2017-12-05 10:50:35
Μέχρι πρόσφατα, η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη υπήρξε σταθερή. Η τάξη αυτή ενσωματώνει δύο διακριτές και όχι κατ’ ανάγκην συμβατές μεταξύ τους προσεγγίσεις. Η πρώτη, ο κεϋνσιανισμός, θεωρούσε ως θεμέλια κοινωνία του συστήματος το έθνος/κράτος και τις σχετικά κλειστές εθνικές οικονομίες.
Η δεύτερη, ο νεοφιλελευθερισμός, ενίσχυσε και πολλαπλασίασε τη δυνατότητα που έχουν οι ισχυροί παίχτες της αγοράς, οι εταιρείες-γίγαντες, να παρακάμπτουν και να αποδομούν τους κανόνες που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο. Εκτός από αυτές τις εταιρείες-γίγαντες, το θεσμικό περιβάλλον του νεοφιλελευθερισμού το συμπληρώνει η αυξανόμενη ισχύς υπερεθνικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Στα πλαίσια του κεϋνσιανού κοινωνικού μοντέλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν ως αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση, αποφάσισαν ότι η μακράς διάρκειας ανεργία ήταν μία υπαρξιακή απειλή για τον καπιταλισμό και ότι έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος
. Οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να διατηρήσουν δείκτες ανεργίας κατώτερους του 4%. Όμως η επιδίωξη της σταθερότητας μίας μεταβλητής, των δεικτών της ανεργίας εν προκειμένω, μέσα από την ίδια τη δυναμική των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων και σε βάθος χρόνου αυτοϋπονομεύθηκε.
Οι μισθοί, συγκεκριμένα, τείνουν να αυξάνονται στους κόλπους σχετικά κλειστών και ρυθμιζόμενων αγορών και η απάντηση των επιχειρήσεων είναι να ανεβάζουν, με τη σειρά τους, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτός ο μηχανισμός, όπου οι μισθοί και οι τιμές κυνηγούν οι μεν τις δε, πήρε τη δεκαετία του ’70 τη μορφή ενός εκρηκτικού σπιράλ ανόδου μισθών και τιμών και συνδυάστηκε με τον πενταπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου κατά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979.
Δεν είναι παράξενο, κατά συνέπεια, που η δεκαετία του ’70 αναδείχθηκε σε παράδεισο του δανειολήπτη, καθώς ο ανερχόμενος πληθωρισμός κατέτρωγε τα χρέη, ενώ, την ίδια στιγμή, το εργατικό εισόδημα ανέβαινε, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, τα κέρδη μειώνονταν, τα συνδικάτα ισχυροποιούνταν, οι ανισότητες περιορίζονταν και η θέση των δανειστών και των επιχειρηματιών αποδυναμωνόταν.
Η εποχή αυτή συμπίπτει με το πέρασμα στον μεταμοντερνισμό και τη βασιλεία του απενεχοποιημένου καταναλωτή. Ενός καταναλωτή «απελευθερωμένου» από την αστική ασκητική ηθική της αναβεβλημένης απόλαυσης και της συσσώρευσης και αποταμίευσης.
Οι σαρωτικές αυτές εξελίξεις βρήκαν ανέτοιμο και αναποφάσιστο το κεϋνσιανό έθνος-κράτος. Θεωρητικά, το κράτος αυτό, παρατηρώντας την άνοδο του πληθωρισμού, θα έπρεπε να μειώσει τις δαπάνες του ή και να αυξήσει τους φόρους, για να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό όμως θα σήμαινε αποδοχή μιας σημαντικής αύξησης της ανεργίας.
Οι κυβερνήσεις της περιόδου ανέλαβαν δράση προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά πάντοτε «πολύ λίγο και πολύ αργά», αναμετρώντας το πολιτικό κόστος μιας αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Δεν αποτελεί έκπληξη, απ’ αυτή την άποψη, που στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ο κεϋνσιανισμός σαρώθηκε από τη νεοφιλελεύθερη «επανάσταση». Στόχος τώρα ήταν η σταθερότητα των τιμών και όχι η χαμηλή ανεργία, ώστε να αποκατασταθεί η αξία των χρεών και να πειθαρχηθεί η εργατική τάξη. Τα επόμενα τριάντα χρόνια μετατράπηκαν, από παράδεισο του δανειολήπτη, σε παράδεισο του δανειστή.
