην προοπτική του ό,τι δεν ανήκει σ’ αυτόν. Αποκομίζει έτσι κανείς την εντύπωση ότι οι διευθυντές προγράμματος της ιδιωτικής τηλεόρασης και οι θαμώνες των discos ξέρουν καλύτερα σε τι είδος κοινωνίας ζουν από πολλούς κοινωνιολόγους και ιστορικούς – κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για κλασσικούς φιλολόγους. Αυτή βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία όπου συμβαίνει κάτι παρόμοιο.

Πλείστοι όσοι μορφωμένοι και μη ειδωλολάτρες, ακόμα και στον 3ο ή 4ο αι. μ.Χ., ελάχιστα είχαν αντιληφθεί την «αλλαγή παραδείγματος», που είχε από καιρό ήδη συντελεσθεί, και συνέχιζαν να μιλούν για τη ζωντάνια και την ανανεωσιμότητα της πίστης τους, περίπου όπως και σήμερα μερικοί κάνουν ένθερμα λόγο για το «ασυμπλήρωτο ακόμα έργο των Νέων Χρόνων».

Καθώς ο αντικομουνιστικός αγώνας της Δύσης διεξάχθηκε προγραμματικά στο όνομα του φιλελευθερισμού, εδραιώθηκε η οπτική άπατη ότι η κατάρρευση του απαρχαιωμένου κομμουνισμού ισοδυναμεί με τη νίκη του αειθαλούς φιλελευθερισμού. Τούτη η έννοια του φιλελευθερισμού ήταν ωστόσο αόριστη και κανονιστικά φορτισμένη, επομένως συνιστούσε μάλλον μιά ιδεολογική παρά μιά κοινωνική ένδειξη. Ως κοινωνική ένδειξη μπορεί να θεωρηθεί μόνο μιά επεξηγηματική προσθήκη που συχνά χρησιμοποιούνταν στις μάχες της προπαγάνδας, ότι δηλαδή ο δυτικός φιλελευθερισμός δεν σημαίνει ταξικά προνόμια, αλλά ανοιχτή κοινωνία, ίσες ευκαιρίες και ευημερία, όπως επίσης και κοινωνική προστασία, για όλους. Τούτη η έμμεση αποκήρυξη του αρχικού ταξικού περιεχομένου του αστικού φιλελευθερισμού (από τους περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος ίσαμε την απόκρουση του κράτους πρόνοιας) υποδήλωνε καθ’ εαυτήν τόσο τη στροφή προς τη μαζική δημοκρατία όσο και -εφ’ όσον αποτελούσε απάντηση στην κομμουνιστική κριτική του καπιταλισμού- την επίδραση που άσκησε πάνω σε τούτη τη στροφή η απειλή της κόκκινης επανάστασης. Τουλάχιστο τόση επίδραση, όση και η επαναστατική απειλή, άσκησε όμως και ο διαποτισμός της συλλογικής συνείδησης ή του συλλογικού υποσυνειδήτου με το ιδεώδες της υλικής ισότητας, το όποιο εξ αρχής είχαν επιστρατεύσει όλα τα ρεύματα της σοσιαλιστικής σκέψης, και εμφατικότερα οι μαρξιστές, ενάντια στην αστικοφιλελεύθερη εμμονή στην απλώς τυπική-νομική ισότητα ως εγγύηση της ελευθερίας. Φερέφωνα αυτού του ιδεώδους, σε εκάστοτε διαφορετική μορφή και ένταση, έγιναν, χαρακτηριστικότατα, άνθρωποι και παρατάξεις που κατά τα άλλα λίγη συμπάθεια έτρεφαν για τον σοβιετικό κομμουνισμό: σοσιαλδημοκράτες γενικής μαρξιστικής εμπνεύσεως, οι οποίοι ενάντια στον μισητό λενινιστή αδελφό ήθελαν ν’ αποδείξουν ότι οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι, ήτοι οι «ρεαλιστές» και «φιλελεύθεροι» φίλοι του λαού· χριστιανοί, οι όποιοι τώρα συνέχιζαν φιλανθρωπικές παραδόσεις συνδυάζοντας τες με το κοινωνικό κράτος, γιατί μετά την αποσύνθεση της θεολογικής μεταφυσικής θεωρούσαν την «κοινωνική δράση» ως τη μεγάλη ευκαιρία για τη διατήρηση της επιρροής της θρησκείας τους· και επίσης «κοινωνικοί φιλελεύθεροι», οι όποιοι επιχείρησαν μιά μεθερμηνεία του κλασσικού φιλελευθερισμού πηγαίνοντας πέρα από την τυπική ισότητα και συνάγοντας από τις παλαιές ατομικιστικές αρχές ένα δικαίωμα κοινωνικής προστασίας του ατόμου από μέρους του κράτους. Η εδραίωση και η διάδοση τέτοιων αντιλήψεων συμβάδισε με τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και με τη βαθμιαία εκτόπιση των αστών ως κυρίαρχης ή κοινωνικά καθοριστικής τάξης από κατ’ αρχήν ανοιχτές οικονομικές και πολιτικές ελίτ μεταβαλλόμενης συνθέσεως. Θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι όλα αυτά έγιναν ως αυτόματο αποτέλεσμα της δεύτερης και της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, της ανόδου της παραγωγικότητας και της συνακόλουθης δυνατότητας της μαζικής παραγωγής, μολονότι οι προϋποθέσεις αυτές ήσαν αντικειμενικά απαραίτητές. Αλλά και