2017-10-15 17:48:37
ΓΚΑΠ-ΓΚΟΥΠ, ΓΚΑΠ-ΓΚΟΥΠ
Μέρες τώρα ἀκροαζόμαστε τὸ χτύπημα τῶν ἥλων κι ὁ ἕνας ἐρωτᾶ τὸν ἄλλον: Ποιόν καρφώνουνε; Μὰ δὲν ὑπάρχουνε πιὰ γύφτοι. Ποιοί ἑτοίμασαν τὰ καρφιὰ καὶ ποιό παράνομο βουλευτήριο ἀπεφάσισε νὰ σταυρώση; Ποιός εἶναι ὁ ληστὴς ποὺ σήμερα ἀνεβαίνει στὸ ἰκρίωμα;
Μήπως εἶναι οἱ βουλευτὲς καὶ οἱ ὑπουργοί, ποὺ διεμέρισαν τὰ ἱμάτια τῆς Ἑλλάδος καὶ περπατάει σήμερα στοὺς δρόμους τῆς Εὐρώπης ξυπόλυτη καὶ γυμνή; Μήπως εἶναι τὸ κηποταφεῖον τῶν ἐπισκόπων, ποὺ οὔτε ἕνα στὸπ δὲν μπόρεσε νὰ βάλη στοὺς καταχραστές, στοὺς βλάσφημους, στοὺς ἀρνητὲς τῆς πίστεως; Μήπως εἶναι οἱ ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ τραβᾶνε τὸν Χριστὸ ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς προδοσίας; Γιατί, μεταξοφόροι καὶ χρυσοπιλοφόροι, δὲν λέτε ἔστω καὶ ἕνα «ἐπιτέλους σταματᾶτε»; Μήπως σταυρώνεται ἡ ἔνοχη σιωπὴ τοῦ Ὄρους τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἀμνηστία ποὺ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς χαρίζει χωρὶς ἀντάλλαγμα στοὺς κρατοῦντες; Ὄχι, ὄχι. Εἶναι τὸ ἰκρίωμα ποὺ ἔστησαν οἱ ἄθεοι Συριζαῖοι καὶ τὰ καρφιὰ ποὺ ἔφτιαξαν στὰ καμίνια, στὰ γυφτάδικα τῶν ἀπίστων καὶ ἀκολάστων κρατούντων. Καὶ ποιόν κρεμᾶνε; Κρεμᾶνε τὴν Ἑλλάδα, κρεμᾶνε τὴν μάννα ποὺ τοὺς γαλούχησε μὲ ρωμιοσύνη καὶ χριστιανοσύνη.
Ἦρθε ἡ καταραμένη ὥρα νὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μάννα μας τὸ «τετέλεσται». Τελείωσαν τὰ πάντα σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα. Ἡ Ἑλλάδα χωρὶς Χριστό, εἶναι ἕνα κουφάρι πεταμένο στὴν ἄβυσσο. Διαδραματίζονται φοβερὰ πράγματα καὶ δὲν βλέπεις κανενὸς Ἕλληνα κληρικοῦ καὶ λαϊκοῦ τὸ μάτι νὰ δακρύζη. Χάνουμε τὰ πάντα καὶ χάσκουμε σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Χριστιανέ, σήκω ἀπάνω. Παπᾶ, κάνε τὸ ράσο σου φλάμπουρο καὶ σύ, μοναχέ, τὸ τριβώνιό σου σημαία. Ἀναστέναξε καὶ ἐκ βαθέων κράξε: «Ὄχι δοσίματα στοὺς ἀθέους. Ὄχι ἄρνηση τοῦ Δημιουργοῦ.» Γιατί δὲν ἀκοῦμε τίποτα; Πραγματικὰ πλαστικοποιηθήκαμε; Γιατί κωφεύουμε; Γιατί δὲν πήραμε τοὺς δρόμους καὶ τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν βουνῶν νὰ φωνάξουμε: «Ὄχι Ἑλλάδα κρεμασμένη. Κατσιποδιάρηδες, κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν μάννα»; Ἀπνευστὶ νὰ χρεωκοπήσουμε; Φυσῆξτε, φωνάξτε: «Τὴν Ἑλλάδα τὴν θέλουμε ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ πρόγονοί μας». Ποιός θὰ γυρίση πίσω τὸ κεφάλι νὰ φωνάξη «Ἑλλάδα μου γλυκειά, ποιός σοῦ διέρρηξε τὸν χιτῶνα;» καὶ δὲν θὰ ἀκούση «Οἱ ἄπιστοι Συριζαῖοι»; Τί μουγγάδα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα; Γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση πόσα ἀναπηδήματα κάνουμε, πόσες διαμαρτυρίες. Γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἐθνικὴ κρίση οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι. Δὲν ἀκούγονται φωνές. Φωνάξτε προτοῦ κεκράξονται οἱ λίθοι. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὀρθόδοξη. Εἶναι ὁ μεγάλος ἥλιος ποὺ ὅλος ὁ κόσμος περιμένει τὸ φῶς του καὶ τὴν θαλπωρή του. Ἔχεις τὴν δύναμη, Ἐκκλησία. Ἔχεις τὴν δύναμη, ἑλληνικὲ λαέ, σὲ μιὰ νύχτα νὰ ρίξης τὰ κῶλα αὐτῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. Αὐτῆς τῆς συμφορᾶς ποὺ τὶς μέρες αὐτὲς κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Δὲν βαστιέται, δὲν κρατιέται. Ἅμα πέση κάτω ἡ δρῦς, ὅλοι θὰ ξυλεύσουμε. Βοηθῆστε την νὰ μὴ πέση. Κρατῆστε την ὄρθια. Βδελυχθῆτε τοὺς ἀνέμους τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Δεῖξτε τὴν ἀνδρειοσύνη ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς πατέρες σας. Ράγισαν τὰ πάντα καὶ ὅλοι οἱ σωφρονοῦντες λένε: «Ἢ Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπώλετο».
Δεσποτάδες, ἂν καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ νομοσχέδιο δὲν κρεμάσετε τὰ στολίδια σας καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὴν χαριστικὴ βολή, τότε πράγματι θά ᾽ρθη μέρα ποὺ θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε, ἀλλὰ ποιόν; Ἔχετε τὴν δύναμη νὰ πῆτε: «Μάννα, μὴ κλαῖς· ὁ γιός σου δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ καθεύδει»; Ἔχετε τὴν δύναμη νὰ ποτίσετε τοὺς κρατοῦντες μὲ ὄξος καὶ χολή; Ἂν δὲν τὴν ἔχετε, μεριάστε. Δὲν γνωρίζω ἐὰν βρεθῆ ἄνθρωπος νὰ χτυπήση νεκροκάμπανο. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πετάξετε καταγῆς στέμματα καὶ σκῆπτρα. Καβαλικέψτε ὀνάριο καὶ εἰσέλθετε στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριὰ καὶ κόψτε τὰ χέρια τῶν σταυρωτῶν. Δὲν εἶναι δύσκολο. Βάψτε τὴν γῆ μὲ αἷμα, γιὰ νὰ ἀνεμίση τοῦ σταυροῦ ἡ δύναμη. Ἐσχάτη ὥρα ἐστί.
Μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν κυκλῶνα καὶ τὴν ἀνεμοθύελλα, «μεγίστη» Μονὴ διανέμει κούφια καρύδια: συγγραφικὸ ἔργο ἑνὸς μοναχοῦ. Σκουνταμοὶ καὶ τύφλες μᾶς βρήκανε. Αὐτὸ ἂς τὸ ἔκανε ἡ Μονὴ ποὺ τὸν γαλούχησε, ἡ Μονὴ ποὺ τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ ὄχι ἐσύ, κυρα-Παναγιώτα μου. Ὁ λαὸς δὲν θὰ ἀναθαρρύνη μὲ συγγραφικὰ ἔργα, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσίαση ἀσκητικῶν ἀγώνων καὶ καμάτων. Βγάλτε μιὰ φωτογραφία τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κελλιοῦ τοῦ παπα-Διονύση καὶ τοῦ παπα-Εὐδόκιμου καὶ τοῦ πολυθρύλητου αὐτοῦ μοναχοῦ καὶ βάλτε τις μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιλέξουν τὸν ἀσκητή, τῆς πίστεως τὸν ὑπερασπιστὴ καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγωνιστή. Μέσα σ᾽ ἕνα κελλὶ ποὺ παρουσιάζεται σὰν ἕνα πλούσιο κοινόβιο σὲ σμικρογραφία, μυρίζουν ἀσκητικοὶ ἀγῶνες, στερήσεις καὶ θλίψεις καὶ δοκιμασίες; Δίνει τὸ κελλὶ αὐτὸ μαρτυρία Χριστοῦ; μαρτυρία φλογισμένης καρδιᾶς; Τὰ βιβλία αὐτὰ θὰ βοηθήσουν αὐτὴν τὴν ὥρα στὸν χαμὸ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ἀεροσυνοδοὶ γίνατε. Τίποτα δὲν μπορεῖτε νὰ στηρίξετε. Μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν χαλασμό, σὲ τί μπορεῖ νὰ βοηθήση ἡ ἐπίδειξη γνώσεων; Μὰ αὐτὰ τὰ βρίσκουμε καὶ στὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὰ θὰ ἐρευνοῦμε τὴν ἔρημο καὶ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς θὰ παρουσιάζουμε στὸν ταλαιπωρημένο κόσμο; Αὐτὰ μᾶλλον βοηθᾶνε στὸ ναυάγιο ποὺ μᾶς βρῆκε μέσα στῶν Συριζαίων τὴν φουρτούνα. «Μεγίστη», ρήμαξες μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ἔγινες ἐλαχίστη. Ἂν σὲ θαυμάζη γιὰ τέτοιες ἐπιδείξεις νοῦς ὑγιής, πετάξτε τα ὅλα στὴν θάλασσα. Στὸ καφάσι μέσα δὲν ἔμεινε κανένας καρπὸς γερός. Σαπίλα ἀναδίδει καὶ σκνίπες γεμίζουν τὰ μάτια μας. Αὐτὴ ἡ παρουσίαση ἦταν πραγματικὰ ἡ τούρτα μὲ τὸ κερασάκι. Φάτε την, οἱ τὰ ἀνάκλιντρα ἀγαπῶντες.
Κύριε, ἐλέησον!
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
paraklisi
Μέρες τώρα ἀκροαζόμαστε τὸ χτύπημα τῶν ἥλων κι ὁ ἕνας ἐρωτᾶ τὸν ἄλλον: Ποιόν καρφώνουνε; Μὰ δὲν ὑπάρχουνε πιὰ γύφτοι. Ποιοί ἑτοίμασαν τὰ καρφιὰ καὶ ποιό παράνομο βουλευτήριο ἀπεφάσισε νὰ σταυρώση; Ποιός εἶναι ὁ ληστὴς ποὺ σήμερα ἀνεβαίνει στὸ ἰκρίωμα;
Μήπως εἶναι οἱ βουλευτὲς καὶ οἱ ὑπουργοί, ποὺ διεμέρισαν τὰ ἱμάτια τῆς Ἑλλάδος καὶ περπατάει σήμερα στοὺς δρόμους τῆς Εὐρώπης ξυπόλυτη καὶ γυμνή; Μήπως εἶναι τὸ κηποταφεῖον τῶν ἐπισκόπων, ποὺ οὔτε ἕνα στὸπ δὲν μπόρεσε νὰ βάλη στοὺς καταχραστές, στοὺς βλάσφημους, στοὺς ἀρνητὲς τῆς πίστεως; Μήπως εἶναι οἱ ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ τραβᾶνε τὸν Χριστὸ ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς προδοσίας; Γιατί, μεταξοφόροι καὶ χρυσοπιλοφόροι, δὲν λέτε ἔστω καὶ ἕνα «ἐπιτέλους σταματᾶτε»; Μήπως σταυρώνεται ἡ ἔνοχη σιωπὴ τοῦ Ὄρους τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἀμνηστία ποὺ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς χαρίζει χωρὶς ἀντάλλαγμα στοὺς κρατοῦντες; Ὄχι, ὄχι. Εἶναι τὸ ἰκρίωμα ποὺ ἔστησαν οἱ ἄθεοι Συριζαῖοι καὶ τὰ καρφιὰ ποὺ ἔφτιαξαν στὰ καμίνια, στὰ γυφτάδικα τῶν ἀπίστων καὶ ἀκολάστων κρατούντων. Καὶ ποιόν κρεμᾶνε; Κρεμᾶνε τὴν Ἑλλάδα, κρεμᾶνε τὴν μάννα ποὺ τοὺς γαλούχησε μὲ ρωμιοσύνη καὶ χριστιανοσύνη.
