2017-11-25 22:34:20
Όσο προχωρά η καταγραφή των ειδών, καινούργια συνεχή βιοποικιλότητας χαρτογραφούνται, καθώς και η μοναδική βιολογία κάθε είδους και η μακρά, περίπλοκη εξελικτική διαδικασία που τη δημιούργησε. Μέρος του τελικού προϊόντος είναι η βαθμίδωση των σωματικών διαστάσεων κατά δέκα τάξεις μεγέθους. Εκτείνεται από τη γαλάζια φάλαινα και τον αφρικανικό ελέφαντα μέχρι τα υπεράφθονα φωτοσυνθετικά βακτήρια και τα πτωματοφάγα πικόζωα της θάλασσας, τα οποία είναι τόσο μικρά που δεν μπορούμε να τα μελετήσουμε με τα συνήθη οπτικά μικροσκόπια.
Από όλα τα συνεχή που χαρτογραφεί η επιστήμη, το πιο σχετικό με τις ανθρωπιστικές σπουδές είναι οι αισθήσεις —οι οποίες στο είδος μας αριθμούνται σε πολύ λίγες. Η όραση στον Homo sapiens βασίζεται σε ένα σχεδόν απειροελάχιστο εύρος ενέργειας, από τα 400 έως τα 700 νανόμετρα στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Το υπόλοιπο φάσμα που πληροί το Σύμπαν εκτείνεται από τις ακτίνες γ (τρισεκατομμύρια φορές βραχύτερες από το οπτικό τμήμα του ανθρώπου) μέχρι τα ραδιοκύματα (τρισεκατομμύρια φορές μακρύτερα)
. Κάθε ζώο ζει μέσα στο δικό του τμήμα του συνεχούς. Παραδείγματος χάριν, οι πεταλούδες αναζητούν γύρη και νέκταρ μέσω των μοτίβων του υπεριώδους φωτός (κάτω από τα 400 νανόμετρα) που ανακλάται στα πέταλα των ανθέων —μοτίβα και χρώματα τα οποία δεν μπορούμε να δούμε εμείς. Εκεί που βλέπουμε ένα κίτρινο ή ένα κόκκινο λουλούδι, τα έντομα βλέπουν μια σειρά από κηλίδες και ομόκεντρους κύκλους φωτός και σκιάς.
Οι υγιείς άνθρωποι πιστεύουν διαισθητικά ότι μπορούν να ακούσουν σχεδόν κάθε ήχο. Το είδος μας, ωστόσο, είναι προγραμματισμένο να αντιλαμβάνεται μόνο το εύρος από 20 έως 20.000 χερτς (πλήθος των περιοδικών συμπιέσεων του αέρα ανά δευτερόλεπτο). Επάνω από το συγκεκριμένο εύρος, οι νυχτερίδες, καθώς πετούν τη νύχτα, εκπέμπουν υπερηχητικούς παλμούς και ακούν την ηχώ τους προκειμένου να εντοπίσουν εμπόδια και να πιάσουν νυχτοπεταλούδες και άλλα ιπτάμενα έντομα. Κάτω από το ακουστό εύρος του ανθρώπου, οι ελέφαντες ανταλλάσσουν πολύπλοκα μηνύματα σε συζητήσεις με άλλα μέλη του κοπαδιού τους. Περπατάμε στη Φύση όπως ένας κουφός στους δρόμους της Νέας Υόρκης, αισθανόμενοι μόνο λίγες δονήσεις, χωρίς να μπορούμε να ερμηνεύσουμε σχεδόν τίποτε.
Τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν μία από τις ασθενέστερες αισθήσεις όσφρησης μεταξύ όλων των οργανισμών της Γης —τόσο ασθενή, ώστε το λεξιλόγιο με το οποίο την περιγράφουμε είναι ελάχιστο. Χρησιμοποιούμε υποχρεωτικά παρομοιώσεις, όπως οσμή «ξινή» ή «βρομερή» ή «σαν λεμόνι». Αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα των άλλων οργανισμών, από τα βακτήρια μέχρι τα φίδια και τους λύκους, βασίζουν την ίδια την ύπαρξή τους σε οσμές και γεύσεις. Κατά την αναζήτηση αγνοούμενων ατόμων και την ανίχνευση ακόμη και ελάχιστων ποσοτήτων εκρηκτικών και άλλων επικίνδυνων χημικών ουσιών, εξαρτόμαστε από τις ικανότητες των εκπαιδευμένων σκύλων προκειμένου να μπορέσουμε να κινηθούμε μέσα στον κόσμο των οσμών.
