2017-09-23 00:49:13
Όταν η Μανταλένα Τζ. μπήκε στο Νοσοκομείο St. Benedict κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης, το 1980, ήταν εξήντα χρονών. Ήταν τυφλή εκ γενετής και έπασχε από παιδική εγκεφαλική παράλυση. Τη φροντίδα της είχε αναλάβει η οικογένειά της στο σπίτι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.
Με δεδομένο αυτό το ιστορικό και τη θλιβερή κατάσταση στην οποία την έβλεπα, σπαστική και αθετωσική, δηλαδή με ακούσιες και αυτόματες κινήσεις των δύο χεριών, και επιπλέον μία ελλειμματική ανάπτυξη των ματιών, περίμενα ότι θα ήταν καθυστερημένη και ανοϊκή.
Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Το εντελώς αντίθετο: μιλούσε άνετα, εύγλωττα, μια ομιλία που ευτυχώς η σπαστικότητα επηρέαζε ελάχιστα, αποκαλύπτοντας την προσωπικότητα μιας γυναίκας υψηλού πνευματικού επιπέδου και ασυνήθιστης εξυπνάδας και παιδείας.
—Έχετε διαβάσει τρομερά πολύ, της είπα. Πρέπει να χειρίζεστε το Μπράιγ εξαιρετικά καλά.
—Όχι, καθόλου, μου απάντησε. Το διάβασμα γίνεται πάντα είτε από ομιλούντα βιβλία είτε από άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ να διαβάσω σε Μπράιγ ούτε μία λέξη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα χέρια μου, είναι εντελώς άχρηστα. Τα σήκωσε ψηλά με χλευασμό.
—Άχρηστα καταραμένα εξογκώματα από ζυμάρι — δεν τα νιώθω καν σαν μέλη μου.
Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Τα χέρια δε θίγονται συνήθως από την εγκεφαλική παράλυση — τουλάχιστον όχι κατά κύριο λόγο: μπορεί να είναι κάπως σπαστικά ή αδύναμα ή παραμορφωμένα, αλλά συνήθως παραμένουν σε σημαντικό βαθμό λειτουργικά (αντίθετα με τα πόδια που μπορεί να είναι εντελώς παράλυτα — στη μορφή που ονομάζεται νόσος του Little ή διπλή παιδική ημιπληγία).
Τα χέρια της Μανταλένας ήταν ελαφρά σπαστικά και αθετωσικά, αλλά οι αισθητικές της ικανότητες —όπως το διαπίστωσα με μια γρήγορη εξέταση— ήταν εντελώς άθικτες: αναγνώριζε αμέσως και χωρίς λάθη την ελαφριά επαφή, τον πόνο, τη θερμοκρασία, την παθητική κίνηση των δαχτύλων της. Δεν υπήρχε ανωμαλία αυτής καθαυτής της στοιχειώδους αισθητικότητας, αλλά σε δραματική αντίθεση ερχόταν μια πολύ βαθιά διαταραχή της αντίληψης. Της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει ή να ταυτοποιήσει το οτιδήποτε: τοποθέτησα κάθε είδους αντικείμενο στα χέρια της, συμπεριλαμβανομένου και του ενός χεριού μου. Δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει και δεν έψαχνε καν έλειπαν οι ενεργητικές «ερευνητικές» κινήσεις των χεριών ήταν, πράγματι, τόσο ανενεργά, τόσο αδρανή, τόσο άχρηστα, όσο θα ήταν δυο «κομμάτια από ζυμάρι».
Είναι πολύ παράξενο, είπα μέσα μου. Τι νόημα να βγάλει κανείς από όλα αυτά; Δεν υπάρχει σημαντική αισθητική «έκπτωση». Τα χέρια της μοιάζουν να είναι απολύτως καλά, και εντούτοις, δεν είναι. Μπορεί, άραγε, αυτό να οφείλεται στο ότι δε χρησιμοποιούνται —ότι βρίσκονται «σε αχρηστία»— γιατί ποτέ της δεν τα χρησιμοποίησε;
Το γεγονός ότι ήταν πάντα, από τη γέννηση της, «προστατευμένη», ότι πάντα την «περιποιόνταν», την «κανάκευαν», την είχε ίσως αποτρέψει από την κανονική εξερευνητική χρήση των χεριών, που αποκτούν όλα τα μωρά μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής τους; Πάντα τη βοηθούσαν και έκαναν τα πάντα γι’ αυτή, σε σημείο που να έχει εμποδιστεί να αναπτύξει δυο φυσιολογικά χέρια; Και αν τελικά επρόκειτο γι’ αυτό —έμοιαζε παρατραβηγμένο, αλλά ήταν η μοναδική υπόθεση που μπορούσα να κάνω— θα μπορούσε τώρα, στα εξήντα της, να αποκτήσει αυτό που θα έπρεπε να έχει αποκτήσει στις πρώτες εβδομάδες ή στους πρώτους μήνες της ζωής της;
Υπήρχε κανένα προηγούμενο; Είχε ποτέ περιγραφεί ή δοκιμαστεί κάτι ανάλογο; Δεν το ήξερα, σκέφτηκα, όμως, αμέσως μία πιθανή παράλληλη περίπτωση — που περιγραφόταν από τους Leont’ev και Zaporozhets στο βιβλίο τους Rehabilitation of Hand Function (αγγλ. Μετάφραση 1960). Η κατάσταση που περιέγραφαν ήταν πολύ διαφορετική όσο αφορά την προέλευσή της: μία παρόμοια «αλλοτρίωση» των χεριών σε περίπου διακόσιους στρατιώτες μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό και μια χειρουργική επέμβαση — τα τραυματισμένα χέρια ένιωθαν «ξένα », «χωρίς ζωή», «άχρηστα», «κολλημένα», παρά το ότι από στοιχειώδη νευρολογική άποψη και από άποψη αισθητικότητας ήταν άθικτα.