Ἦρθε ἡ καταραμένη ὥρα νὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μάννα μας τὸ «τετέλεσται». Τελείωσαν τὰ πάντα σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα. Ἡ Ἑλλάδα χωρὶς Χριστό, εἶναι ἕνα κουφάρι πεταμένο στὴν ἄβυσσο. Διαδραματίζονται φοβερὰ πράγματα καὶ δὲν βλέπεις κανενὸς Ἕλληνα κληρικοῦ καὶ λαϊκοῦ τὸ μάτι νὰ δακρύζη. Χάνουμε τὰ πάντα καὶ χάσκουμε σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Χριστιανέ, σήκω ἀπάνω. Παπᾶ, κάνε τὸ ράσο σου φλάμπουρο καὶ σύ, μοναχέ, τὸ τριβώνιό σου σημαία. Ἀναστέναξε καὶ ἐκ βαθέων κράξε: «Ὄχι δοσίματα στοὺς ἀθέους. Ὄχι ἄρνηση τοῦ Δημιουργοῦ.» Γιατί δὲν ἀκοῦμε τίποτα; Πραγματικὰ πλαστικοποιηθήκαμε; Γιατί κωφεύουμε; Γιατί δὲν πήραμε τοὺς δρόμους καὶ τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν βουνῶν νὰ φωνάξουμε: «Ὄχι Ἑλλάδα κρεμασμένη. Κατσιποδιάρηδες, κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν μάννα»; Ἀπνευστὶ νὰ χρεωκοπήσουμε; Φυσῆξτε, φωνάξτε: «Τὴν Ἑλλάδα τὴν θέλουμε ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ πρόγονοί μας». Ποιός θὰ γυρίση πίσω τὸ κεφάλι νὰ φωνάξη «Ἑλλάδα μου γλυκειά, ποιός σοῦ διέρρηξε τὸν χιτῶνα;» καὶ δὲν θὰ ἀκούση «Οἱ ἄπιστοι Συριζαῖοι»; Τί μουγγάδα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα; Γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση πόσα ἀναπηδήματα κάνουμε, πόσες διαμαρτυρίες. Γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἐθνικὴ κρίση οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι. Δὲν ἀκούγονται φωνές. Φωνάξτε προτοῦ κεκράξονται οἱ λίθοι. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὀρθόδοξη. Εἶναι ὁ μεγάλος ἥλιος ποὺ ὅλος ὁ κόσμος περιμένει τὸ φῶς του καὶ τὴν θαλπωρή του. Ἔχεις τὴν δύναμη, Ἐκκλησία. Ἔχεις τὴν δύναμη, ἑλληνικὲ λαέ, σὲ μιὰ νύχτα νὰ ρίξης τὰ κῶλα αὐτῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. Αὐτῆς τῆς συμφορᾶς ποὺ τὶς μέρες αὐτὲς κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Δὲν βαστιέται, δὲν κρατιέται. Ἅμα πέση κάτω ἡ δρῦς, ὅλοι θὰ ξυλεύσουμε. Βοηθῆστε την νὰ μὴ πέση. Κρατῆστε την ὄρθια. Βδελυχθῆτε τοὺς ἀνέμους τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Δεῖξτε τὴν ἀνδρειοσύνη ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς πατέρες σας. Ράγισαν τὰ πάντα καὶ ὅλοι οἱ σωφρονοῦντες λένε: «Ἢ Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπώλετο».
