2017-10-27 17:50:30
Γράφει ο Επίλαρχος Παναγιώτης Κούφας
Ήταν ένα πρωϊνό Δευτέρας, σαν όλα τ΄ άλλα του θλιμμένου μεσογειακού Οκτώβρη....
Χάραμα που να θυμίζει στους στρατοκόπους και τους μεροκαματιάρηδες πως ο χειμώνας πλησιάζει μουντός και απειλητικός, παρά τα αγιοδημητριάτικα αρώματα του προηγούμενου Σαββάτου που θύμιζαν άνοιξη Την ώρα εκείνη την μουντή που μάχεται η αυγούλα να χρωματίσει τον νυχτερινό ουρανό με τα χρώματα της μέρας, μέσα στ΄ αγιάζι, ακούστηκε η στριγκλιά τσιρίδα της σειρήνας...
απόμακρη, συρτή και παράξενη, σαν μαινάδα στο διονυσιακό όργιο, άπλωσε την φωνή της πάνω από σπίτια, αυλές και παγωμένες ανάσες. Στόμα με στόμα, πίσω από σηκωμένους γιακάδες, διαδόθηκε η πληροφορία, ψίθυρος που ώρα την ώρα μεγάλωνε και τράνευε: Πόλεμος!!!
...Θαρρείς και κάτι σαν ν΄ άλλαξε μετά...
Μια παράξενη βουή, που γέννησε ο ψίθυρος και η μεταλλική κουρούνα που στρίγγλισε το παράξενο ουρλιαχτό της, βουή απόμακρη και αφηρημένη στην αρχή, θέριευε και αναθάρρευε τον αχό της όλο και κοντύτερα...
Μέχρι που έγινε ιαχή, φωνή με σχήμα που θέριευε ολοένα και πιότερο... Οι γιακάδες που έκρυβαν τους ψίθυρους από το πρωινό αγιάζι έπεφταν γοργά, αποκαλύπτοντας χλωμά σκαμμένα πρόσωπα που -ώ! του θαύματος- παίρνανε χρώμα άλικο απότομα και φώτιζαν τα μάτια..!!
Και με την ώρα που περνούσε κι άφηνε τον ήλιο δειλά να σκαρφαλώσει την ανηφόρα στο καθημερινό του στερέωμα, τα λαμπερά τα μάτια, οι φωνές και τα ζαρωμένα κορμιά του πρωινού εκείνου, θαρρείς και τράνεψαν αλλόκοτα και φανήκαν γιγαντωμένα, σαν από παραμυθένιας μάγισσας ξόρκι θεριεμένα, να ξεχύνονται σε δρόμους και σοκάκια....!!!
...Ήταν η άγια και συνάμα καταραμένη ώρα, που άρχιζε το παραμύθι...
Ένας μύθος, που σέρνει αιώνια κατάρα ετούτη η φυλή, με τα μαλθακά κορμιά, τους σηκωμένους γιακάδες και τους παγωμένους ψίθυρους των φθινοπωρινών πρωινών...
Μια ευλογία, κληρονομιά μεστωμένη από παλιό ξεραμένο αίμα πάνω σε σκουριασμένα σπαθιά κρυμμένα σε σεντούκια, όρκος παλιός που ξεχάστηκε σε ανεμοδαρμένες πολεμίστρες κι ανακατεύτηκε με σκόνη, βροχή και χιόνι, μα κράτησε στους αρμούς τους τον ξεραμένο ιδρώτα από παλιές μάχες...
Οργή πλασμένη από κατάρες κι ευχές αιώνων, που τυπώθηκε σε χορταριασμένες πέτρες και λιανισμένα από τον χρόνο μάρμαρα, που απλώνονται παντού στην αλλόκοτη γεωγραφία αυτής της χώρας...
Σεισμός υπόκωφος, συντονισμένος από παλιά μνήματα που κρύβουν αγιασμένα κόκκαλα, ν΄ ανασαλεύει απόκοσμα σαλπίσματα και προσκλητήρια, σε ένα λαό που αγκομαχάει κατάματα στην φύσης τα στοιχεία να επιβιώσει με φτωχή αξιοπρέπεια σε μια λιτή και αδυσώπητη καθημερινότητα....
