2017-12-14 20:36:25
Θέλετε να με κάνετε να πιστέψω ότι η ζωή σας είναι ζωή ενός συνηθισμένου αναρχικού;» «Όχι! Όχι, δεν είν’ έτσι τα πράγματα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι θεωρίες μου δεν παρεκκλίνουν καθόλου απ’ τον τρόπο ζωής μου. Αντίθετα, και τα δυο συμφωνούν απόλυτα. Είναι αλήθεια ότι δεν κάνω ζωή βομβιστή ή αναρχοσυνδικαλιστή. Εκείνων όμως η ζωή εκτυλίσσεται πέρα απ’ τον αναρχισμό, πέρα απ’ τα ιδανικά τους. Αυτό δε συμβαίνει με τη δική μου. Σ’ εμένα -μάλιστα, σ’ εμένα τον τραπεζίτη, τον μέγα έμπορο και κομπιναδόρο, αφού το θέλετε έτσι- συνυπάρχουν και τα δυο, και η θεωρία και η πράξη του αναρχισμού, με τον καλύτερο τρόπο.
Με παρομοιάσατε μ’ εκείνους τους ηλίθιους τους βομβιστές και με τους άλλους στα συνδικάτα, για ν’ αποδείξετε ότι εγώ είμαι διαφορετικός. Και πράγματι έτσι είναι, μόνο που η διαφορά είναι η ακόλουθη: εκείνοι εκεί (μάλιστα, εκείνοι και όχι εγώ) είναι μόνο θεωρητικά αναρχικοί, ενώ εγώ είμαι και στη θεωρία και στην πράξη
. Εκείνοι εκεί είναι αναρχικοί και βλάκες, ενώ εγώ είμαι αναρχικός κι έξυπνος. Γι’ αυτό είμαι, αγαπητέ μου, εγώ ο πραγματικός αναρχικός. Οι συνδικαλιστές και οι βομβιστές (ήμουν κι εγώ κάποτε ένας από δαύτους, αλλά τους εγκατέλειψα ακριβώς χάριν του αληθινού αναρχισμού), αυτοί δεν είναι παρά τα σκουπίδια του αναρχισμού, οι κηφήνες της μεγάλης αναρχικής διδασκαλίας».
«Ούτε ο διάβολος δε θα πίστευε στ’ αυτιά του! Είναι να σαστίζει κανείς. Και πώς συμβιβάζεται η ζωή σας -εννοώ τη ζωή του τραπεζίτη και εμπόρου- με τη θεωρία του αναρχισμού; Πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο, όταν λέτε ότι αντιλαμβάνεστε την αναρχική θεωρία όπως οι συνηθισμένοι αναρχικοί; Και θέλετε και να με πείσετε από πάνω ότι διαφέρετε απ’ αυτούς, επειδή είστε περισσότερο αναρχικός -έτσι δεν είναι;»
«Πράγματι».
«Ε, τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτα!»
«Θέλετε πολύ να καταλάβετε;»
«Ασφαλώς!»
Το πούρο, που είχε στο στόμα, τον είχε σβήσει· πήρε και το ξανάναψε με αργές κινήσεις, κοίταξε το σπίρτο ώσπου κάηκε ολόκληρο, το άφησε προσεχτικά στο σταχτοδοχείο, κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι που κρατούσε σκυφτό, και είπε:
«Ακούστε με! Βγήκα απ’ το λαό, κατάγομαι απ’ την εργατική τάξη της πόλης. Όπως καταλαβαίνετε, κανένα τυχερό δεν είχα από κούνια, ούτε κοινωνική θέση ούτε τις αντίστοιχες γνωριμίες. Έτυχε μόνο να έχω απ’ τη φύση καθαρό μυαλό και αρκετά ισχυρή θέληση. Είχα λοιπόν δυο χαρίσματα που δεν μπορούσαν να μου αμφισβητηθούν, παρά την ταπεινή καταγωγή μου.
»Έγινα εργάτης, δούλεψα και έζησα μια καταθλιπτική ζωή, όπως οι περισσότεροι σ’ αυτό τον περίγυρο. Όχι πως υπέφερα απ’ την πείνα, αλλά πολλές φορές λίγο έλειψε να γίνει ακόμη κι αυτό. Βέβαια, ούτε έτσι θα είχε αλλάξει τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν και που θα σας αφηγηθώ τώρα, τίποτα απ’ την προηγούμενη και τίποτα απ’ την τωρινή μου ζωή.
