2017-11-01 12:54:23
Φωτογραφία για Αληθινή ιστορία: Ήταν απλά ένα παιδικό πάρτι, αλλά ο μπαμπάς δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο απελπισμένο βλέμμα και στο πλούσιο, εκτεθειμένο ντεκολτέ της
Το βλέμμα της είναι σχεδόν απελπισμένο πίσω απο την γυαλάδα του αλκοόλ και δεν μπορεί να της πει όχι Κι όταν το στρινγκ εμφανίζεται μιάμιση ώρα αργότερα, ενώ το πάρτι έχει αρχίσει να διαλύεται, είναι πια πολύ αργά για οπισθοχώρηση...

Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν άλλο ένα παιδικό πάρτι, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Η γρίπη χτύπησε μόνο τα θηλυκά του σπιτιού και ναι μεν επιστρατεύτηκε η πεθερά, η καταπιεσμένη φύση της οποίας είναι η νοσοκόμα, αλλά το πρόγραμμα του Μιχάλη συνέχισε να περιλαμβάνει το πάρτι του Κωνσταντίνου, στο οποίο ο πατέρας-ταξιτζής πρέπει να παρίσταται κι από πάνω. Και να προσποιείται επί ώρες ότι περνάει καλά, ανάμεσα σε άτομα τα οποία ούτε γνωρίζει, ούτε έχει καμία διάθεση να γνωρίσει, χωρίς τη βοήθεια σκληρού αλκοόλ για να ξεχνάει τις δουλειές που μένουν πίσω, ενώ εκείνος υφίσταται τους κλόουν, την εφιαλτική μουσική και τα άθλια κεφτεδάκια του μπουφέ. Τα παιδιά περνάνε καλά, όμως. Κι αυτό έχει σημασία.


Ο σημερινός προορισμός τους είναι μία αντιπαθητική μεζονέτα, χωρίς καθόλου χώρο για παρκάρισμα, και χρειάζεται αρκετούς γύρους μέχρι να βρει λύση, κάμποσα τετράγωνα μακριά. Δεν έχει ξανάρθει σ’ αυτό το σπίτι. Η Ελευθερία ξέρει τη μητέρα, η οποία είναι μια «αδιάφορη» δικηγόρος που χώρισε αρκετά πρόσφατα «και κράτησε το σπίτι». Ο γιος της είναι φίλος του Μιχάλη από το κολυμβητήριο. Πρόσφατα χωρισμένη δικηγόρος. Δεν ακούγεται και πολύ ευοίωνον.

Η μεζονέτα είναι καλύτερη από μέσα. Ευρύχωρη και ζεστή, με αναπαυτικούς καναπέδες φορτωμένους με τις γνωστές μαμάδες, μερικές από τις οποίες καπνίζουν μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Στον πάγκο της ανοιχτής κουζίνας κάθονται δύο μπαμπάδες, που πίνουν μπύρες και τα παιδιά δεν διακρίνονται πουθενά.

«Το παιδικό είναι κάτω. Οι μπύρες είναι στο ψυγείο…», τους λέει η οικοδέσποινα που, εκ πρώτης όψεως, δεν του φαίνεται και τόσο «αδιάφορη». Τη λένε Σοφία και το βλέμμα της είναι πολύ ζεστό -αν και τα μάτια της φαίνονται κουρασμένα. Είναι ψηλή και μελαχροινή, με κοντοκουρεμένα μαλλιά και σώμα άνω του μετρίου. Στο αριστερό χέρι κρατάει ένα κολονάτο ποτήρι, το οποίο μάλλον δεν περιέχει σκέτη πορτοκαλάδα. Με το δεξί πιάνει το χέρι του Μιχάλη και φεύγουν μαζί για το παιδικό πάρτι στο «play room».

