2017-12-06 11:51:07
Ξεπέρασε και τη Ρεπούση ο νέος Ειδικός Γραμματέας Λάμπρος Μπαλτσιώτης: μιλάει για Τσαμουριά και «Δημοκρατία της Μακεδονίας» - «Δεν συντελέστηκε Γενοκτονία στον Πόντο και τη Μικρά Ασία» - «Στην Ηπειρο προμελετημένη εθνοκάθαρση των... Τσάμηδων από τους Ελληνες» Εναν ιστορικό που μιλά για «προμελετημένη εθνοκάθαρση» των Τσάμηδων
από τους Ελληνες, που αμφισβητεί τη Γενοκτονία των Ποντίων και εξισώνει τις σφαγές στον Πόντο και τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους με «τις σφαγές της μειονότητας» στην Τσαμουριά επέλεξε η κυβέρνηση για τη θέση του νέου ειδικού γραμματέα Ιθαγένειας!
Την ώρα που η αλυτρωτική ρητορική των γειτόνων μας βρίσκεται σε έξαρση, η τοποθέτηση στο κρίσιμο αυτό πόστο του 51χρονου διδάκτορα Ιστορίας Λάμπρου Μπαλτσιώτη, προκειμένου να επιταχύνει τις διαδικασίες απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, αποκτά προφανώς ιδιαίτερη, αν όχι ανησυχητική σημασία. Δεδομένου ότι ο εν λόγω διορισμένος ως ειδικός επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη ιστορικός αναφέρεται δημοσίως στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και εναντιώνεται με παρεμβάσεις του στη «δεξιά ποντιακή αφήγηση», μάλλον δεν συνεισφέρει με τις απόψεις του στην υγιή και ψύχραιμη, απαλλαγμένη από υπερβολές και μονομέρειες, αποτίμηση της ιστορικής μνήμης.
Λόγω της ενασχόλησής του με την ανάδειξη των ευαίσθητων ζητημάτων των μειονοτήτων στην υποτιθέμενη -όπως χαρακτηρίζεται από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών- προσπάθειά του αποδυνάμωσης των εθνικισμών, ο ίδιος θεωρείται από πολλούς συναδέλφους του ως θιασώτης της απλοποίησης και της επιτάχυνσης των διαδικασιών για την κτήση ιθαγένειας. Διαδικασίες που έχει θέσει ως προτεραιότητα η σημερινή κυβέρνηση.
Η ομιλία στο ΚΕΜΟ
Οταν τον Φεβρουάριο του 2008 ο κ. Μπαλτσιώτης συμμετείχε ως ομιλητής στην πρώτη δημόσια και θυελλώδη εκδήλωση που έγινε στη χώρα μας για το ζήτημα των Τσάμηδων, το εξοργισμένο ακροατήριο, αποτελούμενο από μέλη βορειοηπειρωτικών συλλόγων, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη μετέπειτα εξέλιξή του σε επικεφαλής ενός ευαίσθητου κυβερνητικού πόστου. Στη σχετική πρόσκληση εκείνης της ημερίδας με θέμα «Ιστορία και επικαιρότητα του ζητήματος των Τσάμηδων στις ελλονοαλβανικές σχέσεις» -που πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ)- αναγραφόταν: «Για πρώτη φορά στην Ελλάδα επιχειρείται με δημόσια εκδήλωση η μελέτη ενός από τα πιο “ευαίσθητα” μειονοτικά ζητήματα της Ελληνικής Ιστορίας», με τον νυν ειδικό γραμματέα Ιθαγένειας να αναπτύσσει το θέμα «Οι προϋποθέσεις της έξωσης».
Η ομιλία του κατηγορήθηκε από συναδέλφους του στον ίδιο επιστημονικό κλάδο -στο σύνολό της- ως «πολιτική ανακατασκευή» της Ιστορίας. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό ιστορικής αλλοίωσης ώστε οι ίδιοι μετριοπαθείς ιστορικοί έκαναν σκωπτικά λόγο ότι άνετα η συγκεκριμένη ομιλία του θα μπορούσε να αναγνωστεί στην αλβανική Βουλή που ομόφωνα έχει ορίσει την 27η Ιουνίου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Τσάμηδων! Στον απόηχο της ημερίδας τα βραδινά δελτία ειδήσεων εκείνης της ημέρας φιλοξενούσαν ρεπορτάζ με τον τίτλο «Υπέρ των Τσάμηδων Ελληνες επιστήμονες». Ωστόσο η αποδομητική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων υπό το πρίσμα της ιδεολογικά φορτισμένης χρήσης τους δεν σταμάτησε εκεί.
«Ομογενής, ήτοι Ελλην ή Αλβανός την καταγωγήν» τιτλοφορούνταν το άρθρο του κ. Μπαλτσιώτη στην «Αυγή» τον Φεβρουάριο του 2011 με αφορμή την απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι βασικές διατάξεις του Νόμου 3838/2010 περί μαζικής απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς και του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές.
