2017-09-30 17:22:14
Σαν ένα αστικό όστρακο της Κυψέλης, η οικία Ζαρίφη, γωνία Επτανήσου και Ανδρου, υποδέχεται κόσμο. Σε υποβάλλει σε σιωπή, όπως σιωπηλός είναι και ο κώδικας αυτού του σπιτιού, χτισμένου το 1924 από τους πρώτους ιδιοκτήτες του που έκαναν εμπόριο τσαγιού και ζάχαρης στην Κεϋλάνη. Δυο βήματα από την πλατεία του Αγίου Γεωργίου, δίπλα ακριβώς στην ερειπωμένη πρώτη στέγη του Αμερικανικού Κολλεγίου, στην Ανδρου 18, απέναντι από ένα μοντερνιστικό γκαράζ του 1948, στην Επτανήσου, το σπίτι αυτό φέρνει τη γειτονιά μέσα μαζί με τις σκιές της. «Αναζητούσα ένα χώρο στην Κυψέλη που να μπορεί να φιλοξενήσει ένα διάλογο με την πόλη», λέει ο Κώστας Πράπογλου, που συνέλαβε την ιδέα και επιμελήθηκε την έκθεση «[α]γνωστοι προορισμοί», ανοικτή ώς τις 6 Οκτωβρίου στο σπίτι της οδού Επτανήσου 9.
Επειτα από πολυετή διαμονή στο Λονδίνο, ο Κώστας Πράπογλου επέστρεψε στην Αθήνα και ζει στην Κυψέλη. Αναζητούσε ένα χώρο στον οποίον θα μπορούσε να ξεδιπλώσει την ιδέα του για μία ομαδική έκθεση που θα διαχειριζόταν τις ιδέες της μνήμης και της ταυτότητας, της μετάβασης και της διαρκούς ροής
. «Οταν βρήκα αυτό το σπίτι, κλειστό από το 1978, ήταν γεμάτο από αφημένα έπιπλα, πολλά από τα οποία επανεντάξαμε στη διαμόρφωση του χώρου, αφού η ιδέα της επανάχρησης είναι κεντρική στην έκθεση». Η οικία Ζαρίφη, με νέο ιδιοκτήτη εδώ και πολλά χρόνια, που παραχώρησε τον κενό όροφο για την εικαστική έκθεση, στεγάζει αυτήν την περίοδο μία από τις πιο δυνατές και σύνθετες εικαστικές αφηγήσεις της πόλης. Το ίδιο το σπίτι, με φυσικό φωτισμό σχεδόν αποκλειστικά, με ένα διάχυτο chiaroscuro στα πολλά δωμάτια που το ένα οδηγεί στο άλλο, σε σκοτεινές κουζίνες και φωτεινές κάμαρες, σε εξώστες και σε χώρους υποδοχής, με μία χωνεμένη υγρασία που εκλύεται σαν βουβή δύναμη, επιφυλάσσει στον επισκέπτη μια ισχυρή εμπειρία, σχεδόν ψυχοσωματική.
Ανεβαίνοντας τις σκάλες, και λίγο πριν από την είσοδο στο διαμέρισμα, το βλέμμα μαγνητίζει το επιτοίχιο έργο της Ρένας Παπασπύρου «Οδός Φραντζή 3 - Εικόνες στην ύλη» (2008). Είναι ένα μεγάλο θραύσμα αστικής αρχαιολογίας, σαν ματωμένο σφάγιο με κόκκινο της Πομπηίας. Μέσα στο σπίτι, οι ανοικτές μπαλκονόπορτες επιτρέπουν στο φως να οργανώσει τη θερμοκρασία της εμπειρίας. Ο Κώστας Πράπογλου απηύθυνε πρόσκληση σε καλλιτέχνες, που πίστευε ότι μπορούσαν να ανταποκριθούν όχι μόνο στο θέμα της έκθεσης αλλά και στις εύθραυστες ισορροπίες που γεννούσε η συγκεκριμένη γεωμετρία «σπίτι-τέχνη-μνήμη-πόλη». Η μεγάλη κοινωνική συνθήκη και το ρυάκι της μικροϊστορίας.
Στο μεγάλο σαλόνι κυριαρχεί ένα τραπέζι (από τα έπιπλα που υπήρχαν) πάνω στο οποίο συγκλίνουν ροές από πορσελάνινες φιγούρες, 120 αγαλματίδια παιδιών. Είναι το «Προσφυγάκι» (2017) της Αικατερίνης Γεγησιάν, με κομμάτια από την προσωπική της συλλογή. Στον τοίχο, το έργο του Ανδρέα Σάββα «Ας σκαρφαλώσουμε» (2001) με 2.500 κέρματα των 100 δραχμών, σε κυλίνδρους, κενών πλέον αξίας, και ακριβώς απέναντι το πιο κρυπτικό έργο του Δημήτρη Σκουρογιάννη με τούλι και μουσελίνα μπροστά από μια θαμπή μάζα επίπλων. Το παιχνίδι τού μέσα και του έξω συνεχίζεται θεαματικά στην «Περσεφόνη» της Ελένης Λύρα, μια σπουδή στο φως και το σκότος, με ανάπτυγμα ανάμεσα σε πτυχώσεις υφασμάτων, κορνίζες-μνήμες Βερμέερ και κενά σωμάτων ενδύματα. Το δωμάτιο με τα λούτρινα παιχνίδια της Μπέττυς Ζέρβα είναι ένα γλυπτικό τοπίο μνήμης και οι επεξεργασμένες με οξέα φωτογραφίες του Απόλλωνα Γλύκα αναδύονται σαν ανάγλυφα σχόλια στον επαναπροσδιορισμό του χρόνου.