Το μερίδιο των κερδών και των τόκων στο εθνικό εισόδημα αυξήθηκε σε στρατοσφαιρικά ύψη, ενώ αυτό της εργασίας έπεσε, καθώς οι μισθοί έμειναν στάσιμοι. Τα εργατικά συνδικάτα συντρίφθηκαν, ενώ η ικανότητα της εργατικής τάξης να διεκδικεί μισθολογικές αυξήσεις περιορίστηκε δραστικά, λόγω της μετακίνησης μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στις αναδυόμενες οικονομίες (τις «τίγρεις της Ασίας» αρχικά και μετέπειτα στην Κίνα και την Ινδία). Τα κοινοβούλια έγιναν διακοσμητικά, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και οι τεχνοκράτες απέσπασαν τον έλεγχο της οικονομίας.
Με δεδομένο το πάγωμα των μισθών στις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, ο μόνος τρόπος να εξασφαλισθεί άνοδος της κατανάλωσης στα παλαιά κέντρα του συστήματος ήταν η υπερχρέωση ιδιωτών αλλά και κρατών. Η μαζική υπερχρέωση έγινε «η κότα που γεννά χρυσά αυγά», επιτρέποντας σε όλους, κατά κάποιον τρόπο, να είναι ευχαριστημένοι: οι μεν εργαζόμενοι συντηρώντας επίπεδα κατανάλωσης αναντίστοιχα με τα εισοδήματά τους, οι δε τραπεζίτες αποκτώντας τεράστιο πλούτο, συναλλασσόμενοι στις διαρκώς επεκτεινόμενες αγορές παραγώγων, που μεταξύ των άλλων τιμολογούν τους κινδύνους μη αποπληρωμής των χρεών.
Η ανάπτυξη του «καπιταλισμού-καζίνου» σηματοδοτεί τη συμπερίληψη και της ελίτ στη μεταμοντέρνα συνθήκη της φθοράς της παραδοσιακής αστικής ηθικής και της γενικότερης ανθρωπολογικής αποσύνθεσης.
Τελικά, πάντως, το αντιπληθωριστικό καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού αυτοϋπονομεύθηκε, όπως συνέβη και με τη στόχευση για χαμηλή ανεργία στα πλαίσια του κεϋνσιανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός πως, μετά την κρίση του 2008, οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου τροφοδότησαν με 12 τρισεκατομμύρια δολάρια την παγκόσμια οικονομία, με στόχο να την αναθερμάνουν, ο πληθωρισμός δεν αυξήθηκε εντυπωσιακά και οι ρυθμοί ανάπτυξης ανήλθαν, στην καλύτερη περίπτωση, σε μέτριους, στις κυριότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ίρβινγκ Φίσερ υπήρξε ο πρώτος που, τη δεκαετία του ’30, του προηγούμενου αιώνα, επισήμανε τον ρόλο που παίζει η αύξηση του χρέους στη δημιουργία ενός οικονομικού μπουμ και, αντίστροφα, το πόσο δυσκολεύει η υπερχρέωση την ανάκαμψη μετά από μία κρίση.
Πράγματι, η Δύση βρισκόταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, σε μία χρόνια ύφεση, που το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν αυτό που έχει αποκληθεί «αποπληθωρισμός χρέους». Το κόστος εξυπηρέτησης του αυξανόμενου βάρους των χρεών άφηνε λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αφ’ ενός, και προώθηση νέων επιχειρηματικών επενδύσεων, αφ’ ετέρου.
Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους χρησιμοποιούσαν τα φορολογικά τους έσοδα για να πληρώσουν τους ομολογιούχους, περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες. Συνολικά, τα πάντα συνωμοτούσαν προς την κατεύθυνση καθηλώσεως ή και πτώσης των τιμών και περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το νέο χρήμα που τύπωναν οι κεντρικές τράπεζες, με τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, διοχετευόταν λιγότερο στην πραγματική οικονομία για να συμβάλει στον σχηματισμό πάγιου ιδιωτικού κεφαλαίου (μηχανήματα, εξοπλισμός, κτηριακή υποδομή) και περισσότερο εισέρρεε στα χρηματιστήρια και στην αγορά ακινήτων, δημιουργώντας φούσκες.
Συμπερασματικά, σήμερα, μετά τη διοχέτευση κολοσσιαίας ρευστότητας στο σύστημα από τις κυριότερες τράπεζες και με τις αγορές να προεξοφλούν το πακέτο τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ από τον Τραμπ, οι αναλυτές βλέπουν μια κάποια επιτάχυνση της ανάπτυξης και σ’ ένα βαθμό και του πληθωρισμού, κατ’ αρχάς στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακολούθως και στην Ευρώπη.
