2017-11-14 15:17:16
Μια απ’ τις διαρκέστερες πλάνες των ανθρώπων είναι ότι μερικά τμήματα του ανθρώπινου γένους είναι ηθικά καλύτερα ή χειρότερα απ’ τα άλλα Η πεποίθηση αυτή παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, απ’ τις οποίες καμιά δεν έχει λογική βάση.
Είναι φυσικό να έχουμε καλή γνώμη για τον εαυτό μας και, ξεκινώντας απ’ αυτό, αν ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού μας είναι απλοϊκός, να επεκτείνουμε αυτή τη γνώμη μας στο φύλο μας, στην κοινωνική μας τάξη, στο έθνος μας και στην εποχή μας.
Ανάμεσα στους συγγραφείς, όμως, και μάλιστα τους ηθικολόγους, είναι πιο συνηθισμένη μια λιγότερο άμεση έκφραση της αυταρέσκειάς τους. Τους αρέσει να έχουν κακή ιδέα για τούς γείτονές τους και τούς γνωρίμους τους και επομένως καλή ιδέα για τα τμήματα εκείνα της ανθρωπότητας στα οποία δεν ανήκουν οι ίδιοι.
Ο Λάο – Τσε θαύμαζε τούς «αγνούς ανθρώπους του παλιού καιρού», πού ζούσαν πριν απ’ την εμφάνιση της απατηλής διδασκαλίας τού Κομφούκιου. Ο Τάκιτος και η Μαντάμ ντε Στάελ θαύμαζαν τους Γερμανούς, επειδή δεν είχαν αυτοκράτορα. Ο Λοκ είχε καλή γνώμη για τους «ευφυείς Αμερικανούς», επειδή δεν παρασύρονταν απ’ τις καρτεσιανές σοφιστείες.
Μια πολύ παράδοξη μορφή αυτού του θαυμασμού για ορισμένες ομάδες, στις οποίες δεν ανήκει ο θαυμαστής, είναι η πεποίθηση στις ανώτερες αρετές των καταπιεζομένων: των υποδούλων εθνών, των φτωχών, των γυναικών, των παιδιών.
Ο δέκατος όγδοος αιώνας, ενώ άρπαζε την Αμερική απ’ τους Ινδιάνους, μετέτρεπε τους αγρότες σε πεινασμένους εργάτες και εφάρμοζε τις ωμότητες της πρώτης περιόδου της εκβιομηχάνισης, αρεσκόταν να συγκινείται με την «ευγένεια των άγριων» και με την «απλοϊκή ζωή των φτωχών». Η αρετή, έλεγαν, δεν βρίσκεται στις βασιλικές Αυλές. Οι αυλικές κυρίες όμως μπορούσαν να την εξασφαλίσουν σχεδόν, με το να μεταμφιέζονται σε βοσκόπουλες. Όσο για το ανδρικό φύλο:
Ευτυχισμένος ο άντρας που άλλο δεν ποθεί
Από ένα πατρικό χωράφι,
Λίγα στρέμματα γη.
Ο ίδιος ο Πύου, όμως, που έγραψε αυτούς τους στίχους, προτιμούσε το Λονδίνο και την έπαυλη του στο Τουΐκενχαμ.
Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η ανώτερη αρετή των φτωχών έγινε κομματική υπόθεση και έχει μείνει έτσι από τότε. Για τους αντιδραστικούς, οι φτωχοί ήταν ο «συρφετός» κι ο «όχλος». Οι πλούσιοι ανακάλυψαν, με μεγάλη τους έκπληξη, ότι μερικοί άνθρωποι δεν είχαν ούτε «λίγα στρέμματα πατρικής γης».
Οι λιμπεραλιστές, όμως, εξακολουθούσαν να εξιδανικεύουν την αγροτική φτωχολογιά, ενώ οι διανοούμενοι σοσιαλιστές και κομμουνιστές έκαναν το ίδιο για το προλεταριάτο των πόλεων — μια τάση πού, επειδή είναι ή μόνη σημαντική στον εικοστό αιώνα, θα μ’ απασχολήσει, χωριστά, πιο κάτω.
