2017-11-19 08:09:25
«ΤI NA KANΩ;…»
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Δὲν θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ βρίσκωμαι σήμερα ἐδῶ. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρίσκωμαι πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ στὰ μικρὰ ἐγκαταλελειμμένα χωριά μας, γιὰ νὰ κηρύξω στοὺς χωρικούς μας. Ἀλλ᾽ ἐφ᾿ ὅσον βρίσκομαι ἐδῶ, θὰ παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχὴ στὰ λίγα λόγια ποὺ θὰ πῇ ἡ ἀδέξιος γλῶσσα μου.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Περιέχει δυὸ ἐρωτήματα· τὸ ἕνα τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἄλλο –τὸ καὶ σπουδαιότερο– τὸ θέτει ὁ Θεός. Σήμερα θ᾽ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἕνα ἐρώτημα γεμᾶτο ἄγχος· «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; (Λουκ. 12,17).
Μὰ ποιός τὸ λέει αὐτὸ τὸ «Τί νὰ κάνω;»; Μήπως τὸ λέει κανένας ζητιάνος, ποὺ δὲν ἔχει ψωμάκι νὰ φάῃ, ῥουχαλάκι νὰ σκεπαστῇ καὶ καλυβούλα νὰ καθίσῃ; μήπως τὸ φωνάζει κανένας ἄνεργος νέος, ποὺ χτυπάει πόρτες, δὲ βρίσκει πουθενὰ κατανόησι, κι ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ μακριά, στὴν Αὐστραλία καὶ στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ ζήσῃ; μήπως τὸ λέει κανένα ὀρφανό, ποὺ γυρίζει παντέρημο στοὺς δρόμους; μήπως τὸ λέει καμμιὰ χήρα μὲ ἕξι – ἑφτὰ παιδιά; μήπως τὸ λέει κανένας οἰκογενειάρχης ποὺ ἔχει σήμερα νὰ λύσῃ μύρια προβλήματα; μήπως τὸ λέει κανένας ἄρρωστος ποὺ βογγάει πάνω στὸ κρεβάτι καὶ δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτὸν φάρμακο καὶ γιατρειά; «Τί νὰ κάνω;»
. Παρὰ τὴν κατάστασί τους δὲν τὸ λέει κάποιος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ λέει – ποιός; ἐκεῖνος ποὺ καὶ ὑγεία ἔχει, καὶ λεπτὰ ἔχει, καὶ σπίτια ἔχει, καὶ περιουσία ἔχει· ὁ πλούσιος.
Ὁ πλούσιος λέει «Τί ποιήσω;». Καὶ τὸ λέει μάλιστα σὲ μιὰ περίοδο ποὺ ἀπ᾽ τὴν καρδιά του ἔπρεπε νὰ βγαίνουν μύρια «εὐχαριστῶ». Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, εἶχε στὰ χωράφια του μία ἐξαιρετικὴ εὐλογία· οἱ ἐλιὲς λύγιζαν ἀπὸ τὸν καρπό, τ᾽ ἀμπέλια ἦταν κατάφορτα, τὰ στάχυα πεδιάδα πράσινη.
«Τί νὰ κάνω;» λέει, οἱ ἀποθῆκες μου δὲ χωρᾶνε τὴ σοδειά. Μὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες ποὺ εἶχε, ὑπῆρχαν κι ἄλλες· ἀποθῆκες ποὺ δὲν τὶς χτίζουν μηχανικοὶ ἐργολάβοι καὶ χτίστες, ποὺ δὲν τὶς γκρεμίζει ὁ σεισμός, ποὺ δὲν τὶς διαλύει ὁ χρόνος, ἀποθῆκες ἀσφαλισμένες ἑκατὸ τοῖς ἑκατό· ἀποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ποιές εἶν᾽ αὐτές; Ἦταν τότε, καὶ θὰ εἶνε πάντα, τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων· κάθε στομάχι εἶνε μιὰ μικρὴ ἀποθήκη. Ἂν λοιπὸν αὐτὸς μοίραζε σὲ κάθε πεινασμένο ἀπὸ λίγο ἀλεύρι, λίγο λάδι, μερικὰ ἄλλα ἀγαθά, τότε διπλάσια καὶ τριπλάσια θὰ χωροῦσαν στὶς τόσες «ἀποθῆκες» τῶν φτωχῶν.
Ὁ πλεονέκτης ὅμως καὶ φιλάργυρος δὲν δίνει οὔτε μπουκιὰ στὸν πεινασμένο, οὔτε ἕνα κουρέλι στὸν γυμνό, οὔτε λαδάκι γιὰ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ· οὔτε στὸν ἄγγελό του νερό. Τίποτα, λέει· ὅλα στὶς ἀποθῆκες του. Μὰ αὐτὲς δὲν χωροῦν, κι αὐτὸς πέφτει σὲ συλλογή· «Τί νὰ κάνω;». Λὲς καὶ εἶχε μπροστά του ἕνα δύσκολο πρόβλημα καὶ –Ἀρχιμήδης τοῦ μαμωνᾶ αὐτός– προσπαθεῖ νὰ βρῇ τὴ λύσι.
«Τί νὰ κάνω;». Σὰ νὰ τὸν βλέπω· περνάει ἡ ὥρα, σημαίνουν μεσάνυχτα, κ᾽ ἐνῷ ὁ φτωχὸς κουρασμένος πέφτει καὶ κοιμᾶται καὶ ἄγγελοι φρουροῦν πάνω του –τί εὐλογημένος!–, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. «Τί νὰ κάνω;…». Ἐπὶ τέλους, ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι καὶ διαλογισμοὺς βρίσκει «λύσι». Νά τί θὰ κάνω· μόλις ξημερώσῃ, θὰ καλέσω μηχανικό, θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες, θὰ βάλω ἐργολάβους καὶ ἐργάτες, θὰ μαζέψω ὑλικά, θὰ χτίσω ἀποθῆκες μεγαλύτερες, θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου, καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· Ψυχή, ἔχεις ἄφθονα ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια· ξάπλωσε, φάε, πιές, γλέντα τὴ ζωή σου….
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ «θά…», ποὺ εἶπε, κανένα δὲν πραγματοποιήθηκε. Γιατί; Γιατὶ προτοῦ νὰ ξημερώσῃ, ἦρθε κάποιος ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης, πολὺ ἀγροῖκος, καὶ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἦταν ὁ χάρος. Αὐτὸς τὸν πῆρε ξαφνικὰ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ σπίτι του. Κι ὁ Θεὸς τώρα τὸν ρωτάει· «Ἄφρον, …ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20).
* * *
Ἂς ἐπιμείνουμε, ἀδελφοί μου, στὸ ἐρώτημα «Τί ποιήσω;…». Αὐτὴ ἡ ἀγωνία δὲν ἦταν μόνο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς, εἶνε καὶ ἡ ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας.
Ποιῶν ἀνθρώπων; Ὄχι ἐκείνων ποὺ πιστεύουν, ἀλλ᾽ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ξερριζώσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες πλούσιοι, νομίζουν πὼς τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου ὅλα εἶνε μόνο γι᾽ αὐτούς· καὶ θαρρεῖς πὼς ἔχουν ὑπογράψει συμβόλαιο μὲ τὸ χάρο ὅτι θὰ ζήσουν χίλια χρόνια. Αὐτοὶ λοιπὸν ἔχουν τὴν ἀγωνία καὶ ρωτοῦν.
