2017-11-02 22:23:40
Έχοντας γνωρίσει και συναναστραφεί, όσο μου ήταν δυνατό, τον Γέροντα Παΐσιο κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια της επίγειας ζωής του, το καλοκαίρι του 1994, πληροφορήθηκα αρκετές μέρες μετά την 12η Ιουλίου για τον θάνατό του˙ ο ίδιος, άλλωστε, είχε αφήσει οδηγίες να μην ανακοινωθεί τίποτα για τουλάχιστον τέσσερις μέρες.
Ήταν γεγονός, ότι από το πρώτο λεπτό της αλησμόνητης και πρωτόγνωρης συνάντησής μου μαζί του, το 1990, αγκιστρώθηκα πνευματικά επάνω του (όπως κι αμέτρητοι άλλοι) διότι βρήκα ακριβώς αυτό που έψαχνα εναγωνίως. Συνειδητά ή ασυνείδητα, από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, το Περιβόλι της Παναγίας μου απηύθυνε με τον τρόπο του το «έρχου και ίδε». Έκτοτε, βίωσα πριν και μετά το θάνατο του Οσίου Αυτού, πολλά αξιοθαύμαστα γεγονότα που με ανάθρεψαν εξ αρχής και έκτοτε με συντηρούν.
Γράφω ανώνυμα εδώ, για να μην εξανεμιστεί το όφελος του αναγνώστη, από τον οποιοδήποτε λογισμό νομίζοντας ότι αποζητώ την περιαυτολογία ή την αυτοπροβολή.
Είχα γυρίσει από την Αγγλία στις αρχές Ιουλίου του 1994, απ’ όπου σπούδαζα τότε, και προγραμματίζαμε με κοντινούς φίλους, την καθιερωμένη επίσκεψή μας στον Άθωνα. Απ’ τη στιγμή που έμαθα ότι ο Γέροντας δε θα ήταν, πλέον, ποτέ πια εκεί, για πολλές μέρες είχα έντονα το αναπόφευκτο συναίσθημα του δυσαναπλήρωτου κενού, που αφήνει ένας τέτοιος άνθρωπος όταν φεύγει από τον κόσμο. Βασανιζόμουν, μάλιστα, με το ερώτημα «και τώρα τι, και τώρα ποιος;» -το οποίο μου απαντήθηκε αργότερα με θαυμαστό τρόπο. Σκεπτόμουν, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κάποιον σαν κι εκείνον, για να συνεχίσω να έχω μία αυθεντική πνευματική αναφορά κι ένα ζωντανό πρότυπο έμπνευσης, αλλά γνωρίζοντας ότι σαν τον Γέροντα Παΐσιο θα περνούσε σίγουρα πολύς καιρός μέχρι να βρεθεί παρόμοιος άνθρωπος που θα είχε τη Χάρη μέσα του σε τέτοιο βαθμό, επικρατούσε μέσα μου μία χαρμολύπη, η οποία έτεινε να μεταλλαχθεί με έναν ύπουλο τρόπο σε απελπισία Όντας στο αποκορύφωμα αυτής της διάθεσης, μία από ‘κείνες τις μέρες, επέστρεφα από τη δουλειά μου στον Πειραιά. Οδηγώντας στην αρχή της οδού Πειραιώς, στο πρώτο φανάρι σταμάτησα και είδα να πλησιάζει προς το παράθυρό μου, ένας νέος, μέτριος στο ανάστημα θα έλεγα, αδύνατος, με πυκνά μαύρα, ελαφρώς σγουρά μαλλιά και λεπτό μουστάκι. Θύμιζε να έχει ένα στυλ από παλαιότερες εποχές. Προς στιγμήν, θεώρησα ότι ήταν κάποιος που συχνάζει στα φανάρια και είτε θα πουλάει κάτι, είτε θα ζητάει λεφτά καθαρίζοντας τζάμια ή όχι. Ο συγκεκριμένος, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ και προσποιούμενος ότι θέλει κάτι να μου πει, με επηρέασε ώστε να κατεβάσω το παράθυρό μου. Πρόσεξα από πιο κοντά ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μία οικεία φυσιογνωμία, μία ασυνήθιστα χαρμόσυνη έκφραση και εξέπεμπε μία απρόσμενη αισιοδοξία.