Οι Leont’ev και Zaporozhets συζητούν την ιδέα της «αποσύνδεσης» των «γνωστικών συστημάτων» που επιτρέπουν κανονικά την πραγμάτωση της «γνώσης», ή της αντιληπτικής χρήσης των χεριών, σε τέτοιες περιπτώσεις σαν αποτέλεσμα ενός τραυματισμού, χειρουργικής επέμβασης και ενός μεγάλου διαστήματος εβδομάδων —ή μηνών— αχρηστίας των χεριών που ακολουθούσε. Στην περίπτωση της Μανταλένας, παρότι το ίδιο το φαινόμενο ήταν πανομοιότυπο —«αχρηστία», «χωρίς ζωή», «αλλοτρίωση »— η διαφορά ήταν ότι διαρκούσε μία ολόκληρη ζωή. Δεν είχε μόνο να ξαναβρεί τα χέρια της, αλλά έπρεπε να τα ανακαλύψει —να τα αποκτήσει, να τα βιώσει— από την αρχή: όχι μόνο να ξανακερδίσει ένα αποσυνδεδεμένο γνωστικό σύστημα, αλλά να κατασκευάσει από την αρχή ένα γνωστικό σύστημα που ποτέ της δεν είχε. Ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο;
Οι τραυματισμένοι στρατιώτες, που περιγράφουν οι Leont’ev και Zaporozhets, πριν τον τραυματισμό τους είχαν φυσιολογικά χέρια. Αυτό που είχαν να κάνουν ήταν να «θυμηθούν» ό,τι είχε «ξεχαστεί» ή «αποσυνδεθεί » ή «αδρανοποιηθεί», εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Η Μανταλένα, αντίθετα, δε διέθετε μνημονικό ευρετήριο, γιατί δεν είχε ποτέ της χρησιμοποιήσει τα χέρια της — και αισθανόταν σαν να μην είχε χέρια ούτε μπράτσα. Δεν είχε φάει ποτέ της μόνη της, δεν είχε χρησιμοποιήσει μόνη την τουαλέτα, δεν είχε ποτέ καταφέρει να αυτοβοηθηθεί, αφήνοντας πάντοτε τους άλλους να τη βοηθούν. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια είχε συμπεριφερθεί σαν ένα ον χωρίς χέρια.
Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρόκληση που αντιμετωπίζαμε: μία ασθενής με άριστη στοιχειώδη αισθητικότητα στα χέρια αλλά, εμφανώς, χωρίς τη δύναμη να απαρτιώσει αυτές τις αισθήσεις στο επίπεδο των αντιλήψεων που σχετίζονταν με τον κόσμο και με τον εαυτό της χωρίς τη δύναμη να πει: «Αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω, θέλω, δρω» στο βαθμό που της το επέτρεπαν τα «άχρηστα» χέρια της.
Έπρεπε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (όπως οι Leont’ev και Zaporozhets με τους δικούς τους ασθενείς) να καταφέρουμε να την κάνουμε να δράσει και να χρησιμοποιήσει τα χέρια της ενεργητικά και ελπίζαμε ότι κάνοντας το θα πετύχαινε την απαρτίωση. Όπως έλεγε ο Roy Campbell, «η απαρτίωση βρίσκεται στη δράση». Η Μανταλένα ήταν θετικά διατεθειμένη απέναντι σε όλα αυτά, στην πραγματικότητα γοητευμένη — αλλά προβληματισμένη και απαισιόδοξη.