»Σε γενικές γραμμές, ήμουν ένας απόλυτα συνηθισμένος εργάτης: δούλευα επειδή έπρεπε να δουλέψω, αλλά όσο γινόταν λιγότερο. Όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, διάβαζα και συζητούσα τα πάντα, και επειδή δεν ήμουν χαζός, κυριεύτηκα από έντονη δυσαρέσκεια και μεγάλη αμηχανία μπρος στην τύχη μου και τις κοινωνικές συνθήκες που μου επέβαλλαν αυτή τη κατάσταση. Σας έχω ήδη πει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν έρθει και χειρότερα. Τότε όμως ήμουν ένας άνθρωπος που πίστευε πως τον είχε αδικήσει πολύ η μοίρα του και οι κοινωνικές συνθήκες έμοιαζε να είχαν εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός. Εκείνον τον καιρό ήμουν περίπου είκοσι ή το πολύ είκοσι ενός χρόνων, και τότε ήταν που έγινα αναρχικός».
Δε μίλησε για λίγο, κι ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ προς το μέρος μου και συνέχισε:
«Ήμουν ανέκαθεν λίγο πολύ συνειδητοποιημένος. Ένιωθα αυτή την αμηχανία και ήθελα να την κατανοήσω. Έτσι έγινα ένας συνειδητός και πεισμένος αναρχικός… Έγινα ο συνειδητός και πεισμένος αναρχικός που παραμένω ακόμα και σήμερα».
«Και η σημερινή σας θεωρία είναι η ίδια με την τοτινή;»
«Η ίδια. Η αναρχική θεωρία, η αληθινή θεωρία, είναι μία και μοναδική. Από τότε που έγινα αναρχικός, της στάθηκα πιστός, όπως θα διαπιστώσετε σε λίγο… Όπως σας έχω ήδη πει, ήμουν απ’ τη φύση μου έξυπνος και έτσι έγινα συνειδητός αναρχικός. Μόνο που, τι σημαίνει να είσαι αναρχικός;
Σημαίνει ν’ αντιστέκεσαι στις αδικίες που πηγάζουν απ’ το γεγονός ότι ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο κοινωνικά άνισοι… Αυτό είναι που σε κάνει αναρχικό. Απ’ αυτό προέρχεται, πράγμα που μπορεί ν’ αποδείξει κανείς, η αντίσταση σ’ εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν την ανισότητα δυνατή.
Εκείνο που θέλω να σας εξηγήσω πρώτα είναι η ψυχολογική οδός: πώς γίνεσαι αναρχικός; Αμέσως μετά θ’ αναφερθώ πάλι στη θεωρία. Προσπαθήστε τώρα να παρακολουθήσετε την αμηχανία ενός έξυπνου ανθρώπου μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες. Πώς βλέπει τον κόσμο;
Ο ένας γεννιέται εκατομμυριούχος κι είναι από γεννησιμιού του άτρωτος στις δυστυχίες -και υπάρχουν αρκετές από δαύτες- δυστυχίες που τις αποτρέπει, ή τις αμβλύνει τουλάχιστον, το χρήμα, ενώ ο άλλος γεννιέται φτωχός, κι από παιδί δεν είναι παρά ένα παραπανίσιο στόμα για την οικογένεια που είναι αναγκασμένη να γεμίζει στόματα όπως όπως. Ο ένας γεννιέται κόμης ή μαρκήσιος και απολαμβάνει την εκτίμηση των ανθρώπων ό,τι και να κάνει, ενώ ο άλλος, σαν εμένα, πρέπει να υποτάσσεται σιωπηλά αν θέλει να του φέρονται ανθρώπινα. Μερικοί γεννιούνται έτσι που μπορούν να σπουδάσουν, να ταξιδέψουν και να μορφωθούν… να γίνουν πιο έξυπνοι (ας το πούμε με τ’ όνομά του) απ’ ό,τι εκείνοι που είχαν από τη φύση αυτή τη δυνατότητα. Έτσι είναι κι έτσι θα μείνει σε γενικές γραμμές.
