2017-10-29 06:15:27
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!
ΟΠΟΥ κι ἂν πᾶμε, ἀγαπητοί μου, κάθε λαὸς ἔχει τὴ θρησκεία του· καὶ οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ Κινέζοι, καὶ οἱ Ἰάπωνες, καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ οἱ Ἀφρικανοί, καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, καὶ οἱ Ἀμερικανοί, ὅλοι παντοῦ σὲ κάτι πιστεύουν ποὺ τὸ λένε θεό. Δὲ νοεῖται ἄνθρωπος ἄθεος. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος κάνῃ τὸν ἄθεο, ὅταν βρεθῇ σὲ κίνδυνο θυμᾶται τὸ Θεό, ἀπὸ ἀνάγκη ὅμως τότε.
Πολλὲς θρησκεῖες ὑπάρχουν. Ἂν τώρα ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία, κι ἂν ἐγὼ δὲν τὸ πῶ, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια θ᾽ ἀπαντήσουν· μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶνε ἡ δική μας, ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεὸς ἀληθινός, Θεάνθρωπος.
Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία – τὰ λόγια του· μιὰ διδασκαλία ποὺ ποτέ ἄλλοτε δὲν ἀκούστηκε στὸν κόσμο καὶ πού, ἐὰν ὅλοι τὴν ἐφαρμόζαμε, ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδεισος. Θεός λοιπόν, τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· Θεός, τὸ φωνάζει ὁ ἅγιος βίος του. Δὲν ἔκανε καμμία ἀπολύτως ἁμαρτία κ᾽ εἶχε τὸ θάρρος νὰ ρωτήσῃ «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν ἀκόμα τὰ θαύματά του. Ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι ὡρισμένα θαύματα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ἄπειρα, ἀμέτρητα θαύματα.
Δύο θαύματά του ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, τὸ ἕνα μικρότερο καὶ τὸ ἄλλο μεγαλύτερο. Τὸ πρῶτο, τὸ μικρότερο, εἶνε ὅτι θεράπευσε μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀσθένεια, καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ὅτι ἀνέστησε ἕνα νεκρὸ κορίτσι. Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ πρῶτο θαῦμα.
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Καὶ μόλις ὁ κόσμος τὸ ἔμαθε, ἔτρεξαν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ τὸν δοῦν. Ἦταν τόσος ὁ συνωστισμός, ποὺ μῆλο νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Χριστὸς γυρίζει καὶ λέει· ―Ποιός μὲ ἄγγιξε; Οἱ μαθηταὶ ἀπόρησαν καὶ τοῦ λένε· ―Κύριε, ἐδῶ ὅλος ὁ κόσμος σὲ πιέζει, κ᾽ ἐσὺ λές, Ποιός μὲ ἄγγιξε; Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε· ―Κάποιος μὲ ἄγγιξε· ἐγὼ αἰσθάνθηκα δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα. Τότε μιὰ γυναίκα, τρέμοντας, ἦρθε κι ἀφοῦ γονάτισε στὰ πόδια του εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους· ―Χριστέ, συχώρεσέ με, ἐγὼ ἤμουν ποὺ σὲ ἄγγιξα. Δώδεκα χρόνια ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία ἀσθένεια, αἱμορραγία. Πῆγα σὲ γιατρούς, πῆρα φάρμακα, ξώδεψα ὅλη τὴν περιουσία μου, μὰ γιατρειὰ δὲν εἶδα, κανένας δὲν μπόρεσε νὰ μὲ θεραπεύσῃ· ἐξακολουθοῦσα νὰ χάνω τὸ αἷμα μου. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ὅτι ἦρθες, εἶπα· Ἐσὺ θὰ μὲ κάνῃς καλά! Ἔτσι σὲ πλησίασα μὲ πίστι. Καὶ μόλις ἄγγιξα τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός σου, ἀμέσως γιατρεύτηκα. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 7,48).
Μέσα σὲ τόσο κόσμο μιὰ γυναίκα εἶδε τὴ θεραπεία της. Καὶ μπορεῖ νὰ σκεφτῇ κανείς· Ἄχ, γιατί νὰ μὴ ζοῦσα κ᾽ ἐγὼ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ν᾿ ἀγγίξω τὸ φόρεμά του νὰ γίνω καλά; * * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁρατὸς καὶ ἀόρατος. Εἶνε στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶνε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως ὁ ἥλιος, ἂν καὶ εἶνε τόσο μακριά, δὲν δυσκολεύεται νὰ θωπεύῃ τὸν πλανήτη μας, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται ἐν μέσῳ ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ. Ποῦ δηλαδή; Εἶνε παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὴν Ἐκκλησία του. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Πῶς εἶνε ἐδῶ; Εἶνε στὰ ἅγια μυστήρια.
⃝ Εἶνε στὸ βάπτισμα. Τὴν ὥρα ποὺ μπαίνει τὸ παιδὶ μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ ἱερεὺς λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τελεῖται μυστήριο. Τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας εἶνε ἱερὰ πλέον, εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται· ἀράπης μπαίνει – ἄγγελος βγαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν κολυμβήθρα, στὸ ἅγιο βάπτισμα· εἶνε ἀκόμα, καὶ μάλιστα κατ᾽ ἐξοχήν, στὴ θεία εὐχαριστία. Κάθε Κυριακὴ ἢ ἑορτή, ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονται γιὰ τὴ λειτουργία κι ὁ ἱερεὺς ντυμένος τὰ ἄμφια σηκώνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέῃ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τότε ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ἰδίως στὸ κρισιμώτερο σημεῖο, ὅταν εὐλογῇ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ γίνωνται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Κάθε ψίχουλο εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ κάθε σταλαγματιὰ εἶνε ὁ Χριστός.
⃝ Στὴν κολυμβήθρα ὁ Χριστός, στὸ δισκοπότηρο ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἀκόμα στὸ γάμο. Ὅταν ἔρχωνται στὸ ναὸ ἕνα νέο ζευγάρι νὰ στεφανωθοῦν, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνει τὸν ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα. Καὶ «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). Ὅταν ἑνώνῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ δὲν εἶνε πολιτικὸς «γάμος», εἶνε χριστιανικὸς γάμος. Καί, ὅπως εἶπα πολλὲς φορές, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη πρέπει νὰ χωρίζῃ τὸ ἀντρόγυνο. Μέχρι θανάτου πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ ὅλα τὰ μυστήρια, εἶνε καὶ στὸ εὐχέλαιο. Ἀρρώστησες; δὲ λέω, θὰ καλέσῃς γιατρὸ καὶ θὰ πάρῃς φάρμακα. Ἀλλ᾽ ὅταν, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ξοδεύῃς καὶ θεραπεία δὲ γίνεται, τί πρέπει θὰ κάνῃς; Μὴν καλεῖς μάγους, ὅπως ἔκαναν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς. Ὁ καλὸς παπᾶς, κατὰ καθῆκον, πῆγε νὰ δῇ ἕναν ἄρρωστο. Χτυποῦσε χτυποῦσε, καὶ κάποια στιγμὴ βγαίνει ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει· —Φύγε, δὲ σὲ θέλουμε, ἔχουμε μέσα τὸ μάγο… Στὸ μάγο πίστευαν, ὄχι στὸ Χριστό. Ἀρρώστησες λοιπόν; κάλεσε τὸ γιατρό, ἀλλὰ πρὸ παντὸς νὰ καλέσῃς τὸν ἱερέα γιὰ εὐχέλαιο. Μεγάλο πρᾶγμα τὸ εὐχέλαιο. Ἂν κάνῃς εὐχέλαιο μὲ πίστι, θεραπεύεσαι. Εἶνε πολλὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ ἔγιναν θαύματα.
⃝ Ποῦ ἀλλοῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι – ἄλλο μεγάλο μυστήριο. Ἁμαρτάνεις; μετανόησε. Δὲ θὰ σὲ δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνεις. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, τὸ ἐμμένειν στὴν ἁμαρτία εἶνε σατανικό· μόνο ὁ σατανᾶς δὲ μετανοεῖ. Ἁμαρτάνεις; τρέξε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου· καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἐκεῖ παρών, θὰ σοῦ τὰ συχωρέσῃ ὅλα.
* * *
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε παντοῦ. Ἀλλὰ τί συμβαίνει μ᾽ ἐμᾶς· δὲν τὸν πλησιάζουμε ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν πλησίασε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα. Πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουμε μὲ πίστι.
Ἕνας ἀσκητὴς εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπῃ τὶς ψυχές· ὄχι τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν ἐσωτερικό. Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καθὼς ἔμπαιναν οἱ χριστιανοί. Ὅλους τοὺς ἔβλεπε μαύρους, καὶ ἔκλαιγε. Ὅταν ὁ παπᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἔβγαιναν, τοὺς εἶδε πάλι τὸ ἴδιο. Ὅπως μπῆκαν, ἔτσι βγῆκαν· μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι βγῆκαν. Μόνο ἕνας, καθὼς ἔβγαινε ἦταν ἄσπρος. Ὁ ἀσκητὴς τὸν πλησίασε. ―Ὅταν ἔμπαινες, τοῦ λέει, ἡ ψυχή σου ἦταν μαύρη· τώρα σὲ βλέπω νὰ λάμπῃς· τί συνέβη; ―Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Ὅλες τὶς ἀτιμίες τὶς ἔχω κάνει· λῄστεψα, ἔσφαξα κόσμο, βγῆκα στὰ βουνά…. Ἀλλὰ σήμερα, μόλις ἄκουσα τὴν καμπάνα, θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾿λεγε· Παιδί μου, ὅταν ἀκοῦς καμπάνα, νὰ τρέχῃς στὴν ἐκκλησία. Εἶχα τριάντα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστῶ. Μπῆκα λοιπὸν μέσα μὲ δέος, ἔτρεμα· φοβόμουν μὴ πέσουν στὸ κεφάλι μου τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος. Ἄκουσα ἀπὸ τὸν παπᾶ τὰ θεϊκὰ λόγια κι ἀναστέναξα. Θεέ μου, εἶπα, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶμαι! Κ᾽ ἔκλαψα ὅταν βγῆκαν τὰ ἅγια, ἔκλαψα ὅταν ἄκουσα τὸ «Λάβετε, φάγετε…»· ἔκλαψα ὅπως ποτέ ἄλλοτε στὴ ζωή μου. Καὶ εἶπα· Θεέ μου, συχώρεσέ με…
Εἴδατε; Αὐτὸς μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆκε. Ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε. Ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μας; Ἀπὸ μιὰ συνήθεια πᾶμε στὴν ἐκκλησία, παίρνουμε ἀντίδωρο κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν μᾶς σῴζει. Θέλεις νὰ ὠφεληθῇς; Χτυπάει ἡ καμπάνα; ἔλα στὴν ἐκκλησία κι ἄκουσε τὰ θεῖα λόγια, ἀλλὰ μὲ πίστι· τότε θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα· ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, στέκονταν ἀμίλητοι, προσεύχονταν μὲ δάκρυα, κ᾽ ἔβλεπαν θαύματα. Τώρα ἐμεῖς δὲ λατρεύουμε τὸ Θεό· παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, ψεῦτες εἴμαστε. Εἴδατε τὴν αἱμορροοῦσα πῶς πίστευε; Γι᾽ αὐτὸ ἔγινε καλά.
