2017-10-08 09:40:58
Φωτογραφία για ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ 2017
«Μη κλαίε»(Λουκ. 7,13)

                            Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Μην κλαίτε τους νεκρούς, κλάψτε τους ζωντανούς!

ΘΑ σᾶς πῶ ἁπλᾶ λόγια, καὶ θέλω νὰ προσέξετε.

Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα.

Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε μόνο ἕνα θαῦμα. Ἔκανε μυριάδες θαύματα. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δέντρων; μετρᾷς τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ; Ἄλλο τόσο κι ἀκόμη πιὸ δύσκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ.

Δὲν εἶνε μόνο τὰ θαύματα ποὺ διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὰ εἶνε τὰ λιγώτερα. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε γεμᾶτος θαύματα. Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε αἰωνία· θαυματουργοῦσε, θαυματουργεῖ καὶ θὰ θαυματουργῇ. Ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).

Ἐγώ, ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν κόσμο, ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι.

* * *


Τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς διηγεῖται σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα.

Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν ἔμενε σ᾿ ἕνα μέρος. Πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριά, γιὰ νὰ διδάξῃ, γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τοὺς ἀρρώστους, προπαντὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο.

Τὸ μεγαλύτερο δὲν εἶνε νὰ γίνῃς καλὰ καὶ νὰ ζήσῃς ὀγδόντα, ἐνενήντα, ἑκατὸ χρόνια. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν. Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πεθάνῃ χωρὶς ν᾿ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ―μὲ τὸ στόμα τοῦ πνευματικοῦ― τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι». Ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρέος. Κάθε ἁμαρτία μας εἶνε ἕνα χρέος.

Γλέντησε, ἄνθρωπε, φάγε καὶ πιές. Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, κι ἀλλοίμονό σου ἂν πεθάνῃς μὲ ἀνεξόφλητο τὸ χρέος σου.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ παρηγορήσῃ, νὰ θεραπεύσῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.

Ἔτσι περπατώντας ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ Ναΐν. Ἐκεῖ εἶδε συγκεντρωμένο κόσμο πολύ.

Τί ἦταν, γάμος; Ὤ, ἂν ἦταν γάμος, θ᾿ ἀκούγονταν βιολιὰ καὶ χοροί. Τώρα ἀκούγονταν κλάματα φοβερά.

Ἦταν κηδεία ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, ἑνὸς παλληκαριοῦ. Ἕνα λουλούδι, ποὺ δὲν ἄνοιξε ἀκόμη τὰ πέταλά του, ποὺ δὲν ἀπήλαυσε τὴ ζωή.

Δὲν εἶχε φτάσει στὰ εκοσί του χρόνια, καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ πέθανε. Νεκρὸ τώρα μέσα στὸ φέρετρο. Τὸ πῆραν στὰ χέρια καὶ τὸ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴ μαύρη γῆ. Ἐκεῖ συνάντησε ὁ Χριστὸς τὸ χάρο, τὸ θάνατο.

Πίσω ἀπ᾿ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε μιὰ μάνα δυστυχισμένη. Δὲν εἶχε ἕξι – ἑφτὰ παιδιά. Ἕνα τὸ εἶχε καὶ μονάκριβο. Κι αὐτὴ ἦταν χήρα. Πρὶν λίγα χρόνια ἔχασε τὸν ἄντρα της. Παρηγοριά της ἔμενε τὸ παιδί. Καὶ τώρα ἐκεῖνο πέθανε, κι αὐτὴ κλαίει σπαρακτικά.

Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλος ἀγάπη, τί κάνει; Πλησιάζει τὸ φέρετρο, ποὺ τὸ κρατοῦν τέσσερις ἄντρες, καὶ λέει στὴ γυναῖκα· «Μὴν κλαῖς». Μὰ μπορεῖς σὲ μιὰ μάνα ποὺ ἔχει μπροστά της ἕνα φέρετρο νὰ πῇς, «Μὴν κλαῖς»; Εὔκολο νὰ τὸ πῇς. Ὅλοι τὸ λέμε. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε μὲ ἔργο. Ποιό ἔργο; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Τί ἔκανε;

Μὲ τὰ χέρια του τὰ παντοδύναμα ἄγγιξε τὸ νεκρὸ κορμί, ποὺ ἦταν μέσα στὸ φέρετρο. Καὶ μόλις τὸ ἄγγιξε, ἦρθε ἡ ζωή. Ἡ νεκρὴ καρδιὰ ἄρχισε νὰ χτυπάῃ. Τὰ μάτια ἄνοιξαν. Τὰ αὐτιὰ ἄρχισαν ν᾿ ἀκοῦνε. Τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια κινήθηκαν. Τινάχτηκε ὁλόκληρος.

Ὤ Θεέ μου! Ὅταν τὸ εἶδαν, ὅλοι στὴ συνοδεία φοβήθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ λένε· Τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάδαμε· ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὴ γῆ!

Φαντασθῆτε τώρα τὴ χήρα, πῶς θὰ ἔπεσε καὶ θὰ προσκύνησε τὸ Χριστὸ καὶ μὲ τί λόγια θὰ ἐξεδήλωνε τὴν εὐγνωμοσύνη της.

* * *

Αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε στὴ χήρα ὁ Χριστός, «Μὴν κλαῖς», τὰ δια λέει καὶ σήμερα σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ καὶ σήμερα κλαῖνε οἱ ἄνθρωποι, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἐποχή· καὶ θὰ κλαῖνε πάντοτε.

Καὶ ποιός δὲν κλαίει, ἀγαπητοί μου! Κλαίει ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε. Κλαίει ἡ μάνα γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἔχασε. Κλαίει ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχασε νέα. Κλαῖνε οἱ γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες των. Κλαίει κόσμος καὶ κόσμος.

Δὲν ὑπάρχει σπίτι, ετε καλύβα ετε παλάτι, ποὺ νὰ μὴ χύνῃ δάκρυα. Μὲ δάκρυα γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη εἶνε ἕνα κλάμα. Ἂν μπορούσαμε νὰ μαζέψουμε τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ κάναμε μιὰ λίμνη, τὴν πιὸ μεγάλη λίμνη τοῦ κόσμου, μὲ μιὰ ἐπιγραφή· «Ἡ λίμνη τῶν δακρύων».

Ἀλλ᾿ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13).

―Νὰ μὴν κλαῖμε; Πῶς νὰ μὴν κλαῖμε;

Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ἂν μποροῦσαν οἱ πεθαμένοι ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ μνήματα νὰ μιλήσουν, ξέρετε τί θὰ μᾶς λέγανε; Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστεύαμε στὸ Χριστό, ὅσοι τὸν λατρεύαμε ὅταν ἤμασταν στὴ γῆ, τώρα περνοῦμε πολὺ καλύτερα στὸν ἄλλο κόσμο.

―Μπά, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος;

Ναί, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, ἄλλο τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος.

Θὰ μᾶς λέγανε λοιπὸν οἱ νεκροί·

Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς φύγαμε ἀπὸ τὴν καλύβα καὶ εμαστε στὰ παλάτια τ᾿ οὐρανοῦ. Εμαστε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Μὴν κλαῖτε γιὰ μᾶς. Νὰ χαίρεστε, γιατὶ εμαστε κοντὰ στὸ Χριστό, κοντὰ στοὺς ἁγίους, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων.

Νὰ κλαῖτε γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ τοὺς ἀποθαμένους. Τὰ δάκρυα, ποὺ χύνετε γιὰ τοὺς ἀποθαμένους, εἶνε χαμένα δάκρυα. Νὰ κλαῖτε γιὰ τοὺς ζωντανούς.

Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες ποὺ εἶστε παντρεμένες, νὰ κλαῖτε ὄχι ὅταν ἀποθάνῃ ὁ ἄντρας σας, ἀλλὰ τώρα, ποὺ εἶνε ζωντανὸς μὰ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία.

