2017-11-18 18:03:16
Τον μπαρμπα-Καληωρα τον υποναύκληρο συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν, δε χρειάζονται παρά να του ειπούν το συνηθισμένο λόγο τους:
«Έλα, πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;»
Στο άκακο το ρώτημα ο γέρο-ναυτικός ανάβει σαν δαδί. Το σκεβρωμένο από τα χρόνια κορμί του ορθώνεται αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα, και με την αρβανίτικη προφορά του, κομματιαστή και βαριά και συρμένη, γυρίζει και τους λέει:
«Μωρέ, άιντε πόρρρ… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι υστέρα να ’ρθειτε να μιλήστε μεταμένα. Άμή, τον καιρό που Γή αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!»
Το τσούρμο τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλια, και γελά μαζί του ο μπάρμπα- Καληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κι ένα μεσημέρι, που η πρώτη βάρδια έραφτε κάποιο πανί στην πλώρη και η δεύτερη γιομάτιζε με σκύλινη όρεξη, θέλησαν πάλι να τον πειράξουν
. Τώρα όμως δε θύμωσε. Έμεινε ήσυχος εκεί που καθόταν, και μόνο τη σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στο πανί και στύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με κάποιο χαμόγελο στα χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα, ή τον ίσκιο του πλοίου, που με τη σκάφη ψηλή, τ’ αγέρωχα κατάρτια, την κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο, γλιστρούσε απάνω στα νερά; Ποιος ξέρει. Μα αφού για κάμποση ώρα έμειν’ έτσι, γύρισε αργά τα μάτια περίγυρα, και βλέποντας κοντά τον ναύκληρο που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό:
«Να ξέρεις καλά, μπάρμπα-Γιώργη, που η θάλασσα έχει την κρίση της, όπως κι ή στεριά. Και την έχει καλύτερη από τη στεριά. Έδώ δεν έχει λόγια: έκαμες, έλαβες· σου το τίναξε απάνω σαν αστραπόβολο! Μα το κακό που είδα σε κείνο το καταραμένο καράβι! Δεν πολυκαίρισε ούτε μήνα. Τί λέω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’, ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Και να σου ειπώ, έτσι είναι σωστό. Γιατί ότι γίνει στη θάλασσα, γρήγορα λησμονιέται. Έγινε, πέρασε· πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει, κείνο που θα έρθει, να έρθει σύγκαιρα.
»’Ημουνα, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξέρω πως μου ήρθε, κι αποφάσισα να κατεβώ στην ‘Ύδρα να στεφανωθώ. Μα μέρα με τη μέρα να βρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για το γάμο. Από το σιφνέικο καφενέ στη σαντορινιά ταβέρνα· από τη σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμέρ-Αλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτόημερα! Σε δεκαπέντε μέρες έβαλα και χρέος τρία τάλιρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμέρ-Αλτί, μη ρωτάς· λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα.
>>Μα το δουλευτή, όσο είναι γερός, μην τον φοβερίζεις. Εκείνες τις μέρες βγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης τσουρμάρει για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως το άκουσα τελευταίος. Ό ταβερνάρης που με πίστωνε ήρθ’ ένα βράδυ και μου λέει στ’ αυτί:
»“Πάρε το καρτάκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπεταν-Μπισμάνη κι έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα”.
»’Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, πήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα πήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξέρεις τι πιπεράτες σου είναι! Τέλος, βγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ηβραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες μέρες περάσαμε στο Κέρτζι.
»Αρχές Νοέμβρη, έτοιμοι πάλι για ταξίδι. Πλάκωσε όμως η Πεντέχτη. Στη χάση πιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπεταν-Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάτα τα σημάδια του καιρού, δεν έλυνε πρυμόσχοινο. Μα τι να φέρει ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μια κάσα γλυκά σπιτίσια να φιλέψει τον έμπορο. Για να μην πληρώσει τελωνείο, τα δίνει μια νύχτα σε φίλους να τα βγάλουν λαθραία. Την αυγή, μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσα την πιάσανε οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι, τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δε εχωρατεύουν. Δεν τούς κόστιζε τίποτα να πάρουν το πράμα, να κατασχέσουν το καράβι, και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ούτε καιρό κοίταξε ούτε τίποτα, μόνο πάρσιμο την άγκυρα κι εμπρός. Και να ιδεις πού συνεπήρε κι άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήταν έτοιμα να φύγουν, μα έμεναν βλέποντας συλλογισμένο τον καιρό· τώρα όμως βγήκαν και κείνα στα πανιά.
»Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δε θα παίξει. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήταν κατάσκουρα· ο ήλιος, άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λες και βιαζότανε να κρυφτεί στα κύματα. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό και πηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα κυνηγούσε καμιά φάλαινα. Οι γλάροι, με το λαιμό χωμένο, χαμοπετώντας και σκούζοντας, έφευγαν κατά τις στεριές. Ο καπετάνιος, βλαστημώντας τούς Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλέψει παλικαρίσια.
»“’Άλα, παιδιά!” φώναξε κοιτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος. “Μάινα πανιά! Ούτε φούσκα να μείνει στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα!”
»Σε μισή ώρα το είπε κι έγινε: ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα. Τ’ αμπάρια, ή πλώρη, ή κάμαρη τού καπετάνιου, το μαγεριό, καρφώθηκαν πού δεν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος ή νύχτα και μαζί πλάκωσε το ψυχοβάσανο.
»“Έ, και να μας τον έφερνε τραμουντάνα!”
»Άς τον πάρει πρώτα στην οστρια, όστριασορόκο, και βλέπουμε”.
»“Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πούνεντομαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε, και άβροχοι θα πάμε στα Μπουγάζια”.
»Και ο σκύλος ακόμη, ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, τέντωνε το λαιμό, γύριζε ολούθε και μυριζόταν τον άνεμο. Μόνον ό καπετάνιος, ορθός εμπρός στην κάμαρη του, τραβούσε την πίπα ακίνητος, λες κι ήταν από μάρμαρο.
»’Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο, και ξέσπασε ο γραιγολεβάντες. Ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μάς άρπαξε στα φτερά του. Αλίμονο στο σιταρόσπειρο που πέσει στου μύλου τα δόντια!
»Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια κι ο καπετάνιος οχτώ. Κι οι οχτώ μάτι δεν κλείσαμε, τσιγάρο δε στρίψαμε όλη τη νύχτα. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ’ όλες τις μεριές και πελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν μπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε, δύο έρχονταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο κι ό καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά, γύριζε την πλώρη και το δεχότανε στα πλάγια· αλλιώς θα παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κι έτσι όμως, η ζημιά δεν έλειψε. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και τη χόρευε στην κουβέρτα σαν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δύο τρία παιδιά να την αρπάξουν — μα που να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; Χέρια είναι, δεν είναι ατσαλοσίδερο. Την ώρα πού άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη βρισκότανε. Και την ώρα που άπλωναν κατά την πρύμη, στην πλώρη έφτανε. Αν την βλέπατε, μωρές παιδιά, πώς πηδούσε, αν την ακούατε πώς μούγκριζε κι αγκομαχούσε, πως έκοβε τα σχοινιά κι έσπαζε τα σίδερα, θα πιστεύατε πώς ήταν ό διάβολος σωστός.
»“Το κονίαμα, παιδιά! Το κονίαμα!” φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος.
»Καθώς άκουσε “Το κονίαμα!” λύσσαξε o τρισκατάρατος! ’Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμει σαν το φυλλοκάλαμο. Και την ώρα που έφερναν το κόνισμα, πήδηξε στα κύματα με το Γιώργη το Σπετσωτάκι, που αντιμαχόταν μαζί της. Για μια στιγμή, τον είδα κάτω σε βαθιά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν’ αντρομάχεται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους απλοκαμούς, να τον παίζει στ’ αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω, άλλα σύγκαιρα πισωπάτησα. Ο δύστυχος κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά. Δεν πρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη, και το κύμα, το ίδιο κύμα πού μας τον έριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε για πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ’Ήταν ό καλύτερος της συντροφιάς μας.
»~Ήρθε τέλος Η αυγή. Καλύτερα όμως να μην ερχότανε! Είδες το καλοκαίρι πού βάνουν φωτιά στις καλαμιές, πώς σηκώνονται κολόνες οι καπνοί; Έτσι κολόνες ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; Πυκνό και βρώμικο, σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την αμπασογάμπια του καταρτιού μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγκος κι ο παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μου φάνηκε πώς βρέθηκα στο χτίσιμο του κόσμου, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά, που τον έγλειφαν τα βόδια· πως οι καπνοί δεν ήταν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψει. Και απ’ ώρα σ’ ώρα περίμενα την καλόγνωμη γουστερίτσα να φέρει το νερό για να σβήσει τη φωτιά· ο ουρανός να ψηλώσει γαλανός, ο ήλιος να διώξει τούς καπνούς, να φανεί η γη πλουτοδότρα, να λάμψ’ η θάλασσα, και τα πετούμενα στ’ ανθισμένα κλαδιά να δοξολογούν το Δημιουργό.