Το είδος μας δεν έχει σχεδόν καμιά επίγνωση ορισμένων άλλης φύσης ερεθισμάτων αν δεν χρησιμοποιήσουμε ειδικές συσκευές. Ανιχνεύουμε το ηλεκτρικό ρεύμα μόνο μέσω ενός μυρμηγκιάσματος, ενός τινάγματος ή μιας αναλαμπής φωτός. Αντιθέτως, υπάρχει ένα πλήθος από χέλια, γατόψαρα και ελεφαντόψαρα, τα οποία ζουν σε λασπώδη νερά, στερημένα, από όραση, βιώνοντας έναν γαλβανικό κόσμο. Παράγουν ηλεκτρικά πεδία γύρω από το σώμα τους, με τον μυϊκό ιστό του κορμού τους να έχει μετατραπεί από την εξέλιξη σε βιολογική μπαταρία. Με τη βοήθεια ηλεκτρικών σκιών στο μοτίβο των ηλεκτρικών φορτίων, τα ψάρια αποφεύγουν εμπόδια, εντοπίζουν τη λεία τους και επικοινωνούν με άλλα άτομα του ίδιου είδους. Ένα ακόμη τμήμα του περιβάλλοντος που βρίσκεται πέρα από τις αισθήσεις μας είναι το μαγνητικό πεδίο της Γης, το οποίο χρησιμοποιούν ορισμένα μεταναστευτικά πτηνά ως οδηγό στα μακρινά ταξίδια τους.
Η εξερεύνηση των συνεχών επιτρέπει στην ανθρωπότητα να μετρά τις διαστάσεις του πραγματικού Κόσμου από τις άπειρες κλίμακες μεγέθους, απόστασης και ποσότητας εντός των οποίων υπάρχουμε εμείς και ο μικρός μας πλανήτης. Η επιστημονική προσπάθεια μας δείχνει πού να ψάξουμε για απρόσμενα φαινόμενα και πώς να αντιληφθούμε ολόκληρη την πραγματικότητα μέσω ενός μετρήσιμου εξηγητικού δικτύου αιτιών και αποτελεσμάτων. Γνωρίζοντας τη θέση κάθε φαινομένου στα σχετικά συνεχή —τα σχετικά συνεχή στην καθημερινή γλώσσα είναι η μεταβλητή κάθε συστήματος— έχουμε μάθει τη χημεία της επιφάνειας του Άρη, γνωρίζουμε κατά προσέγγιση πώς και πότε περπάτησαν τα πρώτα τετράποδα στη στεριά, μπορούμε να προβλέψουμε τις συνθήκες τόσο στο απειροελάχιστα μικρό όσο και στο απείρως μεγάλο μέσω της ενοποιημένης θεωρίας της φυσικής, μπορούμε να παρατηρήσουμε την αιματική ροή και τα λειτουργούντα νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο όταν σκεφτόμαστε. Στο μέλλον, κατά πάσαν πιθανότητα όχι μακρύτερα από μερικές δεκαετίες, θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε τη σκοτεινή ύλη του Σύμπαντος, την προέλευση της ζωής στη Γη και την υλική βάση της ανθρώπινης συνείδησης ενόσω αλλάζουμε διαθέσεις και σκέψεις. Βλέπουμε το αόρατο, ζυγίζουμε το απειροελάχιστο.
Σε τι αφορά, λοιπόν, αυτή η εκρηκτική αύξηση της επιστημονικής γνώσης τις ανθρωπιστικές σπουδές; Στα πάντα. Η επιστήμη και η τεχνολογία αποκαλύπτουν με αυξανόμενη ακρίβεια τη θέση της ανθρωπότητας εδώ στη Γη και ακόμη πιο πέρα, στον Κόσμο ως όλον. Καταλαμβάνουμε έναν μικροσκοπικό χώρο σε καθένα από τα σχετικά συνεχή που θα μπορούσαν να έχουν παραγάγει ένα είδος με ευφυΐα ανάλογη του ανθρώπου οπουδήποτε, εδώ και σε άλλους πλανήτες. Τα προγονικά μας είδη, αν τα παρακολουθήσουμε πίσω στον χρόνο μέσω μιας σειράς όλο και πιο πρωτόγονων μορφών ζωής, είναι όλα τυχεροί νικητές λαχείου που βρήκαν τυχαία τον δρόμο τους μέσα στον λαβύρινθο της εξέλιξης.