Η διεθνής οικονομία μοιάζει να απεγκλωβίζεται από την αποπληθωριστική δίνη και να εισέρχεται σε μια περίοδο ευπαθούς και εύθραυστης ανάπτυξης. Ένα μέτριο και αβέβαιο αποτέλεσμα έχει επιτευχθεί με αντίτιμο, μεταξύ των άλλων, την τεράστια συσσώρευση χρέους (το άθροισμα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ έχει ανέλθει στο 325%). Η ανάπτυξη μέσω της συνεχούς αύξησης του χρέους εξαντλεί σταδιακά τα όριά της. Δεν μπορεί κανείς επ’ αόριστον «να κλωτσά το τενεκεδάκι παρακάτω» με περισσότερο χρέος. Η στιγμή της αλήθειας, όπου πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, πλησιάζει.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, οι οικοδόμοι του αντιπληθωριστικού καθεστώτος, στοχοποιήθηκαν από τους δανειολήπτες, ως πολιτικοί υποστηρικτές όσων διεκδικούν σήμερα αποπληρωμή των χρεών πάση θυσία.
Η γενικότερη δομική αποτυχία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να αξιοποιήσει τα πλεονάσματα της κάποιας ευημερίας των προ της κρίσης δεκαετιών, για να αποζημιώσει τους χαμένους αυτής της περιόδου, στρέφει τα εργατικά στρώματα στην αγκαλιά της νέας εθνικιστικής δεξιάς, η οποία, πάντως, δεν μονοπωλεί τον «αντισυστημισμό» αφού, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη, ενισχύονται και μορφώματα με αριστερό πρόσημο.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στη νέα Δεξιά, μπορεί μεν να αρθρώνει έναν λόγο, ο οποίος έχει ως αιχμή του την αντιπαλότητα προς τους μετανάστες, καθώς η μετανάστευση αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της παγκοσμιοποίησης, αλλά κάθε άλλο παρά περιορίζεται σ’ αυτή την αντιμεταναστευτική ατζέντα.
Ο Τραμπ, η Λεπέν και άλλοι εκφραστές αυτού του χώρου, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, κάνουν λόγο για ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που εκχωρήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια σε μια διεθνή γραφειοκρατία και σε μερίδες της οικονομικής ολιγαρχίας, κυρίως τη χρηματοπιστωτική. Για τη νέα Δεξιά, η αποπαγκοσμιοποίηση περνάει μέσα από την επιστροφή στο έθνος-κράτος. Η εποχή του νεοεθνικισμού, έστω με πολλά σύννεφα στον ορίζοντα, μοιάζει να ανατέλλει.
Συνέχεια
http://ardin-rixi.gr/archives/206324
Η δεύτερη, ο νεοφιλελευθερισμός, ενίσχυσε και πολλαπλασίασε τη δυνατότητα που έχουν οι ισχυροί παίχτες της αγοράς, οι εταιρείες-γίγαντες, να παρακάμπτουν και να αποδομούν τους κανόνες που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο. Εκτός από αυτές τις εταιρείες-γίγαντες, το θεσμικό περιβάλλον του νεοφιλελευθερισμού το συμπληρώνει η αυξανόμενη ισχύς υπερεθνικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Στα πλαίσια του κεϋνσιανού κοινωνικού μοντέλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν ως αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση, αποφάσισαν ότι η μακράς διάρκειας ανεργία ήταν μία υπαρξιακή απειλή για τον καπιταλισμό και ότι έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος
Οι μισθοί, συγκεκριμένα, τείνουν να αυξάνονται στους κόλπους σχετικά κλειστών και ρυθμιζόμενων αγορών και η απάντηση των επιχειρήσεων είναι να ανεβάζουν, με τη σειρά τους, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτός ο μηχανισμός, όπου οι μισθοί και οι τιμές κυνηγούν οι μεν τις δε, πήρε τη δεκαετία του ’70 τη μορφή ενός εκρηκτικού σπιράλ ανόδου μισθών και τιμών και συνδυάστηκε με τον πενταπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου κατά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979.
Δεν είναι παράξενο, κατά συνέπεια, που η δεκαετία του ’70 αναδείχθηκε σε παράδεισο του δανειολήπτη, καθώς ο ανερχόμενος πληθωρισμός κατέτρωγε τα χρέη, ενώ, την ίδια στιγμή, το εργατικό εισόδημα ανέβαινε, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, τα κέρδη μειώνονταν, τα συνδικάτα ισχυροποιούνταν, οι ανισότητες περιορίζονταν και η θέση των δανειστών και των επιχειρηματιών αποδυναμωνόταν.
