2017-12-09 11:52:08
Σπουδαία γλύπτρια, ασυμβίβαστη γυναίκα, ανήσυχο πνεύμα, καλλιτεχνική ιδιοφυΐα. Παρόλο που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από την σκιά του Ροντέν, το έργο της εμπνέει ακόμα και σήμερα. Και, πιθανότατα, να είχε δώσει ακόμα περισσότερα, αν η αμείλικτη απόφαση της οικογένειας της να την κλείσει σε ψυχιατρικό άσυλο δεν «σκότωνε» αυτό το ταλέντο.
Όπως πολλές από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές ιδιοφυΐες της ιστορίας έτσι και η Κλοντέλ επαλήθευσε το μοιραίο σενάριο που θέλει να αναγνωρίζονται μετά το θάνατό τους. Ποια ήταν όμως η Καμίλ Κλοντέλ και γιατί δικαιώθηκε σχεδόν 7 δεκαετίες μετά το θάνατό της;
Γεννημένη το 1864 σε μια αγροτική περιοχή της Γαλλίας μεγάλωσε με μια μητέρα που δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα στοργική μαζί της. Η απόμακρη της στάση οφείλονταν τόσο στο γεγονός ότι δεν ήταν αγόρι, όσο και για την ανήσυχη και επαναστατική της φύση που δεν συμφωνούσε με το πνεύμα του καθωσπρεπισμού της εποχής. Από την άλλη, ο πατέρας της, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, που τη λάτρευε και, τελικά, ήταν ο μόνος από την οικογένεια της που τη στήριξε. Από πολύ μικρή έδειξε το ταλέντο της στη γλυπτική και όταν ο πατέρας της Louise Prosper το διαπίστωσε, της έδωσε το καλύτερο δωμάτιο στο σπίτι για να το χρησιμοποιήσει ως στούντιο.
Λίγο μετά την εφηβεία, η έμφυτη κλίση της στα γλυπτά, αναγνωρίστηκε από τον γλύπτη Alfred Boucher ο οποίος και έπεισε την οικογένεια της να την αφήσουν να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Κάπως έτσι, το 1881, και αφού εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με τη μητέρα και τον κατά 4 χρόνια νεότερο της αδερφό, ξεκίνησε σπουδές σχεδίου, ανατομίας και γλυπτικής στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, (αφού μέχρι και το 1897 η Ακαδημία Καλών Τεχνών δε δεχόταν γυναίκες σπουδάστριες) με τον Μπουσέ να παραμένει μέντορας της.
Στο πλευρό του Μπουσέ έμαθε τα μυστικά της γλυπτικής, ενώ ένα χρόνο αργότερα, όταν εκείνος θα έφευγε για Ιταλία, τη σύστησε και «παρέδωσε» στον Ογκίστ Ροντέν, τον άντρα που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο τόσο στην επαγγελματική, όσο και στην προσωπική της πορεία λόγω της θυελλώδους σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
Ξεκίνησε ως μαθήτρια του, έγινε μοντέλο του, ύστερα ερωμένη του και τελικά παντοτινή του μούσα. Εκείνος 43 ετών και γνωστός όχι μόνο για τα έργα του, αλλά και για την ακόρεστη επιθυμία του για τις γυναίκες, παρόλο που, επί χρόνια, συζούσε με τη σύντροφό του, Ρόουζ Μπιουρέτ. Εκείνη, κατειλημμένη από τον διακαή της πόθο για δημιουργία, εξέλιξη και φυσικά για τον εραστή της που τής έριχνε τουλάχιστον 20 χρόνια.
«Μια εξέγερση ενάντια στη φύση: μια γυναικεία μεγαλοφυία», περιέγραφε την Κλοντέλ ο συγγραφέας και κριτικός τέχνης, Οκτάβ Μιμπρό. Στα πρώιμα έργα της είναι φανερή η επιρροή της από το στιλ του Ροντέν, αλλά η φαντασία, ο λυρισμός, οι στάσεις που δείχνουν κίνηση και το έντονο αφηγηματικό και συναισθηματικό στοιχείο είναι προσωπικά της στοιχεία και τα οποία είναι έντονα στο γλυπτό The Waltz και φυσικά στο περίφημο Shakuntala.
