2017-12-02 22:34:16
Με το «Αλφαβίλ» («Alphaville»), γυρισμένο το 1965, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ φθάνει στο απόγειο των φορμαλιστικών ακροβασιών που εγκαινίασε το 1959 με την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά, το εμβληματικό «Με Κομμένη την Ανάσα», και καλλιέργησε ακολούθως με ταινίες όπως τον «Μικρό Στρατιώτη», το «Ζούσε τη Ζωή της» ή την «Περιφρόνηση». Ο στυλοβάτης της γαλλικής νουβέλ βαγκ, που δεν έπαψε να αποδομεί εκ των έσω την κινηματογραφική γλώσσα και να τινάζει στον αέρα την ακαδημαϊκή αφήγηση μεταποιώντας τυπικά σχήματα και μοτίβα ταινιών είδους σε παιγνιώδη οπτικό-φιλοσοφικά δοκίμια, δουλεύει εδώ με άκρως ετερογενή υλικά για να συνθέσει το πιο παράδοξο sci-fi στην ιστορία του μεταμοντέρνου σινεμά.
Στο «Αλφαβίλ», ο μυστικός πράκτορας Λέμι Κόσιον φτάνει στην ομότιτλη διαστημική πόλη αναζητώντας έναν συνάδελφό του που βρισκόταν στα ίχνη ενός επικίνδυνου επιστήμονα. Παριστάνοντας τον δημοσιογράφο, ανακαλύπτει ότι η πόλη εξουσιάζεται από έναν πανίσχυρο υπολογιστή, κατασκευασμένο από τον καθηγητή. Αφού γνωρίζει την κόρη του τελευταίου, βρίσκει τον αγνοούμενο πράκτορα να αργοπεθαίνει σε ένα ξενοδοχείο-φυλακή και οδηγείται τελικά στο λημέρι του δυνάστη, όπου και θα πληροφορηθεί για τα ολέθρια σχέδιά του.
Ηδη από την παραπάνω σύνοψη γνωστοποιείται η ετερογένεια των εντελώς πρώτων υλών. Ο πράκτωρ Λέμι Κόσιον είναι ντετέκτιβ της βρετανικής παραφιλολογίας, ο ήρωας μιας σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων του Πίτερ Τσέινι, τα οποία είχαν γαλλοποιηθεί στα χρόνια του ’50 σε ταινίες με πρωταγωνιστή τον Εντί Κονσταντίν. Ο Γκοντάρ παίρνει και τους δύο, και τον Κόσιον και τον Κονσταντίν, και τους στέλνει στο… υπερπέραν, εμβολιάζοντας έτσι με στοιχεία μελλοντολογικού θρίλερ μια νουάρ ιστορία. Τόλμημα πρωτόγνωρο για την εποχή, που επρόκειτο να επηρεάσει πολλές μετέπειτα γενιές καλλιτεχνών, μεταξύ άλλων και τους Φίλιπ Κ. Ντικ και Ρίντλεϊ Σκοτ του «Blade Runner».
Ακόμη πιο βροντερή, όμως, είναι η παραδοξολογία στο επόμενο επίπεδο, στο καθεαυτό φιλμικό της επεξεργασίας και της συνάρθρωσης των επιμέρους υλικών. Το αστυνομικό μυστήριο είναι εκεί, αλλά το ξετύλιγμά του, σχεδόν ασυνεχές, φανερώνει έναν δημιουργό που ουδόλως ενδιαφέρεται για την «πλοκή» ή τη «λύση». Η γυναίκα –η κόρη του επιστήμονα (Αννα Καρίνα)– είναι μοιραία, όμως ιδέα δεν έχει για το τι σημαίνει μοίρα και κανένα νήμα δεν κινεί, αφού αγνοεί οποιαδήποτε έννοια συναισθήματος, ως έρμαιο της κλινικά παγερής, στυγνά τεχνοκρατικής, βουτηγμένης στο νέον κοινωνίας που την ανέθρεψε. Ο χρόνος δράσης είναι το μέλλον και ο χώρος μια διαστημική πόλη, ωστόσο όλα τα εξωτερικά του φιλμ είναι τοποθετημένα στο Παρίσι του 1965, χωρίς τη συνεπικουρία κανενός τεχνητού ντεκόρ, ενώ ακόμα και τα εσωτερικά, σε γραφεία και διαμερίσματα, παραπέμπουν στην εποχή του γυρίσματος.
Το μέλλον είναι ήδη εδώ, λέει σπαραχτικά ο Γκοντάρ, στο ρομποτικό, απρόσωπο, μαζοποιημένο σήμερα της συνθλιμμένης ανθρώπινης επικοινωνίας και της επώδυνης ασυνεννοησίας – μόνιμα θέματα του αμετανόητα αλληγορικού σινεμά του. Και ο μόνος τρόπος να παλέψουμε για την ανατροπή της απάνθρωπης συνθήκης είναι η αγάπη, τούτο το πέρα και πάνω από κάθε επιβεβλημένο κανόνα συναίσθημα, μοιάζει ποιητικά να προσθέτει, με την ελπίδα που έτρεφε τότε την ιδεολογία του, πριν αυτή εκραγεί σε πράξη τον Μάη του ’68, για να ατονήσει κλιμακωτά στη συνέχεια, μέχρι την πλήρη απογοήτευση και την απελπισία που τον κατέβαλαν τις επόμενες δεκαετίες, και τον κατατρύχουν ακόμα, στα 87 του.
