Η συγκλονιστική υπόθεση του πατέρα που μπήκε στον υπόκοσμο για να βρει τους φονιάδες του παιδιού του
2017-10-09 14:11:17
Όταν η αστυνομία απέτυχε να λύσει το μυστήριο και να βρει το δολοφόνο του γιου του, ο Φρανσίσκο Ολγκάδο αποφάσισε να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Μπήκε στα πιο περίεργα κυκλώματα, εισχώρησε στους κύκλους του υπόκοσμου, αναζητώντας τους υπεύθυνους και έγινε εθνικός ήρωας. Αλλά ποιο ήταν το κόστος;
Η δολοφονία του Χουάν
Ήταν ξημερώματα της 22ης Νοεμβρίου του 1995. Στις 4.30 ένας ταξιτζής σταματάει για βενζίνη σε ένα πρατήριο στην ισπανική πόλη Χερέθ. Αλλά η αντλία είχε πρόβλημα με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναζητήσει τον υπεύθυνο. Όταν πήγε να βρει τον υπάλληλο, είδε ότι η πόρτα στο κατάστημα είχε καταστραφεί. Στο πάτωμα ήταν πεταμένα περιοδικά, χαρτιά και άλλα αντικείμενα, ενώ οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με αίμα.
Ο οδηγός έτρεξε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο για να καλέσει τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε η αστυνομία. Μπαίνοντας μέσα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο βρήκαν έναν νεαρό άνδρα στο πάτωμα, που αιμορραγούσε ακατάπαυστα. Ωστόσο, ανέπνεε ακόμα. Πέντε λεπτά αργότερα, μια ομάδα γιατρών προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές του νεαρού. Αλλά μέσα σε λίγα λεπτά ο Χουάν Ολγκάντο υπέκυψε στα τραύματα του.
Ο 26χρονος Χουάν, ένα παιδί που ονειρεύονταν να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο, έκανε τη νυχτερινή βάρδια στο βενζινάδικο, αναπληρώνοντας χαριστικά έναν φίλο από το κολέγιο, όταν εισέβαλαν ληστές. Είχε δεχθεί περισσότερες από τριάντα μαχαιριές. Η αστυνομία, με επικεφαλής τον Μανουέλ Μπουιτράγο, έκανε αμέσως διεξοδική επιθεώρηση των χώρων. Συλλέχτηκαν 23 δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά ήταν αδύνατο να γνωρίζουν αν ανήκαν στους δράστες ή στους πελάτες που είχαν εισέλθει στο βενζινάδικο εκείνη την ημέρα. Γρήγορα επικράτησε χάος: νοσηλευτές, εγκληματολόγοι, τοπικοί δημοσιογράφοι, αστυνομικοί.
Η πρώτη αυτοψία του σώματος του Χουάν έδειξε ότι υπήρχαν συνολικά 30 πληγές, σε διάφορα σημεία του σώματος από το πρόσωπο μέχρι την πλάτη και τα πόδια, που προκλήθηκαν από λεπίδα 18 εκατοστών, σύμφωνα με το πόρισμα του ιατροδικαστή. Κάμερες ασφάλειες και αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν, συνεπώς ήταν πολύ δύσκολο να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα οι εμπειρογνώμονες. Εμφανές κίνητρο δεν υπήρχε πουθενά και ο Χουάν δεν είχε μπλεξίματα με τον νόμο. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Η αστυνομία γρήγορα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δολοφόνοι ήταν τοξικομανείς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ισπανία είχε γίνει το κύριο σημείο εισόδου για το εμπόριο κοκαΐνης στην Ευρώπη και το Χερέθ, που βρίσκεται 30 λεπτά βορειοανατολικά του Κάντιθ στη νότια ακτή της Ισπανίας, είχε αρχίσει να έχει αντίστοιχες επιθέσεις. Υπήρξε μάλιστα μια σειρά από ληστείες που διεξήχθησαν από την «συμμορία Harpoon», μια εγκληματική ομάδα που ειδικεύτηκε σε επιθέσεις στα πρατήρια καυσίμων. Αλλά η δράση αυτής της συμμορίας ήταν “επαγγελματικό”, ενώ οι ληστές που σκότωσαν τον Χουάν μόνο «επαγγελματίες» δεν χαρακτηρίστηκαν από τις αρχές. Έξι εβδομάδες μετά, ο επικεφαλής της έρευνας είχε βρει τους πρώτους υπόπτους. Τέσσερις άνδρες με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο και προϊστορία με ουσίες, οι οποίοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Οι πρώτες έρευνες
Τα νέα των συλλήψεων έγιναν σύντομα γνωστά στα τοπικά μέσα, που δήλωναν ότι η υπόθεση ήταν κοντά στην επίλυση της. Αλλά για τον πατέρα του θύματος, τον Φρανσίσκο, και την οικογένειά του, ήταν η αρχή ενός εφιάλτη που δεν τελείωσε ποτέ. Όταν ο Φρανσίσκο Ολγκάδο, ο πατέρας του Χουάν, πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου του, αντέδρασε όπως κάθε γονιός: «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε εμένα». Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως τραπεζικός υπάλληλος, ο τότε 51χρονος πατέρας τριών αγοριών και μιας κόρης, γρήγορα απέκτησε εμμονή με τον εντοπισμό των δολοφόνων του παιδιού του. Τόση, που ο ισπανικός τύπος του έδωσε τον χαρακτηρισμό «padre coraje» (πατέρας κουράγιο). Την ίδια στιγμή όμως που τα ΜΜΕ τον θεωρούσαν ήρωα, η οικογένειά του διαλυόταν και λίγο αργότερα τον εγκατέλειπε.
