2017-10-07 18:23:03
Ο Γέροντας, με τις πρεσβείες του στο Θεό, καταγράφει τον εαυτό του στις καρδιές των πιστών ως παρηγορητή, ως παράκλητο. Αυτό είναι το μέγιστο χάρισμα που του έδωσε ο Θεός.
Γεννήθηκε 5 Νοεμβρίου 1920 στο χωριό Λιβίσι, στο δυτικό παρακλάδι του Αντίκραγου, το οποίο καταλήγει στη δυτική παραλία της Μικρασίας. Ο πατέρας του Σταύρος Τσαλίκης καταγόταν από τη Ρόδο και ήταν μάστορας στην Τουρκία, όπου τον σέβονταν και τον αντάμειβαν αναλόγως. Η μητέρα του, Θεοδώρα Κρεμμυδά, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Είχε δύο αδέρφια, το Γιώργο και την Τασούλα.
Πριν το μεγάλο ξεριζωμό και την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, οι Τούρκοι, με εντολή του Μουσταφά Κεμάλ, έκαναν έφοδο στο χωριό και συνέλαβαν τους άντρες του χωριού μαζί και τον πατέρα του Γέροντος Ιακώβου, τους οποίους οδήγησαν προς τον Καύκασο κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τον κράτησαν να εργαστεί στα ορυχεία. Αργότερα ανέλαβε ως κτίστης το κτίσιμο νοσοκομείου στην Τραπεζούντα, με αμοιβή.
Στο μεταξύ στο Λιβίσι, οι Τούρκοι έδιωχναν τους εναπομείναντες Έλληνες, βιάζοντας, σκοτώνοντας, καταπατώντας και αρπάζοντας το βιος των Ελλήνων. Η οικογένεια πήγε στην προκυμαία στο Κορδόνι και εκεί αφού τους λεηλάτησαν οι Τούρκοι, επιβιβάστηκαν σε διερχόμενο πλοίο. Το πένθος, η θλίψη και η δυστυχία ήταν μια πραγματικότητα. Αποβιβάστηκαν στην Ιτέα και από εκεί σε ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο.
Μετά τη μεγάλη καταστροφή, το 1923-1924, όταν περνούσε από την περιοχή ο Ερυθρός Σταυρός ή η Διεθνής Επιτροπή, οι Τούρκοι έκρυβαν τον πατέρα του για να μην τον πάρουν οι φορείς στην Ελλάδα. Η μόνη λύση ήταν η δραπέτευση. Έτσι το 1925 έφυγε νύχτα, φορώντας τουρκικά ρούχα, με σκοπό να διασχίσει την Τουρκία και να φθάσει στα παράλια. Όταν έμαθε για την τύχη της οικογενείας του, άρχισε να τους αναζητά χωρίς αποτέλεσμα. Αναζητούσε όμως και εργασία. Έφτασε στην Άμφισσα για να εργαστεί ως κτίστης. Εκεί τον έστειλε ο Θεός για να βρει τους δικούς του. Και πράγματι η μεγάλη του επιθυμία πραγματοποιήθηκε.
Το 1925 τους μετέφεραν σε μια τοποθεσία της βόρειας Εύβοιας, στο μικρό χωριό Φαράκλα. Εκεί καλλιεργούσαν χωράφια για να ζήσουν, ενώ για δύο έτη έμεναν σε σκηνές. Ο Ιάκωβος ήταν πια επτά ετών. Ήξερε όλες τις δοξολογίες και τους ύμνους της Θείας Λειτουργίας απ' έξω, χωρίς λάθη και με μεγάλη τυπικότητα. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, το οποίο είχε μετατραπεί σε σχολείο για τα προσφυγόπουλα και τα άλλα παιδιά του χωριού. Έγινε άριστος μαθητής και είχε κερδίσει το σεβασμό όλων. Σε ηλικία δέκα ετών τον αποκαλούν «καλόγερο» ή «πάτερ Ιάκωβε». Άρχισε και τα πρώτα του θαύματα, θεραπεύοντας ένα άρρωστο κορίτσι και ένα ζωντανό.
Σε ηλικία εννέα ετών άρχισε να εμφανίζεται ζωντανή μπροστά του η Αγία Παρασκευή ως Μοναχή, με την οποία, ξεπερνώντας τον αρχικό του φόβο, συζητούσε αρκετές ώρες. Μάλιστα η ίδια του είπε ότι θα δει τιμές πολλές και δόξες, ότι θα τον επισκέπτεται πολύς κόσμος και ότι πολλά χρήματα θα έρχονται στα χέρια του, αλλά δε θα μένουν. Και πράγματι όλα επαληθεύτηκαν. Τίμησαν το Γέροντα Ιάκωβο πλούσιοι και φτωχοί, σοφοί και αγράμματοι, άρχοντες και αρχόμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου και ανώτατοι δικαστικοί, μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες, οι οποίοι έφθαναν στο Μοναστήρι για να τον γνωρίσουν, να εξομολογηθούν, να ωφεληθούν και να λάβουν την ευχή του. Όσον αφορά τα χρήματα, όσα λάμβανε τα έδινε απλόχερα σε όσους είχαν ανάγκη. Ο Γέροντας το γεγονός ότι είναι ιερέας των μυστηρίων του Θεού το θεωρούσε μεγάλη ευλογία.
Ο Μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος από τη γιαγιά του, Δέσποινα, και τη μητέρα του πήρε την πρώτη αγάπη για τα ιερά και έμαθε να σέβεται τους ιερείς, να προσεύχεται, να νηστεύει και να αγαπάει τους ανθρώπους. Το αγαπημένο του παιχνίδι σαν παιδί ήταν ένα θυμιατούρι, με το οποίο λιβάνιζε με πολλή σοβαρότητα, ψελλίζοντας «αλούγια, αλούγια» (αλληλούια). Του άρεσε να ανάβει τα καντήλια και δεν έπαιζε με τα προσφυγόπουλα της γειτονιάς. Λάτρευε να ακούει από τη γιαγιά του ιστορίες για τους βίους των Αγίων και των ιερομονάχων, ενώ δε χόρταινε να ακούει για τον Ηλία και το Δημήτριο, που έγιναν μοναχοί στον Πανάγιο Τάφο.
Βοηθούσε τον ιερέα στο Ιερό, ερχόταν από τα ξημερώματα για να τακτοποιήσει και αναλάμβανε χρέη και στο αναλόγιο, διαβάζοντας και ψάλλοντας με φόβο Θεού και επιμέλεια. Πολλές φορές αντιλήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ουράνιες ψαλμωδίες, ενώ στο χωριό τον θεωρούσαν ως ένα μικρό Άγιο. Σταδιακά έγινε η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών κατοίκων του χωριού, κυρίως των προσφύγων. Άρχισε να διαβάζει Ευχές, να προσεύχεται και να θεραπεύει τους πάσχοντες.