«Τί νὰ κάνω;»; Μοῦ περισσεύουν χρήματα. Νὰ τὰ κάνω χαρτονομίσματα; ἀλλὰ κινδυνεύουν νὰ γίνουν κοτζαμάνεια χαρτονομίσματα, θ᾽ ἀξίζουν ὅσο καὶ τὰ πλατανόφυλλα ποὺ πέφτουν τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὰ δέντρα. Νὰ τὰ κάνω λίρες; ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πέσῃ ἡ τιμή τους. Ν᾽ ἀγοράσω οἰκόπεδα; Νὰ χτίσω πολυκατοικίες; Ν᾽ ἀγοράσω πλοῖα, νὰ γίνω ἐφοπλιστής; Πῶς νὰ τὰ ἀσφαλίσω, ποῦ νὰ τὰ βάλω; Στὸ σπίτι μπορεῖ νὰ κλαποῦν. «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; Νὰ τὰ κλείσω σὲ χρηματοκιβώτια τῆς τραπέζης; Ἐδῶ κινδυνεύουν. Νὰ βρῶ τράπεζες στὸ ἐξωτερικό; νὰ τὰ στείλω στὴν Ἑλβετία, στὴν Ἀμερική; «Τί νὰ κάνω;…», ἀγωνία μεγάλη. Ὤ αἰώνιο Εὐαγγέλιο! Χιλιάδες χρόνια νὰ περάσουν, τὰ λόγια του λὲς καὶ λέχθηκαν τώρα, λὲς καὶ περιγράφει τὸ σήμερα, δίνει τὸ ψυχογράφημα ἑνὸς συγχρόνου πλουσίου.
Ἔλα ἐδῶ λοιπόν, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ποὺ τὴ νύχτα ἀνοίγεις τὰ χρηματοκιβώτια καὶ μετρᾷς τὶς λίρες. Ρωτᾷς «τί νὰ κάνῃς;»; Ἔλα νὰ σοῦ πῶ, ἔλα νὰ σοῦ λύσω ἀμέσως τὸ πρόβλημα.⃝ Σοῦ περισσεύει κάτι; Μπὲς στὴν ἐκκλησιά, ρώτησε τὸν ἐφημέριο τί ἀνάγκες ἔχει ὁ ναός. Δὲν εἶνε σωστό, στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ μας νὰ εἶνε ὅλα τὰ ἔπιπλα τὶς τελευταίας μάρκας, καὶ τὸ «σαλόνι» τοῦ Θεοῦ νὰ εἶνε γυμνό. Εἶνε τιμὴ καὶ δόξα ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία τοὺς ὡραίους ναούς μας κατὰ κανόνα δὲν τοὺς χτίζουν οἱ πλούσιοι· τοὺς χτίζουν τὰ «ταλληράκια» τοῦ φτωχοῦ καὶ ἐργατικοῦ λαοῦ μας.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἐσὺ ποὺ ἔχεις χρήματα πλεονάζοντα, ἄντε στὸ δάσκαλο τοῦ χωριοῦ ἢ τῆς συνοικίας σου καὶ πές· Δάσκαλε, ἐδῶ εἶνε φτωχὰ τὰ παιδιά, σοῦ δίνω δέκα, εἴκοσι, τριάντα χιλιάδες, νὰ βελτιώσῃς τὸ σχολεῖο.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἔρχονται Χριστούγεννα, θὰ κάνῃς προμήθειες καὶ ψώνια. Μὴν ἑορτάσῃς χωρὶς νὰ βρῇς στὴ γειτονιὰ τὸν ἄπορο, τὸν ἀσθενῆ, τὸ γέρο, τὸ ὀρφανό, τὴ χήρα, τὸν ἀνάπηρο ποὺ ἄφησε τὰ πόδια του στὴν Ἀλβανία γιὰ σένα, γιὰ νὰ κυματίζῃ ἐλεύθερα ἡ σημαία στὴν Ἀκρόπολι!
Τὸ «τί ποιήσω;» ὅμως δὲν τὸ λένε μόνο οἱ πλούσιοι ἄνθρωποι· τὸ λένε καὶ τὰ συγκροτήματα, τὰ μεγάλα τρὰστ (trust) τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης, τὰ πλούσια πανίσχυρα κράτη, ποὺ τὰ ἐργοστάσιά τους δουλεύουν μέρα – νύχτα. Τὰ βιομηχανικά τους προϊόντα πλεονάζουν καὶ διερωτῶνται· Τί νὰ τὰ κάνουμε; «τί ποιήσωμεν;». Μποροῦσαν νὰ τὰ σκορπίσουν στὰ τέσσερα σημεῖα τῆς ὑφηλίου, νὰ γίνουν εὐεργέτες τῶν ὑποαναπτύκτων· ἐν τούτοις τὰ κρατοῦν καὶ ὑψώνουν φραγμούς, τὰ λεγόμενα τελωνειακὰ τείχη, κ᾽ ἔτσι τὰ ἀγαθὰ δὲν διαπορθμεύονται καὶ δὲν διανέμονται σὲ φτωχοὺς λαούς.
Γιά φανταστῆτε ἡ καρδιὰ ποὺ κινεῖ τὸ αἷμα νὰ τὸ μαζέψῃ, νὰ τὸ κρατάῃ καὶ νὰ λέῃ στὰ ἄλλα μέλη· «Δὲν σᾶς δίνω αἷμα! θὰ τὸ κρατήσω ὅλο ἐγώ». Ξέρετε τί θὰ πάθῃ; ρωτῆστε ἕνα γιατρό· συμφόρησι! Ἔτσι καὶ τὸ χρῆμα· εἶνε σὰν τὸ αἷμα. Ἅμα μαζευτῇ σὲ λίγους, θὰ πάθουν συμφόρησι, συμφορά.
* * *
Ὦ ἀδέρφια μου, μεγάλη ἀσθένεια ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία! Ἄχ νὰ κατέβαινε ἄγγελος ἀπὸ τὰ οὐράνια κι ὅπως ὁ χωρικὸς ξερριζώνει ἀπ᾽ τὸ χωράφι τὶς ἀγριάδες καὶ τ᾽ ἀγκάθια, νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ὅλων μας τὸν φοβερὸ αὐτὸν κάκτο! Ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος, ἐνῷ τώρα μᾶς δέρνει τὸ κακό.
