2017-12-14 19:48:23
Του Γιώργου Ρακκά
Η Ελλάδα διατηρεί μιαν ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που χτύπησε η παγκόσμια και μετέπειτα ευρωπαϊκή κρίση. Ενώ σε εκείνες η κατάρρευση ξεκίνησε από ιδιώτες, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με τα δημόσια οικονομικά να γονατίζουν σε δεύτερο χρόνο από τις πανάκριβες διασώσεις που θα κληθούν να καταβάλουν για να συνεχίσουν να λειτουργούν τα κυκλώματα της ελεύθερης οικονομίας, στην δική μας την περίπτωση συνέβη το αντίστροφο: ήταν η κατάρρευση των οικονομικών του δημοσίου που πυροδότησε την χιονοστιβάδα των προγραμμάτων λιτότητας, η οποία στην συνέχεια θα σαρώσει την μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, που αποτελεί την ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, και την βάση ενός ιδιαιτέρως αποκεντρωμένου ιδιωτικού τομέα.
Η κατάρρευση των ελληνικών δημοσιονομικών δεν αποτελεί, όμως, ένα γεγονός που περιορίζεται στην οικονομική σφαίρα, αλλά έχει πολύ βαθύτερες ρίζες: εξ’ άλλου, η ελληνική κοινωνία είναι μια βαθύτατα πολιτική κοινωνία, και είναι τα «κοινά» της, το κράτος, η κυβέρνηση, ο δημόσιός της χώρος, που διαμορφώνουν το κλίμα της οικονομίας και τις κατευθύνσεις της, όχι το αντίστροφο
. Υπό αυτήν την έννοια, η δημοσιονομική κατάρρευση, δηλαδή η αστοχία των δημόσιων οικονομικών, δεν είναι παρά αντανάκλαση της απίστευτης παρακμής στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική δημόσια σφαίρα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς «ειδικός» για να διαγνώσει αυτήν την παρακμή στις πολλαπλές εκφράσεις με τις οποίες εμφανίζεται πλέον στην επικαιρότητά μας:
Με αφορμή την πολύνεκρη καταστροφή της Μάνδρας Αττικής, κυκλοφόρησαν κάποια άρθρα και φωτογραφίες στο διαδίκτυο που περιέγραφαν πόσο διαφορετική θα ήταν η Αθήνα, αν είχε χτιστεί πέριξ και όχι πάνω από τα πολυάριθμα ρέματά της. Ωστόσο η κρατική και τοπικο-αυτοδιοικητική πολιτική, που σε ό,τι αφορά στις καταπατήσεις είναι πάντοτε συντονισμένη, υπέρμετρα αποτελεσματική – δίνοντας έτσι και στην κοινωνία το καλό της παράδειγμα – μετέβαλε το αριστούργημα σε τερατούργημα. Το κύριο επιχείρημα όλων των τότε κυβερνήσεων ήταν εν πολλοίς ότι ο ελληνικός κατασκευαστικός καπιταλισμός χρειαζόταν κρατική προστασία και ενίσχυση. Η βιώσιμη, δηλαδή, Αθήνα, ενταφιάστηκε στον βωμό της «ανάπτυξης», η οποία σήμερα αποδεικνύεται εντελώς χιμαιρική, καθώς οι χείμαρροι σάρωσαν μια ολόκληρη πολιτεία. Ακόμα και από την σκοπιά του οικονομισμού να εξετάζει κανείς το ζήτημα, η διαφορά είναι μεταξύ ενός τεράστιου οικολογικού κόστους δεκάδων εκατομμυρίων, ίσως και εκατοντάδων – γιατί αυτό το τσιμεντένιο τέρας αποδεικνύεται εξόχως ευάλωτο σε απότομες κλιματικές μεταβολές, την ίδια στιγμή που καταπίνει αχόρταγα πόρους για την συντήρηση, την ψύξη ή την θέρμανσή του, την κυκλοφορία μέσα σε αυτό κ.ο.κ. – και μιας χαμένης ευκαιρίας δισεκατομμυρίων, καθώς η Αθήνα με τα ρέματα, την πρότερη αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία και τις αρχαιότητές της θα ήταν μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Ήταν το κράτος, όμως, ως η πιο χαρακτηριστική έκφραση του συλλογικού μας εαυτού που αναποδογύρισε αυτό το σενάριο, γιατί εδώ δεν ισχύει η περίφημη ρήση του Σαρτρ, αλλά το αντίστροφο: Στην Ελλάδα, η κόλαση είμαστε εμείς.