Η αγριότητα της δολοφονίας του Χουάν είχε κλονίσει πολλούς κατοίκους της Χερέθ και ο Φρανσίσκο είχε δεχτεί μεγάλη υποστήριξη για το χαμό του παιδιού του εκείνη την εποχή, ενώ είχαν πραγματοποιηθεί και πολλές διαδηλώσεις για την απόδοση δικαιοσύνης. Λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία, ο Φρανσίσκο ήταν όλο και πιο θυμωμένος με την αστυνομία, καθώς δεν έπαιρνε τις απαντήσεις που ήθελε. Ο τραγικός πατέρας επισκεπτόταν κάθε μέρα την τοπική αστυνομία, προκειμένου να μάθει τις εξελίξεις για την έκβαση της υπόθεσης. Η διαλεύκανση της υπόθεσης οδηγούνταν μέρα με τη μέρα στην καταστροφή, το βενζινάδικο από σκηνή εγκλήματος είχε γίνει σκηνικό χάους, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν τα πρώτα ευρήματα.
Ο Φρασκίσκο απογοητευμένος από τις έρευνες και χωρίς απαντήσεις, αποφάσισε να δράσει μόνος του υποσχόμενος στον τάφο του νεκρού παιδιού του ότι θα φτάσει την υπόθεση στο τέλος, ανεξαρτήτως συνεπειών. Ακόμα κι αν η αστυνομία δε μπορούσε να λύσει την υπόθεση, θα το έκανε μόνος του. Από τις αρχές του 1997, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία, ο Ολγκάντο ζούσε μια διπλή ζωή. Το πρωί ξυπνούσε στις 6 για να πάει στο γραφείο του στη Σεβίλλη, 60 μίλια μακριά. Στη διαδρομή με το λεωφορείο κοιμόταν, δούλευε μέχρι το απόγευμα και επέστρεφε πάλι με το λεωφορείο σπίτι του για να αλλάξει ρούχα. Στη συνέχεια, ξεκινούσε την περιπλάνησή του στην Rompechapines, μια κάποτε εύρωστη περιοχή της Χερέθ που πλέον είχε εξελιχθεί σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αλιεύσει πληροφορίες που θα τον βοηθούσαν να διαλευκάνει τη δολοφονία του γιου του. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες τριγυρνούσε σε μπαρ, κακόφημα υπόγεια, οίκους ανοχής και εγκαταλελειμμένα σπίτια αναζητώντας απαντήσεις.
Οι πρώτες αποστολές του ήταν πολύ “ερασιτεχνικές” όπως θα τις χαρακτήριζε και ο ίδιος, αλλά στην πορεία άρχισε να γίνεται πιο οργανωμένος. Ξεκίνησε να πλησιάζει τοξικομανείς και να πιάνει κουβέντα μαζί τους, προσφέροντας τους τσιγάρα ή Tranxilium, ένα ηρεμιστικό που του είχαν συνταγογραφήσει για το χρόνιο άγχος από τον θάνατο του Χουάν. Έτσι άρχισε να συνομιλεί με όλο και πιο «υψηλά ιστάμενους» στην αλυσίδα των κυκλωμάτων και φρόντιζε να καταγράφει τα πάντα σε ένα μαγνητοφωνάκι που είχε κρυμμένο πάνω του. Κάποια στιγμή, ένας έμπορος που προσπάθησε να πλησιάσει, τον απείλησε να του φυτέψει μια τρύπα στο στήθος αν δεν σταματούσε να του κάνει ερωτήσεις.
Τα Σαββατοκύριακα, αντί να ξοδεύει χρόνο με την οικογένειά του, ασχολούνταν με τις μαγνητοφωνήσεις του, αλλά τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Ο Ολγκάντο πίστευε ότι δεν υπήρχε πρόοδος επειδή δεν είχε εμπειρία ως ντεντέκτιβ αλλά και εξαιτίας της τοπικής του φήμης. Είχε ήδη γίνει γνωστός από όλη την ιστορία στα μέσα ενημέρωσης και το πρόσωπο του είχε φιγουράρει αρκετές φορές στα πρωτοσέλιδα. Παρόλο που προσπαθούσε να χρησιμοποιεί ψεύτικα ονόματα στη διάρκεια των νυχτερινών του συναντήσεων, ήταν συχνά αναγνωρίσιμος. Μετά από μήνες ερευνών, συνειδητοποίησε ότι στον υπόκοσμο της Χερέθ, άνθρωποι εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν συνεχώς. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει κι αυτός το ίδιο;
Όταν ο Φρανσίσκο έγινε Πέπε
Το Μάρτιο του 1998, ο Φρανσίσκο εντάχθηκε σε ένα πρόγραμμα μεθαδόνης στην γειτονιά Asunción. Φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν, φαρδιά τζιν, μπλε πουκάμισο, γυαλιά ηλίου και μια μαύρη περούκα. Συστηνόταν ως Πέπε και έπιανε συζητήσεις με ναρκομανείς, προσφέροντας 50.000 πεσέτες ως αντάλλαγμα για εκείνον που θα έβρισκε τον δήθεν χαμένο του σκύλο, Ρούφο. Αποφάσισε να επικεντρωθεί στους τέσσερις υπόπτους στους οποίους είχε καταλήξει η αστυνομία. Θεωρούσε πως η αστυνομία είχε βρει τους σωστούς ανθρώπους, αλλά δεν την εμπιστευόταν ότι θα μπορούσε να βρει τις αποδείξεις που θα τους καταδίκαζαν. Ωστόσο, γνώριζε ότι θα ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει ταυτόχρονα και τους τέσσερις κατηγορούμενους. Δύο από τους άνδρες βρίσκονταν συχνά στη φυλακή για άλλα εγκλήματα και ένας άλλος από τους υπόπτους ήταν δύσκολο να εντοπιστεί.