»Τις αδικίες της φύσης… τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να τις εξαλείψουμε. Τις κοινωνικές όμως κι εκείνες που υπάρχουν στις κοινωνικές σχέσεις, γιατί δεν τις καταργούμε; Παραδέχομαι -τι άλλο μου μένει;- ότι κάποιος μπορεί να είναι καλύτερός μου, επειδή η φύση τού έχει δώσει ορισμένα χαρίσματα: ταλέντο, δύναμη, ενεργητικότητα. Δε δέχομαι όμως να είναι κάποιος καλύτερός μου χάρη σε επίκτητες ιδιότητες, που δεν τις είχε όταν άφησε την κοιλιά της μάνας του, αλλά του τις χάρισε κάποια μάλλον ευτυχής σύμπτωση μόλις βγήκε από κει, όπως πλούτο, κοινωνική θέση, ανέσεις, κλπ. Κι από αυτή την αντίδραση, που προσπαθώ να σας παρουσιάσω εδώ ,βγήκε τότε ο αναρχισμός μου, εκείνος ο αναρχισμός που πρεσβεύω και τώρα όσο και παλιότερα».
Πάλι δε μίλησε για λίγο, σα να ήθελε να σκεφτεί πώς να συνεχίσει. Κάπνιζε φυσώντας τον καπνό του δίπλα μου. Ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος μου κι ήταν κιόλας έτοιμος να συνεχίσει, όταν τον διέκοψα:
«Να σας ρωτήσω κάτι από καθαρή περιέργεια… Γιατί είστε, αλήθεια, αναρχικός; Θα μπορούσατε με την ίδια ευκολία να είχατε γίνει σοσιαλιστής ή οτιδήποτε άλλο προοδευτικό, που να μην είναι τόσο περιθωριακό. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εναρμονιστεί και με την αντίστασή σας… Συμπεραίνω απ’ όσα μου είπατε ότι εννοείτε τον αναρχισμό (και νομίζω πως αυτός είναι ένας καλός ορισμός) ως αντίσταση ενάντια σε κάθε είδους κοινωνικούς συμβιβασμούς και τύπους, ως επιθυμία και προσπάθεια για τη συνολική κατάργησή τους…»
«Ακριβώς».
«Και γιατί διαλέξατε αυτή την ακραία λύση και όχι κάποια άλλη, κάποια ενδιάμεση;»
«Θα σας πω αμέσως. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν πολύ καιρό. Εκείνο, φυσικά, που μ’ έφερε σε επαφή μ’ όλες τις θεωρίες ήταν οι προκηρύξεις που διάβαζα. Διάλεξα την αναρχική θεωρία, μιαν ακραία θεωρία όπως πολύ σωστά παρατηρήσατε, για λόγους που θα σας αποκαλύψω με δυο κουβέντες».
Το βλέμμα του καρφώθηκε λίγη ώρα στο κενό. Ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος μου.
«Το πραγματικό κακό, το καθαυτό κακό, είναι οι κοινωνικές συνθήκες και οι θεσμοί που καλύπτουν τα φυσικά δεδομένα, ξεκινώντας απ’ την οικογένεια και καταλήγοντας στο χρήμα, απ’ τη θρησκεία ως το κράτος. Γεννιόμαστε άντρες ή γυναίκες, θέλω να πω πως γεννιόμαστε για να γίνουμε κάποτε ενήλικοι άντρες ή γυναίκες, δεν ερχόμαστε όμως στον κόσμο για να γίνουμε σύμφωνα με τους νόμους της φύσης ούτε σύζυγοι, ούτε καθολικοί, ούτε προτεστάντες, ούτε Πορτογάλοι, ούτε Άγγλοι. Γινόμαστε ότι γίνουμε μόνο με την επίδραση των κοινωνικών θεσμών.
