2017-12-04 16:09:49
Οι προτεινόμενες στρατηγικές κοινωνικής ασφάλισης και ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν. Το σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο, η γήρανση του πληθυσμού και τα παραδείγματα άλλων κρατών.
Τoυ Σάββα Γ. Ρομπόλη* - euro2day.gr
Η επικείμενη έξοδος από τα προγράμματα των Μνημονίων (Αύγουστος 2018) εντείνει τη δημόσια συζήτηση για το Ασφαλιστικό και την προοπτική του, μετά και τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ ότι ο προϋπολογισμός των Ασφαλιστικών Ταμείων αποκλίνει κατά 1,19 δισ. ευρώ (820 εκατ. ευρώ στο σκέλος των δαπανών και 370 εκατ. ευρώ στο σκέλος των εσόδων), γεγονός που σηματοδοτείπερικοπές, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2018-2021, στις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις.
Στις συνθήκες αυτές της σύνδεσης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στη χώρα μας, αναζητούνται εναλλακτικές στρατηγικές που θα οδηγήσουν το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στη μακροχρόνια βιωσιμότητα, ενόψει, μεταξύ των άλλων, των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων (γήρανση του πληθυσμού, baby booming).
Οι περισσότερες απ' αυτές τις προτάσεις που διατυπώνονται, επικεντρώνονται κυρίως στην αντιμετώπιση του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού, παραβλέποντας το γεγονός των νέων μορφών απασχόλησης που αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό, καθώς και των νέων τεχνολογιών του αυτοματισμού, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες προτάσεις εστιάζονται στα συστήματα που εφάρμοσαν άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Σουηδία, Βαλτικές χώρες κ.ά., χωρίς να εξετάζεται ούτε το οικονομικό περιβάλλον αυτών των χωρών σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδας, αλλά ούτε και η αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος αυτών των χωρών, ώστε να αξιολογηθεί εάν είναι οικονομικά βιώσιμο και κοινωνικά αποτελεσματικό, προκειμένου να εφαρμοστεί και στη χώρα μας ή όχι.
Η Διεθνής Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης (ISSA) συνιστά στα κράτη ότι οι βασικές αρχές μίας στρατηγικής κατεύθυνσης που απαιτείται να έχει μία κοινωνική και βιώσιμη κοινωνικο-ασφαλιστική παρέμβαση πρέπει να είναι οι εξής:
α) βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, αλλά και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, β)επιδράσεις στην οικονομία, γ) επάρκεια των παροχών και ζητήματα που αφορούν την αναδιανομή του εισοδήματος και δ) πολιτικός κίνδυνος και πολιτική σταθερότητα.
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα που επιλέγονται για την οργάνωση και την παροχή των συνταξιοδοτικών παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται, κατά βάση, σε διανεμητικά και σε κεφαλαιοποιητικά, είτε με καθορισμένες παροχές, είτε με καθορισμένες εισφορές. Υπάρχουν και συνδυασμοί των προηγούμενων συστημάτων (υβριδικά συστήματα) όπως το σύστημα των καθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC).
Στα συστήματα καθορισμένων παροχών, η τελική παροχή του ασφαλισμένου καθορίζεται με μαθηματικό τύπο σε συνάρτηση με τον μισθό και τα έτη ασφάλισης, ενώ με το σύστημα των καθορισμένων εισφορών, η παροχή εξαρτάται από το ύψος της επενδυτικής απόδοσης.
Επίσης στην πρώτη περίπτωση, τον κίνδυνο του γήρατος τον αναλαμβάνει το κράτος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται στον συνταξιούχο (ατομικά).
Στη δημόσια συζήτηση (επιστημονική, πολιτική, κοινωνική) που διεξάγεται στη χώρα μας, προτείνεται η διατήρηση της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως έχει διαμορφωθεί με τις μνημονιακές πολιτικές της περιόδου 2010-2021 και επιπλέον διατυπώνεται η πρόταση της πλήρους αναμόρφωσης της επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να καταλήξει σταδιακά σ’ ένα περισσότερο ευέλικτο σύστημα και με δυνατότητα επιλογών:
α) μίας επικουρικής ασφάλισης για όλους και με κίνητρο συμμετοχής,
β) κεφαλαιοποίησης των εισφορών των νέων ασφαλισμένων, ώστε οι εισφορές να αποκτήσουν χαρακτήρα αποταμίευσης, και
γ) ενοποίησης των εισφορών της επικουρικής και της εφάπαξ παροχής σε μία ενιαία εισφορά, με καταγραφή στον ατομικό λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου.
