2017-10-04 20:17:15
Προ ημερών, όταν κυκλοφόρησε η ετήσια έκθεση του World Εconomic Forum για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, oι τίτλοι επικεντρώθηκαν για μία ακόμη φορά στην εξαιρετικά χαμηλή θέση που λαμβάνει η χώρα μας. Μόλις την 87η μεταξύ 137 κρατών -και σε ιλιγγιώδη απόσταση από οιοδήποτε άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αλήθεια είναι πως και οι ίδιοι οι συντάκτες της μελέτης αντιλαμβάνονται πως πρέπει να αλλάξουν τη μεθοδολογία που ακολουθούν (και προτίθενται να το κάνουν πολύ σύντομα), καθώς είναι μάλλον παράταιρο να θεωρούμε ότι από πλευράς ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα είναι μαζί με την Αλγερία και το… Νεπάλ και αρκετά πιο κάτω (24 θέσεις!) από την… Μποτσουάνα.
Ίσως εν μέρει αυτό να οφείλεται και στο ότι αρκετά από τα στοιχεία που καθορίζουν τους συγκεκριμένους «πυλώνες» του δείκτη ανταγωνιστικότητας απαντώνται από επιχειρηματίες της κάθε χώρας, θέτοντας τη μεροληπτικότητα (και τα… απωθημένα) σε πρώτο πλάνο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, λίγη σημασία έχουν τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα του δείκτη. Διότι είναι ευκόλως διακριτό, αν μελετήσει κάποιος τα στοιχεία , ότι σε ορισμένους τομείς η Ελλάδα «πατώνει» σε συγκλονιστικό βαθμό! Κι αυτό προφανώς επηρεάζει σημαντικά τη συνολική της κατάταξη.
Εξαιρώντας το μακροοικονομικό περιβάλλον (δεδομένης της πολυετούς κρίσης, του χρέους κ.λπ.), αλλά και τον στενά συνδεδεμένο χρηματοοικονομικό τομέα, όπου οι βαθμολογίες είναι ίσως εύλογο να βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, προκύπτουν μια σειρά από τομείς που χρήζουν προσοχής, κυρίως από την πλευρά εκείνων που ασκούν πολιτική, δηλαδή της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης.
Ο πρώτος τομέας αφορά ξεκάθαρα τη φορολογία, όπου επί συνόλου 137 χωρών, η Ελλάδα λαμβάνει την ακόλουθη βαθμολογία:
Επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα επένδυσης Θέση 137
Επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα προς εργασία Θέση 136
Συνολική φορολογική/εργοδοτική επιβάρυνση ως ποσοστό των κερδών Θέση 111
Το συμπέρασμα εδώ είναι προφανές. Στη σημερινή Ελλάδα, η όλη μεθοδολογία φορολόγησης -και οι υψηλοί συντελεστές- κυριολεκτικά σαμποτάρουν όχι μόνο τα κίνητρα προς επένδυση αλλά και προς εργασία, εκμηδενίζοντας το εισόδημα κι ενισχύοντας τη φοροδιαφυγή και τη μαύρη εργασία.
Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ότι τα όσα συμβαίνουν στον χώρο της φορολογίας είναι για ένα διάστημα αναπόδραστα (κυρίως λόγω της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει, αντί εμμέσως να εντείνει τη φορο-εισφορο-διαφυγή μέρους του κοινωνικού συνόλου), υπάρχει μια σειρά άλλων τομέων στους οποίους η χώρα καταγράφει θλιβερές αποδόσεις, χωρίς καμία δικαιολογία.
Τομείς που δυστυχώς μακροχρόνια αφέθηκαν χωρίς απαραίτητες θεσμικές τομές, ακόμη και σε περιόδους που το κράτος είχε χρήμα και δαπανούσε:
Αποτελεσματικότητα των κρατικών δαπανών Θέση 132
Βάρος των κυβερνητικών ρυθμίσεων (regulation) Θέση 130
Αποτελεσματικότητα δικαστικής επίλυσης διαφορών Θέση 133
Αποτελεσματικότητα νομικού πλαισίου στην αμφισβήτηση ρυθμίσεων Θέση 114
Διαφάνεια κατά την προετοιμασία νομοθετικών ρυθμίσεων Θέση 122
Σημειώστε δε ότι αυτή η εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία, σε κομβικά σημεία της λειτουργίας ενός «ευνομούμενου» κράτους, προέκυψε ενώ βρισκόμαστε στον 7ο χρόνο από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου!