Έτσι επικεντρώθηκε στον πρώτο, τον Φερνάντο Ασένσιο, έναν 35χρονο χρήστη ηρωίνης που ήταν γνωστός για τα βίαια ξεσπάσματά του. Τον συνάντησε σε μια κλινική χορήγησης μεθαδόνης, να στέκεται στην ουρά. Τα χέρια του έτρεμαν από τη στέρηση. Τον πλησίασε και του προσέφερε ναρκωτικά κι έτσι κέρδισε γρήγορα την εμπιστοσύνη του και έγιναν φίλοι. Καθώς περνούσε ο καιρός οι δύο άνδρες άρχισαν να κάνουν όλο και περισσότερη παρέα. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσαν μαζί, τόσο περισσότερες ψεύτικες πληροφορίες έδινε ο Ολγκάδο για την ταυτότητα του.
Μετά από λίγο ο Ολγκάδο παράτησε τη δουλειά του στην τράπεζα, αφού δεν μπορούσε να συνδυάσει άλλο την έρευνα με την πρωινή δουλειά. Η σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία ήταν ήδη εύθραυστη πριν το θάνατο του γιου του, άρχισε να γίνεται όλο και χειρότερη. Αν και στην αρχή στήριζε την έρευνά του, η εμμονή του συζύγου της την κούρασε. Ήθελε να προχωρήσει, όπως μπορούσε, τη ζωή της. Στο πλευρό της τάχθηκαν και τα άλλα παιδιά της οικογένειας.
Εκτός όμως από την οικογένειά του, σε κίνδυνο βρισκόταν και η ζωή του Ολγάδο. Κάποια μέρα ο Ασένσιο του είπε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του Χουάν Ολγκάδο. Είχε ακούσει ότι έκανε έρευνες για να βρει τους δολοφόνους του γιου του και ήθελε «να προλάβει τον γέρο». Είχε μείνει εμβρόντητος και τότε σε μία στιγμή πανικού του πρότεινε να τον σκοτώσουν μαζί. «Έσωσα τη ζωή μου προτείνοντας να σκοτώσω τον εαυτό μου”, υποστήριξε ο Ολγκάδο.
Οι δικαστικοί αγώνες
Παρά τα πολλά λάθη στην αστυνομική έρευνα για την εξιχνίαση του εγκλήματος, κάποια στιγμή κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση φέρνοντας σε δίκη τους τέσσερις κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου και του Ασένσιο. Όλες εκείνες τις μέρες, ο Ολγκάντο είχε κάτσει μαζί με τον δικηγόρο του για να του δώσει όλα τα στοιχεία που είχε συλλέξει. Ανέλυσαν 12 κασέτες που είχε καταγράψει κατά τη διάρκεια των οκτώ μηνών που είχε περάσει μυστικά ως Pepe. «Αποφασίσαμε να κρατήσουμε τις κασέτες ως ένα στοιχείο έκπληξης. Ξέραμε ότι θα ήταν μια δύσκολη δίκη και έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε κάθε κόλπο που μπορούσαμε να σκεφτούμε”, ανέφερε ο δικηγόρος Κοσάνο.
Μετά τη πρώτη δίκη, οι δικαστές δήλωσαν ότι θα χρειαστούν χρόνο για να εξετάσουν τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο Ολγκάδο. Παράλληλα, υπήρχε έλλειψη φυσικών στοιχείων, όπως δακτυλικά αποτυπώματα ή ίχνη αίματος, για να συλλάβουν τους κατηγορούμενους. Επίσης υπήρχαν αρκετοί μάρτυρες που είχαν αποσύρει τις προηγούμενες κατηγορίες τους, συμπεριλαμβανομένης μιας πόρνης που είχε ομολογήσει ότι είδε υπόπτους με λεκέδες αίματος τη νύχτα της δολοφονίας. Στη συνέχεια, οι δικαστές ανακοίνωσαν την απόφασή τους για τις κασέτες, τονίζοντας πως δεν θα τις λάβουν υπόψιν τους ως αποδεικτικά στοιχεία, καθώς δεν είχαν “νομικές εγγυήσεις γνησιότητας ή ακεραιότητας”.
Ο Ολγκάδο που είχε θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο για να βρει τους δολοφόνους του γιου του είχε γίνει διάσημος στην Ισπανία, αλλά αυτή η φήμη είχε το δικό της τίμημα. Η El Mundo δημοσίευσε ένα προφίλ του Ολγκάδο με τίτλο»Padre Coraje” (πατέρας κουράγιο). Το άρθρο εξέφραζε τις αρετές ενός πατέρα που είχε διακινδυνεύσει τη ζωή του για να εξασφαλίσει δικαιοσύνη για το γιο του και έκανε τον Ολγκάντο διασημότητα σε ένα βράδυ.
Εκείνη την εποχή, η Αντωνία, η μητέρα του Χουάν, δεν ασχολούνταν με το θάνατο του γιου της, αλλά είχε επικεντρωθεί στην αποκατάσταση της ασθένειας της. Τώρα, ξαφνικά, ο σύζυγός της ήταν εθνικός ήρωας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν κατασκηνώσει έξω από το σπίτι τους, ελπίζοντας για μια δήλωση από τον Padre Coraje. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια της Ισπανίας ήθελαν να ακούσουν την ιστορία του, όπως και ο ξένος τύπος. Την επόμενη εβδομάδα, ενώ ο Ολγκάδο μιλούσε με Πορτογάλους δημοσιογράφους που είχαν αρχίσει να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ για την υπόθεση του, οι δικαστές ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους, που αθώωνε και τους τέσσερις κατηγορούμενους.
Ο Ολγκάντο ήταν απελπισμένος, αλλά τώρα είχε την διεθνή προσοχή στραμμένη πάνω του και σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ένας τρόπος να πολεμήσει την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Μαζί με την κόρη του, Μαρία, έφτιαξε ένα γκράφιτι με σύνθημα “Οι δολοφόνοι του Χουάν Ολγκάντο είναι ακόμα έξω στο δρόμο» και «Δικαιοσύνη για τον Χουάν Ολγκάδο».