οι κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες διαμορφώνονται μέσα από όσα επιθυμούν οι άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ αυτές, από το πως αντιλαμβάνονται τον κοινωνικό τους κόσμο και τη δική τους δραστηριότητα εντός του. Αν επισκοπήσουμε την ιστορία στο σύνολο της, η σύγχρονη πεποίθηση, ότι δεν είναι ούτε θεοθέλητο ούτε φυσικό να έχουν μερικοί και άλλοι να μην έχουν τίποτε, αποτελεί μιάν από τις μεγαλύτερες ανατροπές στην «επικράτεια των ιδεών» – και οι συνέπειες της θα είναι ίσως απρόβλεπτες, αν την προβάλλουν μαχητικά και ταυτόχρονα 5, 8 ή 10 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Οι συγκαιρινοί μας «νεοφιλελεύθεροι» ξεγελιούνται όταν νομίζουν ότι η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας θα προκαλέσει αντίστοιχη ιδιωτικοποίηση των προσδοκιών και αυτοσυγκράτηση εξ αιτίας της διαπίστωσης ότι ορισμένοι στερούνται τα προσωπικά προσόντα προκειμένου να πλουτίσουν και εξ αιτίας της συμμόρφωσης με την οικονομική λογική. Ανεξάρτητα από την ουσιώδη συμβολή του κράτους στην ευδοκίμηση της ιδιωτικής οικονομίας μέσα στις δυτικές χώρες, τούτη η τελευταία αντλεί την κοινωνική της νομιμοποίηση από την αίσθηση ότι αυτή αποτελεί το καλύτερο μέσο προς επίτευξη της γενικής ευημερίας και ενός πλεονάσματος που επιτρέπει αξιόλογες ανακατανομές και την άμβλυνση των πιο κραυγαλέων υλικών ανισοτήτων. Αν δεν θα ήταν πλέον σε θέση να ικανοποιήσει τέτοιες μαζικοδημοκρατικές προσδοκίες, θα έριχνε σε κρίση νομιμοποίησης τον εαυτό της και μαζί το «σύστημα». Ώστε η απόδοση της ιδιωτικής οικονομίας δεν αποτελεί ιδιωτικό ζήτημα, αλλά υπόθεσή δημόσια και στο έπακρο πολιτική – και έγινε τέτοια κάτω από την πίεση του αντιφιλελεύθερου αιτήματος για υλική ερμηνεία της αρχής της ισότητας.

Η ευρεία θεώρηση της κοινωνικής έποψης κάνει έτσι πρόδηλο σε πόσο λαθεμένα συμπεράσματα οδηγεί η τάση να υποτιμηθεί η ιστορική επήρεια του μαρξισμού και του κομμουνισμού, και μάλιστα επειδή παραγνωρίζονται τα ποιοτικά στοιχεία της στροφής προς τη μαζική δημοκρατία. Αλλά τα ίδια διδάγματα μπορεί να βγάλει ο νηφάλιος παρατηρητής και από την ανάλυση μιας δεύτερης έποψης, ήτοι της πλανητικής. Η φιλοσοφία της ιστορίας στην εποχή του Διαφωτισμού, προπαντός στην εγελιανή της εκδοχή, είχε ενοποιήσει την παγκόσμια ιστορία προδιαγράφοντας της έναν και μόνον ηθικό-κανονιστικό σκοπό, προς τον όποιο θα κατευθυνόταν αναγκαστικά. Ο Marx υιοθέτησε βέβαια αυτήν την κανονιστική-εσχατολογική ενοποίηση της παγκόσμιας ιστορίας, όμως πολύ σημαντικότερο ήταν το ότι εξήγησε τον ενιαίο χαρακτήρα του πλανητικού γίγνεσθαι με βάση κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, συνάγοντας παράλληλα απ’ αυτόν πολιτικά συμπεράσματα. Κατανόησε όσο κανένας πρωτύτερα ότι η καπιταλιστική βιομηχανία χάραξε μιά βαθειά τομή στην πορεία της ιστορίας, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο δίκτυο, στο όποιο, με ηπιότερες ή σκληρότερες μεθόδους, ανάγκασε όλα τα έθνη να μπουν. Η βιομηχανική αστική τάξη έκαμε με την έννοια αυτή μιά παγκόσμια επανάσταση, και γι’ αυτό μόνο με μιάν παγκόσμια επανάσταση μπορούσε ν’ ανατραπεί κι αυτή με τη σειρά της. Και τούτη ή καινούργια και τελειωτική παγκόσμια επανάσταση -ή προλεταριακή-θα πραγματοποιούσε ένα ενιαίο κοινωνικό προσχέδιο πάνω σ’ ολόκληρη τη γη. Έτσι, ή πλανητική και η κοινωνική διάσταση νοήθηκαν ενιαία, και στην ενότητα τους αυτή συνδέθηκαν με πραγματικές δυνάμεις της ιστορικής εξέλιξης. Οι αγώνες μεταξύ των εθνών, όπως και οι αγώνες εντός των εθνών, πήραν τώρα καινούργιο νόημα καθώς διεξάγονταν πάνω στη μία και μόνη παγκόσμια σκηνή, έγιναν εν μέρει πρόξενοι κι εν μέρει συμπυκνωτές οικουμενικών τάσεων. Και η κατεύθυνση φαινόταν επίσης μοναδική και αναντίστρεπτη: συνεχώς στενότερη συνύφανση και συνεχώς πιο ενιαίες μέθοδοι του οικονομείν μετά το τέλος της αγροτικής-πατριαρχικής προϊστορίας της ανθρωπότητας.