Ο αρθρογράφος, αφού αναφέρθηκε «στην άγνοια των δικαστών σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας, ιστορία αποκρύψεων, αντιφάσεων και αλλαγών...», απάντησε στο υποθετικό ερώτημα που έθεσε: «Ας υποθέσουμε, όμως, ότι μπροστά στους δικαστές που εξέδωσαν τη συγκεκριμένη απόφαση παρουσιάζονταν δύο έφηβοι. Ο ένας απόγονος κάποιου που έφυγε από την Πελοπόννησο πριν από έξι γενιές (με 1,5% ελληνικό αίμα!), με πλήρη άγνοια των ελληνικών και της Ελλάδας και Ελληνας πολίτης με τη λογική της καταγωγής, αλλά και με το ισχύον και σήμερα δίκαιο, ακόμη και μετά τη μεταρρύθμιση του 2010. Ο άλλος, ένα παιδί χωρίς ελληνική καταγωγή, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι οι ίδιοι δικαστές θα διάλεγαν ως κατάλληλο να είναι Ελληνας πολίτης τον δεύτερο».
Εξι χρόνια αργότερα και με βάση τον νόμο της προ 4μήνου σύστασης της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας, η οποία υπάγεται απευθείας στον υπουργό Εσωτερικών Πάνο Σκουρλέτη, τα τρέχοντα καθήκοντα του κ. Μπαλτσιώτη είναι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημόσιων πολιτικών για θέματα που αφορούν στην κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ παράλληλα έχει υπό την εποπτεία του τη Διεύθυνση Ιθαγένειας του υπουργείου. Η επιστημονική εξειδίκευση του ειδικού γραμματέα Ιθαγένειας επικεντρώνεται σε ζητήματα γλωσσικής και θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, σπούδασε Ιστορία στο δημόσιο κολέγιο του Παρισιού Ecole des Hautes Études en Sciences Sociales, ενώ σήμερα είναι διδάκτωρ Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο διδάσκει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα το μάθημα «Η ετερότητα στα Βαλκάνια, οι πηγές και η ανάγνωσή τους».
Το κυβερνητικό στέλεχος υποστηρίζει ότι δεν συντελέστηκε Γενοκτονία στον Πόντο και ότι ο συγκεκριμένος όρος δρα αποπροσανατολιστικά καθώς η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην εκφορά εθνικιστικού και αλυτρωτικού λόγου
Η Τσαμουριά και οι «σφαγές»
Στη μελέτη του με τίτλο «Τσαμουριά: Πραγματικότητες και φαντασιώσεις» που περιλαμβάνεται στον φάκελο σημειώσεων για το μάθημα «Ιστορία και πολιτισμός της νεότερης Αλβανίας» του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, αναφέρεται στις «σφαγές» των Τσάμηδων από ελληνικά αντάρτικα αποσπάσματα. Ξεκινώντας από την παραδοχή της πλήρους απόκρυψης «των σφαγών της μειονότητας από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) που χαρακτηρίζει την ελληνική πλευρά», ο κ. Μπαλτσιώτης επισημαίνει: «Αυτό που έπραξε ο ΕΔΕΣ ήταν μια προμελετημένη εθνοκάθαρση, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιούμε σήμερα: σκοπός ήταν η εκδίωξη της μειονότητας και ένα από τα μέσα ήταν οι σφαγές. Και ο ΕΔΕΣ μπορεί να μην ήταν το συντεταγμένο κράτος, λίγο καιρό αργότερα, όμως, συμμετείχε στο κράτος».