Ο εθνικισμός, στον δέκατο ένατο αιώνα, έφερε στη σκηνή ένα υποκατάστατο του «ευγενούς άγριου» — τον πατριώτη ενός καταπιεζόμενου έθνους.
Οι Έλληνες, πριν απελευθερωθούν απ’ τους Τούρκους, οι Ούγγροι, πριν απ’ την Άουσγκλαϊχ (αυτονόμηση) του 1867, οι Ιταλοί, πριν απ’ το 1870, οι Πολωνοί, πριν απ’ την περίοδο μετά τη λήξη του πολέμου του 1914 – 18, θεωρούνται, μ’ έναν ρομαντικό τρόπο, σαν εξαιρετικά προικισμένοι «ποιητικοί» λαοί, πολύ ιδεαλιστές για να επιτύχουν μέσα σ’ έναν αισχρό κόσμο. Οι Ιρλανδοί θεωρούνταν απ’ τούς Άγγλους σαν προικισμένοι με ξεχωριστή δύναμη γοητεία; και με μια μυστική ικανότητα διαίσθησης ως το 1921, όταν διαπιστώθηκε, ότι η συνέχιση της καταπίεσής τους θα στοίχιζε τόσο, που θα ήταν ασύμφορη.
Το ένα ύστερα απ’ το άλλο, τα διάφορα αυτά Έθνη κέρδισαν την ανεξαρτησία τους και αποδείχτηκε ότι ήταν όπως ακριβώς και όλα τα άλλα. Αλλά η εμπειρία από όσα είχαν ήδη ελευθερωθεί δεν κλόνισε την αυταπάτη για όσα εξακολούθησαν ν’ αγωνίζονται.
Οι ηλικιωμένες Αγγλίδες κυρίες συγκινούνται ακόμα και σήμερα με τη «σοφία της Ανατολής» και οι Αμερικανοί διανοούμενοι με τη «γήινη συνείδηση» των Νέγρων.
Μπέρτραντ Ράσελ – Αντιδημοφιλή δοκίμια
Πηγή Tromaktiko
Είναι φυσικό να έχουμε καλή γνώμη για τον εαυτό μας και, ξεκινώντας απ’ αυτό, αν ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού μας είναι απλοϊκός, να επεκτείνουμε αυτή τη γνώμη μας στο φύλο μας, στην κοινωνική μας τάξη, στο έθνος μας και στην εποχή μας.
Ανάμεσα στους συγγραφείς, όμως, και μάλιστα τους ηθικολόγους, είναι πιο συνηθισμένη μια λιγότερο άμεση έκφραση της αυταρέσκειάς τους. Τους αρέσει να έχουν κακή ιδέα για τούς γείτονές τους και τούς γνωρίμους τους και επομένως καλή ιδέα για τα τμήματα εκείνα της ανθρωπότητας στα οποία δεν ανήκουν οι ίδιοι.
Ο Λάο – Τσε θαύμαζε τούς «αγνούς ανθρώπους του παλιού καιρού», πού ζούσαν πριν απ’ την εμφάνιση της απατηλής διδασκαλίας τού Κομφούκιου. Ο Τάκιτος και η Μαντάμ ντε Στάελ θαύμαζαν τους Γερμανούς, επειδή δεν είχαν αυτοκράτορα. Ο Λοκ είχε καλή γνώμη για τους «ευφυείς Αμερικανούς», επειδή δεν παρασύρονταν απ’ τις καρτεσιανές σοφιστείες.
Μια πολύ παράδοξη μορφή αυτού του θαυμασμού για ορισμένες ομάδες, στις οποίες δεν ανήκει ο θαυμαστής, είναι η πεποίθηση στις ανώτερες αρετές των καταπιεζομένων: των υποδούλων εθνών, των φτωχών, των γυναικών, των παιδιών.