Το χάσμα στην οικογένεια άρχισε να γίνεται όλο και πιο μεγάλο. Ο μεγάλος αδερφός του Χουάν, Πάκο, τόνισε ότι ο πατέρας του ασχολήθηκε τόσο πολύ με τον θάνατο του γιου του επειδή όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν απών. “Τα κάνει όλα από ενοχές επειδή δεν έχει περάσει χρόνο μαζί μας. Τώρα είναι και πάλι απών. Ασχολείται μόνο με τις μυστικές έρευνες και τους δημοσιογράφους και δεν δίνει σημασία στην οικογένεια του”, είχε αναφέρει ο Πάκο. Η Αντωνία από τη μεριά της θεώρησε ότι στις συνεντεύξεις του στα ΜΜΕ, ο σύζυγός της προέβαλε πολύ την ανδρεία του. Επίσης ο Ολγκάδο αποδέχτηκε η υπόθεση να γυριστεί ταινία. Είπε ότι προχώρησε σε αυτή την ενέργεια μόνο επειδή τον διαβεβαίωσαν ότι θα γυρίσουν την ταινία, με ή χωρίς την συγκατάθεσή του. Όταν έφερε σπίτι από περίπου 6 εκατομμύρια πεσέτες (36.000 ευρώ), η Αντωνία τον κατηγόρησε ότι εκμεταλλεύτηκε τα βάσανα της οικογένειας και τον θάνατο του γιου τους.
Αν και το ανώτατο δικαστήριο της Ισπανίας δέχτηκε την έφεση της οικογένειας και ενέκρινε νέα δίκη, οι τέσσερις ύποπτοι απαλλάχτηκαν εκ νέου από τη δολοφονία. Ο Ολγκάδο και η Αντωνία πήραν διαζύγιο, καθώς η Αντωνία ισχυρίστηκε ότι ότι ο σύζυγός της δεν είχε αγαπήσει ποτέ τον Χουάν και ότι ήταν κακός πατέρας. Και τα τρία παιδιά σταδιακά διέκοψαν την επαφή με τον πατέρα τους, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι τα έστρεψε εναντίον του η μητέρα τους. Ωστόσο, συνέχισαν τον αγώνα τους για τη δικαιοσύνη της υπόθεσης.
Χωρίς νέα αποδεικτικά στοιχεία ή κάποια δίκη, το κοινό και ο τύπος έχασαν το ενδιαφέρον τους για την υπόθεση. Η εγκατάλειψη έκανε τον Φρασίσκο να αισθανθεί μόνος και παρατημένος, τόσο από την οικογένεια του όσο και από το κοινό. Έτσι προχωρούσε ανά καιρούς σε κάποιες ενέργειες που είχαν στόχο να θυμίσουν την ιστορία του γιου του.
Μετά από λίγα χρόνια η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση του Χουάν, επικαλούμενη την έλλειψη νέων στοιχείων. Τον Οκτώβριο του 2015 ο 71χρονος Ολγκάδο έφτανε στη Μαδρίτη με τα πόδια, κουτσαίνοντας ελαφρώς και φορώντας ένα λευκό t-shirt με το πορτρέτο του νεκρού γιου του. Είχε περπατήσει 600 χιλιόμετρα προκειμένου να δει τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Δεδομένου ότι η ημερομηνία της υπόθεσης του γιου του πλησίασε το όριο παραγραφής του, το οποίο για τη δολοφονία είναι 20 χρόνια, ο Ολγκάδο ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι δραματικό. Θα μπορούσε να είχε πετάξει στη Μαδρίτη για να δει τον υπουργό, αλλά ήθελε οι προσπάθειες του να προσελκύσουν την προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης και από τους υπουργούς. Έτσι αποφάσισε να οργανώσει μία διαμαρτυρία για όλες τις οικογένειες που είχαν χάσει άδικα κάποιον αγαπημένο τους.
Ο Ολγκάδο ξεκίνησε την πορεία του και τελικά κατάφερε να συναντήσει τον υπουργό Ραφαέλ Καταλά, ο οποίος συγκινήθηκε από το δράμα του και του είπε ότι αν και δεν μπορούσε να ξανανοίξει την υπόθεση, του υποσχέθηκε ωστόσο να την ξανακοιτάξει.
Περιμένονας ακόμη τη δικαίωση
Μέσα σε λίγες ημέρες υπήρξε φως: ένα δακτυλικό αποτύπωμα στον χυμό που είχε βρεθεί στο βενζινάδικο και το οποίο μέχρι τότε δεν είχε θεωρηθεί ως στοιχείο καθώς τότε δεν πληρούσε τα κριτήρια της έρευνας, ταυτοποιήθηκε ότι ανήκε στον Αγουστίν Μοράλες, έναν γνωστό ναρκομανή και παραβάτη της περιοχής, ο οποίος ζούσε κοντά στο βενζινάδικο. Ο Μοράλες είχε πεθάνει στη φυλακή το 2006.
Τότε οι αρχές διέταξαν την επανεξέταση των υπόλοιπων δειγμάτων που είχαν βρεθεί. Τον Ιούνιο του 2016 το δικαστήριο διέταξε να αναλυθούν τα ευρήματα και τα δείγματα DNA από τα ρούχα του Χουάν. Και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα. Από τα 22 δακτυλικά αποτυπώματα, τα 11 ήταν πολύ αόριστα για να αναλυθούν και τα υπόλοιπα δεν αντιστοιχούσαν σε κανέναν στη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ. Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα ρούχα του Χουάν είχαν καταστραφεί 10 χρόνια νωρίτερα με δικαστική εντολή. Ο τοπικός Τύπος ανακοίνωσε και πάλι ότι το έγκλημα στο βενζινάδικο έκλεισε.
Σήμερα, δεν είναι πια βέβαιος αν ο Ασένσιο και οι άλλοι τρεις ύποπτοι βρίσκονταν στο βενζινάδικο εκείνο το βράδυ του 1995. Πηγαίνοντας καθημερινά στον τάφο του παιδιού του, ο Ολγκάδο αναζητεί ακόμη έναν τρόπο για να συνεχίσει να ψάχνει, ακόμη κι αν χρειαστεί να περπατήσει μέχρι το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Στρασβούργο: “Κάποιος άλλος τρόπος πρέπει να υπάρχει. Και θα τον βρω”, λέει.