Αφού ισχυρίζεται ότι η ελληνική αφήγηση «αποκρύπτει πλήρως την εθνοκάθαρση και τις σφαγές», ο ιστορικός επιχειρεί μια ακροβατική σύνδεση των γεγονότων που συνέβησαν στην περιοχή της Τσαμουριάς με τη σφαγή των ελληνικών πληθυσμών κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Η αναγόρευση σε γενοκτονία (των Τσάμηδων) των γεγονότων του 1944-1945 από την αλβανική Βουλή απλώς επιβεβαιώνει την εθνική τύφλωση και υποστηρίζει την άποψη ότι μια ανιστορική εθνικιστική πολιτική μπορεί να είναι καλή εσωτερική και εξωτερική πολιτική, θυμίζει δε αρκετά την πιο πρόσφατη αναγόρευση σε γενοκτονία των σφαγών και των εκτοπισμών που διεπράχθησαν κατά των ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία». Στο σημείο αυτό της μελέτης το κυβερνητικό στέλεχος κάνει αναφορά και στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! «Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια αναπτύσσεται στην Αλβανία ένας εθνικιστικός λόγος στον οποίο η Τσαμουριά κατέχει προνομιακή θέση δίπλα στο Κόσοβο και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Αναφορά σε «Μακεδόνες» και «μακεδονική μειονότητα» κάνει ο ιστορικός και στη μελέτη του «Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας: Μια προσπάθεια προσέγγισης». Εξάλλου, ο κ. Μπαλτσιώτης συμμετείχε το 2010 στην ημερίδα με τίτλο «Από κοινού οικοδομούμε γέφυρες», η οποία πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια με ομιλητές Σκοπιανούς και Ελληνες ιστορικούς σε μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών των δύο χωρών μέσω της Ιστορίας. Αναφορικά με τους Ελληνες της Αλβανίας, στην παραπάνω ανάλυση επισημαίνει: «Ο αλυτρωτικός (πια) όρος Βόρειος Ηπειρος χαρακτηρίζει τα εδάφη που ακόμα διεκδικούνταν από την Ελλάδα και ο όρος Βορειοηπειρώτης αντίστοιχα τους ορθόδοξους πληθυσμούς που κατοικούσαν σε αυτά. Μέχρι και σήμερα, ως επιχείρημα της ελληνικότητας αυτών των περιοχών προτάσσεται η ύπαρξη ελληνικών σχολείων σε πολλές ορθόδοξες κοινότητες μέχρι τη δημιουργία του αλβανικού κράτους ή και αργότερα. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο».
Στο περιοδικό «Χρόνος» αμφισβήτησε τη Γενοκτονία των Ποντίων
Στο μεταξύ, ιδιαίτερη σύνδεση της Γενοκτονίας των Ποντίων με την υπόθεση των Τσάμηδων επιχειρείται στο κείμενο του κ. Μπαλτσιώτη με τίτλο «Ποιον ωφελεί η αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων» που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2013 στο περιοδικό «Χρόνος». Αναφερόμενος στη χρήση του όρου «γενοκτονία» για τις σφαγές των Τούρκων στον Πόντο γράφει: «Αν ανήκουμε, λοιπόν, σε όσους επικροτούν τη χρήση του όρου ως ιστορικού αναλυτικού εργαλείου, θα μπορούσε να αποδεχθεί κανείς την ποντιακή γενοκτονία, καθώς όπως είδαμε το κάνουν κάποια μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας για ήσσονος σημασίας συμβάντα, αν και πάλι θα έπρεπε να δικαιολογηθεί η χρήση του όρου. Ερχόμενοι στην ελληνική περίπτωση, οι “χρήστες” του όρου θα πρέπει προφανώς με συνέπεια να τον χρησιμοποιούν, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των μουσουλμάνων Τσάμηδων ή ακόμη και κάποιων πράξεων που έκαναν αντάρτικα σώματα στον Πόντο».
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζει ότι δεν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο συγκριτικά με τις σφαγές των Αρμενίων από τους Τούρκους, κάνοντας λόγο για «ψευδοεπιστημονική βιβλιογραφία». «Με αφετηρία τα παραπάνω, δηλαδή τη θεώρηση της “βαρύτητας” και τη σύγκριση με τους Αρμένιους, δεν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο και παράλληλα βέβαια στη Μικρά Ασία. Είναι προφανές ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια λαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και την εθνική, βασισμένες είτε σε πραγματικές μαρτυρίες είτε σε κατασκευές, αλλά ακόμη και σε μυθεύματα. Εχει δημιουργηθεί μια ψευδοεπιστημονική βιβλιογραφία, στην οποία μετέχουν και κάποια μέλη της κοινότητας των ιστορικών, που πολλές φορές αποδέχονται στοιχειωδώς χαλκευμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα αυτά του πληθυσμού στον Πόντο πριν από τις εκκαθαρίσεις και των θυμάτων τους, ή που δυστυχώς κατασκευάζουν άλλα, όπως των υποτιθέμενων “κρυπτοχριστιανών” που έμειναν πίσω».
Στο ίδιο άρθρο, αφού εκφράζει την πεποίθησή του ότι το ερώτημα για τον αν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο είναι πολιτικό και όχι ιστορικό, σημειώνει με κάποια έλλειψη σεβασμού, προς την ξεριζωμένη από την πατρογονική της γη, δραστήρια και ακμάζουσα σήμερα στη Ελλάδα και τον κόσμο, ποντιακή κοινότητα: «Από την καθιέρωση της Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας, που άλλωστε προτάθηκε από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ, μέχρι την προσθήκη της ποντιακής φορεσιάς στην προεδρική φρουρά, βλέπουμε ένα συνεχές στην αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία επένδυσης στο ποντιακό, όπου από πολιτικούς, τοπικούς παράγοντες και ακαδημαϊκούς, μέχρι γυμναστές-χορογράφους και εταιρείες τροφοδοσίας αναπαρήγαγαν -και οικονομικά- το ίδιο το ζήτημα, αλλά και τον ρόλο του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θεωρώ δε ότι όλα αυτά τα είχαν ήδη εγκολπωθεί και τα διαχειρίζονταν όχι μόνο οι εργολάβοι του ποντιακού, αλλά όλοι οι αντιτιθέμενοι στους “γραικύλους”, από τον Καραμπελιά και τον Καλεντερίδη μέχρι τον Χριστόδουλο και τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, δηλαδή είχε ήδη διαχυθεί το ζήτημα στην ακροδεξιά, ειδικά στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά όχι μόνο».