«Πώς μπορώ να κάνω οτιδήποτε με τα χέρια μου», ρώτησε, «αφού είναι δύο κομμάτια στόκος;»
«Εν αρχή ην η πράξη», γράφει ο Γκαίτε και μπορεί να είναι πράγματι έτσι όταν αντιμετωπίζουμε ηθικά ή υπαρξιακά διλήμματα, αλλά όχι όταν φτάνουμε στις ρίζες της κίνησης και της αντίληψης. Εντούτοις και σ’ αυτή την περίπτωση ακόμα υπάρχει πάντα κάτι που ξεκινά από το μηδέν: ένα πρώτο βήμα (ή μία πρώτη λέξη όπως όταν η Helen Keller είπε «νερό»), μία πρώτη κίνηση, μία πρώτη αντίληψη, μία πρώτη ώθηση — ολοκληρωτική, απροσδόκητη, που εμφανίζεται «σαν κομήτης» εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα ή τίποτα που να είχε σημασία.
«Εν αρχή ην η ώθηση». Όχι μία πράξη, όχι ένα αντανακλαστικό, αλλά μία «ώθηση » που είναι ταυτόχρονα πιο εμφανής και πιο μυστηριώδης και από τα δύο… Δεν μπορούσαμε να πούμε στη Μανταλένα: «Κάν’ το!» αλλά μπορούσαμε να ελπίσουμε στην ύπαρξη μιας παρόρμησης· θα μπορούσαμε να ελπίσουμε σ’ αυτή, να την επιδιώξουμε, θα μπορούσαμε ακόμα και να την προκαλέσουμε Σκέφτηκα το μωρό, καθώς προσπαθεί να φτάσει το στήθος της μητέρας του. «Πού και πού να αφήνετε το φαΐ της, δήθεν κατά λάθος, λίγο έξω από το πεδίο όπου μπορεί να φτάσει», πρότεινα στις νοσοκόμες.
«Μην την αφήσετε να πεινάσει, μην την πειράζετε, αλλά δείξτε λιγότερη από τη συνηθισμένη σας προθυμία όταν την ταΐζετε».
Και μία μέρα συνέβη αυτό που ποτέ δεν είχε συμβεί προηγουμένως: ανυπόμονη, πεινασμένη, αντί να περιμένει παθητικά και υπομονετικά, άπλωσε το χέρι της και ψηλαφητά βρήκε ένα μπέιγκελ* και το έφερε στο στόμα της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τα χέρια της, η πρώτη χειρωνακτική της πράξη μέσα σε εξήντα χρόνια, η πράξη που σηματοδότησε τη γέννηση της σαν «κινητικό άτομο» (ο όρος του Sherrington που καθορίζει το άτομο που κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από τις πράξεις του).
Σηματοδοτούσε ακόμα την πρώτη φορά που αντιλαμβανόταν κάτι με τα χέρια της και τη γέννηση της έτσι σαν «αντιληπτικό άτομο». Η πρώτη της αντίληψη, η πρώτη της αναγνώριση, ήταν αυτή ενός μπέιγκελ, ήταν η ανακάλυψη της έννοιας του μπέιγκελ, η «μπεϊγκελικότητα» — όπως η πρώτη αναγνώριση της Helen Keller, η πρώτη λέξη που πρόφερε ήταν η λέξη «νερό» (η «υδατότητα»).
Μετά από αυτή την πρώτη πράξη, αυτή την πρώτη αντίληψη, η πρόοδος υπήρξε εξαιρετικά γρήγορη. Όπως άπλωσε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ένα μπέιγκελ, έτσι τώρα άπλωνε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ολόκληρο τον κόσμο. Η πράξη του φαγητού τής έδειξε το δρόμο της αίσθησης, της εξερεύνησης των διαφόρων τροφών, δοχείων, εργαλείων κλπ. Καθώς η Μανταλένα υπήρξε τυφλή και «χωρίς χέρια» από τη γέννηση της, της έλειπαν οι απλούστερες εσωτερικές εικόνες (ενώ, τουλάχιστον, η Helen Keller διέθετε οπτικές εικόνες) και έτσι ήταν υποχρεωμένη, για να «αναγνωρίσει», να ακολουθεί κάποιο περίεργο, έμμεσο τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων και εικασίας. Αν δε διέθετε μια εξαιρετική εξυπνάδα και καλλιέργεια, με μία πληθωρική φαντασία που υποστηριζόταν, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, από τις εικόνες των άλλων, εικόνες που της μετέφερε η γλώσσα, υποστηριζόταν από το λόγο, θα είχε παραμείνει τόσο εξαρτημένη και ανήμπορη, όσο και ένα μωρό.
Αναγνώριζε το μπέιγκελ σαν ένα στρογγυλό κέικ με μία τρύπα στη μέση· ένα πιρούνι σαν ένα μακρύ, επίπεδο αντικείμενο με πολλά μυτερά δόντια. Σιγά σιγά, όμως, αυτή η προκαταρκτική ανάλυση άφησε τη θέση της σε μία άμεση διαίσθηση και η ταυτότητα των αντικειμένων αναγνωριζόταν αμέσως και ο χαρακτήρας και η «φυσιογνωμία» τους έγιναν οικεία, ήταν άμεσα αναγνωρίσιμα από τη μοναδικότητα τους, σαν «παλιοί φίλοι». Η ανάπτυξη αυτού του είδους αναγνώρισης, όχι αναλυτικής αλλά συνθετικής και άμεσης, συμπορευόταν με μία δυνατή ευχαρίστηση και την όλο και πιο έντονη αίσθηση ότι ανακάλυπτε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, μυστήριο και ομορφιά.
