2017-12-21 10:04:12
Δεν είναι εύκολο να βλέπεις τους γονείς σου να χάνουν τον εαυτό τους, να ξεχνούν ποιοι είναι και να μην μπορούν να αναγνωρίσουν ούτε τα ίδια τους τα παιδιά. Όσοι από εσάς είχατε στο περιβάλλον σας κάποιο άτομο με άνοια, ξέρετε πόσο ψυχοφθόρα μπορεί να γίνει. Ξέρετε, επίσης, ότι πια δεν έχετε την ευκαιρία να του πείτε όλα όσα θέλετε, να μοιραστείτε μαζί του ό,τι θεωρείτε σημαντικό. Μπορείτε να γράψετε ένα γράμμα σαν κι αυτό, απόσπασμα του οποίου δημοσιεύουμε, όπως έκανε αυτή η γυναίκα για ένα από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής της, τη μαμά της «Είσαι ζωντανή αλλά ταυτόχρονα δεν είσαι. Εσύ, που ήξερες κάθε λεπτομέρεια για μένα σαν να ήσουν εγώ, δεν ξέρεις πλέον ποια είμαι. “Ποιος;” μου λες. Προσπαθώ να σε κάνω να θυμηθείς κάτι, οτιδήποτε μπορεί να κρατήσει τη σχέση μας ζωντανή. Ένα τραγούδι για μια γαλοπούλα που κάθεται στο ένα της πόδι που συνήθιζες να μου τραγουδάς όταν ήμουν μικρή, αλλά πλέον δεν το θυμάσαι. “Ποια γαλοπούλα;”, με ρώτησες. “Ποιο τραγούδι;”. Σε ρώτησα τι κάνει ο φίλος σου, ο Walter. “Ποιος;”, ήταν η απάντησή σου.
“Πες μου κάτι”, σου λέω με απόγνωση. Κι εσύ μου λες. Μου λες ότι θα πάρεις ένα αυτοκίνητο για να γυρίσεις σπίτι, μου λες ότι πήγες στο εστιατόριο και ότι έφαγες κοτόπιτα για μεσημεριανό, μου λες ότι θα δεις την αδερφή σου την Teddy. Ξέρω όμως ότι δεν έχεις βγει απ’ το δωμάτιό σου όλη μέρα. Ξέρω, επίσης, ότι η αδερφή σου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια.
Δεν μπορείς να με ακούσεις στο τηλέφωνο πια. “Τι;”, μου λες. “Ποιος είναι;”. Την τελευταία φορά που ήρθα να σε δω, μου είπες να φύγω έπειτα από μισή ώρα γιατί η παρουσία μου σε ενοχλούσε. Έκλαιγα στο αυτοκίνητο.
Αχ, μαμά!
Ο μόνος τρόπος να σου πω αυτά που θέλω είναι να τα γράψω, να φανταστώ τι θα μου απαντούσες, να δω πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η σχέση μας.
Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σου μιλήσω για όλα όσα έκανες για μένα γιατί θέλω να ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και πως ξέρω ότι έκανες πράγματα που άλλες μαμάδες δεν έχουν κάνει για τα παιδιά τους. Θέλω να σου μιλήσω για το περιστατικό εκείνο, όταν ήμουν στην Δευτέρα Δημοτικού και δεν είχα πάει καλά σε ένα τεστ Θρησκευτικών. Εσύ πήγες στον διευθυντή και του είπες να σβήσουν τον βαθμό μου γιατί είμαστε Εβραίοι και δεν γίνεται να απαντάω σε ένα τεστ για τον χριστιανισμό. Του είπες, επίσης, ότι έπρεπε να μου ζητήσουν συγγνώμη, παρά το ότι έπειτα από αυτό το περιστατικό, η δασκάλα μου με αντιπάθησε.
Θυμήθηκα και κάτι άλλο: όταν ο αρραβωνιαστικός μου πέθανε, ήρθες με αεροπλάνο από τη Βοστώνη στις 3 τα ξημερώματα για να με δεις. Ξάπλωσες δίπλα μου στο κρεβάτι και με αγκάλιαζες ενώ έκλαιγα. Και μετά, όταν αρρώστησα σοβαρά, ήρθες να μείνεις μαζί μας για 2 ολόκληρους μήνες για να μας βοηθήσεις.