Τελειώνοντας το Δημοτικό δεν υπήρχε η δυνατότητα να σπουδάσει στο Γυμνάσιο, καθώς η φτώχεια και η ανέχεια της οικογένειας ήταν δυσβάστακτα. Άρχισε να εργάζεται στα χωράφια και έπειτα ως οικοδόμος, για να βοηθά οικονομικά την οικογένειά του.
Μάλιστα κέρδιζε το σεβασμό όλων, καθώς τον άκουγαν να προσεύχεται, ενώ κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στις οικοδομές. Έλεγε Παρακλήσεις και ψιθύριζε Τροπάρια. Ήταν ένας μικρός ασκητής, που το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει καλόγερος. Ο Μητροπολίτης Χαλκίδας Γρηγόριος όταν έμαθε για το νέο αυτό αγόρι θέλησε να το γνωρίσει. Πράγματι εντυπωσιάστηκε από το ήθος και το χαρακτήρα του νέου και τον χειροτόνησε Αναγνώστη.
Όταν δύο φορές κινδύνευσε η υγεία του, τον Γέροντα Ιάκωβο τον θεράπευσε ο Άγιος Χαράλαμπος και η Παναγία Ξενιάς. Είχε αποκτήσει τέτοια καθαρότητα καρδιάς και νου με την άσκηση και την προσευχή, ώστε τον επισκέπτονταν Άγιοι και του ζητούσαν ή προέλεγαν διάφορα γεγονότα. Η Θεοτόκος, ως Ζωοδόχος Πηγή, του ζήτησε να της χτίσει προσκυνητάρι, ενώ η Αγία Παρασκευή αρχές του 1940 εμφανίστηκε και του είπε θλιμμένη ότι θα γίνει πόλεμος και πράγματι ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος.
Η άσκηση, η νηστεία, η πείνα και οι κακουχίες είχαν επιβαρύνει την υγεία του. Έδινε το λιγοστό του φαγητό σε ανήμπορους και πεινασμένους ανθρώπους, ενώ ο ίδιος, παρά την εξάντληση, προσευχόταν, έψελνε και αγρυπνούσε. Μάλιστα το 1943 οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τον ίδιο και τους συγχωριανούς του, ώστε να τους εκτελέσουν. Μετά από πολλή προσευχή στην Αγία Τριάδα, ανεστάλη η εκτέλεσή τους κι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Πριν τελειώσει η Κατοχή, ο Ιάκωβος απέκτησε από τις θείες του ένα δωμάτιο, το οποίο μετέτρεψε σε μικρό εκκλησάκι. Το καντήλι, το θυμιατό, το αναλόγιο, τα ιερά βιβλία, παλιές εικόνες, ξύλινα σταυρουδάκια, που έφτιαχνε μόνος του και ένα φθηνό ράσο γέμιζαν το δωμάτιο, αλλά και την ψυχή του Ιάκωβου με αγαλλίαση και χαρά.
Το 1947 παρουσιάστηκε στο στρατό σε ηλικία είκοσι επτά ετών. Δεν τον έστειλαν στο Γράμμο και στο Βίτσι, όπου κρατούσαν οι πολύνεκρες μάχες, αλλά στον Πειραιά, στο Κέντρο Εφοδιασμού και Μεταφορών. Εκεί αντιμετώπιζε με ανοχή και υποχωρητικότητα το χλευασμό των λοιπών στρατιωτών. Όμως αυτό άλλαξε. Σταδιακά αγάπησαν αυτόν τον ευθυτενή άντρα με το φωτεινό αγγελικό πρόσωπο και την καθαρή καρδιά. Ο Διοικητής της Μονάδας, αναγνωρίζοντας τα πνευματικά του χαρίσματα, τον έκανε βοηθό του και τόσο τον αγάπησε που ήθελε να τον υιοθετήσει. Όμως ο Ιάκωβος ήταν ανένδοτος. Ήθελε να γίνει Μοναχός.
Μετά το Στρατό γύρισε στο χωριό και άρχισε να εργάζεται σκληρά για να αποκαταστήσει την αδελφή του, υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του πριν πεθάνει. Επιπλέον ανέλαβε να αποκαταστήσει τα ξωκλήσια και τα προσκυνητάρια, που είχαν εγκαταλειφθεί την περίοδο του πολέμου.
Έκρυβε μέσα του μια αγωνιστικότητα χωρίς μέτρο, που έσπαζε βράχους και λύγιζε σίδερα. Το άλμα του είχε μεγάλο ύψος, το κοντάρι του ήταν από ισχυρή θέληση και θεία δύναμη, που τον σήκωναν αφάνταστα ψηλά. Ο κόσμος δεχόταν τις ευεργεσίες του και αν συνέβαινε κάτι κακό, ξεχνούσαν τον παπά και έτρεχαν στον «πάτερ-Γιάκωβο» να τους διαβάσει ευχές και να προσευχηθεί για αυτούς. Είχε φτάσει στο σημείο να τελεί τη θεία Κοινωνία, να διαβάζει Εξορκισμούς και να τελεί το Μυστήριο της Βαπτίσεως ως ιερέας.
Το 1951 η αδελφή του Αναστασία παντρεύτηκε, οπότε πλέον ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει Μοναχός. Πήγε στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ του Γέροντα, στην Εύβοια. Το Μοναστήρι ιδρύθηκε το 16ο αιώνα από τον Όσιο Δαβίδ το Γέροντα, στον ορεινό όγκο του Ξηρού όρους. Η περιοχή από το Μαντούδι ως την Αιδηψό είχε προστάτη τον όσιο Δαβίδ και όλοι την 1η Νοεμβρίου, ημέρα της μνήμης του, ανέβαιναν με τα πόδια για να προσευχηθούν και να ασπαστούν την εικόνα του.
Η εικόνα που αντίκρισε ο Ιάκωβος όταν έφτασε στο Μοναστήρι ήταν αποκαρδιωτική. Η Μονή ήταν εγκαταλειμμένη, με βοσκούς να τη χρησιμοποιούν για τα ζώα τους. Τα κελιά ήταν σε άθλια κατάσταση, ενώ τρεις Μοναχοί που ζούσαν εκεί αδιαφορούσαν για τη Μονή και τις Ακολουθίες, ενώ ενδιαφέρονταν μόνο για τον εαυτό τους. Όταν έφτασε ο Ιάκωβος τον αποπήραν και του συμπεριφέρθηκαν άσχημα. Τον έβαλαν σε ένα άθλιο κελί, τον περιφρονούσαν και τον έδιωχναν με τη συμπεριφορά τους. Είχε καταντήσει άντρο ασυνείδητων και αυτό απογοήτευσε τον Ιάκωβο. Έφυγε από το Μοναστήρι, προσευχήθηκε ατελείωτες ώρες, έκανε χιλιάδες μετάνοιες, νήστεψε υπεράνθρωπα, κοιμόταν καταγής, αγρύπνησε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και πήρε την ηρωική απόφαση να τα αψηφήσει όλα και να επιστρέψει στο Μοναστήρι, αφού η κλήση του Θεού είχε φυτευτεί στην καρδιά του.