Είμαστε ένα πολύ ιδιαίτερο είδος, ίσως το περιούσιο είδος αν προτιμάτε, αλλά οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν μπορούν να εξηγήσουν από μόνες τους γιατί συμβαίνει αυτό. Ούτε καν θέτουν το ερώτημα με τρόπο που να μπορεί να απαντηθεί. Περιορισμένες σε ένα μικρό πλαίσιο επίγνωσης, ασχολούνται με τα ελάχιστα τμήματα των συνεχών που γνωρίζουν, τα επεξεργάζονται λεπτομερώς και επανειλημμένως, σε ατέλειωτες μεταθέσεις. Τα τμήματα αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να εξετάσουν την προέλευση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών μας —τα πανίσχυρα ένστικτά μας, τη μέτρια ευφυΐα μας, την επικίνδυνα περιορισμένη σοφία μας, ακόμη και, όπως θα επιμείνουν οι επικριτές, την ύβρη της επιστήμης μας.
Ο πρώτος Διαφωτισμός ξεκίνησε πριν από τέσσερις και πλέον αιώνες, όταν η επιστήμη και οι ανθρωπιστικές σπουδές βρίσκονταν ακόμη σε πρωτόλεια κατάσταση για να κάνουν τη συμβίωσή τους να μοιάζει εφικτή. Κατέστη δυνατός με το άνοιγμα των παγκόσμιων θαλάσσιων οδών από τη δυτική Ευρώπη στα τέλη του 15ου αιώνα και μετά. Ο περίπλους της Αφρικής και η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου οδήγησαν σε καινούργιους, παγκόσμιους εμπορικούς δρόμους και επέκτειναν τις πολεμικές κατακτήσεις. Η νέα, παγκόσμια επικοινωνία ήταν το σημείο καμπής στην ιστορία που έδωσε πρωτεύουσα αξία στη γνώση και στην επινόηση. Σήμερα έχουμε ξεκινήσει έναν νέο κύκλο εξερεύνησης —απείρως πλουσιότερο, κατ’ αντιστοιχίαν πιο δύσκολο και, όχι τυχαία, όλο και περισσότερο ανθρωπιστικό. Είναι μέσα στις δυνάμεις των ανθρωπιστικών σπουδών και των σοβαρών τεχνών εντός αυτών να εκφράσουν την ύπαρξή μας με τρόπους που να αρχίζουν επιτέλους να πραγματοποιούν τα όνειρα του Διαφωτισμού.
Πηγή Tromaktiko
Από όλα τα συνεχή που χαρτογραφεί η επιστήμη, το πιο σχετικό με τις ανθρωπιστικές σπουδές είναι οι αισθήσεις —οι οποίες στο είδος μας αριθμούνται σε πολύ λίγες. Η όραση στον Homo sapiens βασίζεται σε ένα σχεδόν απειροελάχιστο εύρος ενέργειας, από τα 400 έως τα 700 νανόμετρα στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Το υπόλοιπο φάσμα που πληροί το Σύμπαν εκτείνεται από τις ακτίνες γ (τρισεκατομμύρια φορές βραχύτερες από το οπτικό τμήμα του ανθρώπου) μέχρι τα ραδιοκύματα (τρισεκατομμύρια φορές μακρύτερα)
Οι υγιείς άνθρωποι πιστεύουν διαισθητικά ότι μπορούν να ακούσουν σχεδόν κάθε ήχο. Το είδος μας, ωστόσο, είναι προγραμματισμένο να αντιλαμβάνεται μόνο το εύρος από 20 έως 20.000 χερτς (πλήθος των περιοδικών συμπιέσεων του αέρα ανά δευτερόλεπτο). Επάνω από το συγκεκριμένο εύρος, οι νυχτερίδες, καθώς πετούν τη νύχτα, εκπέμπουν υπερηχητικούς παλμούς και ακούν την ηχώ τους προκειμένου να εντοπίσουν εμπόδια και να πιάσουν νυχτοπεταλούδες και άλλα ιπτάμενα έντομα. Κάτω από το ακουστό εύρος του ανθρώπου, οι ελέφαντες ανταλλάσσουν πολύπλοκα μηνύματα σε συζητήσεις με άλλα μέλη του κοπαδιού τους. Περπατάμε στη Φύση όπως ένας κουφός στους δρόμους της Νέας Υόρκης, αισθανόμενοι μόνο λίγες δονήσεις, χωρίς να μπορούμε να ερμηνεύσουμε σχεδόν τίποτε.
Τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν μία από τις ασθενέστερες αισθήσεις όσφρησης μεταξύ όλων των οργανισμών της Γης —τόσο ασθενή, ώστε το λεξιλόγιο με το οποίο την περιγράφουμε είναι ελάχιστο. Χρησιμοποιούμε υποχρεωτικά παρομοιώσεις, όπως οσμή «ξινή» ή «βρομερή» ή «σαν λεμόνι». Αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα των άλλων οργανισμών, από τα βακτήρια μέχρι τα φίδια και τους λύκους, βασίζουν την ίδια την ύπαρξή τους σε οσμές και γεύσεις. Κατά την αναζήτηση αγνοούμενων ατόμων και την ανίχνευση ακόμη και ελάχιστων ποσοτήτων εκρηκτικών και άλλων επικίνδυνων χημικών ουσιών, εξαρτόμαστε από τις ικανότητες των εκπαιδευμένων σκύλων προκειμένου να μπορέσουμε να κινηθούμε μέσα στον κόσμο των οσμών.
Το είδος μας δεν έχει σχεδόν καμιά επίγνωση ορισμένων άλλης φύσης ερεθισμάτων αν δεν χρησιμοποιήσουμε ειδικές συσκευές. Ανιχνεύουμε το ηλεκτρικό ρεύμα μόνο μέσω ενός μυρμηγκιάσματος, ενός τινάγματος ή μιας αναλαμπής φωτός. Αντιθέτως, υπάρχει ένα πλήθος από χέλια, γατόψαρα και ελεφαντόψαρα, τα οποία ζουν σε λασπώδη νερά, στερημένα, από όραση, βιώνοντας έναν γαλβανικό κόσμο. Παράγουν ηλεκτρικά πεδία γύρω από το σώμα τους, με τον μυϊκό ιστό του κορμού τους να έχει μετατραπεί από την εξέλιξη σε βιολογική μπαταρία. Με τη βοήθεια ηλεκτρικών σκιών στο μοτίβο των ηλεκτρικών φορτίων, τα ψάρια αποφεύγουν εμπόδια, εντοπίζουν τη λεία τους και επικοινωνούν με άλλα άτομα του ίδιου είδους. Ένα ακόμη τμήμα του περιβάλλοντος που βρίσκεται πέρα από τις αισθήσεις μας είναι το μαγνητικό πεδίο της Γης, το οποίο χρησιμοποιούν ορισμένα μεταναστευτικά πτηνά ως οδηγό στα μακρινά ταξίδια τους.
Η εξερεύνηση των συνεχών επιτρέπει στην ανθρωπότητα να μετρά τις διαστάσεις του πραγματικού Κόσμου από τις άπειρες κλίμακες μεγέθους, απόστασης και ποσότητας εντός των οποίων υπάρχουμε εμείς και ο μικρός μας πλανήτης. Η επιστημονική προσπάθεια μας δείχνει πού να ψάξουμε για απρόσμενα φαινόμενα και πώς να αντιληφθούμε ολόκληρη την πραγματικότητα μέσω ενός μετρήσιμου εξηγητικού δικτύου αιτιών και αποτελεσμάτων. Γνωρίζοντας τη θέση κάθε φαινομένου στα σχετικά συνεχή —τα σχετικά συνεχή στην καθημερινή γλώσσα είναι η μεταβλητή κάθε συστήματος— έχουμε μάθει τη χημεία της επιφάνειας του Άρη, γνωρίζουμε κατά προσέγγιση πώς και πότε περπάτησαν τα πρώτα τετράποδα στη στεριά, μπορούμε να προβλέψουμε τις συνθήκες τόσο στο απειροελάχιστα μικρό όσο και στο απείρως μεγάλο μέσω της ενοποιημένης θεωρίας της φυσικής, μπορούμε να παρατηρήσουμε την αιματική ροή και τα λειτουργούντα νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο όταν σκεφτόμαστε. Στο μέλλον, κατά πάσαν πιθανότητα όχι μακρύτερα από μερικές δεκαετίες, θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε τη σκοτεινή ύλη του Σύμπαντος, την προέλευση της ζωής στη Γη και την υλική βάση της ανθρώπινης συνείδησης ενόσω αλλάζουμε διαθέσεις και σκέψεις. Βλέπουμε το αόρατο, ζυγίζουμε το απειροελάχιστο.