Κάποτε μᾶς ρώτησε ἕνας σοφὸς καθηγητής· Ὑπάρχουν δύο, ὁ ὑπερήφανος καὶ ὁ φιλάργυρος· ποιός ἀπὸ τοὺς δύο θεραπεύεται εὐκολώτερα;… Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ποιό φάρμακο θεραπεύει τὴ φιλαργυρία; Ἕνα φάρμακο. Ποιό; Ἄνοιξε τ᾿ αὐτιά σου, καθάρισέ τα ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία· καὶ μετά, ὅπως τὰ τεντώνεις στοὺς διαφόρους σταθμοὺς γιὰ ν᾿ ἀκοῦς τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, τέντωσε τὰ αὐτιά σου ὥστε ν᾿ ἀκοῦς καλὰ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ ἰατρεῖο, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε τὰ αἰώνια φάρμακα. Ὅποιος λοιπὸν εἶνε πιασμένος –καὶ ποιός δὲν εἶνε!– στὰ δίχτυα τῆς ἀράχνης αὐτῆς ποὺ λέγεται φιλαργυρία, τοῦ συνιστῶ νὰ πάρῃ ἕνα φάρμακο. Τὸ δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐμεῖς τότε χασμουριόμαστε. Σᾶς τὸ δίνω κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ παρακαλῶ νὰ τὸ μελετήσετε. Εἶνε ἐκείνη ἡ ὡραία προτροπὴ ποὺ ἀκοῦμε· «…ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Η αφροσύνη της απληστίας
Τις τελευταίες αυτές Κυριακές, συχνά το ευαγγέλιο αναφέρεται στον πλούτο και την ασπλαχνία. Διότι ο χειμώνας ο οποίος έρχεται,είναι βαρύς για κάθε φτωχό και πένητα και ο άνθρωπος κάθε εποχής δεν έχει το δικαίωμα να περιορίζεται στην λατρεία του εαυτού του και την δουλεία στην απληστία του, αλλά να κοιτάζει τον αδελφό του πού στερείται, γιατί κάθε χειμώνας είναι δυσβάσταχτος για τον ταπεινό και πολύ λαό .Οι πατέρες οι οποίοι διέταξαν την σειρά των ευαγγελίων μιμούνται θα λέγαμε τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος πριν από τον βαρύ χειμώνα σε καιρό πείνας έγινε επαίτης για τον Χριστόν με την περίφημη λογία, τον έρανο δηλαδή των εκκλησιών για την δοκιμαζόμενη εκκλησία της Ιουδαίας.
Ο Ιερός Χρυσόστομος ορίζει τον πλούτο ως κάτι το άψυχο και αδιάβλητο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κακό, παρά μόνον στην άκριτη διαχείριση του από τον καθένα μας. Ο ίδιος ωστόσο πατέρας παραδέχεται πώς οι πλούσιοι είναι ελεεινότεροι ζητιάνοι από τους φτωχούς, γιατί αναπτύσσουν μια αρρωστημένη εξάρτηση από τα υλικά αγαθά, από την ακόρεστη δίψα για πλούτο και έτσι εξαχρειώνονται και γίνονται δούλοι της ύλης. Ο ίδιος ο Χριστός ανάμεσα σε όλα τα δαιμόνια, ονόμασε τον μαμωνά, την χαλδαϊκή θεότητα του πλούτου,σαν ανταγωνιστή του Θεού στην καρδιά των ανθρώπων. Και είπε με έμφαση πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι ή δούλος στον Θεό ή δούλος στον μαμμωνά. Η πρόκριση της λατρείας αυτού του δαιμονίου, αυτού του πάθους, έναντι όλων των άλλων , αποδεικνύει τον μεγάλο και επικίνδυνο πειρασμό, αυτού του σκοτεινού έρωτα.
Λένε οι πατέρες:"Ρίζα πάντων κακών η φιλαργυρία". Η απληστία στην πράξη της κατήντησε τα έθνη υπόδουλα και δυστυχισμένα, ενώ η πονηρή μεθοδεία των οικονομιστών εξαθλίωσε συνειδήσεις, λαούς και πρόσωπα. Και πόσο ακριβά το πληρώνουμε όλοι σήμερα, την εποχή της περιβόητης οικονομικής κρίσης!Όταν υποδουλωθήκαμε στο χρήμα, υποδουλωθήκαμε στην θεραπεία ποικίλλων παθών και αλοίμονο χάσαμε και την πνευματική και την σωματική μας περιουσία και ελευθερία.
Αδηφάγος ο άνθρωπος, καταστροφικός για την φύση, καταστροφικός για τον αδελφό του, επινοητικός στην εύρεση τρόπων, ώστε να ξεχειλίσει το μάτι και η κοιλία με αγαθά υλικά και πρόσκαιρα, εις βάρος κάθε συνειδησιακής ηθικής, κάθε αξίας, έναντι και ενάντια του Δικαιοκρίτη Θεού! Ο άνθρωπος καταφέρνει να ξεχνάει τον θάνατο, το αιφνίδιο και ανέλπιστο του θανάτου. Οι ευλογημένες ψυχές γνωρίζοντας την αλήθεια πως "στον καθένα μας επίκειται να πεθάνει και μετά τούτο κρίσις", προσεύχονται στον Θεό, να τους βρει η έξοδος από τούτον τον κόσμο πνευματικά έτοιμους. Όσοι όμως θεοποίησαν την ματαιότητα του κόσμου, όχι μόνο δεν σκέφτονται την ώρα του θανάτου, αλλά καταφέρνουν να εξοβελίζουν από την σκέψη και την ζωή τους την φρικτή πραγματικότητα.Από την άλλη,ένας διανοητής αυτού του αιώνα υπογραμμίζει ότι όσο ο άνθρωπος θυμάται τον θάνατο, πέφτει με τα μούτρα στην ικανοποίηση της σάρκας και των αισθήσεων του, για να προλάβει να κατακτήσει και να γευτεί τα πάντα, πριν πεθάνει.Γιατί στο νού του έχει ένα μεταθανάτιο Μηδέν. Την ανυπαρξία κοινωνίας ή μη κοινωνίας με τον Θεό. Μα μια τέτοια κοιλία και όχι άνθρωπος πλέον, ούτε με τα γήινα θα καταφέρει να χορτάσει, ούτε τα ουράνια θα απολαύσει ποτέ.Αυτή η ελεεινή πραγματικότητα επεκτείνει την έννοια του πλουσίου, δηλαδή του εγωϊστή και άθεου άνθρωπου σε κάθε τάξη οικονομική και κοινωνική, στον άνθρωπο της "διπλανής πόρτας", μια υπενθύμιση ακόμα και σε εμάς τους ίδιους.
Η Εκκλησία αυτή την περίοδο προβάλλει το εκκλησιαστικό αγαθό της νηστείας. Το ονομάζουμε αγαθό γιατί είναι από πολλές απόψεις. Και εκκλησιαστικό γιατί δεν είναι επιλογή προσωπική, αλλά κοινωνική έκφραση ολόκληρου του σώματος, κοινή εξωτερική έκφραση πού ερμηνεύεται ως δόσιμο της Εκκλησίας και του καθένα μας χωριστά προς τον κόσμο πού στερείται και πάσχει. Όταν νηστεύω εκτιμώ την αξία της ολιγάρκειας, εκτιμώ το δίκαιο και την αδικία ταυτόχρονα, γιατί γίνομαι σπλαχνικότερος στους λιγότερο ευνοημένους.Η στέρηση με βοηθά στην ταπείνωση, στην μνήμη του πρόσκαιρου, με φέρνει στην θέση αυτού πού στερείται και αδικείται, αυτού πού μοιράζεται την κοινή φύση και πορεία με μένα, στην φιλοσοφία και υπέρβαση του θανάτου.Γιατί ο θάνατος τρομάζει τους υλοπαθείς και τους αμαρτωλούς, αυτούς πού αγαπούν τον εαυτό τους και όχι τους φιλοσόφους των ουσιαστικών πραγμάτων αυτού του βίου. Και πάνω απ'όλα με την νηστεία ξεριζώνω την καταραμένη φιλαργυρία. Δεν ζω για μένα, αλλά ο Χριστός πού μορφώνεται και ζεί μέσα μου, αρχίζει και ζεί για τον άλλο, γίνεται ο άλλος. Μοιράζομαι το ψωμί μου και κάτι περισσότερο: το στερούμαι για να το διανείμω. Η αφροσύνη της απληστίας, η τρέλα του ειδώλου εγώ θεραπεύεται με αυτό το μοίρασμα και το δόσιμο.