Το φανάρι ετοιμαζόταν ν’ ανάψει πράσινο και μέχρι να αναγκαστώ να ξεκινήσω από τα κορναρίσματα, μου μίλησε χαμογελώντας, αφού τον ρώτησα χωρίς να το πολυσκεφτώ:
«Από πού έρχεσαι;»
«Ήμουν στο Άγιο Όρος , ξέρεις στον Γέροντα Παΐσιο. Όλους τους βοηθάει και δεν αφήνει κανέναν», μου είπε ετοιμόλογα.
«Και… εγώ…τον ήξερα» του απάντησα με έκπληξη και αυθορμητισμό. «Τώρα όμως που κοιμήθηκε, το έμαθες;»
«Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι εκείνος τους νοιαζόταν όλους, πόσο μάλλον τώρα…» απάντησε με νόημα. «Γι’ αυτό, μην ανησυχείς αδερφέ μου. Στο καλό!».
Αναγκάστηκα να τον χαιρετήσω γρήγορα φωνάζοντας του ένα «Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά» κι έφυγα εντυπωσιασμένος για τη συζήτηση αυτή με έναν άγνωστο. Σκεπτόμουν, επίσης, ότι αυτό που μόλις είχε συμβεί ήταν ένα μήνυμα ότι άνθρωποι σαν τον Γέροντα Παΐσιο, παρόλο που αφήνουν σωματικώς τον κόσμο, είναι περισσότερο παρόντες μετά το θάνατο τους, κι έτσι το συναισθηματικό κενό που είχα ίσως να ήταν λίγο απερίσκεπτο.
Επίσης, κατάλαβα ότι απ’ τον άνθρωπο αυτόν του Θεού θα βλέπαμε περισσότερα «σημεία και τέρατα» στο μέλλον, απ’ ότι μέχρι τότε, και συνειδητοποίησα αμέσως ότι θα ερχόταν αργά ή γρήγορα η ώρα που θα προσευχόμαστε και θ’ αναφερόμαστε σε ‘κείνον μπροστά σε αγιογραφίες του. Ακόμα, ότι όλοι εμείς που γνωρίσαμε σύγχρονους Αγίους σαν τον Γέροντα Παΐσιο, βρισκόμασταν τώρα με τη σειρά μας στη θέση εκείνων που θαυμάζαμε επειδή συναναστράφηκαν, αιώνες πριν, μεγάλους Αγίους και Μάρτυρες (σημειωτέον ότι ο Γέροντας απολαμβάνει και τα δύο στεφάνια), κι ότι αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ ν’ αποτελέσει καύχηση, αλλά ανάξια ευλογία και βαρύ χρέος πνευματικής αξιοποίησης και μετάδοσης αυτών των εμπειριών, με ταπεινότητα και σεβασμό. Δηλαδή, με εκείνη την «πνευματική αρχοντιά» την οποία δίδασκε ο Γέροντας σε όλους με τα έργα του.
Πάντως, η συζήτηση με την ασυνήθιστα ευφρόσυνη φιγούρα της νεανικής εκείνης μορφής, την οποία παρόλο που αναζητούσα εκεί σχεδόν καθημερινά, δεν ξαναείδα, χαράχθηκε γλυκά και ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
* * *
Μετά από λίγα χρόνια, κυκλοφορούσαν ήδη αρκετά βιβλία για τον Γέροντα Παΐσιο. Τα έπαιρνα κι εγώ, φυσικά, για να τα διαβάσω και να απορροφήσω τα περιεχόμενά τους, αν και μερικά απ’ αυτά επαναλάμβαναν ίδια περιστατικά. Ξεφυλλίζοντας, όμως, τις πρώτες σελίδες σε ένα απ’ αυτά, το βλέμμα μου κόλλησε πάνω στη φωτογραφία του νέου που είχα συναντήσει τότε…
Πρόκειται, για μία νεανική φωτογραφία του Γέροντα, που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια, αν θυμάμαι καλά, του εμφυλίου πολέμου και βρισκόταν μέσα σε χιόνια φορώντας στρατιωτική στολή. Δεν μπορούσα να το χωνέψω και την κοιτούσα επίμονα μήπως έκανα κάποιο λάθος, αλλά η νεανική μορφή του Γέροντα στη φωτογραφία αυτή, με το ίδιο και απαράλλακτο χαρούμενο ύφος του, ήταν ακριβώς η ίδια με του νέου που είχα συναντήσει στο δρόμο, λίγο μετά από την κοίμησή του. Όλα τα αξέχαστα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας που συνάντησα, που συνομίλησα και που δεν ξέχασα ποτέ, ήταν απόλυτα ταιριαστά, λες και ήταν κλωνοποιημένα με εκείνα στη φωτογραφία.