Η εποχή αυτή συμπίπτει με το πέρασμα στον μεταμοντερνισμό και τη βασιλεία του απενεχοποιημένου καταναλωτή. Ενός καταναλωτή «απελευθερωμένου» από την αστική ασκητική ηθική της αναβεβλημένης απόλαυσης και της συσσώρευσης και αποταμίευσης.
Οι σαρωτικές αυτές εξελίξεις βρήκαν ανέτοιμο και αναποφάσιστο το κεϋνσιανό έθνος-κράτος. Θεωρητικά, το κράτος αυτό, παρατηρώντας την άνοδο του πληθωρισμού, θα έπρεπε να μειώσει τις δαπάνες του ή και να αυξήσει τους φόρους, για να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό όμως θα σήμαινε αποδοχή μιας σημαντικής αύξησης της ανεργίας.
Οι κυβερνήσεις της περιόδου ανέλαβαν δράση προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά πάντοτε «πολύ λίγο και πολύ αργά», αναμετρώντας το πολιτικό κόστος μιας αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Δεν αποτελεί έκπληξη, απ’ αυτή την άποψη, που στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ο κεϋνσιανισμός σαρώθηκε από τη νεοφιλελεύθερη «επανάσταση». Στόχος τώρα ήταν η σταθερότητα των τιμών και όχι η χαμηλή ανεργία, ώστε να αποκατασταθεί η αξία των χρεών και να πειθαρχηθεί η εργατική τάξη. Τα επόμενα τριάντα χρόνια μετατράπηκαν, από παράδεισο του δανειολήπτη, σε παράδεισο του δανειστή.
Το μερίδιο των κερδών και των τόκων στο εθνικό εισόδημα αυξήθηκε σε στρατοσφαιρικά ύψη, ενώ αυτό της εργασίας έπεσε, καθώς οι μισθοί έμειναν στάσιμοι. Τα εργατικά συνδικάτα συντρίφθηκαν, ενώ η ικανότητα της εργατικής τάξης να διεκδικεί μισθολογικές αυξήσεις περιορίστηκε δραστικά, λόγω της μετακίνησης μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στις αναδυόμενες οικονομίες (τις «τίγρεις της Ασίας» αρχικά και μετέπειτα στην Κίνα και την Ινδία). Τα κοινοβούλια έγιναν διακοσμητικά, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και οι τεχνοκράτες απέσπασαν τον έλεγχο της οικονομίας.
Με δεδομένο το πάγωμα των μισθών στις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, ο μόνος τρόπος να εξασφαλισθεί άνοδος της κατανάλωσης στα παλαιά κέντρα του συστήματος ήταν η υπερχρέωση ιδιωτών αλλά και κρατών. Η μαζική υπερχρέωση έγινε «η κότα που γεννά χρυσά αυγά», επιτρέποντας σε όλους, κατά κάποιον τρόπο, να είναι ευχαριστημένοι: οι μεν εργαζόμενοι συντηρώντας επίπεδα κατανάλωσης αναντίστοιχα με τα εισοδήματά τους, οι δε τραπεζίτες αποκτώντας τεράστιο πλούτο, συναλλασσόμενοι στις διαρκώς επεκτεινόμενες αγορές παραγώγων, που μεταξύ των άλλων τιμολογούν τους κινδύνους μη αποπληρωμής των χρεών.
Η ανάπτυξη του «καπιταλισμού-καζίνου» σηματοδοτεί τη συμπερίληψη και της ελίτ στη μεταμοντέρνα συνθήκη της φθοράς της παραδοσιακής αστικής ηθικής και της γενικότερης ανθρωπολογικής αποσύνθεσης.
Τελικά, πάντως, το αντιπληθωριστικό καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού αυτοϋπονομεύθηκε, όπως συνέβη και με τη στόχευση για χαμηλή ανεργία στα πλαίσια του κεϋνσιανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός πως, μετά την κρίση του 2008, οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου τροφοδότησαν με 12 τρισεκατομμύρια δολάρια την παγκόσμια οικονομία, με στόχο να την αναθερμάνουν, ο πληθωρισμός δεν αυξήθηκε εντυπωσιακά και οι ρυθμοί ανάπτυξης ανήλθαν, στην καλύτερη περίπτωση, σε μέτριους, στις κυριότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ίρβινγκ Φίσερ υπήρξε ο πρώτος που, τη δεκαετία του ’30, του προηγούμενου αιώνα, επισήμανε τον ρόλο που παίζει η αύξηση του χρέους στη δημιουργία ενός οικονομικού μπουμ και, αντίστροφα, το πόσο δυσκολεύει η υπερχρέωση την ανάκαμψη μετά από μία κρίση.
