2017-09-26 17:17:17
Ήταν η πιο αδιάφορη και ταυτόχρονα η πιο σημαντική εκλογική αναμέτρηση. Αυτό που όλοι περίμεναν και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει, συνέβη με τον πιο θεαματικό τρόπο... Η ξενοφοβική Εναλλακτική για τη Γερμανία όχι μόνο μπήκε στο Bundestag, αλλά είναι τρίτο κόμμα με ποσοστό κοντά στο 13%.
Και ηττημένοι είναι όχι μόνο οι Σοσιαλδημοκράτες που έπεσαν στο ιστορικό χαμηλό τους (κοντά στο 20%). Αλλά και οι Χριστιανοδημοκράτες: Επίσης σημείωσαν τη χειρότερη επίδοση από κάθε άλλη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έχασαν περισσότερο από την SPD σε ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι Χριστιανοκοινωνιστές (το δεύτερο κόμμα του συνασπισμού κομμάτων υπό την Άνγκελα Μέρκελ) υπέστησαν σοκ με το χαμηλότερο ποσοστό τους στη Βαυαρία από το 1949.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων κατέστησε πραγματικό πρωταγωνιστή της χθεσινής βραδιάς την Εναλλακτική για τη Γερμανία και όχι την επανεκλεγείσα για τρίτη φορά καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Ουκ ολίγοι Γερμανοί πολίτες είναι σοκαρισμένοι με το αποτέλεσμα, όπως φάνηκε και από τις διαδηλώσεις στην Alexanderplatz, στην καρδιά του πάλαι πότε ανατολικού Βερολίνου, κατά της Εναλλακτικής για τη Γερμανία που είχε μετεκλογική συγκέντρωση. Αλλά είναι γεγονός ότι η ατζέντα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία ή η ίδια η προκλητική ύπαρξη της προσελκύει ένα όχι και ευκαταφρόνητο ποσοστό Γερμανών πολιτών. Το ζήτημα δεν είναι μάλιστα τόσο το 13%, αλλά ότι αυτό συμβαίνει σε μία χώρα, η οποία γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλη τι σημαίνει ναζισμός και στην οποία η πλειοψηφία του λαού έχει βαθιά αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά συναισθήματα.
Δεν είναι βέβαια μόνο η Γερμανία. Τα νεοναζιστικά, ακροδεξιά, ρατσιστικά κόμματα αρχίζουν και μπαίνουν σε κοινοβούλια και ενίοτε διεκδικούν και πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, της Ελλάδας δυστυχώς μη εξαιρουμένης. Και δυστυχώς οι κυρίαρχες (ακόμη) ή παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις μοιάζουν να αδυνατούν να διαβάσουν τα αίτια, ίσως γιατί οφείλονται και στην πολιτική τους, κι έτσι περιορίζονται σε ευχολόγια καταδίκης της κακιάς ακροδεξιάς.
Έχει σημασία τι δηλώνουν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Εναλλακτικής για τη Γερμανία σε έρευνες. Το 60% δηλώνει ότι επέλεξε το κόμμα που ψήφισε με βάση ένα συναίσθημα: Την απογοήτευση. Το 89% θεωρεί ότι η πολιτική Μέρκελ στο προσφυγικό ήταν λάθος. Το 86% λέει πως 12 χρόνια Μέρκελ ήταν αρκετά. Και το 74% διαμαρτύρεται πως η CDU έπαψε να είναι τόσο συντηρητική όσο θα έπρεπε.
Πίσω από αυτές τις δηλώσεις και παραδοχές κρύβονται ορισμένα βαθύτερα αίτια: Πράγματι η Εναλλακτική για τη Γερμανία βρήκε πάτημα στην “πρόσκληση” της Μέρκελ, που άνοιξε τα σύνορα για πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Όμως η ξενοφοβική ρητορική δεν έχει τόσο πρόσφορο έδαφος όταν δεν υπάρχουν και άλλα, οικονομικής φύσεως προβλήματα. Πράγματι η Γερμανία έχει τη μικρότερη ανεργία παρά ποτέ. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι με την πολιτική, που η Μέρκελ κληροδότησε από την SPD και υλοποιεί τα τελευταία χρόνια, δεν έχει μεγαλώσει η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στη Γερμανία, ότι δεν έχει γίνει μία αναδιανομή πλούτου προς τα πάνω, ότι δεν έχει αυξηθεί η μερική απασχόληση και ότι οι άνθρωποι περνάνε τόσο καλά όσο οι δείκτες.
Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι το προσφυγικό στην αρχή της προεκλογικής περιόδου δεν απασχολούσε σε σημαντικό βαθμό τη γερμανική κοινή γνώμη, που ανησυχούσε πολύ περισσότερο για το μέλλον της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και άρα των θέσεων εργασίας. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία κατάφερε να το βάλει στην ατζέντα, εκμεταλλευόμενη το ότι η συντηρητική κοινή γνώμη δεν ενθουσιάστηκε με την υποδοχή ενός εκατομμυρίου ανθρώπων χωρίς εκ των προτέρων προγραμματισμό- και ο προγραμματισμός είναι έννοια ιερή για τους Γερμανούς.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία -όχι τυχαία, σε αντίστοιχο μήκος κύματος με τον Τραμπ- χρησιμοποίησε επίσης λόγο κατά της πολιτικής ορθότητας και βασίστηκε κυρίως στο διαδίκτυο και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το facebook και το twitter.
Φρόντισε επίσης να παριστάνει κάθε τόσο το θύμα, υποστηρίζοντας ότι δεχόταν επιθέσεις και άδικη μεταχείριση από τα μίντια και το πολιτικό κατεστημένο, για να ενδυθεί ένα μανδύα αντισυστημικότητας. Και ενώ διαμαρτυρόταν για την πολιτική ορθότητα, φρόντιζε να προκαλεί με τη Φράουκε Πέτρυ να ζητά να επιτραπεί η χρήση όπλων κατά προσφύγων στα σύνορα και τον Μπγιόρν Χέκε να χαρακτηρίζει το μνημείο του Ολοκαυτώματος “μνημείο της ντροπής”, ενώ ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ έφτασε στο σημείο να υπερασπίζεται τον ηρωισμό των Γερμανών στρατιωτικών κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προκλήσεις όμως έρχονταν σε προσεκτικά επιλεγμένο χρόνο, με στόχο να κρατάνε το κόμμα πάντα στην επικαιρότητα.
Προβληματισμό όμως πρέπει να προκαλέσει και η άνοδος της ακροδεξιάς στην πρώην ανατολική Γερμανία. Έγιναν όλοι οι πρώην κομμουνιστές ακροδεξιοί; Προφανώς όχι. Το ζήτημα είναι πως η πρώην ανατολική Γερμανία παραμένει φτωχότερη από την πλούσια δύση και τον πλούσιο γερμανικό νότο.
Η σοσιαλδημοκρατία και η αριστερά στη Γερμανία δεν κατάφεραν να δώσουν απαντήσεις γιατί δεν παρουσίασαν μία συνολική εναλλακτική, εστιάζοντας (βασίμως βέβαια) στο κομμάτι του κοινωνικού κράτους και της προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων. Όμως η SPD τουλάχιστον δεν άφησε ποτέ εντελώς πίσω της την ατζέντα Σρέντερ και δεν κατάφερε να βρει επαφή με την ολοένα αυξανόμενη τάξη των Γερμανών που απασχολούνται σε υπηρεσίες αντί στην βιομηχανία.
Τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα που ζούσαν εδώ και χρόνια τη δική τους ΤΙΝΑ, εισέπραξαν την αδιαφορία κρίσιμων μαζών ψηφοφόρων, ενώ η Εναλλακτική για τη Γερμανία κατάφερε να κινητοποιήσει ένα μικρότερο, αλλά συμπαγές κοινό.
Με το άκουσμα των exit poll, τα στελέχη της Εναλλακτικής άρχισαν να αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους. Ο ένας εκ των δύο συμπροέδρων, Αλεξάντερ Γκάουλαντ, στις δηλώσεις του απείλησε “θα τους κυνηγήσουμε... θα κυνηγήσουμε την κυρία Μέρκελ και όποιον άλλον και θα πάρουμε πίσω τη χώρα μας”.
Όπως και με τη ρητορική του Τραμπ, με τον οποίο η Εναλλακτική για τη Γερμανία συγγενεύει ιδεολογικά και έχει γέφυρες, αυτή η υπόσχεση είναι παντελώς κενή περιεχομένου. Το “θα πάρουμε πίσω τη Γερμανία” όπως το “θα κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά” δεν είναι παρά ένα ρητορικό σχήμα, που απευθύνεται σε ένα συναίσθημα βουβής απογοήτευσης και οργής, χωρίς όμως να προτείνει καμία συγκεκριμένη, πρακτική και εφαρμόσιμη λύση, παρά μόνον έναν εύκολα αναγνωρίσιμο “εχθρό” και αποδιοπομπιαίο τράγο. Μέχρι να στραφεί -όπως κάθε φορά συμβαίνει- και εναντίον των ιδίων των φτωχών που την ψήφισαν.
