2017-12-05 08:27:25
Από τη Γερμανίδα ερωμένη του θρυλικού επαναστάτη στη Μυρτώ, από τη Φινλανδή κατάσκοπο στην κόρη του πανίσχυρου στρατηγού της Μοσάντ, και από τη Μελίνα Μερκούρη στη Σταρ Ελλάς Νταίζη Μαυράκη - Όλη η μυστική ζωή του Έλληνα Ζορμπά περνά μέσα από το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη προδημοσίευση του οποίου παρουσιάζει το «ΘΕΜΑ»
Δύο φίλοι, ιδανικοί συνωμότες, συνοδοιπόροι, εραστές του πάθους και της έμπνευσης: ο Μίμης και ο Μίκης. Ο συγγραφέας και ο δημιουργός. Ο πολιτικός και ο επαναστάτης, σε μια πορεία ζωής που χώρεσε σε ένα συγκινητικό βιβλίο το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες με τίτλο «Σαλός Θεού / Ο μυστικός Μίκης» από τις εκδόσεις Πατάκη και ουσιαστικά μας συστήνει τον άλλον Μίκη Θεοδωράκη, όπως τον περιγράφει με τον δικό του τρόπο ο Μίμης Ανδρουλάκης.
Στα μάτια του Θεοδωράκη ο συγγραφέας βλέπει τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στην οργιαστική έμπνευση -έναν δαιμόνιο, θηριώδη Ζορμπά, με την ερωτική ορμή και το δημιουργικό πάθος να καθορίζουν τα πάντα στη ζωή του- και την πιο επεξεργασμένη μουσική τάξη
. Τον παρακολουθεί από τα πρώτα βήματα στην Κρήτη, τον συνδέει με τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη και στη συνέχεια αφουγκράζεται το επαναστατικό του μένος: ταξίδια στην Αβάνα, συναντήσεις με τον Τσε Γκεβάρα και τον Κάστρο. Παρακολουθεί το πολιτικό του προφίλ την πολυτάραχη δεκαετία του ’60, αναλύει τις διεθνείς διασυνδέσεις του, τον μεταφέρει στον κοσμοπολιτισμό της Κεντρικής Ευρώπης. Εκεί τον βάζει να καθίσει στα ίδια σαλόνια με τον Μπετόβεν μέσα από αυτό το κράμα ονειροφαντασίας και πραγματικότητας και αποκαλύπτει όλες τις ιστορίες των γυναικών που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν -όπως κάποτε στον Μότσαρτ- στον δαιμόνιο συνθέτη. Μας λέει επίσης πολλά για τη σχέση του πολιτικού Θεοδωράκη με το ΚΚΕ, μέσα σε αυτό το παράδοξο κράμα του «ηλιόλουστου κομμουνισμού», όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος ο Θεοδωράκης, ενώ μας αποκαλύπτει και ένα ταξίδι με τον Υπερσιβηρικό που είχαν κάνει με τον Χαρίλαο Φλωράκη.
Από το βιβλίο δεν λείπουν λεπτομέρειες για τη σχέση του Μίκη με όλες τις εμβληματικές προσωπικότητες αλλά και τους πολιτικούς όπως με τους Λένιν, Στάλιν, Τίτο, Τσε, Φιντέλ, Μιτεράν, Κ. Καραμανλή, Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκη, Χ. Φλωράκη, Λ. Κύρκο, Α.Τσίπρα κ.ά. Στη δίνη του κυκλώνα του «Mυστικού Μίκη» -από την πένα του στενού του φίλου επί δεκαετίες-, ο χρόνος μεταβάλλεται και δεν έχει νόημα να διακρίνουμε ζωντανούς και πεθαμένους. Και φυσικά παντού υπάρχουν οι γυναίκες με άγνωστες λεπτομέρειες για τις σχέσεις τους: από τη Μελίνα Μερκούρη -με την οποία είχαν μια βιαστική σκηνή οικειότητας- έως την άγνωστη Φινλανδή κατάσκοπο, την κόρη του πανίσχυρου στρατηγού της Μοσάντ, την αλλοτινή σταρ Ελλάς Νταίζη Μαυράκη (συγγενή μάλιστα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη), ακόμα και μια συγκινητική συνεύρεση σε πλοίο με νεαρή τυφλή.
Με τη Μελίνα Μερκούρη είχαν «μια στιγμή οικειότητας», αλλά η ιστορία δεν προχώρησε, καθώς ο Μίκης εμπνεόταν από τις μελαχρινές
Ονειρικά ενσταντανέ περιπλέκονται με τα πραγματικά και δεσπόζουν στις συζητήσεις που έχει ο Μίκης με τον Μίμη στο σπίτι του πρώτου με θέα στην Ακρόπολη τα Σάββατα. Ετσι, μέσα από αυτές τις ολοζώντανες συζητήσεις στοιχειοθετείται τελικά το ιδανικό θηλυκό πρότυπο του μουσικοσυνθέτη που καταλήγει στο πρόσωπο της γυναίκας του, της γιατρού Μυρτώς, και εμπνέεται από την ιδανική εικόνα της τελευταίας ερωμένης του Τσε Γκεβάρα -και έρωτα του Μίκη- Τάνιας. «Ο Μίμης, δεμένος πολύτροπα μαζί μου από την εφηβεία του, με βλέπει πάντα σαν ανοιχτό βιβλίο -o Εσταυρωμένος Διόνυσος- και συμπληρώνει τις δικές του σελίδες με τη δύναμη της γνώσης και της κρητικής του φαντασίας. Ενας ονειρευόμενος “Πυλάδης” εισδύει στα όνειρα και τις ουτοπίες του δικού του “Ορέστη”. Τον ευχαριστώ για την πρόκληση και την καινοτομία του έργου ‘‘Ο Mυστικός Μίκης’’» είναι το σημείωμα του μεγάλου συνθέτη στον συγγραφέα, φίλο και αυτήκοο μάρτυρα.