Εν τω μεταξύ η σχέση της με τον Ροντέν κράτησε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, αλλά δεν έμειναν ποτέ μαζί. Εκείνη, δημοσίως, τον αποκαλούσε πάντα, «κύριο Ροντέν» κι εκείνος «δεσποινίδα Κλοντέλ». Παρόλα αυτά στις ερωτικές επιστολές που αντάλλασαν και στις οποίες μπορούσε να εκφράζεται όπως πραγματικά ένιωθε του έγραφε: «Κοιμάμαι γυμνή για να μπορώ να φανταστώ καλύτερα ότι είσαι εδώ μαζί μου. Τελείως γυμνή. Αλλά όταν ξυπνάω, όλα είναι διαφορετικά».
Χώρισαν οριστικά το 1898 με εκείνη να ζει την πιο παραγωγική περίοδο της ζωής της. Όσο συμμετείχε σε εκθέσεις σε σαλόν της εποχής, τόσο οι κριτικοί την αποθέωναν, χαρακτηρίζοντας τα έργα της ως «γλυπτά που αψηφούν τη βαρύτητα».
Παρόλα αυτά, ενώ ο Ροντέν γινόταν όλο και πιο σπουδαίος και πλούσιος, εκείνη δεν κατάφερνε να βγάζει ούτε τα προς το ζην. Οπότε ζούσε με την ευγενική χορηγία του Ροντέν, μέχρι που το 1905 αρχίζει να παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια ψυχολογικής αστάθειας. Καταστρέφει πολλά από τα αγάλματα της και εξαφανίζεται για μεγάλες χρονικές περιόδους ενώ παρουσιάζει και σημάδια παράνοιας. Ένα από αυτά ήταν οι θεωρίες συνωμοσίας που πίστευε ότι είχε οργανώσει ο Ροντέν για να την σκοτώσει.
Από το 1906 και μετά απομονώθηκε στο εργαστήριο της όπου δούλευε ακατάπαυστα και παράλληλα ζούσε εκεί με τα σημάδια της σχιζοφρένειας, με την οποία τελικά διεγνώσθη αργότερα, να γίνονται όλο και πιο συχνά. Οι γείτονές της τής έκαναν παράπονα για το πόσο βρώμικο διατηρούσε το διαμέρισμα της στο οποίο συζούσε με αρκετές γάτες. Τα βράδια έβγαινε στην πόλη και περιφερόταν στους κάδους για να βρει φαγητό. Σταμάτησε να έχει επαφές με τους φίλους της γιατί όπως έλεγε, δεν είχε χρήματα να αγοράσει καινούρια ρούχα και παπούτσια και αυτά που ήδη είχε ήταν φθαρμένα. Όταν, τελικά, έπαιρνε κάποια χρήματα στα χέρια της από την πώληση κάποιου έργου της, μάζευε άστεγους από το δρόμο και τους καλούσε στο σπίτι για δείπνο.
Περνούσε ολόκληρες μέρες κάνοντας σκίτσα ανθρώπων από τους δρόμους και, ύστερα, τους μετέτρεπε σε ειδώλια τα οποία φορούσαν ρούχα ως αντίδραση στη μανία που είχε ο Ροντέν με το γυμνό. Τα συρτάρια και τα ντουλάπια της ήταν γεμάτα από αυτές τις μικρές φιγούρες, οι οποίες πρέπει να αποτελούσαν μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής στο Παρίσι της δεκαετίας του 10’. Δεν θα μάθουμε ποτέ πως έμοιαζαν, γιατί τα κατέστρεψε όλα.