Πράγματι το 1952 πήγε στη Μονή του Οσίου Δαβίδ. Εκεί εμφανίστηκε μπροστά του ο Όσιος Δαβίδ με τη μορφή Μοναχού, ο οποίος τον καλωσόριζε, σημάδι ότι ο ίδιος ο Όσιος τον καλούσε να μονάσει και να τον διακονήσει στο Μοναστήρι του. Ο Ιάκωβος υποσχέθηκε ότι θα μείνει εκεί ό,τι και αν συμβεί , όσες κακουχίες και δυσκολίες χρειαστεί να περάσει. Και δεν ήταν λίγες αυτές. Η πολεμική που δεχόταν από τους άλλους τρεις Μοναχούς ήταν δριμεία. Τον βρίζανε, τον περιγελούσαν, του πετούσαν βρώμικα πράγματα, έβαζαν άλλους να τον απειλούν ότι θα τον σκοτώσουν, ακόμα και απόπειρες δολοφονίας εναντίον του έκαναν. Όμως τα υπέμενε όλα ο Ιάκωβος, με καρτερία και πολλή εργασία, στη φτωχή και κατεστραμμένη Μονή.
Ο Ηγούμενος Νικόδημος δεν έμενε στη Μονή, ερχόταν σπάνια και στηριζόταν στις προσπάθειες του Ιακώβου. Αναγνωρίζοντας την υποδειγματική του αφοσίωση τον έκανε γρήγορα μοναχό και κατόπιν Οικονόμο της Μονής, και του ανέθεσε όλες τις ευθύνες, τα κλειδιά της αποθήκης και της πόρτας και τα βιβλία της Μονής. Αυτό προκάλεσε τον οργή των λοιπών μοναχών, οι οποίοι συμπεριφέρονταν με τον πιο αισχρό τρόπο στον Ιάκωβο, μόνο όταν έφευγε για τη Λίμνη ο Ηγούμενος Νικόδημος.
Στα καθήκοντά του ο Μοναχός Ιάκωβος ήταν άριστος, έβαλε τάξη στη ζωή της Μονής με ευσέβεια, ήθος και επιμονή. Στον αγώνα του βέβαια, υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, βγήκε νικητής και πρωταθλητής της υπακοής και της ταπείνωσης, όμως με πολλά στίγματα, πληγές και αρρώστιες. Πάραυτα ο Ιάκωβος δεν λιγοψύχησε. Εργαζόταν σαν υπεράνθρωπος, νήστευε σαν άγγελος και υπάκουε σαν δούλος. Ακόμα και όταν πέθανε η αδελφή του, την οποία αγαπούσε πολύ, ήθελε η μοναστική αρετή της αποταγής του κόσμου και των συγγενών να κυριαρχήσει μέσα του απόλυτα. Ενδιαφερόταν για τη σωτηρία της ψυχής του και παρακαλούσε ακατάπαυστα. Και ένιωσε απέραντη ανακούφιση και παρηγοριά, όταν του «αποκάλυψε» ο Θεός ότι η αδερφή του Αναστασία βρίσκεται περιχαρής «εις ουρανίαν μονήν Ιωάννου του Ρώσου».
Χειροτονήθηκε Διάκονος και τελούσε όλες τις Ακολουθίες στη μέχρι πρότινος εγκαταλειμμένη Μονή, αλλά και στα γύρω χωριά. Είχε επισημάνει το Ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ και τον πλημμύριζε η επιθυμία να ασκητέψει και ο ίδιος εκεί. Όμως δεν ήθελε να εγκαταλείψει το Μοναστήρι. Πήγαινε διαρκώς να προσευχηθεί και να ψάλλει. Αυτή η αξιοζήλευτη ευσέβειά του τον έκανε να κερδίσει επάξια από το Θεό την εξουσία να χρησιμοποιεί ενίοτε και μερικώς τη θεία δύναμη, τις ενέργειες του Θεού, κάτι που γίνεται με τους Αγίους.
Οι θείες εμπειρίες που βίωσε ήταν έντονες και αποκαλυπτικές. Ο Όσιος Δαβίδ εμφανιζόταν μπροστά του στο Ασκητήριο και με διάφορους τρόπους τον προστάτευε από τις εχθρικές διαθέσεις των τσοπάνηδων, των χωρικών και των Μοναχών. Ο Όσιος ήταν πάντα δίπλα του και με τη μορφή συνήθως Μοναχού τον στήριζε, τον βοηθούσε και του έδειχνε τον τρόπο να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις του Σατανά κα τα ανελέητα χτυπήματα και τις επιθέσεις των εχθρών του, οι οποίοι αρκετές φορές τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, αφήνοντας στο σώμα του σημάδια και μελανιές.
Ο Ιάκωβος δεν είχε μόνο ευλάβεια στον όσιο Δαβίδ, αλλά και αφοσίωση και εμπιστοσύνη χωρίς όρια. Με την Αγία κάρα του Οσίου Δαβίδ στο Ναό παρακαλούσε τον Όσιο να του δίνει ταπείνωση και υπακοή, καθώς και βοήθεια στο Μοναστήρι και τους άλλους Μοναχούς. Υπήρξαν φορές που μετέφερε την κάρα του Οσίου Δαβίδ στα χωριά της βόρειας Εύβοιας προς προσκύνηση.
Το 1961 ο Ηγούμενος Νικόδημος και ο Ιερομόναχος Ιάκωβος αποφάσισαν να χτίσουν εκκλησάκι προς τιμήν των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Οι Αρχάγγελοι εμφανίστηκαν τη νύχτα στον Ιάκωβο και του υπέδειξαν τον τόπο και τα μέσα υλοποίησης της εκκλησίας. Και πράγματι όλα έγιναν όπως προαναγγέλθηκε και με θαυμαστή επικουρία.
Σταδιακά άρχισαν να φαίνονται δύο πράγματα. Η πνευματική του πρόοδος, που έφερνε την ακτινοβολία του και η εξασθένηση του οργανισμού του. Τις νύχτες δεν είχε πάλη με τους δαίμονες, αλλά με τους Αγίους και το Θεό. Είχε τόσο θερμή αγάπη και αφοσίωση στους Αγίους και το Θεό, που πλημμύριζε ολόκληρος. Η αγάπη του αυτή τον θέρμαινε και τον απορροφούσε τόσο, που λησμονούσε τη σωματική ασθένεια και τη φοβερή κόπωση. Όλος γινόταν πνεύμα. Μιλούσε με τους Αγίους, γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι, ευφροσύνη κυριαρχούσε σε ολόκληρο το είναι του. Η μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών ήταν στο μικρό κελί του π. Ιακώβου. Μάλιστα ισχυριζόταν ότι συλλειτουργούσε τις νύχτες με την Αγία Τριάδα, είχε δηλαδή την αίσθηση της θείας παρουσίας και έλαμπε ολόκληρος. Την ώρα της Λειτουργίας, του Χερουβικού, της αναφοράς, της Προσκομιδής, της μνημόνευσης των νεκρών έλαμπε και ακτινοβολούσε. Μετέδιδε ηρεμία, ηπιότητα, εσωτερική ησυχία, ειρήνη, ένα δώρο που το διαθέτουν μόνο οι άνθρωποι του Θεού, τα εκλεκτά Του σκεύη, αυτοί που τον αγαπούν πολύ και τον διακονούν με αφοσίωση.