Ο Μίκης και οι γυναίκες
Αναλύοντας την έντονη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τις γυναίκες -όπως άλλωστε και με την πολιτική και τη μουσική που ήταν πάντα στον υπερθετικό βαθμό-, ο Μίμης Ανδρουλάκης δεν βλέπει έναν γητευτή, ούτε έναν Δον Ζουάν, αλλά έναν Διόνυσο, έναν οργιαστικό θεό της αμπέλου και της Κρήτης. Παραθέτει άλλωστε αυτούσια και τα λόγια του Θεοδωράκη, ο οποίος έλεγε: «Αν το σόι μου είχε οικόσημο, θα ήταν το κεφάλι ενός τράγου που στο ένα κέρατό του κρέμεται μια λύρα, στο άλλο ένα τουφέκι». Η αφήγηση ξεκινάει με την υποτιθέμενη χαμένη κόρη του Μίκη -θα μπορούσε να ήταν και κόρη του, όπως λέει- η οποία ισχυρίζεται πως είναι ο καρπός του έρωτα της μητέρας η μητέρα της και του συνθέτη: «Το μυστηριώδες κορίτσι του Μπουένες Αϊρες με το γαλάζιο μπλουτζίν και τα κεντητά πάνω του κόκκινα αστεράκια» που ο Μίκης έβλεπε «σαν σφυροδρέπανα». Αλλωστε οι γυναίκες που αγάπησαν τον Μίκη και τον ακολουθούσαν στα διάφορα μέρη του κόσμου παραδόξως δεν ήταν Ελληνίδες: Βόρειες, Φινλανδές, ακόμα και Λατινοαμερικάνες. Συναρπαστικές οι λεπτομέρειες με όλες αυτές τις συναντήσεις που αναμειγνύουν ιδανικά -γιατί τα χρόνια εκείνα είχαν σημασία- τα θηλυκά με τους διάφορους ήρωες και την πραγματικότητα με την επανάσταση, αλλά και την πιο οργιαστική φαντασία. Οπως λέει και ο συγγραφέας, τα πάντα τότε ήταν στον υπερθετικό βαθμό και τίποτα δεν φάνταζε παράδοξο.
Η πανέμορφη κόρη του πανίσχυρου Ισραηλινού στρατηγού Μοσέ Νταγιάν, Γιαέλ, που γνωρίστηκε με τον Μίκη στο σπίτι του Κακογιάννη και παρακαλούσε για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον μουσικοσυνθέτη στον οποίο είχε να πει... κάτι μυστικό
Η συνάντηση με τον Φιντέλ και η ερωμένη του Τσε
ΟΜίκης πήγε το ’62 στην Κούβα -μέχρι εκεί είχε φτάσει η φήμη του-, όπου συμμετείχε «στην παρθενική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Ελεύθερης Κούβας και ένα βράδυ στην ταράτσα του ‘‘Havana Libre’’ (πρώην Hilton) τον σύστησαν στον Φιντέλ και στον Τσε ως Eλληνα σύντροφο. ‘‘Eλληνας; Ομηρος, Σοφοκλής Αριστοτέλης;’’ κάνει ο Τσε και ο Φιντέλ γίνεται εγκάρδιος. Εκείνη τη στιγμή η ορχήστρα έπαιξε εντελώς τυχαία το σουξέ της εποχής ‘‘Honeymoon song’’. ‘‘Αυτό το τραγούδι είναι δικό μου. Είμαι ο Μίκης Θεοδωράκης’’. ‘‘Α, το ξέρω, μ’ αρέσει’’, λέει ο Φιντέλ. ‘‘Πόσο θα μείνεις;’’ ρωτά ο Τσε. ‘‘Φεύγω αύριο, βγήκα πρόσφατα από το σανατόριο και το υγρό κλίμα της Αβάνας μού πέφτει βαρύ’’. ‘‘Ελα αύριο μαζί μου στο βουνό. Θα σου κάνει καλό’’, του προτείνει επιτακτικά ο Αργεντίνος. ‘‘Ξέρεις, και εγώ έχω άσθμα’’. Ετσι ο Μίκης με τον Τσε στο τιμόνι του τζιπ θα επιθεωρήσει τα αντιαεροπορικά φυλάκια της Σιέρα Μαέστρα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Κάστρο θα πει στον Χαρίλαο Φλωράκη: ‘‘Ξέρεις, σύντροφε, ότι ο Μίκης έκανε ολοήμερο ‘μάθημα’ στον Τσε από τα παθήματα του ελληνικού αντάρτικου; Ο Αργεντίνος είχε εντυπωσιαστεί, αλλά αν του βγήκε σε καλό, στο Κονγκό και στη Βολιβία, ή όχι το μάθημα είναι μια άλλη ιστορία». Εκεί όμως που θα επιστρέψει είναι στην Τάνια, τη Γερμανίδα συντρόφισσα και ερωμένη του Αργεντίνου, που μπήκε από τότε στο ασυνείδητό του και έγινε το θηλυκό που θα τον στοιχειώνει για πάντα. Μάλιστα η οικογένεια της Τάνιας προσέλαβε δικηγόρο με σκοπό να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα για να πάψει να χρησιμοποιεί το όνομά της.