Το 1913, ο άνθρωπος που την είχε λατρέψει άδολα και αυθεντικά για το ταλέντο και το χαρακτήρα της, ο πατέρας της, πέθανε.
Μόλις τρεις μέρες αργότερα, ο αδερφός της Πολ Κλοντέλ, ζήτησε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο θα επέτρεπε τον εγκλεισμό της Καμίλ σε φρενοκομείο. Πέντε μέρες μετά, δύο νοσοκομειακοί υπάλληλοι εισέβαλαν στο διαμέρισμά της στην Quai de Bourbon όπου την βρήκαν να κάθεται βρώμικη, ανάμεσα στις γάτες της και την έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο το οποίο την πήγε στο άσυλο Ville-Evrard κοντά στο Παρίσι.
«Δεν αντέχω άλλο να ακούω τις κραυγές αυτών των ανθρώπων».
Οταν, τον επόμενο χρόνο, ξέσπασε πόλεμος και ο γερμανικός στρατός πλησίαζε στο Παρίσι, το άσυλο εκκενώθηκε και οι ασθενείς, και μαζί με αυτούς και η Κλοντέλ, μεταφέρθηκαν στο άσυλο του Montdevergues, κοντά στην πόλη Αβινιόν.Κι ενώ, μετά από ένα χρόνο, οι ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο Ville-Evrard, η μητέρα της χρησιμοποίησε τις γνωριμίες που είχε για να κρατήσει την κόρη της εκεί, προκειμένου να βρίσκεται όσο πιο μακριά της γίνεται.
Στο Montdevergues θα περνούσε τα επόμενα 29 χρόνια της ζωής της με τον Τύπο να ωρύεται ενάντια στην οικογένεια της η οποία είχε καταδικάσει ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά πνεύματα και ταλέντα της εποχής.
«Τρελοκομεία», έγραψε μια φορά στον αδελφό της ο οποίος μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια την επισκέφτηκε 7 φορές, «είναι σπίτια που έχουν σκοπό να σου προκαλέσουν πόνο.Δεν αντέχω άλλο να ακούω τις κραυγές αυτών των ανθρώπων».
Στο μεταξύ, ο Ροντέν έστελνε χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ διατηρούσε και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου έμενε για να φυλάει τα έργα της. Ο ίδιος πέθανε το 191Παρά τις κρίσεις που εκδήλωνε, οι γιατροί κάποια στιγμή διέγνωσαν ότι η κατάσταση της βελτιώνονταν. Επιπλέον, δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν και δεν αποτελούσε δημόσιο κίνδυνο. Έτσι, θέλησαν να της δώσουν εξιτήριο. Προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαβίωση της, έγραψε ένα γράμμα στη μητέρα της στο οποίο την παρακαλούσε να τη δεχτεί στο σπίτι, έστω σε ένα μικρό δωματιάκι. Η μητέρα της ήταν κάθετη. Δεν ήθελε για κανένα λόγο πίσω μια κόρη που μόνο θλίψη και προβλήματα τής είχε προκαλέσει.
Εγκαταλελειμμένη από όλους, προσπάθησε να κρατηθεί μόνο από αναμνήσεις της οικογένειας της, πολλές φορές κατασκευασμένες. Το 1939, 75 χρονών πια, έγραψε στον αδερφό της: «Μερικές φορές σκέφτομαι την αγαπημένη μας μητέρα. Δεν την έχω δει ποτέ από την ημέρα που πήρατε τη μοιραία απόφαση να με κλείσετε σε ένα τρελάδικο. Σκέφτομαι το όμορφο πορτρέτο που της είχα φτιάξει με φόντο τον υπέροχο κήπο μας. Τα μεγάλα μάτια στα οποία μπορούσες να διαβάσεις τον πόνο, το πνεύμα παραίτησης που υπήρχε σε όλο της το πρόσωπο, τα χέρια διπλωμένα στα γόνατά της. Κάθε της κίνηση ήταν δείγμα μετριοφροσύνης ενώ η μόνιμη αίσθηση του χρέους την ώθησε να γίνει υπερβολική, Αυτή ήταν η φτωχή μας μητέρα. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ αυτό το πορτραίτο (περισσότερο απ’ όσο έχω δει εκείνη δηλαδή)».