Με αγαπούσες. Το ξέρω. Ίσως με αγαπούσες υπερβολικά, γιατί δεν δέχτηκες το γεγονός ότι αποφάσισα ν’ ανοίξω τα φτερά μου. Δεν ενέκρινες τις επιλογές μου. Δεν σου άρεσε που μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Δεν σου άρεσε ο τρόπος που ντυνόμουν ούτε ο τρόπος που έφτιαχνα τα μαλλιά μου. (“Σ’ αρέσει αυτό;”, μου έλεγες και με κοίταγες από πάνω μέχρι κάτω). Δεν σου άρεσαν οι σύντροφοί μου εκτός από τον πρώτο μου άντρα.
Ήσουν περήφανη που έγινα συγγραφέας. Έπειτα από μια κακή κριτική, πήγες σ’ ένα βιβλιοπωλείο και τους ρώτησες αν θα συνέχιζαν να πουλάνε το βιβλίο μου παρά τα όσα είχαν γράψει για τη δουλειά μου.
Όταν έγινα ενήλικας, παντρεύτηκα και έκανα τον γιο μου, σε γνώρισα καλύτερα, σε κατάλαβα και σε “ένιωσα” πραγματικά. Ήσουν το ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Μεγάλωσες με μια μητέρα που δεν σε αγάπησε πραγματικά, που δεν προσπάθησε να σε καταλάβει και έδειχνε την προτίμησή της στον δίδυμο αδερφό σου.
Ο αρραβωνιαστικός σου σε χώρισε, παντρεύτηκες τον πατέρα μου που δεν σου φερόταν καλά και σε τιμωρούσε με την σιωπή του, κάποιες φορές για εβδομάδες. Ήταν στη δεκαετία του 1950 και δεν μπορούσες να πάρεις διαζύγιο, όχι με δύο μικρά κορίτσια.
Όταν έγινα 17 και αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να αντέξω να έρθω ακόμα μία φορά να μείνω στις διακοπές με σένα και τον πατέρα μου, έφυγα απ’ το εξοχικό και λίγο πριν, μου είπες ότι αν δεν επέστρεφα, θα του ζητούσες διαζύγιο. Με βρήκε, στην άκρη του δρόμου και επειδή έκλαιγε, κάτι που δεν τον είχα ξαναδεί να κάνει, επέστρεψα. Μόλις μπήκα μέσα, είδα το πρόσωπό σου, ετοίμαζες τις βαλίτσες. Είδα ότι απογοητεύτηκες που είχα χαλάσει το σχέδιο της απόδρασής σου.
Ήθελα να αλλάξεις. Σε ικέτευα. Αλλά δεν ήμουν εγώ αυτή που σε άλλαξε. Ήταν ο μπαμπάς μου που πέθαινε. Η ζωή ανοίχτηκε μπροστά σου. Ταξίδεψες. Φαινόσουν χαρούμενη. Ήρθες πολύ κοντά με την αδερφή μου, κάτι που σε έκανε πολύ χαρούμενη. Εγώ, όμως, είχα τη ζωή μου και ξέρω ότι κάποιες φορές αυτό σε πλήγωνε γιατί μου το ‘λεγες.
Χάρηκα πολύ όταν ξαναερωτεύτηκες. Ήμουν τόσο χαρούμενη που επί 4 χρόνια ήσουν πραγματικά ευτυχισμένη με τον Walter και που, όταν πέθανε, η άνοια είχε ήδη προοδεύσει κι έτσι ποτέ δεν κατάλαβες ότι η πραγματική αγάπη της ζωής σου είχε φύγει- ακόμα και σήμερα νομίζεις ότι τον βλέπεις. Με έκανες να καταλάβω ότι πάντα υπάρχει μία ακόμα ευκαιρία.
Εκτός από τη δική μας περίπτωση.
Δεν μπορώ να σου φωνάξω επειδή γίνεσαι επιθετική κάποιες φορές και δεν μπορώ να σε κάνω να καταλάβεις. Δεν μπορώ να σε ευχαριστήσω επειδή μας έδινες τόση αγάπη και δεν μπορώ να σε κάνω να νιώσεις καλά. Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε για τίποτα πια.
Γράφω για σένα. Ήσουν η Bea στο πρώτο μου βιβλίο, η γυναίκα που ο αρραβωνιαστικός της την άφησε. Ήσουν η Ίριδα, η γυναίκα που ερωτεύτηκε σε μεγάλη ηλικία. Δεν αναγνώρισες τον εαυτό σου σε κανένα από τα βιβλία μου, ακόμα και αφού στο είπα εγώ. “Δεν είμαι εγώ!”, μου είπες.