Αποστολή στο Βερολίνο: Βίκυ Σαμαρά
Πηγή
Tromaktiko
Και ηττημένοι είναι όχι μόνο οι Σοσιαλδημοκράτες που έπεσαν στο ιστορικό χαμηλό τους (κοντά στο 20%). Αλλά και οι Χριστιανοδημοκράτες: Επίσης σημείωσαν τη χειρότερη επίδοση από κάθε άλλη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έχασαν περισσότερο από την SPD σε ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι Χριστιανοκοινωνιστές (το δεύτερο κόμμα του συνασπισμού κομμάτων υπό την Άνγκελα Μέρκελ) υπέστησαν σοκ με το χαμηλότερο ποσοστό τους στη Βαυαρία από το 1949.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων κατέστησε πραγματικό πρωταγωνιστή της χθεσινής βραδιάς την Εναλλακτική για τη Γερμανία και όχι την επανεκλεγείσα για τρίτη φορά καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Ουκ ολίγοι Γερμανοί πολίτες είναι σοκαρισμένοι με το αποτέλεσμα, όπως φάνηκε και από τις διαδηλώσεις στην Alexanderplatz, στην καρδιά του πάλαι πότε ανατολικού Βερολίνου, κατά της Εναλλακτικής για τη Γερμανία που είχε μετεκλογική συγκέντρωση. Αλλά είναι γεγονός ότι η ατζέντα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία ή η ίδια η προκλητική ύπαρξη της προσελκύει ένα όχι και ευκαταφρόνητο ποσοστό Γερμανών πολιτών. Το ζήτημα δεν είναι μάλιστα τόσο το 13%, αλλά ότι αυτό συμβαίνει σε μία χώρα, η οποία γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλη τι σημαίνει ναζισμός και στην οποία η πλειοψηφία του λαού έχει βαθιά αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά συναισθήματα.
Δεν είναι βέβαια μόνο η Γερμανία. Τα νεοναζιστικά, ακροδεξιά, ρατσιστικά κόμματα αρχίζουν και μπαίνουν σε κοινοβούλια και ενίοτε διεκδικούν και πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, της Ελλάδας δυστυχώς μη εξαιρουμένης. Και δυστυχώς οι κυρίαρχες (ακόμη) ή παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις μοιάζουν να αδυνατούν να διαβάσουν τα αίτια, ίσως γιατί οφείλονται και στην πολιτική τους, κι έτσι περιορίζονται σε ευχολόγια καταδίκης της κακιάς ακροδεξιάς.
Έχει σημασία τι δηλώνουν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Εναλλακτικής για τη Γερμανία σε έρευνες. Το 60% δηλώνει ότι επέλεξε το κόμμα που ψήφισε με βάση ένα συναίσθημα: Την απογοήτευση. Το 89% θεωρεί ότι η πολιτική Μέρκελ στο προσφυγικό ήταν λάθος. Το 86% λέει πως 12 χρόνια Μέρκελ ήταν αρκετά. Και το 74% διαμαρτύρεται πως η CDU έπαψε να είναι τόσο συντηρητική όσο θα έπρεπε.
Πίσω από αυτές τις δηλώσεις και παραδοχές κρύβονται ορισμένα βαθύτερα αίτια: Πράγματι η Εναλλακτική για τη Γερμανία βρήκε πάτημα στην “πρόσκληση” της Μέρκελ, που άνοιξε τα σύνορα για πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Όμως η ξενοφοβική ρητορική δεν έχει τόσο πρόσφορο έδαφος όταν δεν υπάρχουν και άλλα, οικονομικής φύσεως προβλήματα. Πράγματι η Γερμανία έχει τη μικρότερη ανεργία παρά ποτέ. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι με την πολιτική, που η Μέρκελ κληροδότησε από την SPD και υλοποιεί τα τελευταία χρόνια, δεν έχει μεγαλώσει η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στη Γερμανία, ότι δεν έχει γίνει μία αναδιανομή πλούτου προς τα πάνω, ότι δεν έχει αυξηθεί η μερική απασχόληση και ότι οι άνθρωποι περνάνε τόσο καλά όσο οι δείκτες.
Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι το προσφυγικό στην αρχή της προεκλογικής περιόδου δεν απασχολούσε σε σημαντικό βαθμό τη γερμανική κοινή γνώμη, που ανησυχούσε πολύ περισσότερο για το μέλλον της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και άρα των θέσεων εργασίας. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία κατάφερε να το βάλει στην ατζέντα, εκμεταλλευόμενη το ότι η συντηρητική κοινή γνώμη δεν ενθουσιάστηκε με την υποδοχή ενός εκατομμυρίου ανθρώπων χωρίς εκ των προτέρων προγραμματισμό- και ο προγραμματισμός είναι έννοια ιερή για τους Γερμανούς.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία -όχι τυχαία, σε αντίστοιχο μήκος κύματος με τον Τραμπ- χρησιμοποίησε επίσης λόγο κατά της πολιτικής ορθότητας και βασίστηκε κυρίως στο διαδίκτυο και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το facebook και το twitter.
Φρόντισε επίσης να παριστάνει κάθε τόσο το θύμα, υποστηρίζοντας ότι δεχόταν επιθέσεις και άδικη μεταχείριση από τα μίντια και το πολιτικό κατεστημένο, για να ενδυθεί ένα μανδύα αντισυστημικότητας. Και ενώ διαμαρτυρόταν για την πολιτική ορθότητα, φρόντιζε να προκαλεί με τη Φράουκε Πέτρυ να ζητά να επιτραπεί η χρήση όπλων κατά προσφύγων στα σύνορα και τον Μπγιόρν Χέκε να χαρακτηρίζει το μνημείο του Ολοκαυτώματος “μνημείο της ντροπής”, ενώ ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ έφτασε στο σημείο να υπερασπίζεται τον ηρωισμό των Γερμανών στρατιωτικών κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προκλήσεις όμως έρχονταν σε προσεκτικά επιλεγμένο χρόνο, με στόχο να κρατάνε το κόμμα πάντα στην επικαιρότητα.
Προβληματισμό όμως πρέπει να προκαλέσει και η άνοδος της ακροδεξιάς στην πρώην ανατολική Γερμανία. Έγιναν όλοι οι πρώην κομμουνιστές ακροδεξιοί; Προφανώς όχι. Το ζήτημα είναι πως η πρώην ανατολική Γερμανία παραμένει φτωχότερη από την πλούσια δύση και τον πλούσιο γερμανικό νότο.
Η σοσιαλδημοκρατία και η αριστερά στη Γερμανία δεν κατάφεραν να δώσουν απαντήσεις γιατί δεν παρουσίασαν μία συνολική εναλλακτική, εστιάζοντας (βασίμως βέβαια) στο κομμάτι του κοινωνικού κράτους και της προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων. Όμως η SPD τουλάχιστον δεν άφησε ποτέ εντελώς πίσω της την ατζέντα Σρέντερ και δεν κατάφερε να βρει επαφή με την ολοένα αυξανόμενη τάξη των Γερμανών που απασχολούνται σε υπηρεσίες αντί στην βιομηχανία.
Τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα που ζούσαν εδώ και χρόνια τη δική τους ΤΙΝΑ, εισέπραξαν την αδιαφορία κρίσιμων μαζών ψηφοφόρων, ενώ η Εναλλακτική για τη Γερμανία κατάφερε να κινητοποιήσει ένα μικρότερο, αλλά συμπαγές κοινό.
Με το άκουσμα των exit poll, τα στελέχη της Εναλλακτικής άρχισαν να αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους. Ο ένας εκ των δύο συμπροέδρων, Αλεξάντερ Γκάουλαντ, στις δηλώσεις του απείλησε “θα τους κυνηγήσουμε... θα κυνηγήσουμε την κυρία Μέρκελ και όποιον άλλον και θα πάρουμε πίσω τη χώρα μας”.
Όπως και με τη ρητορική του Τραμπ, με τον οποίο η Εναλλακτική για τη Γερμανία συγγενεύει ιδεολογικά και έχει γέφυρες, αυτή η υπόσχεση είναι παντελώς κενή περιεχομένου. Το “θα πάρουμε πίσω τη Γερμανία” όπως το “θα κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά” δεν είναι παρά ένα ρητορικό σχήμα, που απευθύνεται σε ένα συναίσθημα βουβής απογοήτευσης και οργής, χωρίς όμως να προτείνει καμία συγκεκριμένη, πρακτική και εφαρμόσιμη λύση, παρά μόνον έναν εύκολα αναγνωρίσιμο “εχθρό” και αποδιοπομπιαίο τράγο. Μέχρι να στραφεί -όπως κάθε φορά συμβαίνει- και εναντίον των ιδίων των φτωχών που την ψήφισαν.
Αποστολή στο Βερολίνο: Βίκυ Σαμαρά
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