Με άλλα λόγια, στην πρόταση αυτή διακρίνει κανείς μία ιδιαίτερη έμφαση στην ατομικότητα, την ιδιωτικοποίηση και την εξατομίκευση της επικουρικής ασφάλισης και της εφάπαξ παροχής.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η διανεμητικότητα (εθνική σύνταξη) της κοινωνικής ασφάλισης περιορίζεται στο 25%-30% και η υπερ-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (μη προσδιορισμένες παροχές) περιορίζεται στο 70%-75%, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι 30% και τα δανεμητικά-κοινωνικά στοιχεία είναι 70%.
Επίσης στη δημόσια συζήτηση διατυπώνεται μία άλλη πρόταση, η οποία προτείνει επιπλέον του νομοθετικού - θεσμικού πλαισίου των πρόσφατων (2010 - 2021) κοινωνικο-ασφαλιστικών παρεμβάσεων, την περαιτέρω κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, με την εφαρμογή του συστήματος των ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης (Σουηδία, Ιταλία, Βαλτικές χώρες) και στις κύριες συντάξεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, στη Σουηδία ασκείται έντονη κριτική για την αποτελεσματικότητα του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης που εφαρμόστηκε πριν από δύο δεκαετίες.
Πιο συγκεκριμένα, η κριτική αυτή εστιάζεται στην κατάργηση της έννοιας της αλληλεγγύης στην κοινωνική ασφάλιση καθώς και στην επάρκεια των παροχών(βιοτικό επίπεδο συνταξιούχων), δεδομένου ότι οι αυτόματοι σταθεροποιητές που εφαρμόζονται στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης επικεντρώνονται αποκλειστικά στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, παραβλέποντας το ύψος των παροχών.
Έτσι, ασφαλισμένοι οι οποίοι στον εργασιακό τους βίο αντιμετώπισαν χαμηλό επίπεδο μισθών και ευελιξία της απασχόλησης λαμβάνουν πολύ μικρή σύνταξη. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η στρατηγική επιλογή του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης απομακρύνει την κοινωνική ασφάλιση από τις θεμελιώδεις αρχές της, μετατρέποντας το κοινωνικο-ασφαλιστικό δικαίωμα σε ατομική απόδοση, κατευθύνοντας παράλληλα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στις αποδόσεις και στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Ειδικότερα, το σοβαρότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, μίας τέτοιας παρέμβασης στο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι το κόστος μετάβασης από το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών στους ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC), σε συνδυασμό με την επιβάρυνση που θα επιφορτισθούν τόσο τα δημόσια οικονομικά της χώρας, όσο και η γενιά της μετάβασης.
Το προτεινόμενο σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια σύνταξη δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού γιατί και πάλι με τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων πληρώνονται οι συντάξεις των συνταξιούχων. Η χρήση των «ραντών» αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μακροζωίας, αλλά όχι το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού.
Η γήρανση του πληθυσμού αλλάζει τη δομή του πληθυσμού μιας χώρας και επηρεάζει το εργατικό δυναμικό και το πλήθος των εργαζομένων, που με τις εισφορές τους πληρώνονται οι συντάξεις των συνταξιούχων.
Έτσι, από τη στιγμή που το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, το πρόβλημα θα παραμένει. Απλά, μεταφέρεται από το κράτος στον ασφαλισμένο και αυτό γιατί ο ασφαλισμένος κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής του μπορεί η παροχή που θα λάβει να είναι μικρότερη και από τις εισφορές που θα έχει καταβάλει.