Γιατί όμως είναι κακοί οι κοινωνικοί θεσμοί; Επειδή πρόκειται για θεσμούς, επειδή δεν είναι φυσικοί. Το κράτος είναι τόσο μηδαμινό όσο και το χρήμα, οι θρησκείες τόσο ασήμαντες όσο και η οικογένεια. Κι αν υπήρχαν κι άλλοι θεσμοί αυτού του είδους, θα ήταν το ίδιο κακοί, ακριβώς επειδή Θα ήταν θεσμοί, επειδή απλώς θα κάλυπταν και θα εμπόδιζαν τα φυσικά δεδομένα. Και κάθε σύστημα, εκτός από το καθαρά αναρχικό που θέλει να καταργήσει όλους αυτούς τους θεσμούς, δεν είναι παρά ένας θεσμός. Θα ήταν παράλογο, για να μην πω έγκλημα, να επενδύσουμε όλες μας τις επιθυμίες και να αναλώσουμε όλους μας τους κόπους, για να αντικαταστήσουμε έναν κοινωνικό θεσμό από κάποιον άλλο, γιατί αυτό θα είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αναταραχή στην κοινωνία, με αποκλειστικό και μόνο στόχο να μην αλλάξει τίποτα. Κι αφού θεωρούμε τους κοινωνικούς θεσμούς άδικους επειδή καταδυναστεύουν και καταπιέζουν τη φύση του ανθρώπου, τότε γιατί να σπαταλάμε τις δυνάμεις μας να τους αντικαταστήσουμε με άλλους, όταν μπορούμε να τους καταστρέφουμε όλους;
»Μου φαίνεται ότι όλ’ αυτά είναι λογικά. Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν είναι έτσι, ας υποθέσουμε ότι κάποιος θ’ απαντούσε πως όλ’ αυτά είναι καλά κι ωραία, αλλά πως το αναρχικό σύστημα δεν είναι πραγματοποιήσιμο, κι ας εξετάσουμε με την ησυχία μας κι αυτή την πλευρά του προβλήματος.
»Γιατί να μην είναι πραγματοποιήσιμο το αναρχικό σύστημα; Εμείς οι προοδευτικοί ξεκινάμε όλοι από τη βασική αρχή ότι το υφιστάμενο σύστημα είναι άδικο, όμως πέρα απ’ αυτό υποστηρίζουμε ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα δικαιότερο για να επικρατήσει δικαιοσύνη. Αν σκεφτόμασταν διαφορετικά, δε θα ήμαστε προοδευτικοί, αλλά αστοί.
Από πού προκύπτουν όμως τα κριτήρια για το δίκαιο; Απ’ αυτό που είναι φυσικό κι αληθινό, σ’ αντίθεση με τους κοινωνικούς θεσμούς και τα κατά συνθήκην ψεύδη. Αλλά αν κάτι είναι φυσικό, δε θα είναι μόνο κατά το ήμισυ, το εν τέταρτο ή το εν όγδοο. Ωραία λοιπόν! Τότε θα πρέπει όμως να ισχύει ένα απ’ τα δύο ενδεχόμενα: είτε αυτό που είναι φυσικό είναι πραγματοποιήσιμο, είτε δεν είναι πραγματοποιήσιμο· για να το πούμε διαφορετικά: είτε μια κοινωνία μπορεί να είναι φυσική, είτε είναι κατ’ ουσίαν θεσμός, οπότε είναι αδύνατο να γίνει ποτέ φυσική.
Αν η κοινωνία μπορεί να είναι φυσική, τότε μπορεί να είναι δυνατή και μια αναρχική ή ελεύθερη κοινωνία, επειδή μόνο αυτή θα ήταν μια κοινωνία ολωσδιόλου φυσική. Αν όμως η κοινωνία δε γίνεται να είναι φυσική, αν πρέπει (όποια και να ’ναι η αιτία) να είναι θεσμός, τότε είμαστε αναγκασμένοι να τη θεωρήσουμε το μικρότερο κακό και να την κάνουμε, μέσα στα θεσμικά πλαίσια, όσο μπορούμε πιο φυσική, για να είναι κι όσο το δυνατό δικαιότερη. Και ποιος είναι αυτός ο πιο φυσικός θεσμός; Κανείς δεν είναι καθεαυτού φυσικός αφού είναι θεσμός, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση φυσικότερος θα ήταν εκείνος που φαίνεται φυσικότερος, που τον αντιλαμβανόμαστε ως φυσικότερο.
Και ποιος είναι βέβαια ο φυσικότερος ή ποιον αντιλαμβανόμαστε ως φυσικότερο; Εκείνους που έχουμε συνηθίσει. (Πρέπει να καταλάβετε ότι κάτι είναι φυσικό όταν είναι ενστικτώδες, κι ότι εκείνο που δεν είναι ενστικτώδες, αλλά που σε γενικές γραμμές μοιάζει να είναι, αυτό είναι η συνήθεια. Το κάπνισμα δεν είναι ούτε φυσικό ούτε ενστικτώδης ανάγκη, όμως απ’ τη στιγμή που το συνηθίζει κανείς, του φαίνεται φυσικό, το αντιλαμβάνεται ως ενστικτώδη ανάγκη).