Το 1962 ο Θεός του έστειλε τον σημερινό Ηγούμενο της Μονής, Μοναχό Κύριλλο, ο οποίος παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα δεν είχαν τελειωμό. Πλήθος ασθενειών τον ταλάνιζαν, όμως ο ίδιος τα υπέμενε καρτερικά. Μάλιστα όταν η υγεία του κινδύνευσε, εμφανίστηκε ο Όσιος Δαβίδ με τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο και τον έσωσαν. Συχνά συζητούσε με τους δύο Αγίους, αποκαλώντας μάλιστα τον Όσιο Ιωάννη «θείο Ιωάννη» και «Ομολογητή».
Πάμπολλα θαύματα έγιναν στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ από τον Μοναχό Ιάκωβο, όπως ο πολλαπλασιασμός του πρόσφορου και του λιγοστού φαγητού για εκατό εργάτες, η θεραπεία ενός μικρού παιδιού που δεν μιλούσε, η απόκτηση τέκνων από άτεκνα ζευγάρια, η θεραπεία πολλών ασθενών. Όμως και τα γεγονότα θεοσημείας ήταν πολλά. Το μεγαλύτερο θαύμα, που του πρόσφερε ο Θεός, ήταν τόσο συγκλονιστικό, που ο ίδιος το κατέγραψε σε ένα σημείωμα. Κατά την Αγία Προσκομιδή, μετά τη μνημόνευση, είδε και άγγιξε αίμα, το Πανάγιο Αίμα του Κυρίου. Η αγάπη του για τον Κύριο ήταν απέραντη και η άσκηση υπέρμετρη, όμως και οι δωρεές του Θεού παμμέγιστες.
Ο ίδιος είχε το χάρισμα της προορατικότητας, γνώριζε δηλαδή πράγματα, πληροφορίες και τα μύχια της καρδιάς του συνομιλητή του. Φυλάκιζε αυτήν την ικανότητα που είχε, για να μη δοξάζεται. Απέκτησε πολλά πνευματικά τέκνα, τα οποία υιοθετούσαν τις συμβουλές του. Ο τόσο αυστηρός για τον εαυτό του γέροντας Ιάκωβος έδειχνε μεγάλη κατανόηση για τις δυσκολίες των άλλων. Όμως στη νηστεία, τη λιτότητα και τον εκκλησιασμό έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ήταν αυστηρός στην τήρηση των κανόνων, μα όχι τιμητής. Και οι Μοναχοί που έρχονταν στο Μοναστήρι τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό και αγάπη, ακούγοντας με προσοχή τις νουθεσίες του. Ακόμα και στον Πατριάρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Βαρθολομαίο, όταν τον είχε επισκεφθεί όντας τότε Μητροπολίτης Χαλκηδόνας, του είχε «προφητέψει» ότι θα γίνει Πατριάρχης.
Παράλληλα ήταν ελεήμων, βοηθώντας αναξιοπαθούντες ανθρώπους, ασθενείς και άπορους πολλές φορές δίνοντας μεγάλα ποσά, τα οποία με θαυμαστό τρόπο ποτέ δεν έλειπαν από το ταγάρι του.
Την 25 Ιουνίου 1975 τέθηκε «επί την λυχνίαν», έγινε Ηγούμενος της Μονής. Ολοκλήρωσε την ανακαίνιση αυτής, που είχε ξεκινήσει επί Νικοδήμου και η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σε όλη την Εύβοια και την Αττική. Αρχές της δεκαετίας του 1980 τον επισκέπτονταν πλήθος προσκυνητών για να εξομολογηθούν, ενώ χιλιάδες ήταν τα γράμματα που δεχόταν. Άρχισαν να του φέρνουν δαιμονισμένους για να τους διαβάσει εξορκισμούς ο π. Ιάκωβος και να τους σταυρώσει με την κάρα του Οσίου Δαβίδ.
Η φήμη του είχε επεκταθεί και άλλο, το ίδιο όμως και οι ασθένειές του. Το χειρότερο ήταν το πρόβλημα με την καρδιά του. Χρειάστηκε να βάλει βηματοδότη για να παρατείνει τη ζωή του. Εντούτοις όμως η υγεία του είχε φτάσει στο τελικό στάδιο εξασθένησης. Ο ίδιος όμως έθετε ως προτεραιότητα την προσευχή και την εξομολόγηση. Το πρόσωπό του πια εξέπεμπε μια φωτεινότητα, πιο έντονη από το συνηθισμένο. Όμως και η ευωδία του ήταν δυνατή και πλημμύριζε το χώρο που βρισκόταν.
Την 21 Νοεμβρίου 1991, ημέρα εορτασμού των Εισοδίων της Θεοτόκου ο Μοναχός Ιάκωβος τέλεσε με δυσκολία τη Θεία Λειτουργία, με θεία φωνή που γέμιζε το Ναό, μια εξαίσια μελωδία, σαν να έψαλλαν πολλοί άγγελοι μαζί. Ήταν γεμάτος από ιλαρότητα και υπέρμετρη αγάπη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν το απόγευμα στις 4.17 μ.μ. Ο Μακαριστός Γέροντας άφησε την τελευταία του πνοή και το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε στη μακάρια Μονή του Τριαδικού Θεού.
Στην κηδεία του συνέρρευσαν χιλιάδες άνθρωποι, με δάκρυα και αναφιλητά. Ο θρήνος τους ήταν μεγάλος. Η μόνη τους παρηγοριά ήταν ότι η όψη του Γέροντα ήταν λευκοκέρινη, οσιακή. Ο Θεός του έδωσε το χάρισμα της λαμπρής οσιακής όψης, όπως και την κατάλυση στο πρόσωπό του των φυσικών νόμων, που συμβαίνουν στους νεκρούς, όπως παγωνιά και ακαμψία. Η θερμοκρασία του σώματός του ήταν διατηρημένη και τα χέρια του εύκαμπτα. Χιλιάδες πιστοί φώναζαν «άγιος, άγιος», μαρτυρώντας στον ουρανό ομόφωνα, μυριόστομα και βροντερά την αγάπη τους για τον Γέροντα.
Ο τάφος του Μακαριστού Γέροντα Ιακώβου βρίσκεται στη νότια πλευρά του Καθολικού του Ναού στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ. Χιλιάδες προσκυνητές επισκέπτονται το Μοναστήρι αναγνωρίζοντας τα χαρίσματα του Ιακώβου και την παρρησία του στο Θεό και τους Αγίους. Μετά την κοίμησή του συνεχίζει να επιτελεί θεοσημείες, με πολλές εμφανίσεις του σε όσους έχουν ανάγκη.