Το παραμύθι -ο μύθος- μόλις ξανάρχιζε....
Συμπαρασέρνοντας μαζί του με ρυθμούς πανάρχαιου παιάνα, μια γενιά ολάκερη στα όπλα, δύο μεγαλύτερες στον αγώνα της υποστήριξης και άλλες δύο μικρότερες στην άνιση μάχη της σκληρής επιβίωσης....
Οι μύθοι, λένε, γράφονται από δύο φάρες: αυτές που έρχονται κι αυτές που φεύγουν. Δεν είναι ψέμα. Εκείνη την ώρα που η ιστορία χτυπούσε για άλλη μια φορά την πόρτα εκείνης της γενιάς, ήξεραν όλοι μονομιάς σε ποιά από τις δύο φάρες έπρεπε να καταταχθούν....
Και το έκαναν.
Με την σεμνή μοναδικότητα που χαρακτηρίζει αυτή την ράτσα την πονεμένη, την μυριανακατωμένη, την τόσο ανυπόφορα διχόγνωμη και τόσο αλόγιστα φιλότιμη, σε μια στιγμή καθημερινή, που ο ήλιος αντάμωνε την μέρα, σήκωσαν σημαίες, φλάμπουρα, έσυραν στομωμένα θηκάρια, έδεσαν βιαστικά ποδήματα λιωμένα από το μεροκάματο, τέντωσαν χέρια σε ασπίδες, κι ανηφόρισαν σε βουνά λασπωμένα τραγουδώντας με ύμνους παλιούς μα αξέχαστους τον θάνατο που πήγαιναν να συναντήσουν...
Κι αυτοί που μένανε ξοπίσω τους, αντί σπονδής και χοής μεμειγμένης δακρύων και οδύνης καθώς λένε οι παλιές γραφές, χάριζαν θάρρος με χαμόγελα κι ευχές -σαν να έντυναν γαμπρούς σε νυφιάτικο πανηγύρι- σταύρωναν κι όρκιζαν άντρες και παλληκάρια με ευχές νίκης, βγαλμένες από κείμενα αρχαία σε βιβλία σκονισμένα: “Ταν ή επί τας”....!!!
Πανηγύρι λοιπόν!!
Αυτό είναι ο Πόλεμος για αυτή την ανάποδη και ανάδελφη απόριζα των Ελλήνων...
Η ύψιστη υποχρέωση που έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητο τους μόνο με μια λέξη: Καθήκον!
Μα για να μην κρυώνει, οι Έλληνες την έντυσαν μ΄ ένα χιτώνα πιο λευκό κι απ΄ των αγγέλων, που τον λένε Φιλότιμο!!!
Και το στόλισαν με την χαρά της απελπισίας που γεννάει ελπίδα, που ομονοεί φάρες και φατρίες και ενώνει σκοπούς και διαφορές συμφερόντων. Κι έτσι μονομιάς, το μετατρέπει σε πανηγύρι...!!!
Και μέσα στο πανηγύρι αυτό, αποτρέλαναν και τον Χάρο, που όταν αχόρταγος θέριζε ψυχές, αποσβόλωνε να τις αντικρίζει να του τραγουδάνε και να τον μακαρίζουν, προσκαλώντας τον στο παράλογο γλέντι τους!!....
.... Στην καταγεγραμμένη Ιστορία αυτού του κόσμου τα θαύματα, δεν γίνονται μόνο από Aγίους.
Τα θαύματα πραγματοποιούνται από την υπέρβαση των ανθρώπων ενός Έθνους, που θυσιάζουν την εφήμερη βατότητα της ζωής τους για να σώσουν την ζωή αλλά και τη συνείδηση της επόμενης γενιάς τους.