Και ποιος είναι ο κοινωνικός θεσμός που μας έγινε συνήθεια; Το παρόν σύστημα βέβαια, το αστικό σύστημα. Απ’ αυτά, αν τα δούμε λογικά, προκύπτει είτε ότι θεωρούμε τη φυσική κοινωνία δυνατή, οπότε πρέπει να πάρουμε αναρχική θέση, είτε ότι υποστηρίζουμε πως είναι αδύνατη, οπότε πρέπει να υπερασπιστούμε το αστικό σύστημα. Εναλλακτική περίπτωση δεν υπάρχει. Μέχρι εδώ μπορέσατε να με παρακολουθήσετε;…»
Το διήγημα με τον προκλητικό για την κοινή λογική τίτλο «Ο αναρχικός τραπεζίτης» δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1922. Παραβολή, διαλεκτική σάτιρα, υποδειγματικό οικοδόμημα μιας αυστηρής επαγωγικής λογικής, διαθέτει την εγγενή εκείνη επικαιρότητα που χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του Πεσσόα.
Πηγή Tromaktiko
Με παρομοιάσατε μ’ εκείνους τους ηλίθιους τους βομβιστές και με τους άλλους στα συνδικάτα, για ν’ αποδείξετε ότι εγώ είμαι διαφορετικός. Και πράγματι έτσι είναι, μόνο που η διαφορά είναι η ακόλουθη: εκείνοι εκεί (μάλιστα, εκείνοι και όχι εγώ) είναι μόνο θεωρητικά αναρχικοί, ενώ εγώ είμαι και στη θεωρία και στην πράξη
«Ούτε ο διάβολος δε θα πίστευε στ’ αυτιά του! Είναι να σαστίζει κανείς. Και πώς συμβιβάζεται η ζωή σας -εννοώ τη ζωή του τραπεζίτη και εμπόρου- με τη θεωρία του αναρχισμού; Πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο, όταν λέτε ότι αντιλαμβάνεστε την αναρχική θεωρία όπως οι συνηθισμένοι αναρχικοί; Και θέλετε και να με πείσετε από πάνω ότι διαφέρετε απ’ αυτούς, επειδή είστε περισσότερο αναρχικός -έτσι δεν είναι;»
«Πράγματι».
«Ε, τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτα!»
«Θέλετε πολύ να καταλάβετε;»
«Ασφαλώς!»
Το πούρο, που είχε στο στόμα, τον είχε σβήσει· πήρε και το ξανάναψε με αργές κινήσεις, κοίταξε το σπίρτο ώσπου κάηκε ολόκληρο, το άφησε προσεχτικά στο σταχτοδοχείο, κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι που κρατούσε σκυφτό, και είπε:
«Ακούστε με! Βγήκα απ’ το λαό, κατάγομαι απ’ την εργατική τάξη της πόλης. Όπως καταλαβαίνετε, κανένα τυχερό δεν είχα από κούνια, ούτε κοινωνική θέση ούτε τις αντίστοιχες γνωριμίες. Έτυχε μόνο να έχω απ’ τη φύση καθαρό μυαλό και αρκετά ισχυρή θέληση. Είχα λοιπόν δυο χαρίσματα που δεν μπορούσαν να μου αμφισβητηθούν, παρά την ταπεινή καταγωγή μου.
»Έγινα εργάτης, δούλεψα και έζησα μια καταθλιπτική ζωή, όπως οι περισσότεροι σ’ αυτό τον περίγυρο. Όχι πως υπέφερα απ’ την πείνα, αλλά πολλές φορές λίγο έλειψε να γίνει ακόμη κι αυτό. Βέβαια, ούτε έτσι θα είχε αλλάξει τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν και που θα σας αφηγηθώ τώρα, τίποτα απ’ την προηγούμενη και τίποτα απ’ την τωρινή μου ζωή.
»Σε γενικές γραμμές, ήμουν ένας απόλυτα συνηθισμένος εργάτης: δούλευα επειδή έπρεπε να δουλέψω, αλλά όσο γινόταν λιγότερο. Όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, διάβαζα και συζητούσα τα πάντα, και επειδή δεν ήμουν χαζός, κυριεύτηκα από έντονη δυσαρέσκεια και μεγάλη αμηχανία μπρος στην τύχη μου και τις κοινωνικές συνθήκες που μου επέβαλλαν αυτή τη κατάσταση. Σας έχω ήδη πει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν έρθει και χειρότερα. Τότε όμως ήμουν ένας άνθρωπος που πίστευε πως τον είχε αδικήσει πολύ η μοίρα του και οι κοινωνικές συνθήκες έμοιαζε να είχαν εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός. Εκείνον τον καιρό ήμουν περίπου είκοσι ή το πολύ είκοσι ενός χρόνων, και τότε ήταν που έγινα αναρχικός».