»Όνειρο ήταν η ελπίδα μου! Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι μάς έζωναν περίγυρα, και δεν ξεχώριζες παρά καμιά φορά άσπρο τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως αριεψαν, και είδα μακριά τον ίσκιο ενός μπάρκου πού κατέβαινε με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας. Πιάσαμε και μείς τραβέρσο απάνου στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ, το έχασα το μπάρκο. Οι κολόνες άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους, άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες στις κορφές, εδώ αδερφωμένες, εκεί αριοφύτευτες. Και εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πώς ήμαστε σε κανένα δάσος από κείνα τα μαγεμένα, πού έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσιές και καμάρες αερουφαντες· πού άνθρωπος δε διαβαίνει και πουλί δε λαλεί και θεριά δε μονιάζουν, παρά βασιλεύει ερημιά και σκοτάδι κυβερνά, κι ή παγωνιά καταλεί αργά κι άσφαλτο τούς δύστυχους πού πλάνεψε ή τύχη στα μονοπάτια του!
»Και όμως, ούτε τ’ αγριεμένα κύματα, ούτε οι καπνοί, ούτε ή παγωνιά πού έπηζε το αίμα στις φλέβες, μάς βασάνιζε τόσο, όσο ή λάμια πού είχαμε μέσα μας. Θεόστραβη, μωρέ, ή πείνα μάς θέριζε τα σωθικά! Ήρθε ώρα πού αφήσαμε κάθε δουλειά και ρίξαμε όλοι τέτοια φωνή, πού τα θεριά της θάλασσας τρόμαξαν ακούοντας την. Είπαμε να ξηλώσουμε τ’ αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη, κι ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κι έβγαλε από την κάμαρη του ένα κουτί γαλέτες κι ένα μποτιλάκι ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι Ζαμάικα! Θεριέψαμε. Πλάκωσε ή νύχτα θεοσκότεινη κι άγρια. Άγριοι και μείς τοιμαστήκαμε να μετρηθούμε με το Χήρο.
Ανδρέα Καρκαβίτσα – Τα Λόγια της πλώρης
Πηγή
Tromaktiko
«Έλα, πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;»
Στο άκακο το ρώτημα ο γέρο-ναυτικός ανάβει σαν δαδί. Το σκεβρωμένο από τα χρόνια κορμί του ορθώνεται αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα, και με την αρβανίτικη προφορά του, κομματιαστή και βαριά και συρμένη, γυρίζει και τους λέει:
«Μωρέ, άιντε πόρρρ… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι υστέρα να ’ρθειτε να μιλήστε μεταμένα. Άμή, τον καιρό που Γή αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!»
Το τσούρμο τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλια, και γελά μαζί του ο μπάρμπα- Καληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κι ένα μεσημέρι, που η πρώτη βάρδια έραφτε κάποιο πανί στην πλώρη και η δεύτερη γιομάτιζε με σκύλινη όρεξη, θέλησαν πάλι να τον πειράξουν
«Να ξέρεις καλά, μπάρμπα-Γιώργη, που η θάλασσα έχει την κρίση της, όπως κι ή στεριά. Και την έχει καλύτερη από τη στεριά. Έδώ δεν έχει λόγια: έκαμες, έλαβες· σου το τίναξε απάνω σαν αστραπόβολο! Μα το κακό που είδα σε κείνο το καταραμένο καράβι! Δεν πολυκαίρισε ούτε μήνα. Τί λέω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’, ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Και να σου ειπώ, έτσι είναι σωστό. Γιατί ότι γίνει στη θάλασσα, γρήγορα λησμονιέται. Έγινε, πέρασε· πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει, κείνο που θα έρθει, να έρθει σύγκαιρα.