Η τραγωδία των κοινών δεν έχει όμως μόνο αυτήν την έκφραση: Αξίζει να αναρωτηθούμε για τους σκοπούς της χτεσινής διαμάχης στο κοινοβούλιο. Ο Καμμένος υπό τις ευλογίες των πατρόνων του, Αμερικάνων, έσπευσε να συμβάλει με πολεμικό υλικό στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη. Κοινοβουλευτικά όμως ελέγχθηκε καθώς αθέμιτα πριμοδοτούσε την μεσολάβηση του γνωστού μεσάζοντα στην αγοραπωλησία. Το γεγονός, δηλαδή, ότι τα πωληθέντα εξόπλισαν την σκοταδιστική μοναρχία για να συνεχίσει να διαπράττει εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας θεωρήθηκε από όλους ως «business as usual» – το ομολόγησε εξάλλου κάποιος κυβερνητικός εγκάθετος ονόματι Ζαχαριάδης. Το ελληνικό κοινοβούλιο, δηλαδή, και ιδίως ο πρωθυπουργός, οι λοιποί υπουργοί, σύσσωμοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης δεν διερωτώνται πια για τον σκοπό των αποφάσεων και των πράξεων τους, παρά μόνο για την διαδικασία – θυμίζοντας αυτό που η Χάνα Άρεντ κατήγγειλε ως ‘μπαναλιτέ του κακού’ στην πρωσική γραφειοκρατική ρουτίνα που λειτουργούσε στους μηχανισμούς εξόντωσης στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Υπάρχουν και άλλα περιστατικά, καθώς ο Νοέμβρης υπήρξε όντως πυκνός τεκμηρίων αποσύνθεσης: Το πως γιορτάστηκε φέτος μια δημόσια επέτειος, η κυριότερη της μεταπολίτευσης, από «κινήματα» τα οποία υποτίθεται μάχονται για την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας και στέκονται ενάντια σε αυτό το κράτος, που τάχα το καταγγέλλουν ότι αποτελεί σε αυτόν εδώ τον τόπο «άρνηση της ζωής». Αυτό είναι απολύτως σωστό βέβαια, μόνο που τα ίδια αυτά τα «κινήματα» λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, ως μικρό κράτος, είναι εικόνα και ομοίωση της καταστροφικότητάς του, ή καλύτερα, το συμπλήρωμά του, καθώς το μακρύ τους χέρι φτάνει όπου δεν φτάνει εκείνο: Στο εξεγερσιακό κομμάτι της νεολαίας, στους χώρους της αμφισβήτησης, στα πεδία της κριτικής σκέψης. Πως φαίνεται αυτό; Μα από την κατασταλτική βία που εξαπολύουν απέναντι στην ίδια την κοινωνία, σπάζοντας κρεοπωλεία, καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο προς ιδιοποίηση στις μέρες της επετείου, δέρνοντας όποια ή όποιον έχει την ατυχία να φαίνεται στα μάτια τους ως παρέκκλιση, ακόμα κι αν αυτή είναι απλώς φυσιογνωμική ή ενδυματολογική. Στην στοχοποίηση του ίδιου του καθημερινού ανθρώπου, στο ότι ποινικοποιούν τα λαϊκά και πατριωτικά κομμάτια της ιδεολογίας του – και όχι τα καταναλωτικά, ή εκείνα της παγκόσμιας «single thought».
Ιδού, λοιπόν, ορισμένα θραύσματα από την συλλογική μας παρακμή. Ναι, υπάρχει ένα λεπτό νήμα που συνδέει όλα τα παραπάνω, κι αυτό είναι το γεγονός πως η Ελλάδα της εποχής μας ζει την τραγωδία των κοινών. Ας κοιτάξουμε γύρω μας· απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλη τη χώρα, δεν υπάρχει έκφραση του δημοσίου, υποδομή, έκταση, πόροι, αλλά ακόμα και άυλα δημόσια αγαθά, ιδέες, αξίες, οράματα, κληρονομιές που να μην είναι δυνάμει και άμεσα προς υφαρπαγή, καταστροφή, απαξίωση, ανάλωση ή διασυρμό. Η δημοσιονομική κρίση της χώρας δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ποσοτικοποίηση, την έκφραση αυτής της τραγωδίας σε αριθμούς. Ό,τι και να λέει το εγχώριο πολιτικό σύστημα, ενδοκοινοβουλευτικό ή εξωκοινοβουλευτικό, καθώς και οι μηχανισμοί της ξένης επιτροπείας, αν δεν την αντιμετωπίσουμε, προκοπή σε αυτόν τον τόπο δεν πρόκειται να δούμε.