Παράλληλα, εκτιμώντας ότι οι γενοκτονίες «αυγαταίνουν κάθε χρόνο και η σημασία τους μειώνεται», επικεντρώνεται στο αφήγημά του, στο οποίο ισχυρίζεται ότι η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων οδήγησε την ελληνική πλευρά στην εκφορά εθνικιστικού και αλυτρωτικού λόγου. «Η γενοκτονία δηλαδή αποτελεί μια αναφορά, που ναι μεν ωφέλησε την κοινότητα, καθώς αναπροσάρμοσε τη θέση της στην ιεραρχία του εθνικού φαντασιακού, αλλά άνοιξε τον δρόμο για την άσκηση ενός εθνικιστικού, αν όχι λανθάνοντα αλυτρωτικού λόγου και ανάλογων επενδύσεων πολιτικού κεφαλαίου σε αυτόν. Παράλληλα, εξελίχθηκε μια άλλη διαδικασία, αυτή της δημιουργίας ενός ιστορικού ενιαίου φαντασιακού Πόντου».
Οσοι ενδιαφέρονται, πάντως, για την πλήρη ανάπτυξη της συλλογιστικής του κ. Μπαλτσιώτη και την εξαγωγή των διατυπωμένων συμπερασμάτων του γι’ αυτό το ευαίσθητο ζήτημα, μπορούν να διαβάσουν σε πλήρη έκταση το άρθρο του στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.chronosmag.eu/index.php/lplss-p-fl-ex-ths-p.html.
Οι αντιδράσεις των ιστορικών
Οι αντιδράσεις που πυροδότησε με τις συγκεκριμένες θέσεις του από ιστορικούς ποντιακής καταγωγής και όχι μόνο, οδήγησαν τον κ. Μπαλτσιώτη να επανέλθει δύο μήνες αργότερα με νέο άρθρο του στον ίδιο ιστότοπο, με τίτλο «Είτε ως ερμηνευτική αφετηρία είτε ως ερμηνευτικό ζητούμενο, η “γενοκτονία” δεν μπορεί παρά να δρα αποπροσανατολιστικά», όπου αρνείται ότι ανήκει στους «αρνητές της ποντιακής-μικρασιατικής γενοκτονίας», αλλά δεν θεωρεί ότι (η γενοκτονία) είναι όρος ιστορικής ανάλυσης και «ταξινόμησης». Παράλληλα, δηλώνει ευθαρσώς αριστερός ιστορικός. «Οσο για τον χαρακτηρισμό μου ως “αριστερού ιστορικού”, η αλήθεια είναι -για να μιλήσω συναισθηματικά- τον αποδέχομαι και εναντιώνομαι σε μια “δεξιά” ποντιακή αφήγηση». Και καταλήγει: «Είτε ως ερμηνευτική αφετηρία, είτε ως ερμηνευτικό ζητούμενο, η “γενοκτονία”, όπως κάθε άλλη τέτοιου τύπου έννοια, δεν μπορεί παρά να δρα αποπροσανατολιστικά και να δημιουργεί νέες αφηγήσεις που “ποιοτικά” δεν διαφέρουν από τις στρατευμένες εθνικές ή άλλες αφηγήσεις όπως τις γνωρίσαμε -μάλιστα μέχρι πρόσφατα- στην Ελλάδα και την Τουρκία». Βλ. www. chronosmag.eu/index.php/lplss-f-g-e-p-p-e-ppsls.html
Επιστημονικοί κύκλοι, πάντως, αναφερόμενοι στο φορτισμένο ιδεολογικά έργο καθώς και στις αριστερόστροφες μελέτες και έρευνες του νεοδιορισμένου επικεφαλής της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας, εκτιμούν ότι τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να τροφοδοτήσουν τυφλές εντάσεις ανάμεσα στους αυτόκλητους «εθναμύντορες» που εκφράζουν την «οργή» και την «αγανάκτησή» τους κατά του λεγόμενου εθνομηδενισμού. Προφανώς την ευθύνη για την επιλογή και την τοποθέτηση του κ. Μπαλτσιώτη σε ευαίσθητη θέση την έχει η κυβέρνηση, η οποία το λιγότερο επωμίζεται και το βάρος των «εξεζητημένων», αν όχι ακραίων, ιστορικών του τοποθετήσεων, αν δεν συμφωνεί απόλυτα με αυτές. Ωστόσο, κατά την άσκηση των καθηκόντων του για τη διεκπεραίωση και την επιτάχυνση σε υποθέσεις κτήσης ιθαγένειας από αλλοδαπούς, που επιθυμεί ασμένως η κυβέρνηση, απαιτείται ορθολογισμός και διαφάνεια.
anatakti
από τους Ελληνες, που αμφισβητεί τη Γενοκτονία των Ποντίων και εξισώνει τις σφαγές στον Πόντο και τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους με «τις σφαγές της μειονότητας» στην Τσαμουριά επέλεξε η κυβέρνηση για τη θέση του νέου ειδικού γραμματέα Ιθαγένειας!