Πηγή
Tromaktiko
Η δολοφονία του Χουάν
Ήταν ξημερώματα της 22ης Νοεμβρίου του 1995. Στις 4.30 ένας ταξιτζής σταματάει για βενζίνη σε ένα πρατήριο στην ισπανική πόλη Χερέθ. Αλλά η αντλία είχε πρόβλημα με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναζητήσει τον υπεύθυνο. Όταν πήγε να βρει τον υπάλληλο, είδε ότι η πόρτα στο κατάστημα είχε καταστραφεί. Στο πάτωμα ήταν πεταμένα περιοδικά, χαρτιά και άλλα αντικείμενα, ενώ οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με αίμα.
Ο οδηγός έτρεξε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο για να καλέσει τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε η αστυνομία. Μπαίνοντας μέσα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο βρήκαν έναν νεαρό άνδρα στο πάτωμα, που αιμορραγούσε ακατάπαυστα. Ωστόσο, ανέπνεε ακόμα. Πέντε λεπτά αργότερα, μια ομάδα γιατρών προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές του νεαρού. Αλλά μέσα σε λίγα λεπτά ο Χουάν Ολγκάντο υπέκυψε στα τραύματα του.
Ο 26χρονος Χουάν, ένα παιδί που ονειρεύονταν να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο, έκανε τη νυχτερινή βάρδια στο βενζινάδικο, αναπληρώνοντας χαριστικά έναν φίλο από το κολέγιο, όταν εισέβαλαν ληστές. Είχε δεχθεί περισσότερες από τριάντα μαχαιριές. Η αστυνομία, με επικεφαλής τον Μανουέλ Μπουιτράγο, έκανε αμέσως διεξοδική επιθεώρηση των χώρων. Συλλέχτηκαν 23 δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά ήταν αδύνατο να γνωρίζουν αν ανήκαν στους δράστες ή στους πελάτες που είχαν εισέλθει στο βενζινάδικο εκείνη την ημέρα. Γρήγορα επικράτησε χάος: νοσηλευτές, εγκληματολόγοι, τοπικοί δημοσιογράφοι, αστυνομικοί.
Η πρώτη αυτοψία του σώματος του Χουάν έδειξε ότι υπήρχαν συνολικά 30 πληγές, σε διάφορα σημεία του σώματος από το πρόσωπο μέχρι την πλάτη και τα πόδια, που προκλήθηκαν από λεπίδα 18 εκατοστών, σύμφωνα με το πόρισμα του ιατροδικαστή. Κάμερες ασφάλειες και αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν, συνεπώς ήταν πολύ δύσκολο να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα οι εμπειρογνώμονες. Εμφανές κίνητρο δεν υπήρχε πουθενά και ο Χουάν δεν είχε μπλεξίματα με τον νόμο. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Η αστυνομία γρήγορα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δολοφόνοι ήταν τοξικομανείς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ισπανία είχε γίνει το κύριο σημείο εισόδου για το εμπόριο κοκαΐνης στην Ευρώπη και το Χερέθ, που βρίσκεται 30 λεπτά βορειοανατολικά του Κάντιθ στη νότια ακτή της Ισπανίας, είχε αρχίσει να έχει αντίστοιχες επιθέσεις. Υπήρξε μάλιστα μια σειρά από ληστείες που διεξήχθησαν από την «συμμορία Harpoon», μια εγκληματική ομάδα που ειδικεύτηκε σε επιθέσεις στα πρατήρια καυσίμων. Αλλά η δράση αυτής της συμμορίας ήταν “επαγγελματικό”, ενώ οι ληστές που σκότωσαν τον Χουάν μόνο «επαγγελματίες» δεν χαρακτηρίστηκαν από τις αρχές. Έξι εβδομάδες μετά, ο επικεφαλής της έρευνας είχε βρει τους πρώτους υπόπτους. Τέσσερις άνδρες με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο και προϊστορία με ουσίες, οι οποίοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Οι πρώτες έρευνες
Τα νέα των συλλήψεων έγιναν σύντομα γνωστά στα τοπικά μέσα, που δήλωναν ότι η υπόθεση ήταν κοντά στην επίλυση της. Αλλά για τον πατέρα του θύματος, τον Φρανσίσκο, και την οικογένειά του, ήταν η αρχή ενός εφιάλτη που δεν τελείωσε ποτέ. Όταν ο Φρανσίσκο Ολγκάδο, ο πατέρας του Χουάν, πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου του, αντέδρασε όπως κάθε γονιός: «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε εμένα». Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως τραπεζικός υπάλληλος, ο τότε 51χρονος πατέρας τριών αγοριών και μιας κόρης, γρήγορα απέκτησε εμμονή με τον εντοπισμό των δολοφόνων του παιδιού του. Τόση, που ο ισπανικός τύπος του έδωσε τον χαρακτηρισμό «padre coraje» (πατέρας κουράγιο). Την ίδια στιγμή όμως που τα ΜΜΕ τον θεωρούσαν ήρωα, η οικογένειά του διαλυόταν και λίγο αργότερα τον εγκατέλειπε.
Η αγριότητα της δολοφονίας του Χουάν είχε κλονίσει πολλούς κατοίκους της Χερέθ και ο Φρανσίσκο είχε δεχτεί μεγάλη υποστήριξη για το χαμό του παιδιού του εκείνη την εποχή, ενώ είχαν πραγματοποιηθεί και πολλές διαδηλώσεις για την απόδοση δικαιοσύνης. Λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία, ο Φρανσίσκο ήταν όλο και πιο θυμωμένος με την αστυνομία, καθώς δεν έπαιρνε τις απαντήσεις που ήθελε. Ο τραγικός πατέρας επισκεπτόταν κάθε μέρα την τοπική αστυνομία, προκειμένου να μάθει τις εξελίξεις για την έκβαση της υπόθεσης. Η διαλεύκανση της υπόθεσης οδηγούνταν μέρα με τη μέρα στην καταστροφή, το βενζινάδικο από σκηνή εγκλήματος είχε γίνει σκηνικό χάους, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν τα πρώτα ευρήματα.