Σε βλέπω να εξαφανίζεσαι. Από μένα. Από την αδερφή μου. Νιώθω τα δάκρυα και την οργή να βράζουν μέσα μου. Θυμάμαι πως όταν πέθανε ο πατέρας μου, ξάπλωσα δίπλα σου και ξύπνησες μέσα στη νύχτα φωνάζοντας “Τον θέλω πίσω!”, παρά το ότι τον μισούσες.
Κάποιες φορές σε μισούσα. Το παραδέχομαι. Αλλά τις περισσότερες φορές σε αγαπούσα. Σε αγαπούσα πραγματικά.
Και σε θέλω πίσω.»
Πηγή
Tromaktiko
“Πες μου κάτι”, σου λέω με απόγνωση. Κι εσύ μου λες. Μου λες ότι θα πάρεις ένα αυτοκίνητο για να γυρίσεις σπίτι, μου λες ότι πήγες στο εστιατόριο και ότι έφαγες κοτόπιτα για μεσημεριανό, μου λες ότι θα δεις την αδερφή σου την Teddy. Ξέρω όμως ότι δεν έχεις βγει απ’ το δωμάτιό σου όλη μέρα. Ξέρω, επίσης, ότι η αδερφή σου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια.
Δεν μπορείς να με ακούσεις στο τηλέφωνο πια. “Τι;”, μου λες. “Ποιος είναι;”. Την τελευταία φορά που ήρθα να σε δω, μου είπες να φύγω έπειτα από μισή ώρα γιατί η παρουσία μου σε ενοχλούσε. Έκλαιγα στο αυτοκίνητο.
Αχ, μαμά!
Ο μόνος τρόπος να σου πω αυτά που θέλω είναι να τα γράψω, να φανταστώ τι θα μου απαντούσες, να δω πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η σχέση μας.
Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σου μιλήσω για όλα όσα έκανες για μένα γιατί θέλω να ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και πως ξέρω ότι έκανες πράγματα που άλλες μαμάδες δεν έχουν κάνει για τα παιδιά τους. Θέλω να σου μιλήσω για το περιστατικό εκείνο, όταν ήμουν στην Δευτέρα Δημοτικού και δεν είχα πάει καλά σε ένα τεστ Θρησκευτικών. Εσύ πήγες στον διευθυντή και του είπες να σβήσουν τον βαθμό μου γιατί είμαστε Εβραίοι και δεν γίνεται να απαντάω σε ένα τεστ για τον χριστιανισμό. Του είπες, επίσης, ότι έπρεπε να μου ζητήσουν συγγνώμη, παρά το ότι έπειτα από αυτό το περιστατικό, η δασκάλα μου με αντιπάθησε.
Θυμήθηκα και κάτι άλλο: όταν ο αρραβωνιαστικός μου πέθανε, ήρθες με αεροπλάνο από τη Βοστώνη στις 3 τα ξημερώματα για να με δεις. Ξάπλωσες δίπλα μου στο κρεβάτι και με αγκάλιαζες ενώ έκλαιγα. Και μετά, όταν αρρώστησα σοβαρά, ήρθες να μείνεις μαζί μας για 2 ολόκληρους μήνες για να μας βοηθήσεις.
Με αγαπούσες. Το ξέρω. Ίσως με αγαπούσες υπερβολικά, γιατί δεν δέχτηκες το γεγονός ότι αποφάσισα ν’ ανοίξω τα φτερά μου. Δεν ενέκρινες τις επιλογές μου. Δεν σου άρεσε που μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Δεν σου άρεσε ο τρόπος που ντυνόμουν ούτε ο τρόπος που έφτιαχνα τα μαλλιά μου. (“Σ’ αρέσει αυτό;”, μου έλεγες και με κοίταγες από πάνω μέχρι κάτω). Δεν σου άρεσαν οι σύντροφοί μου εκτός από τον πρώτο μου άντρα.
Ήσουν περήφανη που έγινα συγγραφέας. Έπειτα από μια κακή κριτική, πήγες σ’ ένα βιβλιοπωλείο και τους ρώτησες αν θα συνέχιζαν να πουλάνε το βιβλίο μου παρά τα όσα είχαν γράψει για τη δουλειά μου.