Κι αυτή η μυστική συνταγή, είναι καλά γραμμένη στο αίμα και το φυλλοκάρδι των ανθρώπων αυτής της γωνιάς της Γής....
Σαν ή ώρα το προστάξει, όπως εκείνης της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, ανασαλεύει από σκυφτά κορμιά και σηκωμένους γιακάδες, τρανεύει μέσα από σκαμμένες μεροκαματιάρικες φιγούρες της καθημερινότητας, γιγαντώνεται από αμούστακα μάγουλα εφήβων και παλληκαριών που δεν πρόφτασαν να μεστώσουν τους χυμούς της νιότης τους.
Τρανεύει απείθαρχα, με βία πρωτόγνωρη, γίνεται όρκος, τάμα, υπόσχεση και μεταβάλλεται σε αλύγιστη θέληση, σε πείσμα που δεν ξεθυμαίνει παρά μόνο με ακραίες πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας, γίνεται τροφή ψυχής σε ώρες που το σκοτάδι της ωμής βίας από κατοχή εξαϋλώνει εύκολα κάθε ηθικό πρόσκομμα προς χάριν μιας έστω και άθλιας επιβίωσης και μετατρέπεται σε ειρωνική αυταπάρνηση στο γλυκύ δέλεαρ των υλικών ανταποδόσεων...
..Αυτός ο χημικός τύπος στο γενετικό κώδικα της ανάδελφης αυτής φυλής, που αντιδραστήριο της ήταν πάντα ένα αιφνίδιο πρωινό σάλπισμα ή μια σειρήνα σε φθινοπωρινό ξημέρωμα, είναι αυτός που γεννά ως παράγωγο τον Ήρωα.
Και γίνεται παράδειγμα σε κατοπινές γενιές, γίνεται όρκος και τάμα τους, γίνεται βλαστός που με την σειρά του γεννάει Ιστορία και εμβολιάζει με καθήκον την ρίζα του απόγονου...
..Στην χορταριασμένη γωνιά αυτή της οικουμένης, φυτρώνουν πέτρες σμιλεμένες από ιδρώτα ανθρώπων που τις έκαναν εύφορο χωράφι...
Φυτρώνουν μάρμαρα πάνω σε παλιότερα, που αναπαριστάνουν Ήρωες και Μάχες, βγαλμένες από μύθους και παραδόσεις...
Φυτρώνουν παραμύθια, που έφτιαξαν αλλόκοτες νεράιδες μαυροφορεμένες με μαντήλια που ζαλώθηκαν μπαρουτόβολα κι ανέβηκαν λασπωμένες βουνοκορφές για να τα απιθώσουν στους άντρες και τους γιούς τους που πολέμαγαν...
Φυτρώνουν κόκκαλα από σκόρπια λείψανα πιότερο εξαγνισμένα και από Άγιο, ποτισμένα με το νάμα του αίματος της υπέρτατης θυσίας και ευλογημένα από Τον ίδιο Τον Πλάστη για το αντάλλαγμα της χαμένης νιότης τους.....
..Σ΄ αυτή την άκρη της Γής, που η Ιστορία την ονόμασε Ελλάδα, ζει και πορεύεται ένας λαός, που η μάνα που τον γέννησε και τον βύζαξε την βάφτισαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Όσα κι αν υποφέρει στου χρόνου το διάβα ο λαός αυτός, όσο και αν ζαρώνει το πρόσωπο, σηκώνει το γιακά στο πρωινό αγιάζι του φθινοπώρου, όσο κι αν γκρινιάζει για αυτά που δεν του φτάνουν για να ζήσει, ξέρει να αγαπά την μάνα που τον γέννησε και να την προστατεύει όταν χρειάζεται, τόσο απλά, τόσο καθημερινά, τόσο φυσικά, τόσο σπουδαία και τόσο ταπεινά....!!!!
(Ξημερώνοντας 28η Οκτωβρίου 2017, γιατί χρωστώ, καθώς μου δίδαξε ο γέρο ποιητής, σ΄ αυτούς που πέρασαν, που θάρθουν, θα περάσουν, κριτές θα με δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί...!!!)
kranosgr
Ήταν ένα πρωϊνό Δευτέρας, σαν όλα τ΄ άλλα του θλιμμένου μεσογειακού Οκτώβρη....