http://ardin-rixi.gr/archives/206287
Η Ελλάδα διατηρεί μιαν ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που χτύπησε η παγκόσμια και μετέπειτα ευρωπαϊκή κρίση. Ενώ σε εκείνες η κατάρρευση ξεκίνησε από ιδιώτες, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με τα δημόσια οικονομικά να γονατίζουν σε δεύτερο χρόνο από τις πανάκριβες διασώσεις που θα κληθούν να καταβάλουν για να συνεχίσουν να λειτουργούν τα κυκλώματα της ελεύθερης οικονομίας, στην δική μας την περίπτωση συνέβη το αντίστροφο: ήταν η κατάρρευση των οικονομικών του δημοσίου που πυροδότησε την χιονοστιβάδα των προγραμμάτων λιτότητας, η οποία στην συνέχεια θα σαρώσει την μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, που αποτελεί την ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, και την βάση ενός ιδιαιτέρως αποκεντρωμένου ιδιωτικού τομέα.
Η κατάρρευση των ελληνικών δημοσιονομικών δεν αποτελεί, όμως, ένα γεγονός που περιορίζεται στην οικονομική σφαίρα, αλλά έχει πολύ βαθύτερες ρίζες: εξ’ άλλου, η ελληνική κοινωνία είναι μια βαθύτατα πολιτική κοινωνία, και είναι τα «κοινά» της, το κράτος, η κυβέρνηση, ο δημόσιός της χώρος, που διαμορφώνουν το κλίμα της οικονομίας και τις κατευθύνσεις της, όχι το αντίστροφο
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς «ειδικός» για να διαγνώσει αυτήν την παρακμή στις πολλαπλές εκφράσεις με τις οποίες εμφανίζεται πλέον στην επικαιρότητά μας:
Με αφορμή την πολύνεκρη καταστροφή της Μάνδρας Αττικής, κυκλοφόρησαν κάποια άρθρα και φωτογραφίες στο διαδίκτυο που περιέγραφαν πόσο διαφορετική θα ήταν η Αθήνα, αν είχε χτιστεί πέριξ και όχι πάνω από τα πολυάριθμα ρέματά της. Ωστόσο η κρατική και τοπικο-αυτοδιοικητική πολιτική, που σε ό,τι αφορά στις καταπατήσεις είναι πάντοτε συντονισμένη, υπέρμετρα αποτελεσματική – δίνοντας έτσι και στην κοινωνία το καλό της παράδειγμα – μετέβαλε το αριστούργημα σε τερατούργημα. Το κύριο επιχείρημα όλων των τότε κυβερνήσεων ήταν εν πολλοίς ότι ο ελληνικός κατασκευαστικός καπιταλισμός χρειαζόταν κρατική προστασία και ενίσχυση. Η βιώσιμη, δηλαδή, Αθήνα, ενταφιάστηκε στον βωμό της «ανάπτυξης», η οποία σήμερα αποδεικνύεται εντελώς χιμαιρική, καθώς οι χείμαρροι σάρωσαν μια ολόκληρη πολιτεία. Ακόμα και από την σκοπιά του οικονομισμού να εξετάζει κανείς το ζήτημα, η διαφορά είναι μεταξύ ενός τεράστιου οικολογικού κόστους δεκάδων εκατομμυρίων, ίσως και εκατοντάδων – γιατί αυτό το τσιμεντένιο τέρας αποδεικνύεται εξόχως ευάλωτο σε απότομες κλιματικές μεταβολές, την ίδια στιγμή που καταπίνει αχόρταγα πόρους για την συντήρηση, την ψύξη ή την θέρμανσή του, την κυκλοφορία μέσα σε αυτό κ.ο.κ. – και μιας χαμένης ευκαιρίας δισεκατομμυρίων, καθώς η Αθήνα με τα ρέματα, την πρότερη αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία και τις αρχαιότητές της θα ήταν μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Ήταν το κράτος, όμως, ως η πιο χαρακτηριστική έκφραση του συλλογικού μας εαυτού που αναποδογύρισε αυτό το σενάριο, γιατί εδώ δεν ισχύει η περίφημη ρήση του Σαρτρ, αλλά το αντίστροφο: Στην Ελλάδα, η κόλαση είμαστε εμείς.