Όταν έγινα ενήλικας, παντρεύτηκα και έκανα τον γιο μου, σε γνώρισα καλύτερα, σε κατάλαβα και σε “ένιωσα” πραγματικά. Ήσουν το ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Μεγάλωσες με μια μητέρα που δεν σε αγάπησε πραγματικά, που δεν προσπάθησε να σε καταλάβει και έδειχνε την προτίμησή της στον δίδυμο αδερφό σου.
Ο αρραβωνιαστικός σου σε χώρισε, παντρεύτηκες τον πατέρα μου που δεν σου φερόταν καλά και σε τιμωρούσε με την σιωπή του, κάποιες φορές για εβδομάδες. Ήταν στη δεκαετία του 1950 και δεν μπορούσες να πάρεις διαζύγιο, όχι με δύο μικρά κορίτσια.
Όταν έγινα 17 και αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να αντέξω να έρθω ακόμα μία φορά να μείνω στις διακοπές με σένα και τον πατέρα μου, έφυγα απ’ το εξοχικό και λίγο πριν, μου είπες ότι αν δεν επέστρεφα, θα του ζητούσες διαζύγιο. Με βρήκε, στην άκρη του δρόμου και επειδή έκλαιγε, κάτι που δεν τον είχα ξαναδεί να κάνει, επέστρεψα. Μόλις μπήκα μέσα, είδα το πρόσωπό σου, ετοίμαζες τις βαλίτσες. Είδα ότι απογοητεύτηκες που είχα χαλάσει το σχέδιο της απόδρασής σου.
Ήθελα να αλλάξεις. Σε ικέτευα. Αλλά δεν ήμουν εγώ αυτή που σε άλλαξε. Ήταν ο μπαμπάς μου που πέθαινε. Η ζωή ανοίχτηκε μπροστά σου. Ταξίδεψες. Φαινόσουν χαρούμενη. Ήρθες πολύ κοντά με την αδερφή μου, κάτι που σε έκανε πολύ χαρούμενη. Εγώ, όμως, είχα τη ζωή μου και ξέρω ότι κάποιες φορές αυτό σε πλήγωνε γιατί μου το ‘λεγες.
Χάρηκα πολύ όταν ξαναερωτεύτηκες. Ήμουν τόσο χαρούμενη που επί 4 χρόνια ήσουν πραγματικά ευτυχισμένη με τον Walter και που, όταν πέθανε, η άνοια είχε ήδη προοδεύσει κι έτσι ποτέ δεν κατάλαβες ότι η πραγματική αγάπη της ζωής σου είχε φύγει- ακόμα και σήμερα νομίζεις ότι τον βλέπεις. Με έκανες να καταλάβω ότι πάντα υπάρχει μία ακόμα ευκαιρία.
Εκτός από τη δική μας περίπτωση.
Δεν μπορώ να σου φωνάξω επειδή γίνεσαι επιθετική κάποιες φορές και δεν μπορώ να σε κάνω να καταλάβεις. Δεν μπορώ να σε ευχαριστήσω επειδή μας έδινες τόση αγάπη και δεν μπορώ να σε κάνω να νιώσεις καλά. Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε για τίποτα πια.
Γράφω για σένα. Ήσουν η Bea στο πρώτο μου βιβλίο, η γυναίκα που ο αρραβωνιαστικός της την άφησε. Ήσουν η Ίριδα, η γυναίκα που ερωτεύτηκε σε μεγάλη ηλικία. Δεν αναγνώρισες τον εαυτό σου σε κανένα από τα βιβλία μου, ακόμα και αφού στο είπα εγώ. “Δεν είμαι εγώ!”, μου είπες.
Σε βλέπω να εξαφανίζεσαι. Από μένα. Από την αδερφή μου. Νιώθω τα δάκρυα και την οργή να βράζουν μέσα μου. Θυμάμαι πως όταν πέθανε ο πατέρας μου, ξάπλωσα δίπλα σου και ξύπνησες μέσα στη νύχτα φωνάζοντας “Τον θέλω πίσω!”, παρά το ότι τον μισούσες.
Κάποιες φορές σε μισούσα. Το παραδέχομαι. Αλλά τις περισσότερες φορές σε αγαπούσα. Σε αγαπούσα πραγματικά.
Και σε θέλω πίσω.»
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