Μαγευόταν από τα πιο κοινά αντικείμενα — τα αντικείμενα τη μάγευαν, την ερέθιζαν και της γεννούσαν μία επιθυμία να τα αναπαράγει. Ζήτησε πηλό και άρχισε να φτιάχνει μοντέλα: το πρώτο της μοντέλο, το πρώτο της γλυπτό, ήταν ένα κόκαλο για τα παπούτσια και ακόμα κι αυτό το απλό αντικείμενο ήταν κατά κάποιο τρόπο διαποτισμένο από μία ιδιόμορφη δύναμη και ένα χιούμορ, με ρέουσες, δυνατές, χοντρές καμπύλες που θύμιζαν τον πρώιμο Χένρυ Μουρ.
Ύστερα —και αυτό συνέβη μέσα στο μήνα κιόλας που ακολούθησε τις πρώτες της αναγνωρίσεις— η προσοχή της, η εκτίμηση της, πέρασε από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω υπήρχαν όρια στο ενδιαφέρον και στις εκφραστικές δυνατότητες των αντικειμένων, ακόμα και αν ήταν μεταμορφωμένα από ένα είδος αθώας, άδολης και συχνά κωμικής ιδιοφυίας. Είχε ανάγκη τώρα να εξερευνήσει το ανθρώπινο πρόσωπο και την ανθρώπινη μορφή, όταν ήταν ήρεμη και όταν βρισκόταν σε κίνηση.
Το να σε «ψηλαφίσει» η Μανταλένα ήταν μία ασυνήθιστη εμπειρία. Τα χέρια της, που ελάχιστο καιρό πριν ήταν αδρανή, πλαδαρά, τώρα έμοιαζαν φορτισμένα από μία υπερφυσική ζωντάνια και ευαισθησία. Δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι σε αναγνώριζε, σε έψαχνε λεπτομερειακά, με έναν τρόπο πιο έντονο και διερευνητικό από οποιαδήποτε οπτική εξονυχιστική έρευνα, αλλά σε «γευόταν» και σε αξιολογούσε αισθητικά με το μυαλό του και τη φαντασία του ένας γεννημένος καλλιτέχνης που μόλις είχε γεννηθεί. Ένιωθε κανείς ότι δεν ήταν απλώς τα χέρια μιας τυφλής γυναίκας που εξερευνούσε αλλά ενός τυφλού καλλιτέχνη, ενός στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος που μόλις είχε ανοιχτεί στην πλήρη αισθησιακή και πνευματική πραγματικότητα του κόσμου. Αυτές οι εξερευνήσεις της ήταν οι ίδιες μία εξωτερική πραγματικότητα που την ωθούσε προς την πράξη της αναπαράστασης και της αναπαραγωγής.
Άρχισε να πλάθει κεφάλια και ανθρώπινες μορφές, και μέσα σ’ ένα χρόνο ήταν μια ντόπια διασημότητα γνωστή σαν η Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Τα γλυπτά της ήταν συνήθως στο μισό ή στα τρία τέταρτα του φυσικού μεγέθους και αναπαριστούσαν απλές αλλά αναγνωρίσιμες μορφές με μία ασυνήθιστη εκφραστικότητα. Για μένα, γι’ αυτή την ίδια, για όλους μας, ήταν μία βαθιά συγκινητική, μία εκπληκτική, μία σχεδόν θαυματουργή εμπειρία. Ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί ότι οι στοιχειώδεις δυνατότητες της αντίληψης, που είχαν αποτύχει να αποκτηθούν φυσιολογικά στους πρώτους μήνες της ζωής κάποιου, θα μπορούσαν να αποκτηθούν στο εξηκοστό έτος της ζωής του;
Ποιοι θαυμαστοί ορίζοντες όψιμης μάθησης, ποιες δυνατότητες μάθησης για τους ανάπηρους δε μας αποκαλύπτονται από το γεγονός αυτό! Και ποιος θα μπορούσε να ονειρευτεί ότι σ’ αυτή την τυφλή, παράλυτη γυναίκα, χωμένη στο καταφύγιο της, αδρανοποιημένη, υπερπροστατευμένη σ’ όλη της τη ζωή, υπήρχε ο σπόρος μιας εκπληκτικής καλλιτεχνικής ευαισθησίας (ανυποψίαστης γι’ αυτή, όσο και για τους άλλους) που θα φύτρωνε και θα άνθιζε σε μία σπάνια και όμορφη πραγματικότητα, αφού είχε παραμείνει κοιμισμένη, μαραμένη για εξήντα χρόνια;
* Μπέιγκελ: είδος στρογγυλού κέικ· γλυκό εβραϊκής προέλευσης. (Σ.τ.Μ.)