Ο Μίκης θα επιστρέψει στην Κούβα το 1981 για μια μοναδική συναυλία με περιπετειώδη εξέλιξη, όπως την περιγράφει ο Μίμης: «Ο Μίκης συνωμότησε με τον δήμαρχο της Αβάνας και τον υπεύθυνο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να επιτρέψουν να παίξουν οι καμπάνες του καθεδρικού στο κατάλληλο σημείο του ‘‘Canto General’’, καθώς η συναυλία δινόταν στην ιστορική πλατεία μπροστά στον ναό, ένα μνημείο της ιταλικής κατάκτησης. Οταν άρχισαν να χτυπούν αναστάσιμα οι καμπάνες, ο Κάστρο πετάχτηκε όρθιος με το περίστροφο στο χέρι, οι φρουροί πήραν θέσεις, συναγερμός στην πλατεία, όλος ο κόσμος ανάστατος. Νόμιζαν ότι είχε ξεσπάσει αντεπαναστατικό πραξικόπημα, αφού οι καμπάνες είχαν μείνει σιωπηλές επί τρεις δεκαετίες. Ο Μίκης με γέλια από την εξέδρα τούς καθησυχάζει, φοβάται μην πυροβολήσουν τους ανθρώπους στο γιγάντιο καμπαναριό και σπεύδει να αγκαλιάσει τον Κάστρο, που κι αυτός τώρα γελά. Είναι η κλασική φωτογραφία τους».
Η Μυρτώ και οι πρώτες αμήχανες συνευρέσεις
Ηαπόδειξη ότι ο Μίκης δεν ήταν γυναικοκατακτητής είναι η αντίδρασή του στον απόλυτο, άγριο κόσμο των ανδρών, όταν δεν θέλησε να υποκύψει στον πληρωμένο έρωτα σε έναν οίκο ανοχής. Προτιμούσε να φαντασιώνεται με τα θωπεύματα στα οποία επιδιδόταν με τις αγαπημένες του ξαδέλφες, όταν έσπευδαν να του φροντίσουν κάποιο τραύμα ή να κάνουν νυχτερινό μπάνιο μαζί γυμνοί. Ακόμα και με τη γυναίκα του Μυρτώ χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μπορέσει να συνευρεθεί μαζί της - νέος και άπειρος όπως ήταν τότε. Και αυτό γιατί ήταν κατά βάση ντροπαλός: «Ναι, ντροπή που κρατάει σε μακροχρόνια παρθενία τους δυο ερωτευμένους νέους, τον Μίκη και τη Μυρτώ, με έξι χρόνια δεσμό. Ναι, στην ντροπή και μόνο οφείλει την παρθενία του και πριν από τη Μυρτώ. Στην Τρίπολη το αγκάλιασμα με την εφηβική του αγάπη, την Ελλη, άρχισε να γίνεται πιο ζωηρό, μα όταν ο σύντροφος τσαγκάρης αστειεύτηκε ‘‘Τι έγινε, ρε Μίκη; Τη φιστίκωσες τη μικρή;’’, αηδίασε και διέκοψε τη σχέση». Το ίδιο συνέβη και με τις περιστασιακές τότε συνευρέσεις καθώς η «ντροπή για το μηδέν και το τίποτα» είναι εγγεγραμμένη στα γονίδιά του - στον ψυχισμό της υπερευαίσθητης μάνας του. Μια ντροπή όμως που αποδείχθηκε παραγωγική αφού τον μετέφερε εύλογα, κάποια χρόνια αργότερα, στον παράφορο οίστρο.
Η Σύλβα Ακρίτα ήταν ο φύλακας άγγελος του Μίκη, καθώς είναι αυτή που του είχε σώσει τη ζωή και τον νομιμοποίησε στα μεγάλα αστικά σαλόνια
Από τη Φινλανδή κατάσκοπο στην κόρη του στρατηγού του Ισραήλ
Την ώρα που το 1973 «οι μαγεμένες ιδεαλίστριες του ιταλικού ευρωκομμουνισμού έφτασαν στο σημείο να απαιτούν απ’ τον καημένο τον μουσικοσυνθέτη μέχρι και υπηρεσίες ευγονικής χωρίς φυσικά ανταπόκριση», απόλυτο θύμα της γοητείας του Μίκη Θεοδωράκη έπεσε μια Φινλανδή κατάσκοπος. Παρότι είχε προσληφθεί από το FBI για να έχει από κοντά τον συνθέτη κατά το ταξίδι του στις ΗΠΑ, τελικά και αυτή τον ερωτεύτηκε παράφορα. Και έτσι αφού δεν μπόρεσε να του αντισταθεί, εκείνος κατάφερε ανενόχλητος να κανονίσει συναντήσεις με την ηγεσία των «Μαύρων Πανθήρων», τους οποίους, όπως μας πληροφορεί ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του, έπεισε να επεκτείνουν το Πρόγραμμα των Δέκα Σημείων δίνοντάς τους επαναστατικές συμβουλές. Ελάχιστες μπορούσαν να πουν όχι στον Θεοδωράκη - και ήταν εκείνες που επεδίωκαν επαφή μαζί του και τον προσκαλούσαν για συνεύρεση και όχι εκείνος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιστατικό στο σπίτι του Κακογιάννη με την κόρη του Μοσέ Νταγιάν να παρακαλάει για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον μουσικοσυνθέτη στον οποίο είχε να πει... κάτι μυστικό. Επρόκειτο για την πανέμορφη Γιαέλ Νταγιάν, την πολύτιμη θυγατέρα «του στρατηγού του Ισραήλ και ηγέτη μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών». Οσο για τη Φινλανδή τραγουδίστρια που αναφέρεται στο βιβλίο, αυτή έκανε τα πάντα για να τον αποπλανήσει, όπως ομολογεί ο ίδιος, «στο εξοχικό της στον Αρκτικό Κύκλο με σάουνα και τέτοια».