Στην κουζίνα, όπου ήταν η υπηρεσία, αφηγήσεις από ψυχοκόρες ακούγονται σε ένα χώρο φωτισμένο με black light. Είναι η εγκατάσταση της Μαρίας Ανδρομάχης Χατζηνικολάου «Εδώ είναι το σπίτι σου τώρα» και στο πάνω δώμα, η νοσταλγική εγκατάσταση της Δέσποινας Μεϊμάρογλου «Ο χρόνος ανάμεσα» φέρνει τις μνήμες από πάρτι του ’50 και του ’60 στην Αλεξάνδρεια, πρόσωπα και οικογενειακά λευκώματα, αποσκευές και μεγεθυμένο στιγμιότυπο παγωμένης νιότης. Στην ταράτσα, ο βραχόκηπος έχει γίνει από τον Κώστα Πράπογλου ένας «έγκλειστος κήπος», ένας χώρος ανοικτός στο φως σε διαρκή συνομιλία ίσως με κάτι νέο που πάει να γεννηθεί.
Πηγή Tromaktiko
Επειτα από πολυετή διαμονή στο Λονδίνο, ο Κώστας Πράπογλου επέστρεψε στην Αθήνα και ζει στην Κυψέλη. Αναζητούσε ένα χώρο στον οποίον θα μπορούσε να ξεδιπλώσει την ιδέα του για μία ομαδική έκθεση που θα διαχειριζόταν τις ιδέες της μνήμης και της ταυτότητας, της μετάβασης και της διαρκούς ροής
Ανεβαίνοντας τις σκάλες, και λίγο πριν από την είσοδο στο διαμέρισμα, το βλέμμα μαγνητίζει το επιτοίχιο έργο της Ρένας Παπασπύρου «Οδός Φραντζή 3 - Εικόνες στην ύλη» (2008). Είναι ένα μεγάλο θραύσμα αστικής αρχαιολογίας, σαν ματωμένο σφάγιο με κόκκινο της Πομπηίας. Μέσα στο σπίτι, οι ανοικτές μπαλκονόπορτες επιτρέπουν στο φως να οργανώσει τη θερμοκρασία της εμπειρίας. Ο Κώστας Πράπογλου απηύθυνε πρόσκληση σε καλλιτέχνες, που πίστευε ότι μπορούσαν να ανταποκριθούν όχι μόνο στο θέμα της έκθεσης αλλά και στις εύθραυστες ισορροπίες που γεννούσε η συγκεκριμένη γεωμετρία «σπίτι-τέχνη-μνήμη-πόλη». Η μεγάλη κοινωνική συνθήκη και το ρυάκι της μικροϊστορίας.
Στο μεγάλο σαλόνι κυριαρχεί ένα τραπέζι (από τα έπιπλα που υπήρχαν) πάνω στο οποίο συγκλίνουν ροές από πορσελάνινες φιγούρες, 120 αγαλματίδια παιδιών. Είναι το «Προσφυγάκι» (2017) της Αικατερίνης Γεγησιάν, με κομμάτια από την προσωπική της συλλογή. Στον τοίχο, το έργο του Ανδρέα Σάββα «Ας σκαρφαλώσουμε» (2001) με 2.500 κέρματα των 100 δραχμών, σε κυλίνδρους, κενών πλέον αξίας, και ακριβώς απέναντι το πιο κρυπτικό έργο του Δημήτρη Σκουρογιάννη με τούλι και μουσελίνα μπροστά από μια θαμπή μάζα επίπλων. Το παιχνίδι τού μέσα και του έξω συνεχίζεται θεαματικά στην «Περσεφόνη» της Ελένης Λύρα, μια σπουδή στο φως και το σκότος, με ανάπτυγμα ανάμεσα σε πτυχώσεις υφασμάτων, κορνίζες-μνήμες Βερμέερ και κενά σωμάτων ενδύματα. Το δωμάτιο με τα λούτρινα παιχνίδια της Μπέττυς Ζέρβα είναι ένα γλυπτικό τοπίο μνήμης και οι επεξεργασμένες με οξέα φωτογραφίες του Απόλλωνα Γλύκα αναδύονται σαν ανάγλυφα σχόλια στον επαναπροσδιορισμό του χρόνου.
Στην κουζίνα, όπου ήταν η υπηρεσία, αφηγήσεις από ψυχοκόρες ακούγονται σε ένα χώρο φωτισμένο με black light. Είναι η εγκατάσταση της Μαρίας Ανδρομάχης Χατζηνικολάου «Εδώ είναι το σπίτι σου τώρα» και στο πάνω δώμα, η νοσταλγική εγκατάσταση της Δέσποινας Μεϊμάρογλου «Ο χρόνος ανάμεσα» φέρνει τις μνήμες από πάρτι του ’50 και του ’60 στην Αλεξάνδρεια, πρόσωπα και οικογενειακά λευκώματα, αποσκευές και μεγεθυμένο στιγμιότυπο παγωμένης νιότης. Στην ταράτσα, ο βραχόκηπος έχει γίνει από τον Κώστα Πράπογλου ένας «έγκλειστος κήπος», ένας χώρος ανοικτός στο φως σε διαρκή συνομιλία ίσως με κάτι νέο που πάει να γεννηθεί.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Χωρισμός "βόμβα" στη σόουμπιζ! Δεν είναι πλέον μαζί οι… [photo]
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