Εκείνος πηγαίνει στην κουζίνα, παίρνει μια μπύρα από το ψυγείο και συστήνεται στους δύο πατεράδες που κάθονται στον πάγκο. Δηλώνουν δικηγόροι και συνεχίζουν τη συζήτηση για κάποια δικαστική υπόθεση, που ακούγεται ανυπόφορα βαρετή, αλλά είναι σαφώς προτιμότερη από τις μαμάδες στο τζάκι. Κάθεται στο ελεύθερο σκαμνί και πιάνει το iphone μήπως και καταφέρει να τακτοποιήσει καμιά εκκρεμότητα μέσω μέιλ, μέχρι που η οικοδέσποινα επιστρέφει κι έρχεται κατευθείαν στην κουζίνα για να γεμίσει το άδειο ποτήρι της. Σαμπάνια με λίγη πορτοκαλάδα για χρώμα.

«Όλα καλά, μπαμπάδες;» ρωτάει και τα λάμδα ακούγονται σαν να κολλάνε λίγο. «Αντέχετε;»

«Ένα πάρτι είναι, ρε Σοφία. Θα περάσει…» της λέει ο ένας εκ των δικηγόρων κι εκείνη γελάει ειρωνικά και ξαναφεύγει για το σαλόνι. Είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα περίπτωση η δικηγόρος Σοφία, κι αν την γνώριζε κάπου αλλού ίσως να της έπιανε την κουβέντα, αλλά τα παιδικά πάρτι δεν είναι μέρη για τέτοιες φάσεις. Ούτε οι γνωστές της γυναίκας του.

Δύο άγνωστες μαμάδες, μετρίου αναστήματος και πανομοιότυπα βαρετού ντυσίματος, έρχονται στην κουζίνα κι αφού γεμίζουν τα φλυτζάνια τους με καφέ, τον περικυκλώνουν και του συστήνονται χαμογελώντας. Είναι αδελφές και οι φωνές τους είναι ολόϊδια τσιριχτές.

«Είστε κι εσείς συνάδελφος της Σοφίας;»

«Οχι, καθόλου. Εσείς;»

Το iphone διαλέγει τη σωστή στιγμή για να χτυπήσει κι είναι η πεθερά του απο το σπίτι, η οποία θέλει να μάθει «πώς πάνε». Στη μέση της αναφοράς, κι ενώ οι αδελφές μαμάδες τον έχουν αφήσει ήσυχο, μία ομάδα παιδιών ανεβαίνει ουρλιάζοντας από τον κάτω όροφο και προκαλεί γενική αναταραχή. Ευτυχώς, ο Μιχάλης δεν είναι ανάμεσά τους. Οι αρμόδιες μαμάδες και η οικοδέσποινα επιβάλλουν μια σχετική τάξη και μετά απο λίγο κατεβάζουν τα παιδιά στο πάρτι. Όταν επιστρέφουν έρχονται όλες μαζί στην κουζίνα για ποτά και η Σοφία χαμογελάει και τον πλησιάζει.

«Οι δικοί μας είναι υπό έλεγχο. Θέλεις άλλη μπύρα;»

Οχι, ακόμα. Προτιμά να εξερευνήσει τον μπουφέ. Γεμίζει ένα πιάτο και τρώει όρθιος στην κουζίνα κι ύστερα ρωτάει την οικοδέσποινα αν μπορεί να βγει στο μπαλκόνι για τσιγάρο.

«Γιατί όχι στο τζάκι;»

«Προτιμώ εξωτερικό χώρο…»

Του κάνει νόημα να την ακολουθήσει και βγαίνουν σε μια μικρή βεράντα με πολλά φυτά και ξύλινα έπιπλα.

«Κι εγώ εδώ καπνίζω συνήθως…» του λέει και κάθεται.  Στο τραπέζι μπροστά της είναι ένα πακέτο. Βγάζει ένα τσιγάρο, το ανάβει και πάει να του δώσει τον αναπτήρα της, αλλά βλέπει το ηλεκτρονικό του τσιγάρο και τον κοιτάζει παραξενεμένη. Δεν σχολιάζει όμως.