Πράγματι, η Δύση βρισκόταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, σε μία χρόνια ύφεση, που το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν αυτό που έχει αποκληθεί «αποπληθωρισμός χρέους». Το κόστος εξυπηρέτησης του αυξανόμενου βάρους των χρεών άφηνε λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αφ’ ενός, και προώθηση νέων επιχειρηματικών επενδύσεων, αφ’ ετέρου.
Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους χρησιμοποιούσαν τα φορολογικά τους έσοδα για να πληρώσουν τους ομολογιούχους, περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες. Συνολικά, τα πάντα συνωμοτούσαν προς την κατεύθυνση καθηλώσεως ή και πτώσης των τιμών και περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το νέο χρήμα που τύπωναν οι κεντρικές τράπεζες, με τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, διοχετευόταν λιγότερο στην πραγματική οικονομία για να συμβάλει στον σχηματισμό πάγιου ιδιωτικού κεφαλαίου (μηχανήματα, εξοπλισμός, κτηριακή υποδομή) και περισσότερο εισέρρεε στα χρηματιστήρια και στην αγορά ακινήτων, δημιουργώντας φούσκες.
Συμπερασματικά, σήμερα, μετά τη διοχέτευση κολοσσιαίας ρευστότητας στο σύστημα από τις κυριότερες τράπεζες και με τις αγορές να προεξοφλούν το πακέτο τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ από τον Τραμπ, οι αναλυτές βλέπουν μια κάποια επιτάχυνση της ανάπτυξης και σ’ ένα βαθμό και του πληθωρισμού, κατ’ αρχάς στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακολούθως και στην Ευρώπη.
Η διεθνής οικονομία μοιάζει να απεγκλωβίζεται από την αποπληθωριστική δίνη και να εισέρχεται σε μια περίοδο ευπαθούς και εύθραυστης ανάπτυξης. Ένα μέτριο και αβέβαιο αποτέλεσμα έχει επιτευχθεί με αντίτιμο, μεταξύ των άλλων, την τεράστια συσσώρευση χρέους (το άθροισμα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ έχει ανέλθει στο 325%). Η ανάπτυξη μέσω της συνεχούς αύξησης του χρέους εξαντλεί σταδιακά τα όριά της. Δεν μπορεί κανείς επ’ αόριστον «να κλωτσά το τενεκεδάκι παρακάτω» με περισσότερο χρέος. Η στιγμή της αλήθειας, όπου πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, πλησιάζει.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, οι οικοδόμοι του αντιπληθωριστικού καθεστώτος, στοχοποιήθηκαν από τους δανειολήπτες, ως πολιτικοί υποστηρικτές όσων διεκδικούν σήμερα αποπληρωμή των χρεών πάση θυσία.
Η γενικότερη δομική αποτυχία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να αξιοποιήσει τα πλεονάσματα της κάποιας ευημερίας των προ της κρίσης δεκαετιών, για να αποζημιώσει τους χαμένους αυτής της περιόδου, στρέφει τα εργατικά στρώματα στην αγκαλιά της νέας εθνικιστικής δεξιάς, η οποία, πάντως, δεν μονοπωλεί τον «αντισυστημισμό» αφού, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη, ενισχύονται και μορφώματα με αριστερό πρόσημο.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στη νέα Δεξιά, μπορεί μεν να αρθρώνει έναν λόγο, ο οποίος έχει ως αιχμή του την αντιπαλότητα προς τους μετανάστες, καθώς η μετανάστευση αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της παγκοσμιοποίησης, αλλά κάθε άλλο παρά περιορίζεται σ’ αυτή την αντιμεταναστευτική ατζέντα.
Ο Τραμπ, η Λεπέν και άλλοι εκφραστές αυτού του χώρου, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, κάνουν λόγο για ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που εκχωρήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια σε μια διεθνή γραφειοκρατία και σε μερίδες της οικονομικής ολιγαρχίας, κυρίως τη χρηματοπιστωτική. Για τη νέα Δεξιά, η αποπαγκοσμιοποίηση περνάει μέσα από την επιστροφή στο έθνος-κράτος. Η εποχή του νεοεθνικισμού, έστω με πολλά σύννεφα στον ορίζοντα, μοιάζει να ανατέλλει.
Συνέχεια
http://ardin-rixi.gr/archives/206324
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νορβηγός ποδοσφαιριστής «σήκωσε» το κύπελλο με το... μόριό το
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πώς είναι σήμερα ο γιος του ΜακΓκάιβερ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