»’Ημουνα, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξέρω πως μου ήρθε, κι αποφάσισα να κατεβώ στην ‘Ύδρα να στεφανωθώ. Μα μέρα με τη μέρα να βρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για το γάμο. Από το σιφνέικο καφενέ στη σαντορινιά ταβέρνα· από τη σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμέρ-Αλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτόημερα! Σε δεκαπέντε μέρες έβαλα και χρέος τρία τάλιρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμέρ-Αλτί, μη ρωτάς· λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα.
>>Μα το δουλευτή, όσο είναι γερός, μην τον φοβερίζεις. Εκείνες τις μέρες βγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης τσουρμάρει για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως το άκουσα τελευταίος. Ό ταβερνάρης που με πίστωνε ήρθ’ ένα βράδυ και μου λέει στ’ αυτί:
»“Πάρε το καρτάκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπεταν-Μπισμάνη κι έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα”.
»’Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, πήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα πήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξέρεις τι πιπεράτες σου είναι! Τέλος, βγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ηβραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες μέρες περάσαμε στο Κέρτζι.
»Αρχές Νοέμβρη, έτοιμοι πάλι για ταξίδι. Πλάκωσε όμως η Πεντέχτη. Στη χάση πιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπεταν-Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάτα τα σημάδια του καιρού, δεν έλυνε πρυμόσχοινο. Μα τι να φέρει ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μια κάσα γλυκά σπιτίσια να φιλέψει τον έμπορο. Για να μην πληρώσει τελωνείο, τα δίνει μια νύχτα σε φίλους να τα βγάλουν λαθραία. Την αυγή, μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσα την πιάσανε οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι, τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δε εχωρατεύουν. Δεν τούς κόστιζε τίποτα να πάρουν το πράμα, να κατασχέσουν το καράβι, και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ούτε καιρό κοίταξε ούτε τίποτα, μόνο πάρσιμο την άγκυρα κι εμπρός. Και να ιδεις πού συνεπήρε κι άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήταν έτοιμα να φύγουν, μα έμεναν βλέποντας συλλογισμένο τον καιρό· τώρα όμως βγήκαν και κείνα στα πανιά.
»Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δε θα παίξει. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήταν κατάσκουρα· ο ήλιος, άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λες και βιαζότανε να κρυφτεί στα κύματα. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό και πηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα κυνηγούσε καμιά φάλαινα. Οι γλάροι, με το λαιμό χωμένο, χαμοπετώντας και σκούζοντας, έφευγαν κατά τις στεριές. Ο καπετάνιος, βλαστημώντας τούς Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλέψει παλικαρίσια.
»“’Άλα, παιδιά!” φώναξε κοιτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος. “Μάινα πανιά! Ούτε φούσκα να μείνει στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα!”
»Σε μισή ώρα το είπε κι έγινε: ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα. Τ’ αμπάρια, ή πλώρη, ή κάμαρη τού καπετάνιου, το μαγεριό, καρφώθηκαν πού δεν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος ή νύχτα και μαζί πλάκωσε το ψυχοβάσανο.
»“Έ, και να μας τον έφερνε τραμουντάνα!”
»Άς τον πάρει πρώτα στην οστρια, όστριασορόκο, και βλέπουμε”.
»“Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πούνεντομαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε, και άβροχοι θα πάμε στα Μπουγάζια”.
»Και ο σκύλος ακόμη, ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, τέντωνε το λαιμό, γύριζε ολούθε και μυριζόταν τον άνεμο. Μόνον ό καπετάνιος, ορθός εμπρός στην κάμαρη του, τραβούσε την πίπα ακίνητος, λες κι ήταν από μάρμαρο.
»’Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο, και ξέσπασε ο γραιγολεβάντες. Ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μάς άρπαξε στα φτερά του. Αλίμονο στο σιταρόσπειρο που πέσει στου μύλου τα δόντια!
»Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια κι ο καπετάνιος οχτώ. Κι οι οχτώ μάτι δεν κλείσαμε, τσιγάρο δε στρίψαμε όλη τη νύχτα. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ’ όλες τις μεριές και πελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν μπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε, δύο έρχονταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο κι ό καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά, γύριζε την πλώρη και το δεχότανε στα πλάγια· αλλιώς θα παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κι έτσι όμως, η ζημιά δεν έλειψε. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και τη χόρευε στην κουβέρτα σαν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δύο τρία παιδιά να την αρπάξουν — μα που να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; Χέρια είναι, δεν είναι ατσαλοσίδερο. Την ώρα πού άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη βρισκότανε. Και την ώρα που άπλωναν κατά την πρύμη, στην πλώρη έφτανε. Αν την βλέπατε, μωρές παιδιά, πώς πηδούσε, αν την ακούατε πώς μούγκριζε κι αγκομαχούσε, πως έκοβε τα σχοινιά κι έσπαζε τα σίδερα, θα πιστεύατε πώς ήταν ό διάβολος σωστός.
