2017-10-09 10:15:32
Τρία στα τέσσερα δείγματα μελιού (75%) και από τις έξι ηπείρους της Γης βρέθηκαν να περιέχουν νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα, αν και σε ποσότητες εντός των ορίων ασφαλείας για τη διατροφή των ανθρώπων. Όμως το πρόβλημα φαίνεται να είναι πιο σοβαρό για τις μέλισσες.
Φιλικά για το περιβάλλον αλλά όχι για τις μέλισσες
Τα εν λόγω ευρέως χρησιμοποιούμενα παρασιτοκτόνα, που θεωρούνται πιο φιλικά στο περιβάλλον σε σχέση με αντίστοιχα παλαιότερης γενιάς αγροχημικά προϊόντα, έχουν κατηγορηθεί ότι κάνουν κακό στις μέλισσες. Η νέα διεθνής επιστημονική έρευνα βρήκε ότι στο ένα τρίτο των μελιών (34%) η ποσότητα των νεονικοτινοειδών είναι αρκετή για να βλάψει τις μέλισσες. Στο 30% των μελιών βρέθηκε ένα νεονικοτινοειδές, ενώ σχεδόν στα μισά μέλια (45%) ανιχνεύθηκε ένα «κοκτέιλ» από δύο ή περισσότερα διαφορετικά νεονικοτινοειδή. Το 10% των μελιών περιείχαν τέσσερις ή πέντε τέτοιες ουσίες.
Τα νεονικοτινοειδή εμφανίσθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα αποτελούν το ένα τρίτο περίπου της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων. Ονομάσθηκαν έτσι, επειδή βασίζονται στη χημική δομή της νικοτίνης, ενώ η προστατευτική δράση τους οφείλεται στο ότι επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των καταστροφικών για τα φυτά εντόμων και άλλων παρασίτων, προκαλώντας τους παράλυση και θάνατο. Οι μέλισσες απορροφούν τα νεονικοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών.
Η χρόνια επίπτωση των νεονικοτινοειδών στις μέλισσες και στα άλλα έντομα που κάνουν την πολύτιμη εργασία της επικονίασης των φυτών, αποτελεί θέμα επιστημονικής έρευνας και διαμάχης εδώ και χρόνια. Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει τα εν λόγω φυτοφάρμακα με τη μείωση του πληθυσμού και την επιδείνωση της υγείας των μελισσών.
Παρόντα παντού, αλλά στα επιτρεπτά όρια
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή βιολογίας Έντουαρντ Μίτσελ του ελβετικού Πανεπιστημίου του Νοϊσατέλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", ανέλυσαν 198 τυχαία επιλεγμένα δείγματα μελιού από τοπικούς παραγωγούς σε όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής (όπου δεν υπάρχουν μελίσσια!).
Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις νεονικοτινοειδών βρέθηκαν στα μέλια της Βόρειας Αμερικής (στο 86% των δειγμάτων), της Ασίας (80%) και της Ευρώπης (79%), όπου τα εν λόγω φυτοφάρμακα έχουν εν μέρει απαγορευθεί από το 2013. Η μικρότερη περιεκτικότητα διαπιστώθηκε στα μέλια της Νότιας Αμερικής (57%). Βρέθηκαν ίχνη των εν λόγω χημικών ουσιών ακόμη και σε μέλια από απομακρυσμένα μέρη, όπως νησιά στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού.
Οι επιστήμονες καθησύχασαν ότι τα ευρήματά τους δεν πρέπει να ανησυχήσουν όσους τρώνε μέλι. Σύμφωνα με τον Μίτσελ, «η μεγάλη πλειονότητα των δειγμάτων που μελετήσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τον οποιονδήποτε κίνδυνο για τους καταναλωτές» δήλωσε στο BBC ο λέκτορας αγροοικολογίας Αλεξάντρ Αεμπί του ίδιου ελβετικού πανεπιστημίου. «Τα νεονικοτινοειδή είναι αρκετά κάτω από το όριο, συνεπώς νομίζω ότι δεν αποτελούν σημαντική πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία»,
«Θα έπρεπε να τρώμε πάρα πολύ μέλι και άλλα προϊόντα με τις ίδιες ουσίες για να υπάρξει κάποια επίπτωση, αλλά νομίζω ότι η μελέτη μας είναι μια προειδοποίηση για την ενεργοποίηση της αρχής της προφύλαξης. Έχει διαπιστωθεί ότι τα νεονικοτινοειδή δημιουργούν ενδοκρινικές διαταραχές στις μέλισσες, οπότε ποιος ξέρει» είπε, αλλά πρόσθεσε: «Το δικό μου μέλι (σ.σ. είναι και ερασιτέχνης μελισσοκόμος) περιέχει ίχνη τριών νεονικοτινοειδών, παρόλα αυτά το τρώω και το δίνω στα παιδιά μου».
Εκπρόσωποι των παραγωγών των νεονικοτινοειδών αντέτειναν ότι αφενός είναι αδύνατο να εξαχθούν συμπεράσματα από μια έρευνα με τόσο μικρό αριθμό δειγμάτων και αφετέρου ότι η παρουσία ιχνών των εν λόγω ουσιών δεν αποτελεί από μόνη της πηγή ανησυχίας, καθώς οι ποσότητες είναι πολύ μικρές και πολύ κάτω από τα όρια ασφαλείας για τους ανθρώπους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Φιλικά για το περιβάλλον αλλά όχι για τις μέλισσες
Τα εν λόγω ευρέως χρησιμοποιούμενα παρασιτοκτόνα, που θεωρούνται πιο φιλικά στο περιβάλλον σε σχέση με αντίστοιχα παλαιότερης γενιάς αγροχημικά προϊόντα, έχουν κατηγορηθεί ότι κάνουν κακό στις μέλισσες. Η νέα διεθνής επιστημονική έρευνα βρήκε ότι στο ένα τρίτο των μελιών (34%) η ποσότητα των νεονικοτινοειδών είναι αρκετή για να βλάψει τις μέλισσες. Στο 30% των μελιών βρέθηκε ένα νεονικοτινοειδές, ενώ σχεδόν στα μισά μέλια (45%) ανιχνεύθηκε ένα «κοκτέιλ» από δύο ή περισσότερα διαφορετικά νεονικοτινοειδή. Το 10% των μελιών περιείχαν τέσσερις ή πέντε τέτοιες ουσίες.
Τα νεονικοτινοειδή εμφανίσθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα αποτελούν το ένα τρίτο περίπου της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων. Ονομάσθηκαν έτσι, επειδή βασίζονται στη χημική δομή της νικοτίνης, ενώ η προστατευτική δράση τους οφείλεται στο ότι επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των καταστροφικών για τα φυτά εντόμων και άλλων παρασίτων, προκαλώντας τους παράλυση και θάνατο. Οι μέλισσες απορροφούν τα νεονικοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών.
Η χρόνια επίπτωση των νεονικοτινοειδών στις μέλισσες και στα άλλα έντομα που κάνουν την πολύτιμη εργασία της επικονίασης των φυτών, αποτελεί θέμα επιστημονικής έρευνας και διαμάχης εδώ και χρόνια. Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει τα εν λόγω φυτοφάρμακα με τη μείωση του πληθυσμού και την επιδείνωση της υγείας των μελισσών.
Παρόντα παντού, αλλά στα επιτρεπτά όρια
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή βιολογίας Έντουαρντ Μίτσελ του ελβετικού Πανεπιστημίου του Νοϊσατέλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", ανέλυσαν 198 τυχαία επιλεγμένα δείγματα μελιού από τοπικούς παραγωγούς σε όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής (όπου δεν υπάρχουν μελίσσια!).
Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις νεονικοτινοειδών βρέθηκαν στα μέλια της Βόρειας Αμερικής (στο 86% των δειγμάτων), της Ασίας (80%) και της Ευρώπης (79%), όπου τα εν λόγω φυτοφάρμακα έχουν εν μέρει απαγορευθεί από το 2013. Η μικρότερη περιεκτικότητα διαπιστώθηκε στα μέλια της Νότιας Αμερικής (57%). Βρέθηκαν ίχνη των εν λόγω χημικών ουσιών ακόμη και σε μέλια από απομακρυσμένα μέρη, όπως νησιά στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού.
Οι επιστήμονες καθησύχασαν ότι τα ευρήματά τους δεν πρέπει να ανησυχήσουν όσους τρώνε μέλι. Σύμφωνα με τον Μίτσελ, «η μεγάλη πλειονότητα των δειγμάτων που μελετήσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τον οποιονδήποτε κίνδυνο για τους καταναλωτές» δήλωσε στο BBC ο λέκτορας αγροοικολογίας Αλεξάντρ Αεμπί του ίδιου ελβετικού πανεπιστημίου. «Τα νεονικοτινοειδή είναι αρκετά κάτω από το όριο, συνεπώς νομίζω ότι δεν αποτελούν σημαντική πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία»,
«Θα έπρεπε να τρώμε πάρα πολύ μέλι και άλλα προϊόντα με τις ίδιες ουσίες για να υπάρξει κάποια επίπτωση, αλλά νομίζω ότι η μελέτη μας είναι μια προειδοποίηση για την ενεργοποίηση της αρχής της προφύλαξης. Έχει διαπιστωθεί ότι τα νεονικοτινοειδή δημιουργούν ενδοκρινικές διαταραχές στις μέλισσες, οπότε ποιος ξέρει» είπε, αλλά πρόσθεσε: «Το δικό μου μέλι (σ.σ. είναι και ερασιτέχνης μελισσοκόμος) περιέχει ίχνη τριών νεονικοτινοειδών, παρόλα αυτά το τρώω και το δίνω στα παιδιά μου».
Εκπρόσωποι των παραγωγών των νεονικοτινοειδών αντέτειναν ότι αφενός είναι αδύνατο να εξαχθούν συμπεράσματα από μια έρευνα με τόσο μικρό αριθμό δειγμάτων και αφετέρου ότι η παρουσία ιχνών των εν λόγω ουσιών δεν αποτελεί από μόνη της πηγή ανησυχίας, καθώς οι ποσότητες είναι πολύ μικρές και πολύ κάτω από τα όρια ασφαλείας για τους ανθρώπους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι φορολογικές κλίμακες που «γκρέμισαν» τα έσοδα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