Η συγκινητική συνεύρεση στο πλοίο
Στο κατάστρωμα ενός πλοίου -σε μια σκηνή που φέρνει κατά πολύ στον νου τον «Μέγα Ανατολικό»- ο μαγεμένος Μίκης δεν έπαψε να χαζεύει δύο όμορφες γυναίκες που αποδείχθηκε ότι ήταν θεία και ανιψιά. Το φλερτ τον οδήγησε πρώτα στην καμπίνα της μιας με τον αριθμό 13 και μετά στην άλλη με τον αριθμό 9. «Οταν η πόρτα στη 13 έκλεισε πίσω τους, αυτό το άπειρο και ντροπαλό ζευγάρι κουλουριάστηκε. Ερωτισμός με αθωότητα και απόγνωση. Η ιερότητα της στιγμής δεν μας επιτρέπει να την αποδώσουμε στη γλώσσα του πενηντάρη ή του εξηντάρη Μίκη. Τις θυμάμαι όλες τις αφηγήσεις του. Και του εβδομηντάρη, ογδοντάρη, ενενηντάρη. Μικρές οι αποκλίσεις. Δεν θα πω καν αν ήταν ή όχι η τελευταία ημιτελής ερωτική συμφωνία του Μίκη, ούτε αν έφυγαν από την καμπίνα όπως μπήκαν: παρθένοι. Το χάραμα, στο φως που έμπαινε από το φινιστρίνι, ο Μίκης την είδε να σηκώνεται, φοβισμένη, να ισιώνει τα μακριά μαλλιά της, να προσπαθεί να νοικοκυρέψει όπως όπως τα τσαλακωμένα ρούχα της, να απλώνει τα χέρια της ψηλαφίζοντας το περιβάλλον, να αναζητά στα τυφλά την έξοδο. Μόνο τότε κατάλαβε. Ηταν τυφλή. Είχε συγκλονιστεί. Εμεινε στήλη άλατος. Ντράπηκε, ίσως, να τη βοηθήσει, δεν το άντεχε, και εκείνη ψηλαφιστά έφτασε από τη 13 στην 9». Ο συγγραφέας ανακαλύπτει με συγκινητικό τρόπο ότι η κοπέλα δεν είχε γεννηθεί τυφλή, αλλά ένα σπάνιο σύνδρομο την οδήγησε στην τύφλωση. «Η όρασή της αποκαταστάθηκε μερικώς έπειτα από μια πρωτοποριακή χειρουργική επέμβαση. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, το 1966, με το φιλμ ‘‘Ζορμπάς’’ συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο ευγενής της μιας νύχτας στο πλοίο ‘‘Αγγέλικα’’».
Οι διάσημες παρτενέρ
Παραδόξως ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε αδυναμία στις διάσημες - παρότι είχε άνεση με την Τζένη Καρέζη και έτρεφε μεγάλη αδυναμία στη Χαρούλα Αλεξίου. Πολύ σημαντική στη ζωή του χαρακτηρίζει ο Μίκης Θεοδωράκης την παρουσία της Σύλβας Ακρίτα, καθώς είναι αυτή που του είχε σώσει τη ζωή, τον έφερε στους αστικούς κύκλους και κοντά στον άγνωστο για εκείνον πολιτικό χώρο του Κέντρου. Βοήθησε και στη νομιμοποίησή του στα μεγάλα αστικά σαλόνια. Ειδικά τα ταραγμένα χρόνια του 1-1-4 και των Λαμπράκηδων η Σύλβα Ακρίτα θα αναχθεί σε φύλακα άγγελό του. Για τις περισσότερες, πάντως, από τις διάσημες έχει ελάχιστα να πει αφού εμπνεόταν από τις πιο μυθικές μελαχρινές: η Μέριλιν Μονρόε, την οποία γνώρισε από κοντά, δεν ήταν ποτέ του γούστου του, αναφέρει το βιβλίο. Το ίδιο λέει και για τη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία είχε «μια στιγμή οικειότητας», αλλά η ιστορία δεν προχώρησε για τους ίδιους λόγους.
Ο Μίκης με τον Μίμη Ανδρουλάκη στην Κρήτη
Ταξίδι με με τον Υπερσιβηρικό
«ΟΥπερσιβηρικός, το Μεγάλο Κόκκινο Τρένο, είχε αφήσει πίσω του Ουράλια και προσέγγιζε το ιστορικό Αικατερίνμπουργκ, που η επανάσταση μετονόμασε σε Σβερντλόφσκ. Ο Σβερντλόφ ήταν ο οργανωτικός των μπολσεβίκων, το δεξί χέρι του Λένιν, και ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε ανοιχτό το πεδίο στον Στάλιν να θέσει υπό τον έλεγχό του το κέντρο της επαναστατικής εξουσίας. Αντίθετα οι Τρότσκι, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν είχαν καθήκοντα μακριά απ’ αυτό το οργανωτικό κέντρο». Προηγουμένως οι δύο φίλοι και ηγετικές μορφές, ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Μίκης Θεοδωράκης, είχαν σταματήσει σε έναν μικρό όρμο στη Στυλίδα για να απολαύσουν κακαβιά και ψάρι στα κάρβουνα πριν από το μεγάλο ταξίδι. Ηταν η εποχή επίσης που ο Μίκης είχε μανία με τον Καρυωτάκη - κάτι ανήκουστο για στρατευμένο κομμουνιστή. Το ταξίδι είναι συναρπαστικό και περιγράφεται με τρομερή ενάργεια από τον Ανδρουλάκη εμπλέκοντας και άλλα πρόσωπα: όπως μια Τσιγγάνα που θα του πει ότι θα ζήσει μέχρι την εκατόχρονη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης - δηλαδή το 2017, όπου θα δει τη δημοσίευση του πιο συναρπαστικού ίσως κειμένου που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα για τον ίδιο και σίγουρα του πιο αγαπησιάρικου. Ενας οργιαστικός Διόνυσος δεν μπορεί παρά να μείνει ευχαριστημένος που καλύπτονται όλες οι ανυπότακτες πλευρές του.