Δε μίλησε για λίγο, κι ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ προς το μέρος μου και συνέχισε:
«Ήμουν ανέκαθεν λίγο πολύ συνειδητοποιημένος. Ένιωθα αυτή την αμηχανία και ήθελα να την κατανοήσω. Έτσι έγινα ένας συνειδητός και πεισμένος αναρχικός… Έγινα ο συνειδητός και πεισμένος αναρχικός που παραμένω ακόμα και σήμερα».
«Και η σημερινή σας θεωρία είναι η ίδια με την τοτινή;»
«Η ίδια. Η αναρχική θεωρία, η αληθινή θεωρία, είναι μία και μοναδική. Από τότε που έγινα αναρχικός, της στάθηκα πιστός, όπως θα διαπιστώσετε σε λίγο… Όπως σας έχω ήδη πει, ήμουν απ’ τη φύση μου έξυπνος και έτσι έγινα συνειδητός αναρχικός. Μόνο που, τι σημαίνει να είσαι αναρχικός;
Σημαίνει ν’ αντιστέκεσαι στις αδικίες που πηγάζουν απ’ το γεγονός ότι ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο κοινωνικά άνισοι… Αυτό είναι που σε κάνει αναρχικό. Απ’ αυτό προέρχεται, πράγμα που μπορεί ν’ αποδείξει κανείς, η αντίσταση σ’ εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν την ανισότητα δυνατή.
Εκείνο που θέλω να σας εξηγήσω πρώτα είναι η ψυχολογική οδός: πώς γίνεσαι αναρχικός; Αμέσως μετά θ’ αναφερθώ πάλι στη θεωρία. Προσπαθήστε τώρα να παρακολουθήσετε την αμηχανία ενός έξυπνου ανθρώπου μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες. Πώς βλέπει τον κόσμο;
Ο ένας γεννιέται εκατομμυριούχος κι είναι από γεννησιμιού του άτρωτος στις δυστυχίες -και υπάρχουν αρκετές από δαύτες- δυστυχίες που τις αποτρέπει, ή τις αμβλύνει τουλάχιστον, το χρήμα, ενώ ο άλλος γεννιέται φτωχός, κι από παιδί δεν είναι παρά ένα παραπανίσιο στόμα για την οικογένεια που είναι αναγκασμένη να γεμίζει στόματα όπως όπως. Ο ένας γεννιέται κόμης ή μαρκήσιος και απολαμβάνει την εκτίμηση των ανθρώπων ό,τι και να κάνει, ενώ ο άλλος, σαν εμένα, πρέπει να υποτάσσεται σιωπηλά αν θέλει να του φέρονται ανθρώπινα. Μερικοί γεννιούνται έτσι που μπορούν να σπουδάσουν, να ταξιδέψουν και να μορφωθούν… να γίνουν πιο έξυπνοι (ας το πούμε με τ’ όνομά του) απ’ ό,τι εκείνοι που είχαν από τη φύση αυτή τη δυνατότητα. Έτσι είναι κι έτσι θα μείνει σε γενικές γραμμές.
»Τις αδικίες της φύσης… τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να τις εξαλείψουμε. Τις κοινωνικές όμως κι εκείνες που υπάρχουν στις κοινωνικές σχέσεις, γιατί δεν τις καταργούμε; Παραδέχομαι -τι άλλο μου μένει;- ότι κάποιος μπορεί να είναι καλύτερός μου, επειδή η φύση τού έχει δώσει ορισμένα χαρίσματα: ταλέντο, δύναμη, ενεργητικότητα. Δε δέχομαι όμως να είναι κάποιος καλύτερός μου χάρη σε επίκτητες ιδιότητες, που δεν τις είχε όταν άφησε την κοιλιά της μάνας του, αλλά του τις χάρισε κάποια μάλλον ευτυχής σύμπτωση μόλις βγήκε από κει, όπως πλούτο, κοινωνική θέση, ανέσεις, κλπ. Κι από αυτή την αντίδραση, που προσπαθώ να σας παρουσιάσω εδώ ,βγήκε τότε ο αναρχισμός μου, εκείνος ο αναρχισμός που πρεσβεύω και τώρα όσο και παλιότερα».