Η Καμίλ Κλοντέλ πέθανε, το 1943, ύστερα από 30 χρόνια εγκλεισμού. Στην κηδεία της δεν παρευρέθηκε κανένα μέλος της οικογένειας, ενώ η ίδια ενταφιάστηκε σε έναν κοινόχρηστο τάφο του ασύλου. Στην τελευταία επίσκεψη που της έκανε ο αδερφός της, ένα μήνα πριν το θάνατό, η μόνη φράση που του είπε ήταν «Mon petit Paul» («Μικρέ μου Πολ»).
Ο ίδιος έκανε οργάνωσε μια έκθεση των έργων της το 1951, η οποία δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1984, τα γλυπτά της εκτέθηκαν στο μουσείο Ροντέν και το όνομά της έγινε παγκοσμίως γνωστό.
Η ταινία Camille Claudel (1988) περιγράφει τη ζωή της σπουδαίας και άτυχης γλύπτριας με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Αντζανί και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο ρόλο του Ροντέν.
Το Μάρτιο του 2017, στο πολιτιστικό αρχείο της Γαλλίας προστέθηκε το μουσείο Καμίλ Κλοντέλ. Βρίσκεται στο Νοζάν συρ Σεν (Nogent-sur-Seine), μια κοινότητα δυο ώρες μακριά από το Παρίσι, όπου έζησε η Κλοντέλ από το 1876-1879 και θα φιλοξενεί όλα τα διασωθέντα έργα της.
Αυτή την περίοδο, στο θέατρο Πόλη παίζεται η παράσταση Camille Claudel Mudness σε κείμενο του Γιάννη Λασπιά και σκηνοθεσία του Πάνου Κούγια με τη Μάνια Παπαδημητρίου στο ρόλο της Καμίλ Κλοντέλ και την Αγγελική Καρυστινού ως Κονστάνς Πασκάλ (η πρώτη γυναίκα ψυχίατρος).
Πηγή
Tromaktiko
Όπως πολλές από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές ιδιοφυΐες της ιστορίας έτσι και η Κλοντέλ επαλήθευσε το μοιραίο σενάριο που θέλει να αναγνωρίζονται μετά το θάνατό τους. Ποια ήταν όμως η Καμίλ Κλοντέλ και γιατί δικαιώθηκε σχεδόν 7 δεκαετίες μετά το θάνατό της;
Γεννημένη το 1864 σε μια αγροτική περιοχή της Γαλλίας μεγάλωσε με μια μητέρα που δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα στοργική μαζί της. Η απόμακρη της στάση οφείλονταν τόσο στο γεγονός ότι δεν ήταν αγόρι, όσο και για την ανήσυχη και επαναστατική της φύση που δεν συμφωνούσε με το πνεύμα του καθωσπρεπισμού της εποχής. Από την άλλη, ο πατέρας της, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, που τη λάτρευε και, τελικά, ήταν ο μόνος από την οικογένεια της που τη στήριξε. Από πολύ μικρή έδειξε το ταλέντο της στη γλυπτική και όταν ο πατέρας της Louise Prosper το διαπίστωσε, της έδωσε το καλύτερο δωμάτιο στο σπίτι για να το χρησιμοποιήσει ως στούντιο.
Λίγο μετά την εφηβεία, η έμφυτη κλίση της στα γλυπτά, αναγνωρίστηκε από τον γλύπτη Alfred Boucher ο οποίος και έπεισε την οικογένεια της να την αφήσουν να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Κάπως έτσι, το 1881, και αφού εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με τη μητέρα και τον κατά 4 χρόνια νεότερο της αδερφό, ξεκίνησε σπουδές σχεδίου, ανατομίας και γλυπτικής στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, (αφού μέχρι και το 1897 η Ακαδημία Καλών Τεχνών δε δεχόταν γυναίκες σπουδάστριες) με τον Μπουσέ να παραμένει μέντορας της.