Tromaktiko
Δύο φίλοι, ιδανικοί συνωμότες, συνοδοιπόροι, εραστές του πάθους και της έμπνευσης: ο Μίμης και ο Μίκης. Ο συγγραφέας και ο δημιουργός. Ο πολιτικός και ο επαναστάτης, σε μια πορεία ζωής που χώρεσε σε ένα συγκινητικό βιβλίο το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες με τίτλο «Σαλός Θεού / Ο μυστικός Μίκης» από τις εκδόσεις Πατάκη και ουσιαστικά μας συστήνει τον άλλον Μίκη Θεοδωράκη, όπως τον περιγράφει με τον δικό του τρόπο ο Μίμης Ανδρουλάκης.
Στα μάτια του Θεοδωράκη ο συγγραφέας βλέπει τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στην οργιαστική έμπνευση -έναν δαιμόνιο, θηριώδη Ζορμπά, με την ερωτική ορμή και το δημιουργικό πάθος να καθορίζουν τα πάντα στη ζωή του- και την πιο επεξεργασμένη μουσική τάξη
Από το βιβλίο δεν λείπουν λεπτομέρειες για τη σχέση του Μίκη με όλες τις εμβληματικές προσωπικότητες αλλά και τους πολιτικούς όπως με τους Λένιν, Στάλιν, Τίτο, Τσε, Φιντέλ, Μιτεράν, Κ. Καραμανλή, Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκη, Χ. Φλωράκη, Λ. Κύρκο, Α.Τσίπρα κ.ά. Στη δίνη του κυκλώνα του «Mυστικού Μίκη» -από την πένα του στενού του φίλου επί δεκαετίες-, ο χρόνος μεταβάλλεται και δεν έχει νόημα να διακρίνουμε ζωντανούς και πεθαμένους. Και φυσικά παντού υπάρχουν οι γυναίκες με άγνωστες λεπτομέρειες για τις σχέσεις τους: από τη Μελίνα Μερκούρη -με την οποία είχαν μια βιαστική σκηνή οικειότητας- έως την άγνωστη Φινλανδή κατάσκοπο, την κόρη του πανίσχυρου στρατηγού της Μοσάντ, την αλλοτινή σταρ Ελλάς Νταίζη Μαυράκη (συγγενή μάλιστα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη), ακόμα και μια συγκινητική συνεύρεση σε πλοίο με νεαρή τυφλή.
Με τη Μελίνα Μερκούρη είχαν «μια στιγμή οικειότητας», αλλά η ιστορία δεν προχώρησε, καθώς ο Μίκης εμπνεόταν από τις μελαχρινές
Ονειρικά ενσταντανέ περιπλέκονται με τα πραγματικά και δεσπόζουν στις συζητήσεις που έχει ο Μίκης με τον Μίμη στο σπίτι του πρώτου με θέα στην Ακρόπολη τα Σάββατα. Ετσι, μέσα από αυτές τις ολοζώντανες συζητήσεις στοιχειοθετείται τελικά το ιδανικό θηλυκό πρότυπο του μουσικοσυνθέτη που καταλήγει στο πρόσωπο της γυναίκας του, της γιατρού Μυρτώς, και εμπνέεται από την ιδανική εικόνα της τελευταίας ερωμένης του Τσε Γκεβάρα -και έρωτα του Μίκη- Τάνιας. «Ο Μίμης, δεμένος πολύτροπα μαζί μου από την εφηβεία του, με βλέπει πάντα σαν ανοιχτό βιβλίο -o Εσταυρωμένος Διόνυσος- και συμπληρώνει τις δικές του σελίδες με τη δύναμη της γνώσης και της κρητικής του φαντασίας. Ενας ονειρευόμενος “Πυλάδης” εισδύει στα όνειρα και τις ουτοπίες του δικού του “Ορέστη”. Τον ευχαριστώ για την πρόκληση και την καινοτομία του έργου ‘‘Ο Mυστικός Μίκης’’» είναι το σημείωμα του μεγάλου συνθέτη στον συγγραφέα, φίλο και αυτήκοο μάρτυρα.