Από το βιβλίο του Oliver Sacks “O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο”
Πηγή
Tromaktiko
Με δεδομένο αυτό το ιστορικό και τη θλιβερή κατάσταση στην οποία την έβλεπα, σπαστική και αθετωσική, δηλαδή με ακούσιες και αυτόματες κινήσεις των δύο χεριών, και επιπλέον μία ελλειμματική ανάπτυξη των ματιών, περίμενα ότι θα ήταν καθυστερημένη και ανοϊκή.
Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Το εντελώς αντίθετο: μιλούσε άνετα, εύγλωττα, μια ομιλία που ευτυχώς η σπαστικότητα επηρέαζε ελάχιστα, αποκαλύπτοντας την προσωπικότητα μιας γυναίκας υψηλού πνευματικού επιπέδου και ασυνήθιστης εξυπνάδας και παιδείας.
—Έχετε διαβάσει τρομερά πολύ, της είπα. Πρέπει να χειρίζεστε το Μπράιγ εξαιρετικά καλά.
—Όχι, καθόλου, μου απάντησε. Το διάβασμα γίνεται πάντα είτε από ομιλούντα βιβλία είτε από άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ να διαβάσω σε Μπράιγ ούτε μία λέξη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα χέρια μου, είναι εντελώς άχρηστα. Τα σήκωσε ψηλά με χλευασμό.
—Άχρηστα καταραμένα εξογκώματα από ζυμάρι — δεν τα νιώθω καν σαν μέλη μου.
Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Τα χέρια δε θίγονται συνήθως από την εγκεφαλική παράλυση — τουλάχιστον όχι κατά κύριο λόγο: μπορεί να είναι κάπως σπαστικά ή αδύναμα ή παραμορφωμένα, αλλά συνήθως παραμένουν σε σημαντικό βαθμό λειτουργικά (αντίθετα με τα πόδια που μπορεί να είναι εντελώς παράλυτα — στη μορφή που ονομάζεται νόσος του Little ή διπλή παιδική ημιπληγία).
Τα χέρια της Μανταλένας ήταν ελαφρά σπαστικά και αθετωσικά, αλλά οι αισθητικές της ικανότητες —όπως το διαπίστωσα με μια γρήγορη εξέταση— ήταν εντελώς άθικτες: αναγνώριζε αμέσως και χωρίς λάθη την ελαφριά επαφή, τον πόνο, τη θερμοκρασία, την παθητική κίνηση των δαχτύλων της. Δεν υπήρχε ανωμαλία αυτής καθαυτής της στοιχειώδους αισθητικότητας, αλλά σε δραματική αντίθεση ερχόταν μια πολύ βαθιά διαταραχή της αντίληψης. Της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει ή να ταυτοποιήσει το οτιδήποτε: τοποθέτησα κάθε είδους αντικείμενο στα χέρια της, συμπεριλαμβανομένου και του ενός χεριού μου. Δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει και δεν έψαχνε καν έλειπαν οι ενεργητικές «ερευνητικές» κινήσεις των χεριών ήταν, πράγματι, τόσο ανενεργά, τόσο αδρανή, τόσο άχρηστα, όσο θα ήταν δυο «κομμάτια από ζυμάρι».
Είναι πολύ παράξενο, είπα μέσα μου. Τι νόημα να βγάλει κανείς από όλα αυτά; Δεν υπάρχει σημαντική αισθητική «έκπτωση». Τα χέρια της μοιάζουν να είναι απολύτως καλά, και εντούτοις, δεν είναι. Μπορεί, άραγε, αυτό να οφείλεται στο ότι δε χρησιμοποιούνται —ότι βρίσκονται «σε αχρηστία»— γιατί ποτέ της δεν τα χρησιμοποίησε;
Το γεγονός ότι ήταν πάντα, από τη γέννηση της, «προστατευμένη», ότι πάντα την «περιποιόνταν», την «κανάκευαν», την είχε ίσως αποτρέψει από την κανονική εξερευνητική χρήση των χεριών, που αποκτούν όλα τα μωρά μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής τους; Πάντα τη βοηθούσαν και έκαναν τα πάντα γι’ αυτή, σε σημείο που να έχει εμποδιστεί να αναπτύξει δυο φυσιολογικά χέρια; Και αν τελικά επρόκειτο γι’ αυτό —έμοιαζε παρατραβηγμένο, αλλά ήταν η μοναδική υπόθεση που μπορούσα να κάνω— θα μπορούσε τώρα, στα εξήντα της, να αποκτήσει αυτό που θα έπρεπε να έχει αποκτήσει στις πρώτες εβδομάδες ή στους πρώτους μήνες της ζωής της;
Υπήρχε κανένα προηγούμενο; Είχε ποτέ περιγραφεί ή δοκιμαστεί κάτι ανάλογο; Δεν το ήξερα, σκέφτηκα, όμως, αμέσως μία πιθανή παράλληλη περίπτωση — που περιγραφόταν από τους Leont’ev και Zaporozhets στο βιβλίο τους Rehabilitation of Hand Function (αγγλ. Μετάφραση 1960). Η κατάσταση που περιέγραφαν ήταν πολύ διαφορετική όσο αφορά την προέλευσή της: μία παρόμοια «αλλοτρίωση» των χεριών σε περίπου διακόσιους στρατιώτες μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό και μια χειρουργική επέμβαση — τα τραυματισμένα χέρια ένιωθαν «ξένα », «χωρίς ζωή», «άχρηστα», «κολλημένα», παρά το ότι από στοιχειώδη νευρολογική άποψη και από άποψη αισθητικότητας ήταν άθικτα.