Πηγή
Tromaktiko
Στο «Αλφαβίλ», ο μυστικός πράκτορας Λέμι Κόσιον φτάνει στην ομότιτλη διαστημική πόλη αναζητώντας έναν συνάδελφό του που βρισκόταν στα ίχνη ενός επικίνδυνου επιστήμονα. Παριστάνοντας τον δημοσιογράφο, ανακαλύπτει ότι η πόλη εξουσιάζεται από έναν πανίσχυρο υπολογιστή, κατασκευασμένο από τον καθηγητή. Αφού γνωρίζει την κόρη του τελευταίου, βρίσκει τον αγνοούμενο πράκτορα να αργοπεθαίνει σε ένα ξενοδοχείο-φυλακή και οδηγείται τελικά στο λημέρι του δυνάστη, όπου και θα πληροφορηθεί για τα ολέθρια σχέδιά του.
Ηδη από την παραπάνω σύνοψη γνωστοποιείται η ετερογένεια των εντελώς πρώτων υλών. Ο πράκτωρ Λέμι Κόσιον είναι ντετέκτιβ της βρετανικής παραφιλολογίας, ο ήρωας μιας σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων του Πίτερ Τσέινι, τα οποία είχαν γαλλοποιηθεί στα χρόνια του ’50 σε ταινίες με πρωταγωνιστή τον Εντί Κονσταντίν. Ο Γκοντάρ παίρνει και τους δύο, και τον Κόσιον και τον Κονσταντίν, και τους στέλνει στο… υπερπέραν, εμβολιάζοντας έτσι με στοιχεία μελλοντολογικού θρίλερ μια νουάρ ιστορία. Τόλμημα πρωτόγνωρο για την εποχή, που επρόκειτο να επηρεάσει πολλές μετέπειτα γενιές καλλιτεχνών, μεταξύ άλλων και τους Φίλιπ Κ. Ντικ και Ρίντλεϊ Σκοτ του «Blade Runner».
Ακόμη πιο βροντερή, όμως, είναι η παραδοξολογία στο επόμενο επίπεδο, στο καθεαυτό φιλμικό της επεξεργασίας και της συνάρθρωσης των επιμέρους υλικών. Το αστυνομικό μυστήριο είναι εκεί, αλλά το ξετύλιγμά του, σχεδόν ασυνεχές, φανερώνει έναν δημιουργό που ουδόλως ενδιαφέρεται για την «πλοκή» ή τη «λύση». Η γυναίκα –η κόρη του επιστήμονα (Αννα Καρίνα)– είναι μοιραία, όμως ιδέα δεν έχει για το τι σημαίνει μοίρα και κανένα νήμα δεν κινεί, αφού αγνοεί οποιαδήποτε έννοια συναισθήματος, ως έρμαιο της κλινικά παγερής, στυγνά τεχνοκρατικής, βουτηγμένης στο νέον κοινωνίας που την ανέθρεψε. Ο χρόνος δράσης είναι το μέλλον και ο χώρος μια διαστημική πόλη, ωστόσο όλα τα εξωτερικά του φιλμ είναι τοποθετημένα στο Παρίσι του 1965, χωρίς τη συνεπικουρία κανενός τεχνητού ντεκόρ, ενώ ακόμα και τα εσωτερικά, σε γραφεία και διαμερίσματα, παραπέμπουν στην εποχή του γυρίσματος.
Το μέλλον είναι ήδη εδώ, λέει σπαραχτικά ο Γκοντάρ, στο ρομποτικό, απρόσωπο, μαζοποιημένο σήμερα της συνθλιμμένης ανθρώπινης επικοινωνίας και της επώδυνης ασυνεννοησίας – μόνιμα θέματα του αμετανόητα αλληγορικού σινεμά του. Και ο μόνος τρόπος να παλέψουμε για την ανατροπή της απάνθρωπης συνθήκης είναι η αγάπη, τούτο το πέρα και πάνω από κάθε επιβεβλημένο κανόνα συναίσθημα, μοιάζει ποιητικά να προσθέτει, με την ελπίδα που έτρεφε τότε την ιδεολογία του, πριν αυτή εκραγεί σε πράξη τον Μάη του ’68, για να ατονήσει κλιμακωτά στη συνέχεια, μέχρι την πλήρη απογοήτευση και την απελπισία που τον κατέβαλαν τις επόμενες δεκαετίες, και τον κατατρύχουν ακόμα, στα 87 του.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