Αισθάνθηκα μέσα μου, εκείνη την ώρα, τη βεβαιότητα ότι ήταν ο ίδιος ο Γέροντας και πάλευα να μην ξεχάσω την αναξιότητά μου. Ταυτόχρονα, δεν μου φαινόταν αδύνατο να είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αν και δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί, μες στη μέση του δρόμου, να είχε παρουσιαστεί «εν ετέρα μορφή», ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος. (Ούτως ή άλλως, εγώ δεν είχα δει ποτέ κάποια νεανική φωτογραφία του μέχρι τότε, ώστε να μπορέσω να συνταιριάξω άμεσα το γεγονός ότι ο νέος ήταν ο Γέροντας, παρόλο που το πρόσωπό του μου απέδιδε οικειότητα.) Είχα απλά συμπεράνει, ότι ο Θεός, σε μία στιγμή και μία περίοδο που το χρειαζόμουν καθοριστικά, είχε προνοήσει και φώτισε έναν ευσεβή άγνωστο νέο να έρθει και να μου μιλήσει για να παρηγορηθώ από τα λεγόμενά του.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, επειδή κυκλοφόρησαν πολλά βιβλία και δημοσιεύματα, από διάφορες πηγές, πίστευα ότι δεν θα έπρεπε πέραν του στενού και οικογενειακού περιβάλλοντός μου, να γνωστοποιήσω (και) τα δικά μου βιώματα μέχρι, ίσως, να δοθεί η σωστή αφορμή στον σωστό χρόνο. Το περιστατικό αυτό μαζί με όλα τα υπόλοιπα συνολικά, τα έχω εμπιστευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους, που γνωρίζουν τα βιογραφικά μου στοιχεία κι επιβεβαίωσαν με το παραπάνω, του λόγου το ασφαλές. Παντού αλλού, όμως, επιθυμώ να μαρτυρώ για τον Γέροντα ως ένας εκ των ελαχίστων ανωνύμων, όπως άλλωστε είμαι.
Προσπαθώντας να εξηγήσει κάποιος την παγκόσμια απήχηση κι επιρροή που έχει το όνομα κι η διδασκαλία του Γέροντα, αρκεί να υπολογίσει κάποιος που τον γνώριζε, με πρόχειρες και συγκρατημένες μετρήσεις, πως από τότε που άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστό το όνομά του μέχρι που εκοιμήθη, δέχθηκε την επίσκεψη εκατοντάδων χιλιάδων διαφορετικών ανθρώπων από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν βοηθηθεί προσωπικά, και κατ’ επέκταση οι οικογένειές τους, ώστε να μπορούμε να μιλάμε χωρίς υπερβολή αλλά και ρεαλισμό, για εκατομμύρια ανθρώπους ωφελημένους απ’ τον Όσιο αυτό άνθρωπο του Θεού, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο.
Με αφορμή, λοιπόν, τα είκοσι χρόνια χωρίς τον Γέροντα Παΐσιο ή μάλλον τα είκοσι χρόνια που είναι πιο κοντά σε όλους μας, και την προσδοκώμενη Αγιοκατάταξή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καταθέτω αυτήν την μικρή πνευματική «μπαταρία» σε όποιον τη χρειάζεται, είτε για απόθεμα είτε για πνευματική επαναφόρτιση.
Άλλωστε, αυτό δεν έκανε πάντα ο Γέροντας και αρεσκόταν να λέει; Ότι «το Άγιο Όρος γεμίζει τις μπαταρίες μας».