Πηγή
paraklisi
Γεννήθηκε 5 Νοεμβρίου 1920 στο χωριό Λιβίσι, στο δυτικό παρακλάδι του Αντίκραγου, το οποίο καταλήγει στη δυτική παραλία της Μικρασίας. Ο πατέρας του Σταύρος Τσαλίκης καταγόταν από τη Ρόδο και ήταν μάστορας στην Τουρκία, όπου τον σέβονταν και τον αντάμειβαν αναλόγως. Η μητέρα του, Θεοδώρα Κρεμμυδά, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Είχε δύο αδέρφια, το Γιώργο και την Τασούλα.
Πριν το μεγάλο ξεριζωμό και την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, οι Τούρκοι, με εντολή του Μουσταφά Κεμάλ, έκαναν έφοδο στο χωριό και συνέλαβαν τους άντρες του χωριού μαζί και τον πατέρα του Γέροντος Ιακώβου, τους οποίους οδήγησαν προς τον Καύκασο κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τον κράτησαν να εργαστεί στα ορυχεία. Αργότερα ανέλαβε ως κτίστης το κτίσιμο νοσοκομείου στην Τραπεζούντα, με αμοιβή.
Στο μεταξύ στο Λιβίσι, οι Τούρκοι έδιωχναν τους εναπομείναντες Έλληνες, βιάζοντας, σκοτώνοντας, καταπατώντας και αρπάζοντας το βιος των Ελλήνων. Η οικογένεια πήγε στην προκυμαία στο Κορδόνι και εκεί αφού τους λεηλάτησαν οι Τούρκοι, επιβιβάστηκαν σε διερχόμενο πλοίο. Το πένθος, η θλίψη και η δυστυχία ήταν μια πραγματικότητα. Αποβιβάστηκαν στην Ιτέα και από εκεί σε ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο.
Μετά τη μεγάλη καταστροφή, το 1923-1924, όταν περνούσε από την περιοχή ο Ερυθρός Σταυρός ή η Διεθνής Επιτροπή, οι Τούρκοι έκρυβαν τον πατέρα του για να μην τον πάρουν οι φορείς στην Ελλάδα. Η μόνη λύση ήταν η δραπέτευση. Έτσι το 1925 έφυγε νύχτα, φορώντας τουρκικά ρούχα, με σκοπό να διασχίσει την Τουρκία και να φθάσει στα παράλια. Όταν έμαθε για την τύχη της οικογενείας του, άρχισε να τους αναζητά χωρίς αποτέλεσμα. Αναζητούσε όμως και εργασία. Έφτασε στην Άμφισσα για να εργαστεί ως κτίστης. Εκεί τον έστειλε ο Θεός για να βρει τους δικούς του. Και πράγματι η μεγάλη του επιθυμία πραγματοποιήθηκε.
Το 1925 τους μετέφεραν σε μια τοποθεσία της βόρειας Εύβοιας, στο μικρό χωριό Φαράκλα. Εκεί καλλιεργούσαν χωράφια για να ζήσουν, ενώ για δύο έτη έμεναν σε σκηνές. Ο Ιάκωβος ήταν πια επτά ετών. Ήξερε όλες τις δοξολογίες και τους ύμνους της Θείας Λειτουργίας απ' έξω, χωρίς λάθη και με μεγάλη τυπικότητα. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, το οποίο είχε μετατραπεί σε σχολείο για τα προσφυγόπουλα και τα άλλα παιδιά του χωριού. Έγινε άριστος μαθητής και είχε κερδίσει το σεβασμό όλων. Σε ηλικία δέκα ετών τον αποκαλούν «καλόγερο» ή «πάτερ Ιάκωβε». Άρχισε και τα πρώτα του θαύματα, θεραπεύοντας ένα άρρωστο κορίτσι και ένα ζωντανό.
Σε ηλικία εννέα ετών άρχισε να εμφανίζεται ζωντανή μπροστά του η Αγία Παρασκευή ως Μοναχή, με την οποία, ξεπερνώντας τον αρχικό του φόβο, συζητούσε αρκετές ώρες. Μάλιστα η ίδια του είπε ότι θα δει τιμές πολλές και δόξες, ότι θα τον επισκέπτεται πολύς κόσμος και ότι πολλά χρήματα θα έρχονται στα χέρια του, αλλά δε θα μένουν. Και πράγματι όλα επαληθεύτηκαν. Τίμησαν το Γέροντα Ιάκωβο πλούσιοι και φτωχοί, σοφοί και αγράμματοι, άρχοντες και αρχόμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου και ανώτατοι δικαστικοί, μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες, οι οποίοι έφθαναν στο Μοναστήρι για να τον γνωρίσουν, να εξομολογηθούν, να ωφεληθούν και να λάβουν την ευχή του. Όσον αφορά τα χρήματα, όσα λάμβανε τα έδινε απλόχερα σε όσους είχαν ανάγκη. Ο Γέροντας το γεγονός ότι είναι ιερέας των μυστηρίων του Θεού το θεωρούσε μεγάλη ευλογία.
Ο Μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος από τη γιαγιά του, Δέσποινα, και τη μητέρα του πήρε την πρώτη αγάπη για τα ιερά και έμαθε να σέβεται τους ιερείς, να προσεύχεται, να νηστεύει και να αγαπάει τους ανθρώπους. Το αγαπημένο του παιχνίδι σαν παιδί ήταν ένα θυμιατούρι, με το οποίο λιβάνιζε με πολλή σοβαρότητα, ψελλίζοντας «αλούγια, αλούγια» (αλληλούια). Του άρεσε να ανάβει τα καντήλια και δεν έπαιζε με τα προσφυγόπουλα της γειτονιάς. Λάτρευε να ακούει από τη γιαγιά του ιστορίες για τους βίους των Αγίων και των ιερομονάχων, ενώ δε χόρταινε να ακούει για τον Ηλία και το Δημήτριο, που έγιναν μοναχοί στον Πανάγιο Τάφο.
Βοηθούσε τον ιερέα στο Ιερό, ερχόταν από τα ξημερώματα για να τακτοποιήσει και αναλάμβανε χρέη και στο αναλόγιο, διαβάζοντας και ψάλλοντας με φόβο Θεού και επιμέλεια. Πολλές φορές αντιλήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ουράνιες ψαλμωδίες, ενώ στο χωριό τον θεωρούσαν ως ένα μικρό Άγιο. Σταδιακά έγινε η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών κατοίκων του χωριού, κυρίως των προσφύγων. Άρχισε να διαβάζει Ευχές, να προσεύχεται και να θεραπεύει τους πάσχοντες.
Τελειώνοντας το Δημοτικό δεν υπήρχε η δυνατότητα να σπουδάσει στο Γυμνάσιο, καθώς η φτώχεια και η ανέχεια της οικογένειας ήταν δυσβάστακτα. Άρχισε να εργάζεται στα χωράφια και έπειτα ως οικοδόμος, για να βοηθά οικονομικά την οικογένειά του.