Νὰ ζητήσουμε λοιπὸν νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς πίστι. Νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ὅπως οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὅπως ἡ Παναγία μας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Κι ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ὅταν κινδυνεύῃ τρέχει καὶ φωνάζει «μάνα» καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του νιώθει ἀσφάλεια, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πλησιάζουμε τὸ Χριστό μας μὲ μετάνοια πραγματική. Τότε θὰ δοῦμε στὴ ζωή μας τὸ μεγάλο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς δὲ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄγγιγμα θείας Χάριτος
«Ἥψατό μού τις»
Στὴν ἀρχὴ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς παρακολουθήσαμε τὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας. Ἡ ἄρρωστη αὐτὴ γυναίκα πίστεψε ὅτι καὶ μόνον ἂν ἄγγιζε κρυφὰ τὸν Κύριο, θὰ γινόταν καλά. Πράγματι, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του καὶ ἀμέσως θεραπεύθηκε. Ὁ Κύριος τῆς χάρισε τὴ σωματικὴ ὑγεία ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀσθένειά της. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἂς κάνουμε σήμερα μιὰ προέκταση: νὰ ἀναλογισθοῦμε πόσο ἀναγκαῖο εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μας νὰ ἀγγίζουμε τὸν Κύριο· πόσο ἀναγκαῖο εἶναι νὰ λαμβάνουμε τὴ θεία Χάρι· καὶ κατόπιν νὰ δοῦμε πῶς μποροῦμε νὰ τὴν λαμβάνουμε.
1. Ζωὴ τῆς ψυχῆς ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Τὸ σῶμα μας γιὰ νὰ διατηρεῖται στὴ ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὀξυγόνο, νερό, τροφή, ὕπνο… Ἡ ψυχή μας, τὸ κύριο συστατικὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, γιὰ νὰ εἶναι ζωντανή, γιὰ νὰ ζεῖ εὐτυχισμένη, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συνεχὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θεία Χάρι. Ἡ θεία Χάρις εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μας, καὶ εἰδικότερα ἡ ἁγιαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γράφει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς πὼς ὅ,τι εἶναι ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὴν ψυχή1. Δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ζωὴ στὴν ψυχή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι οὐσιαστικὰ νεκρός, ἔστω καὶ ἂν ζεῖ τὴ σωματικὴ ζωή. Στὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ὁ Πατέρας λέει ὅτι αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρός (τὸν καιρὸ τῆς ἀσωτείας του) καὶ ἀνέζησε (μὲ τὴ μετάνοια) (Λουκ. ιε´ [15] 24). Ὁμοίως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, «τὸ διαζευχθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ συζυγῆναι», τὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴ θεία Χάρι καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἁμαρτία2· ἐνῶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ νὰ ζεῖ ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό.
Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς αἱμορροούσας, νὰ προσβλέπουμε στὸν Κύριο ὡς τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ νὰ Τὸν «ἀγγίζουμε», ὥστε νὰ μᾶς μεταδίδει ζωὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία.
2. Ἄγγιγμα μὲ πίστη
Πῶς μποροῦμε νὰ λαμβάνουμε τὴ θεία Χάρι; Μὲ τὸ νὰ βρισκόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν πηγὴ τῆς θείας Χάριτος, δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Μὲ τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ ὅταν μετανοοῦμε, ἐπιστρέφουμε κοντά Του. Πλουτίζουμε σὲ θεία Χάρι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀνεξικακία, γενικὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν· κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως, ὅταν συμμετέχουμε στὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ τὴ θεία Κοινωνία.
Ὅμως δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ ἐξωτερικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τυπικὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας Χάριτος. Πολλοὶ ἄγγιζαν τὸν Κύριο σωματικά, ἀλλὰ μόνο ἡ αἱμορροοῦσα ἔλαβε Χάρι. Μόνο γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Ἥψατό μού τις». Μὲ ἄγγιξε κάποιος. Μόνον ἕνας. Οἱ ἄλλοι ὄχι.
Ἑπομένως γιὰ νὰ λάβουμε τὴ Χάρι, ἀπαιτεῖται πίστη, συμμετοχὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Ὅταν π.χ. προσευχόμαστε, νὰ μὴ λέμε μόνο λόγια μὲ τὸ στόμα μας, ἀλλὰ νὰ ὑψώνουμε τὸ νοῦ μας στὸ Θεό. Παρομοίως στὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση νὰ ὁμολογοῦμε μὲ πόνο καὶ εἰλικρίνεια τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ καὶ μὲ πίστη ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἄφεση χάρη στὴ θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου. Στὴ θεία Κοινωνία ἐπίσης νὰ προσερχόμαστε συγκεντρωμένοι, μὲ πόθο ἱερὸ καὶ ἀπόφαση καινούργιας ζωῆς… Γνωρίζουμε ποῦ θὰ βροῦμε τὸν Κύριο γιὰ νὰ Τὸν ἀγγίξουμε. Αὐτὸ ποὺ μᾶς λείπει εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς αἱμορροούσας, ἡ ζωντανὴ πίστη της.
***
Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ τῆς θείας Χάριτος. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε κάποια ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος. Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι νὰ μὴ γευόμαστε ἁπλῶς στιγμὲς Χάριτος, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τῆς Χάριτος· δηλαδὴ νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα μας μόνιμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε ἡ ψυχή μας θὰ εἰρηνεύσει τελείως καὶ θὰ καρποφορεῖ ἀνεμπόδιστα τὶς ἀρετές. Θὰ ζεῖ τὴ ζωὴ ποὺ τῆς ταιριάζει. Θὰ ζεῖ ἀπὸ τώρα στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὲ τὶς πρεσβεῖες ὅλων τῶν Ἁγίων, τῶν πνευματέμφορων ἀνθρώπων, μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸν σκοπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, ὥστε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς δοχεῖα τῆς Χάριτος, μυροδοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
1. Στό: Ὁσίου Νικοδήμου, Νέα Κλῖμαξ, Ἑρμηνεία τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ γ´ ἤχου, «Τὴν αἰχμαλωσίαν Σιών», ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 114.
2. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ΕΠΕ 8, 358.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;
Το ερώτημα, αγαπητοί μου αδελφοί, που συχνά δεσπόζει ανάμεσα στους ανθρώπους που πιστεύουν είναι «πόσο δύσκολη ή αδύνατη είναι η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;».
Ενώ αναγνωρίζουμε την δύναμη που η πίστη έχει και την ελπίδα που μας προσφέρει, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να απαλλαγούμε από την αίσθηση της ρυπαρότητάς μας έναντι του Θεού, από το ότι ο Θεός και το θέλημά Του δεν είναι προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι η πορεία μας, λιγότερο ή περισσότερο, στον κόσμο αυτό χαρακτηρίζεται από επιδράσεις του εκκοσμικευμένου πνεύματος, ότι ενώ μετανοούμε ενίοτε για τα σφάλματά μας, ξαναγυρίζουμε στα όσα έχουμε αποφασίσει να αφήσουμε κατά μέρος.
Ο Απόστολος Παύλος, απαντώντας σε ανάλογο προβληματισμό, θέτει αυτό το ερώτημα: «ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο» (Γαλ. 2, 17).
Ωστόσο το ερώτημα παραμένει. Και δεν μένει μόνο στο ζήτημα της αμαρτίας. Έχει να κάνει με την εμμονή των ανθρώπων σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, οι οποίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση της προόδου, των εφευρέσεων, της οργάνωσης ενός πολιτισμού αληθινά αξιοθαύμαστου τεχνικά, αλλά και διανοητικά, προς όφελος των πολλών, τον εγκλωβισμό στη λογική του θανάτου, αλλά και στην αβεβαιότητα για όλους. Γιατί λοιπόν δεν τα καταφέρνουμε ηθικά και πνευματικά, με αποτέλεσμα η αποτυχία μας να μεταφέρεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας;
Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Πρωτίστως χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει πίστη. Έχουμε την εντύπωση πως η πίστη συνεπάγεται την αποδοχή ότι ένα πρόσωπο, μία ιδέα, μία πραγματικότητα είναι αληθινή. Η πίστη όμως αυτή περιορίζεται στο στοιχείο της διάνοιας ή χρησιμοποιεί ορισμένους κανόνες, τυπικά, διατάξεις με βάση τα οποία ο πιστεύων αισθάνεται ότι την τηρεί και την αποδεικνύει.
Για την Εκκλησία όμως η πίστη συνεπάγεται την σχέση προσώπων.
Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιος είναι αυτός στον οποίο απευθύνομαι, θέλω να έχω σχέση μαζί του, τον ζητώ να υπάρχει στην καθημερινότητα της ύπαρξής μου, μπορώ να μιλήσω μ’ αυτόν και γι’ αυτόν, όπως όχι απλώς κάποιος πιστεύει, αλλά όπως αυτός που αγαπά. Στην περίπτωση του Θεού, η πίστη μας δεν μπορεί να είναι μία θρησκευτική αποδοχή ή εμπιστοσύνη, αλλά η αφετηρία της κοινωνίας με το υπαρκτό πρόσωπο του Θεανθρώπου, το Οποίο αποδεικνύει την παρουσία Του στη ζωή μας πρώτα μέσα από το Σώμα και το Αίμα Του, το οποίο καλούμαστε να κοινωνούμε, αλλά και μέσα από την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός φανερώνεται στη ζωή μας, δηλαδή μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο.
Στη συνέχεια, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει δικαίωση. Η συνηθισμένη εκδοχή συνεπάγεται την αναγνώριση από την πλευρά αυτού που πιστεύουμε ότι είναι το μέτρο και ο κανόνας των σκέψεων, των πράξεων, των επιθυμιών μας. Κατόπιν, η δικαίωση περνά μέσα από την κοινωνική ομάδα, το σύστημα, το σώμα στο οποίο ανήκουμε. Και η δικαίωση ικανοποιεί την ανάγκη μας για αποδοχή, για απόδοση αξίας στον εαυτό μας, για δόξα τελικά.
Στη σχέση μας όμως με το Χριστό δικαίωση σημαίνει την αναγνώριση από μέρους μας ότι ο Χριστός βλέπει σε εμάς το πρόσωπο που μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του, το δημιούργημα και παιδί Του, στο οποίο η κοινωνία περνά από την σχέση πατρότητας και υιότητας στη σχέση της φιλίας και της αγάπης και ταυτόχρονα στην πορεία της σωτηρίας μας, δηλαδή της νίκης κατά του θανάτου και της δωρεάς της ενότητας ψυχής και σώματος στην προοπτική της ανάστασης.
Δεν δικαιωνόμαστε εκ των όποιων έργων, των χαρισμάτων ή των κατορθωμάτων μας, αλλά από την κοινωνία με το Χριστό που για το πρόσωπό μας σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και αυτός είναι ο δρόμος και το χάρισμα της αγιότητας.
Τέλος, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει αμαρτία. Η συνηθισμένη εκδοχή κι εδώ ταυτίζει την αμαρτία με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν το θέλημα του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο να αποτυγχάνει να ευχαριστήσει το Θεό που τόσα του έχει δώσει και του δίδει. Αυτός όμως ο ορισμός είναι ελλιπής, διότι εκ των πραγμάτων ουδείς αναμάρτητος. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να πετύχει την αναμαρτησία από μόνος του, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός.
Μήπως όμως είμαστε καταδικασμένοι να πιστεύουμε σε έναν Θεό που θέλοντας να ομοιάσει με μας, σαρκούμενος δηλαδή, έγινε κι αυτός διάκονος της αμαρτίας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δείχνει και τον τρόπο της λύτρωσης. Ο Χριστός δεν πειράχτηκε από την αμαρτία, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αλλά υπέστη όλες τις συνέπειές της, την κακία, την απιστία, το βάρος, τον θάνατο, επάνω στο σταυρό.
Όλη η ανθρωπότητα, όχι μόνο όση προηγήθηκε ή όση ήταν εν ζωή εκείνη τη στιγμή, αλλά και η μετέπειτα, εναπέθεσε το βάρος της αμαρτωλότητάς της στο πρόσωπο του Χριστού και είδε το πλήρωμα της αμαρτίας να πεθαίνει μαζί με το Χριστό και να συνθάπτεται στον τάφο του θανάτου και με την ανάσταση πλέον να μην έχει καμία δύναμη επάνω στον άνθρωπο. Στο τσίμπημα της φτέρνας μας τελικά περιορίστηκε η δύναμη της αμαρτίας, διότι η κεφαλή της, αυτή δηλαδή που την καθορίζει και της δίνει ζωή συντρίφτηκε πάνω στο σταυρό.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο δεν αποδεχόμαστε το Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως Πρόσωπο το οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε και να κοινωνήσουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην αγάπη προς την κάθε εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπο. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο περιμένουμε ότι θα αποτελέσει για μας προσωπικό κατόρθωμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την άρνηση του ασκητικού αγώνα και της έγνοιας για την τήρηση των εντολών του Χριστού.
Η αληθινή άσκηση όμως ξεκινά από την αγάπη προς το Πρόσωπο του Χριστού και την βεβαιότητα ότι αυτός πρώτος μας αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για μας. Και όταν μπορούμε ή θέλουμε να αγαπούμε, αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε την οδό της αγιότητας ως την μοναδική οδό χαράς και ελπίδας.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας, όταν νομίζουμε ότι ζούμε ακόμη στην εποχή που ο Χριστός δεν ήρθε και καθιστούμε το βάρος της δυσβάσταχτο. Ήδη θεραπεύθηκε η αμαρτία στο σταυρό και με την ανάσταση. Όσοι όμως αγωνιζόμαστε να ζήσει μέσα μας ο Χριστός γευόμαστε το τσίμπημά της στη φτέρνα της ύπαρξής μας, ως ανάμνηση ότι είμαστε πάντοτε ελεύθεροι να αφήσουμε το δηλητήριό της να μας διαποτίσει ή κοινωνώντας με το Χριστό να την αποδεχθούμε ως τον μικρότερο ή μεγαλύτερο σταυρό αυτής της ζωής, ως κίνητρο μετάνοιας, ταπείνωσης και εκζήτησης της θαλπωρής του.
Ο κόσμος λειτουργεί με βάση αυτό που φαίνεται. Και η αμαρτία φαντάζει αθεράπευτη. Δεν είναι όμως έτσι. Η ζωή της Εκκλησίας, η οδός της αγιότητας, η Ανάσταση ήδη την έχουν θεραπεύσει. Για όσους πιστεύουν στο Θεό ως Πρόσωπο, για όσους χαίρονται που κι εκείνοι είναι πρόσωπα που ο Χριστός θεωρεί ως φίλους Του, για όσους ο σταυρός και η ανάσταση είναι το κέντρο της ζωής τους, η συσσταύρωση με τον Κύριό μας αποτελεί την καλύτερη και ασφαλέστερη ένδειξη αυτής της θεραπείας. Κι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα τελικά της πίστης.
Ας συνεχίσουμε την πορεία μας στον δύσκολο αυτό κόσμο, που διέγραψε το Θεό και στη θέση Του έβαλε την επιβίωση, την επιθυμία, την ακοινωνησία αναβαπτιζόμενοι στην σχέση με το Χριστό και τη ζωή της Εκκλησίας. Και ας αισιοδοξούμε. Η νίκη κατά της αμαρτίας θα διαφαίνεται και στη δική μας ζωή, στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, βοηθώντας μας κατά πάντα και δια πάντα. Και οι επιλογές μας θα μπορούν να βοηθήσουν και άλλους. Στον καθέναν μας άλλωστε βρίσκεται η ελπίδα για την αλλαγή και την μεταμόρφωση του κόσμου. Αμήν!
Πίστη εμπειρική και όχι θεωρητική.
«Μή φοβοῦ μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Δύο θαύματα περιγράφει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀδελφοί μου, δύο θαύματα πού ἔχουν διαφορετική ἀφετηρία, ἔχουν ὅμως τήν ἴδια εὐτυχῆ κατάληξη. Δύο θαύματα πού ἔχουν μία κοινή συνισταμένη, τήν πίστη, καί ἕνα κοινό ἀποτέλεσμα, τήν ἴαση. Στό ἕνα ὁ πατέρας, ὁ ἄρχων τῆς συναγωγῆς Ἰάειρος, ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τή θυγατέρα του.
Στό δεύτερο ἡ αἱμορροῦσα γυναίκα πλησιάζει τόν Χριστό καί ἀγγίζει τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου του, χωρίς νά ζητήσει τίποτε, χωρίς νά πεῖ τίποτε, χωρίς κἄν νά γίνει ἀντιληπτή, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ πού βρισκόταν δίπλα του.
Καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί τῶν δύο. Ἀνταποκρίνεται στή συστολή καί τή διακριτικότητα τῆς γυναίκας, πού δέν τολμᾶ νά τοῦ ζητήσει τή χάρη, πού δέν τολμᾶ νά τόν παρακαλέσει γιά τή θεραπεία της. Ἀνταποκρίνεται ὅμως καί στό αἴτημα τοῦ πατέρα, τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού τολμᾶ νά προστρέξει σ’ αὐτόν, ἀδιαφορώντας γιά τό ἀξίωμα καί τήν ὑψηλή κοινωνική του θέση, ἀδιαφορώντας γιά τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος.
Ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί τῶν δύο ἀνθρώπων πού τόν πλησιάζουν, γιατί ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει πώς καί τό σιωπηλό αἴτημα τῆς αἱμορροούσης καί τόν ἔνηχο αἴτημα τοῦ Ἰαείρου εἶναι αἰτήματα πίστεως. Καί αὐτή τήν πίστη θέλει νά ἀναδείξει ὁ Ἰησοῦς, αὐτή τήν πίστη θέλει νά διδάξει στούς ἀνθρώπους πού τόν περιστοιχίζουν, γιατί αὐτή ἡ πίστη εἶναι τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας.
Γι’ αὐτό καί ἐπαινεῖ δημόσια τήν πίστη τῆς γυναίκας, ὄχι γιατί θέλει νά τήν ἐκθέσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιατί θέλει νά τήν προβάλλει ὡς παράδειγμα ὑπερόχου πίστεως πού εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό.
Γι’ αὐτό καί ἐπιτρέπει νά πεθάνει ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου, ὥστε νά δοκιμασθεῖ τό μέγεθος τῆς πίστεώς του καί νά λάμψει σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο.