Οι Leont’ev και Zaporozhets συζητούν την ιδέα της «αποσύνδεσης» των «γνωστικών συστημάτων» που επιτρέπουν κανονικά την πραγμάτωση της «γνώσης», ή της αντιληπτικής χρήσης των χεριών, σε τέτοιες περιπτώσεις σαν αποτέλεσμα ενός τραυματισμού, χειρουργικής επέμβασης και ενός μεγάλου διαστήματος εβδομάδων —ή μηνών— αχρηστίας των χεριών που ακολουθούσε. Στην περίπτωση της Μανταλένας, παρότι το ίδιο το φαινόμενο ήταν πανομοιότυπο —«αχρηστία», «χωρίς ζωή», «αλλοτρίωση »— η διαφορά ήταν ότι διαρκούσε μία ολόκληρη ζωή. Δεν είχε μόνο να ξαναβρεί τα χέρια της, αλλά έπρεπε να τα ανακαλύψει —να τα αποκτήσει, να τα βιώσει— από την αρχή: όχι μόνο να ξανακερδίσει ένα αποσυνδεδεμένο γνωστικό σύστημα, αλλά να κατασκευάσει από την αρχή ένα γνωστικό σύστημα που ποτέ της δεν είχε. Ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο;
Οι τραυματισμένοι στρατιώτες, που περιγράφουν οι Leont’ev και Zaporozhets, πριν τον τραυματισμό τους είχαν φυσιολογικά χέρια. Αυτό που είχαν να κάνουν ήταν να «θυμηθούν» ό,τι είχε «ξεχαστεί» ή «αποσυνδεθεί » ή «αδρανοποιηθεί», εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Η Μανταλένα, αντίθετα, δε διέθετε μνημονικό ευρετήριο, γιατί δεν είχε ποτέ της χρησιμοποιήσει τα χέρια της — και αισθανόταν σαν να μην είχε χέρια ούτε μπράτσα. Δεν είχε φάει ποτέ της μόνη της, δεν είχε χρησιμοποιήσει μόνη την τουαλέτα, δεν είχε ποτέ καταφέρει να αυτοβοηθηθεί, αφήνοντας πάντοτε τους άλλους να τη βοηθούν. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια είχε συμπεριφερθεί σαν ένα ον χωρίς χέρια.
Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρόκληση που αντιμετωπίζαμε: μία ασθενής με άριστη στοιχειώδη αισθητικότητα στα χέρια αλλά, εμφανώς, χωρίς τη δύναμη να απαρτιώσει αυτές τις αισθήσεις στο επίπεδο των αντιλήψεων που σχετίζονταν με τον κόσμο και με τον εαυτό της χωρίς τη δύναμη να πει: «Αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω, θέλω, δρω» στο βαθμό που της το επέτρεπαν τα «άχρηστα» χέρια της.
Έπρεπε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (όπως οι Leont’ev και Zaporozhets με τους δικούς τους ασθενείς) να καταφέρουμε να την κάνουμε να δράσει και να χρησιμοποιήσει τα χέρια της ενεργητικά και ελπίζαμε ότι κάνοντας το θα πετύχαινε την απαρτίωση. Όπως έλεγε ο Roy Campbell, «η απαρτίωση βρίσκεται στη δράση». Η Μανταλένα ήταν θετικά διατεθειμένη απέναντι σε όλα αυτά, στην πραγματικότητα γοητευμένη — αλλά προβληματισμένη και απαισιόδοξη.
«Πώς μπορώ να κάνω οτιδήποτε με τα χέρια μου», ρώτησε, «αφού είναι δύο κομμάτια στόκος;»
«Εν αρχή ην η πράξη», γράφει ο Γκαίτε και μπορεί να είναι πράγματι έτσι όταν αντιμετωπίζουμε ηθικά ή υπαρξιακά διλήμματα, αλλά όχι όταν φτάνουμε στις ρίζες της κίνησης και της αντίληψης. Εντούτοις και σ’ αυτή την περίπτωση ακόμα υπάρχει πάντα κάτι που ξεκινά από το μηδέν: ένα πρώτο βήμα (ή μία πρώτη λέξη όπως όταν η Helen Keller είπε «νερό»), μία πρώτη κίνηση, μία πρώτη αντίληψη, μία πρώτη ώθηση — ολοκληρωτική, απροσδόκητη, που εμφανίζεται «σαν κομήτης» εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα ή τίποτα που να είχε σημασία.