Που σημαίνει ότι σχεδόν τίποτε δεν έχει αλλάξει ακόμη και σε τομείς που έχουν καθαρά ποιοτικά/θεσμικά χαρακτηριστικά, χωρίς να εμπλέκουν σημαντικές πρόσθετες δαπάνες.
Οπότε μόνο έκπληξη δεν θα πρέπει να δημιουργήσει και το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στους πολιτικούς, «υποπυλώνας» του δείκτη στον οποίο η Ελλάδα βρίσκεται στην… 106η θέση!
Πέραν αυτού υπάρχει και μια άλλη σειρά από υποπυλώνες, στους οποίους η θέση της Ελλάδας θα έπρεπε να προκαλεί σφοδρή ανησυχία, καθώς σε μεγάλο βαθμό αφορούν άμεσα το αναπτυξιακό μας μέλλον κι έχουν έντονα κοινωνική διάσταση, σε μια χώρα που «γερνάει» πληθυσμιακά ολοένα και περισσότερο:
Ποιότητα του συστήματος ανώτερης εκπαίδευσης Θέση 106
Ικανότητα της χώρας να διατηρεί ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό Θέση 121
Δυνατότητα της χώρας να ελκύει «ταλέντα» από το εξωτερικό Θέση 133
Συνεργασία Πανεπιστημίων και αγοράς στο R&D Θέση 129
Προμήθεια προηγμένων τεχνολογικά προϊόντων από το κράτος Θέση 131
Επιχειρηματική επίπτωση των κανόνων αναφορικά με τις ξένες άμεσες επενδύσεις Θέση 115
Ξένες άμεσες επενδύσεις και μεταφορά τεχνολογίας Θέση 112
Εισαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ Θέση 102
Σε γενικές γραμμές, οι τάσεις αυτές προϋπήρχαν της κρίσης, με εξαίρεση το θέμα της φυγής ταλαντούχου δυναμικού στο εξωτερικό, που προέκυψε ως αποτέλεσμά της.
Τα στοιχεία της μελέτης όμως δεν παύουν να είναι απογοητευτικά καθώς αποτυπώνουν έως και «απέχθεια» για την καινοτομία και την τεχνολογία, σημαντικά εμπόδια στις ξένες άμεσες επενδύσεις που έχουμε απόλυτη ανάγκη, αλλά και ένα ακόμη κρίσιμο σημείο που η στήλη έχει πολλάκις επισημάνει.
Τη συνεχιζόμενη, σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από τις εισαγωγές. Μετά από χρόνια μνημονίων και «προσαρμογής», η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει εξαιρετικά υψηλή σχέση εισαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ της. Και το γεγονός ότι η «ψαλίδα» έχει κλείσει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι περισσότερο αποτέλεσμα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης παρά οιουδήποτε άλλου παράγοντα.
Που σημαίνει πολύ απλά ότι αν η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού με κάποιο τρόπο αυξηθεί, το χάσμα θα ανοίξει ξανά, δημιουργώντας εκ νέου ανισορροπίες στην οικονομία!
Τα συμπεράσματα από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν είναι αμείλικτα:
Ακριβώς όπως υπάρχουν τομείς στους οποίους η Ελλάδα ξεκινά με αντικειμενικά μειονεκτήματα λόγω κρίσης, υπάρχουν άλλοι κρίσιμοι τομείς στους οποίους θα μπορούσε να γίνει πολύ πιο ανταγωνιστική, πραγματοποιώντας τομές στη λειτουργία του κράτους. Τομές που μπορούν να γίνουν ανά πάσα στιγμή και δεν απαιτούν πακτωλό χρημάτων, αλλά πολιτική βούληση, σχέδιο, οργάνωση και σκληρή δουλειά.
Ίσως δε το πιο σημαντικό στοιχείο που λείπει για να γίνουν, μεταξύ όσων χειρίζονται ως τώρα τις τύχες του κράτους, αφορά στην έλλειψη κατάλληλης υγιούς νοοτροπίας και αντίληψης του σύγχρονου κόσμου.
Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κάποιος ότι η Ελλάδα, μέλος της Ευρωζώνης, βρίσκεται στην 129η θέση σε ό,τι αφορά στη συνεργασία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων με την αγορά, αλλά και στην 133η θέση στην αποτελεσματικότητα της δικαστικής επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών;
Πηγή Tromaktiko
Η αλήθεια είναι πως και οι ίδιοι οι συντάκτες της μελέτης αντιλαμβάνονται πως πρέπει να αλλάξουν τη μεθοδολογία που ακολουθούν (και προτίθενται να το κάνουν πολύ σύντομα), καθώς είναι μάλλον παράταιρο να θεωρούμε ότι από πλευράς ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα είναι μαζί με την Αλγερία και το… Νεπάλ και αρκετά πιο κάτω (24 θέσεις!) από την… Μποτσουάνα.
Ίσως εν μέρει αυτό να οφείλεται και στο ότι αρκετά από τα στοιχεία που καθορίζουν τους συγκεκριμένους «πυλώνες» του δείκτη ανταγωνιστικότητας απαντώνται από επιχειρηματίες της κάθε χώρας, θέτοντας τη μεροληπτικότητα (και τα… απωθημένα) σε πρώτο πλάνο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, λίγη σημασία έχουν τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα του δείκτη. Διότι είναι ευκόλως διακριτό, αν μελετήσει κάποιος τα στοιχεία , ότι σε ορισμένους τομείς η Ελλάδα «πατώνει» σε συγκλονιστικό βαθμό! Κι αυτό προφανώς επηρεάζει σημαντικά τη συνολική της κατάταξη.
Εξαιρώντας το μακροοικονομικό περιβάλλον (δεδομένης της πολυετούς κρίσης, του χρέους κ.λπ.), αλλά και τον στενά συνδεδεμένο χρηματοοικονομικό τομέα, όπου οι βαθμολογίες είναι ίσως εύλογο να βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, προκύπτουν μια σειρά από τομείς που χρήζουν προσοχής, κυρίως από την πλευρά εκείνων που ασκούν πολιτική, δηλαδή της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης.
Ο πρώτος τομέας αφορά ξεκάθαρα τη φορολογία, όπου επί συνόλου 137 χωρών, η Ελλάδα λαμβάνει την ακόλουθη βαθμολογία:
Επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα επένδυσης Θέση 137
Επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα προς εργασία Θέση 136
Συνολική φορολογική/εργοδοτική επιβάρυνση ως ποσοστό των κερδών Θέση 111
Το συμπέρασμα εδώ είναι προφανές. Στη σημερινή Ελλάδα, η όλη μεθοδολογία φορολόγησης -και οι υψηλοί συντελεστές- κυριολεκτικά σαμποτάρουν όχι μόνο τα κίνητρα προς επένδυση αλλά και προς εργασία, εκμηδενίζοντας το εισόδημα κι ενισχύοντας τη φοροδιαφυγή και τη μαύρη εργασία.
Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ότι τα όσα συμβαίνουν στον χώρο της φορολογίας είναι για ένα διάστημα αναπόδραστα (κυρίως λόγω της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει, αντί εμμέσως να εντείνει τη φορο-εισφορο-διαφυγή μέρους του κοινωνικού συνόλου), υπάρχει μια σειρά άλλων τομέων στους οποίους η χώρα καταγράφει θλιβερές αποδόσεις, χωρίς καμία δικαιολογία.
Τομείς που δυστυχώς μακροχρόνια αφέθηκαν χωρίς απαραίτητες θεσμικές τομές, ακόμη και σε περιόδους που το κράτος είχε χρήμα και δαπανούσε:
Αποτελεσματικότητα των κρατικών δαπανών Θέση 132
Βάρος των κυβερνητικών ρυθμίσεων (regulation) Θέση 130
Αποτελεσματικότητα δικαστικής επίλυσης διαφορών Θέση 133
Αποτελεσματικότητα νομικού πλαισίου στην αμφισβήτηση ρυθμίσεων Θέση 114
Διαφάνεια κατά την προετοιμασία νομοθετικών ρυθμίσεων Θέση 122
Σημειώστε δε ότι αυτή η εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία, σε κομβικά σημεία της λειτουργίας ενός «ευνομούμενου» κράτους, προέκυψε ενώ βρισκόμαστε στον 7ο χρόνο από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου!