Στήν πρώτη περίπτωση, στήν περίπτωση τῆς αἱμορρούσης γυναίκας, ἡ πίστη προϋπάρχει καί ὁ ἔπαινος τῆς πίστεως ἕπεται ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπάρξεώς της. Στή δεύτερη, στήν περίπτωση τοῦ Ἰαείρου, ὑπάρχει ἀλλά ἐνισχύεται σέ μία κρίσιμη στιγμή ἀπό τήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ «μή φοβοῦ, μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Πίστη καί σωτηρία εἶναι τό δίπολο πού προβάλλει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τό ἕνα σκέλος αὐτοῦ τοῦ διπόλου, ἡ σωτηρία, εἶναι κάτι πού ἀναζητοῦμε καί ἐπιδιώκουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἴτε πρόκειται γιά τή σωτηρία μας καί τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό ἀσθένειες καί δυσάρεστα γεγονότα, ὅπως συνέβη μέ τά πρόσωπα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, εἴτε πρόκειται γιά τή μελλοντική καί αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Τό ἄλλο σκέλος, ἡ πίστη, εἶναι αὐτό πού εἶναι ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία μας καί τήν πρόσκαιρη καί τήν αἰώνια, καί εἶναι αὐτό πού πρέπει, ἀδελφοί μου, νά ἀποκτήσουμε μέ κάθε τρόπο καί κάθε θυσία, ἄν θέλουμε νά κερδίσουμε καί τή σωτηρία μας.
Καί ἡ πίστη αὐτή πού μᾶς χρειάζεται δέν εἶναι μία πίστη ἀκαδημαϊκή, μία πίστη θεωρητική, μία πίστη πού διδάσκεται στά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια τοῦ κόσμου, μία πίστη πού περιγράφεται στά βιβλία καί πού μαθαίνεται, ὅταν τά διαβάσουμε.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική, μία πίστη πού στηρίζεται στό βίωμα, μία πίστη πού μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός μέσα ἀπό τά περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας, μέσα ἀπό τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού συναντοῦμε, μέσα ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς δοκιμασίες πού ὑπομένουμε.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική πού στηρίζεται στήν προσωπική μας γνωριμία μέ τόν Χριστό, μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί τά μυστήριά της, μέσα ἀπό τήν ἐπαφή μέ τούς ἁγίους, μέσα ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός καί στόν σύγχρονο κόσμο.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική τῆς ὁποίας γινόμαστε καί ἐμεῖς μέτοχοι, ὅταν σάν τόν Ἰάειρο προστρέχουμε καί ἐμεῖς στόν Χριστό καί μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀναθέτουμε τά προβλήματα καί τίς ἀγωνίες τῆς ζωῆς μας καί τῆς οἰκογενείας μας. Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική πού τήν μαθαίνουμε, ἀδελφοί μου, ὅταν στριμωχνόμαστε καί ἐμεῖς δίπλα στόν Ἰησοῦ, ὅπως τό ἔκανε ἡ γυναίκα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὅταν προσπαθοῦμε νά ἀγγίξουμε τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου του ἔχοντας ἀποβάλει τήν ἀλαζονεία μας καί ἐλπίζοντας ὅτι καί μόνο ἡ ἐπαφή μας μαζί του μπορεῖ νά θεραπεύσει τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας, τά τραύματα τῶν ἁμαρτιῶν μας καί νά μᾶς χαρίσει τήν ἴαση καί τή θεραπεία.
Ἀδελφοί μου, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τή θεραπεία καί τή σωτηρία μας, ἄς πλησιάσουμε τόν Χριστό φέρνοντας μαζί μας ὅλα τά προβλήματά μας, ὅλες τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, καί ὅποιον δρόμο κι ἄν διαλέξουμε, εἴτε τόν δρόμο τῆς σιωπηλῆς ἐκζητήσεως τῆς βοηθείας του, αὐτόν πού ἀκολούθησε ἡ γυναίκα, εἴτε τόν δρόμο τῆς θαρραλέας ὁμολογίας τοῦ Ἰαείρου, νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἄν διαθέτουμε τήν πίστη πού χρειάζεται, θά ἀκούσουμε καί ἐμεῖς ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ τό «ἡ πίστις σου σέσωκέν σε».
ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Η Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱερό. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλοξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλασφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀγαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώνουν ὣς τὰ οὐράνια. Οἱ παπικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλαδὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁπλῆ γυναῖκα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχεδὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ καταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεννηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν. Εἶνε ἡ «ἁγία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπεράνω τῶν ἁγίων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης, ὑπεράνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑπεράνω τοῦ τιμίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προχωροῦμε― καὶ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλλὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λένε οἱ πατέρες― ὑπάρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλιος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐκείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.
Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Ἦταν τρόπον τινὰ τὸ ἀναγνωστικὸ τῶν ὑποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξιστορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.
* * *
Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταντινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορκοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄγρυπνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅλος ἔκανε ἀγρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶχαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυχτα. Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕνας ἀσκητής, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴφνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κεραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐκεῖνος, εἶδε ἕνα ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσῆλθε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀφαίρεσε ἀπὸ τὴν ἁγία κεφαλή της τὸ μαντήλι ποὺ φοροῦσε ―τότε ὅλες οἱ γυναῖκες φοροῦσαν μαντήλι―, ἅπλωσε αὐτὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λεγόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρατὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, τὸ ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Ἴσως ὅμως κάποιος σκεφθῇ· ―Αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐπανέλαβε καὶ στὶς ἡμέρες μας. Πότε; Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940. Ὅσοι ἤμεθα αὐτόπται, αὐτήκοοι καὶ συντελεσταὶ τῶν γεγονότων ἐκείνων, ἔχουμε αἴσθησι τοῦ μεγαλείου. Τί ἔγινε τότε; Ἤχησαν οἱ σειρῆνες, σήμαναν οἱ καμπάνες, σάλπισαν οἱ σάλπιγγες. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοναδικὸ φαινόμενο. Ἔφευγαν οἱ νέοι πρόθυμοι γιὰ τὸ μέτωπο, σὰ νὰ πήγαιναν σὲ γάμο. Ἔπαλλαν ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πορεύονταν ἐν καιρῷ νυκτός, μὲ τὰ πόδια, χωρὶς αὐτοκίνητα. Ἔσπευδαν νὰ δώσουν τὸ παρών. Ἂν τοὺς ἔψαχνες, εἶχαν ὅλοι σταυρουδάκι στὸ λαιμὸ καὶ στὸ πορτοφόλι τὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ χάρισε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του. Καὶ πήγαιναν ἀπὸ κορυφὴ σὲ κορυφή. Καὶ πῆραν τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τὰ ἕνωσαν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶπαν τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖνο, τὸ πανελλήνιο, ποὺ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιατὶ ἔχει τόση ἀξία ὅση καὶ τὸ«Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα. Ὅσοι ὑπηρέτησαν τότε ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, θυμοῦνται ὅτι, ὅταν κατελήφθη ὁ Μοράβας, μπαίνοντας στὴν Κορυτσά, οἱ στρατιῶτες μας ὅλοι, ὅπως ἦταν ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι, πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ γονυπετεῖς αὐτοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν κατελάμβαναν μιὰ ψηλὴ κορυφὴ καὶ ὕψωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, πάλι «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…» ἔψαλλαν. Καὶ κάτι ἄλλο θαυμαστό, ποὺ ἔμαθα· ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀσκηταί, ποὺ ἔγιναν μοναχοὶ ἀκριβῶς διότι ὡς στρατιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας, εἶδαν πάνω στὶς ψηλὲς κορυφὲς τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας. Τὴν εἶδαν, ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀσκητὴς στὸ ναὸ τῶν Βλαχερῶν. Ὤ ἡμέρες δόξης τότε, ποὺ τὸ ἔθνος μας προκάλεσε τὸν παγκόσμιο θαυμασμό!…
* * *
Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως;
Ὤ, ἐδῶ μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω. Δὲν ἔχουμε κράτος χριστιανικό. Ἂν εἴχαμε, στὴν Ἑλλάδα δὲν θ’ ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια τῆς Παναγίας. Τώρα, ἂν τολμήσῃς καὶ βρίσῃς τὴ γυναῖκα τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας ἢ τὸν ἴδιο ἢ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν ἀρχηγὸ κάποιου κόμματος, πᾷς δυὸ χρόνια φυλακή. Δὲν εἴμεθα ἀναρχικοὶ οὔτε συνιστοῦμε ἀπειθαρχία. Εἴμεθα νομοταγεῖς. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξελέγησαν διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, εἶνε μὲν ἄξια τιμῆς, ἀλλὰ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ μπροστὰ στὴν Παναγία ―ἐὰν πιστεύουμε― εἶνε πελώρια μηδενικά. Ἐν τούτοις βλέπεις τὸ δικαστὴ καί, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν Παναγία, γελάει ἐπὶ τῆς ἕδρας του. Ἂν ἀκούσῃ, ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν κυρία προέδρου δημοκρατίας, ἄ τότε πέφτει τιμωρία!…. Νά ἡ ἁμαρτία μας· παύσαμε νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία, καὶ κάναμε Θεὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων.
Βλαστημοῦν δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες. Εἴμεθα τὸ πλέον βλάσφημο κράτος. Κ᾽ ἔπειτα ἀποροῦμε γιατί γίνεται σεισμός. Κ᾽ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς δὲν ἔπεσαν ἀκόμη καὶ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ μᾶς κατακαύσουν.
Ἀλλὰ ἵλεως γενοῦ, Κύριε. Ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐκλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει· ἁμαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς ἀδιάφορος. Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι «τῆς Ἑλλάδος ὑβριζομένης οὐδείς πρέπει νὰ μένῃ ἀπαθής». Κ’ ἐμεῖς λέμε· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν προσώπων ὑβριζομένων, oφείλεις ―ἂν πιστεύῃς― νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως τοὐλάχιστον θὰ διεμαρτύρεσο ἐὰν κάποιος ἔλεγε τὴ μητέρα σου πόρνη. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ».