Μάλιστα κέρδιζε το σεβασμό όλων, καθώς τον άκουγαν να προσεύχεται, ενώ κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στις οικοδομές. Έλεγε Παρακλήσεις και ψιθύριζε Τροπάρια. Ήταν ένας μικρός ασκητής, που το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει καλόγερος. Ο Μητροπολίτης Χαλκίδας Γρηγόριος όταν έμαθε για το νέο αυτό αγόρι θέλησε να το γνωρίσει. Πράγματι εντυπωσιάστηκε από το ήθος και το χαρακτήρα του νέου και τον χειροτόνησε Αναγνώστη.
Όταν δύο φορές κινδύνευσε η υγεία του, τον Γέροντα Ιάκωβο τον θεράπευσε ο Άγιος Χαράλαμπος και η Παναγία Ξενιάς. Είχε αποκτήσει τέτοια καθαρότητα καρδιάς και νου με την άσκηση και την προσευχή, ώστε τον επισκέπτονταν Άγιοι και του ζητούσαν ή προέλεγαν διάφορα γεγονότα. Η Θεοτόκος, ως Ζωοδόχος Πηγή, του ζήτησε να της χτίσει προσκυνητάρι, ενώ η Αγία Παρασκευή αρχές του 1940 εμφανίστηκε και του είπε θλιμμένη ότι θα γίνει πόλεμος και πράγματι ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος.
Η άσκηση, η νηστεία, η πείνα και οι κακουχίες είχαν επιβαρύνει την υγεία του. Έδινε το λιγοστό του φαγητό σε ανήμπορους και πεινασμένους ανθρώπους, ενώ ο ίδιος, παρά την εξάντληση, προσευχόταν, έψελνε και αγρυπνούσε. Μάλιστα το 1943 οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τον ίδιο και τους συγχωριανούς του, ώστε να τους εκτελέσουν. Μετά από πολλή προσευχή στην Αγία Τριάδα, ανεστάλη η εκτέλεσή τους κι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Πριν τελειώσει η Κατοχή, ο Ιάκωβος απέκτησε από τις θείες του ένα δωμάτιο, το οποίο μετέτρεψε σε μικρό εκκλησάκι. Το καντήλι, το θυμιατό, το αναλόγιο, τα ιερά βιβλία, παλιές εικόνες, ξύλινα σταυρουδάκια, που έφτιαχνε μόνος του και ένα φθηνό ράσο γέμιζαν το δωμάτιο, αλλά και την ψυχή του Ιάκωβου με αγαλλίαση και χαρά.
Το 1947 παρουσιάστηκε στο στρατό σε ηλικία είκοσι επτά ετών. Δεν τον έστειλαν στο Γράμμο και στο Βίτσι, όπου κρατούσαν οι πολύνεκρες μάχες, αλλά στον Πειραιά, στο Κέντρο Εφοδιασμού και Μεταφορών. Εκεί αντιμετώπιζε με ανοχή και υποχωρητικότητα το χλευασμό των λοιπών στρατιωτών. Όμως αυτό άλλαξε. Σταδιακά αγάπησαν αυτόν τον ευθυτενή άντρα με το φωτεινό αγγελικό πρόσωπο και την καθαρή καρδιά. Ο Διοικητής της Μονάδας, αναγνωρίζοντας τα πνευματικά του χαρίσματα, τον έκανε βοηθό του και τόσο τον αγάπησε που ήθελε να τον υιοθετήσει. Όμως ο Ιάκωβος ήταν ανένδοτος. Ήθελε να γίνει Μοναχός.
Μετά το Στρατό γύρισε στο χωριό και άρχισε να εργάζεται σκληρά για να αποκαταστήσει την αδελφή του, υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του πριν πεθάνει. Επιπλέον ανέλαβε να αποκαταστήσει τα ξωκλήσια και τα προσκυνητάρια, που είχαν εγκαταλειφθεί την περίοδο του πολέμου.
Έκρυβε μέσα του μια αγωνιστικότητα χωρίς μέτρο, που έσπαζε βράχους και λύγιζε σίδερα. Το άλμα του είχε μεγάλο ύψος, το κοντάρι του ήταν από ισχυρή θέληση και θεία δύναμη, που τον σήκωναν αφάνταστα ψηλά. Ο κόσμος δεχόταν τις ευεργεσίες του και αν συνέβαινε κάτι κακό, ξεχνούσαν τον παπά και έτρεχαν στον «πάτερ-Γιάκωβο» να τους διαβάσει ευχές και να προσευχηθεί για αυτούς. Είχε φτάσει στο σημείο να τελεί τη θεία Κοινωνία, να διαβάζει Εξορκισμούς και να τελεί το Μυστήριο της Βαπτίσεως ως ιερέας.
Το 1951 η αδελφή του Αναστασία παντρεύτηκε, οπότε πλέον ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει Μοναχός. Πήγε στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ του Γέροντα, στην Εύβοια. Το Μοναστήρι ιδρύθηκε το 16ο αιώνα από τον Όσιο Δαβίδ το Γέροντα, στον ορεινό όγκο του Ξηρού όρους. Η περιοχή από το Μαντούδι ως την Αιδηψό είχε προστάτη τον όσιο Δαβίδ και όλοι την 1η Νοεμβρίου, ημέρα της μνήμης του, ανέβαιναν με τα πόδια για να προσευχηθούν και να ασπαστούν την εικόνα του.
Η εικόνα που αντίκρισε ο Ιάκωβος όταν έφτασε στο Μοναστήρι ήταν αποκαρδιωτική. Η Μονή ήταν εγκαταλειμμένη, με βοσκούς να τη χρησιμοποιούν για τα ζώα τους. Τα κελιά ήταν σε άθλια κατάσταση, ενώ τρεις Μοναχοί που ζούσαν εκεί αδιαφορούσαν για τη Μονή και τις Ακολουθίες, ενώ ενδιαφέρονταν μόνο για τον εαυτό τους. Όταν έφτασε ο Ιάκωβος τον αποπήραν και του συμπεριφέρθηκαν άσχημα. Τον έβαλαν σε ένα άθλιο κελί, τον περιφρονούσαν και τον έδιωχναν με τη συμπεριφορά τους. Είχε καταντήσει άντρο ασυνείδητων και αυτό απογοήτευσε τον Ιάκωβο. Έφυγε από το Μοναστήρι, προσευχήθηκε ατελείωτες ώρες, έκανε χιλιάδες μετάνοιες, νήστεψε υπεράνθρωπα, κοιμόταν καταγής, αγρύπνησε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και πήρε την ηρωική απόφαση να τα αψηφήσει όλα και να επιστρέψει στο Μοναστήρι, αφού η κλήση του Θεού είχε φυτευτεί στην καρδιά του.