Κι αυτό γιατί εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα. Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος και στην κύρια σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές προβολές, τη γήρανση του πληθυσμού και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, θα οδηγήσει σε μία μέση κύρια σύνταξη περίπου στα 250 ευρώ (μεικτά) τον μήνα.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η οποία προσάδει περισσότερο με πρόταση ασφαλιστικού marketing και λιγότερο με πρόταση μεταρρύθμισης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, θα καταργηθεί η εθνική σύνταξη που χρηματοδοτεί το κράτος από τη φορολογία καθώς και η διανεμητικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για να αντικατασταθεί από μια μικρότερη σύνταξη που θα υπόκειται στον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού και των οικονομικών κύκλων.
Αυτό το ποσό θα συμπληρώνεται από μία υποχρεωτική επικουρική σύνταξη κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, το ύψος της οποίας θα προσεγγίζει τα 250 ευρώ (μεικτά), με 6% συνολικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και το επίπεδό της θα εξαρτάται από την απόδοση των επενδύσεων και τους κινδύνους των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών. Άρα, το συνολικό ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης δεν θα ξεπερνάει τα 500 ευρώ (μεικτά) τον μήνα,καταργώντας κάθε χρηματοδότηση, κάθε διανεμητικότητα και κάθε εγγύηση του κράτους.
Επίσης, ο ισχυρισμός της συγκεκριμένης πρότασης ότι η μείωση των εισφορών στο 10% θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας δεν επιβεβαιώνεται και αυτό γιατί τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για αυτές τις προβλέψεις έχουν μια σημαντική παράληψη, η οποία συνίσταται στον δημογραφικό παράγοντα.
Mε άλλα λόγια, στα υποδείγματα αυτά εισάγονται παραδοχές οι οποίες στηρίζονται σε ιστορικές παρατηρήσεις παραγόντων που συσχετίζονται μεταξύ τους, αγνοώντας τη δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι εύληπτο με τον πιο σαφή τρόπο, ότι η κοινωνική ασφάλιση θα πρέπει να λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα των καθορισμένων παροχών και να στηρίζεται στις βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης που είναι η αλληλεγγύη των γενεών, η ισότητα των μελών και η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία διατηρούν τον βασικό πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης, εφαρμόζοντας το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, πραγματοποιώντας παραμετρικές αλλαγές, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προσαρμογή στη γήρανση του πληθυσμού.
Συμπερασματικά, η εφαρμογή του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια ασφάλιση δεν θα λύσει το συνταξιοδοτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας.
Αντίθετα, θα το οξύνει οικονομικά και κοινωνικά και αυτό γιατί πρώτον, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το μεγάλο κόστος μετάβασης, το οποίο θα το επωμιστούν οι φορολογούμενοι πολίτες, δηλαδή οι νέες γενιές, δεύτερον, δεν αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού και τρίτον, δεν παρέχεται ένα υψηλότερο επίπεδο παροχών στους ασφαλισμένους συγκριτικά με το ισχύον σύστημα της κύριας ασφάλισης. Η κύρια διαφορά του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης με το σύστημα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης είναι ότι το κράτος δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απέναντι στον ασφαλισμένο (δεν παρέχει καμία χρηματοδότηση) και ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο.
Τέλος, ένα τέτοιο σύστημα ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης αποτελεί μια μη ορθολογική επιλογή κοινωνικής ασφάλισης για ένα νέο εργαζόμενο, σε σύγκριση τόσο με το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, όσο και με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κι αυτό γιατί αυτοί που θα συνταξιοδοτηθούν στην αρχή του νέου συστήματος θα λάβουν μεγαλύτερη παροχή συγκριτικά με αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν μελλοντικά.
Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που πρωτοασφαλίστηκε το 1995 και θα εισέλθει στο νέο σύστημα με 22 έτη προϋπηρεσία, θα λάβει τουλάχιστον 15% υψηλότερη παροχή σε σχέση με κάποιον που θα ασφαλιστεί για πρώτη φορά το 2015, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Αντίθετα, ένα διανεμητικό σύστημα μπορεί να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο όπως και ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό, εφόσον υπάρχει συνεχής αναλογιστική αποτίμηση, η οποία θα εξασφαλίζει ότι η περίοδος της συνταξιοδότησης είναι ανάλογη της περιόδου καταβολής των εισφορών των εργαζομένων/ εργοδοτών και του κράτους.