Στο πλευρό του Μπουσέ έμαθε τα μυστικά της γλυπτικής, ενώ ένα χρόνο αργότερα, όταν εκείνος θα έφευγε για Ιταλία, τη σύστησε και «παρέδωσε» στον Ογκίστ Ροντέν, τον άντρα που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο τόσο στην επαγγελματική, όσο και στην προσωπική της πορεία λόγω της θυελλώδους σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
Ξεκίνησε ως μαθήτρια του, έγινε μοντέλο του, ύστερα ερωμένη του και τελικά παντοτινή του μούσα. Εκείνος 43 ετών και γνωστός όχι μόνο για τα έργα του, αλλά και για την ακόρεστη επιθυμία του για τις γυναίκες, παρόλο που, επί χρόνια, συζούσε με τη σύντροφό του, Ρόουζ Μπιουρέτ. Εκείνη, κατειλημμένη από τον διακαή της πόθο για δημιουργία, εξέλιξη και φυσικά για τον εραστή της που τής έριχνε τουλάχιστον 20 χρόνια.
«Μια εξέγερση ενάντια στη φύση: μια γυναικεία μεγαλοφυία», περιέγραφε την Κλοντέλ ο συγγραφέας και κριτικός τέχνης, Οκτάβ Μιμπρό. Στα πρώιμα έργα της είναι φανερή η επιρροή της από το στιλ του Ροντέν, αλλά η φαντασία, ο λυρισμός, οι στάσεις που δείχνουν κίνηση και το έντονο αφηγηματικό και συναισθηματικό στοιχείο είναι προσωπικά της στοιχεία και τα οποία είναι έντονα στο γλυπτό The Waltz και φυσικά στο περίφημο Shakuntala.
Εν τω μεταξύ η σχέση της με τον Ροντέν κράτησε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, αλλά δεν έμειναν ποτέ μαζί. Εκείνη, δημοσίως, τον αποκαλούσε πάντα, «κύριο Ροντέν» κι εκείνος «δεσποινίδα Κλοντέλ». Παρόλα αυτά στις ερωτικές επιστολές που αντάλλασαν και στις οποίες μπορούσε να εκφράζεται όπως πραγματικά ένιωθε του έγραφε: «Κοιμάμαι γυμνή για να μπορώ να φανταστώ καλύτερα ότι είσαι εδώ μαζί μου. Τελείως γυμνή. Αλλά όταν ξυπνάω, όλα είναι διαφορετικά».
Χώρισαν οριστικά το 1898 με εκείνη να ζει την πιο παραγωγική περίοδο της ζωής της. Όσο συμμετείχε σε εκθέσεις σε σαλόν της εποχής, τόσο οι κριτικοί την αποθέωναν, χαρακτηρίζοντας τα έργα της ως «γλυπτά που αψηφούν τη βαρύτητα».
Παρόλα αυτά, ενώ ο Ροντέν γινόταν όλο και πιο σπουδαίος και πλούσιος, εκείνη δεν κατάφερνε να βγάζει ούτε τα προς το ζην. Οπότε ζούσε με την ευγενική χορηγία του Ροντέν, μέχρι που το 1905 αρχίζει να παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια ψυχολογικής αστάθειας. Καταστρέφει πολλά από τα αγάλματα της και εξαφανίζεται για μεγάλες χρονικές περιόδους ενώ παρουσιάζει και σημάδια παράνοιας. Ένα από αυτά ήταν οι θεωρίες συνωμοσίας που πίστευε ότι είχε οργανώσει ο Ροντέν για να την σκοτώσει.