Ο Μίκης και οι γυναίκες
Αναλύοντας την έντονη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τις γυναίκες -όπως άλλωστε και με την πολιτική και τη μουσική που ήταν πάντα στον υπερθετικό βαθμό-, ο Μίμης Ανδρουλάκης δεν βλέπει έναν γητευτή, ούτε έναν Δον Ζουάν, αλλά έναν Διόνυσο, έναν οργιαστικό θεό της αμπέλου και της Κρήτης. Παραθέτει άλλωστε αυτούσια και τα λόγια του Θεοδωράκη, ο οποίος έλεγε: «Αν το σόι μου είχε οικόσημο, θα ήταν το κεφάλι ενός τράγου που στο ένα κέρατό του κρέμεται μια λύρα, στο άλλο ένα τουφέκι». Η αφήγηση ξεκινάει με την υποτιθέμενη χαμένη κόρη του Μίκη -θα μπορούσε να ήταν και κόρη του, όπως λέει- η οποία ισχυρίζεται πως είναι ο καρπός του έρωτα της μητέρας η μητέρα της και του συνθέτη: «Το μυστηριώδες κορίτσι του Μπουένες Αϊρες με το γαλάζιο μπλουτζίν και τα κεντητά πάνω του κόκκινα αστεράκια» που ο Μίκης έβλεπε «σαν σφυροδρέπανα». Αλλωστε οι γυναίκες που αγάπησαν τον Μίκη και τον ακολουθούσαν στα διάφορα μέρη του κόσμου παραδόξως δεν ήταν Ελληνίδες: Βόρειες, Φινλανδές, ακόμα και Λατινοαμερικάνες. Συναρπαστικές οι λεπτομέρειες με όλες αυτές τις συναντήσεις που αναμειγνύουν ιδανικά -γιατί τα χρόνια εκείνα είχαν σημασία- τα θηλυκά με τους διάφορους ήρωες και την πραγματικότητα με την επανάσταση, αλλά και την πιο οργιαστική φαντασία. Οπως λέει και ο συγγραφέας, τα πάντα τότε ήταν στον υπερθετικό βαθμό και τίποτα δεν φάνταζε παράδοξο.
Η πανέμορφη κόρη του πανίσχυρου Ισραηλινού στρατηγού Μοσέ Νταγιάν, Γιαέλ, που γνωρίστηκε με τον Μίκη στο σπίτι του Κακογιάννη και παρακαλούσε για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον μουσικοσυνθέτη στον οποίο είχε να πει... κάτι μυστικό
Η συνάντηση με τον Φιντέλ και η ερωμένη του Τσε
ΟΜίκης πήγε το ’62 στην Κούβα -μέχρι εκεί είχε φτάσει η φήμη του-, όπου συμμετείχε «στην παρθενική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Ελεύθερης Κούβας και ένα βράδυ στην ταράτσα του ‘‘Havana Libre’’ (πρώην Hilton) τον σύστησαν στον Φιντέλ και στον Τσε ως Eλληνα σύντροφο. ‘‘Eλληνας; Ομηρος, Σοφοκλής Αριστοτέλης;’’ κάνει ο Τσε και ο Φιντέλ γίνεται εγκάρδιος. Εκείνη τη στιγμή η ορχήστρα έπαιξε εντελώς τυχαία το σουξέ της εποχής ‘‘Honeymoon song’’. ‘‘Αυτό το τραγούδι είναι δικό μου. Είμαι ο Μίκης Θεοδωράκης’’. ‘‘Α, το ξέρω, μ’ αρέσει’’, λέει ο Φιντέλ. ‘‘Πόσο θα μείνεις;’’ ρωτά ο Τσε. ‘‘Φεύγω αύριο, βγήκα πρόσφατα από το σανατόριο και το υγρό κλίμα της Αβάνας μού πέφτει βαρύ’’. ‘‘Ελα αύριο μαζί μου στο βουνό. Θα σου κάνει καλό’’, του προτείνει επιτακτικά ο Αργεντίνος. ‘‘Ξέρεις, και εγώ έχω άσθμα’’. Ετσι ο Μίκης με τον Τσε στο τιμόνι του τζιπ θα επιθεωρήσει τα αντιαεροπορικά φυλάκια της Σιέρα Μαέστρα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Κάστρο θα πει στον Χαρίλαο Φλωράκη: ‘‘Ξέρεις, σύντροφε, ότι ο Μίκης έκανε ολοήμερο ‘μάθημα’ στον Τσε από τα παθήματα του ελληνικού αντάρτικου; Ο Αργεντίνος είχε εντυπωσιαστεί, αλλά αν του βγήκε σε καλό, στο Κονγκό και στη Βολιβία, ή όχι το μάθημα είναι μια άλλη ιστορία». Εκεί όμως που θα επιστρέψει είναι στην Τάνια, τη Γερμανίδα συντρόφισσα και ερωμένη του Αργεντίνου, που μπήκε από τότε στο ασυνείδητό του και έγινε το θηλυκό που θα τον στοιχειώνει για πάντα. Μάλιστα η οικογένεια της Τάνιας προσέλαβε δικηγόρο με σκοπό να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα για να πάψει να χρησιμοποιεί το όνομά της.
Ο Μίκης θα επιστρέψει στην Κούβα το 1981 για μια μοναδική συναυλία με περιπετειώδη εξέλιξη, όπως την περιγράφει ο Μίμης: «Ο Μίκης συνωμότησε με τον δήμαρχο της Αβάνας και τον υπεύθυνο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να επιτρέψουν να παίξουν οι καμπάνες του καθεδρικού στο κατάλληλο σημείο του ‘‘Canto General’’, καθώς η συναυλία δινόταν στην ιστορική πλατεία μπροστά στον ναό, ένα μνημείο της ιταλικής κατάκτησης. Οταν άρχισαν να χτυπούν αναστάσιμα οι καμπάνες, ο Κάστρο πετάχτηκε όρθιος με το περίστροφο στο χέρι, οι φρουροί πήραν θέσεις, συναγερμός στην πλατεία, όλος ο κόσμος ανάστατος. Νόμιζαν ότι είχε ξεσπάσει αντεπαναστατικό πραξικόπημα, αφού οι καμπάνες είχαν μείνει σιωπηλές επί τρεις δεκαετίες. Ο Μίκης με γέλια από την εξέδρα τούς καθησυχάζει, φοβάται μην πυροβολήσουν τους ανθρώπους στο γιγάντιο καμπαναριό και σπεύδει να αγκαλιάσει τον Κάστρο, που κι αυτός τώρα γελά. Είναι η κλασική φωτογραφία τους».
