2017-11-26 00:22:09
ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΛΩΡΑ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ανησυχία εκφράζει η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή «για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων», καθώς αυτά συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη.
Η άποψη διατυπώνεται στην έκθεση του Γραφείου επί του σχεδίου του προϋπολογισμού, ενώ την υποστήριξε χθες και ο συντονιστής του Γραφείου Παναγιώτης Λιαργκόβας, μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Διευκρινίζοντας ότι το Γραφείο «θέλει να συνεισφέρει στην προσπάθεια της κυβέρνησης και όχι να ασκήσει κριτική», ο κ. Λιαργκόβας υποστήριξε: «Η επιδίωξη πλεονασμάτων παραπάνω απ’ όσο χρειάζονται, δηλαδή η επιδίωξη μεγαλύτερης λιτότητας, δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά και εν γένει στην οικονομική δραστηριότητα.
Και όσο επιδιώκουμε μεγαλύτερα πλεονάσματα μέσω αυξημένης φορολογίας, παγώματος των δημοσίων επενδύσεων και περικοπής δαπανών, τόσο μικρότερος είναι τελικά ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό στην πρόβλεψη για χαμηλή φετινή ανάπτυξη με ταυτόχρονη υπερ-απόδοση του πλεονάσματος».
Από την άλλη πλευρά, το Γραφείο αναγνωρίζει ότι το υπερπλεόνασμα επηρεάζει τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπει στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν πολιτική προτεραιότητα για την ίδια και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του μνημονίου.
Σημειώνει, όμως, πως, όταν την ίδια ώρα ενισχύεται η αναλογία των έμμεσων προς άμεσους φόρους, καταργούνται οι μειωμένοι συντελεστές στα νησιά και μειώνεται το επίδομα θέρμανσης, εξασθενίζει το κυβερνητικό επιχείρημα υπέρ της κοινωνικής διάστασης του υπερπλεονάσματος.
Το Γραφείο επαναφέρει, εξάλλου, την άποψη υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, υποστηρίζοντας ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτόν και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ.
Επιφυλάξεις διατυπώνει το Γραφείο ως προς την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,5% το 2018, την οποία χαρακτηρίζει αρκετά αισιόδοξη. Ιδιαίτερα διατυπώνονται ερωτήματα για την προβλεπόμενη εντυπωσιακή αύξηση των επενδύσεων κατά 11,4%, η οποία εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει 1,4 ποσοστιαίες μονάδες στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης. Εμμέσως πλην σαφώς η έκθεση κάνει αναφορά στις εξελίξεις στην Eldorado και στο Ελληνικό, σημειώνοντας ότι «γεγονότα της επικαιρότητας κυρίως κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 συσκοτίζουν τις φιλόδοξες προοπτικές, αναδεικνύοντας την ανάγκη για σημαντική περαιτέρω προσπάθεια στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος πραγματικά φιλικού για τις επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με το Γραφείο, το σχέδιο του προϋπολογισμού «συνεχίζει τη φοροκεντρική προσαρμογή για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος», κάτι που –όπως έχει επισημάνει και στο παρελθόν– «δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, περιορίζοντας τις προοπτικές της».
«Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών, αντί αυξήσεων φόρων, θα ήταν πιθανόν περισσότερο υποστηρικτικές προς την ανάπτυξη», αναφέρει, «το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς)».
«Ομως», συνεχίζει, «οι ενδεχόμενες αναδιανεμητικές πτυχές του προϋπολογισμού μπορούν κατ’ αρχάς να ευνοήσουν την ιδιωτική κατανάλωση και κατ’ επέκταση να περιορίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις».
medispin
Ανησυχία εκφράζει η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή «για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων», καθώς αυτά συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη.
Η άποψη διατυπώνεται στην έκθεση του Γραφείου επί του σχεδίου του προϋπολογισμού, ενώ την υποστήριξε χθες και ο συντονιστής του Γραφείου Παναγιώτης Λιαργκόβας, μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Διευκρινίζοντας ότι το Γραφείο «θέλει να συνεισφέρει στην προσπάθεια της κυβέρνησης και όχι να ασκήσει κριτική», ο κ. Λιαργκόβας υποστήριξε: «Η επιδίωξη πλεονασμάτων παραπάνω απ’ όσο χρειάζονται, δηλαδή η επιδίωξη μεγαλύτερης λιτότητας, δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά και εν γένει στην οικονομική δραστηριότητα.
Και όσο επιδιώκουμε μεγαλύτερα πλεονάσματα μέσω αυξημένης φορολογίας, παγώματος των δημοσίων επενδύσεων και περικοπής δαπανών, τόσο μικρότερος είναι τελικά ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό στην πρόβλεψη για χαμηλή φετινή ανάπτυξη με ταυτόχρονη υπερ-απόδοση του πλεονάσματος».
Από την άλλη πλευρά, το Γραφείο αναγνωρίζει ότι το υπερπλεόνασμα επηρεάζει τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπει στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν πολιτική προτεραιότητα για την ίδια και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του μνημονίου.
Σημειώνει, όμως, πως, όταν την ίδια ώρα ενισχύεται η αναλογία των έμμεσων προς άμεσους φόρους, καταργούνται οι μειωμένοι συντελεστές στα νησιά και μειώνεται το επίδομα θέρμανσης, εξασθενίζει το κυβερνητικό επιχείρημα υπέρ της κοινωνικής διάστασης του υπερπλεονάσματος.
Το Γραφείο επαναφέρει, εξάλλου, την άποψη υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, υποστηρίζοντας ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτόν και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ.
Επιφυλάξεις διατυπώνει το Γραφείο ως προς την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,5% το 2018, την οποία χαρακτηρίζει αρκετά αισιόδοξη. Ιδιαίτερα διατυπώνονται ερωτήματα για την προβλεπόμενη εντυπωσιακή αύξηση των επενδύσεων κατά 11,4%, η οποία εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει 1,4 ποσοστιαίες μονάδες στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης. Εμμέσως πλην σαφώς η έκθεση κάνει αναφορά στις εξελίξεις στην Eldorado και στο Ελληνικό, σημειώνοντας ότι «γεγονότα της επικαιρότητας κυρίως κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 συσκοτίζουν τις φιλόδοξες προοπτικές, αναδεικνύοντας την ανάγκη για σημαντική περαιτέρω προσπάθεια στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος πραγματικά φιλικού για τις επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με το Γραφείο, το σχέδιο του προϋπολογισμού «συνεχίζει τη φοροκεντρική προσαρμογή για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος», κάτι που –όπως έχει επισημάνει και στο παρελθόν– «δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, περιορίζοντας τις προοπτικές της».
«Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών, αντί αυξήσεων φόρων, θα ήταν πιθανόν περισσότερο υποστηρικτικές προς την ανάπτυξη», αναφέρει, «το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς)».
«Ομως», συνεχίζει, «οι ενδεχόμενες αναδιανεμητικές πτυχές του προϋπολογισμού μπορούν κατ’ αρχάς να ευνοήσουν την ιδιωτική κατανάλωση και κατ’ επέκταση να περιορίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις».
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα 8 εισπρακτικά μέτρα του 2018 - οι μεγάλοι χαμένοι
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάει για το 2018 ο συμψηφισμός στις εισφορές του ΕΦΚΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