Δι’ ευχών του.
12 Ιουλίου 2014
Γ.Γ.Σ.
http://www.pemptousia.gr
Ήταν γεγονός, ότι από το πρώτο λεπτό της αλησμόνητης και πρωτόγνωρης συνάντησής μου μαζί του, το 1990, αγκιστρώθηκα πνευματικά επάνω του (όπως κι αμέτρητοι άλλοι) διότι βρήκα ακριβώς αυτό που έψαχνα εναγωνίως. Συνειδητά ή ασυνείδητα, από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, το Περιβόλι της Παναγίας μου απηύθυνε με τον τρόπο του το «έρχου και ίδε». Έκτοτε, βίωσα πριν και μετά το θάνατο του Οσίου Αυτού, πολλά αξιοθαύμαστα γεγονότα που με ανάθρεψαν εξ αρχής και έκτοτε με συντηρούν.
Γράφω ανώνυμα εδώ, για να μην εξανεμιστεί το όφελος του αναγνώστη, από τον οποιοδήποτε λογισμό νομίζοντας ότι αποζητώ την περιαυτολογία ή την αυτοπροβολή.
Είχα γυρίσει από την Αγγλία στις αρχές Ιουλίου του 1994, απ’ όπου σπούδαζα τότε, και προγραμματίζαμε με κοντινούς φίλους, την καθιερωμένη επίσκεψή μας στον Άθωνα. Απ’ τη στιγμή που έμαθα ότι ο Γέροντας δε θα ήταν, πλέον, ποτέ πια εκεί, για πολλές μέρες είχα έντονα το αναπόφευκτο συναίσθημα του δυσαναπλήρωτου κενού, που αφήνει ένας τέτοιος άνθρωπος όταν φεύγει από τον κόσμο. Βασανιζόμουν, μάλιστα, με το ερώτημα «και τώρα τι, και τώρα ποιος;» -το οποίο μου απαντήθηκε αργότερα με θαυμαστό τρόπο. Σκεπτόμουν, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κάποιον σαν κι εκείνον, για να συνεχίσω να έχω μία αυθεντική πνευματική αναφορά κι ένα ζωντανό πρότυπο έμπνευσης, αλλά γνωρίζοντας ότι σαν τον Γέροντα Παΐσιο θα περνούσε σίγουρα πολύς καιρός μέχρι να βρεθεί παρόμοιος άνθρωπος που θα είχε τη Χάρη μέσα του σε τέτοιο βαθμό, επικρατούσε μέσα μου μία χαρμολύπη, η οποία έτεινε να μεταλλαχθεί με έναν ύπουλο τρόπο σε απελπισία Όντας στο αποκορύφωμα αυτής της διάθεσης, μία από ‘κείνες τις μέρες, επέστρεφα από τη δουλειά μου στον Πειραιά. Οδηγώντας στην αρχή της οδού Πειραιώς, στο πρώτο φανάρι σταμάτησα και είδα να πλησιάζει προς το παράθυρό μου, ένας νέος, μέτριος στο ανάστημα θα έλεγα, αδύνατος, με πυκνά μαύρα, ελαφρώς σγουρά μαλλιά και λεπτό μουστάκι. Θύμιζε να έχει ένα στυλ από παλαιότερες εποχές. Προς στιγμήν, θεώρησα ότι ήταν κάποιος που συχνάζει στα φανάρια και είτε θα πουλάει κάτι, είτε θα ζητάει λεφτά καθαρίζοντας τζάμια ή όχι. Ο συγκεκριμένος, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ και προσποιούμενος ότι θέλει κάτι να μου πει, με επηρέασε ώστε να κατεβάσω το παράθυρό μου. Πρόσεξα από πιο κοντά ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μία οικεία φυσιογνωμία, μία ασυνήθιστα χαρμόσυνη έκφραση και εξέπεμπε μία απρόσμενη αισιοδοξία.