»“Το κονίαμα, παιδιά! Το κονίαμα!” φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος.
»Καθώς άκουσε “Το κονίαμα!” λύσσαξε o τρισκατάρατος! ’Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμει σαν το φυλλοκάλαμο. Και την ώρα που έφερναν το κόνισμα, πήδηξε στα κύματα με το Γιώργη το Σπετσωτάκι, που αντιμαχόταν μαζί της. Για μια στιγμή, τον είδα κάτω σε βαθιά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν’ αντρομάχεται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους απλοκαμούς, να τον παίζει στ’ αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω, άλλα σύγκαιρα πισωπάτησα. Ο δύστυχος κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά. Δεν πρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη, και το κύμα, το ίδιο κύμα πού μας τον έριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε για πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ’Ήταν ό καλύτερος της συντροφιάς μας.
»~Ήρθε τέλος Η αυγή. Καλύτερα όμως να μην ερχότανε! Είδες το καλοκαίρι πού βάνουν φωτιά στις καλαμιές, πώς σηκώνονται κολόνες οι καπνοί; Έτσι κολόνες ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; Πυκνό και βρώμικο, σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την αμπασογάμπια του καταρτιού μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγκος κι ο παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μου φάνηκε πώς βρέθηκα στο χτίσιμο του κόσμου, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά, που τον έγλειφαν τα βόδια· πως οι καπνοί δεν ήταν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψει. Και απ’ ώρα σ’ ώρα περίμενα την καλόγνωμη γουστερίτσα να φέρει το νερό για να σβήσει τη φωτιά· ο ουρανός να ψηλώσει γαλανός, ο ήλιος να διώξει τούς καπνούς, να φανεί η γη πλουτοδότρα, να λάμψ’ η θάλασσα, και τα πετούμενα στ’ ανθισμένα κλαδιά να δοξολογούν το Δημιουργό.
»Όνειρο ήταν η ελπίδα μου! Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι μάς έζωναν περίγυρα, και δεν ξεχώριζες παρά καμιά φορά άσπρο τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως αριεψαν, και είδα μακριά τον ίσκιο ενός μπάρκου πού κατέβαινε με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας. Πιάσαμε και μείς τραβέρσο απάνου στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ, το έχασα το μπάρκο. Οι κολόνες άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους, άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες στις κορφές, εδώ αδερφωμένες, εκεί αριοφύτευτες. Και εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πώς ήμαστε σε κανένα δάσος από κείνα τα μαγεμένα, πού έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσιές και καμάρες αερουφαντες· πού άνθρωπος δε διαβαίνει και πουλί δε λαλεί και θεριά δε μονιάζουν, παρά βασιλεύει ερημιά και σκοτάδι κυβερνά, κι ή παγωνιά καταλεί αργά κι άσφαλτο τούς δύστυχους πού πλάνεψε ή τύχη στα μονοπάτια του!
»Και όμως, ούτε τ’ αγριεμένα κύματα, ούτε οι καπνοί, ούτε ή παγωνιά πού έπηζε το αίμα στις φλέβες, μάς βασάνιζε τόσο, όσο ή λάμια πού είχαμε μέσα μας. Θεόστραβη, μωρέ, ή πείνα μάς θέριζε τα σωθικά! Ήρθε ώρα πού αφήσαμε κάθε δουλειά και ρίξαμε όλοι τέτοια φωνή, πού τα θεριά της θάλασσας τρόμαξαν ακούοντας την. Είπαμε να ξηλώσουμε τ’ αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη, κι ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κι έβγαλε από την κάμαρη του ένα κουτί γαλέτες κι ένα μποτιλάκι ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι Ζαμάικα! Θεριέψαμε. Πλάκωσε ή νύχτα θεοσκότεινη κι άγρια. Άγριοι και μείς τοιμαστήκαμε να μετρηθούμε με το Χήρο.
Ανδρέα Καρκαβίτσα – Τα Λόγια της πλώρης
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