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ μία θερμὴ προτροπή. Κανείς μὰ κανείς νὰ μὴν ἀνεχώμεθα νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα στὸν τόπο μας. Ἂς δημιουργηθοῦν ἀντιβλασφημικὲς ὁμάδες, ὥστε ὁ κάθε βλάσφημος νὰ φιμώνεται. Καὶ τότε πᾶν στόμα καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὑμνῇ τὴν Παναγία Παρθένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranos
ΟΠΟΥ κι ἂν πᾶμε, ἀγαπητοί μου, κάθε λαὸς ἔχει τὴ θρησκεία του· καὶ οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ Κινέζοι, καὶ οἱ Ἰάπωνες, καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ οἱ Ἀφρικανοί, καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, καὶ οἱ Ἀμερικανοί, ὅλοι παντοῦ σὲ κάτι πιστεύουν ποὺ τὸ λένε θεό. Δὲ νοεῖται ἄνθρωπος ἄθεος. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος κάνῃ τὸν ἄθεο, ὅταν βρεθῇ σὲ κίνδυνο θυμᾶται τὸ Θεό, ἀπὸ ἀνάγκη ὅμως τότε.
Πολλὲς θρησκεῖες ὑπάρχουν. Ἂν τώρα ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία, κι ἂν ἐγὼ δὲν τὸ πῶ, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια θ᾽ ἀπαντήσουν· μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶνε ἡ δική μας, ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεὸς ἀληθινός, Θεάνθρωπος.
Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία – τὰ λόγια του· μιὰ διδασκαλία ποὺ ποτέ ἄλλοτε δὲν ἀκούστηκε στὸν κόσμο καὶ πού, ἐὰν ὅλοι τὴν ἐφαρμόζαμε, ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδεισος. Θεός λοιπόν, τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· Θεός, τὸ φωνάζει ὁ ἅγιος βίος του. Δὲν ἔκανε καμμία ἀπολύτως ἁμαρτία κ᾽ εἶχε τὸ θάρρος νὰ ρωτήσῃ «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν ἀκόμα τὰ θαύματά του. Ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι ὡρισμένα θαύματα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ἄπειρα, ἀμέτρητα θαύματα.
Δύο θαύματά του ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, τὸ ἕνα μικρότερο καὶ τὸ ἄλλο μεγαλύτερο. Τὸ πρῶτο, τὸ μικρότερο, εἶνε ὅτι θεράπευσε μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀσθένεια, καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ὅτι ἀνέστησε ἕνα νεκρὸ κορίτσι. Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ πρῶτο θαῦμα.
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Καὶ μόλις ὁ κόσμος τὸ ἔμαθε, ἔτρεξαν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ τὸν δοῦν. Ἦταν τόσος ὁ συνωστισμός, ποὺ μῆλο νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Χριστὸς γυρίζει καὶ λέει· ―Ποιός μὲ ἄγγιξε; Οἱ μαθηταὶ ἀπόρησαν καὶ τοῦ λένε· ―Κύριε, ἐδῶ ὅλος ὁ κόσμος σὲ πιέζει, κ᾽ ἐσὺ λές, Ποιός μὲ ἄγγιξε; Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε· ―Κάποιος μὲ ἄγγιξε· ἐγὼ αἰσθάνθηκα δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα. Τότε μιὰ γυναίκα, τρέμοντας, ἦρθε κι ἀφοῦ γονάτισε στὰ πόδια του εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους· ―Χριστέ, συχώρεσέ με, ἐγὼ ἤμουν ποὺ σὲ ἄγγιξα. Δώδεκα χρόνια ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία ἀσθένεια, αἱμορραγία. Πῆγα σὲ γιατρούς, πῆρα φάρμακα, ξώδεψα ὅλη τὴν περιουσία μου, μὰ γιατρειὰ δὲν εἶδα, κανένας δὲν μπόρεσε νὰ μὲ θεραπεύσῃ· ἐξακολουθοῦσα νὰ χάνω τὸ αἷμα μου. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ὅτι ἦρθες, εἶπα· Ἐσὺ θὰ μὲ κάνῃς καλά! Ἔτσι σὲ πλησίασα μὲ πίστι. Καὶ μόλις ἄγγιξα τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός σου, ἀμέσως γιατρεύτηκα. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 7,48).
Μέσα σὲ τόσο κόσμο μιὰ γυναίκα εἶδε τὴ θεραπεία της. Καὶ μπορεῖ νὰ σκεφτῇ κανείς· Ἄχ, γιατί νὰ μὴ ζοῦσα κ᾽ ἐγὼ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ν᾿ ἀγγίξω τὸ φόρεμά του νὰ γίνω καλά; * * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁρατὸς καὶ ἀόρατος. Εἶνε στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶνε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως ὁ ἥλιος, ἂν καὶ εἶνε τόσο μακριά, δὲν δυσκολεύεται νὰ θωπεύῃ τὸν πλανήτη μας, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται ἐν μέσῳ ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ. Ποῦ δηλαδή; Εἶνε παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὴν Ἐκκλησία του. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Πῶς εἶνε ἐδῶ; Εἶνε στὰ ἅγια μυστήρια.
⃝ Εἶνε στὸ βάπτισμα. Τὴν ὥρα ποὺ μπαίνει τὸ παιδὶ μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ ἱερεὺς λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τελεῖται μυστήριο. Τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας εἶνε ἱερὰ πλέον, εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται· ἀράπης μπαίνει – ἄγγελος βγαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν κολυμβήθρα, στὸ ἅγιο βάπτισμα· εἶνε ἀκόμα, καὶ μάλιστα κατ᾽ ἐξοχήν, στὴ θεία εὐχαριστία. Κάθε Κυριακὴ ἢ ἑορτή, ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονται γιὰ τὴ λειτουργία κι ὁ ἱερεὺς ντυμένος τὰ ἄμφια σηκώνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέῃ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τότε ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ἰδίως στὸ κρισιμώτερο σημεῖο, ὅταν εὐλογῇ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ γίνωνται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Κάθε ψίχουλο εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ κάθε σταλαγματιὰ εἶνε ὁ Χριστός.
⃝ Στὴν κολυμβήθρα ὁ Χριστός, στὸ δισκοπότηρο ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἀκόμα στὸ γάμο. Ὅταν ἔρχωνται στὸ ναὸ ἕνα νέο ζευγάρι νὰ στεφανωθοῦν, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνει τὸν ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα. Καὶ «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). Ὅταν ἑνώνῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ δὲν εἶνε πολιτικὸς «γάμος», εἶνε χριστιανικὸς γάμος. Καί, ὅπως εἶπα πολλὲς φορές, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη πρέπει νὰ χωρίζῃ τὸ ἀντρόγυνο. Μέχρι θανάτου πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ ὅλα τὰ μυστήρια, εἶνε καὶ στὸ εὐχέλαιο. Ἀρρώστησες; δὲ λέω, θὰ καλέσῃς γιατρὸ καὶ θὰ πάρῃς φάρμακα. Ἀλλ᾽ ὅταν, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ξοδεύῃς καὶ θεραπεία δὲ γίνεται, τί πρέπει θὰ κάνῃς; Μὴν καλεῖς μάγους, ὅπως ἔκαναν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς. Ὁ καλὸς παπᾶς, κατὰ καθῆκον, πῆγε νὰ δῇ ἕναν ἄρρωστο. Χτυποῦσε χτυποῦσε, καὶ κάποια στιγμὴ βγαίνει ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει· —Φύγε, δὲ σὲ θέλουμε, ἔχουμε μέσα τὸ μάγο… Στὸ μάγο πίστευαν, ὄχι στὸ Χριστό. Ἀρρώστησες λοιπόν; κάλεσε τὸ γιατρό, ἀλλὰ πρὸ παντὸς νὰ καλέσῃς τὸν ἱερέα γιὰ εὐχέλαιο. Μεγάλο πρᾶγμα τὸ εὐχέλαιο. Ἂν κάνῃς εὐχέλαιο μὲ πίστι, θεραπεύεσαι. Εἶνε πολλὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ ἔγιναν θαύματα.
⃝ Ποῦ ἀλλοῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι – ἄλλο μεγάλο μυστήριο. Ἁμαρτάνεις; μετανόησε. Δὲ θὰ σὲ δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνεις. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, τὸ ἐμμένειν στὴν ἁμαρτία εἶνε σατανικό· μόνο ὁ σατανᾶς δὲ μετανοεῖ. Ἁμαρτάνεις; τρέξε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου· καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἐκεῖ παρών, θὰ σοῦ τὰ συχωρέσῃ ὅλα.
* * *
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε παντοῦ. Ἀλλὰ τί συμβαίνει μ᾽ ἐμᾶς· δὲν τὸν πλησιάζουμε ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν πλησίασε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα. Πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουμε μὲ πίστι.
Ἕνας ἀσκητὴς εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπῃ τὶς ψυχές· ὄχι τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν ἐσωτερικό. Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καθὼς ἔμπαιναν οἱ χριστιανοί. Ὅλους τοὺς ἔβλεπε μαύρους, καὶ ἔκλαιγε. Ὅταν ὁ παπᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἔβγαιναν, τοὺς εἶδε πάλι τὸ ἴδιο. Ὅπως μπῆκαν, ἔτσι βγῆκαν· μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι βγῆκαν. Μόνο ἕνας, καθὼς ἔβγαινε ἦταν ἄσπρος. Ὁ ἀσκητὴς τὸν πλησίασε. ―Ὅταν ἔμπαινες, τοῦ λέει, ἡ ψυχή σου ἦταν μαύρη· τώρα σὲ βλέπω νὰ λάμπῃς· τί συνέβη; ―Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Ὅλες τὶς ἀτιμίες τὶς ἔχω κάνει· λῄστεψα, ἔσφαξα κόσμο, βγῆκα στὰ βουνά…. Ἀλλὰ σήμερα, μόλις ἄκουσα τὴν καμπάνα, θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾿λεγε· Παιδί μου, ὅταν ἀκοῦς καμπάνα, νὰ τρέχῃς στὴν ἐκκλησία. Εἶχα τριάντα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστῶ. Μπῆκα λοιπὸν μέσα μὲ δέος, ἔτρεμα· φοβόμουν μὴ πέσουν στὸ κεφάλι μου τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος. Ἄκουσα ἀπὸ τὸν παπᾶ τὰ θεϊκὰ λόγια κι ἀναστέναξα. Θεέ μου, εἶπα, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶμαι! Κ᾽ ἔκλαψα ὅταν βγῆκαν τὰ ἅγια, ἔκλαψα ὅταν ἄκουσα τὸ «Λάβετε, φάγετε…»· ἔκλαψα ὅπως ποτέ ἄλλοτε στὴ ζωή μου. Καὶ εἶπα· Θεέ μου, συχώρεσέ με…
Εἴδατε; Αὐτὸς μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆκε. Ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε. Ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μας; Ἀπὸ μιὰ συνήθεια πᾶμε στὴν ἐκκλησία, παίρνουμε ἀντίδωρο κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν μᾶς σῴζει. Θέλεις νὰ ὠφεληθῇς; Χτυπάει ἡ καμπάνα; ἔλα στὴν ἐκκλησία κι ἄκουσε τὰ θεῖα λόγια, ἀλλὰ μὲ πίστι· τότε θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα· ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, στέκονταν ἀμίλητοι, προσεύχονταν μὲ δάκρυα, κ᾽ ἔβλεπαν θαύματα. Τώρα ἐμεῖς δὲ λατρεύουμε τὸ Θεό· παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, ψεῦτες εἴμαστε. Εἴδατε τὴν αἱμορροοῦσα πῶς πίστευε; Γι᾽ αὐτὸ ἔγινε καλά.