Πάλι δε μίλησε για λίγο, σα να ήθελε να σκεφτεί πώς να συνεχίσει. Κάπνιζε φυσώντας τον καπνό του δίπλα μου. Ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος μου κι ήταν κιόλας έτοιμος να συνεχίσει, όταν τον διέκοψα:
«Να σας ρωτήσω κάτι από καθαρή περιέργεια… Γιατί είστε, αλήθεια, αναρχικός; Θα μπορούσατε με την ίδια ευκολία να είχατε γίνει σοσιαλιστής ή οτιδήποτε άλλο προοδευτικό, που να μην είναι τόσο περιθωριακό. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εναρμονιστεί και με την αντίστασή σας… Συμπεραίνω απ’ όσα μου είπατε ότι εννοείτε τον αναρχισμό (και νομίζω πως αυτός είναι ένας καλός ορισμός) ως αντίσταση ενάντια σε κάθε είδους κοινωνικούς συμβιβασμούς και τύπους, ως επιθυμία και προσπάθεια για τη συνολική κατάργησή τους…»
«Ακριβώς».
«Και γιατί διαλέξατε αυτή την ακραία λύση και όχι κάποια άλλη, κάποια ενδιάμεση;»
«Θα σας πω αμέσως. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν πολύ καιρό. Εκείνο, φυσικά, που μ’ έφερε σε επαφή μ’ όλες τις θεωρίες ήταν οι προκηρύξεις που διάβαζα. Διάλεξα την αναρχική θεωρία, μιαν ακραία θεωρία όπως πολύ σωστά παρατηρήσατε, για λόγους που θα σας αποκαλύψω με δυο κουβέντες».
Το βλέμμα του καρφώθηκε λίγη ώρα στο κενό. Ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος μου.
«Το πραγματικό κακό, το καθαυτό κακό, είναι οι κοινωνικές συνθήκες και οι θεσμοί που καλύπτουν τα φυσικά δεδομένα, ξεκινώντας απ’ την οικογένεια και καταλήγοντας στο χρήμα, απ’ τη θρησκεία ως το κράτος. Γεννιόμαστε άντρες ή γυναίκες, θέλω να πω πως γεννιόμαστε για να γίνουμε κάποτε ενήλικοι άντρες ή γυναίκες, δεν ερχόμαστε όμως στον κόσμο για να γίνουμε σύμφωνα με τους νόμους της φύσης ούτε σύζυγοι, ούτε καθολικοί, ούτε προτεστάντες, ούτε Πορτογάλοι, ούτε Άγγλοι. Γινόμαστε ότι γίνουμε μόνο με την επίδραση των κοινωνικών θεσμών.
Γιατί όμως είναι κακοί οι κοινωνικοί θεσμοί; Επειδή πρόκειται για θεσμούς, επειδή δεν είναι φυσικοί. Το κράτος είναι τόσο μηδαμινό όσο και το χρήμα, οι θρησκείες τόσο ασήμαντες όσο και η οικογένεια. Κι αν υπήρχαν κι άλλοι θεσμοί αυτού του είδους, θα ήταν το ίδιο κακοί, ακριβώς επειδή Θα ήταν θεσμοί, επειδή απλώς θα κάλυπταν και θα εμπόδιζαν τα φυσικά δεδομένα. Και κάθε σύστημα, εκτός από το καθαρά αναρχικό που θέλει να καταργήσει όλους αυτούς τους θεσμούς, δεν είναι παρά ένας θεσμός. Θα ήταν παράλογο, για να μην πω έγκλημα, να επενδύσουμε όλες μας τις επιθυμίες και να αναλώσουμε όλους μας τους κόπους, για να αντικαταστήσουμε έναν κοινωνικό θεσμό από κάποιον άλλο, γιατί αυτό θα είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αναταραχή στην κοινωνία, με αποκλειστικό και μόνο στόχο να μην αλλάξει τίποτα. Κι αφού θεωρούμε τους κοινωνικούς θεσμούς άδικους επειδή καταδυναστεύουν και καταπιέζουν τη φύση του ανθρώπου, τότε γιατί να σπαταλάμε τις δυνάμεις μας να τους αντικαταστήσουμε με άλλους, όταν μπορούμε να τους καταστρέφουμε όλους;
»Μου φαίνεται ότι όλ’ αυτά είναι λογικά. Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν είναι έτσι, ας υποθέσουμε ότι κάποιος θ’ απαντούσε πως όλ’ αυτά είναι καλά κι ωραία, αλλά πως το αναρχικό σύστημα δεν είναι πραγματοποιήσιμο, κι ας εξετάσουμε με την ησυχία μας κι αυτή την πλευρά του προβλήματος.