Το φανάρι ετοιμαζόταν ν’ ανάψει πράσινο και μέχρι να αναγκαστώ να ξεκινήσω από τα κορναρίσματα, μου μίλησε χαμογελώντας, αφού τον ρώτησα χωρίς να το πολυσκεφτώ:
«Από πού έρχεσαι;»
«Ήμουν στο Άγιο Όρος , ξέρεις στον Γέροντα Παΐσιο. Όλους τους βοηθάει και δεν αφήνει κανέναν», μου είπε ετοιμόλογα.
«Και… εγώ…τον ήξερα» του απάντησα με έκπληξη και αυθορμητισμό. «Τώρα όμως που κοιμήθηκε, το έμαθες;»
«Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι εκείνος τους νοιαζόταν όλους, πόσο μάλλον τώρα…» απάντησε με νόημα. «Γι’ αυτό, μην ανησυχείς αδερφέ μου. Στο καλό!».
Αναγκάστηκα να τον χαιρετήσω γρήγορα φωνάζοντας του ένα «Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά» κι έφυγα εντυπωσιασμένος για τη συζήτηση αυτή με έναν άγνωστο. Σκεπτόμουν, επίσης, ότι αυτό που μόλις είχε συμβεί ήταν ένα μήνυμα ότι άνθρωποι σαν τον Γέροντα Παΐσιο, παρόλο που αφήνουν σωματικώς τον κόσμο, είναι περισσότερο παρόντες μετά το θάνατο τους, κι έτσι το συναισθηματικό κενό που είχα ίσως να ήταν λίγο απερίσκεπτο.
Επίσης, κατάλαβα ότι απ’ τον άνθρωπο αυτόν του Θεού θα βλέπαμε περισσότερα «σημεία και τέρατα» στο μέλλον, απ’ ότι μέχρι τότε, και συνειδητοποίησα αμέσως ότι θα ερχόταν αργά ή γρήγορα η ώρα που θα προσευχόμαστε και θ’ αναφερόμαστε σε ‘κείνον μπροστά σε αγιογραφίες του. Ακόμα, ότι όλοι εμείς που γνωρίσαμε σύγχρονους Αγίους σαν τον Γέροντα Παΐσιο, βρισκόμασταν τώρα με τη σειρά μας στη θέση εκείνων που θαυμάζαμε επειδή συναναστράφηκαν, αιώνες πριν, μεγάλους Αγίους και Μάρτυρες (σημειωτέον ότι ο Γέροντας απολαμβάνει και τα δύο στεφάνια), κι ότι αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ ν’ αποτελέσει καύχηση, αλλά ανάξια ευλογία και βαρύ χρέος πνευματικής αξιοποίησης και μετάδοσης αυτών των εμπειριών, με ταπεινότητα και σεβασμό. Δηλαδή, με εκείνη την «πνευματική αρχοντιά» την οποία δίδασκε ο Γέροντας σε όλους με τα έργα του.
Πάντως, η συζήτηση με την ασυνήθιστα ευφρόσυνη φιγούρα της νεανικής εκείνης μορφής, την οποία παρόλο που αναζητούσα εκεί σχεδόν καθημερινά, δεν ξαναείδα, χαράχθηκε γλυκά και ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
* * *
Μετά από λίγα χρόνια, κυκλοφορούσαν ήδη αρκετά βιβλία για τον Γέροντα Παΐσιο. Τα έπαιρνα κι εγώ, φυσικά, για να τα διαβάσω και να απορροφήσω τα περιεχόμενά τους, αν και μερικά απ’ αυτά επαναλάμβαναν ίδια περιστατικά. Ξεφυλλίζοντας, όμως, τις πρώτες σελίδες σε ένα απ’ αυτά, το βλέμμα μου κόλλησε πάνω στη φωτογραφία του νέου που είχα συναντήσει τότε…
Πρόκειται, για μία νεανική φωτογραφία του Γέροντα, που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια, αν θυμάμαι καλά, του εμφυλίου πολέμου και βρισκόταν μέσα σε χιόνια φορώντας στρατιωτική στολή. Δεν μπορούσα να το χωνέψω και την κοιτούσα επίμονα μήπως έκανα κάποιο λάθος, αλλά η νεανική μορφή του Γέροντα στη φωτογραφία αυτή, με το ίδιο και απαράλλακτο χαρούμενο ύφος του, ήταν ακριβώς η ίδια με του νέου που είχα συναντήσει στο δρόμο, λίγο μετά από την κοίμησή του. Όλα τα αξέχαστα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας που συνάντησα, που συνομίλησα και που δεν ξέχασα ποτέ, ήταν απόλυτα ταιριαστά, λες και ήταν κλωνοποιημένα με εκείνα στη φωτογραφία.