Πράγματι το 1952 πήγε στη Μονή του Οσίου Δαβίδ. Εκεί εμφανίστηκε μπροστά του ο Όσιος Δαβίδ με τη μορφή Μοναχού, ο οποίος τον καλωσόριζε, σημάδι ότι ο ίδιος ο Όσιος τον καλούσε να μονάσει και να τον διακονήσει στο Μοναστήρι του. Ο Ιάκωβος υποσχέθηκε ότι θα μείνει εκεί ό,τι και αν συμβεί , όσες κακουχίες και δυσκολίες χρειαστεί να περάσει. Και δεν ήταν λίγες αυτές. Η πολεμική που δεχόταν από τους άλλους τρεις Μοναχούς ήταν δριμεία. Τον βρίζανε, τον περιγελούσαν, του πετούσαν βρώμικα πράγματα, έβαζαν άλλους να τον απειλούν ότι θα τον σκοτώσουν, ακόμα και απόπειρες δολοφονίας εναντίον του έκαναν. Όμως τα υπέμενε όλα ο Ιάκωβος, με καρτερία και πολλή εργασία, στη φτωχή και κατεστραμμένη Μονή.
Ο Ηγούμενος Νικόδημος δεν έμενε στη Μονή, ερχόταν σπάνια και στηριζόταν στις προσπάθειες του Ιακώβου. Αναγνωρίζοντας την υποδειγματική του αφοσίωση τον έκανε γρήγορα μοναχό και κατόπιν Οικονόμο της Μονής, και του ανέθεσε όλες τις ευθύνες, τα κλειδιά της αποθήκης και της πόρτας και τα βιβλία της Μονής. Αυτό προκάλεσε τον οργή των λοιπών μοναχών, οι οποίοι συμπεριφέρονταν με τον πιο αισχρό τρόπο στον Ιάκωβο, μόνο όταν έφευγε για τη Λίμνη ο Ηγούμενος Νικόδημος.
Στα καθήκοντά του ο Μοναχός Ιάκωβος ήταν άριστος, έβαλε τάξη στη ζωή της Μονής με ευσέβεια, ήθος και επιμονή. Στον αγώνα του βέβαια, υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, βγήκε νικητής και πρωταθλητής της υπακοής και της ταπείνωσης, όμως με πολλά στίγματα, πληγές και αρρώστιες. Πάραυτα ο Ιάκωβος δεν λιγοψύχησε. Εργαζόταν σαν υπεράνθρωπος, νήστευε σαν άγγελος και υπάκουε σαν δούλος. Ακόμα και όταν πέθανε η αδελφή του, την οποία αγαπούσε πολύ, ήθελε η μοναστική αρετή της αποταγής του κόσμου και των συγγενών να κυριαρχήσει μέσα του απόλυτα. Ενδιαφερόταν για τη σωτηρία της ψυχής του και παρακαλούσε ακατάπαυστα. Και ένιωσε απέραντη ανακούφιση και παρηγοριά, όταν του «αποκάλυψε» ο Θεός ότι η αδερφή του Αναστασία βρίσκεται περιχαρής «εις ουρανίαν μονήν Ιωάννου του Ρώσου».
Χειροτονήθηκε Διάκονος και τελούσε όλες τις Ακολουθίες στη μέχρι πρότινος εγκαταλειμμένη Μονή, αλλά και στα γύρω χωριά. Είχε επισημάνει το Ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ και τον πλημμύριζε η επιθυμία να ασκητέψει και ο ίδιος εκεί. Όμως δεν ήθελε να εγκαταλείψει το Μοναστήρι. Πήγαινε διαρκώς να προσευχηθεί και να ψάλλει. Αυτή η αξιοζήλευτη ευσέβειά του τον έκανε να κερδίσει επάξια από το Θεό την εξουσία να χρησιμοποιεί ενίοτε και μερικώς τη θεία δύναμη, τις ενέργειες του Θεού, κάτι που γίνεται με τους Αγίους.
Οι θείες εμπειρίες που βίωσε ήταν έντονες και αποκαλυπτικές. Ο Όσιος Δαβίδ εμφανιζόταν μπροστά του στο Ασκητήριο και με διάφορους τρόπους τον προστάτευε από τις εχθρικές διαθέσεις των τσοπάνηδων, των χωρικών και των Μοναχών. Ο Όσιος ήταν πάντα δίπλα του και με τη μορφή συνήθως Μοναχού τον στήριζε, τον βοηθούσε και του έδειχνε τον τρόπο να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις του Σατανά κα τα ανελέητα χτυπήματα και τις επιθέσεις των εχθρών του, οι οποίοι αρκετές φορές τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, αφήνοντας στο σώμα του σημάδια και μελανιές.
Ο Ιάκωβος δεν είχε μόνο ευλάβεια στον όσιο Δαβίδ, αλλά και αφοσίωση και εμπιστοσύνη χωρίς όρια. Με την Αγία κάρα του Οσίου Δαβίδ στο Ναό παρακαλούσε τον Όσιο να του δίνει ταπείνωση και υπακοή, καθώς και βοήθεια στο Μοναστήρι και τους άλλους Μοναχούς. Υπήρξαν φορές που μετέφερε την κάρα του Οσίου Δαβίδ στα χωριά της βόρειας Εύβοιας προς προσκύνηση.
Το 1961 ο Ηγούμενος Νικόδημος και ο Ιερομόναχος Ιάκωβος αποφάσισαν να χτίσουν εκκλησάκι προς τιμήν των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Οι Αρχάγγελοι εμφανίστηκαν τη νύχτα στον Ιάκωβο και του υπέδειξαν τον τόπο και τα μέσα υλοποίησης της εκκλησίας. Και πράγματι όλα έγιναν όπως προαναγγέλθηκε και με θαυμαστή επικουρία.
Σταδιακά άρχισαν να φαίνονται δύο πράγματα. Η πνευματική του πρόοδος, που έφερνε την ακτινοβολία του και η εξασθένηση του οργανισμού του. Τις νύχτες δεν είχε πάλη με τους δαίμονες, αλλά με τους Αγίους και το Θεό. Είχε τόσο θερμή αγάπη και αφοσίωση στους Αγίους και το Θεό, που πλημμύριζε ολόκληρος. Η αγάπη του αυτή τον θέρμαινε και τον απορροφούσε τόσο, που λησμονούσε τη σωματική ασθένεια και τη φοβερή κόπωση. Όλος γινόταν πνεύμα. Μιλούσε με τους Αγίους, γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι, ευφροσύνη κυριαρχούσε σε ολόκληρο το είναι του. Η μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών ήταν στο μικρό κελί του π. Ιακώβου. Μάλιστα ισχυριζόταν ότι συλλειτουργούσε τις νύχτες με την Αγία Τριάδα, είχε δηλαδή την αίσθηση της θείας παρουσίας και έλαμπε ολόκληρος. Την ώρα της Λειτουργίας, του Χερουβικού, της αναφοράς, της Προσκομιδής, της μνημόνευσης των νεκρών έλαμπε και ακτινοβολούσε. Μετέδιδε ηρεμία, ηπιότητα, εσωτερική ησυχία, ειρήνη, ένα δώρο που το διαθέτουν μόνο οι άνθρωποι του Θεού, τα εκλεκτά Του σκεύη, αυτοί που τον αγαπούν πολύ και τον διακονούν με αφοσίωση.