Από το 1906 και μετά απομονώθηκε στο εργαστήριο της όπου δούλευε ακατάπαυστα και παράλληλα ζούσε εκεί με τα σημάδια της σχιζοφρένειας, με την οποία τελικά διεγνώσθη αργότερα, να γίνονται όλο και πιο συχνά. Οι γείτονές της τής έκαναν παράπονα για το πόσο βρώμικο διατηρούσε το διαμέρισμα της στο οποίο συζούσε με αρκετές γάτες. Τα βράδια έβγαινε στην πόλη και περιφερόταν στους κάδους για να βρει φαγητό. Σταμάτησε να έχει επαφές με τους φίλους της γιατί όπως έλεγε, δεν είχε χρήματα να αγοράσει καινούρια ρούχα και παπούτσια και αυτά που ήδη είχε ήταν φθαρμένα. Όταν, τελικά, έπαιρνε κάποια χρήματα στα χέρια της από την πώληση κάποιου έργου της, μάζευε άστεγους από το δρόμο και τους καλούσε στο σπίτι για δείπνο.
Περνούσε ολόκληρες μέρες κάνοντας σκίτσα ανθρώπων από τους δρόμους και, ύστερα, τους μετέτρεπε σε ειδώλια τα οποία φορούσαν ρούχα ως αντίδραση στη μανία που είχε ο Ροντέν με το γυμνό. Τα συρτάρια και τα ντουλάπια της ήταν γεμάτα από αυτές τις μικρές φιγούρες, οι οποίες πρέπει να αποτελούσαν μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής στο Παρίσι της δεκαετίας του 10’. Δεν θα μάθουμε ποτέ πως έμοιαζαν, γιατί τα κατέστρεψε όλα.
Το 1913, ο άνθρωπος που την είχε λατρέψει άδολα και αυθεντικά για το ταλέντο και το χαρακτήρα της, ο πατέρας της, πέθανε.
Μόλις τρεις μέρες αργότερα, ο αδερφός της Πολ Κλοντέλ, ζήτησε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο θα επέτρεπε τον εγκλεισμό της Καμίλ σε φρενοκομείο. Πέντε μέρες μετά, δύο νοσοκομειακοί υπάλληλοι εισέβαλαν στο διαμέρισμά της στην Quai de Bourbon όπου την βρήκαν να κάθεται βρώμικη, ανάμεσα στις γάτες της και την έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο το οποίο την πήγε στο άσυλο Ville-Evrard κοντά στο Παρίσι.
«Δεν αντέχω άλλο να ακούω τις κραυγές αυτών των ανθρώπων».
Οταν, τον επόμενο χρόνο, ξέσπασε πόλεμος και ο γερμανικός στρατός πλησίαζε στο Παρίσι, το άσυλο εκκενώθηκε και οι ασθενείς, και μαζί με αυτούς και η Κλοντέλ, μεταφέρθηκαν στο άσυλο του Montdevergues, κοντά στην πόλη Αβινιόν.Κι ενώ, μετά από ένα χρόνο, οι ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο Ville-Evrard, η μητέρα της χρησιμοποίησε τις γνωριμίες που είχε για να κρατήσει την κόρη της εκεί, προκειμένου να βρίσκεται όσο πιο μακριά της γίνεται.
Στο Montdevergues θα περνούσε τα επόμενα 29 χρόνια της ζωής της με τον Τύπο να ωρύεται ενάντια στην οικογένεια της η οποία είχε καταδικάσει ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά πνεύματα και ταλέντα της εποχής.
«Τρελοκομεία», έγραψε μια φορά στον αδελφό της ο οποίος μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια την επισκέφτηκε 7 φορές, «είναι σπίτια που έχουν σκοπό να σου προκαλέσουν πόνο.Δεν αντέχω άλλο να ακούω τις κραυγές αυτών των ανθρώπων».