Αν θέλουμε να συλλάβουμε το ιστορικό βεληνεκές τούτης της σύλληψης πρέπει να τη θεωρήσουμε και να την αποτιμήσουμε από την πλευρά των κινητήριων δυνάμεων που εξιχνίασε και των κοινωνικοοικονομικών μεγεθών που συσχέτισε – όχι από την ουτοπική και εσχατολογική της πλευρά. Οι φιλελεύθεροι «ρεαλιστές»γιορτάζουν εύκολους θριάμβους όταν τονίζουν την αποτυχία της προσπάθειας ολοσχερούς πραγμάτωσης του αρχικού ουτοπικού σχεδίου. Αλλά μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την τεράστια ιστορική επίδραση του χριστιανισμού μόνο και μόνο επειδή ούτε η εσχατολογική επαγγελία επαληθεύθηκε ούτε το παράγγελμα της αγάπης επηρέασε σημαντικά την κοινωνική πράξη; Ακόμα παραπέρα: υπάρχει αμφιβολία ότι την πραγματική ιστορική του επήρεια την έκανε δυνατή ακριβώς η επίκληση απραγματοποίητων, και μάλιστα υπεριστορικών ή εξωιστορικών ιδεών ή μεγεθών; Τέτοια παράδοξα και αινίγματα λύνονται μονάχα όταν ξεκόψει κανείς από τη ριζωμένη σε ηθικές ανάγκες έξη να παίρνει τις κανονιστικές ιδέες στην ονομαστική τους άξια και να τις αποτιμά σύμφωνα με την πραγμάτωση ή την πραγματωσιμότητα τους, αντί να εξιχνιάζει τις λειτουργίες και τις μεταλλαγές τους σε συνάφεια με τις κοινωνικές περιπέτειες των φορέων τους. Έκτος απ’ αυτήν την ορθολογιστική προκατάληψη, τη διαπίστωση της ιστορικής επήρειας ουτοπικών σχεδίων την εμποδίζει εξίσου και μία άλλη. Ως αφετηρία δηλαδή λαμβάνεται ένα σχήμα για την ιστορική πράξη όπου τα μέσα και οι σκοποί βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας ανταπόκρισης και χάρη στη συμμετρία τους παραμείνουν συνεχώς υπό έλεγχο, έτσι ώστε δεν ανοίγεται κανένα χάσμα ανάμεσα σε υποκειμενικές προθέσεις και σε αντικειμενική έκβαση των γεγονότων. Προφανώς, όμως, με το σχήμα αυτό μπορεί να συμμορφωθεί μονάχα ιστορική πράξη εκτεινόμενη σε σχετικά σύντομα χρονικά διαστήματα και διεκπεραιούμενη από σχετικά ολιγάριθμους φορείς. Αλλά η ουτοπία της πλανητικής αταξικής κοινωνίας έδρασε ως ιστορική δύναμη σχεδόν ενάμιση αιώνα, μέσα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες και μέσα από τις ενέργειες εκατομμυρίων και εκατομμυρίων ανθρώπων – ήτοι έδρασε σε περιστάσεις όπου τα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης καταπίνουν τα βραχέα, ενώ η ετερογονία των σκοπών καταστρέφει τη συμμετρία μέσων και σκοπών, σχεδίων και πραγματώσεων. Έτσι, η επιδίωξη του απόλυτου ουτοπικού σκοπού διασκορπίζεται και διακλαδίζεται σε αποκλίνουσες κοίτες, μπαίνοντας στην υπηρεσία σχετικών κοινωνικοπολιτικών επιδιώξεων. Όσο και αν οι τελευταίες αυτές απομακρύνονται από τον αρχικό απόλυτο στόχο, ωστόσο ο χαρακτήρας τους δεν επαφίεται σε συμπτώσεις. Γιατί κάθε ουτοπικό σχέδιο περιέχει, πέρα από το ασυμβίβαστο όνειρο της υπέρβασης όλων των συγκρούσεων και όλων των δεινών, μιά κριτική στην υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, και μάλιστα στις πλευρές της εκείνες, οι όποιες κατ’ εξοχήν γίνονται αισθητές ως εμπόδια πάνω στον δρόμο προς την ουτοπία. Αν λ.χ. τέτοιο εμπόδιο θεωρείται η ατομική ιδιοκτησία, αντίστοιχα διαγράφεται όχι μόνον η ουτοπική τελική κατάσταση, αλλά και διαμορφώνεται η έμπρακτη πολιτική που ασκείται στο όνομα της. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας από μέρους του κράτους και η κατοχή του κράτους από τους κήρυκες της ουτοπίας μπορούν έτσι να εμφανισθούν ipso facto ως κατ’ αρχήν πραγμάτωση τούτης εδώ. Αλλά και σε χώρες, όπου κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οι «προοδευτικές» πολιτικές επιδιώξεις συγκεντρώνονται έμπρακτα στην κατάργηση των προνομίων των κατεχόντων, στην δημιουργία συλλογικών μορφών ιδιοκτησίας ή τουλάχιστον στην κατά το δυνατόν στενή σύνδεση της απόλαυσης με την απόδοση.