Ας βγούμε λοιπόν από την φυλακή του εαυτού μας, μήπως βρούμε την πραγματική ελευθερία. Η Εκκλησία μας δίνει συνεχώς πνευματικές ευκαιρίες και αφορμές με έμπρακτα παραδείγματα και μακρές περιόδους επιστροφής, όπως αυτή η σαρακοστή των χριστουγέννων. Ας την εκμεταλλευτούμε στο έπακρον!
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»
Μὲ τὰ παραπάνω λόγια κατακλείει ὁ Κύριος τὴν Παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ»· δηλαδή:
Ἔτσι θὰ εἶναι, τέτοιο πάθημα, τέτοιο τέλος θὰ ἔχει· ποιός; «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ»· αὐτὸς ποὺ θησαυρίζει ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει ἐγωιστικὰ μόνο ἐκεῖνος· «καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»· καὶ δὲν πλουτίζει σὲ πνευματικοὺς θησαυρούς, στοὺς ὁποίους μόνο ἀρέσκεται ὁ Θεός.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὸ εἶναι τὸ πάθημα ἐκείνου ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ποιὰ εἶναι ἡ εὐτυχία ἐκείνου ποὺ πλουτίζει ὅπως θέλει ὁ Θεός.
1. Ἀγωνιώδης μέριμνα, αἰώνια ἀπώλεια
Ὁ πλεονέκτης πρῶτα-πρῶτα ἔχει πιστέψει σ᾿ ἕνα ψέμα: ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται στὴν ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄφρων πλούσιος λέει: «Ψυχή… φάγε, πίε, εὐφραίνου». Μὰ μήπως τρώει φαγητὰ ἡ ψυχή; Ἡ ψυχὴ εἶναι ἄϋλη, πνευματική, δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ τὶς ἐγκόσμιες ἀπολαύσεις. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ πρῶτο πάθημα τοῦ πλεονέκτη, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ αἰτία καὶ ὅλων τῶν ἄλλων παθημάτων του.
Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης του ὁ πλεονέκτης μέρα καὶ νύχτα σκέπτεται, σχεδιάζει καὶ ἐργάζεται, προκειμένου ν᾿ ἀποκτήσει ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθά. Ὅταν δὲν ἀποδίδουν τὰ χωράφια του ἢ ἡ ἐπιχείρησή του, μαραζώνει ἀπὸ τὴ λύπη του. Ὅταν ἔχει κέρδος, πανηγυρίζει καὶ χαίρεται, γιὰ νὰ διαδεχθοῦν πολὺ σύντομα τὴ χαρά του νέες ἀγωνιώδεις σκέψεις καὶ προσπάθειες γιὰ τὸ πῶς θὰ πολλαπλασιάσει τὰ κέρδη του. «Τί ποιήσω…;», ἀναρωτιέται ὁ ἄφρων πλούσιος, σὰν νὰ ἦταν ὁ πιὸ φτωχός Ἀλλὰ τὸ πιὸ φοβερὸ χτύπημα τὸ ἐπιφέρει στὸν πλεονέκτη ὁ θάνατος. «Ἄφρον», τοῦ λέει ὁ Θεός, «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;». Ἀνόητε, αὐτὴ τὴ νύχτα οἱ δαίμονες, στοὺς ὁποίους εἶχες ὑποταγεῖ μὲ τὴν ἀπληστία σου, ἀπαιτοῦν δικαιωματικὰ τὴν ψυχή σου· κι ὅλα αὐτὰ ποὺ μάζεψες, σὲ ποιὸν θὰ μείνουν; Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν μπορεῖς νὰ πάρεις μαζί σου.
Δηλαδὴ τὸ πάθημα τοῦ πλεονέκτη εἶναι ὅτι χάνει καὶ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄλλη. Καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ταλαιπωρεῖται καὶ βασανίζεται κυνηγώντας τὰ πλούτη, τὰ ὁποῖα τελικὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει μαζί του, καὶ τὴν αἰωνιότητα χάνει, διότι λόγῳ τῆς ὑλιστικῆς του ζωῆς δὲν φρόντισε καθόλου τὴν ψυχή του. Πραγματικὰ τραγικὸ πάθημα!
2. Χαρὰ καὶ εἰρήνη, αἰώνια σωτηρία
Ὁ «εἰς Θεὸν πλουτῶν», ἀντίθετα, ἔχει τελείως διαφορετικὸ προσανατολισμὸ στὴ ζωή του: Ἐπιθυμεῖ νὰ σωθεῖ, νὰ δεῖ πρόσωπο Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίζεται νὰ εὐαρεστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἔχει μέρος στὴ Βασιλεία Του. Πῶς τὸ ἐπιτυγχάνει αὐτό; Μὲ τὸ νὰ ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προοδεύει στὴν ἀρετή. «Κατὰ Θεὸν πλοῦτος ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν», ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός(✱). Θεάρεστος πλοῦτος εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
Κάθε ἀγαθὴ πράξη, λόγος ἢ σκέψη ποὺ κάνουμε στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι καὶ μία ἀποταμίευση στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, στὴν πιὸ ἀσφαλὴ τράπεζα τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν προσβάλλεται ἀπὸ καμία οἰκονομικὴ κρίση, διάρρηξη ἢ ἄλλη φθορὰ καὶ ἀπώλεια. Οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές, οἱ ἐλεημοσύνες, ὁποιοδήποτε ἀγαθὸ ἔργο μᾶς πλουτίζουν πνευματικά.
Βέβαια οἱ ἀρετὲς ἀποκτῶνται μὲ ἐπίμονη ἄσκηση, καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή, ἰδιαίτερα στὸ ξεκίνημά της, εἶναι κοπιαστικὴ καὶ δύσκολη. Ὅσο ὅμως ὁ πιστὸς προδεύει στὴν ἀρετή, τόσο αὐξάνει ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη του.
Τέλος, «ὁ εἰς Θεὸν πλουτῶν» ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο μὲ πολλὴ ἐλπίδα, ἂν ὄχι καὶ μὲ πόθο, διότι ὁ κατὰ Θεὸν πλουτισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ προετοιμασία γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πιστὸ ἐκπληρώνεται ὁ ἁγιογραφικὸς λόγος: Εἶναι μακάριοι ἀπὸ τώρα οἱ νεκροὶ ποὺ πεθαίνουν ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριο. Ναί, εἶναι μακάριοι, λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι πεθαίνουν γιὰ ν᾿ ἀναπαυθοῦν ἀπὸ τοὺς κόπους τους· «τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ´ [14] 13). Θὰ ἀναπαυθοῦν, διότι τὰ ἅγια ἔργα τους τοὺς ἀκολουθοῦν στὴν ἄλλη ζωή.