«Θύμα της γρίπης κι εσύ;» ρωτάει μετά απο λίγο.

«Κάπως έτσι…»

«Είσαι κι εσύ φαν των παιδικών πάρτι…»

«Και ποιός δεν είναι…»

Χαμογελάει και πίνει μια γουλιά απο το ποτό της.

«Κι εγώ είμαι μεγάλη φαν. Μέχρι να τελειώσει το σημερινό, θα έχω πιεί δύο μπουκάλια..»

«Πότε προβλέπεται να τελειώσει;»

«Μόλις έρθει το στρινγκ…»

«Το ποιο;»

«Η αδελφή μου. Θα έρθει να πάρει τον Κωνσταντίνο…»

Δεν τολμά να ρωτήσει τίποτα και μετανιώνει που δεν πήρε μια μπύρα μαζί του.

«Δεν θέλεις να ξέρεις πόσα ξοδεύει σε πετρέλαιο για να κυκλοφορεί με το στρινγκ στο διαμέρισμα…»

Θέλει να γελάσει, αλλά το ξανασκέφτεται.

«Θα την δεις και θα καταλάβεις…»

«Θα την δω;»

«Θα περάσει να πάρει τον Κωνσταντίνο κι επειδή θα κινηθείτε προς την ίδια κατεύθυνση, ήθελα να σου ζητήσω να έρθουν μαζί σας…»

Η δικηγόρος Σοφία είναι θρασύτατη και μεθυσμένη και σε κάποια άλλη ζωή θα ήθελε να την στριμώξει στο μπάνιο του πάρτι, αλλά στην προκειμένη ζωή κάθεται ακίνητος και αμίλητος.

«Σε μία ώρα θα είναι εδώ. Θα γλυτώσεις νωρίς σήμερα…», λέει κοιτάζοντας το ρολόϊ της κι ύστερα του πιάνει το χέρι. «Εντάξει;»

Το βλέμμα της είναι σχεδόν απελπισμένο πίσω απο την γυαλάδα του αλκοόλ και δεν μπορεί να της πει όχι. Κι όταν το στρινγκ εμφανίζεται μιάμιση ώρα αργότερα, ενώ το πάρτι έχει αρχίσει να διαλύεται, είναι πια πολύ αργά για οπισθοχώρηση.

Τη λένε Μαρία και δεν μοιάζει καθόλου με την αδελφή της. Είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερη, με μακριά, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, πλούσιο και εκτεθειμένο ντεκολτέ και μια κοντή και στενή φούστα -κάτω απο την οποία κατοικεί το στρινγκ. Ο Κωνσταντίνος τρέχει και την αγκαλιάζει και παρά λίγο να τη ρίξει και ο Μιχάλης την κοιτάζει σαν μαγεμένος. Οι γονείς που έχουν απομείνει την ξέρουν κι αρχίζουν να την χαιρετούν ο ένας μετά τον άλλον, ενώ η Σοφία κοιτάζει το ρολόι της και φωνάζει ότι το πάρτι τελείωσε κι ότι πετάει σε τρείς ώρες.

Βγαίνουν όλοι μαζί έξω και μετά τις χαιρετούρες και τα φιλιά, οι άλλοι φεύγουν για τα αυτοκίνητά τους και η Μαρία τον κοιτάζει με γαλανά μάτια και ροζ, μισάνοιχτα χείλη και τον ρωτάει αν είναι μακριά το αυτοκίνητό του.

«Θέλεις να μείνεις εδώ με τα παιδιά και να το φέρω;»

Του χαμογελάει πολύ γλυκά, του λέει ναι, φυσικά, «θα σε περιμένουμε με αγωνία!» και πιάνει ένα παιδί από κάθε χέρι.