Αισθάνθηκα μέσα μου, εκείνη την ώρα, τη βεβαιότητα ότι ήταν ο ίδιος ο Γέροντας και πάλευα να μην ξεχάσω την αναξιότητά μου. Ταυτόχρονα, δεν μου φαινόταν αδύνατο να είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αν και δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί, μες στη μέση του δρόμου, να είχε παρουσιαστεί «εν ετέρα μορφή», ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος. (Ούτως ή άλλως, εγώ δεν είχα δει ποτέ κάποια νεανική φωτογραφία του μέχρι τότε, ώστε να μπορέσω να συνταιριάξω άμεσα το γεγονός ότι ο νέος ήταν ο Γέροντας, παρόλο που το πρόσωπό του μου απέδιδε οικειότητα.) Είχα απλά συμπεράνει, ότι ο Θεός, σε μία στιγμή και μία περίοδο που το χρειαζόμουν καθοριστικά, είχε προνοήσει και φώτισε έναν ευσεβή άγνωστο νέο να έρθει και να μου μιλήσει για να παρηγορηθώ από τα λεγόμενά του.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, επειδή κυκλοφόρησαν πολλά βιβλία και δημοσιεύματα, από διάφορες πηγές, πίστευα ότι δεν θα έπρεπε πέραν του στενού και οικογενειακού περιβάλλοντός μου, να γνωστοποιήσω (και) τα δικά μου βιώματα μέχρι, ίσως, να δοθεί η σωστή αφορμή στον σωστό χρόνο. Το περιστατικό αυτό μαζί με όλα τα υπόλοιπα συνολικά, τα έχω εμπιστευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους, που γνωρίζουν τα βιογραφικά μου στοιχεία κι επιβεβαίωσαν με το παραπάνω, του λόγου το ασφαλές. Παντού αλλού, όμως, επιθυμώ να μαρτυρώ για τον Γέροντα ως ένας εκ των ελαχίστων ανωνύμων, όπως άλλωστε είμαι.
Προσπαθώντας να εξηγήσει κάποιος την παγκόσμια απήχηση κι επιρροή που έχει το όνομα κι η διδασκαλία του Γέροντα, αρκεί να υπολογίσει κάποιος που τον γνώριζε, με πρόχειρες και συγκρατημένες μετρήσεις, πως από τότε που άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστό το όνομά του μέχρι που εκοιμήθη, δέχθηκε την επίσκεψη εκατοντάδων χιλιάδων διαφορετικών ανθρώπων από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν βοηθηθεί προσωπικά, και κατ’ επέκταση οι οικογένειές τους, ώστε να μπορούμε να μιλάμε χωρίς υπερβολή αλλά και ρεαλισμό, για εκατομμύρια ανθρώπους ωφελημένους απ’ τον Όσιο αυτό άνθρωπο του Θεού, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο.
Με αφορμή, λοιπόν, τα είκοσι χρόνια χωρίς τον Γέροντα Παΐσιο ή μάλλον τα είκοσι χρόνια που είναι πιο κοντά σε όλους μας, και την προσδοκώμενη Αγιοκατάταξή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καταθέτω αυτήν την μικρή πνευματική «μπαταρία» σε όποιον τη χρειάζεται, είτε για απόθεμα είτε για πνευματική επαναφόρτιση.
Άλλωστε, αυτό δεν έκανε πάντα ο Γέροντας και αρεσκόταν να λέει; Ότι «το Άγιο Όρος γεμίζει τις μπαταρίες μας».
Δι’ ευχών του.
12 Ιουλίου 2014
Γ.Γ.Σ.
http://www.pemptousia.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στο μικροσκόπιο του ΠΑΓΝΗ σπάνιος μήκυτας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