Μοῦ ἔλεγε μιὰ γυναίκα·

―Πάω κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Τό ᾿χω ὅμως καημὸ στὴν καρδιά μου. Ὁ ἄντρας μου ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στεφανωθήκαμε ἔχει δεκαπέντε χρόνια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία. Βλαστημάει, βρίζει, δὲν θέλει ν᾿ ἀκούσῃ γιὰ τὸ Θεό Γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ σαπίζουν στὶς ταβέρνες καὶ νὰ ἔρχωνται μετὰ τὶς δώδεκα στὸ σπίτι· γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ χαρτοπαίζουν, νὰ πίνουν καὶ νὰ βλαστημᾶνε τὸ Θεό· ἐσεῖς, γυναῖκες, κλαύσατε τοὺς ἄντρες σας.

Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ ἄντρες, ἂν βλέπετε τὶς γυναῖκες σας νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ βαδίζουν μὲ τὰ θελήματα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας, κλαύσατέ τις τώρα ποὺ εἶνε ζωντανές, ὄχι ὅταν ἀποθάνουν.

Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ πατεράδες καὶ μανάδες, κλαύσατε ὄχι γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ πέθαναν· αὐτὰ εἶνε ἀγγελούδια. Μὴν κλαῖτε τὰ μικρὰ παιδιά. Τὰ πῆρε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά σας, γιὰ νὰ εἶνε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Μακάρι κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθαίναμε μικρὰ παιδιά, γιὰ νὰ εμεθα τώρα μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Κλαύσατε γιὰ τὴ νεότητα, γιὰ τὰ σημερινὰ παιδιά, ποὺ φύγανε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πιστεύουν πιά. Τὰ σημερινὰ παιδιὰ κινδυνεύουν καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς.

Εἶδα ἕναν πατέρα ποὺ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς.

―Τί ἔχεις καὶ κλαῖς; τὸν ἐρωτῶ.

―Ἔχασα τὸ παιδί μου, ἀπαντᾷ.

―Πέθανε τὸ παιδί σου;

―Ὄχι. Καλύτερα νὰ πέθαινε.

―Ζῇ τὸ παιδί σου καὶ κλαῖς;

―Κλαίω, γιατὶ πῆρε τὸν κακὸ τὸ δρόμο. Γυρίζει στὰ κέντρα. Ἔγινε ἀλήτης καὶ κακοποιός…

Θὰ σᾶς πῶ κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω.

Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, νὰ κλαύσωμε. Ὄχι τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ τοὺς ζωντανούς. Τὰ δάκρυα στοὺς τάφους εἶνε μάταια. Ἀλλοῦ χρειάζονται δάκρυα. Κ᾿ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ καλόγεροι, ἂν φοροῦμε τὰ ῥάσα μαῦρα, τὰ φοροῦμε εἰς ἔνδειξιν πένθους, γιὰ νὰ κλαύσωμε τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ μας.

Νὰ κλαύσωμε. Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Φτάνουν πιὰ οἱ ἁμαρτίες μας. Φτάνουν οἱ βλαστήμιες. Φτάνει ἡ ψευδορκία. Φτάνουν τὰ διαζύγια, ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία. Φτάνουν πιὰ ὅλα αὐτά. Διότι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6). Εδαμε ὣς τώρα δυὸ παγκοσμίους πολέμους. Ἔρχεται ὁ τρίτος, ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16). Αὐτὸς πιὰ θὰ εἶνε ὁ τελευταῖος πόλεμος.

Μανάδες ποὺ ἔχετε παιδιά, πατεράδες ποὺ ἔχετε νέους, κλαύσατε μὲ δάκρυα γιὰ νὰ σώσετε τὰ παιδιά σας. Κόσμε, ποὺ γλεντᾷς, μετανόησε καὶ κλαῦσε. Ἄλλαξε πορεία, γιὰ νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ Θεὸς καὶ νὰ παρατείνῃ τὸ ἔλεός του.

† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας

Αὐγουστῖνος

Η ανάσταση του νέου στην Ναΐν

Στο αυριανό ευαγγέλιο υπάρχει μια δραματική σκηνή αναμέτρησης πού τα λέει όλα: Η πομπή του Χριστού μπαίνει πανηγυρικά στην πόλη, η νεκροπομπή βγαίνει με θρήνους από αυτήν . Η ζωή συναντιέται μετωπικά με τον θάνατο. Αυτή η στιγμή είναι από τις πιό δραματικές και εύγλωττες του ευαγγελίου. Είναι μια εικόνα τετ α τετ. Μια σιωπή πριν την καταιγίδα και την μάχη, πού προϊδεάζει την χαρά. Είναι μια εικόνα πού συμπυκνώνει την οικονομία. Ο Θεός εισέρχεται στον κόσμο των ανθρώπων, ο θάνατος εγκαταλείπει τον κόσμο τους.

Ούτε είναι φυσικός ο θάνατος , ούτε ο άνθρωπος πλάστηκε για να πεθάνει. Ποτέ δεν θα συμφιλιωθούμε με τον θάνατο, γιατί είναι έξω από μας. Ο πρώτος θάνατος είχε την υπαιτιότητα του στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Κάιν σκότωσε τον αδελφό του, ο οποίος αδελφός έγινε θνητός επειδή ο πατέρας του μνηστεύτηκε τον θάνατο με την αποστασία από τον Θεό. Λοιπόν κάθε θάνατος είναι παραλογισμός αφύσικος, πού θυμίζει στον άνθρωπο την αποστασία του και την αδυναμία του να ζήσει κατά χάριν αθάνατος και την ροπή του προς το κακό.Η Αποκάλυψη αναφέρεται στον θάνατο ως έσχατο ΕΧΘΡΟ του ανθρώπου. Πολλές φορές ο θάνατος αναφέρεται ως ανάσχεση της διαιώνισης της αμαρτίας και ανάπαυση. Και είναι. Γιατί ο άνθρωπος είναι αδύναμος και με ροπή προς την αυτοκαταστροφή. Μόνο έτσι μπορούμε να νοήσουμε τον θάνατο ώς δώρο και παραχώρηση του Θεού, αλλά ποτέ ως υπαιτιότητα Του. Μνήμη θανάτου δεν είναι θέλξη προς τον θάνατο, αλλά συναίσθηση πώς απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις. Αν ο θάνατος ήταν ευεργετικός δεν θα είχαμε θάνατο του Χριστού ούτε κάθοδο στον Άδη. Ο Χριστός είναι ο τελευταίος νεκρός. Ο θάνατος του Χριστού στον σταυρό είναι ο τελευταίος θάνατος.Μετά μπορούμε να μιλάμε για κοίμηση. Η κοίμηση προϋποθέτει εγρήγορση, κοινή ανάσταση. Αυτό είναι το ζητούμενο και αυτό μας απασχολεί ιδιαίτερα. Γιατί, η πίστη και η προσδοκία μας δεν είναι θανατοκεντρική, αλλά αναστάσιμη.

To αυριανό ευαγγέλιο είναι πολύ σκληρό για πολλούς γονείς πού έχασαν τα παιδιά τους και γενικότερα για όλους εμάς πού βιώνουμε το πένθος της απώλειας, δηλαδή για όλους ανεξαιρέτως. Τί το παραπάνω είχε αυτή η χήρα στην Ναΐν απ'όλες τις μητέρες πού θρηνούν τον χαμό των παιδιών τους; Τί το παραπάνω είχαν οι συγγενείς του Λαζάρου και ο Ιάειρος απ'όλους τους πενθούντες της γης; Τί το ιδιαίτερο είχαν αυτοί οι νεκροί πού ανέζησαν και δεν ανέζησαν όλοι οι άλλοι και μάλιστα οι προσφιλείς μας;

Ο Χριστός δεν ανέστησε τους παραπάνω για να ζήσουν αιώνια από κει και πέρα, για να ζήσουν σαν νεκροζώντανοι ή κατά χάριν αθάνατοι σε διαφορά από όλους τους άλλους ανθρώπους. Γιατί και ο νέος της Ναΐν και ο Λάζαρος και η κόρη του Ιάειρου σε κάποια συγκεκριμμένη στιγμή ξαναέζησαν τον θάνατο. Όλα αυτά έγιναν και συνέβησαν για να πιστοποιηθεί ζωντανά πώς ο Χριστός είναι η Ανάσταση και η Ζωή, ο Κύριος του Θανάτου και πώς η κοινή ανάσταση είναι τόσο ασφαλής και σίγουρη όσο η βιολογική ζωή και πώς ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα πού θα καταργηθεί!

Το πένθος της απώλειας δεν πρέπει να καταλογίζεται με ηθικιστικό τρόπο ως αμαρτία. Πολλές φορές το βλέπουμε σαν αναισθησία ή μοιρολατρεία ή πώρωση ανωτερότητας σε χριστιανούς ανθρώπους και διακρίνουμε πώς ο αδιάκριτος ευσεβισμός μας καθιστά θηρία αναίσθητα. Από το ιδιο αίμα και το χώμα είμαστε με τον εκλιπόντα γι αυτό και επαναστατούμε και θλιβόμαστε. Αλλοίμονο σε αυτόν πού δεν δακρύζει. Η θεός ή δαίμονας είναι, δεν είναι κάτι το ανθρώπινο. Όμως η απελπισία είναι χειρότερη από τον ίδιο τον θάνατο. Είναι η εικόνα του νεκροζώντανου ανθρώπου. Όλα με μέτρο. Χρειάζεται μια συναίσθηση και μια προετοιμασία ανά πάσα στιγμή πού διαφεύγει στον άνθρωπο σχεδόν πάντα. Γιατί διψάμε για ζωή, διψάμε για να νικήσουμε την ζωή και όχι για να νικήσουμε τον θάνατο και την ιδέα του, ως κάποιο βαθμό πάντα.Όσο ο άνθρωπος είναι δεμένος με τον θάνατο, τόσο είναι εξαρτημένος και από την ζωή. Δεν λέω πώς αυτό δεν είναι ανθρώπινο ή ότι είναι μεμπτό. Λέω απλά πώς μας αποξενώνει από την ιδέα του θανάτου, ενώ είναι τόσο αφύσικος όσο και αναμενόμενος.

Στο ορθόδοξο ήθος μας, έχουμε ένα άλλο είδος πένθους, ο οποίο και με παράδοξο τρόπο μακαρίζεται. Ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντες γιατί θα παρηγορηθούν και αυτούς πού κλαίνε γιατί θα γελάσουν και αναφέρεται στο πένθος της διαρκούς, ζωντανής και εσωτερικής μετάνοιας για την αμαρτία την δική μας και την αμαρτία του κόσμου, πού ταπεινώνει και εξημερώνει τον άνθρωπο και τον καθιστά διαρκώς να έχει μνήμη Θεού και μνήμη θανάτου. Οι κατά Θεόν πενθούντες μπροστά στον άκαιρο θάνατο ενός παιδιού ή νέου ανθρώπου, συλλογίζονται και συναισθάνονται μια άλλη πραγματικότητα: Πώς όσο νεότερος ο εκλιπών, τόσο λιγότερη η διατριβή του με τα δεινά και τις αμαρτίες και τα πάθη του κόσμου. Τα πικρά δάκρυα χύνονται κυρίως για τον εαυτό και για τους άλλους, πού ενώ τους δίνεται καιρός, δηλαδή ευκαιρία στην ζωή παραμένουν αμετανόητοι και πωρωμένοι και δεν βάζουν αρχή σωτηρίας. Για αυτό και ο διαρκώς πενθών θρηνεί για τα ατιμασμένα γηρατειά, στα οποία η έξη και η συνήθεια παγίωσαν την αμαρτία περισσότερο και εντονότερα , παρά στην κοίμηση ενός νέου ανθρώπου. Δεν σώζεται αυτόματα ο ακαίρως αποθανών, αποδημεί όμως συνηθέστερα με ελαφρύτερο το φορτίο. Άλλωστε ο σοφός Σολομών μας παροτρύνει να ενθυμούμαστε τον Πλάστη μας, πριν έρθει η ημέρα η φοβερά της κατάπτωσης και της φυσικής αδυναμίας, όταν ο αγώνας δεν θα μπορεί πλέον να είναι τόσο έντονος και όπου η διάθεση ελαττούται και μειώνεται και όπου η συνήθεια βασιλεύει και κυριαρχεί. Και αυτός ο θάνατος πλακώνει και ψυχή και σώμα και νεκρώνει και την αντίδραση και την διάθεση και την απόφαση. Αυτός ο θάνατος θα πρέπει να μας προβληματίζει εντονότερα.

Ὅταν πενθοῦμε

«Μὴ κλαῖε»

Καθὼς ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ πλῆθος κόσμου πλησίαζε στὴν πόλη τῆς Ναΐν, συνάν­τησε μιὰ νεκρικὴ πομπή. Δὲν ἦταν μιὰ συν­ηθισμένη κηδεία· ὁ νεκρὸς ἦταν νεαρός, καὶ μάλιστα τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας. 

Ἡ πονεμένη μάνα ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη· οἱ συγχωριανοί της συγκλονισμένοι τῆς συμπαρίσταντο σιωπηλοί. Ὁ Κύριος ἔνιωσε βαθιὰ συμπάθεια γιὰ τὴν πονεμένη μητέρα· τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ταυτόχρονα ἄγγιξε τὸ φέρετρο καὶ ἡ θλιβερὴ πομπὴ σταμάτησε. Μ᾿ ἕναν Του λόγο: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», ἀνέστησε τὸ ἀγόρι καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἔκπληκτη καὶ παρηγορημένη μητέρα του… 

«Μὴ κλαῖε». Τί σήμαινε ὅμως ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ χήρα τῆς Ναῒν καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας; Αὐτὸ θὰ δοῦμε πολὺ σύντομα σήμερα.

1. Λόγος συμπάθειας ἀλλὰ καὶ ἐξουσιαστικὸς

«Μὴν κλαῖς». Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτὸ τὸν λόγο σὲ μιὰ χήρα ποὺ μόλις ἔχασε τὸ μόνο στήρι­γμα τῆς ζωῆς της, τὸ μονάκριβο παιδί της; Τί νόημα θὰ εἶχε νὰ τὸν πεῖ; Τέτοιος λόγος δὲν θὰ παρηγοροῦσε τὴν πενθοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὴν πλήγωνε ἀκόμη περισσότερο, θὰ βάρυνε τὸ πένθος της, διότι ἔδειχνε ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸν λέει δὲν καταλάβαινε τὸν πόνο της. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ παρηγορήσει κανεὶς μὲ λόγια κάποιον πολὺ πονεμένο, ὅταν δὲν ἔχει ζήσει τὸν πόνο του.

Στὸ στόμα ὅμως τοῦ Κυρίου ἡ προτροπὴ «Μὴν κλαῖς» δὲν ἦταν ἄκριτος λόγος, ἀλλὰ εἶχε νόημα. Ἦταν λόγος ποὺ φανέρωνε τὴ συμπάθεια τοῦ Κυρίου – τὸ δηλώνει σαφῶς τὸ ἱερὸ κείμενο – καὶ συγχρόνως τὴν ἐξουσία Του ἐπάνω στὸ θάνατο – ἐφόσον συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἀμέσως ἐπακολούθησε. Ἦταν λόγος καὶ ἀνθρώπινης συμπάθειας ἀλλὰ καὶ θεϊκῆς ἐξουσίας.

«Μὴν κλαῖς· σταμάτα νὰ κλαῖς· διότι τώρα εἶμαι Ἐγὼ ἐδῶ, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Μὴν κλαῖς. Γιατὶ δὲν μένω ἀδιάφορος στὸ μεγάλο σου πόνο, στὰ θερμά σου δάκρυα. Θέλω νὰ τὰ στεγνώσω καὶ μπορῶ νὰ τὰ στεγνώσω. Μὴν κλαῖς, διότι τώρα θὰ ἀναστήσω τὸ παιδί σου».

«Μὴν κλαῖς»: λόγος ἐξουσιαστικός, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πεῖ σ᾿ ἕναν τόσο πονεμένο ἄνθρωπο μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός, Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ νιώθει τὴ δοκιμασία μας καὶ ἦλθε νὰ συν­τρίψει τὸν θάνατο.

2. Πένθος μὲ ἐλπίδα

Ὁ Κύριος ἀπευθύνει τὸ «Μὴ κλαῖε» καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, στὸν πιστὸ τῆς κάθε ἐποχῆς ποὺ πενθεῖ τοὺς προσ­φιλεῖς νεκρούς του. Βέβαια ἀπευθύνει αὐτὸ τὸν λόγο μὲ ἄλλη σημασία ἀπὸ ὅ,τι στὴ χήρα. Διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς μας, ὥστε νὰ συνεχίσουν αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς φθορᾶς καὶ νὰ ξαναπεθάνουν· ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ τοὺς ἀναστήσει κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία χαρίζον­τάς τους ἄφθαρτο σῶμα, ὥστε νὰ ζήσουν πλέον αἰωνίως στὴ Βασιλεία Του.

Μᾶς ἀπευθύνει τὸ «Μὴν κλαῖς» μὲ τὴν ἔννοια ὄχι νὰ μὴν πενθοῦμε, ἀλλὰ νὰ μὴν πενθοῦμε ὑπερβολικά, νὰ μὴ λυπούμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (βλ. Α´ Θεσ. δ´ 13). Διότι ἐμεῖς ἔχουμε ἐλπίδα. Μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. 

Νίκησε τὸν θάνατο, ἐκμηδένισε τὴ δύναμη τοῦ Ἅδη· καὶ τώρα ζεῖ στοὺς οὐρανούς, παρακολουθεῖ μὲ πολλὴ συμ­πά­θεια τὸν ἀγώνα καὶ τὶς θλίψεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴ Χάρι Του νὰ τὶς ὑπομένουμε. Ἀγαπᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἐκδημήσαντα οἰκεῖο μας, μὲ τέλεια ἀγάπη. Ἡ πίστη μας σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη μᾶς δίνει τὴ ζωντανὴ πληροφορία ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας δὲν χάθηκε στὸν Ἅδη, οὔτε τὸν ἀποχωρισθήκαμε γιὰ πάν­τα. Ἀλλὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς τὴν πιὸ κατάλληλη στιγμὴ καὶ τὸν ἀνέπαυσε κοντά Του. Σύντομα θὰ τὸν συναντήσουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον ἐκεῖ ὁ θάνατος· οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ σπαρακτική, οὔτε πόνος (βλ. Ἀποκ. κα´ [21] 4), ἀλλὰ ἀτελεύτητη ζωὴ ἀπέραν­της μακαριότητος.

***

Σήμερα στὴν ἔξοδο τῆς Ναΐν, μιᾶς μικρῆς πόλεως τῆς Γαλιλαίας, ἔσπευσε ὁ Κύριος νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο τὸν συντετριμμένο ἀπὸ τὴν πιὸ σκληρὴ δοκιμασία: τὸν θάνατο. Ἔσπευσε νὰ τὸν συναντήσει γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Μὴν κλαῖς». Διότι νά, ἦλθα· ἦλθα νὰ στεγνώσω τὰ δάκρυά σου, νὰ σταματήσω τὴν τραγικὴ μονόδρομη πορεία σου πρὸς τὸν Ἅδη καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξω ὁλόφωτο δρόμο ζωῆς πρὸς τὸν οὐρανό. «Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ». Μόνο δῶσε μου τὴν καρδιά σου, γίνε δικός μου, καὶ θὰ σοῦ χαρίσω ζωὴ καὶ πλήρωμα ζωῆς στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες… 

Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομά Του!
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