Χάραμα που να θυμίζει στους στρατοκόπους και τους μεροκαματιάρηδες πως ο χειμώνας πλησιάζει μουντός και απειλητικός, παρά τα αγιοδημητριάτικα αρώματα του προηγούμενου Σαββάτου που θύμιζαν άνοιξη Την ώρα εκείνη την μουντή που μάχεται η αυγούλα να χρωματίσει τον νυχτερινό ουρανό με τα χρώματα της μέρας, μέσα στ΄ αγιάζι, ακούστηκε η στριγκλιά τσιρίδα της σειρήνας...
απόμακρη, συρτή και παράξενη, σαν μαινάδα στο διονυσιακό όργιο, άπλωσε την φωνή της πάνω από σπίτια, αυλές και παγωμένες ανάσες. Στόμα με στόμα, πίσω από σηκωμένους γιακάδες, διαδόθηκε η πληροφορία, ψίθυρος που ώρα την ώρα μεγάλωνε και τράνευε: Πόλεμος!!!
...Θαρρείς και κάτι σαν ν΄ άλλαξε μετά...
Μια παράξενη βουή, που γέννησε ο ψίθυρος και η μεταλλική κουρούνα που στρίγγλισε το παράξενο ουρλιαχτό της, βουή απόμακρη και αφηρημένη στην αρχή, θέριευε και αναθάρρευε τον αχό της όλο και κοντύτερα...
Μέχρι που έγινε ιαχή, φωνή με σχήμα που θέριευε ολοένα και πιότερο... Οι γιακάδες που έκρυβαν τους ψίθυρους από το πρωινό αγιάζι έπεφταν γοργά, αποκαλύπτοντας χλωμά σκαμμένα πρόσωπα που -ώ! του θαύματος- παίρνανε χρώμα άλικο απότομα και φώτιζαν τα μάτια..!!
Και με την ώρα που περνούσε κι άφηνε τον ήλιο δειλά να σκαρφαλώσει την ανηφόρα στο καθημερινό του στερέωμα, τα λαμπερά τα μάτια, οι φωνές και τα ζαρωμένα κορμιά του πρωινού εκείνου, θαρρείς και τράνεψαν αλλόκοτα και φανήκαν γιγαντωμένα, σαν από παραμυθένιας μάγισσας ξόρκι θεριεμένα, να ξεχύνονται σε δρόμους και σοκάκια....!!!
...Ήταν η άγια και συνάμα καταραμένη ώρα, που άρχιζε το παραμύθι...
Ένας μύθος, που σέρνει αιώνια κατάρα ετούτη η φυλή, με τα μαλθακά κορμιά, τους σηκωμένους γιακάδες και τους παγωμένους ψίθυρους των φθινοπωρινών πρωινών...
Μια ευλογία, κληρονομιά μεστωμένη από παλιό ξεραμένο αίμα πάνω σε σκουριασμένα σπαθιά κρυμμένα σε σεντούκια, όρκος παλιός που ξεχάστηκε σε ανεμοδαρμένες πολεμίστρες κι ανακατεύτηκε με σκόνη, βροχή και χιόνι, μα κράτησε στους αρμούς τους τον ξεραμένο ιδρώτα από παλιές μάχες...
Οργή πλασμένη από κατάρες κι ευχές αιώνων, που τυπώθηκε σε χορταριασμένες πέτρες και λιανισμένα από τον χρόνο μάρμαρα, που απλώνονται παντού στην αλλόκοτη γεωγραφία αυτής της χώρας...
Σεισμός υπόκωφος, συντονισμένος από παλιά μνήματα που κρύβουν αγιασμένα κόκκαλα, ν΄ ανασαλεύει απόκοσμα σαλπίσματα και προσκλητήρια, σε ένα λαό που αγκομαχάει κατάματα στην φύσης τα στοιχεία να επιβιώσει με φτωχή αξιοπρέπεια σε μια λιτή και αδυσώπητη καθημερινότητα....