***
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας τὸν πόθο τοῦ θησαυρισμοῦ, ὄχι ὅμως γιὰ τὰ μάταια ἀλλὰ γιὰ τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά. Ἂς ζήσουμε τὴ χαρὰ νὰ θησαυρίζουμε γιὰ τὸν Θεό. Τότε θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς πιὸ μεγάλης κληρονομιᾶς, τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του, ὅπου θὰ μᾶς κατακλύζουν οἱ ἀστείρευτοι ποταμοὶ τῆς ἀπειρόπλουτης χρηστότητός Του, οἱ ἀνεξιχνίαστοι θησαυροὶ τῶν θείων ἀποκαλύψεων καὶ δωρεῶν Του στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες.
kranosgr
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Δὲν θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ βρίσκωμαι σήμερα ἐδῶ. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρίσκωμαι πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ στὰ μικρὰ ἐγκαταλελειμμένα χωριά μας, γιὰ νὰ κηρύξω στοὺς χωρικούς μας. Ἀλλ᾽ ἐφ᾿ ὅσον βρίσκομαι ἐδῶ, θὰ παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχὴ στὰ λίγα λόγια ποὺ θὰ πῇ ἡ ἀδέξιος γλῶσσα μου.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Περιέχει δυὸ ἐρωτήματα· τὸ ἕνα τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἄλλο –τὸ καὶ σπουδαιότερο– τὸ θέτει ὁ Θεός. Σήμερα θ᾽ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἕνα ἐρώτημα γεμᾶτο ἄγχος· «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; (Λουκ. 12,17).
Μὰ ποιός τὸ λέει αὐτὸ τὸ «Τί νὰ κάνω;»; Μήπως τὸ λέει κανένας ζητιάνος, ποὺ δὲν ἔχει ψωμάκι νὰ φάῃ, ῥουχαλάκι νὰ σκεπαστῇ καὶ καλυβούλα νὰ καθίσῃ; μήπως τὸ φωνάζει κανένας ἄνεργος νέος, ποὺ χτυπάει πόρτες, δὲ βρίσκει πουθενὰ κατανόησι, κι ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ μακριά, στὴν Αὐστραλία καὶ στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ ζήσῃ; μήπως τὸ λέει κανένα ὀρφανό, ποὺ γυρίζει παντέρημο στοὺς δρόμους; μήπως τὸ λέει καμμιὰ χήρα μὲ ἕξι – ἑφτὰ παιδιά; μήπως τὸ λέει κανένας οἰκογενειάρχης ποὺ ἔχει σήμερα νὰ λύσῃ μύρια προβλήματα; μήπως τὸ λέει κανένας ἄρρωστος ποὺ βογγάει πάνω στὸ κρεβάτι καὶ δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτὸν φάρμακο καὶ γιατρειά; «Τί νὰ κάνω;»
Ὁ πλούσιος λέει «Τί ποιήσω;». Καὶ τὸ λέει μάλιστα σὲ μιὰ περίοδο ποὺ ἀπ᾽ τὴν καρδιά του ἔπρεπε νὰ βγαίνουν μύρια «εὐχαριστῶ». Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, εἶχε στὰ χωράφια του μία ἐξαιρετικὴ εὐλογία· οἱ ἐλιὲς λύγιζαν ἀπὸ τὸν καρπό, τ᾽ ἀμπέλια ἦταν κατάφορτα, τὰ στάχυα πεδιάδα πράσινη.
«Τί νὰ κάνω;» λέει, οἱ ἀποθῆκες μου δὲ χωρᾶνε τὴ σοδειά. Μὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες ποὺ εἶχε, ὑπῆρχαν κι ἄλλες· ἀποθῆκες ποὺ δὲν τὶς χτίζουν μηχανικοὶ ἐργολάβοι καὶ χτίστες, ποὺ δὲν τὶς γκρεμίζει ὁ σεισμός, ποὺ δὲν τὶς διαλύει ὁ χρόνος, ἀποθῆκες ἀσφαλισμένες ἑκατὸ τοῖς ἑκατό· ἀποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ποιές εἶν᾽ αὐτές; Ἦταν τότε, καὶ θὰ εἶνε πάντα, τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων· κάθε στομάχι εἶνε μιὰ μικρὴ ἀποθήκη. Ἂν λοιπὸν αὐτὸς μοίραζε σὲ κάθε πεινασμένο ἀπὸ λίγο ἀλεύρι, λίγο λάδι, μερικὰ ἄλλα ἀγαθά, τότε διπλάσια καὶ τριπλάσια θὰ χωροῦσαν στὶς τόσες «ἀποθῆκες» τῶν φτωχῶν.
Ὁ πλεονέκτης ὅμως καὶ φιλάργυρος δὲν δίνει οὔτε μπουκιὰ στὸν πεινασμένο, οὔτε ἕνα κουρέλι στὸν γυμνό, οὔτε λαδάκι γιὰ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ· οὔτε στὸν ἄγγελό του νερό. Τίποτα, λέει· ὅλα στὶς ἀποθῆκες του. Μὰ αὐτὲς δὲν χωροῦν, κι αὐτὸς πέφτει σὲ συλλογή· «Τί νὰ κάνω;». Λὲς καὶ εἶχε μπροστά του ἕνα δύσκολο πρόβλημα καὶ –Ἀρχιμήδης τοῦ μαμωνᾶ αὐτός– προσπαθεῖ νὰ βρῇ τὴ λύσι.
«Τί νὰ κάνω;». Σὰ νὰ τὸν βλέπω· περνάει ἡ ὥρα, σημαίνουν μεσάνυχτα, κ᾽ ἐνῷ ὁ φτωχὸς κουρασμένος πέφτει καὶ κοιμᾶται καὶ ἄγγελοι φρουροῦν πάνω του –τί εὐλογημένος!–, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. «Τί νὰ κάνω;…». Ἐπὶ τέλους, ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι καὶ διαλογισμοὺς βρίσκει «λύσι». Νά τί θὰ κάνω· μόλις ξημερώσῃ, θὰ καλέσω μηχανικό, θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες, θὰ βάλω ἐργολάβους καὶ ἐργάτες, θὰ μαζέψω ὑλικά, θὰ χτίσω ἀποθῆκες μεγαλύτερες, θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου, καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· Ψυχή, ἔχεις ἄφθονα ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια· ξάπλωσε, φάε, πιές, γλέντα τὴ ζωή σου….
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ «θά…», ποὺ εἶπε, κανένα δὲν πραγματοποιήθηκε. Γιατί; Γιατὶ προτοῦ νὰ ξημερώσῃ, ἦρθε κάποιος ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης, πολὺ ἀγροῖκος, καὶ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἦταν ὁ χάρος. Αὐτὸς τὸν πῆρε ξαφνικὰ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ σπίτι του. Κι ὁ Θεὸς τώρα τὸν ρωτάει· «Ἄφρον, …ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20).
* * *
Ἂς ἐπιμείνουμε, ἀδελφοί μου, στὸ ἐρώτημα «Τί ποιήσω;…». Αὐτὴ ἡ ἀγωνία δὲν ἦταν μόνο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς, εἶνε καὶ ἡ ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας.
Ποιῶν ἀνθρώπων; Ὄχι ἐκείνων ποὺ πιστεύουν, ἀλλ᾽ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ξερριζώσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες πλούσιοι, νομίζουν πὼς τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου ὅλα εἶνε μόνο γι᾽ αὐτούς· καὶ θαρρεῖς πὼς ἔχουν ὑπογράψει συμβόλαιο μὲ τὸ χάρο ὅτι θὰ ζήσουν χίλια χρόνια. Αὐτοὶ λοιπὸν ἔχουν τὴν ἀγωνία καὶ ρωτοῦν.