Στο μεταξύ, ο Ροντέν έστελνε χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ διατηρούσε και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου έμενε για να φυλάει τα έργα της. Ο ίδιος πέθανε το 191Παρά τις κρίσεις που εκδήλωνε, οι γιατροί κάποια στιγμή διέγνωσαν ότι η κατάσταση της βελτιώνονταν. Επιπλέον, δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν και δεν αποτελούσε δημόσιο κίνδυνο. Έτσι, θέλησαν να της δώσουν εξιτήριο. Προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαβίωση της, έγραψε ένα γράμμα στη μητέρα της στο οποίο την παρακαλούσε να τη δεχτεί στο σπίτι, έστω σε ένα μικρό δωματιάκι. Η μητέρα της ήταν κάθετη. Δεν ήθελε για κανένα λόγο πίσω μια κόρη που μόνο θλίψη και προβλήματα τής είχε προκαλέσει.
Εγκαταλελειμμένη από όλους, προσπάθησε να κρατηθεί μόνο από αναμνήσεις της οικογένειας της, πολλές φορές κατασκευασμένες. Το 1939, 75 χρονών πια, έγραψε στον αδερφό της: «Μερικές φορές σκέφτομαι την αγαπημένη μας μητέρα. Δεν την έχω δει ποτέ από την ημέρα που πήρατε τη μοιραία απόφαση να με κλείσετε σε ένα τρελάδικο. Σκέφτομαι το όμορφο πορτρέτο που της είχα φτιάξει με φόντο τον υπέροχο κήπο μας. Τα μεγάλα μάτια στα οποία μπορούσες να διαβάσεις τον πόνο, το πνεύμα παραίτησης που υπήρχε σε όλο της το πρόσωπο, τα χέρια διπλωμένα στα γόνατά της. Κάθε της κίνηση ήταν δείγμα μετριοφροσύνης ενώ η μόνιμη αίσθηση του χρέους την ώθησε να γίνει υπερβολική, Αυτή ήταν η φτωχή μας μητέρα. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ αυτό το πορτραίτο (περισσότερο απ’ όσο έχω δει εκείνη δηλαδή)».
Η Καμίλ Κλοντέλ πέθανε, το 1943, ύστερα από 30 χρόνια εγκλεισμού. Στην κηδεία της δεν παρευρέθηκε κανένα μέλος της οικογένειας, ενώ η ίδια ενταφιάστηκε σε έναν κοινόχρηστο τάφο του ασύλου. Στην τελευταία επίσκεψη που της έκανε ο αδερφός της, ένα μήνα πριν το θάνατό, η μόνη φράση που του είπε ήταν «Mon petit Paul» («Μικρέ μου Πολ»).
Ο ίδιος έκανε οργάνωσε μια έκθεση των έργων της το 1951, η οποία δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1984, τα γλυπτά της εκτέθηκαν στο μουσείο Ροντέν και το όνομά της έγινε παγκοσμίως γνωστό.
Η ταινία Camille Claudel (1988) περιγράφει τη ζωή της σπουδαίας και άτυχης γλύπτριας με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Αντζανί και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο ρόλο του Ροντέν.
Το Μάρτιο του 2017, στο πολιτιστικό αρχείο της Γαλλίας προστέθηκε το μουσείο Καμίλ Κλοντέλ. Βρίσκεται στο Νοζάν συρ Σεν (Nogent-sur-Seine), μια κοινότητα δυο ώρες μακριά από το Παρίσι, όπου έζησε η Κλοντέλ από το 1876-1879 και θα φιλοξενεί όλα τα διασωθέντα έργα της.
Αυτή την περίοδο, στο θέατρο Πόλη παίζεται η παράσταση Camille Claudel Mudness σε κείμενο του Γιάννη Λασπιά και σκηνοθεσία του Πάνου Κούγια με τη Μάνια Παπαδημητρίου στο ρόλο της Καμίλ Κλοντέλ και την Αγγελική Καρυστινού ως Κονστάνς Πασκάλ (η πρώτη γυναίκα ψυχίατρος).
Πηγή
Tromaktiko
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