*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.
medispin
Τoυ Σάββα Γ. Ρομπόλη* - euro2day.gr
Η επικείμενη έξοδος από τα προγράμματα των Μνημονίων (Αύγουστος 2018) εντείνει τη δημόσια συζήτηση για το Ασφαλιστικό και την προοπτική του, μετά και τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ ότι ο προϋπολογισμός των Ασφαλιστικών Ταμείων αποκλίνει κατά 1,19 δισ. ευρώ (820 εκατ. ευρώ στο σκέλος των δαπανών και 370 εκατ. ευρώ στο σκέλος των εσόδων), γεγονός που σηματοδοτείπερικοπές, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2018-2021, στις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις.
Στις συνθήκες αυτές της σύνδεσης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στη χώρα μας, αναζητούνται εναλλακτικές στρατηγικές που θα οδηγήσουν το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στη μακροχρόνια βιωσιμότητα, ενόψει, μεταξύ των άλλων, των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων (γήρανση του πληθυσμού, baby booming).
Οι περισσότερες απ' αυτές τις προτάσεις που διατυπώνονται, επικεντρώνονται κυρίως στην αντιμετώπιση του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού, παραβλέποντας το γεγονός των νέων μορφών απασχόλησης που αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό, καθώς και των νέων τεχνολογιών του αυτοματισμού, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες προτάσεις εστιάζονται στα συστήματα που εφάρμοσαν άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Σουηδία, Βαλτικές χώρες κ.ά., χωρίς να εξετάζεται ούτε το οικονομικό περιβάλλον αυτών των χωρών σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδας, αλλά ούτε και η αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος αυτών των χωρών, ώστε να αξιολογηθεί εάν είναι οικονομικά βιώσιμο και κοινωνικά αποτελεσματικό, προκειμένου να εφαρμοστεί και στη χώρα μας ή όχι.
Η Διεθνής Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης (ISSA) συνιστά στα κράτη ότι οι βασικές αρχές μίας στρατηγικής κατεύθυνσης που απαιτείται να έχει μία κοινωνική και βιώσιμη κοινωνικο-ασφαλιστική παρέμβαση πρέπει να είναι οι εξής:
α) βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, αλλά και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, β)επιδράσεις στην οικονομία, γ) επάρκεια των παροχών και ζητήματα που αφορούν την αναδιανομή του εισοδήματος και δ) πολιτικός κίνδυνος και πολιτική σταθερότητα.
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα που επιλέγονται για την οργάνωση και την παροχή των συνταξιοδοτικών παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται, κατά βάση, σε διανεμητικά και σε κεφαλαιοποιητικά, είτε με καθορισμένες παροχές, είτε με καθορισμένες εισφορές. Υπάρχουν και συνδυασμοί των προηγούμενων συστημάτων (υβριδικά συστήματα) όπως το σύστημα των καθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC).
Στα συστήματα καθορισμένων παροχών, η τελική παροχή του ασφαλισμένου καθορίζεται με μαθηματικό τύπο σε συνάρτηση με τον μισθό και τα έτη ασφάλισης, ενώ με το σύστημα των καθορισμένων εισφορών, η παροχή εξαρτάται από το ύψος της επενδυτικής απόδοσης.
Επίσης στην πρώτη περίπτωση, τον κίνδυνο του γήρατος τον αναλαμβάνει το κράτος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται στον συνταξιούχο (ατομικά).
Στη δημόσια συζήτηση (επιστημονική, πολιτική, κοινωνική) που διεξάγεται στη χώρα μας, προτείνεται η διατήρηση της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως έχει διαμορφωθεί με τις μνημονιακές πολιτικές της περιόδου 2010-2021 και επιπλέον διατυπώνεται η πρόταση της πλήρους αναμόρφωσης της επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να καταλήξει σταδιακά σ’ ένα περισσότερο ευέλικτο σύστημα και με δυνατότητα επιλογών:
α) μίας επικουρικής ασφάλισης για όλους και με κίνητρο συμμετοχής,
β) κεφαλαιοποίησης των εισφορών των νέων ασφαλισμένων, ώστε οι εισφορές να αποκτήσουν χαρακτήρα αποταμίευσης, και
γ) ενοποίησης των εισφορών της επικουρικής και της εφάπαξ παροχής σε μία ενιαία εισφορά, με καταγραφή στον ατομικό λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου.