Νὰ ζητήσουμε λοιπὸν νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς πίστι. Νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ὅπως οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὅπως ἡ Παναγία μας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Κι ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ὅταν κινδυνεύῃ τρέχει καὶ φωνάζει «μάνα» καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του νιώθει ἀσφάλεια, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πλησιάζουμε τὸ Χριστό μας μὲ μετάνοια πραγματική. Τότε θὰ δοῦμε στὴ ζωή μας τὸ μεγάλο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς δὲ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄγγιγμα θείας Χάριτος
«Ἥψατό μού τις»
Στὴν ἀρχὴ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς παρακολουθήσαμε τὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας. Ἡ ἄρρωστη αὐτὴ γυναίκα πίστεψε ὅτι καὶ μόνον ἂν ἄγγιζε κρυφὰ τὸν Κύριο, θὰ γινόταν καλά. Πράγματι, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του καὶ ἀμέσως θεραπεύθηκε. Ὁ Κύριος τῆς χάρισε τὴ σωματικὴ ὑγεία ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀσθένειά της. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἂς κάνουμε σήμερα μιὰ προέκταση: νὰ ἀναλογισθοῦμε πόσο ἀναγκαῖο εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μας νὰ ἀγγίζουμε τὸν Κύριο· πόσο ἀναγκαῖο εἶναι νὰ λαμβάνουμε τὴ θεία Χάρι· καὶ κατόπιν νὰ δοῦμε πῶς μποροῦμε νὰ τὴν λαμβάνουμε.
1. Ζωὴ τῆς ψυχῆς ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Τὸ σῶμα μας γιὰ νὰ διατηρεῖται στὴ ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὀξυγόνο, νερό, τροφή, ὕπνο… Ἡ ψυχή μας, τὸ κύριο συστατικὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, γιὰ νὰ εἶναι ζωντανή, γιὰ νὰ ζεῖ εὐτυχισμένη, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συνεχὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θεία Χάρι. Ἡ θεία Χάρις εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μας, καὶ εἰδικότερα ἡ ἁγιαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γράφει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς πὼς ὅ,τι εἶναι ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὴν ψυχή1. Δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ζωὴ στὴν ψυχή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι οὐσιαστικὰ νεκρός, ἔστω καὶ ἂν ζεῖ τὴ σωματικὴ ζωή. Στὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ὁ Πατέρας λέει ὅτι αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρός (τὸν καιρὸ τῆς ἀσωτείας του) καὶ ἀνέζησε (μὲ τὴ μετάνοια) (Λουκ. ιε´ [15] 24). Ὁμοίως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, «τὸ διαζευχθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ συζυγῆναι», τὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴ θεία Χάρι καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἁμαρτία2· ἐνῶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ νὰ ζεῖ ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό.
Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς αἱμορροούσας, νὰ προσβλέπουμε στὸν Κύριο ὡς τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ νὰ Τὸν «ἀγγίζουμε», ὥστε νὰ μᾶς μεταδίδει ζωὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία.
2. Ἄγγιγμα μὲ πίστη
Πῶς μποροῦμε νὰ λαμβάνουμε τὴ θεία Χάρι; Μὲ τὸ νὰ βρισκόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν πηγὴ τῆς θείας Χάριτος, δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Μὲ τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ ὅταν μετανοοῦμε, ἐπιστρέφουμε κοντά Του. Πλουτίζουμε σὲ θεία Χάρι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀνεξικακία, γενικὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν· κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως, ὅταν συμμετέχουμε στὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ τὴ θεία Κοινωνία.
Ὅμως δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ ἐξωτερικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τυπικὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας Χάριτος. Πολλοὶ ἄγγιζαν τὸν Κύριο σωματικά, ἀλλὰ μόνο ἡ αἱμορροοῦσα ἔλαβε Χάρι. Μόνο γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Ἥψατό μού τις». Μὲ ἄγγιξε κάποιος. Μόνον ἕνας. Οἱ ἄλλοι ὄχι.
Ἑπομένως γιὰ νὰ λάβουμε τὴ Χάρι, ἀπαιτεῖται πίστη, συμμετοχὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Ὅταν π.χ. προσευχόμαστε, νὰ μὴ λέμε μόνο λόγια μὲ τὸ στόμα μας, ἀλλὰ νὰ ὑψώνουμε τὸ νοῦ μας στὸ Θεό. Παρομοίως στὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση νὰ ὁμολογοῦμε μὲ πόνο καὶ εἰλικρίνεια τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ καὶ μὲ πίστη ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἄφεση χάρη στὴ θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου. Στὴ θεία Κοινωνία ἐπίσης νὰ προσερχόμαστε συγκεντρωμένοι, μὲ πόθο ἱερὸ καὶ ἀπόφαση καινούργιας ζωῆς… Γνωρίζουμε ποῦ θὰ βροῦμε τὸν Κύριο γιὰ νὰ Τὸν ἀγγίξουμε. Αὐτὸ ποὺ μᾶς λείπει εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς αἱμορροούσας, ἡ ζωντανὴ πίστη της.
***
Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ τῆς θείας Χάριτος. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε κάποια ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος. Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι νὰ μὴ γευόμαστε ἁπλῶς στιγμὲς Χάριτος, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τῆς Χάριτος· δηλαδὴ νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα μας μόνιμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε ἡ ψυχή μας θὰ εἰρηνεύσει τελείως καὶ θὰ καρποφορεῖ ἀνεμπόδιστα τὶς ἀρετές. Θὰ ζεῖ τὴ ζωὴ ποὺ τῆς ταιριάζει. Θὰ ζεῖ ἀπὸ τώρα στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὲ τὶς πρεσβεῖες ὅλων τῶν Ἁγίων, τῶν πνευματέμφορων ἀνθρώπων, μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸν σκοπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, ὥστε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς δοχεῖα τῆς Χάριτος, μυροδοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
1. Στό: Ὁσίου Νικοδήμου, Νέα Κλῖμαξ, Ἑρμηνεία τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ γ´ ἤχου, «Τὴν αἰχμαλωσίαν Σιών», ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 114.
2. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ΕΠΕ 8, 358.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;
Το ερώτημα, αγαπητοί μου αδελφοί, που συχνά δεσπόζει ανάμεσα στους ανθρώπους που πιστεύουν είναι «πόσο δύσκολη ή αδύνατη είναι η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;».
Ενώ αναγνωρίζουμε την δύναμη που η πίστη έχει και την ελπίδα που μας προσφέρει, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να απαλλαγούμε από την αίσθηση της ρυπαρότητάς μας έναντι του Θεού, από το ότι ο Θεός και το θέλημά Του δεν είναι προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι η πορεία μας, λιγότερο ή περισσότερο, στον κόσμο αυτό χαρακτηρίζεται από επιδράσεις του εκκοσμικευμένου πνεύματος, ότι ενώ μετανοούμε ενίοτε για τα σφάλματά μας, ξαναγυρίζουμε στα όσα έχουμε αποφασίσει να αφήσουμε κατά μέρος.
Ο Απόστολος Παύλος, απαντώντας σε ανάλογο προβληματισμό, θέτει αυτό το ερώτημα: «ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο» (Γαλ. 2, 17).
Ωστόσο το ερώτημα παραμένει. Και δεν μένει μόνο στο ζήτημα της αμαρτίας. Έχει να κάνει με την εμμονή των ανθρώπων σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, οι οποίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση της προόδου, των εφευρέσεων, της οργάνωσης ενός πολιτισμού αληθινά αξιοθαύμαστου τεχνικά, αλλά και διανοητικά, προς όφελος των πολλών, τον εγκλωβισμό στη λογική του θανάτου, αλλά και στην αβεβαιότητα για όλους. Γιατί λοιπόν δεν τα καταφέρνουμε ηθικά και πνευματικά, με αποτέλεσμα η αποτυχία μας να μεταφέρεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας;
Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Πρωτίστως χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει πίστη. Έχουμε την εντύπωση πως η πίστη συνεπάγεται την αποδοχή ότι ένα πρόσωπο, μία ιδέα, μία πραγματικότητα είναι αληθινή. Η πίστη όμως αυτή περιορίζεται στο στοιχείο της διάνοιας ή χρησιμοποιεί ορισμένους κανόνες, τυπικά, διατάξεις με βάση τα οποία ο πιστεύων αισθάνεται ότι την τηρεί και την αποδεικνύει.
Για την Εκκλησία όμως η πίστη συνεπάγεται την σχέση προσώπων.
Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιος είναι αυτός στον οποίο απευθύνομαι, θέλω να έχω σχέση μαζί του, τον ζητώ να υπάρχει στην καθημερινότητα της ύπαρξής μου, μπορώ να μιλήσω μ’ αυτόν και γι’ αυτόν, όπως όχι απλώς κάποιος πιστεύει, αλλά όπως αυτός που αγαπά. Στην περίπτωση του Θεού, η πίστη μας δεν μπορεί να είναι μία θρησκευτική αποδοχή ή εμπιστοσύνη, αλλά η αφετηρία της κοινωνίας με το υπαρκτό πρόσωπο του Θεανθρώπου, το Οποίο αποδεικνύει την παρουσία Του στη ζωή μας πρώτα μέσα από το Σώμα και το Αίμα Του, το οποίο καλούμαστε να κοινωνούμε, αλλά και μέσα από την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός φανερώνεται στη ζωή μας, δηλαδή μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο.