Μέχρι να γυρίσει με το αυτοκίνητο έχει φανταστεί όλες τις ιστορίες φρίκης που μπορεί να σκεφτεί ένας πατέρας που άφησε τον γιο του στη μέση του δρόμου, στα χέρια μιας γυναίκας που την λένε και στρινγκ κι αισθάνεται πολύ γελοίος όταν τους βρίσκει στη θέση που τους άφησε, να κουτσομπολεύουν το πάρτι. Η Μαρία βάζει τα παιδιά στο πίσω κάθισμα κι αφού βεβαιώνεται ότι έδεσαν σωστά τις ζώνες τους, κάθεται στη θέση του συνοδηγού, κλείνει την πόρτα και δίνει το σύνθημα να ξεκινήσουν.

Πηγαίνουν σε άλλο πάρτι με τον Κωνσταντίνο,  λέει λίγο αργότερα. Το κάνει μια φίλη της που έχει δίδυμες κόρες, «πολύ όμορφες».

«Δεν είναι και πολύ όμορφες!» φωνάζει ο Κωνσταντίνος από πίσω, αλλά η Μαρία τον αγνοεί και ρωτάει τον Μιχάλη «εσείς πού πάτε;»

Λάθος ερώτηση.

«Να πάμε κι εμείς στο πάρτι, μπαμπά;»

«Καλή ιδέα!» φωνάζει η Μαρία πριν ανοίξει το στόμα του. «Αλλά μόνο για δέκα λεπτά!»

«Ναι!» φωνάζει κι ο Μιχάλης. «Δέκα λεπτά μόνο, μπαμπά!»

Είναι έτοιμος να τους βρίσει όλους μαζί, αλλά το χέρι της Μαρίας βρίσκεται ξαφνικά πάνω στο πόδι του κι όταν την κοιτάζει του κλείνει το μάτι. «Δέκα λεπτά φτάνουν!» λέει και μεταφέρει το χέρι της ανάμεσα στα δικά της πόδια. Ενώ η φούστα ανεβαίνει επικίνδυνα προς το στρινγκ.

Η κατάσταση είναι γενικώς επικίνδυνη και αυτό που πρέπει να κάνει ένας σοβαρός σύζυγος και πατέρας είναι να βάλει το cd με τα χειρότερα παιδικά τραγούδια του κόσμου, το οποίο κρύβει στην θήκη της πόρτας του οδηγού και εμφανίζει μόνο σε επείγοντα περιστατικά. Ποτέ δεν του είχε περάσει απο το μυαλό ότι θα του φαινόταν χρήσιμο στην αντιμετώπιση ενός στρινγκ.

Τα παιδιά ενθουσιάζονται, όπως επίσης και η Μαρία κι αρχίζουν να τραγουδάνε όλοι μαζί μέχρι που φτάνουν στον πρώτο προορισμό τους. Και πριν προλάβει καλά-καλά να σταματήσει το αυτοκίνητο, εκείνη έχει βουτήξει τα παιδιά, έχει βγει και τρέχει προς το πάρτι φωνάζοντάς του «επιστρέφω αμέσως!»

Κλείνει την εφιαλτική μουσική και προσπαθεί να σκεφτεί με το σωστό κεφάλι, αλλά δεν προλαβαίνει -πάλι. Η Μαρία επανεμφανίζεται τρέχοντας, μπαίνει δίπλα του και κλείνει την πόρτα, ενώ η φούστα δεν πάει πιο πάνω και το ντεκολτέ σείεται λαχανιασμένο.

«Έχουμε δέκα λεπτά. Να πάμε κάπου πιο σκοτεινά;»

Την κοιτάζει για λίγο, χωρίς να πει τίποτα.

«Όχι, ευχαριστώ…» λέει τελικά. Εκείνη τον κοιτάζει με πονηρό χαμόγελο.

«Είσαι σίγουρος;»

«Είμαι…»

Παίρνει μια βαθιά ανάσα, ανοίγει την τσάντα της, βγάζει τα τσιγάρα της και του προσφέρει ένα.

«Θέλεις;»

Ναι, θα ήθελε ένα κανονικό τσιγάρο.

Είναι σίγουρος.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