Δεσποτάδες, ἂν καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ νομοσχέδιο δὲν κρεμάσετε τὰ στολίδια σας καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὴν χαριστικὴ βολή, τότε πράγματι θά ᾽ρθη μέρα ποὺ θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε, ἀλλὰ ποιόν; Ἔχετε τὴν δύναμη νὰ πῆτε: «Μάννα, μὴ κλαῖς· ὁ γιός σου δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ καθεύδει»; Ἔχετε τὴν δύναμη νὰ ποτίσετε τοὺς κρατοῦντες μὲ ὄξος καὶ χολή; Ἂν δὲν τὴν ἔχετε, μεριάστε. Δὲν γνωρίζω ἐὰν βρεθῆ ἄνθρωπος νὰ χτυπήση νεκροκάμπανο. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πετάξετε καταγῆς στέμματα καὶ σκῆπτρα. Καβαλικέψτε ὀνάριο καὶ εἰσέλθετε στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριὰ καὶ κόψτε τὰ χέρια τῶν σταυρωτῶν. Δὲν εἶναι δύσκολο. Βάψτε τὴν γῆ μὲ αἷμα, γιὰ νὰ ἀνεμίση τοῦ σταυροῦ ἡ δύναμη. Ἐσχάτη ὥρα ἐστί.
Μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν κυκλῶνα καὶ τὴν ἀνεμοθύελλα, «μεγίστη» Μονὴ διανέμει κούφια καρύδια: συγγραφικὸ ἔργο ἑνὸς μοναχοῦ. Σκουνταμοὶ καὶ τύφλες μᾶς βρήκανε. Αὐτὸ ἂς τὸ ἔκανε ἡ Μονὴ ποὺ τὸν γαλούχησε, ἡ Μονὴ ποὺ τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ ὄχι ἐσύ, κυρα-Παναγιώτα μου. Ὁ λαὸς δὲν θὰ ἀναθαρρύνη μὲ συγγραφικὰ ἔργα, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσίαση ἀσκητικῶν ἀγώνων καὶ καμάτων. Βγάλτε μιὰ φωτογραφία τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κελλιοῦ τοῦ παπα-Διονύση καὶ τοῦ παπα-Εὐδόκιμου καὶ τοῦ πολυθρύλητου αὐτοῦ μοναχοῦ καὶ βάλτε τις μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιλέξουν τὸν ἀσκητή, τῆς πίστεως τὸν ὑπερασπιστὴ καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγωνιστή. Μέσα σ᾽ ἕνα κελλὶ ποὺ παρουσιάζεται σὰν ἕνα πλούσιο κοινόβιο σὲ σμικρογραφία, μυρίζουν ἀσκητικοὶ ἀγῶνες, στερήσεις καὶ θλίψεις καὶ δοκιμασίες; Δίνει τὸ κελλὶ αὐτὸ μαρτυρία Χριστοῦ; μαρτυρία φλογισμένης καρδιᾶς; Τὰ βιβλία αὐτὰ θὰ βοηθήσουν αὐτὴν τὴν ὥρα στὸν χαμὸ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ἀεροσυνοδοὶ γίνατε. Τίποτα δὲν μπορεῖτε νὰ στηρίξετε. Μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν χαλασμό, σὲ τί μπορεῖ νὰ βοηθήση ἡ ἐπίδειξη γνώσεων; Μὰ αὐτὰ τὰ βρίσκουμε καὶ στὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὰ θὰ ἐρευνοῦμε τὴν ἔρημο καὶ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς θὰ παρουσιάζουμε στὸν ταλαιπωρημένο κόσμο; Αὐτὰ μᾶλλον βοηθᾶνε στὸ ναυάγιο ποὺ μᾶς βρῆκε μέσα στῶν Συριζαίων τὴν φουρτούνα. «Μεγίστη», ρήμαξες μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ἔγινες ἐλαχίστη. Ἂν σὲ θαυμάζη γιὰ τέτοιες ἐπιδείξεις νοῦς ὑγιής, πετάξτε τα ὅλα στὴν θάλασσα. Στὸ καφάσι μέσα δὲν ἔμεινε κανένας καρπὸς γερός. Σαπίλα ἀναδίδει καὶ σκνίπες γεμίζουν τὰ μάτια μας. Αὐτὴ ἡ παρουσίαση ἦταν πραγματικὰ ἡ τούρτα μὲ τὸ κερασάκι. Φάτε την, οἱ τὰ ἀνάκλιντρα ἀγαπῶντες.
Κύριε, ἐλέησον!
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