Την ώρα που η αλυτρωτική ρητορική των γειτόνων μας βρίσκεται σε έξαρση, η τοποθέτηση στο κρίσιμο αυτό πόστο του 51χρονου διδάκτορα Ιστορίας Λάμπρου Μπαλτσιώτη, προκειμένου να επιταχύνει τις διαδικασίες απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, αποκτά προφανώς ιδιαίτερη, αν όχι ανησυχητική σημασία. Δεδομένου ότι ο εν λόγω διορισμένος ως ειδικός επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη ιστορικός αναφέρεται δημοσίως στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και εναντιώνεται με παρεμβάσεις του στη «δεξιά ποντιακή αφήγηση», μάλλον δεν συνεισφέρει με τις απόψεις του στην υγιή και ψύχραιμη, απαλλαγμένη από υπερβολές και μονομέρειες, αποτίμηση της ιστορικής μνήμης.
Λόγω της ενασχόλησής του με την ανάδειξη των ευαίσθητων ζητημάτων των μειονοτήτων στην υποτιθέμενη -όπως χαρακτηρίζεται από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών- προσπάθειά του αποδυνάμωσης των εθνικισμών, ο ίδιος θεωρείται από πολλούς συναδέλφους του ως θιασώτης της απλοποίησης και της επιτάχυνσης των διαδικασιών για την κτήση ιθαγένειας. Διαδικασίες που έχει θέσει ως προτεραιότητα η σημερινή κυβέρνηση.
Η ομιλία στο ΚΕΜΟ
Οταν τον Φεβρουάριο του 2008 ο κ. Μπαλτσιώτης συμμετείχε ως ομιλητής στην πρώτη δημόσια και θυελλώδη εκδήλωση που έγινε στη χώρα μας για το ζήτημα των Τσάμηδων, το εξοργισμένο ακροατήριο, αποτελούμενο από μέλη βορειοηπειρωτικών συλλόγων, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη μετέπειτα εξέλιξή του σε επικεφαλής ενός ευαίσθητου κυβερνητικού πόστου. Στη σχετική πρόσκληση εκείνης της ημερίδας με θέμα «Ιστορία και επικαιρότητα του ζητήματος των Τσάμηδων στις ελλονοαλβανικές σχέσεις» -που πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ)- αναγραφόταν: «Για πρώτη φορά στην Ελλάδα επιχειρείται με δημόσια εκδήλωση η μελέτη ενός από τα πιο “ευαίσθητα” μειονοτικά ζητήματα της Ελληνικής Ιστορίας», με τον νυν ειδικό γραμματέα Ιθαγένειας να αναπτύσσει το θέμα «Οι προϋποθέσεις της έξωσης».
Η ομιλία του κατηγορήθηκε από συναδέλφους του στον ίδιο επιστημονικό κλάδο -στο σύνολό της- ως «πολιτική ανακατασκευή» της Ιστορίας. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό ιστορικής αλλοίωσης ώστε οι ίδιοι μετριοπαθείς ιστορικοί έκαναν σκωπτικά λόγο ότι άνετα η συγκεκριμένη ομιλία του θα μπορούσε να αναγνωστεί στην αλβανική Βουλή που ομόφωνα έχει ορίσει την 27η Ιουνίου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Τσάμηδων! Στον απόηχο της ημερίδας τα βραδινά δελτία ειδήσεων εκείνης της ημέρας φιλοξενούσαν ρεπορτάζ με τον τίτλο «Υπέρ των Τσάμηδων Ελληνες επιστήμονες». Ωστόσο η αποδομητική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων υπό το πρίσμα της ιδεολογικά φορτισμένης χρήσης τους δεν σταμάτησε εκεί.
«Ομογενής, ήτοι Ελλην ή Αλβανός την καταγωγήν» τιτλοφορούνταν το άρθρο του κ. Μπαλτσιώτη στην «Αυγή» τον Φεβρουάριο του 2011 με αφορμή την απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι βασικές διατάξεις του Νόμου 3838/2010 περί μαζικής απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς και του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές.