Το παραμύθι -ο μύθος- μόλις ξανάρχιζε....
Συμπαρασέρνοντας μαζί του με ρυθμούς πανάρχαιου παιάνα, μια γενιά ολάκερη στα όπλα, δύο μεγαλύτερες στον αγώνα της υποστήριξης και άλλες δύο μικρότερες στην άνιση μάχη της σκληρής επιβίωσης....
Οι μύθοι, λένε, γράφονται από δύο φάρες: αυτές που έρχονται κι αυτές που φεύγουν. Δεν είναι ψέμα. Εκείνη την ώρα που η ιστορία χτυπούσε για άλλη μια φορά την πόρτα εκείνης της γενιάς, ήξεραν όλοι μονομιάς σε ποιά από τις δύο φάρες έπρεπε να καταταχθούν....
Και το έκαναν.
Με την σεμνή μοναδικότητα που χαρακτηρίζει αυτή την ράτσα την πονεμένη, την μυριανακατωμένη, την τόσο ανυπόφορα διχόγνωμη και τόσο αλόγιστα φιλότιμη, σε μια στιγμή καθημερινή, που ο ήλιος αντάμωνε την μέρα, σήκωσαν σημαίες, φλάμπουρα, έσυραν στομωμένα θηκάρια, έδεσαν βιαστικά ποδήματα λιωμένα από το μεροκάματο, τέντωσαν χέρια σε ασπίδες, κι ανηφόρισαν σε βουνά λασπωμένα τραγουδώντας με ύμνους παλιούς μα αξέχαστους τον θάνατο που πήγαιναν να συναντήσουν...
Κι αυτοί που μένανε ξοπίσω τους, αντί σπονδής και χοής μεμειγμένης δακρύων και οδύνης καθώς λένε οι παλιές γραφές, χάριζαν θάρρος με χαμόγελα κι ευχές -σαν να έντυναν γαμπρούς σε νυφιάτικο πανηγύρι- σταύρωναν κι όρκιζαν άντρες και παλληκάρια με ευχές νίκης, βγαλμένες από κείμενα αρχαία σε βιβλία σκονισμένα: “Ταν ή επί τας”....!!!
Πανηγύρι λοιπόν!!
Αυτό είναι ο Πόλεμος για αυτή την ανάποδη και ανάδελφη απόριζα των Ελλήνων...
Η ύψιστη υποχρέωση που έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητο τους μόνο με μια λέξη: Καθήκον!
Μα για να μην κρυώνει, οι Έλληνες την έντυσαν μ΄ ένα χιτώνα πιο λευκό κι απ΄ των αγγέλων, που τον λένε Φιλότιμο!!!
Και το στόλισαν με την χαρά της απελπισίας που γεννάει ελπίδα, που ομονοεί φάρες και φατρίες και ενώνει σκοπούς και διαφορές συμφερόντων. Κι έτσι μονομιάς, το μετατρέπει σε πανηγύρι...!!!
Και μέσα στο πανηγύρι αυτό, αποτρέλαναν και τον Χάρο, που όταν αχόρταγος θέριζε ψυχές, αποσβόλωνε να τις αντικρίζει να του τραγουδάνε και να τον μακαρίζουν, προσκαλώντας τον στο παράλογο γλέντι τους!!....
.... Στην καταγεγραμμένη Ιστορία αυτού του κόσμου τα θαύματα, δεν γίνονται μόνο από Aγίους.
Τα θαύματα πραγματοποιούνται από την υπέρβαση των ανθρώπων ενός Έθνους, που θυσιάζουν την εφήμερη βατότητα της ζωής τους για να σώσουν την ζωή αλλά και τη συνείδηση της επόμενης γενιάς τους.
Κι αυτή η μυστική συνταγή, είναι καλά γραμμένη στο αίμα και το φυλλοκάρδι των ανθρώπων αυτής της γωνιάς της Γής....