Που σημαίνει ότι σχεδόν τίποτε δεν έχει αλλάξει ακόμη και σε τομείς που έχουν καθαρά ποιοτικά/θεσμικά χαρακτηριστικά, χωρίς να εμπλέκουν σημαντικές πρόσθετες δαπάνες.
Οπότε μόνο έκπληξη δεν θα πρέπει να δημιουργήσει και το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στους πολιτικούς, «υποπυλώνας» του δείκτη στον οποίο η Ελλάδα βρίσκεται στην… 106η θέση!
Πέραν αυτού υπάρχει και μια άλλη σειρά από υποπυλώνες, στους οποίους η θέση της Ελλάδας θα έπρεπε να προκαλεί σφοδρή ανησυχία, καθώς σε μεγάλο βαθμό αφορούν άμεσα το αναπτυξιακό μας μέλλον κι έχουν έντονα κοινωνική διάσταση, σε μια χώρα που «γερνάει» πληθυσμιακά ολοένα και περισσότερο:
Ποιότητα του συστήματος ανώτερης εκπαίδευσης Θέση 106
Ικανότητα της χώρας να διατηρεί ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό Θέση 121
Δυνατότητα της χώρας να ελκύει «ταλέντα» από το εξωτερικό Θέση 133
Συνεργασία Πανεπιστημίων και αγοράς στο R&D Θέση 129
Προμήθεια προηγμένων τεχνολογικά προϊόντων από το κράτος Θέση 131
Επιχειρηματική επίπτωση των κανόνων αναφορικά με τις ξένες άμεσες επενδύσεις Θέση 115
Ξένες άμεσες επενδύσεις και μεταφορά τεχνολογίας Θέση 112
Εισαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ Θέση 102
Σε γενικές γραμμές, οι τάσεις αυτές προϋπήρχαν της κρίσης, με εξαίρεση το θέμα της φυγής ταλαντούχου δυναμικού στο εξωτερικό, που προέκυψε ως αποτέλεσμά της.
Τα στοιχεία της μελέτης όμως δεν παύουν να είναι απογοητευτικά καθώς αποτυπώνουν έως και «απέχθεια» για την καινοτομία και την τεχνολογία, σημαντικά εμπόδια στις ξένες άμεσες επενδύσεις που έχουμε απόλυτη ανάγκη, αλλά και ένα ακόμη κρίσιμο σημείο που η στήλη έχει πολλάκις επισημάνει.
Τη συνεχιζόμενη, σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από τις εισαγωγές. Μετά από χρόνια μνημονίων και «προσαρμογής», η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει εξαιρετικά υψηλή σχέση εισαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ της. Και το γεγονός ότι η «ψαλίδα» έχει κλείσει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι περισσότερο αποτέλεσμα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης παρά οιουδήποτε άλλου παράγοντα.
Που σημαίνει πολύ απλά ότι αν η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού με κάποιο τρόπο αυξηθεί, το χάσμα θα ανοίξει ξανά, δημιουργώντας εκ νέου ανισορροπίες στην οικονομία!
Τα συμπεράσματα από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν είναι αμείλικτα:
Ακριβώς όπως υπάρχουν τομείς στους οποίους η Ελλάδα ξεκινά με αντικειμενικά μειονεκτήματα λόγω κρίσης, υπάρχουν άλλοι κρίσιμοι τομείς στους οποίους θα μπορούσε να γίνει πολύ πιο ανταγωνιστική, πραγματοποιώντας τομές στη λειτουργία του κράτους. Τομές που μπορούν να γίνουν ανά πάσα στιγμή και δεν απαιτούν πακτωλό χρημάτων, αλλά πολιτική βούληση, σχέδιο, οργάνωση και σκληρή δουλειά.
Ίσως δε το πιο σημαντικό στοιχείο που λείπει για να γίνουν, μεταξύ όσων χειρίζονται ως τώρα τις τύχες του κράτους, αφορά στην έλλειψη κατάλληλης υγιούς νοοτροπίας και αντίληψης του σύγχρονου κόσμου.
Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κάποιος ότι η Ελλάδα, μέλος της Ευρωζώνης, βρίσκεται στην 129η θέση σε ό,τι αφορά στη συνεργασία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων με την αγορά, αλλά και στην 133η θέση στην αποτελεσματικότητα της δικαστικής επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών;
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