«Εν αρχή ην η ώθηση». Όχι μία πράξη, όχι ένα αντανακλαστικό, αλλά μία «ώθηση » που είναι ταυτόχρονα πιο εμφανής και πιο μυστηριώδης και από τα δύο… Δεν μπορούσαμε να πούμε στη Μανταλένα: «Κάν’ το!» αλλά μπορούσαμε να ελπίσουμε στην ύπαρξη μιας παρόρμησης· θα μπορούσαμε να ελπίσουμε σ’ αυτή, να την επιδιώξουμε, θα μπορούσαμε ακόμα και να την προκαλέσουμε Σκέφτηκα το μωρό, καθώς προσπαθεί να φτάσει το στήθος της μητέρας του. «Πού και πού να αφήνετε το φαΐ της, δήθεν κατά λάθος, λίγο έξω από το πεδίο όπου μπορεί να φτάσει», πρότεινα στις νοσοκόμες.
«Μην την αφήσετε να πεινάσει, μην την πειράζετε, αλλά δείξτε λιγότερη από τη συνηθισμένη σας προθυμία όταν την ταΐζετε».
Και μία μέρα συνέβη αυτό που ποτέ δεν είχε συμβεί προηγουμένως: ανυπόμονη, πεινασμένη, αντί να περιμένει παθητικά και υπομονετικά, άπλωσε το χέρι της και ψηλαφητά βρήκε ένα μπέιγκελ* και το έφερε στο στόμα της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τα χέρια της, η πρώτη χειρωνακτική της πράξη μέσα σε εξήντα χρόνια, η πράξη που σηματοδότησε τη γέννηση της σαν «κινητικό άτομο» (ο όρος του Sherrington που καθορίζει το άτομο που κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από τις πράξεις του).
Σηματοδοτούσε ακόμα την πρώτη φορά που αντιλαμβανόταν κάτι με τα χέρια της και τη γέννηση της έτσι σαν «αντιληπτικό άτομο». Η πρώτη της αντίληψη, η πρώτη της αναγνώριση, ήταν αυτή ενός μπέιγκελ, ήταν η ανακάλυψη της έννοιας του μπέιγκελ, η «μπεϊγκελικότητα» — όπως η πρώτη αναγνώριση της Helen Keller, η πρώτη λέξη που πρόφερε ήταν η λέξη «νερό» (η «υδατότητα»).
Μετά από αυτή την πρώτη πράξη, αυτή την πρώτη αντίληψη, η πρόοδος υπήρξε εξαιρετικά γρήγορη. Όπως άπλωσε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ένα μπέιγκελ, έτσι τώρα άπλωνε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ολόκληρο τον κόσμο. Η πράξη του φαγητού τής έδειξε το δρόμο της αίσθησης, της εξερεύνησης των διαφόρων τροφών, δοχείων, εργαλείων κλπ. Καθώς η Μανταλένα υπήρξε τυφλή και «χωρίς χέρια» από τη γέννηση της, της έλειπαν οι απλούστερες εσωτερικές εικόνες (ενώ, τουλάχιστον, η Helen Keller διέθετε οπτικές εικόνες) και έτσι ήταν υποχρεωμένη, για να «αναγνωρίσει», να ακολουθεί κάποιο περίεργο, έμμεσο τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων και εικασίας. Αν δε διέθετε μια εξαιρετική εξυπνάδα και καλλιέργεια, με μία πληθωρική φαντασία που υποστηριζόταν, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, από τις εικόνες των άλλων, εικόνες που της μετέφερε η γλώσσα, υποστηριζόταν από το λόγο, θα είχε παραμείνει τόσο εξαρτημένη και ανήμπορη, όσο και ένα μωρό.
Αναγνώριζε το μπέιγκελ σαν ένα στρογγυλό κέικ με μία τρύπα στη μέση· ένα πιρούνι σαν ένα μακρύ, επίπεδο αντικείμενο με πολλά μυτερά δόντια. Σιγά σιγά, όμως, αυτή η προκαταρκτική ανάλυση άφησε τη θέση της σε μία άμεση διαίσθηση και η ταυτότητα των αντικειμένων αναγνωριζόταν αμέσως και ο χαρακτήρας και η «φυσιογνωμία» τους έγιναν οικεία, ήταν άμεσα αναγνωρίσιμα από τη μοναδικότητα τους, σαν «παλιοί φίλοι». Η ανάπτυξη αυτού του είδους αναγνώρισης, όχι αναλυτικής αλλά συνθετικής και άμεσης, συμπορευόταν με μία δυνατή ευχαρίστηση και την όλο και πιο έντονη αίσθηση ότι ανακάλυπτε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, μυστήριο και ομορφιά.