Σε τι αφορά, λοιπόν, αυτή η εκρηκτική αύξηση της επιστημονικής γνώσης τις ανθρωπιστικές σπουδές; Στα πάντα. Η επιστήμη και η τεχνολογία αποκαλύπτουν με αυξανόμενη ακρίβεια τη θέση της ανθρωπότητας εδώ στη Γη και ακόμη πιο πέρα, στον Κόσμο ως όλον. Καταλαμβάνουμε έναν μικροσκοπικό χώρο σε καθένα από τα σχετικά συνεχή που θα μπορούσαν να έχουν παραγάγει ένα είδος με ευφυΐα ανάλογη του ανθρώπου οπουδήποτε, εδώ και σε άλλους πλανήτες. Τα προγονικά μας είδη, αν τα παρακολουθήσουμε πίσω στον χρόνο μέσω μιας σειράς όλο και πιο πρωτόγονων μορφών ζωής, είναι όλα τυχεροί νικητές λαχείου που βρήκαν τυχαία τον δρόμο τους μέσα στον λαβύρινθο της εξέλιξης.
Είμαστε ένα πολύ ιδιαίτερο είδος, ίσως το περιούσιο είδος αν προτιμάτε, αλλά οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν μπορούν να εξηγήσουν από μόνες τους γιατί συμβαίνει αυτό. Ούτε καν θέτουν το ερώτημα με τρόπο που να μπορεί να απαντηθεί. Περιορισμένες σε ένα μικρό πλαίσιο επίγνωσης, ασχολούνται με τα ελάχιστα τμήματα των συνεχών που γνωρίζουν, τα επεξεργάζονται λεπτομερώς και επανειλημμένως, σε ατέλειωτες μεταθέσεις. Τα τμήματα αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να εξετάσουν την προέλευση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών μας —τα πανίσχυρα ένστικτά μας, τη μέτρια ευφυΐα μας, την επικίνδυνα περιορισμένη σοφία μας, ακόμη και, όπως θα επιμείνουν οι επικριτές, την ύβρη της επιστήμης μας.
Ο πρώτος Διαφωτισμός ξεκίνησε πριν από τέσσερις και πλέον αιώνες, όταν η επιστήμη και οι ανθρωπιστικές σπουδές βρίσκονταν ακόμη σε πρωτόλεια κατάσταση για να κάνουν τη συμβίωσή τους να μοιάζει εφικτή. Κατέστη δυνατός με το άνοιγμα των παγκόσμιων θαλάσσιων οδών από τη δυτική Ευρώπη στα τέλη του 15ου αιώνα και μετά. Ο περίπλους της Αφρικής και η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου οδήγησαν σε καινούργιους, παγκόσμιους εμπορικούς δρόμους και επέκτειναν τις πολεμικές κατακτήσεις. Η νέα, παγκόσμια επικοινωνία ήταν το σημείο καμπής στην ιστορία που έδωσε πρωτεύουσα αξία στη γνώση και στην επινόηση. Σήμερα έχουμε ξεκινήσει έναν νέο κύκλο εξερεύνησης —απείρως πλουσιότερο, κατ’ αντιστοιχίαν πιο δύσκολο και, όχι τυχαία, όλο και περισσότερο ανθρωπιστικό. Είναι μέσα στις δυνάμεις των ανθρωπιστικών σπουδών και των σοβαρών τεχνών εντός αυτών να εκφράσουν την ύπαρξή μας με τρόπους που να αρχίζουν επιτέλους να πραγματοποιούν τα όνειρα του Διαφωτισμού.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τσέκαρε με ένα απλό τεστ εάν τα αυγά σου είναι φρέσκα!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