Στη συνέχεια, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει δικαίωση. Η συνηθισμένη εκδοχή συνεπάγεται την αναγνώριση από την πλευρά αυτού που πιστεύουμε ότι είναι το μέτρο και ο κανόνας των σκέψεων, των πράξεων, των επιθυμιών μας. Κατόπιν, η δικαίωση περνά μέσα από την κοινωνική ομάδα, το σύστημα, το σώμα στο οποίο ανήκουμε. Και η δικαίωση ικανοποιεί την ανάγκη μας για αποδοχή, για απόδοση αξίας στον εαυτό μας, για δόξα τελικά.
Στη σχέση μας όμως με το Χριστό δικαίωση σημαίνει την αναγνώριση από μέρους μας ότι ο Χριστός βλέπει σε εμάς το πρόσωπο που μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του, το δημιούργημα και παιδί Του, στο οποίο η κοινωνία περνά από την σχέση πατρότητας και υιότητας στη σχέση της φιλίας και της αγάπης και ταυτόχρονα στην πορεία της σωτηρίας μας, δηλαδή της νίκης κατά του θανάτου και της δωρεάς της ενότητας ψυχής και σώματος στην προοπτική της ανάστασης.
Δεν δικαιωνόμαστε εκ των όποιων έργων, των χαρισμάτων ή των κατορθωμάτων μας, αλλά από την κοινωνία με το Χριστό που για το πρόσωπό μας σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και αυτός είναι ο δρόμος και το χάρισμα της αγιότητας.
Τέλος, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει αμαρτία. Η συνηθισμένη εκδοχή κι εδώ ταυτίζει την αμαρτία με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν το θέλημα του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο να αποτυγχάνει να ευχαριστήσει το Θεό που τόσα του έχει δώσει και του δίδει. Αυτός όμως ο ορισμός είναι ελλιπής, διότι εκ των πραγμάτων ουδείς αναμάρτητος. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να πετύχει την αναμαρτησία από μόνος του, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός.
Μήπως όμως είμαστε καταδικασμένοι να πιστεύουμε σε έναν Θεό που θέλοντας να ομοιάσει με μας, σαρκούμενος δηλαδή, έγινε κι αυτός διάκονος της αμαρτίας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δείχνει και τον τρόπο της λύτρωσης. Ο Χριστός δεν πειράχτηκε από την αμαρτία, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αλλά υπέστη όλες τις συνέπειές της, την κακία, την απιστία, το βάρος, τον θάνατο, επάνω στο σταυρό.
Όλη η ανθρωπότητα, όχι μόνο όση προηγήθηκε ή όση ήταν εν ζωή εκείνη τη στιγμή, αλλά και η μετέπειτα, εναπέθεσε το βάρος της αμαρτωλότητάς της στο πρόσωπο του Χριστού και είδε το πλήρωμα της αμαρτίας να πεθαίνει μαζί με το Χριστό και να συνθάπτεται στον τάφο του θανάτου και με την ανάσταση πλέον να μην έχει καμία δύναμη επάνω στον άνθρωπο. Στο τσίμπημα της φτέρνας μας τελικά περιορίστηκε η δύναμη της αμαρτίας, διότι η κεφαλή της, αυτή δηλαδή που την καθορίζει και της δίνει ζωή συντρίφτηκε πάνω στο σταυρό.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο δεν αποδεχόμαστε το Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως Πρόσωπο το οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε και να κοινωνήσουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην αγάπη προς την κάθε εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπο. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο περιμένουμε ότι θα αποτελέσει για μας προσωπικό κατόρθωμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την άρνηση του ασκητικού αγώνα και της έγνοιας για την τήρηση των εντολών του Χριστού.
Η αληθινή άσκηση όμως ξεκινά από την αγάπη προς το Πρόσωπο του Χριστού και την βεβαιότητα ότι αυτός πρώτος μας αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για μας. Και όταν μπορούμε ή θέλουμε να αγαπούμε, αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε την οδό της αγιότητας ως την μοναδική οδό χαράς και ελπίδας.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας, όταν νομίζουμε ότι ζούμε ακόμη στην εποχή που ο Χριστός δεν ήρθε και καθιστούμε το βάρος της δυσβάσταχτο. Ήδη θεραπεύθηκε η αμαρτία στο σταυρό και με την ανάσταση. Όσοι όμως αγωνιζόμαστε να ζήσει μέσα μας ο Χριστός γευόμαστε το τσίμπημά της στη φτέρνα της ύπαρξής μας, ως ανάμνηση ότι είμαστε πάντοτε ελεύθεροι να αφήσουμε το δηλητήριό της να μας διαποτίσει ή κοινωνώντας με το Χριστό να την αποδεχθούμε ως τον μικρότερο ή μεγαλύτερο σταυρό αυτής της ζωής, ως κίνητρο μετάνοιας, ταπείνωσης και εκζήτησης της θαλπωρής του.
Ο κόσμος λειτουργεί με βάση αυτό που φαίνεται. Και η αμαρτία φαντάζει αθεράπευτη. Δεν είναι όμως έτσι. Η ζωή της Εκκλησίας, η οδός της αγιότητας, η Ανάσταση ήδη την έχουν θεραπεύσει. Για όσους πιστεύουν στο Θεό ως Πρόσωπο, για όσους χαίρονται που κι εκείνοι είναι πρόσωπα που ο Χριστός θεωρεί ως φίλους Του, για όσους ο σταυρός και η ανάσταση είναι το κέντρο της ζωής τους, η συσσταύρωση με τον Κύριό μας αποτελεί την καλύτερη και ασφαλέστερη ένδειξη αυτής της θεραπείας. Κι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα τελικά της πίστης.
Ας συνεχίσουμε την πορεία μας στον δύσκολο αυτό κόσμο, που διέγραψε το Θεό και στη θέση Του έβαλε την επιβίωση, την επιθυμία, την ακοινωνησία αναβαπτιζόμενοι στην σχέση με το Χριστό και τη ζωή της Εκκλησίας. Και ας αισιοδοξούμε. Η νίκη κατά της αμαρτίας θα διαφαίνεται και στη δική μας ζωή, στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, βοηθώντας μας κατά πάντα και δια πάντα. Και οι επιλογές μας θα μπορούν να βοηθήσουν και άλλους. Στον καθέναν μας άλλωστε βρίσκεται η ελπίδα για την αλλαγή και την μεταμόρφωση του κόσμου. Αμήν!
Πίστη εμπειρική και όχι θεωρητική.
«Μή φοβοῦ μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Δύο θαύματα περιγράφει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀδελφοί μου, δύο θαύματα πού ἔχουν διαφορετική ἀφετηρία, ἔχουν ὅμως τήν ἴδια εὐτυχῆ κατάληξη. Δύο θαύματα πού ἔχουν μία κοινή συνισταμένη, τήν πίστη, καί ἕνα κοινό ἀποτέλεσμα, τήν ἴαση. Στό ἕνα ὁ πατέρας, ὁ ἄρχων τῆς συναγωγῆς Ἰάειρος, ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τή θυγατέρα του.
Στό δεύτερο ἡ αἱμορροῦσα γυναίκα πλησιάζει τόν Χριστό καί ἀγγίζει τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου του, χωρίς νά ζητήσει τίποτε, χωρίς νά πεῖ τίποτε, χωρίς κἄν νά γίνει ἀντιληπτή, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ πού βρισκόταν δίπλα του.
Καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί τῶν δύο. Ἀνταποκρίνεται στή συστολή καί τή διακριτικότητα τῆς γυναίκας, πού δέν τολμᾶ νά τοῦ ζητήσει τή χάρη, πού δέν τολμᾶ νά τόν παρακαλέσει γιά τή θεραπεία της. Ἀνταποκρίνεται ὅμως καί στό αἴτημα τοῦ πατέρα, τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού τολμᾶ νά προστρέξει σ’ αὐτόν, ἀδιαφορώντας γιά τό ἀξίωμα καί τήν ὑψηλή κοινωνική του θέση, ἀδιαφορώντας γιά τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος.
Ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί τῶν δύο ἀνθρώπων πού τόν πλησιάζουν, γιατί ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει πώς καί τό σιωπηλό αἴτημα τῆς αἱμορροούσης καί τόν ἔνηχο αἴτημα τοῦ Ἰαείρου εἶναι αἰτήματα πίστεως. Καί αὐτή τήν πίστη θέλει νά ἀναδείξει ὁ Ἰησοῦς, αὐτή τήν πίστη θέλει νά διδάξει στούς ἀνθρώπους πού τόν περιστοιχίζουν, γιατί αὐτή ἡ πίστη εἶναι τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας.
Γι’ αὐτό καί ἐπαινεῖ δημόσια τήν πίστη τῆς γυναίκας, ὄχι γιατί θέλει νά τήν ἐκθέσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιατί θέλει νά τήν προβάλλει ὡς παράδειγμα ὑπερόχου πίστεως πού εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό.
Γι’ αὐτό καί ἐπιτρέπει νά πεθάνει ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου, ὥστε νά δοκιμασθεῖ τό μέγεθος τῆς πίστεώς του καί νά λάμψει σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο.
