2017-11-15 16:34:21
H σκληρή δουλειά είναι το κλειδί της μακροζωίας, λέει η Μπέλα Πέζβνερ, 89 ετών σήμερα. «Δούλεψα σκληρά σε ολόκληρη τη ζωή μου και γι’ αυτό κατάφερα να ζήσω τόσο. Είναι καλό να δουλεύεις σκληρά». Μία καρδιακή εγχείρηση το 2002 διέκοψε την εργασία της. «Πήρα σύνταξη στα 74 χρόνια μου. Αν δεν τύχαινε η επέμβαση, μπορεί να εργαζόμουν και περισσότερο. Τι μπορώ να σας πω;»
Η αποφασιστικότητά της να εξακολουθήσει να εργάζεται είναι βαθιά ριζωμένη στα χρόνια που τη διαμόρφωσαν. Ως έφηβη δραπέτευσε από την πατρίδα της, τη Λευκορωσία, όταν εισέβαλαν εκεί οι ναζί. Οι γονείς της και η αδελφή της δραπέτευσαν αλλά πολλοί άλλοι συγγενείς της, ανάμεσα στους οποίους οι παππούδες της και η μικρότερη αδελφή της, σφαγιάστηκαν.
Υστερα από ένα μεγάλο ταξίδι η οικογένεια βρήκε καταφύγιο στο Καζαχστάν. Τα τρόφιμα και οι πόροι έλειπαν και η ίδια θυμάται να περπατάει ξυπόλυτη μέσα στο χιόνι και να ντύνεται με σακιά από αλεύρι. «Μέναμε εδώ και εκεί και η ζωή ήταν σκληρή», θυμάται.
«Ημουν πολύ επίμονη»
Μετά τον πόλεμο η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ουκρανία, όπου διέμειναν σε ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα. Κοιμούνταν σε μεταλλικά κρεβάτια και χρησιμοποιούσαν κουρέλια για στρώματα. Επί χρόνια η κυρία Πέζβνερ είχε μόνο μία αλλαξιά ρούχα: εσώρουχα, παντόφλες και ένα κερασί φόρεμα με λευκές κουκκίδες. «Πλενόμουν κάθε ημέρα και πήγαινα στη δουλειά μου με τα ίδια ρούχα», θυμάται σήμερα. Εργαζόταν ως λογίστρια και το 1953 μια προξενήτρα τη γνώρισε στον άνδρα που τελικά παντρεύτηκε. Ενα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος της. Οταν πέθανε η μητέρα της, μαζί με τον σύζυγο και το παιδί της, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Δεν ήξερε ούτε μία λέξη αγγλικά, αλλά κατάφερε να τα μάθει μιλώντας. «Στο Μπρούκλιν με πλησιάζαν Εβραίοι και μου μιλούσαν στα γίντις. Τους έλεγα “όχι, πρέπει να μάθω αγγλικά. Μιλάτε μου στα αγγλικά”. Ημουν πολύ επίμονη».
Η Πέζβνερ εξακολούθησε να εργάζεται μέχρι τα εβδομήντα της σε πολλούς εργοδότες ως λογίστρια. Θυμάται μάλιστα κάποιον που την απείλησε να την απολύσει αν δεν χρησιμοποιούσε ηλεκτρονικό εγκέφαλο. Ωστόσο, τους λογαριασμούς τούς έκανε με το μυαλό της και αυτό τη βοήθησε να διατηρήσει τη διαύγειά της. Ο σύζυγός της πέθανε από καρκίνο του ήπατος το 2011 και η υγεία της σήμερα δεν είναι καλή. Η συνταξιοδότηση, ωστόσο, τη βοήθησε να αναπτύξει νέα ενδιαφέροντα. Αρχισε να ζωγραφίζει. Στην τέχνη της απεικονίζονται περισσότερο ζώα και τοπία και πολλές από τις δημιουργίες της έχουν κρεμαστεί στους τοίχους του σπιτιού της.
Πηγή Tromaktiko
Η αποφασιστικότητά της να εξακολουθήσει να εργάζεται είναι βαθιά ριζωμένη στα χρόνια που τη διαμόρφωσαν. Ως έφηβη δραπέτευσε από την πατρίδα της, τη Λευκορωσία, όταν εισέβαλαν εκεί οι ναζί. Οι γονείς της και η αδελφή της δραπέτευσαν αλλά πολλοί άλλοι συγγενείς της, ανάμεσα στους οποίους οι παππούδες της και η μικρότερη αδελφή της, σφαγιάστηκαν.
Υστερα από ένα μεγάλο ταξίδι η οικογένεια βρήκε καταφύγιο στο Καζαχστάν. Τα τρόφιμα και οι πόροι έλειπαν και η ίδια θυμάται να περπατάει ξυπόλυτη μέσα στο χιόνι και να ντύνεται με σακιά από αλεύρι. «Μέναμε εδώ και εκεί και η ζωή ήταν σκληρή», θυμάται.
«Ημουν πολύ επίμονη»
Μετά τον πόλεμο η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ουκρανία, όπου διέμειναν σε ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα. Κοιμούνταν σε μεταλλικά κρεβάτια και χρησιμοποιούσαν κουρέλια για στρώματα. Επί χρόνια η κυρία Πέζβνερ είχε μόνο μία αλλαξιά ρούχα: εσώρουχα, παντόφλες και ένα κερασί φόρεμα με λευκές κουκκίδες. «Πλενόμουν κάθε ημέρα και πήγαινα στη δουλειά μου με τα ίδια ρούχα», θυμάται σήμερα. Εργαζόταν ως λογίστρια και το 1953 μια προξενήτρα τη γνώρισε στον άνδρα που τελικά παντρεύτηκε. Ενα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος της. Οταν πέθανε η μητέρα της, μαζί με τον σύζυγο και το παιδί της, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Δεν ήξερε ούτε μία λέξη αγγλικά, αλλά κατάφερε να τα μάθει μιλώντας. «Στο Μπρούκλιν με πλησιάζαν Εβραίοι και μου μιλούσαν στα γίντις. Τους έλεγα “όχι, πρέπει να μάθω αγγλικά. Μιλάτε μου στα αγγλικά”. Ημουν πολύ επίμονη».
Η Πέζβνερ εξακολούθησε να εργάζεται μέχρι τα εβδομήντα της σε πολλούς εργοδότες ως λογίστρια. Θυμάται μάλιστα κάποιον που την απείλησε να την απολύσει αν δεν χρησιμοποιούσε ηλεκτρονικό εγκέφαλο. Ωστόσο, τους λογαριασμούς τούς έκανε με το μυαλό της και αυτό τη βοήθησε να διατηρήσει τη διαύγειά της. Ο σύζυγός της πέθανε από καρκίνο του ήπατος το 2011 και η υγεία της σήμερα δεν είναι καλή. Η συνταξιοδότηση, ωστόσο, τη βοήθησε να αναπτύξει νέα ενδιαφέροντα. Αρχισε να ζωγραφίζει. Στην τέχνη της απεικονίζονται περισσότερο ζώα και τοπία και πολλές από τις δημιουργίες της έχουν κρεμαστεί στους τοίχους του σπιτιού της.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Στοπ» από το ΣτΕ στο άνοιγμα λογαριασμών πριν το 2011
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