«Τί νὰ κάνω;»; Μοῦ περισσεύουν χρήματα. Νὰ τὰ κάνω χαρτονομίσματα; ἀλλὰ κινδυνεύουν νὰ γίνουν κοτζαμάνεια χαρτονομίσματα, θ᾽ ἀξίζουν ὅσο καὶ τὰ πλατανόφυλλα ποὺ πέφτουν τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὰ δέντρα. Νὰ τὰ κάνω λίρες; ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πέσῃ ἡ τιμή τους. Ν᾽ ἀγοράσω οἰκόπεδα; Νὰ χτίσω πολυκατοικίες; Ν᾽ ἀγοράσω πλοῖα, νὰ γίνω ἐφοπλιστής; Πῶς νὰ τὰ ἀσφαλίσω, ποῦ νὰ τὰ βάλω; Στὸ σπίτι μπορεῖ νὰ κλαποῦν. «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; Νὰ τὰ κλείσω σὲ χρηματοκιβώτια τῆς τραπέζης; Ἐδῶ κινδυνεύουν. Νὰ βρῶ τράπεζες στὸ ἐξωτερικό; νὰ τὰ στείλω στὴν Ἑλβετία, στὴν Ἀμερική; «Τί νὰ κάνω;…», ἀγωνία μεγάλη. Ὤ αἰώνιο Εὐαγγέλιο! Χιλιάδες χρόνια νὰ περάσουν, τὰ λόγια του λὲς καὶ λέχθηκαν τώρα, λὲς καὶ περιγράφει τὸ σήμερα, δίνει τὸ ψυχογράφημα ἑνὸς συγχρόνου πλουσίου.
Ἔλα ἐδῶ λοιπόν, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ποὺ τὴ νύχτα ἀνοίγεις τὰ χρηματοκιβώτια καὶ μετρᾷς τὶς λίρες. Ρωτᾷς «τί νὰ κάνῃς;»; Ἔλα νὰ σοῦ πῶ, ἔλα νὰ σοῦ λύσω ἀμέσως τὸ πρόβλημα.⃝ Σοῦ περισσεύει κάτι; Μπὲς στὴν ἐκκλησιά, ρώτησε τὸν ἐφημέριο τί ἀνάγκες ἔχει ὁ ναός. Δὲν εἶνε σωστό, στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ μας νὰ εἶνε ὅλα τὰ ἔπιπλα τὶς τελευταίας μάρκας, καὶ τὸ «σαλόνι» τοῦ Θεοῦ νὰ εἶνε γυμνό. Εἶνε τιμὴ καὶ δόξα ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία τοὺς ὡραίους ναούς μας κατὰ κανόνα δὲν τοὺς χτίζουν οἱ πλούσιοι· τοὺς χτίζουν τὰ «ταλληράκια» τοῦ φτωχοῦ καὶ ἐργατικοῦ λαοῦ μας.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἐσὺ ποὺ ἔχεις χρήματα πλεονάζοντα, ἄντε στὸ δάσκαλο τοῦ χωριοῦ ἢ τῆς συνοικίας σου καὶ πές· Δάσκαλε, ἐδῶ εἶνε φτωχὰ τὰ παιδιά, σοῦ δίνω δέκα, εἴκοσι, τριάντα χιλιάδες, νὰ βελτιώσῃς τὸ σχολεῖο.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἔρχονται Χριστούγεννα, θὰ κάνῃς προμήθειες καὶ ψώνια. Μὴν ἑορτάσῃς χωρὶς νὰ βρῇς στὴ γειτονιὰ τὸν ἄπορο, τὸν ἀσθενῆ, τὸ γέρο, τὸ ὀρφανό, τὴ χήρα, τὸν ἀνάπηρο ποὺ ἄφησε τὰ πόδια του στὴν Ἀλβανία γιὰ σένα, γιὰ νὰ κυματίζῃ ἐλεύθερα ἡ σημαία στὴν Ἀκρόπολι!
Τὸ «τί ποιήσω;» ὅμως δὲν τὸ λένε μόνο οἱ πλούσιοι ἄνθρωποι· τὸ λένε καὶ τὰ συγκροτήματα, τὰ μεγάλα τρὰστ (trust) τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης, τὰ πλούσια πανίσχυρα κράτη, ποὺ τὰ ἐργοστάσιά τους δουλεύουν μέρα – νύχτα. Τὰ βιομηχανικά τους προϊόντα πλεονάζουν καὶ διερωτῶνται· Τί νὰ τὰ κάνουμε; «τί ποιήσωμεν;». Μποροῦσαν νὰ τὰ σκορπίσουν στὰ τέσσερα σημεῖα τῆς ὑφηλίου, νὰ γίνουν εὐεργέτες τῶν ὑποαναπτύκτων· ἐν τούτοις τὰ κρατοῦν καὶ ὑψώνουν φραγμούς, τὰ λεγόμενα τελωνειακὰ τείχη, κ᾽ ἔτσι τὰ ἀγαθὰ δὲν διαπορθμεύονται καὶ δὲν διανέμονται σὲ φτωχοὺς λαούς.
Γιά φανταστῆτε ἡ καρδιὰ ποὺ κινεῖ τὸ αἷμα νὰ τὸ μαζέψῃ, νὰ τὸ κρατάῃ καὶ νὰ λέῃ στὰ ἄλλα μέλη· «Δὲν σᾶς δίνω αἷμα! θὰ τὸ κρατήσω ὅλο ἐγώ». Ξέρετε τί θὰ πάθῃ; ρωτῆστε ἕνα γιατρό· συμφόρησι! Ἔτσι καὶ τὸ χρῆμα· εἶνε σὰν τὸ αἷμα. Ἅμα μαζευτῇ σὲ λίγους, θὰ πάθουν συμφόρησι, συμφορά.
* * *
Ὦ ἀδέρφια μου, μεγάλη ἀσθένεια ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία! Ἄχ νὰ κατέβαινε ἄγγελος ἀπὸ τὰ οὐράνια κι ὅπως ὁ χωρικὸς ξερριζώνει ἀπ᾽ τὸ χωράφι τὶς ἀγριάδες καὶ τ᾽ ἀγκάθια, νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ὅλων μας τὸν φοβερὸ αὐτὸν κάκτο! Ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος, ἐνῷ τώρα μᾶς δέρνει τὸ κακό.