Με άλλα λόγια, στην πρόταση αυτή διακρίνει κανείς μία ιδιαίτερη έμφαση στην ατομικότητα, την ιδιωτικοποίηση και την εξατομίκευση της επικουρικής ασφάλισης και της εφάπαξ παροχής.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η διανεμητικότητα (εθνική σύνταξη) της κοινωνικής ασφάλισης περιορίζεται στο 25%-30% και η υπερ-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (μη προσδιορισμένες παροχές) περιορίζεται στο 70%-75%, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι 30% και τα δανεμητικά-κοινωνικά στοιχεία είναι 70%.
Επίσης στη δημόσια συζήτηση διατυπώνεται μία άλλη πρόταση, η οποία προτείνει επιπλέον του νομοθετικού - θεσμικού πλαισίου των πρόσφατων (2010 - 2021) κοινωνικο-ασφαλιστικών παρεμβάσεων, την περαιτέρω κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, με την εφαρμογή του συστήματος των ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης (Σουηδία, Ιταλία, Βαλτικές χώρες) και στις κύριες συντάξεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, στη Σουηδία ασκείται έντονη κριτική για την αποτελεσματικότητα του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης που εφαρμόστηκε πριν από δύο δεκαετίες.
Πιο συγκεκριμένα, η κριτική αυτή εστιάζεται στην κατάργηση της έννοιας της αλληλεγγύης στην κοινωνική ασφάλιση καθώς και στην επάρκεια των παροχών(βιοτικό επίπεδο συνταξιούχων), δεδομένου ότι οι αυτόματοι σταθεροποιητές που εφαρμόζονται στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης επικεντρώνονται αποκλειστικά στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, παραβλέποντας το ύψος των παροχών.
Έτσι, ασφαλισμένοι οι οποίοι στον εργασιακό τους βίο αντιμετώπισαν χαμηλό επίπεδο μισθών και ευελιξία της απασχόλησης λαμβάνουν πολύ μικρή σύνταξη. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η στρατηγική επιλογή του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης απομακρύνει την κοινωνική ασφάλιση από τις θεμελιώδεις αρχές της, μετατρέποντας το κοινωνικο-ασφαλιστικό δικαίωμα σε ατομική απόδοση, κατευθύνοντας παράλληλα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στις αποδόσεις και στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Ειδικότερα, το σοβαρότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, μίας τέτοιας παρέμβασης στο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι το κόστος μετάβασης από το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών στους ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC), σε συνδυασμό με την επιβάρυνση που θα επιφορτισθούν τόσο τα δημόσια οικονομικά της χώρας, όσο και η γενιά της μετάβασης.
Το προτεινόμενο σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια σύνταξη δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού γιατί και πάλι με τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων πληρώνονται οι συντάξεις των συνταξιούχων. Η χρήση των «ραντών» αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μακροζωίας, αλλά όχι το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού.
Η γήρανση του πληθυσμού αλλάζει τη δομή του πληθυσμού μιας χώρας και επηρεάζει το εργατικό δυναμικό και το πλήθος των εργαζομένων, που με τις εισφορές τους πληρώνονται οι συντάξεις των συνταξιούχων.
Έτσι, από τη στιγμή που το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, το πρόβλημα θα παραμένει. Απλά, μεταφέρεται από το κράτος στον ασφαλισμένο και αυτό γιατί ο ασφαλισμένος κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής του μπορεί η παροχή που θα λάβει να είναι μικρότερη και από τις εισφορές που θα έχει καταβάλει.
Κι αυτό γιατί εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα. Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος και στην κύρια σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές προβολές, τη γήρανση του πληθυσμού και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, θα οδηγήσει σε μία μέση κύρια σύνταξη περίπου στα 250 ευρώ (μεικτά) τον μήνα.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η οποία προσάδει περισσότερο με πρόταση ασφαλιστικού marketing και λιγότερο με πρόταση μεταρρύθμισης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, θα καταργηθεί η εθνική σύνταξη που χρηματοδοτεί το κράτος από τη φορολογία καθώς και η διανεμητικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για να αντικατασταθεί από μια μικρότερη σύνταξη που θα υπόκειται στον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού και των οικονομικών κύκλων.