Ο δέκατος όγδοος αιώνας, ενώ άρπαζε την Αμερική απ’ τους Ινδιάνους, μετέτρεπε τους αγρότες σε πεινασμένους εργάτες και εφάρμοζε τις ωμότητες της πρώτης περιόδου της εκβιομηχάνισης, αρεσκόταν να συγκινείται με την «ευγένεια των άγριων» και με την «απλοϊκή ζωή των φτωχών». Η αρετή, έλεγαν, δεν βρίσκεται στις βασιλικές Αυλές. Οι αυλικές κυρίες όμως μπορούσαν να την εξασφαλίσουν σχεδόν, με το να μεταμφιέζονται σε βοσκόπουλες. Όσο για το ανδρικό φύλο:
Ευτυχισμένος ο άντρας που άλλο δεν ποθεί
Από ένα πατρικό χωράφι,
Λίγα στρέμματα γη.
Ο ίδιος ο Πύου, όμως, που έγραψε αυτούς τους στίχους, προτιμούσε το Λονδίνο και την έπαυλη του στο Τουΐκενχαμ.
Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η ανώτερη αρετή των φτωχών έγινε κομματική υπόθεση και έχει μείνει έτσι από τότε. Για τους αντιδραστικούς, οι φτωχοί ήταν ο «συρφετός» κι ο «όχλος». Οι πλούσιοι ανακάλυψαν, με μεγάλη τους έκπληξη, ότι μερικοί άνθρωποι δεν είχαν ούτε «λίγα στρέμματα πατρικής γης».
Οι λιμπεραλιστές, όμως, εξακολουθούσαν να εξιδανικεύουν την αγροτική φτωχολογιά, ενώ οι διανοούμενοι σοσιαλιστές και κομμουνιστές έκαναν το ίδιο για το προλεταριάτο των πόλεων — μια τάση πού, επειδή είναι ή μόνη σημαντική στον εικοστό αιώνα, θα μ’ απασχολήσει, χωριστά, πιο κάτω.
Ο εθνικισμός, στον δέκατο ένατο αιώνα, έφερε στη σκηνή ένα υποκατάστατο του «ευγενούς άγριου» — τον πατριώτη ενός καταπιεζόμενου έθνους.
Οι Έλληνες, πριν απελευθερωθούν απ’ τους Τούρκους, οι Ούγγροι, πριν απ’ την Άουσγκλαϊχ (αυτονόμηση) του 1867, οι Ιταλοί, πριν απ’ το 1870, οι Πολωνοί, πριν απ’ την περίοδο μετά τη λήξη του πολέμου του 1914 – 18, θεωρούνται, μ’ έναν ρομαντικό τρόπο, σαν εξαιρετικά προικισμένοι «ποιητικοί» λαοί, πολύ ιδεαλιστές για να επιτύχουν μέσα σ’ έναν αισχρό κόσμο. Οι Ιρλανδοί θεωρούνταν απ’ τούς Άγγλους σαν προικισμένοι με ξεχωριστή δύναμη γοητεία; και με μια μυστική ικανότητα διαίσθησης ως το 1921, όταν διαπιστώθηκε, ότι η συνέχιση της καταπίεσής τους θα στοίχιζε τόσο, που θα ήταν ασύμφορη.
Το ένα ύστερα απ’ το άλλο, τα διάφορα αυτά Έθνη κέρδισαν την ανεξαρτησία τους και αποδείχτηκε ότι ήταν όπως ακριβώς και όλα τα άλλα. Αλλά η εμπειρία από όσα είχαν ήδη ελευθερωθεί δεν κλόνισε την αυταπάτη για όσα εξακολούθησαν ν’ αγωνίζονται.
Οι ηλικιωμένες Αγγλίδες κυρίες συγκινούνται ακόμα και σήμερα με τη «σοφία της Ανατολής» και οι Αμερικανοί διανοούμενοι με τη «γήινη συνείδηση» των Νέγρων.
Μπέρτραντ Ράσελ – Αντιδημοφιλή δοκίμια
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η ΠΟΑΣΥ συμβάλλει στην προβολή της Ελληνικής Αστυνομίας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Παρουσίασε μουσικά βραβεία φορώντας ένα μπουρνούζι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