Κάποτε μᾶς ρώτησε ἕνας σοφὸς καθηγητής· Ὑπάρχουν δύο, ὁ ὑπερήφανος καὶ ὁ φιλάργυρος· ποιός ἀπὸ τοὺς δύο θεραπεύεται εὐκολώτερα;… Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ποιό φάρμακο θεραπεύει τὴ φιλαργυρία; Ἕνα φάρμακο. Ποιό; Ἄνοιξε τ᾿ αὐτιά σου, καθάρισέ τα ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία· καὶ μετά, ὅπως τὰ τεντώνεις στοὺς διαφόρους σταθμοὺς γιὰ ν᾿ ἀκοῦς τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, τέντωσε τὰ αὐτιά σου ὥστε ν᾿ ἀκοῦς καλὰ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ ἰατρεῖο, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε τὰ αἰώνια φάρμακα. Ὅποιος λοιπὸν εἶνε πιασμένος –καὶ ποιός δὲν εἶνε!– στὰ δίχτυα τῆς ἀράχνης αὐτῆς ποὺ λέγεται φιλαργυρία, τοῦ συνιστῶ νὰ πάρῃ ἕνα φάρμακο. Τὸ δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐμεῖς τότε χασμουριόμαστε. Σᾶς τὸ δίνω κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ παρακαλῶ νὰ τὸ μελετήσετε. Εἶνε ἐκείνη ἡ ὡραία προτροπὴ ποὺ ἀκοῦμε· «…ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Η αφροσύνη της απληστίας
Τις τελευταίες αυτές Κυριακές, συχνά το ευαγγέλιο αναφέρεται στον πλούτο και την ασπλαχνία. Διότι ο χειμώνας ο οποίος έρχεται,είναι βαρύς για κάθε φτωχό και πένητα και ο άνθρωπος κάθε εποχής δεν έχει το δικαίωμα να περιορίζεται στην λατρεία του εαυτού του και την δουλεία στην απληστία του, αλλά να κοιτάζει τον αδελφό του πού στερείται, γιατί κάθε χειμώνας είναι δυσβάσταχτος για τον ταπεινό και πολύ λαό .Οι πατέρες οι οποίοι διέταξαν την σειρά των ευαγγελίων μιμούνται θα λέγαμε τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος πριν από τον βαρύ χειμώνα σε καιρό πείνας έγινε επαίτης για τον Χριστόν με την περίφημη λογία, τον έρανο δηλαδή των εκκλησιών για την δοκιμαζόμενη εκκλησία της Ιουδαίας.
Ο Ιερός Χρυσόστομος ορίζει τον πλούτο ως κάτι το άψυχο και αδιάβλητο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κακό, παρά μόνον στην άκριτη διαχείριση του από τον καθένα μας. Ο ίδιος ωστόσο πατέρας παραδέχεται πώς οι πλούσιοι είναι ελεεινότεροι ζητιάνοι από τους φτωχούς, γιατί αναπτύσσουν μια αρρωστημένη εξάρτηση από τα υλικά αγαθά, από την ακόρεστη δίψα για πλούτο και έτσι εξαχρειώνονται και γίνονται δούλοι της ύλης. Ο ίδιος ο Χριστός ανάμεσα σε όλα τα δαιμόνια, ονόμασε τον μαμωνά, την χαλδαϊκή θεότητα του πλούτου,σαν ανταγωνιστή του Θεού στην καρδιά των ανθρώπων. Και είπε με έμφαση πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι ή δούλος στον Θεό ή δούλος στον μαμμωνά. Η πρόκριση της λατρείας αυτού του δαιμονίου, αυτού του πάθους, έναντι όλων των άλλων , αποδεικνύει τον μεγάλο και επικίνδυνο πειρασμό, αυτού του σκοτεινού έρωτα.
Λένε οι πατέρες:"Ρίζα πάντων κακών η φιλαργυρία". Η απληστία στην πράξη της κατήντησε τα έθνη υπόδουλα και δυστυχισμένα, ενώ η πονηρή μεθοδεία των οικονομιστών εξαθλίωσε συνειδήσεις, λαούς και πρόσωπα. Και πόσο ακριβά το πληρώνουμε όλοι σήμερα, την εποχή της περιβόητης οικονομικής κρίσης!Όταν υποδουλωθήκαμε στο χρήμα, υποδουλωθήκαμε στην θεραπεία ποικίλλων παθών και αλοίμονο χάσαμε και την πνευματική και την σωματική μας περιουσία και ελευθερία.
Αδηφάγος ο άνθρωπος, καταστροφικός για την φύση, καταστροφικός για τον αδελφό του, επινοητικός στην εύρεση τρόπων, ώστε να ξεχειλίσει το μάτι και η κοιλία με αγαθά υλικά και πρόσκαιρα, εις βάρος κάθε συνειδησιακής ηθικής, κάθε αξίας, έναντι και ενάντια του Δικαιοκρίτη Θεού! Ο άνθρωπος καταφέρνει να ξεχνάει τον θάνατο, το αιφνίδιο και ανέλπιστο του θανάτου. Οι ευλογημένες ψυχές γνωρίζοντας την αλήθεια πως "στον καθένα μας επίκειται να πεθάνει και μετά τούτο κρίσις", προσεύχονται στον Θεό, να τους βρει η έξοδος από τούτον τον κόσμο πνευματικά έτοιμους. Όσοι όμως θεοποίησαν την ματαιότητα του κόσμου, όχι μόνο δεν σκέφτονται την ώρα του θανάτου, αλλά καταφέρνουν να εξοβελίζουν από την σκέψη και την ζωή τους την φρικτή πραγματικότητα.Από την άλλη,ένας διανοητής αυτού του αιώνα υπογραμμίζει ότι όσο ο άνθρωπος θυμάται τον θάνατο, πέφτει με τα μούτρα στην ικανοποίηση της σάρκας και των αισθήσεων του, για να προλάβει να κατακτήσει και να γευτεί τα πάντα, πριν πεθάνει.Γιατί στο νού του έχει ένα μεταθανάτιο Μηδέν. Την ανυπαρξία κοινωνίας ή μη κοινωνίας με τον Θεό. Μα μια τέτοια κοιλία και όχι άνθρωπος πλέον, ούτε με τα γήινα θα καταφέρει να χορτάσει, ούτε τα ουράνια θα απολαύσει ποτέ.Αυτή η ελεεινή πραγματικότητα επεκτείνει την έννοια του πλουσίου, δηλαδή του εγωϊστή και άθεου άνθρωπου σε κάθε τάξη οικονομική και κοινωνική, στον άνθρωπο της "διπλανής πόρτας", μια υπενθύμιση ακόμα και σε εμάς τους ίδιους.
Η Εκκλησία αυτή την περίοδο προβάλλει το εκκλησιαστικό αγαθό της νηστείας. Το ονομάζουμε αγαθό γιατί είναι από πολλές απόψεις. Και εκκλησιαστικό γιατί δεν είναι επιλογή προσωπική, αλλά κοινωνική έκφραση ολόκληρου του σώματος, κοινή εξωτερική έκφραση πού ερμηνεύεται ως δόσιμο της Εκκλησίας και του καθένα μας χωριστά προς τον κόσμο πού στερείται και πάσχει. Όταν νηστεύω εκτιμώ την αξία της ολιγάρκειας, εκτιμώ το δίκαιο και την αδικία ταυτόχρονα, γιατί γίνομαι σπλαχνικότερος στους λιγότερο ευνοημένους.Η στέρηση με βοηθά στην ταπείνωση, στην μνήμη του πρόσκαιρου, με φέρνει στην θέση αυτού πού στερείται και αδικείται, αυτού πού μοιράζεται την κοινή φύση και πορεία με μένα, στην φιλοσοφία και υπέρβαση του θανάτου.Γιατί ο θάνατος τρομάζει τους υλοπαθείς και τους αμαρτωλούς, αυτούς πού αγαπούν τον εαυτό τους και όχι τους φιλοσόφους των ουσιαστικών πραγμάτων αυτού του βίου. Και πάνω απ'όλα με την νηστεία ξεριζώνω την καταραμένη φιλαργυρία. Δεν ζω για μένα, αλλά ο Χριστός πού μορφώνεται και ζεί μέσα μου, αρχίζει και ζεί για τον άλλο, γίνεται ο άλλος. Μοιράζομαι το ψωμί μου και κάτι περισσότερο: το στερούμαι για να το διανείμω. Η αφροσύνη της απληστίας, η τρέλα του ειδώλου εγώ θεραπεύεται με αυτό το μοίρασμα και το δόσιμο.