Στήν πρώτη περίπτωση, στήν περίπτωση τῆς αἱμορρούσης γυναίκας, ἡ πίστη προϋπάρχει καί ὁ ἔπαινος τῆς πίστεως ἕπεται ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπάρξεώς της. Στή δεύτερη, στήν περίπτωση τοῦ Ἰαείρου, ὑπάρχει ἀλλά ἐνισχύεται σέ μία κρίσιμη στιγμή ἀπό τήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ «μή φοβοῦ, μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Πίστη καί σωτηρία εἶναι τό δίπολο πού προβάλλει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τό ἕνα σκέλος αὐτοῦ τοῦ διπόλου, ἡ σωτηρία, εἶναι κάτι πού ἀναζητοῦμε καί ἐπιδιώκουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἴτε πρόκειται γιά τή σωτηρία μας καί τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό ἀσθένειες καί δυσάρεστα γεγονότα, ὅπως συνέβη μέ τά πρόσωπα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, εἴτε πρόκειται γιά τή μελλοντική καί αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Τό ἄλλο σκέλος, ἡ πίστη, εἶναι αὐτό πού εἶναι ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία μας καί τήν πρόσκαιρη καί τήν αἰώνια, καί εἶναι αὐτό πού πρέπει, ἀδελφοί μου, νά ἀποκτήσουμε μέ κάθε τρόπο καί κάθε θυσία, ἄν θέλουμε νά κερδίσουμε καί τή σωτηρία μας.
Καί ἡ πίστη αὐτή πού μᾶς χρειάζεται δέν εἶναι μία πίστη ἀκαδημαϊκή, μία πίστη θεωρητική, μία πίστη πού διδάσκεται στά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια τοῦ κόσμου, μία πίστη πού περιγράφεται στά βιβλία καί πού μαθαίνεται, ὅταν τά διαβάσουμε.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική, μία πίστη πού στηρίζεται στό βίωμα, μία πίστη πού μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός μέσα ἀπό τά περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας, μέσα ἀπό τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού συναντοῦμε, μέσα ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς δοκιμασίες πού ὑπομένουμε.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική πού στηρίζεται στήν προσωπική μας γνωριμία μέ τόν Χριστό, μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί τά μυστήριά της, μέσα ἀπό τήν ἐπαφή μέ τούς ἁγίους, μέσα ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός καί στόν σύγχρονο κόσμο.
Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική τῆς ὁποίας γινόμαστε καί ἐμεῖς μέτοχοι, ὅταν σάν τόν Ἰάειρο προστρέχουμε καί ἐμεῖς στόν Χριστό καί μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀναθέτουμε τά προβλήματα καί τίς ἀγωνίες τῆς ζωῆς μας καί τῆς οἰκογενείας μας. Εἶναι μία πίστη ἐμπειρική πού τήν μαθαίνουμε, ἀδελφοί μου, ὅταν στριμωχνόμαστε καί ἐμεῖς δίπλα στόν Ἰησοῦ, ὅπως τό ἔκανε ἡ γυναίκα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὅταν προσπαθοῦμε νά ἀγγίξουμε τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου του ἔχοντας ἀποβάλει τήν ἀλαζονεία μας καί ἐλπίζοντας ὅτι καί μόνο ἡ ἐπαφή μας μαζί του μπορεῖ νά θεραπεύσει τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας, τά τραύματα τῶν ἁμαρτιῶν μας καί νά μᾶς χαρίσει τήν ἴαση καί τή θεραπεία.
Ἀδελφοί μου, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τή θεραπεία καί τή σωτηρία μας, ἄς πλησιάσουμε τόν Χριστό φέρνοντας μαζί μας ὅλα τά προβλήματά μας, ὅλες τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, καί ὅποιον δρόμο κι ἄν διαλέξουμε, εἴτε τόν δρόμο τῆς σιωπηλῆς ἐκζητήσεως τῆς βοηθείας του, αὐτόν πού ἀκολούθησε ἡ γυναίκα, εἴτε τόν δρόμο τῆς θαρραλέας ὁμολογίας τοῦ Ἰαείρου, νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἄν διαθέτουμε τήν πίστη πού χρειάζεται, θά ἀκούσουμε καί ἐμεῖς ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ τό «ἡ πίστις σου σέσωκέν σε».
ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Η Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱερό. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλοξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλασφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀγαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώνουν ὣς τὰ οὐράνια. Οἱ παπικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλαδὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁπλῆ γυναῖκα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχεδὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ καταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεννηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν. Εἶνε ἡ «ἁγία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπεράνω τῶν ἁγίων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης, ὑπεράνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑπεράνω τοῦ τιμίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προχωροῦμε― καὶ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλλὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λένε οἱ πατέρες― ὑπάρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλιος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐκείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.
Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Ἦταν τρόπον τινὰ τὸ ἀναγνωστικὸ τῶν ὑποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξιστορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.
* * *
Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταντινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορκοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄγρυπνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅλος ἔκανε ἀγρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶχαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυχτα. Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕνας ἀσκητής, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴφνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κεραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐκεῖνος, εἶδε ἕνα ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσῆλθε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀφαίρεσε ἀπὸ τὴν ἁγία κεφαλή της τὸ μαντήλι ποὺ φοροῦσε ―τότε ὅλες οἱ γυναῖκες φοροῦσαν μαντήλι―, ἅπλωσε αὐτὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λεγόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρατὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, τὸ ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Ἴσως ὅμως κάποιος σκεφθῇ· ―Αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐπανέλαβε καὶ στὶς ἡμέρες μας. Πότε; Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940. Ὅσοι ἤμεθα αὐτόπται, αὐτήκοοι καὶ συντελεσταὶ τῶν γεγονότων ἐκείνων, ἔχουμε αἴσθησι τοῦ μεγαλείου. Τί ἔγινε τότε; Ἤχησαν οἱ σειρῆνες, σήμαναν οἱ καμπάνες, σάλπισαν οἱ σάλπιγγες. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοναδικὸ φαινόμενο. Ἔφευγαν οἱ νέοι πρόθυμοι γιὰ τὸ μέτωπο, σὰ νὰ πήγαιναν σὲ γάμο. Ἔπαλλαν ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πορεύονταν ἐν καιρῷ νυκτός, μὲ τὰ πόδια, χωρὶς αὐτοκίνητα. Ἔσπευδαν νὰ δώσουν τὸ παρών. Ἂν τοὺς ἔψαχνες, εἶχαν ὅλοι σταυρουδάκι στὸ λαιμὸ καὶ στὸ πορτοφόλι τὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ χάρισε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του. Καὶ πήγαιναν ἀπὸ κορυφὴ σὲ κορυφή. Καὶ πῆραν τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τὰ ἕνωσαν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶπαν τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖνο, τὸ πανελλήνιο, ποὺ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιατὶ ἔχει τόση ἀξία ὅση καὶ τὸ«Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα. Ὅσοι ὑπηρέτησαν τότε ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, θυμοῦνται ὅτι, ὅταν κατελήφθη ὁ Μοράβας, μπαίνοντας στὴν Κορυτσά, οἱ στρατιῶτες μας ὅλοι, ὅπως ἦταν ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι, πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ γονυπετεῖς αὐτοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν κατελάμβαναν μιὰ ψηλὴ κορυφὴ καὶ ὕψωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, πάλι «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…» ἔψαλλαν. Καὶ κάτι ἄλλο θαυμαστό, ποὺ ἔμαθα· ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀσκηταί, ποὺ ἔγιναν μοναχοὶ ἀκριβῶς διότι ὡς στρατιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας, εἶδαν πάνω στὶς ψηλὲς κορυφὲς τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας. Τὴν εἶδαν, ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀσκητὴς στὸ ναὸ τῶν Βλαχερῶν. Ὤ ἡμέρες δόξης τότε, ποὺ τὸ ἔθνος μας προκάλεσε τὸν παγκόσμιο θαυμασμό!…
* * *
Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως;
Ὤ, ἐδῶ μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω. Δὲν ἔχουμε κράτος χριστιανικό. Ἂν εἴχαμε, στὴν Ἑλλάδα δὲν θ’ ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια τῆς Παναγίας. Τώρα, ἂν τολμήσῃς καὶ βρίσῃς τὴ γυναῖκα τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας ἢ τὸν ἴδιο ἢ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν ἀρχηγὸ κάποιου κόμματος, πᾷς δυὸ χρόνια φυλακή. Δὲν εἴμεθα ἀναρχικοὶ οὔτε συνιστοῦμε ἀπειθαρχία. Εἴμεθα νομοταγεῖς. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξελέγησαν διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, εἶνε μὲν ἄξια τιμῆς, ἀλλὰ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ μπροστὰ στὴν Παναγία ―ἐὰν πιστεύουμε― εἶνε πελώρια μηδενικά. Ἐν τούτοις βλέπεις τὸ δικαστὴ καί, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν Παναγία, γελάει ἐπὶ τῆς ἕδρας του. Ἂν ἀκούσῃ, ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν κυρία προέδρου δημοκρατίας, ἄ τότε πέφτει τιμωρία!…. Νά ἡ ἁμαρτία μας· παύσαμε νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία, καὶ κάναμε Θεὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων.
Βλαστημοῦν δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες. Εἴμεθα τὸ πλέον βλάσφημο κράτος. Κ᾽ ἔπειτα ἀποροῦμε γιατί γίνεται σεισμός. Κ᾽ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς δὲν ἔπεσαν ἀκόμη καὶ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ μᾶς κατακαύσουν.
Ἀλλὰ ἵλεως γενοῦ, Κύριε. Ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐκλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει· ἁμαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς ἀδιάφορος. Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι «τῆς Ἑλλάδος ὑβριζομένης οὐδείς πρέπει νὰ μένῃ ἀπαθής». Κ’ ἐμεῖς λέμε· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν προσώπων ὑβριζομένων, oφείλεις ―ἂν πιστεύῃς― νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως τοὐλάχιστον θὰ διεμαρτύρεσο ἐὰν κάποιος ἔλεγε τὴ μητέρα σου πόρνη. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ».
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ μία θερμὴ προτροπή. Κανείς μὰ κανείς νὰ μὴν ἀνεχώμεθα νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα στὸν τόπο μας. Ἂς δημιουργηθοῦν ἀντιβλασφημικὲς ὁμάδες, ὥστε ὁ κάθε βλάσφημος νὰ φιμώνεται. Καὶ τότε πᾶν στόμα καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὑμνῇ τὴν Παναγία Παρθένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Διακλαδική Άσκηση Ελλάδας – Αιγύπτου «ΜΕΔΟΥΣΑ 5»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