Σαν ή ώρα το προστάξει, όπως εκείνης της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, ανασαλεύει από σκυφτά κορμιά και σηκωμένους γιακάδες, τρανεύει μέσα από σκαμμένες μεροκαματιάρικες φιγούρες της καθημερινότητας, γιγαντώνεται από αμούστακα μάγουλα εφήβων και παλληκαριών που δεν πρόφτασαν να μεστώσουν τους χυμούς της νιότης τους.
Τρανεύει απείθαρχα, με βία πρωτόγνωρη, γίνεται όρκος, τάμα, υπόσχεση και μεταβάλλεται σε αλύγιστη θέληση, σε πείσμα που δεν ξεθυμαίνει παρά μόνο με ακραίες πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας, γίνεται τροφή ψυχής σε ώρες που το σκοτάδι της ωμής βίας από κατοχή εξαϋλώνει εύκολα κάθε ηθικό πρόσκομμα προς χάριν μιας έστω και άθλιας επιβίωσης και μετατρέπεται σε ειρωνική αυταπάρνηση στο γλυκύ δέλεαρ των υλικών ανταποδόσεων...
..Αυτός ο χημικός τύπος στο γενετικό κώδικα της ανάδελφης αυτής φυλής, που αντιδραστήριο της ήταν πάντα ένα αιφνίδιο πρωινό σάλπισμα ή μια σειρήνα σε φθινοπωρινό ξημέρωμα, είναι αυτός που γεννά ως παράγωγο τον Ήρωα.
Και γίνεται παράδειγμα σε κατοπινές γενιές, γίνεται όρκος και τάμα τους, γίνεται βλαστός που με την σειρά του γεννάει Ιστορία και εμβολιάζει με καθήκον την ρίζα του απόγονου...
..Στην χορταριασμένη γωνιά αυτή της οικουμένης, φυτρώνουν πέτρες σμιλεμένες από ιδρώτα ανθρώπων που τις έκαναν εύφορο χωράφι...
Φυτρώνουν μάρμαρα πάνω σε παλιότερα, που αναπαριστάνουν Ήρωες και Μάχες, βγαλμένες από μύθους και παραδόσεις...
Φυτρώνουν παραμύθια, που έφτιαξαν αλλόκοτες νεράιδες μαυροφορεμένες με μαντήλια που ζαλώθηκαν μπαρουτόβολα κι ανέβηκαν λασπωμένες βουνοκορφές για να τα απιθώσουν στους άντρες και τους γιούς τους που πολέμαγαν...
Φυτρώνουν κόκκαλα από σκόρπια λείψανα πιότερο εξαγνισμένα και από Άγιο, ποτισμένα με το νάμα του αίματος της υπέρτατης θυσίας και ευλογημένα από Τον ίδιο Τον Πλάστη για το αντάλλαγμα της χαμένης νιότης τους.....
..Σ΄ αυτή την άκρη της Γής, που η Ιστορία την ονόμασε Ελλάδα, ζει και πορεύεται ένας λαός, που η μάνα που τον γέννησε και τον βύζαξε την βάφτισαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Όσα κι αν υποφέρει στου χρόνου το διάβα ο λαός αυτός, όσο και αν ζαρώνει το πρόσωπο, σηκώνει το γιακά στο πρωινό αγιάζι του φθινοπώρου, όσο κι αν γκρινιάζει για αυτά που δεν του φτάνουν για να ζήσει, ξέρει να αγαπά την μάνα που τον γέννησε και να την προστατεύει όταν χρειάζεται, τόσο απλά, τόσο καθημερινά, τόσο φυσικά, τόσο σπουδαία και τόσο ταπεινά....!!!!
(Ξημερώνοντας 28η Οκτωβρίου 2017, γιατί χρωστώ, καθώς μου δίδαξε ο γέρο ποιητής, σ΄ αυτούς που πέρασαν, που θάρθουν, θα περάσουν, κριτές θα με δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί...!!!)
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