Μαγευόταν από τα πιο κοινά αντικείμενα — τα αντικείμενα τη μάγευαν, την ερέθιζαν και της γεννούσαν μία επιθυμία να τα αναπαράγει. Ζήτησε πηλό και άρχισε να φτιάχνει μοντέλα: το πρώτο της μοντέλο, το πρώτο της γλυπτό, ήταν ένα κόκαλο για τα παπούτσια και ακόμα κι αυτό το απλό αντικείμενο ήταν κατά κάποιο τρόπο διαποτισμένο από μία ιδιόμορφη δύναμη και ένα χιούμορ, με ρέουσες, δυνατές, χοντρές καμπύλες που θύμιζαν τον πρώιμο Χένρυ Μουρ.
Ύστερα —και αυτό συνέβη μέσα στο μήνα κιόλας που ακολούθησε τις πρώτες της αναγνωρίσεις— η προσοχή της, η εκτίμηση της, πέρασε από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω υπήρχαν όρια στο ενδιαφέρον και στις εκφραστικές δυνατότητες των αντικειμένων, ακόμα και αν ήταν μεταμορφωμένα από ένα είδος αθώας, άδολης και συχνά κωμικής ιδιοφυίας. Είχε ανάγκη τώρα να εξερευνήσει το ανθρώπινο πρόσωπο και την ανθρώπινη μορφή, όταν ήταν ήρεμη και όταν βρισκόταν σε κίνηση.
Το να σε «ψηλαφίσει» η Μανταλένα ήταν μία ασυνήθιστη εμπειρία. Τα χέρια της, που ελάχιστο καιρό πριν ήταν αδρανή, πλαδαρά, τώρα έμοιαζαν φορτισμένα από μία υπερφυσική ζωντάνια και ευαισθησία. Δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι σε αναγνώριζε, σε έψαχνε λεπτομερειακά, με έναν τρόπο πιο έντονο και διερευνητικό από οποιαδήποτε οπτική εξονυχιστική έρευνα, αλλά σε «γευόταν» και σε αξιολογούσε αισθητικά με το μυαλό του και τη φαντασία του ένας γεννημένος καλλιτέχνης που μόλις είχε γεννηθεί. Ένιωθε κανείς ότι δεν ήταν απλώς τα χέρια μιας τυφλής γυναίκας που εξερευνούσε αλλά ενός τυφλού καλλιτέχνη, ενός στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος που μόλις είχε ανοιχτεί στην πλήρη αισθησιακή και πνευματική πραγματικότητα του κόσμου. Αυτές οι εξερευνήσεις της ήταν οι ίδιες μία εξωτερική πραγματικότητα που την ωθούσε προς την πράξη της αναπαράστασης και της αναπαραγωγής.
Άρχισε να πλάθει κεφάλια και ανθρώπινες μορφές, και μέσα σ’ ένα χρόνο ήταν μια ντόπια διασημότητα γνωστή σαν η Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Τα γλυπτά της ήταν συνήθως στο μισό ή στα τρία τέταρτα του φυσικού μεγέθους και αναπαριστούσαν απλές αλλά αναγνωρίσιμες μορφές με μία ασυνήθιστη εκφραστικότητα. Για μένα, γι’ αυτή την ίδια, για όλους μας, ήταν μία βαθιά συγκινητική, μία εκπληκτική, μία σχεδόν θαυματουργή εμπειρία. Ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί ότι οι στοιχειώδεις δυνατότητες της αντίληψης, που είχαν αποτύχει να αποκτηθούν φυσιολογικά στους πρώτους μήνες της ζωής κάποιου, θα μπορούσαν να αποκτηθούν στο εξηκοστό έτος της ζωής του;
Ποιοι θαυμαστοί ορίζοντες όψιμης μάθησης, ποιες δυνατότητες μάθησης για τους ανάπηρους δε μας αποκαλύπτονται από το γεγονός αυτό! Και ποιος θα μπορούσε να ονειρευτεί ότι σ’ αυτή την τυφλή, παράλυτη γυναίκα, χωμένη στο καταφύγιο της, αδρανοποιημένη, υπερπροστατευμένη σ’ όλη της τη ζωή, υπήρχε ο σπόρος μιας εκπληκτικής καλλιτεχνικής ευαισθησίας (ανυποψίαστης γι’ αυτή, όσο και για τους άλλους) που θα φύτρωνε και θα άνθιζε σε μία σπάνια και όμορφη πραγματικότητα, αφού είχε παραμείνει κοιμισμένη, μαραμένη για εξήντα χρόνια;
* Μπέιγκελ: είδος στρογγυλού κέικ· γλυκό εβραϊκής προέλευσης. (Σ.τ.Μ.)
Από το βιβλίο του Oliver Sacks “O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο”
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι συμψηφισμοί εισφορών μειώνουν το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Μανθάτης έγινε για λίγο...Ροναλντίνιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