Ο Φρασκίσκο απογοητευμένος από τις έρευνες και χωρίς απαντήσεις, αποφάσισε να δράσει μόνος του υποσχόμενος στον τάφο του νεκρού παιδιού του ότι θα φτάσει την υπόθεση στο τέλος, ανεξαρτήτως συνεπειών. Ακόμα κι αν η αστυνομία δε μπορούσε να λύσει την υπόθεση, θα το έκανε μόνος του. Από τις αρχές του 1997, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία, ο Ολγκάντο ζούσε μια διπλή ζωή. Το πρωί ξυπνούσε στις 6 για να πάει στο γραφείο του στη Σεβίλλη, 60 μίλια μακριά. Στη διαδρομή με το λεωφορείο κοιμόταν, δούλευε μέχρι το απόγευμα και επέστρεφε πάλι με το λεωφορείο σπίτι του για να αλλάξει ρούχα. Στη συνέχεια, ξεκινούσε την περιπλάνησή του στην Rompechapines, μια κάποτε εύρωστη περιοχή της Χερέθ που πλέον είχε εξελιχθεί σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αλιεύσει πληροφορίες που θα τον βοηθούσαν να διαλευκάνει τη δολοφονία του γιου του. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες τριγυρνούσε σε μπαρ, κακόφημα υπόγεια, οίκους ανοχής και εγκαταλελειμμένα σπίτια αναζητώντας απαντήσεις.
Οι πρώτες αποστολές του ήταν πολύ “ερασιτεχνικές” όπως θα τις χαρακτήριζε και ο ίδιος, αλλά στην πορεία άρχισε να γίνεται πιο οργανωμένος. Ξεκίνησε να πλησιάζει τοξικομανείς και να πιάνει κουβέντα μαζί τους, προσφέροντας τους τσιγάρα ή Tranxilium, ένα ηρεμιστικό που του είχαν συνταγογραφήσει για το χρόνιο άγχος από τον θάνατο του Χουάν. Έτσι άρχισε να συνομιλεί με όλο και πιο «υψηλά ιστάμενους» στην αλυσίδα των κυκλωμάτων και φρόντιζε να καταγράφει τα πάντα σε ένα μαγνητοφωνάκι που είχε κρυμμένο πάνω του. Κάποια στιγμή, ένας έμπορος που προσπάθησε να πλησιάσει, τον απείλησε να του φυτέψει μια τρύπα στο στήθος αν δεν σταματούσε να του κάνει ερωτήσεις.
Τα Σαββατοκύριακα, αντί να ξοδεύει χρόνο με την οικογένειά του, ασχολούνταν με τις μαγνητοφωνήσεις του, αλλά τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Ο Ολγκάντο πίστευε ότι δεν υπήρχε πρόοδος επειδή δεν είχε εμπειρία ως ντεντέκτιβ αλλά και εξαιτίας της τοπικής του φήμης. Είχε ήδη γίνει γνωστός από όλη την ιστορία στα μέσα ενημέρωσης και το πρόσωπο του είχε φιγουράρει αρκετές φορές στα πρωτοσέλιδα. Παρόλο που προσπαθούσε να χρησιμοποιεί ψεύτικα ονόματα στη διάρκεια των νυχτερινών του συναντήσεων, ήταν συχνά αναγνωρίσιμος. Μετά από μήνες ερευνών, συνειδητοποίησε ότι στον υπόκοσμο της Χερέθ, άνθρωποι εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν συνεχώς. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει κι αυτός το ίδιο;
Όταν ο Φρανσίσκο έγινε Πέπε
Το Μάρτιο του 1998, ο Φρανσίσκο εντάχθηκε σε ένα πρόγραμμα μεθαδόνης στην γειτονιά Asunción. Φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν, φαρδιά τζιν, μπλε πουκάμισο, γυαλιά ηλίου και μια μαύρη περούκα. Συστηνόταν ως Πέπε και έπιανε συζητήσεις με ναρκομανείς, προσφέροντας 50.000 πεσέτες ως αντάλλαγμα για εκείνον που θα έβρισκε τον δήθεν χαμένο του σκύλο, Ρούφο. Αποφάσισε να επικεντρωθεί στους τέσσερις υπόπτους στους οποίους είχε καταλήξει η αστυνομία. Θεωρούσε πως η αστυνομία είχε βρει τους σωστούς ανθρώπους, αλλά δεν την εμπιστευόταν ότι θα μπορούσε να βρει τις αποδείξεις που θα τους καταδίκαζαν. Ωστόσο, γνώριζε ότι θα ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει ταυτόχρονα και τους τέσσερις κατηγορούμενους. Δύο από τους άνδρες βρίσκονταν συχνά στη φυλακή για άλλα εγκλήματα και ένας άλλος από τους υπόπτους ήταν δύσκολο να εντοπιστεί.
Έτσι επικεντρώθηκε στον πρώτο, τον Φερνάντο Ασένσιο, έναν 35χρονο χρήστη ηρωίνης που ήταν γνωστός για τα βίαια ξεσπάσματά του. Τον συνάντησε σε μια κλινική χορήγησης μεθαδόνης, να στέκεται στην ουρά. Τα χέρια του έτρεμαν από τη στέρηση. Τον πλησίασε και του προσέφερε ναρκωτικά κι έτσι κέρδισε γρήγορα την εμπιστοσύνη του και έγιναν φίλοι. Καθώς περνούσε ο καιρός οι δύο άνδρες άρχισαν να κάνουν όλο και περισσότερη παρέα. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσαν μαζί, τόσο περισσότερες ψεύτικες πληροφορίες έδινε ο Ολγκάδο για την ταυτότητα του.