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εσωτερική συνάφεια των οποίων δεν μένει κρυφή στον προσεκτικό παρατηρητή, καταφαίνεται πως το ουτοπικό σχέδιο, μέσω της κριτικής του διάστασης, γίνεται όργανο συγκεκριμένης πολιτικής, ήτοι πολιτικής της ισχύος, η οποία επιφέρει μετατοπίσεις στην κοινωνική στρωμάτωση και πρώτα-πρώτα στη σχετική θέση ισχύος των ελίτ. Εξ αιτίας του βαθμού πυκνότητας, στον όποιο έφθασε η πλανητική πολιτική την εποχή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η έντονη παρουσία της πολιτικής της ισχύος μέσα στην ουτοπική κατασκευή πήρε αναγκαστικά πλανητικές διαστάσεις, όταν ή ουτοπία έγινε λάβαρο ενός μεγάλου έθνους που επεδίωκε θέση μεγάλης και παγκόσμιας Δύναμης και, πέρα απ’ αυτήν, την παγκόσμια κυριαρχία. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα σημείο αποφασιστικής σημασίας για την κατανόηση της ιστορίας του 20ού αι. και της θέσης του κομμουνισμού μέσα σ’ αυτήν. Στις δύο θεμελιώδεις επόψεις τούτης της ιστορίας, τις όποιες αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή την κοινωνική και την πλανητική, προστίθεται τώρα μιά τρίτη, η εθνική – και μάλιστα όχι ως παράγοντας αποδυνάμωσης η αποσύνδεσης των δύο πρώτων, αλλά για να πυκνώσει περισσότερο το πλέγμα τους και να δέσει τη σωρευτική τους επήρεια σε συγκεκριμένους φορείς. Αυτό σημαίνει: από το 1917 και μετά η ιστορία του 20ου αι. χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μεγάλων εθνών, τα οποία θέλουν να επιβάλουν ορισμένο σχήμα κοινωνικής οργάνωσης σε παγκόσμιο επίπεδο και επιτείνουν τον βαθμό πυκνότητας της πλανητικής πολιτικής ακριβώς με τη στενότερη σύνδεση κοινωνικής και πλανητικής έποψης. Έθνη, που εξ αιτίας του δυναμικού τους είναι ικανά να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο, γίνονται φορείς οικουμενικών άξιων και σχημάτων κοινωνικής οργάνωσης με αξίωση οικουμενικής εφαρμογής, γιατί αλλιώς δεν έχουν τη δυνατότητα να δεσπόσουν στην πλανητική σκηνή – και, με την πυκνότητα την οποία απέκτησε στο μεταξύ το παγκόσμιο πλέγμα σχέσεων, οι μετριοπαθέστεροι σκοποί δεν παρέχουν πια απόλυτη ασφάλεια. Φορείς οικουμενικών ή κοσμοϊστορικών ιδεών είναι λοιπόν ορισμένα έθνη, όχι ολόκληρος ο κόσμος. Ωστόσο είναι πρόδηλη η διαφορά ανάμεσα σε τούτη τη νέα και εντονότερη φάση της πλανητικής πολιτικής και στην εποχή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν βέβαια ορισμένες ιδέες για τη διαμόρφωση η την κατανομή της υδρογείου και μάλιστα έκαναν αυτόκλητα λόγο για την εκπολιτιστική τους αποστολή, όμως συνάμα θεωρούσαν αυτονόητες τις σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε «Ευρωπαίο» και «Ασιάτη» ή «Νέγρο» σε ό,τι άφορα τις κοινωνικές ανάγκες και τις κοινωνικές ή πολιτικές δυνατότητες. Η αντίληψη, ότι το ίδιο σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης μπορεί και οφείλει στις γενικές του γραμμές να βρει πλανητική εφαρμογή, προβάλλει επιτακτικά στον παγκόσμιο ορίζοντα τη στιγμή όπου στην κοσμοϊστορική σκηνή εμφανίζονται δύο μεγάλα έθνη: η κομμουνιστική Ρωσσία και οι καπιταλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο εκπροσωπούν και προωθούν, ως έθνη με φιλοδοξία μεγάλης και παγκόσμιας Δύναμης, την προγραμματική σύνδεση της κοινωνικής και της πλανητικής έποψης, αν και με αντίθετα πρόσημα. Το ποιά πρόσημα θα επικρατούσαν εξαρτιόταν στο εξής από την έκβαση του αγώνα μεταξύ μεγάλων εθνών – κι όχι από τα εγγενή «προτερήματα του συστήματος» θεωρούμενα in abstracto. Το πλανητικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης των κομμουνιστών ναυάγησε, με άλλα λόγια, όχι λόγω της ηθικής και οικονομικής του κατωτερότητας, αλλά επειδή η εθνική ισχύς της Ρωσσίας προσέκρουσε στην υπέρτερη εθνική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. (Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και σε σχέση με την προσπάθεια της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας να επιτύχει την παγκόσμια κυριαρχία). Αν η καπιταλιστική «λογική» είχε ενσαρκωθεί κοσμοϊστορικά μόνον στο Βέλγιο και στην Ελβετία, ενώ ο «παραλογισμός» της σχεδιασμένης οικονομίας στη Ρωσσία και στην Κίνα, τότε οι προτιμήσεις της παγκόσμιας ιστορίας θα ήσαν πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι φάνηκε το 1989. Τούτη η διαπίστωση έχει ύψιστη ιστορική και μεθοδολογική σημασία: δείχνει πόσο βαθιά αλληλοσυμπλέκονται η πολιτική και η κοινωνική ιστορία.