Ας βγούμε λοιπόν από την φυλακή του εαυτού μας, μήπως βρούμε την πραγματική ελευθερία. Η Εκκλησία μας δίνει συνεχώς πνευματικές ευκαιρίες και αφορμές με έμπρακτα παραδείγματα και μακρές περιόδους επιστροφής, όπως αυτή η σαρακοστή των χριστουγέννων. Ας την εκμεταλλευτούμε στο έπακρον!
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»
Μὲ τὰ παραπάνω λόγια κατακλείει ὁ Κύριος τὴν Παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ»· δηλαδή:
Ἔτσι θὰ εἶναι, τέτοιο πάθημα, τέτοιο τέλος θὰ ἔχει· ποιός; «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ»· αὐτὸς ποὺ θησαυρίζει ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει ἐγωιστικὰ μόνο ἐκεῖνος· «καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»· καὶ δὲν πλουτίζει σὲ πνευματικοὺς θησαυρούς, στοὺς ὁποίους μόνο ἀρέσκεται ὁ Θεός.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὸ εἶναι τὸ πάθημα ἐκείνου ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ποιὰ εἶναι ἡ εὐτυχία ἐκείνου ποὺ πλουτίζει ὅπως θέλει ὁ Θεός.
1. Ἀγωνιώδης μέριμνα, αἰώνια ἀπώλεια
Ὁ πλεονέκτης πρῶτα-πρῶτα ἔχει πιστέψει σ᾿ ἕνα ψέμα: ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται στὴν ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄφρων πλούσιος λέει: «Ψυχή… φάγε, πίε, εὐφραίνου». Μὰ μήπως τρώει φαγητὰ ἡ ψυχή; Ἡ ψυχὴ εἶναι ἄϋλη, πνευματική, δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ τὶς ἐγκόσμιες ἀπολαύσεις. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ πρῶτο πάθημα τοῦ πλεονέκτη, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ αἰτία καὶ ὅλων τῶν ἄλλων παθημάτων του.
Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης του ὁ πλεονέκτης μέρα καὶ νύχτα σκέπτεται, σχεδιάζει καὶ ἐργάζεται, προκειμένου ν᾿ ἀποκτήσει ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθά. Ὅταν δὲν ἀποδίδουν τὰ χωράφια του ἢ ἡ ἐπιχείρησή του, μαραζώνει ἀπὸ τὴ λύπη του. Ὅταν ἔχει κέρδος, πανηγυρίζει καὶ χαίρεται, γιὰ νὰ διαδεχθοῦν πολὺ σύντομα τὴ χαρά του νέες ἀγωνιώδεις σκέψεις καὶ προσπάθειες γιὰ τὸ πῶς θὰ πολλαπλασιάσει τὰ κέρδη του. «Τί ποιήσω…;», ἀναρωτιέται ὁ ἄφρων πλούσιος, σὰν νὰ ἦταν ὁ πιὸ φτωχός Ἀλλὰ τὸ πιὸ φοβερὸ χτύπημα τὸ ἐπιφέρει στὸν πλεονέκτη ὁ θάνατος. «Ἄφρον», τοῦ λέει ὁ Θεός, «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;». Ἀνόητε, αὐτὴ τὴ νύχτα οἱ δαίμονες, στοὺς ὁποίους εἶχες ὑποταγεῖ μὲ τὴν ἀπληστία σου, ἀπαιτοῦν δικαιωματικὰ τὴν ψυχή σου· κι ὅλα αὐτὰ ποὺ μάζεψες, σὲ ποιὸν θὰ μείνουν; Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν μπορεῖς νὰ πάρεις μαζί σου.
Δηλαδὴ τὸ πάθημα τοῦ πλεονέκτη εἶναι ὅτι χάνει καὶ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄλλη. Καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ταλαιπωρεῖται καὶ βασανίζεται κυνηγώντας τὰ πλούτη, τὰ ὁποῖα τελικὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει μαζί του, καὶ τὴν αἰωνιότητα χάνει, διότι λόγῳ τῆς ὑλιστικῆς του ζωῆς δὲν φρόντισε καθόλου τὴν ψυχή του. Πραγματικὰ τραγικὸ πάθημα!
2. Χαρὰ καὶ εἰρήνη, αἰώνια σωτηρία
Ὁ «εἰς Θεὸν πλουτῶν», ἀντίθετα, ἔχει τελείως διαφορετικὸ προσανατολισμὸ στὴ ζωή του: Ἐπιθυμεῖ νὰ σωθεῖ, νὰ δεῖ πρόσωπο Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίζεται νὰ εὐαρεστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἔχει μέρος στὴ Βασιλεία Του. Πῶς τὸ ἐπιτυγχάνει αὐτό; Μὲ τὸ νὰ ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προοδεύει στὴν ἀρετή. «Κατὰ Θεὸν πλοῦτος ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν», ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός(✱). Θεάρεστος πλοῦτος εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
Κάθε ἀγαθὴ πράξη, λόγος ἢ σκέψη ποὺ κάνουμε στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι καὶ μία ἀποταμίευση στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, στὴν πιὸ ἀσφαλὴ τράπεζα τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν προσβάλλεται ἀπὸ καμία οἰκονομικὴ κρίση, διάρρηξη ἢ ἄλλη φθορὰ καὶ ἀπώλεια. Οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές, οἱ ἐλεημοσύνες, ὁποιοδήποτε ἀγαθὸ ἔργο μᾶς πλουτίζουν πνευματικά.
Βέβαια οἱ ἀρετὲς ἀποκτῶνται μὲ ἐπίμονη ἄσκηση, καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή, ἰδιαίτερα στὸ ξεκίνημά της, εἶναι κοπιαστικὴ καὶ δύσκολη. Ὅσο ὅμως ὁ πιστὸς προδεύει στὴν ἀρετή, τόσο αὐξάνει ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη του.
Τέλος, «ὁ εἰς Θεὸν πλουτῶν» ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο μὲ πολλὴ ἐλπίδα, ἂν ὄχι καὶ μὲ πόθο, διότι ὁ κατὰ Θεὸν πλουτισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ προετοιμασία γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πιστὸ ἐκπληρώνεται ὁ ἁγιογραφικὸς λόγος: Εἶναι μακάριοι ἀπὸ τώρα οἱ νεκροὶ ποὺ πεθαίνουν ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριο. Ναί, εἶναι μακάριοι, λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι πεθαίνουν γιὰ ν᾿ ἀναπαυθοῦν ἀπὸ τοὺς κόπους τους· «τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ´ [14] 13). Θὰ ἀναπαυθοῦν, διότι τὰ ἅγια ἔργα τους τοὺς ἀκολουθοῦν στὴν ἄλλη ζωή.
***
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας τὸν πόθο τοῦ θησαυρισμοῦ, ὄχι ὅμως γιὰ τὰ μάταια ἀλλὰ γιὰ τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά. Ἂς ζήσουμε τὴ χαρὰ νὰ θησαυρίζουμε γιὰ τὸν Θεό. Τότε θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς πιὸ μεγάλης κληρονομιᾶς, τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του, ὅπου θὰ μᾶς κατακλύζουν οἱ ἀστείρευτοι ποταμοὶ τῆς ἀπειρόπλουτης χρηστότητός Του, οἱ ἀνεξιχνίαστοι θησαυροὶ τῶν θείων ἀποκαλύψεων καὶ δωρεῶν Του στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες.
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