Η Μυρτώ και οι πρώτες αμήχανες συνευρέσεις
Ηαπόδειξη ότι ο Μίκης δεν ήταν γυναικοκατακτητής είναι η αντίδρασή του στον απόλυτο, άγριο κόσμο των ανδρών, όταν δεν θέλησε να υποκύψει στον πληρωμένο έρωτα σε έναν οίκο ανοχής. Προτιμούσε να φαντασιώνεται με τα θωπεύματα στα οποία επιδιδόταν με τις αγαπημένες του ξαδέλφες, όταν έσπευδαν να του φροντίσουν κάποιο τραύμα ή να κάνουν νυχτερινό μπάνιο μαζί γυμνοί. Ακόμα και με τη γυναίκα του Μυρτώ χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μπορέσει να συνευρεθεί μαζί της - νέος και άπειρος όπως ήταν τότε. Και αυτό γιατί ήταν κατά βάση ντροπαλός: «Ναι, ντροπή που κρατάει σε μακροχρόνια παρθενία τους δυο ερωτευμένους νέους, τον Μίκη και τη Μυρτώ, με έξι χρόνια δεσμό. Ναι, στην ντροπή και μόνο οφείλει την παρθενία του και πριν από τη Μυρτώ. Στην Τρίπολη το αγκάλιασμα με την εφηβική του αγάπη, την Ελλη, άρχισε να γίνεται πιο ζωηρό, μα όταν ο σύντροφος τσαγκάρης αστειεύτηκε ‘‘Τι έγινε, ρε Μίκη; Τη φιστίκωσες τη μικρή;’’, αηδίασε και διέκοψε τη σχέση». Το ίδιο συνέβη και με τις περιστασιακές τότε συνευρέσεις καθώς η «ντροπή για το μηδέν και το τίποτα» είναι εγγεγραμμένη στα γονίδιά του - στον ψυχισμό της υπερευαίσθητης μάνας του. Μια ντροπή όμως που αποδείχθηκε παραγωγική αφού τον μετέφερε εύλογα, κάποια χρόνια αργότερα, στον παράφορο οίστρο.
Η Σύλβα Ακρίτα ήταν ο φύλακας άγγελος του Μίκη, καθώς είναι αυτή που του είχε σώσει τη ζωή και τον νομιμοποίησε στα μεγάλα αστικά σαλόνια
Από τη Φινλανδή κατάσκοπο στην κόρη του στρατηγού του Ισραήλ
Την ώρα που το 1973 «οι μαγεμένες ιδεαλίστριες του ιταλικού ευρωκομμουνισμού έφτασαν στο σημείο να απαιτούν απ’ τον καημένο τον μουσικοσυνθέτη μέχρι και υπηρεσίες ευγονικής χωρίς φυσικά ανταπόκριση», απόλυτο θύμα της γοητείας του Μίκη Θεοδωράκη έπεσε μια Φινλανδή κατάσκοπος. Παρότι είχε προσληφθεί από το FBI για να έχει από κοντά τον συνθέτη κατά το ταξίδι του στις ΗΠΑ, τελικά και αυτή τον ερωτεύτηκε παράφορα. Και έτσι αφού δεν μπόρεσε να του αντισταθεί, εκείνος κατάφερε ανενόχλητος να κανονίσει συναντήσεις με την ηγεσία των «Μαύρων Πανθήρων», τους οποίους, όπως μας πληροφορεί ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του, έπεισε να επεκτείνουν το Πρόγραμμα των Δέκα Σημείων δίνοντάς τους επαναστατικές συμβουλές. Ελάχιστες μπορούσαν να πουν όχι στον Θεοδωράκη - και ήταν εκείνες που επεδίωκαν επαφή μαζί του και τον προσκαλούσαν για συνεύρεση και όχι εκείνος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιστατικό στο σπίτι του Κακογιάννη με την κόρη του Μοσέ Νταγιάν να παρακαλάει για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον μουσικοσυνθέτη στον οποίο είχε να πει... κάτι μυστικό. Επρόκειτο για την πανέμορφη Γιαέλ Νταγιάν, την πολύτιμη θυγατέρα «του στρατηγού του Ισραήλ και ηγέτη μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών». Οσο για τη Φινλανδή τραγουδίστρια που αναφέρεται στο βιβλίο, αυτή έκανε τα πάντα για να τον αποπλανήσει, όπως ομολογεί ο ίδιος, «στο εξοχικό της στον Αρκτικό Κύκλο με σάουνα και τέτοια».