Η ίδια σκέψη μπορεί να διατυπωθεί και αντίστροφα: η κοσμοϊστορική δυναμικότητα του κομμουνισμού, δηλαδή η ικανότητα του να προασπίσει ένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν ίση με μηδέν αν είχε συμπτυχθεί μέσα στα σύνορα της Αλβανίας. Όμως κατέκτησε τη Ρωσσία και την Κίνα – και αυτό της έδωσε ορμή και βαρύτητα. Η πλανητική, η κοινωνική και η εθνική έποψη μπορούσαν τώρα, κι ήσαν μάλιστα υποχρεωμένες, να συνεργήσουν. Και πράγματι, οι εθνικές επιδιώξεις της Ρωσσίας (ή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) ως προς την απόκτηση παγκόσμιας ισχύος συνδέθηκαν στενά με διαδικασίες που άλλαξαν τον παγκόσμιο χάρτη κι είχαν ως συνέπεια μιάν άνευ προηγουμένου πύκνωση της πλανητικής πολιτικής. Σήμερα πολλοί λησμονούν την τεράστια επίδραση της οκτωβριανής Επανάστασης πάνω στους αποικιοκρατούμενους λαούς της Ασίας και της Αφρικής. Η συμβολή της στην κατάρρευση του αποικιακού συστήματος δεν περιορίσθηκε στην πολιτική και στρατιωτική στήριξη, την οποία πρόσφερε στα αντιαποικιακά κινήματα και στις αντίστοιχες ελίτ, αλλά επεκτεινόταν στο ιδεολογικά και ψυχολογικά νευραλγικό πεδίο της νομιμοποίησης από την άποψη της φιλοσοφίας της ιστορίας. Οι προλεταριακοί λαοί είχαν σε πλανητικό επίπεδο το ιστορικό καθήκον να συνοδεύσουν ή και να προκαταλάβουν με τον αγώνα τους εναντίον των αποικιακών κυρίων την επανάσταση των προλεταρίων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το σταλινικό σχήμα για την ιστορική εξέλιξη θεωρούσε υποχρεωτική σε οικουμενική κλίμακα τη διάβαση από πέντε στάδια κι έτσι προέβλεπε την κοινωνική σύγκλιση όλων των εθνών στο κατώφλι της τελείωσης της ιστορίας, οπότε ή ίδια η ιστορική πράξη θα ανασκεύαζε τις ταπεινωτικές ρατσιστικές διδασκαλίες. Έτσι κι αλλιώς, κάτω από την πίεση τού γεωπολιτικού ανταγωνισμού της Σοβιετικής Ένωσης, οι (πρώην) αποικιακοί κύριοι άρχισαν θέλοντας και μη ν’ ανακαλύπτουν την ίση αξιοπρέπεια και τα ίσα δικαιώματα όλων των ανθρώπων. Η δημιουργία πολυάριθμων ισότιμων υποκείμενων του διεθνούς δικαίου μέσα από τη διαδικασία κατάρρευσης του αποικιακού συστήματος διεύρυνε τα περιθώρια της Σοβιετικής Ένωσης στον στίβο της παγκόσμιας πολιτικής και έκαμε έμπρακτα ή δυνητικά κάθε γωνία του πλανήτη επίμαχο σημείο. Έτσι, ο Ψυχρός Πόλεμος αποτέλεσε κορυφαίο στάδιο στη μορφολογική ολοκλήρωση της σύγχρονης πλανητικής πολιτικής, προωθώντας έντονα και κάνοντας καθημερνά πρόδηλη τη στενή αλληλεξάρτηση όλων των περιοχών του κόσμου και όλων των επόψεων της παγκόσμιας πολιτικής.

Κοντολογίς, για να μπορέσει ν’ ασκήσει την ιστορική του επήρεια, ο μαρξισμός έπρεπε να μετατραπεί σε ιδεολογία -είτε παίρνοντας τη μορφή του «διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού» είτε αναγόμενος σε ανθρωπολογικά αξιώματα.