Η τραγωδία των κοινών δεν έχει όμως μόνο αυτήν την έκφραση: Αξίζει να αναρωτηθούμε για τους σκοπούς της χτεσινής διαμάχης στο κοινοβούλιο. Ο Καμμένος υπό τις ευλογίες των πατρόνων του, Αμερικάνων, έσπευσε να συμβάλει με πολεμικό υλικό στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη. Κοινοβουλευτικά όμως ελέγχθηκε καθώς αθέμιτα πριμοδοτούσε την μεσολάβηση του γνωστού μεσάζοντα στην αγοραπωλησία. Το γεγονός, δηλαδή, ότι τα πωληθέντα εξόπλισαν την σκοταδιστική μοναρχία για να συνεχίσει να διαπράττει εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας θεωρήθηκε από όλους ως «business as usual» – το ομολόγησε εξάλλου κάποιος κυβερνητικός εγκάθετος ονόματι Ζαχαριάδης. Το ελληνικό κοινοβούλιο, δηλαδή, και ιδίως ο πρωθυπουργός, οι λοιποί υπουργοί, σύσσωμοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης δεν διερωτώνται πια για τον σκοπό των αποφάσεων και των πράξεων τους, παρά μόνο για την διαδικασία – θυμίζοντας αυτό που η Χάνα Άρεντ κατήγγειλε ως ‘μπαναλιτέ του κακού’ στην πρωσική γραφειοκρατική ρουτίνα που λειτουργούσε στους μηχανισμούς εξόντωσης στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Υπάρχουν και άλλα περιστατικά, καθώς ο Νοέμβρης υπήρξε όντως πυκνός τεκμηρίων αποσύνθεσης: Το πως γιορτάστηκε φέτος μια δημόσια επέτειος, η κυριότερη της μεταπολίτευσης, από «κινήματα» τα οποία υποτίθεται μάχονται για την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας και στέκονται ενάντια σε αυτό το κράτος, που τάχα το καταγγέλλουν ότι αποτελεί σε αυτόν εδώ τον τόπο «άρνηση της ζωής». Αυτό είναι απολύτως σωστό βέβαια, μόνο που τα ίδια αυτά τα «κινήματα» λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, ως μικρό κράτος, είναι εικόνα και ομοίωση της καταστροφικότητάς του, ή καλύτερα, το συμπλήρωμά του, καθώς το μακρύ τους χέρι φτάνει όπου δεν φτάνει εκείνο: Στο εξεγερσιακό κομμάτι της νεολαίας, στους χώρους της αμφισβήτησης, στα πεδία της κριτικής σκέψης. Πως φαίνεται αυτό; Μα από την κατασταλτική βία που εξαπολύουν απέναντι στην ίδια την κοινωνία, σπάζοντας κρεοπωλεία, καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο προς ιδιοποίηση στις μέρες της επετείου, δέρνοντας όποια ή όποιον έχει την ατυχία να φαίνεται στα μάτια τους ως παρέκκλιση, ακόμα κι αν αυτή είναι απλώς φυσιογνωμική ή ενδυματολογική. Στην στοχοποίηση του ίδιου του καθημερινού ανθρώπου, στο ότι ποινικοποιούν τα λαϊκά και πατριωτικά κομμάτια της ιδεολογίας του – και όχι τα καταναλωτικά, ή εκείνα της παγκόσμιας «single thought».
Ιδού, λοιπόν, ορισμένα θραύσματα από την συλλογική μας παρακμή. Ναι, υπάρχει ένα λεπτό νήμα που συνδέει όλα τα παραπάνω, κι αυτό είναι το γεγονός πως η Ελλάδα της εποχής μας ζει την τραγωδία των κοινών. Ας κοιτάξουμε γύρω μας· απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλη τη χώρα, δεν υπάρχει έκφραση του δημοσίου, υποδομή, έκταση, πόροι, αλλά ακόμα και άυλα δημόσια αγαθά, ιδέες, αξίες, οράματα, κληρονομιές που να μην είναι δυνάμει και άμεσα προς υφαρπαγή, καταστροφή, απαξίωση, ανάλωση ή διασυρμό. Η δημοσιονομική κρίση της χώρας δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ποσοτικοποίηση, την έκφραση αυτής της τραγωδίας σε αριθμούς. Ό,τι και να λέει το εγχώριο πολιτικό σύστημα, ενδοκοινοβουλευτικό ή εξωκοινοβουλευτικό, καθώς και οι μηχανισμοί της ξένης επιτροπείας, αν δεν την αντιμετωπίσουμε, προκοπή σε αυτόν τον τόπο δεν πρόκειται να δούμε.
http://ardin-rixi.gr/archives/206287
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