»Γιατί να μην είναι πραγματοποιήσιμο το αναρχικό σύστημα; Εμείς οι προοδευτικοί ξεκινάμε όλοι από τη βασική αρχή ότι το υφιστάμενο σύστημα είναι άδικο, όμως πέρα απ’ αυτό υποστηρίζουμε ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα δικαιότερο για να επικρατήσει δικαιοσύνη. Αν σκεφτόμασταν διαφορετικά, δε θα ήμαστε προοδευτικοί, αλλά αστοί.
Από πού προκύπτουν όμως τα κριτήρια για το δίκαιο; Απ’ αυτό που είναι φυσικό κι αληθινό, σ’ αντίθεση με τους κοινωνικούς θεσμούς και τα κατά συνθήκην ψεύδη. Αλλά αν κάτι είναι φυσικό, δε θα είναι μόνο κατά το ήμισυ, το εν τέταρτο ή το εν όγδοο. Ωραία λοιπόν! Τότε θα πρέπει όμως να ισχύει ένα απ’ τα δύο ενδεχόμενα: είτε αυτό που είναι φυσικό είναι πραγματοποιήσιμο, είτε δεν είναι πραγματοποιήσιμο· για να το πούμε διαφορετικά: είτε μια κοινωνία μπορεί να είναι φυσική, είτε είναι κατ’ ουσίαν θεσμός, οπότε είναι αδύνατο να γίνει ποτέ φυσική.
Αν η κοινωνία μπορεί να είναι φυσική, τότε μπορεί να είναι δυνατή και μια αναρχική ή ελεύθερη κοινωνία, επειδή μόνο αυτή θα ήταν μια κοινωνία ολωσδιόλου φυσική. Αν όμως η κοινωνία δε γίνεται να είναι φυσική, αν πρέπει (όποια και να ’ναι η αιτία) να είναι θεσμός, τότε είμαστε αναγκασμένοι να τη θεωρήσουμε το μικρότερο κακό και να την κάνουμε, μέσα στα θεσμικά πλαίσια, όσο μπορούμε πιο φυσική, για να είναι κι όσο το δυνατό δικαιότερη. Και ποιος είναι αυτός ο πιο φυσικός θεσμός; Κανείς δεν είναι καθεαυτού φυσικός αφού είναι θεσμός, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση φυσικότερος θα ήταν εκείνος που φαίνεται φυσικότερος, που τον αντιλαμβανόμαστε ως φυσικότερο.
Και ποιος είναι βέβαια ο φυσικότερος ή ποιον αντιλαμβανόμαστε ως φυσικότερο; Εκείνους που έχουμε συνηθίσει. (Πρέπει να καταλάβετε ότι κάτι είναι φυσικό όταν είναι ενστικτώδες, κι ότι εκείνο που δεν είναι ενστικτώδες, αλλά που σε γενικές γραμμές μοιάζει να είναι, αυτό είναι η συνήθεια. Το κάπνισμα δεν είναι ούτε φυσικό ούτε ενστικτώδης ανάγκη, όμως απ’ τη στιγμή που το συνηθίζει κανείς, του φαίνεται φυσικό, το αντιλαμβάνεται ως ενστικτώδη ανάγκη).
Και ποιος είναι ο κοινωνικός θεσμός που μας έγινε συνήθεια; Το παρόν σύστημα βέβαια, το αστικό σύστημα. Απ’ αυτά, αν τα δούμε λογικά, προκύπτει είτε ότι θεωρούμε τη φυσική κοινωνία δυνατή, οπότε πρέπει να πάρουμε αναρχική θέση, είτε ότι υποστηρίζουμε πως είναι αδύνατη, οπότε πρέπει να υπερασπιστούμε το αστικό σύστημα. Εναλλακτική περίπτωση δεν υπάρχει. Μέχρι εδώ μπορέσατε να με παρακολουθήσετε;…»
Το διήγημα με τον προκλητικό για την κοινή λογική τίτλο «Ο αναρχικός τραπεζίτης» δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1922. Παραβολή, διαλεκτική σάτιρα, υποδειγματικό οικοδόμημα μιας αυστηρής επαγωγικής λογικής, διαθέτει την εγγενή εκείνη επικαιρότητα που χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του Πεσσόα.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