Η δικτατορία του κόμματος ασκούνταν στο όνομα της ουτοπίας, δηλαδή με τον κεκηρυγμένο σκοπό πραγμάτωσης του ουτοπικού σχεδίου κοινωνικής οργάνωσης. Νομιμοποιούνταν με το επιχείρημα ότι μιά πολιτική πράξη που έχει μεν ως στόχο της την εγκαθίδρυση της ουτοπίας, αλλά επιτελείται υπό συνθήκες όπου η εγκαθίδρυση αυτή είναι αδύνατη hie et nunc, απαιτεί τη λήψη εξαιρετικών μέτρων. Η κυριαρχία του κόμματος γινόταν έτσι κατάδηλη, μεταξύ άλλων, και στην αρμοδιότητα του να ορίζει δεσμευτικά πότε πρέπει να θεωρηθούν οι συνθήκες ώριμες για την πραγμάτωση της ουτοπίας και επί πλέον να αναβάλει την πραγμάτωση της ουτοπίας στο όνομα ακριβώς αυτής της πραγμάτωσης. Είναι προφανές ότι το παραπάνω επιχείρημα ήταν ιδεολογικό, δηλαδή έδινε στο κόμμα τη δυνατότητα να κάμει κάτι άλλο από αυτό που θα όφειλε να κάμει με βάση τη στενή ερμηνεία του ίδιου επιχειρήματος στο φως τού ουτοπικού σκοπού. Λέγοντας «κάτι άλλο» εννοούμε βέβαια τις πράξεις, τις όποιες υπαγόρευε όχι η ουτοπική στάση, αλλά η στάθμιση των πραγμάτων από τη σκοπιά της πολιτικής της ισχύος, και οι οποίες υπηρετούσαν εν μέρει την εδραίωση νέων ιεραρχιών κι εν μέρει την επιδίωξη εθνικών σκοπών. Ώστε οι κριτικοί της ουτοπίας κάνουν ένα σοβαρό λογικό και ιστορικό σφάλμα όταν αποδίδουν τον βίαιο χαρακτήρα της κομμουνιστικής κυριαρχίας απ’ ευθείας στην επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ουτοπίας: τούτο συνεπάγεται μιά σύγχυση ανάμεσα στην ουτοπιστική ιδεολογία και νομιμοποίηση της κομμουνιστικής κυριαρχίας και στην πραγματικότητα της, όπως την καθόριζε η πολιτική της ισχύος. Όμως η βία εμφανίζεται στο προσκήνιο παντού όπου η απόσταση ανάμεσα στην υφιστάμενη και στην επιδιωκόμενη κατάσταση πραγμάτων φαίνεται τόσο μεγάλη, ώστε μονάχα με το κόψιμο του γόρδιου δεσμού μπορεί να γεφυρωθεί· με άλλα λόγια, βία γεννούν όχι μόνον ουτοπικά εγχειρήματα, όσα δηλαδή αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση μιας τέλειας κοινωνίας, αλλά και όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια, εφ’ όσον βρίσκονται αντιμέτωπα με σημαντικά πραγματικά εμπόδια και με αντίμαχες δυνάμεις, όντας έτσι ίσως εξ αρχής απραγματοποίητα. Το «ουτοπικό» με την κοινωνιολογικά ειδοποιό σημασία του όρου και το «απραγματοποίητο» διόλου δεν ταυτίζονται εννοιολογικά, ακόμα κι αν κανείς θεωρεί την ουτοπία απραγματοποίητη. Την ιστορική απόδειξη γι’ αυτό δεν χρειάζεται να την αναζητήσουμε πολύ: ή πολιτική πράξη στο όνομα της ουτοπίας δεν γέννησε νεοφανείς, αποκλειστικά δικές της και ως τέτοιες ευαναγνώριστες μορφές βίας, δεν γέννησε δηλαδή καμμιά μορφή βίας πού να μην είχε ασκηθεί και προηγουμένως κατά την επιδίωξη θρησκευτικών, εθνικών, κοινωνικών, φυλετικών κ.τ.λ. σκοπών. Οι μεγαλύτερες συλλογικές πράξεις βίας αυτού του αιώνα, δηλαδή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δεν είχαν καμμιά σχέση με ουτοπικές επιδιώξεις, μολονότι συνέπεσαν χρονικά με την πλανητική εκδίπλωση τού κομμουνιστικού κινήματος. Και αντίστροφα: μπορεί να αποδειχθεί ότι οι οδυνηρότεροι παροξυσμοί της κομμουνιστικής βίας οφείλονται σε εμπράγματα πολιτικά αίτια. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση και η ραγδαία εκβιομηχάνιση στη Σοβιετική Ένωση εγκαινιάσθηκαν με τη δικαιολογημένη προσδοκία ενός μεγάλου πολέμου, στον όποιο ή διεθνώς απομονωμένη γιγαντιαία αυτή χώρα θα δοκίμαζε ακόμα μιά φορά την πικρή μοίρα του 1853, του 1914 και του 1917/18 –και ίσως και χειρότερα-, αν καθόταν να περιμείνει την μακρά και ήσυχη ανέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Μόνο χάρη στα πεντάχρονα σχέδια μπόρεσε η Σοβιετική Ένωση να παρατάξει εγκαίρως τον σύγχρονο εκτεχνικευμένο στρατό μιας βιομηχανικής Δύναμης και να κερδίσει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών και τον πόλεμο εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Έτσι άλλαξε στην κυριολεξία ο ρους της ιστορίας στον 20ό αι. Αυτό ίσως να μη θέλει να το δει κανείς, κινούμενος από αντικομμουνιστικό πάθος, όμως η μετατροπή της διαπίστωσης τούτης σε ταμπού αποτελεί ιδεολογία και προπαγάνδα, όχι ιστορική επιστήμη. Η σταλινική Σοβιετική Ένωση νίκησε τον εθνικοσοσιαλισμό, όχι η φιλελεύθερη Γαλλία και η κοινοβουλευτική Αγγλία. Και οι προϋποθέσεις για την επιτυχή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Δυτική Ευρώπη το 1944 δημιουργήθηκαν και αυτές στο Σταλινγκραντ.