Ο αρθρογράφος, αφού αναφέρθηκε «στην άγνοια των δικαστών σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας, ιστορία αποκρύψεων, αντιφάσεων και αλλαγών...», απάντησε στο υποθετικό ερώτημα που έθεσε: «Ας υποθέσουμε, όμως, ότι μπροστά στους δικαστές που εξέδωσαν τη συγκεκριμένη απόφαση παρουσιάζονταν δύο έφηβοι. Ο ένας απόγονος κάποιου που έφυγε από την Πελοπόννησο πριν από έξι γενιές (με 1,5% ελληνικό αίμα!), με πλήρη άγνοια των ελληνικών και της Ελλάδας και Ελληνας πολίτης με τη λογική της καταγωγής, αλλά και με το ισχύον και σήμερα δίκαιο, ακόμη και μετά τη μεταρρύθμιση του 2010. Ο άλλος, ένα παιδί χωρίς ελληνική καταγωγή, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι οι ίδιοι δικαστές θα διάλεγαν ως κατάλληλο να είναι Ελληνας πολίτης τον δεύτερο».
Εξι χρόνια αργότερα και με βάση τον νόμο της προ 4μήνου σύστασης της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας, η οποία υπάγεται απευθείας στον υπουργό Εσωτερικών Πάνο Σκουρλέτη, τα τρέχοντα καθήκοντα του κ. Μπαλτσιώτη είναι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημόσιων πολιτικών για θέματα που αφορούν στην κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ παράλληλα έχει υπό την εποπτεία του τη Διεύθυνση Ιθαγένειας του υπουργείου. Η επιστημονική εξειδίκευση του ειδικού γραμματέα Ιθαγένειας επικεντρώνεται σε ζητήματα γλωσσικής και θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, σπούδασε Ιστορία στο δημόσιο κολέγιο του Παρισιού Ecole des Hautes Études en Sciences Sociales, ενώ σήμερα είναι διδάκτωρ Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο διδάσκει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα το μάθημα «Η ετερότητα στα Βαλκάνια, οι πηγές και η ανάγνωσή τους».
Το κυβερνητικό στέλεχος υποστηρίζει ότι δεν συντελέστηκε Γενοκτονία στον Πόντο και ότι ο συγκεκριμένος όρος δρα αποπροσανατολιστικά καθώς η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην εκφορά εθνικιστικού και αλυτρωτικού λόγου
Η Τσαμουριά και οι «σφαγές»
Στη μελέτη του με τίτλο «Τσαμουριά: Πραγματικότητες και φαντασιώσεις» που περιλαμβάνεται στον φάκελο σημειώσεων για το μάθημα «Ιστορία και πολιτισμός της νεότερης Αλβανίας» του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, αναφέρεται στις «σφαγές» των Τσάμηδων από ελληνικά αντάρτικα αποσπάσματα. Ξεκινώντας από την παραδοχή της πλήρους απόκρυψης «των σφαγών της μειονότητας από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) που χαρακτηρίζει την ελληνική πλευρά», ο κ. Μπαλτσιώτης επισημαίνει: «Αυτό που έπραξε ο ΕΔΕΣ ήταν μια προμελετημένη εθνοκάθαρση, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιούμε σήμερα: σκοπός ήταν η εκδίωξη της μειονότητας και ένα από τα μέσα ήταν οι σφαγές. Και ο ΕΔΕΣ μπορεί να μην ήταν το συντεταγμένο κράτος, λίγο καιρό αργότερα, όμως, συμμετείχε στο κράτος».
Αφού ισχυρίζεται ότι η ελληνική αφήγηση «αποκρύπτει πλήρως την εθνοκάθαρση και τις σφαγές», ο ιστορικός επιχειρεί μια ακροβατική σύνδεση των γεγονότων που συνέβησαν στην περιοχή της Τσαμουριάς με τη σφαγή των ελληνικών πληθυσμών κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Η αναγόρευση σε γενοκτονία (των Τσάμηδων) των γεγονότων του 1944-1945 από την αλβανική Βουλή απλώς επιβεβαιώνει την εθνική τύφλωση και υποστηρίζει την άποψη ότι μια ανιστορική εθνικιστική πολιτική μπορεί να είναι καλή εσωτερική και εξωτερική πολιτική, θυμίζει δε αρκετά την πιο πρόσφατη αναγόρευση σε γενοκτονία των σφαγών και των εκτοπισμών που διεπράχθησαν κατά των ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία». Στο σημείο αυτό της μελέτης το κυβερνητικό στέλεχος κάνει αναφορά και στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! «Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια αναπτύσσεται στην Αλβανία ένας εθνικιστικός λόγος στον οποίο η Τσαμουριά κατέχει προνομιακή θέση δίπλα στο Κόσοβο και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Αναφορά σε «Μακεδόνες» και «μακεδονική μειονότητα» κάνει ο ιστορικός και στη μελέτη του «Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας: Μια προσπάθεια προσέγγισης». Εξάλλου, ο κ. Μπαλτσιώτης συμμετείχε το 2010 στην ημερίδα με τίτλο «Από κοινού οικοδομούμε γέφυρες», η οποία πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια με ομιλητές Σκοπιανούς και Ελληνες ιστορικούς σε μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών των δύο χωρών μέσω της Ιστορίας. Αναφορικά με τους Ελληνες της Αλβανίας, στην παραπάνω ανάλυση επισημαίνει: «Ο αλυτρωτικός (πια) όρος Βόρειος Ηπειρος χαρακτηρίζει τα εδάφη που ακόμα διεκδικούνταν από την Ελλάδα και ο όρος Βορειοηπειρώτης αντίστοιχα τους ορθόδοξους πληθυσμούς που κατοικούσαν σε αυτά. Μέχρι και σήμερα, ως επιχείρημα της ελληνικότητας αυτών των περιοχών προτάσσεται η ύπαρξη ελληνικών σχολείων σε πολλές ορθόδοξες κοινότητες μέχρι τη δημιουργία του αλβανικού κράτους ή και αργότερα. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο».