Το 1962 ο Θεός του έστειλε τον σημερινό Ηγούμενο της Μονής, Μοναχό Κύριλλο, ο οποίος παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα δεν είχαν τελειωμό. Πλήθος ασθενειών τον ταλάνιζαν, όμως ο ίδιος τα υπέμενε καρτερικά. Μάλιστα όταν η υγεία του κινδύνευσε, εμφανίστηκε ο Όσιος Δαβίδ με τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο και τον έσωσαν. Συχνά συζητούσε με τους δύο Αγίους, αποκαλώντας μάλιστα τον Όσιο Ιωάννη «θείο Ιωάννη» και «Ομολογητή».
Πάμπολλα θαύματα έγιναν στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ από τον Μοναχό Ιάκωβο, όπως ο πολλαπλασιασμός του πρόσφορου και του λιγοστού φαγητού για εκατό εργάτες, η θεραπεία ενός μικρού παιδιού που δεν μιλούσε, η απόκτηση τέκνων από άτεκνα ζευγάρια, η θεραπεία πολλών ασθενών. Όμως και τα γεγονότα θεοσημείας ήταν πολλά. Το μεγαλύτερο θαύμα, που του πρόσφερε ο Θεός, ήταν τόσο συγκλονιστικό, που ο ίδιος το κατέγραψε σε ένα σημείωμα. Κατά την Αγία Προσκομιδή, μετά τη μνημόνευση, είδε και άγγιξε αίμα, το Πανάγιο Αίμα του Κυρίου. Η αγάπη του για τον Κύριο ήταν απέραντη και η άσκηση υπέρμετρη, όμως και οι δωρεές του Θεού παμμέγιστες.
Ο ίδιος είχε το χάρισμα της προορατικότητας, γνώριζε δηλαδή πράγματα, πληροφορίες και τα μύχια της καρδιάς του συνομιλητή του. Φυλάκιζε αυτήν την ικανότητα που είχε, για να μη δοξάζεται. Απέκτησε πολλά πνευματικά τέκνα, τα οποία υιοθετούσαν τις συμβουλές του. Ο τόσο αυστηρός για τον εαυτό του γέροντας Ιάκωβος έδειχνε μεγάλη κατανόηση για τις δυσκολίες των άλλων. Όμως στη νηστεία, τη λιτότητα και τον εκκλησιασμό έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ήταν αυστηρός στην τήρηση των κανόνων, μα όχι τιμητής. Και οι Μοναχοί που έρχονταν στο Μοναστήρι τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό και αγάπη, ακούγοντας με προσοχή τις νουθεσίες του. Ακόμα και στον Πατριάρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Βαρθολομαίο, όταν τον είχε επισκεφθεί όντας τότε Μητροπολίτης Χαλκηδόνας, του είχε «προφητέψει» ότι θα γίνει Πατριάρχης.
Παράλληλα ήταν ελεήμων, βοηθώντας αναξιοπαθούντες ανθρώπους, ασθενείς και άπορους πολλές φορές δίνοντας μεγάλα ποσά, τα οποία με θαυμαστό τρόπο ποτέ δεν έλειπαν από το ταγάρι του.
Την 25 Ιουνίου 1975 τέθηκε «επί την λυχνίαν», έγινε Ηγούμενος της Μονής. Ολοκλήρωσε την ανακαίνιση αυτής, που είχε ξεκινήσει επί Νικοδήμου και η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σε όλη την Εύβοια και την Αττική. Αρχές της δεκαετίας του 1980 τον επισκέπτονταν πλήθος προσκυνητών για να εξομολογηθούν, ενώ χιλιάδες ήταν τα γράμματα που δεχόταν. Άρχισαν να του φέρνουν δαιμονισμένους για να τους διαβάσει εξορκισμούς ο π. Ιάκωβος και να τους σταυρώσει με την κάρα του Οσίου Δαβίδ.
Η φήμη του είχε επεκταθεί και άλλο, το ίδιο όμως και οι ασθένειές του. Το χειρότερο ήταν το πρόβλημα με την καρδιά του. Χρειάστηκε να βάλει βηματοδότη για να παρατείνει τη ζωή του. Εντούτοις όμως η υγεία του είχε φτάσει στο τελικό στάδιο εξασθένησης. Ο ίδιος όμως έθετε ως προτεραιότητα την προσευχή και την εξομολόγηση. Το πρόσωπό του πια εξέπεμπε μια φωτεινότητα, πιο έντονη από το συνηθισμένο. Όμως και η ευωδία του ήταν δυνατή και πλημμύριζε το χώρο που βρισκόταν.
Την 21 Νοεμβρίου 1991, ημέρα εορτασμού των Εισοδίων της Θεοτόκου ο Μοναχός Ιάκωβος τέλεσε με δυσκολία τη Θεία Λειτουργία, με θεία φωνή που γέμιζε το Ναό, μια εξαίσια μελωδία, σαν να έψαλλαν πολλοί άγγελοι μαζί. Ήταν γεμάτος από ιλαρότητα και υπέρμετρη αγάπη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν το απόγευμα στις 4.17 μ.μ. Ο Μακαριστός Γέροντας άφησε την τελευταία του πνοή και το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε στη μακάρια Μονή του Τριαδικού Θεού.
Στην κηδεία του συνέρρευσαν χιλιάδες άνθρωποι, με δάκρυα και αναφιλητά. Ο θρήνος τους ήταν μεγάλος. Η μόνη τους παρηγοριά ήταν ότι η όψη του Γέροντα ήταν λευκοκέρινη, οσιακή. Ο Θεός του έδωσε το χάρισμα της λαμπρής οσιακής όψης, όπως και την κατάλυση στο πρόσωπό του των φυσικών νόμων, που συμβαίνουν στους νεκρούς, όπως παγωνιά και ακαμψία. Η θερμοκρασία του σώματός του ήταν διατηρημένη και τα χέρια του εύκαμπτα. Χιλιάδες πιστοί φώναζαν «άγιος, άγιος», μαρτυρώντας στον ουρανό ομόφωνα, μυριόστομα και βροντερά την αγάπη τους για τον Γέροντα.
Ο τάφος του Μακαριστού Γέροντα Ιακώβου βρίσκεται στη νότια πλευρά του Καθολικού του Ναού στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ. Χιλιάδες προσκυνητές επισκέπτονται το Μοναστήρι αναγνωρίζοντας τα χαρίσματα του Ιακώβου και την παρρησία του στο Θεό και τους Αγίους. Μετά την κοίμησή του συνεχίζει να επιτελεί θεοσημείες, με πολλές εμφανίσεις του σε όσους έχουν ανάγκη.
Πηγή
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με Αφετηρία την Καταλωνία...
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επιστολή Αγίου Παϊσίου σε πνευματικό του τέκνο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