Η συγκινητική συνεύρεση στο πλοίο
Στο κατάστρωμα ενός πλοίου -σε μια σκηνή που φέρνει κατά πολύ στον νου τον «Μέγα Ανατολικό»- ο μαγεμένος Μίκης δεν έπαψε να χαζεύει δύο όμορφες γυναίκες που αποδείχθηκε ότι ήταν θεία και ανιψιά. Το φλερτ τον οδήγησε πρώτα στην καμπίνα της μιας με τον αριθμό 13 και μετά στην άλλη με τον αριθμό 9. «Οταν η πόρτα στη 13 έκλεισε πίσω τους, αυτό το άπειρο και ντροπαλό ζευγάρι κουλουριάστηκε. Ερωτισμός με αθωότητα και απόγνωση. Η ιερότητα της στιγμής δεν μας επιτρέπει να την αποδώσουμε στη γλώσσα του πενηντάρη ή του εξηντάρη Μίκη. Τις θυμάμαι όλες τις αφηγήσεις του. Και του εβδομηντάρη, ογδοντάρη, ενενηντάρη. Μικρές οι αποκλίσεις. Δεν θα πω καν αν ήταν ή όχι η τελευταία ημιτελής ερωτική συμφωνία του Μίκη, ούτε αν έφυγαν από την καμπίνα όπως μπήκαν: παρθένοι. Το χάραμα, στο φως που έμπαινε από το φινιστρίνι, ο Μίκης την είδε να σηκώνεται, φοβισμένη, να ισιώνει τα μακριά μαλλιά της, να προσπαθεί να νοικοκυρέψει όπως όπως τα τσαλακωμένα ρούχα της, να απλώνει τα χέρια της ψηλαφίζοντας το περιβάλλον, να αναζητά στα τυφλά την έξοδο. Μόνο τότε κατάλαβε. Ηταν τυφλή. Είχε συγκλονιστεί. Εμεινε στήλη άλατος. Ντράπηκε, ίσως, να τη βοηθήσει, δεν το άντεχε, και εκείνη ψηλαφιστά έφτασε από τη 13 στην 9». Ο συγγραφέας ανακαλύπτει με συγκινητικό τρόπο ότι η κοπέλα δεν είχε γεννηθεί τυφλή, αλλά ένα σπάνιο σύνδρομο την οδήγησε στην τύφλωση. «Η όρασή της αποκαταστάθηκε μερικώς έπειτα από μια πρωτοποριακή χειρουργική επέμβαση. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, το 1966, με το φιλμ ‘‘Ζορμπάς’’ συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο ευγενής της μιας νύχτας στο πλοίο ‘‘Αγγέλικα’’».
Οι διάσημες παρτενέρ
Παραδόξως ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε αδυναμία στις διάσημες - παρότι είχε άνεση με την Τζένη Καρέζη και έτρεφε μεγάλη αδυναμία στη Χαρούλα Αλεξίου. Πολύ σημαντική στη ζωή του χαρακτηρίζει ο Μίκης Θεοδωράκης την παρουσία της Σύλβας Ακρίτα, καθώς είναι αυτή που του είχε σώσει τη ζωή, τον έφερε στους αστικούς κύκλους και κοντά στον άγνωστο για εκείνον πολιτικό χώρο του Κέντρου. Βοήθησε και στη νομιμοποίησή του στα μεγάλα αστικά σαλόνια. Ειδικά τα ταραγμένα χρόνια του 1-1-4 και των Λαμπράκηδων η Σύλβα Ακρίτα θα αναχθεί σε φύλακα άγγελό του. Για τις περισσότερες, πάντως, από τις διάσημες έχει ελάχιστα να πει αφού εμπνεόταν από τις πιο μυθικές μελαχρινές: η Μέριλιν Μονρόε, την οποία γνώρισε από κοντά, δεν ήταν ποτέ του γούστου του, αναφέρει το βιβλίο. Το ίδιο λέει και για τη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία είχε «μια στιγμή οικειότητας», αλλά η ιστορία δεν προχώρησε για τους ίδιους λόγους.
Ο Μίκης με τον Μίμη Ανδρουλάκη στην Κρήτη
Ταξίδι με με τον Υπερσιβηρικό
«ΟΥπερσιβηρικός, το Μεγάλο Κόκκινο Τρένο, είχε αφήσει πίσω του Ουράλια και προσέγγιζε το ιστορικό Αικατερίνμπουργκ, που η επανάσταση μετονόμασε σε Σβερντλόφσκ. Ο Σβερντλόφ ήταν ο οργανωτικός των μπολσεβίκων, το δεξί χέρι του Λένιν, και ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε ανοιχτό το πεδίο στον Στάλιν να θέσει υπό τον έλεγχό του το κέντρο της επαναστατικής εξουσίας. Αντίθετα οι Τρότσκι, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν είχαν καθήκοντα μακριά απ’ αυτό το οργανωτικό κέντρο». Προηγουμένως οι δύο φίλοι και ηγετικές μορφές, ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Μίκης Θεοδωράκης, είχαν σταματήσει σε έναν μικρό όρμο στη Στυλίδα για να απολαύσουν κακαβιά και ψάρι στα κάρβουνα πριν από το μεγάλο ταξίδι. Ηταν η εποχή επίσης που ο Μίκης είχε μανία με τον Καρυωτάκη - κάτι ανήκουστο για στρατευμένο κομμουνιστή. Το ταξίδι είναι συναρπαστικό και περιγράφεται με τρομερή ενάργεια από τον Ανδρουλάκη εμπλέκοντας και άλλα πρόσωπα: όπως μια Τσιγγάνα που θα του πει ότι θα ζήσει μέχρι την εκατόχρονη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης - δηλαδή το 2017, όπου θα δει τη δημοσίευση του πιο συναρπαστικού ίσως κειμένου που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα για τον ίδιο και σίγουρα του πιο αγαπησιάρικου. Ενας οργιαστικός Διόνυσος δεν μπορεί παρά να μείνει ευχαριστημένος που καλύπτονται όλες οι ανυπότακτες πλευρές του.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Samsung & KDDI: 5G τεχνολογία σε κινούμενο τραίνο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