Στο περιοδικό «Χρόνος» αμφισβήτησε τη Γενοκτονία των Ποντίων
Στο μεταξύ, ιδιαίτερη σύνδεση της Γενοκτονίας των Ποντίων με την υπόθεση των Τσάμηδων επιχειρείται στο κείμενο του κ. Μπαλτσιώτη με τίτλο «Ποιον ωφελεί η αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων» που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2013 στο περιοδικό «Χρόνος». Αναφερόμενος στη χρήση του όρου «γενοκτονία» για τις σφαγές των Τούρκων στον Πόντο γράφει: «Αν ανήκουμε, λοιπόν, σε όσους επικροτούν τη χρήση του όρου ως ιστορικού αναλυτικού εργαλείου, θα μπορούσε να αποδεχθεί κανείς την ποντιακή γενοκτονία, καθώς όπως είδαμε το κάνουν κάποια μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας για ήσσονος σημασίας συμβάντα, αν και πάλι θα έπρεπε να δικαιολογηθεί η χρήση του όρου. Ερχόμενοι στην ελληνική περίπτωση, οι “χρήστες” του όρου θα πρέπει προφανώς με συνέπεια να τον χρησιμοποιούν, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των μουσουλμάνων Τσάμηδων ή ακόμη και κάποιων πράξεων που έκαναν αντάρτικα σώματα στον Πόντο».
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζει ότι δεν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο συγκριτικά με τις σφαγές των Αρμενίων από τους Τούρκους, κάνοντας λόγο για «ψευδοεπιστημονική βιβλιογραφία». «Με αφετηρία τα παραπάνω, δηλαδή τη θεώρηση της “βαρύτητας” και τη σύγκριση με τους Αρμένιους, δεν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο και παράλληλα βέβαια στη Μικρά Ασία. Είναι προφανές ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια λαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και την εθνική, βασισμένες είτε σε πραγματικές μαρτυρίες είτε σε κατασκευές, αλλά ακόμη και σε μυθεύματα. Εχει δημιουργηθεί μια ψευδοεπιστημονική βιβλιογραφία, στην οποία μετέχουν και κάποια μέλη της κοινότητας των ιστορικών, που πολλές φορές αποδέχονται στοιχειωδώς χαλκευμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα αυτά του πληθυσμού στον Πόντο πριν από τις εκκαθαρίσεις και των θυμάτων τους, ή που δυστυχώς κατασκευάζουν άλλα, όπως των υποτιθέμενων “κρυπτοχριστιανών” που έμειναν πίσω».
Στο ίδιο άρθρο, αφού εκφράζει την πεποίθησή του ότι το ερώτημα για τον αν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο είναι πολιτικό και όχι ιστορικό, σημειώνει με κάποια έλλειψη σεβασμού, προς την ξεριζωμένη από την πατρογονική της γη, δραστήρια και ακμάζουσα σήμερα στη Ελλάδα και τον κόσμο, ποντιακή κοινότητα: «Από την καθιέρωση της Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας, που άλλωστε προτάθηκε από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ, μέχρι την προσθήκη της ποντιακής φορεσιάς στην προεδρική φρουρά, βλέπουμε ένα συνεχές στην αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία επένδυσης στο ποντιακό, όπου από πολιτικούς, τοπικούς παράγοντες και ακαδημαϊκούς, μέχρι γυμναστές-χορογράφους και εταιρείες τροφοδοσίας αναπαρήγαγαν -και οικονομικά- το ίδιο το ζήτημα, αλλά και τον ρόλο του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θεωρώ δε ότι όλα αυτά τα είχαν ήδη εγκολπωθεί και τα διαχειρίζονταν όχι μόνο οι εργολάβοι του ποντιακού, αλλά όλοι οι αντιτιθέμενοι στους “γραικύλους”, από τον Καραμπελιά και τον Καλεντερίδη μέχρι τον Χριστόδουλο και τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, δηλαδή είχε ήδη διαχυθεί το ζήτημα στην ακροδεξιά, ειδικά στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά όχι μόνο».