Αυτό το ποσό θα συμπληρώνεται από μία υποχρεωτική επικουρική σύνταξη κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, το ύψος της οποίας θα προσεγγίζει τα 250 ευρώ (μεικτά), με 6% συνολικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και το επίπεδό της θα εξαρτάται από την απόδοση των επενδύσεων και τους κινδύνους των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών. Άρα, το συνολικό ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης δεν θα ξεπερνάει τα 500 ευρώ (μεικτά) τον μήνα,καταργώντας κάθε χρηματοδότηση, κάθε διανεμητικότητα και κάθε εγγύηση του κράτους.
Επίσης, ο ισχυρισμός της συγκεκριμένης πρότασης ότι η μείωση των εισφορών στο 10% θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας δεν επιβεβαιώνεται και αυτό γιατί τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για αυτές τις προβλέψεις έχουν μια σημαντική παράληψη, η οποία συνίσταται στον δημογραφικό παράγοντα.
Mε άλλα λόγια, στα υποδείγματα αυτά εισάγονται παραδοχές οι οποίες στηρίζονται σε ιστορικές παρατηρήσεις παραγόντων που συσχετίζονται μεταξύ τους, αγνοώντας τη δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι εύληπτο με τον πιο σαφή τρόπο, ότι η κοινωνική ασφάλιση θα πρέπει να λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα των καθορισμένων παροχών και να στηρίζεται στις βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης που είναι η αλληλεγγύη των γενεών, η ισότητα των μελών και η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία διατηρούν τον βασικό πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης, εφαρμόζοντας το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, πραγματοποιώντας παραμετρικές αλλαγές, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προσαρμογή στη γήρανση του πληθυσμού.
Συμπερασματικά, η εφαρμογή του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια ασφάλιση δεν θα λύσει το συνταξιοδοτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας.
Αντίθετα, θα το οξύνει οικονομικά και κοινωνικά και αυτό γιατί πρώτον, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το μεγάλο κόστος μετάβασης, το οποίο θα το επωμιστούν οι φορολογούμενοι πολίτες, δηλαδή οι νέες γενιές, δεύτερον, δεν αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού και τρίτον, δεν παρέχεται ένα υψηλότερο επίπεδο παροχών στους ασφαλισμένους συγκριτικά με το ισχύον σύστημα της κύριας ασφάλισης. Η κύρια διαφορά του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης με το σύστημα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης είναι ότι το κράτος δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απέναντι στον ασφαλισμένο (δεν παρέχει καμία χρηματοδότηση) και ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο.
Τέλος, ένα τέτοιο σύστημα ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης αποτελεί μια μη ορθολογική επιλογή κοινωνικής ασφάλισης για ένα νέο εργαζόμενο, σε σύγκριση τόσο με το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, όσο και με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κι αυτό γιατί αυτοί που θα συνταξιοδοτηθούν στην αρχή του νέου συστήματος θα λάβουν μεγαλύτερη παροχή συγκριτικά με αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν μελλοντικά.
Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που πρωτοασφαλίστηκε το 1995 και θα εισέλθει στο νέο σύστημα με 22 έτη προϋπηρεσία, θα λάβει τουλάχιστον 15% υψηλότερη παροχή σε σχέση με κάποιον που θα ασφαλιστεί για πρώτη φορά το 2015, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Αντίθετα, ένα διανεμητικό σύστημα μπορεί να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο όπως και ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό, εφόσον υπάρχει συνεχής αναλογιστική αποτίμηση, η οποία θα εξασφαλίζει ότι η περίοδος της συνταξιοδότησης είναι ανάλογη της περιόδου καταβολής των εισφορών των εργαζομένων/ εργοδοτών και του κράτους.
*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στα 200 δισ. ευρώ ο τζίρος από τα πλαστά φάρμακα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