Η δικτατορία του κόμματος ασκούνταν στο όνομα της ουτοπίας, δηλαδή με τον κεκηρυγμένο σκοπό πραγμάτωσης του ουτοπικού σχεδίου κοινωνικής οργάνωσης. Νομιμοποιούνταν με το επιχείρημα ότι μιά πολιτική πράξη που έχει μεν ως στόχο της την εγκαθίδρυση της ουτοπίας, αλλά επιτελείται υπό συνθήκες όπου η εγκαθίδρυση αυτή είναι αδύνατη hie et nunc, απαιτεί τη λήψη εξαιρετικών μέτρων. Η κυριαρχία τού κόμματος γινόταν έτσι κατάδηλη, μεταξύ άλλων, και στην αρμοδιότητα του να ορίζει δεσμευτικά πότε πρέπει να θεωρηθούν οι συνθήκες ώριμες για την πραγμάτωση της ουτοπίας και επί πλέον να αναβάλει την πραγμάτωση της ουτοπίας στο όνομα ακριβώς αυτής της πραγμάτωσης.

Ενώ τώρα οι «δεξιοί» κριτικοί της ουτοπίας πάσχιζαν να αποδείξουν ότι ο αρχικός μαρξισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός συνυφαίνονται κατά την ίδια έννοια όπως η ουτοπία με τη βία, στην «αριστερή» πλευρά τού ιδεολογικού φάσματος πολλοί και μεγαλόσχημοι διανοούμενοι βάλθηκαν να υποστηρίξουν το αντίθετο. Κατά την άποψη τους, το έργο του Marx περιέχει έναν ακατάλυτο ανθρωπιστικό πυρήνα και μιάν αντίληψη για την ουσία του ανθρώπου που δεν εξαντλούνται σε «μηχανιστικά» σχήματα για την εξέλιξη της ιστορίας και πού πρέπει να λυτρωθούν από τον εναγκαλισμό του οικονομιστικού σοβιετικού μαρξισμού-λενινισμού για να χρησιμεύσουν ως θεωρητική βάση μιας κοινωνικής κριτικής νέου τύπου και μιας αντίστοιχης ανανέωσης του σοσιαλιστικοί κινήματος. Εξ αιτίας των ηθικών τους προκαταλήψεων και των καταβολών τους στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμικό περιβάλλον οι διανοούμενοι αυτοί, βέβαια, ποτέ δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις εθνικές και πλανητικές αναγκαιότητες πού καθοδηγούσαν τις πολιτικές ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας· έτσι, συνεχώς ταλαντεύονταν ανάμεσα στην αφέλεια του συνοδοιπόρου, ο οποίος πολλά παραβλέπει, εξωραΐζει ή απλώς καταπίνει, και στην αγανάκτηση του απογοητευόμενου, ο οποίος στη συνέχεια καταφεύγει στη δαιμονολογία ως μέθοδο εξήγησης των πραγμάτων. Εν πάση περιπτώσει είχαν την εντύπωση ότι η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα ήσαν οιονεί υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν τα πολιτικά προγράμματα δυτικών διανοουμένων μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούσαν την κόκκινη σημαία και τη συναφή ρητορική. Ως διανοούμενοι, των όποιων η αξίωση ισχύος έγκειται στην πλήρη, άμεση και δεσμευτική εφαρμογή ορισμένων ιδεών και άξιων (των δικών τους) στην κοινωνική πράξη, δεν ήθελαν ούτε μπορούσαν να κατανοήσουν ότι οι ιδέες και οι αξίες επιδρούν σε ευρύτερη κλίμακα μόνον εφ’ όσον «διαστρεβλώνονται» και «παραποιούνται», εφ’ όσον δηλαδή γίνονται αντικείμενα επεξεργασίας από μέρους των ενδιαφερομένων ερμηνευτών. Άλλωστε αυτή ήταν και η μοίρα της «ανθρωπιστικής» παρερμηνείας του αρχικού μαρξισμού. Τα θεωρήματα της «αλλοτρίωσης» έγιναν δημοφιλέστατα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και στο πλαίσιο της τοτινής «πολιτισμικής επανάστασης», επειδή κατανοήθηκαν στο φως ενός συνθήματος, το όποιο απέκτησε λειτουργία-κλειδί εξ αιτίας του ηδονιστικού βασικού προσανατολισμού της μαζικής δημοκρατίας ως κοινωνικού σχηματισμού κυριαρχούμενου από τη μαζική παραγωγή, τη μαζική κατανάλωση και την ηθική ανεκτικότητα: εννοούμε βέβαια το ηλεκτριστικό σύνθημα της ατομικής «αυτοπραγμάτωσης».

Η μαζικοδημοκρατική μεθερμηνεία του μαρξικού ανθρωπισμού, η οποία συμπορευόταν αρμονικά με την υλική ερμηνεία του δικαιώματος της ισότητας, ήταν απαραίτητη για έναν λόγο ίσως παράδοξο από πρώτη όψη. Το μαρξικό ιδεώδες του ανθρώπου, ή ο ιδεώδης άνθρωπος του Marx, ως προς τα βασικά του γνωρίσματα προερχόταν από το αστικό παιδευτικό ιδεώδες, μέσα στο όποιο αναμιγνύονταν κλασικιστικές αντιλήψεις περί αρμονίας με την ανθρωπολογική ουτοπία του homo universalis- η αταξική κοινωνία, όπου ο καθένας θα μπορούσε να αναπτύξει ανεμπόδιστα τις δυνάμεις του, μάλλον θα έβριθε από μεγάλους και μικρούς Shakespeare και Goethe παρά από περίβλεπτους αστέρες της pop, τουρίστες σε αναζήτηση «βιωμάτων» και διανοουμένους του jet-set. Η ουσιαστική πολιτισμική οφειλή του μαρξισμού στο αστικό παιδευτικό ιδεώδες και, γενικότερα, σε αστικές λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές μορφές φάνηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αι. στην από μέρους του προγραμματική απόρριψη της λογοτεχνικής-καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και του μοντερνισμού, παρά τις σποραδικές και ανεπιτυχείς συμφιλιωτικές προσπάθειες. Στη Δύση η απόρριψη αυτή συχνά θεωρήθηκε ως ένδειξη μικροαστικής στενοκεφαλιάς και επαρχιωτισμού, όμως η εντύπωση αυτή δημιουργήθηκε μόνο και μόνο επειδή η ίδια ή Δύση, μέσω της «αλλαγής παραδείγματος» στις δεκαετίες γύρω στο 1900, είχε στο μεταξύ στρέψει τα νώτα στον αστικό πολιτισμό. Έτσι, οι μαρξιστές επικαλούνταν τώρα τις μεγάλες ρεαλιστικές παραδόσεις της αστικής τέχνης, τις όποιες θα συνέχιζε ό σοσιαλιστικός ρεαλισμός, προκείμενου να ερμηνεύσουν την αποκοπή απ’ αυτές, όπως την πραγματοποίησε η πρωτοπορία και ο μοντερνισμός, ως ιδεολογική έκφραση της προϊούσας αστικής παρακμής· επειδή θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον μόνο ιστορικά δυνατό κληρονόμο της αστικής κοινωνίας, δεν ήσαν σε θέση να αντιληφθούν ότι, μετά την αστική εποχή, στη Δύση ήταν δυνατό, εκτός από τον κομμουνισμό, και κάτι άλλο, ιδεολογική προβολή του οπαίου ήταν ακριβώς τα αντιαστικά ρεύματα του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας. Τελευταίοι κράτησαν οι μαρξιστές ψηλά τη σημαία των αστικών παραδόσεων και σχημάτων σκέψης και στον τομέα της θεωρίας της ιστορίας, όπου επέμειναν στην υποστασιοποίηση της Ιστορίας και στην αντίληψη της σταδιακής προόδου. Ο ολόπλευρος Άνθρωπος και η προοδεύουσα Ιστορία ήσαν ακριβώς οι οντότητες ή ουσίες, μέσω των οποίων η αστική-φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση παραμέρισε τη θεολογική. Όταν ο μαζικοδημοκρατικός πολιτισμός του 20ου αι. διέλυσε τις ουσίες αυτές μετατρέποντας τες σε εναλλασσόμενες και ελεύθερα συνδυαζόμενες λειτουργίες, ο αστικός κόσμος των ιδεών τρώθηκε καίρια. Η κατάρρευση του ανθρωπολογικά και φιλοσοφικοϊστορικά προσανατολισμένου μαρξισμού σφραγίζει λοιπόν το τέλος του αστικού πολιτισμού. Φυσικά, στην προοπτική των ιδεολογικά εμπνευσμένων ερμηνειών και περιοδολογήσεων της ιστορίας τού 20ου αι. η διαπίστωση τούτη φαίνεται ως το παράδοξο των παραδόξων.

Η βίαιη κολεκτιβοποίηση και η ραγδαία εκβιομηχάνιση στη Σοβιετική Ένωση εγκαινιάσθηκαν με τη δικαιολογημένη προσδοκία ενός μεγάλου πο geromorias
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Οφείλω μια συγνώμη......
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οφείλω μια συγνώμη......
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