Παράλληλα, εκτιμώντας ότι οι γενοκτονίες «αυγαταίνουν κάθε χρόνο και η σημασία τους μειώνεται», επικεντρώνεται στο αφήγημά του, στο οποίο ισχυρίζεται ότι η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων οδήγησε την ελληνική πλευρά στην εκφορά εθνικιστικού και αλυτρωτικού λόγου. «Η γενοκτονία δηλαδή αποτελεί μια αναφορά, που ναι μεν ωφέλησε την κοινότητα, καθώς αναπροσάρμοσε τη θέση της στην ιεραρχία του εθνικού φαντασιακού, αλλά άνοιξε τον δρόμο για την άσκηση ενός εθνικιστικού, αν όχι λανθάνοντα αλυτρωτικού λόγου και ανάλογων επενδύσεων πολιτικού κεφαλαίου σε αυτόν. Παράλληλα, εξελίχθηκε μια άλλη διαδικασία, αυτή της δημιουργίας ενός ιστορικού ενιαίου φαντασιακού Πόντου».
Οσοι ενδιαφέρονται, πάντως, για την πλήρη ανάπτυξη της συλλογιστικής του κ. Μπαλτσιώτη και την εξαγωγή των διατυπωμένων συμπερασμάτων του γι’ αυτό το ευαίσθητο ζήτημα, μπορούν να διαβάσουν σε πλήρη έκταση το άρθρο του στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.chronosmag.eu/index.php/lplss-p-fl-ex-ths-p.html.
Οι αντιδράσεις των ιστορικών
Οι αντιδράσεις που πυροδότησε με τις συγκεκριμένες θέσεις του από ιστορικούς ποντιακής καταγωγής και όχι μόνο, οδήγησαν τον κ. Μπαλτσιώτη να επανέλθει δύο μήνες αργότερα με νέο άρθρο του στον ίδιο ιστότοπο, με τίτλο «Είτε ως ερμηνευτική αφετηρία είτε ως ερμηνευτικό ζητούμενο, η “γενοκτονία” δεν μπορεί παρά να δρα αποπροσανατολιστικά», όπου αρνείται ότι ανήκει στους «αρνητές της ποντιακής-μικρασιατικής γενοκτονίας», αλλά δεν θεωρεί ότι (η γενοκτονία) είναι όρος ιστορικής ανάλυσης και «ταξινόμησης». Παράλληλα, δηλώνει ευθαρσώς αριστερός ιστορικός. «Οσο για τον χαρακτηρισμό μου ως “αριστερού ιστορικού”, η αλήθεια είναι -για να μιλήσω συναισθηματικά- τον αποδέχομαι και εναντιώνομαι σε μια “δεξιά” ποντιακή αφήγηση». Και καταλήγει: «Είτε ως ερμηνευτική αφετηρία, είτε ως ερμηνευτικό ζητούμενο, η “γενοκτονία”, όπως κάθε άλλη τέτοιου τύπου έννοια, δεν μπορεί παρά να δρα αποπροσανατολιστικά και να δημιουργεί νέες αφηγήσεις που “ποιοτικά” δεν διαφέρουν από τις στρατευμένες εθνικές ή άλλες αφηγήσεις όπως τις γνωρίσαμε -μάλιστα μέχρι πρόσφατα- στην Ελλάδα και την Τουρκία». Βλ. www. chronosmag.eu/index.php/lplss-f-g-e-p-p-e-ppsls.html
Επιστημονικοί κύκλοι, πάντως, αναφερόμενοι στο φορτισμένο ιδεολογικά έργο καθώς και στις αριστερόστροφες μελέτες και έρευνες του νεοδιορισμένου επικεφαλής της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας, εκτιμούν ότι τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να τροφοδοτήσουν τυφλές εντάσεις ανάμεσα στους αυτόκλητους «εθναμύντορες» που εκφράζουν την «οργή» και την «αγανάκτησή» τους κατά του λεγόμενου εθνομηδενισμού. Προφανώς την ευθύνη για την επιλογή και την τοποθέτηση του κ. Μπαλτσιώτη σε ευαίσθητη θέση την έχει η κυβέρνηση, η οποία το λιγότερο επωμίζεται και το βάρος των «εξεζητημένων», αν όχι ακραίων, ιστορικών του τοποθετήσεων, αν δεν συμφωνεί απόλυτα με αυτές. Ωστόσο, κατά την άσκηση των καθηκόντων του για τη διεκπεραίωση και την επιτάχυνση σε υποθέσεις κτήσης ιθαγένειας από αλλοδαπούς, που επιθυμεί ασμένως η κυβέρνηση, απαιτείται ορθολογισμός και διαφάνεια.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