Μετά από λίγο ο Ολγκάδο παράτησε τη δουλειά του στην τράπεζα, αφού δεν μπορούσε να συνδυάσει άλλο την έρευνα με την πρωινή δουλειά. Η σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία ήταν ήδη εύθραυστη πριν το θάνατο του γιου του, άρχισε να γίνεται όλο και χειρότερη. Αν και στην αρχή στήριζε την έρευνά του, η εμμονή του συζύγου της την κούρασε. Ήθελε να προχωρήσει, όπως μπορούσε, τη ζωή της. Στο πλευρό της τάχθηκαν και τα άλλα παιδιά της οικογένειας.
Εκτός όμως από την οικογένειά του, σε κίνδυνο βρισκόταν και η ζωή του Ολγάδο. Κάποια μέρα ο Ασένσιο του είπε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του Χουάν Ολγκάδο. Είχε ακούσει ότι έκανε έρευνες για να βρει τους δολοφόνους του γιου του και ήθελε «να προλάβει τον γέρο». Είχε μείνει εμβρόντητος και τότε σε μία στιγμή πανικού του πρότεινε να τον σκοτώσουν μαζί. «Έσωσα τη ζωή μου προτείνοντας να σκοτώσω τον εαυτό μου”, υποστήριξε ο Ολγκάδο.
Οι δικαστικοί αγώνες
Παρά τα πολλά λάθη στην αστυνομική έρευνα για την εξιχνίαση του εγκλήματος, κάποια στιγμή κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση φέρνοντας σε δίκη τους τέσσερις κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου και του Ασένσιο. Όλες εκείνες τις μέρες, ο Ολγκάντο είχε κάτσει μαζί με τον δικηγόρο του για να του δώσει όλα τα στοιχεία που είχε συλλέξει. Ανέλυσαν 12 κασέτες που είχε καταγράψει κατά τη διάρκεια των οκτώ μηνών που είχε περάσει μυστικά ως Pepe. «Αποφασίσαμε να κρατήσουμε τις κασέτες ως ένα στοιχείο έκπληξης. Ξέραμε ότι θα ήταν μια δύσκολη δίκη και έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε κάθε κόλπο που μπορούσαμε να σκεφτούμε”, ανέφερε ο δικηγόρος Κοσάνο.
Μετά τη πρώτη δίκη, οι δικαστές δήλωσαν ότι θα χρειαστούν χρόνο για να εξετάσουν τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο Ολγκάδο. Παράλληλα, υπήρχε έλλειψη φυσικών στοιχείων, όπως δακτυλικά αποτυπώματα ή ίχνη αίματος, για να συλλάβουν τους κατηγορούμενους. Επίσης υπήρχαν αρκετοί μάρτυρες που είχαν αποσύρει τις προηγούμενες κατηγορίες τους, συμπεριλαμβανομένης μιας πόρνης που είχε ομολογήσει ότι είδε υπόπτους με λεκέδες αίματος τη νύχτα της δολοφονίας. Στη συνέχεια, οι δικαστές ανακοίνωσαν την απόφασή τους για τις κασέτες, τονίζοντας πως δεν θα τις λάβουν υπόψιν τους ως αποδεικτικά στοιχεία, καθώς δεν είχαν “νομικές εγγυήσεις γνησιότητας ή ακεραιότητας”.
Ο Ολγκάδο που είχε θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο για να βρει τους δολοφόνους του γιου του είχε γίνει διάσημος στην Ισπανία, αλλά αυτή η φήμη είχε το δικό της τίμημα. Η El Mundo δημοσίευσε ένα προφίλ του Ολγκάδο με τίτλο»Padre Coraje” (πατέρας κουράγιο). Το άρθρο εξέφραζε τις αρετές ενός πατέρα που είχε διακινδυνεύσει τη ζωή του για να εξασφαλίσει δικαιοσύνη για το γιο του και έκανε τον Ολγκάντο διασημότητα σε ένα βράδυ.
Εκείνη την εποχή, η Αντωνία, η μητέρα του Χουάν, δεν ασχολούνταν με το θάνατο του γιου της, αλλά είχε επικεντρωθεί στην αποκατάσταση της ασθένειας της. Τώρα, ξαφνικά, ο σύζυγός της ήταν εθνικός ήρωας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν κατασκηνώσει έξω από το σπίτι τους, ελπίζοντας για μια δήλωση από τον Padre Coraje. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια της Ισπανίας ήθελαν να ακούσουν την ιστορία του, όπως και ο ξένος τύπος. Την επόμενη εβδομάδα, ενώ ο Ολγκάδο μιλούσε με Πορτογάλους δημοσιογράφους που είχαν αρχίσει να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ για την υπόθεση του, οι δικαστές ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους, που αθώωνε και τους τέσσερις κατηγορούμενους.
Ο Ολγκάντο ήταν απελπισμένος, αλλά τώρα είχε την διεθνή προσοχή στραμμένη πάνω του και σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ένας τρόπος να πολεμήσει την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Μαζί με την κόρη του, Μαρία, έφτιαξε ένα γκράφιτι με σύνθημα “Οι δολοφόνοι του Χουάν Ολγκάντο είναι ακόμα έξω στο δρόμο» και «Δικαιοσύνη για τον Χουάν Ολγκάδο».
Το χάσμα στην οικογένεια άρχισε να γίνεται όλο και πιο μεγάλο. Ο μεγάλος αδερφός του Χουάν, Πάκο, τόνισε ότι ο πατέρας του ασχολήθηκε τόσο πολύ με τον θάνατο του γιου του επειδή όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν απών. “Τα κάνει όλα από ενοχές επειδή δεν έχει περάσει χρόνο μαζί μας. Τώρα είναι και πάλι απών. Ασχολείται μόνο με τις μυστικές έρευνες και τους δημοσιογράφους και δεν δίνει σημασία στην οικογένεια του”, είχε αναφέρει ο Πάκο. Η Αντωνία από τη μεριά της θεώρησε ότι στις συνεντεύξεις του στα ΜΜΕ, ο σύζυγός της προέβαλε πολύ την ανδρεία του. Επίσης ο Ολγκάδο αποδέχτηκε η υπόθεση να γυριστεί ταινία. Είπε ότι προχώρησε σε αυτή την ενέργεια μόνο επειδή τον διαβεβαίωσαν ότι θα γυρίσουν την ταινία, με ή χωρίς την συγκατάθεσή του. Όταν έφερε σπίτι από περίπου 6 εκατομμύρια πεσέτες (36.000 ευρώ), η Αντωνία τον κατηγόρησε ότι εκμεταλλεύτηκε τα βάσανα της οικογένειας και τον θάνατο του γιου τους.
Αν και το ανώτατο δικαστήριο της Ισπανίας δέχτηκε την έφεση της οικογένειας και ενέκρινε νέα δίκη, οι τέσσερις ύποπτοι απαλλάχτηκαν εκ νέου από τη δολοφονία. Ο Ολγκάδο και η Αντωνία πήραν διαζύγιο, καθώς η Αντωνία ισχυρίστηκε ότι ότι ο σύζυγός της δεν είχε αγαπήσει ποτέ τον Χουάν και ότι ήταν κακός πατέρας. Και τα τρία παιδιά σταδιακά διέκοψαν την επαφή με τον πατέρα τους, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι τα έστρεψε εναντίον του η μητέρα τους. Ωστόσο, συνέχισαν τον αγώνα τους για τη δικαιοσύνη της υπόθεσης.
Χωρίς νέα αποδεικτικά στοιχεία ή κάποια δίκη, το κοινό και ο τύπος έχασαν το ενδιαφέρον τους για την υπόθεση. Η εγκατάλειψη έκανε τον Φρασίσκο να αισθανθεί μόνος και παρατημένος, τόσο από την οικογένεια του όσο και από το κοινό. Έτσι προχωρούσε ανά καιρούς σε κάποιες ενέργειες που είχαν στόχο να θυμίσουν την ιστορία του γιου του.
Μετά από λίγα χρόνια η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση του Χουάν, επικαλούμενη την έλλειψη νέων στοιχείων. Τον Οκτώβριο του 2015 ο 71χρονος Ολγκάδο έφτανε στη Μαδρίτη με τα πόδια, κουτσαίνοντας ελαφρώς και φορώντας ένα λευκό t-shirt με το πορτρέτο του νεκρού γιου του. Είχε περπατήσει 600 χιλιόμετρα προκειμένου να δει τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Δεδομένου ότι η ημερομηνία της υπόθεσης του γιου του πλησίασε το όριο παραγραφής του, το οποίο για τη δολοφονία είναι 20 χρόνια, ο Ολγκάδο ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι δραματικό. Θα μπορούσε να είχε πετάξει στη Μαδρίτη για να δει τον υπουργό, αλλά ήθελε οι προσπάθειες του να προσελκύσουν την προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης και από τους υπουργούς. Έτσι αποφάσισε να οργανώσει μία διαμαρτυρία για όλες τις οικογένειες που είχαν χάσει άδικα κάποιον αγαπημένο τους.
Ο Ολγκάδο ξεκίνησε την πορεία του και τελικά κατάφερε να συναντήσει τον υπουργό Ραφαέλ Καταλά, ο οποίος συγκινήθηκε από το δράμα του και του είπε ότι αν και δεν μπορούσε να ξανανοίξει την υπόθεση, του υποσχέθηκε ωστόσο να την ξανακοιτάξει.
Περιμένονας ακόμη τη δικαίωση
Μέσα σε λίγες ημέρες υπήρξε φως: ένα δακτυλικό αποτύπωμα στον χυμό που είχε βρεθεί στο βενζινάδικο και το οποίο μέχρι τότε δεν είχε θεωρηθεί ως στοιχείο καθώς τότε δεν πληρούσε τα κριτήρια της έρευνας, ταυτοποιήθηκε ότι ανήκε στον Αγουστίν Μοράλες, έναν γνωστό ναρκομανή και παραβάτη της περιοχής, ο οποίος ζούσε κοντά στο βενζινάδικο. Ο Μοράλες είχε πεθάνει στη φυλακή το 2006.
Τότε οι αρχές διέταξαν την επανεξέταση των υπόλοιπων δειγμάτων που είχαν βρεθεί. Τον Ιούνιο του 2016 το δικαστήριο διέταξε να αναλυθούν τα ευρήματα και τα δείγματα DNA από τα ρούχα του Χουάν. Και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα. Από τα 22 δακτυλικά αποτυπώματα, τα 11 ήταν πολύ αόριστα για να αναλυθούν και τα υπόλοιπα δεν αντιστοιχούσαν σε κανέναν στη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ. Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα ρούχα του Χουάν είχαν καταστραφεί 10 χρόνια νωρίτερα με δικαστική εντολή. Ο τοπικός Τύπος ανακοίνωσε και πάλι ότι το έγκλημα στο βενζινάδικο έκλεισε.
Σήμερα, δεν είναι πια βέβαιος αν ο Ασένσιο και οι άλλοι τρεις ύποπτοι βρίσκονταν στο βενζινάδικο εκείνο το βράδυ του 1995. Πηγαίνοντας καθημερινά στον τάφο του παιδιού του, ο Ολγκάδο αναζητεί ακόμη έναν τρόπο για να συνεχίσει να ψάχνει, ακόμη κι αν χρειαστεί να περπατήσει μέχρι το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Στρασβούργο: “Κάποιος άλλος τρόπος πρέπει να υπάρχει. Και θα τον βρω”, λέει.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποιες θα είναι οι μελλοντικές διαστημικές αποστολές
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